ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 1080 ΦΕΚ Α΄246/22.10.1980
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινων της περί των προσόδων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως Νομοθεσίας και άλλων τινών συναφών διατάξεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν
Άρθρο 1
Δικαίωμα χρήσεως βοσκών
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφιστάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του από 24.9./20.10.1958 β. δ/τος “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου των ισχυουσών διατάξεων περί των προσόδων των Δήμων και Κοινοτήτων”, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής :
“2. `Εκαστος δημότης δικαιούται όπως βόσκη εντός των δημοτικών ή κοινοτικών ροσκησίμων τόπων:
α) Δωρεάν τέσσαρα (4) μεγάλα και δέκα (1Ο) μικρά ζώα (πρόβατα, αίγες).
β) Επί καταβολή ετησίου δικαιώματος, προσδιοριζομένου κατά κεφαλήν ζώου δι` αποφάσεως του Συμβουλίου, δια τα κατεχόμενα πέρα του ανωτέρω αριθμού ζώα.
Το δικαίωμα βοσκής δεν δύναται να ορισθή κατώτερον των δραχμών οκτώ (8) και ανώτερον των δέκα εξ (16) δι` έκαστον μικρόν ζώον, ουδέ κατώτερον των δραχμών δέκα εξ (16) και ανώτερον των τριάκοντα δύο (32), δι` έκαστον μεγάλο ζώον. Δια τα θηλάζοντα μεγάλα ζώα μέχρις εξ μηνών και τα θηλάζοντα μικρά μέχρι τριών μηνών, δεν οφείλεται δικαίωμα βοσκής. Το δικαίωμα βοσκής οφείλεται εις το ακέραιον ασχέτως της χρονικής διαρκείας της χρήσεως της βοσκής, επιβάλλεται δε και εις περιπτώσεις υπάρξεως βελτιωμένου βοσκοτόπου. Κύριοι ή καθ` οιονδήποτε τρόπον κάτοχοι βοσκησίμων τόπων συνολικώς μεγαλυτέρων των πεντακοσίων (500) στρεμμάτων, δεν δικαιούνται χρήσεως των δημοτικών ή κοινοτικών βοσκησίμων τόπων”.
2. Εις το άρθρον 5 του ανωτέρω β. δ/τος προστίθεται παράγραφος 8, εχουσα ούτω : “8. Η έκτασις η οποία αντιστοιχεί εις τον αριθμόν των ζώων δημότου, εις τον οποίον παρέχεται το δικαίωμα βοσκής εντός της συνολικής βοσκησίμου εκτάσεως του δήμου ή της κοινότητος, συνυπολογίζεται κατά τον προσδιορισμόν της συνολικώς χρησιμοποιουμένης υπ`αυτού γεωργικής ή κτηνοτροφικής εκτάσεως. Δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και Γεωργίας καθορίζονται αι λεπτομέρειαι εφαρμογής της παρούσης παραγράφου.
3. Εις την παράγραφον 2 του άρθρου 6 του ανωτέρω β. δ/τος, προστίθεται τρίτον εδάφιον έχον ούτω : “Εν περιπτώσει ανεπαρκείας των βοσκησίμων τόπων, το δικαίωμα βοσκής ορίζεται ηυξημένον και πάντως ουχί πέρα του τετραπλασίου του καθορισθέντος δια τα κατά τας διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του προηγουμένου άρθρον βόσκοντα ζώα των δημοτών και ετεροδημοτών”.
4. Το δεύτερον εδαφίον της παραγράφου 6 του άρθρου 7 του ανωτέρω β. δ/τος, αντικαθίσταται ως ακολούθως : Η διαπίστωσις της αυθαιρέτου βοσκής γίνετα υπό οργάνων του δήμου ή της κοινότητος ή της αγροφυλακής ή της δασικής υπηρεσίας, ο δε καθορισμός του καταβλητέου δικαιώματος ενεργείται δι` αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Ως αυθαίρετος βοσκή δεν θεωρείται η βοσκή ζώων οδηγουμένων εις θερινάς ή χειμερινάς βοσκάς, εφ` όσον η παραμονή αυτών εις την περιφέρειαν δήμου ή κοινότητος δεν παρατείνεται πέρα των τεσσαράκοντα οκτώ (48) ωρών.
5. Αι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 9 και της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. δ/τος 216/1973 “περί διαχειρίσεως και βελτιώσεως των βοσκοτόπων” δεν εφαρμόζονται επί δημοτικών ή κοινοτικών βοσκησίμων τόπων.
Άρθρο 2
Δικαίωμα επί εμπορίας ποσίμων ιαματικών ή μη υδάτων.
Το άρθρον 12 του ανωτέρω β. δ/τος, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής :
“Άρθρον 12
Δικαίωμα έπι εμπορίας ποσίμων ιαματικών ή μη υδάτων.
1. Η εμπορία ποσίμων ιαματικών ή μη υδάτων ανηκόντων εις δήμους ή κοινότητας διατιθεμένων είτε εν φυσική καταστάσει, είτε δι` αναμίξεως αυτών μετά χημικών ή άλλων ουσιών ή χυμών και υφ` οιανδήποτε ονομασίαν, κατάστασιν και συσκευασίαν, επιτρέπεται, μετά προηγουμένην γνώμην του προϊσταμένου της υγειονομικής υπηρεσίας του Νομού περί της καταλληλότητος του ύδατος, μόνον κατόπιν αδείας, χορηγουμένης αιτήσει του ενδιαφερομένου δι` αποφάσεως του συμβουλίου, εις την οποίαν προσδιορίζεται και η χρονική διάρκεια της ισχύος ταύτης.
2. Εις περίπτωσιν αποδοχής της αιτήσεως, δια της αυτής αποφάσεως καθορίζεται η ελαχίστη ποσότης ύδατος δια την οποίαν θα καταβάλλεται το ανάλογον δικαίωμα, ανεξαρτήτως της λήψεως ή μη της ποσότητος ταύτης, ο χρόνος καταβολής τούτου και οι λοιποί όροι, προς διασφάλισιν των συμφερόντων του δήμου ή της κοινότητος και του καταναλωτικού κοινού.
3. Ο τυγχάνων της κατά την προηγουμένην παράγραφον αδείας υποχρεούται:
α) Να τηρή τους κατά τας κειμένας διατάξεις όρους τους διασφαλίζοντας την γνησιότητα και υγιεινήν κατάστασιν των υδάτων, ”
β) Να καταβάλλει υπέρ του δήμου ή της κοινότητας δικαίωμα που ορίζεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μέχρι μία (1) δραχμή ανά λίτρο ύδατος κατά ανώτατο όριο. `Οταν γίνεται πρόσμιξη του ύδατος με χυμούς, το ανωτέρω δικαίωμα καθορίζεται με την ίδια απόφαση μέχρι 0,80 δραχμές ανά λίτρο κατά ανώτατο όριο. Το δικαίωμα αυτό είναι ανεξάρτητο του δικαιώματος υδρεύσεως που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος Β. Δ/τος”. και
γ) να εκδίδη εις πάσαν περίπτωσιν, το κατά τας διατάξεις του π. δ/τος 99/ 1977 “περί Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων” οριζόμενον δελτίον αποστολής, εις τριπλούν, το εν αντίτυπον του οποίου συνοδεύει το μεταφερόμενον ύδωρ μέχρι του τόπου προορισμού και παραδίδεται εις τον παραλήπτην, το έτερον αποστέλλεται εντός δέκα ημερών από της εκδόσεώς του εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα και το τρίτον παραμένει εις το στέλεχος.
Το αντιστοχούν εις την ληφθείσαν ποσότητα ύδατος ποσόν του δικαιώματος καταβάλλεται υπό του υποχρέου εις το οικείον δημοτικόν ή κοινοτικόν ταμείον εντός του πρώτου δεκαημέρου του επομένου από της λήψεως του ύδατος μηνός, αποστελλομένου άμα υπό τούτου εις τον δήμον ή την κοινότητα του σχετικού γραμματίου εισπράξεως. Εν περιπτώσει μη καταβολής ή ελλιπούς ή εκπροθέσμου καταβολής του δικαιώματος καταλογίζεται εις βάρος του υποχρέου, δι` αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, το αναλογούν δικαίωμα επί της ληφθείσης ποσότητος ύδατος μετά ισοπόσου προστίμου. Η δημοτική ή κοινοτική αρχή δικαιούται εις έλεγχον της κανονικής εκδόσεως των δελτίων αποστολής και αποδόσεως του τέλους. Το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα δύναται να αυξάνεται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και Εμπορίου δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
***Η περ. β) αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 14 του Ν. 1518/1985 ( Α 30).
4. Ο παραβαίνων τας διατάξεις των περιπτώσεων α` και γ` της προηγουμένης παραγράφου τιμωρείται δια ποινής φυλακίσεως μέχρι τριών μηνών ή χρηματικής ποινής μέχρις εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών ή και δι` αμφοτέρων των ποινών τούτων. Επί τελεσιδίκου καταδίκης του τυχόντος αδείας, το δημοτικόν ή κοινοτικόν συμβούλιον δικαιούται εις ανάκλησιν της αδείας.
5. Δι` οιανδήποτε παράβασιν των δια της κατά την παράγραφον 2 αποφάσεως οριζομένων όρων, βεβαιουμένην υπό των οργάνων του δήμου ή της κοινότητος, το συμβούλιον δι` ητιολογημένης αποφάσεώς του, ελεγχομένης υπό του νομάρχου, δύναται να προβαίνη εις ανάκλησιν της αποφάσεώς του ταύτης.
6. `Οστις, άνευ αδείας, προβαίνει εις εμπορίαν των κατά την παράγραφον 1 υδάτων, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και εν υποτροπή δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ μηνών, καταλογιζομένου δι` αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου εις βάρος αυτού του αναλογούντος δικαιώματος επί της ληφθείσης ποσότητος ύδατος μετά ισοπόσου προστίμου.
7. Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, εκτιμωμένας υπό του συμβουλίου και μετ` έγκρισιν του νομάρχου, δύναται να χορηγήται εις φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον τη αιτήσει του και επί τη καταβολή του κατά την παράγραφον 3 δικαιώματος, άδεια μεταφοράς ποσίμου ύδατος, αποκλειστικώς όμως διατιθεμένου δι` ύδρευσιν, υπό τον όρον ότι η διάθεσις τούτου, εις τους κατοίκους της κοινότητος θα γίνεται επί τη καταβολή τιμήματος, οριζομένου υπό της αρμοδίας αγορανομικής αρχής και απ` ευθείας εκ του βυτίου, εφ`όσον τηρούνται οι απαραίτητοι όροι υγιεινής, κατά βεβαίωσιν της αρμοδίας υγειονομικής υπηρεσίας, ανανεουμένην ανά τριάκοντα ημέρας, μερίμνη του αδειούχου.
8. Αι διατάξεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί των ήδη ισχυουσών συμβάσεων μισθώσεως του δικαιώματος εμπορίας ποσίμων ιαματικών ή μη υδάτων ή χορηγήσεως αδείας εμπορίας τούτων.
Στο δικαίωμα του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται τα εξαγόμενα προς κατανάλωση εκτός της Ελληνικής Επικράτειας ύδατα. Η εξαγωγή βεβαιώνεται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 1518/1985 (Α 30).
Άρθρο 3
Τέλος χρήσεως πεζοδρομίων, πλατειών και λοιπών κοινοχρήστων χώρων.
Το άρθρον 13 του ανωτέρω β. δ/τος, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 13.
Τέλος χρήσεως πεζοδρομίων, πλατειών και λοιπών κοινοχρήστων χώρων.
1. Επιτρέπεται ή, υπέρ δήμου ή κοινότητος, επιβολή τέλους εις βάρος των χρησιμοποιούντων διαρκώς ή προσκαίρως πεζοδρόμια, οδούς, πλατείας και εν γένει κοινοχρήστους χώρους και το υπέδαφος αυτών. Ως κοινόχρηστος χώρος δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νοείται και το δάπεδον χώρων μεταξύ της θέσεως των προσόψεων των ισογείων των οικοδομών και των εγκεκριμένων οικοδομικών γραμμών (στοαί και το υπέδαφος αυτών ως και αποτμήσεις γωνιών οικοδομικών τετραγώνων), αποτελούντων των χώρων τούτων προεκτάσεις πεζοδρομίων και αφεθέντων εις κοινήν χρήσιν.
2. Τα τμήματα των κοινοχρήστων χώρων, των οποίων επιτρέπεται ή παραχώρησις της χρήσεως, καθορίζονται δι` αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. “Ειδικά για τους κοινοχρήστους χώρους που παραχωρούνται για χρήση σε καφενειαι ζαχαροπλαστεία εστιατόρια και παρεμφερή καταστήματα, το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο μπορεί με την ίδια απόφαση του να ορίζει ότι τα σερβιριζόμενα από τα καταστήματα αυτό στους ανωτέρω χώρους είδη θα προσφέρονται σε τιμές καταστήματος κατώτερης κατηγορίας απο εκείνη στην οποία ανήκουν”. Εις δήμους πληθυσμού άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) η απόφασις του συμβουλίου δημοσιεύεται άπαξ εις μίαν ή δύο εφημερίδας της πόλεως ή του νομού. Προκειμένου περί των λοιπών δήμων και των κοινοτήτων η απόφασις δημοσιεύεται δια τοιχοκολλήσεως εις την είσοδον του δημοτικού ή κοινοτικού καταστήματος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 54 του Ν. 1416/1984 (ΦΕΚ Α 18)
3. α. Το κατά την παράγραφον 1 τέλος ορίζεται ετήσιον δι` αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου κατά τετραγωνικόν μέτρον, ανεξαρτήτως χρόνου χρήσεως και αναλόγως της περιοχής της πόλεως ή χωρίου εις την οποίαν κείται ο χρησιμοποιούμενος χώρος. Επί χρησιμοποιήσεως των ανωτέρω χώρων ως προσθήκης καταστήματος, το τέλος ορίζεται εις το διπλάσιον.
β.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.4 του άρθρου 26 του Ν.1828/ 1989, ως ακολούθως:
β. Ειδικά σε περιπτώσεις κατάληψης πεζοδρομίου ή οδού από αυτούς που εκτελούν οποιασδήποτε φύσεως τεχνικοοικοδομικές εργασίες, το τέλος ορίζεται μηνιαίο κατά ζώνες με απόφαση του συμβουλίου και κατά τετραγωνικό μέτρο. Για την πληρωμή αυτού του τέλους ευθύνονται από κοινού και εξ ολοκλήρου εκείνος που πήρε την άδεια οικοδομής καθώς και ο ιδιοκτήτης του ακινήτου”. γ. Επί πάσης άλλης περιπτώσεως, το τέλος ορίζεται δι` αποφάσεως του οικείου συμβουλίου. Εις πάσαν περίπτωσιν το αναλογούν τέλος καταβάλλεται εξ ολοκλήρου προ της παραδόσεως της αδείας χρήσεως, εις το οικείον δημοτικόν ή κοινοτικόν ταμείον, αναγραφομένου επ` αυτής του αριθμού του γραμματίου εισπράξεως. Η είσπραξις ενεργείται κατόπιν σχετικού σημειώματος του δικαιούχον δήμου ή κοινότητος.
4. Η χρήσις των πλατειών διατίθεται εις τους εκμεταλλευομένους τα περί αυτάς καφενεία, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, παρεμφερείς επιχειρήσεις και καταστήματα, κατά τα δι` αποφάσεως της δημοτικής ή κοινοτικής αρχής ειδικώτερον οριζόμενα. Επιτρέπεται η παραχώρησις της χρήσεως συνεχομένον κοινοχρήστου χώρου, εφ` όσον δεν θίγονται δικαιώματα ετέρου δικαίουμένου της χρήσεως τούτου, εάν όμως οι δικαιούμενοι χρήσεως αντού είναι πλείονες του ενός, ή χρήσις του συνεχομένου τούτου χώρου παραχωρείται αναλόγως των προσόψεων των καταστημάτων αυτών ή αναλόγως άλλων κριτηρίων (τοπικών, τουριστικών, κυκλοφοριακών, πρασίνου κλπ.). Εν ουδεμιά περιπτώσει ο κατά χρήσιν παραχωρούμενος χώρος επιτρέπεται να επεκτείνεται και εις πεζοδρόμιον παρακειμένου καταστήματος ή κατοικίας, ειμή μόνον τη εγγράφω συγκαταθέσει του χρησιμοποιούντος ή κατέχοντος τα ακίνητα ταύτα.
5. Προκειμένου περί πλατειών ένθα προβάλλονται καταστήματα χρησιμοποιούμενα ως καφενεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία ή παρεμφερείς επιχειρήσεις, εις έκαστον εκμεταλλευτήν τούτων παραχωρείται αναλόγως της προσόψεως του καταστήματος αυτού η χρήσις του εβδομήκοντα τοις εκατόν (70 ο/ο) του αντιστοιχούντος εις την προβολήν του χώρου, το υπολοίπον δε τριάκοντα τοις εκατόν (30 ο/ο) του χώρου, διατίθεται υπό του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος εις τους αυτούς εκμεταλλευτάς εφ` όσον κατά την κρίσιν αυτού δεν παρακωλύεται ουσιωδώς η ελευθέρα χρήσις αυτού. Εν περιπτώσει μη χρησιμοποιήσεως υπό δικαιουμένου του αναλογούντος αυτώ κοινοχρήστου χώρου της πλατείας, ή χρησίς του χώρου τούτου δύναται να παραχωρηθή υπό του δήμου ή της κοινότητος εις εκμεταλλευτάς συνεχομένων μετ` αυτού καταστημάτων, αναλόγως της προσόψεώς των.
6. Ο προστιθέμενος να χρησιμοποιήση τους κατά τας προηγουμένας παραγράφους κοινοχρήστους χώρους ή το υπέδαφος αυτών υποβάλλει, προ της χρήσεως, σχετικήν αίτησιν εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα. Εις την αίτησιν αναγράφονται: α) το ονοματεπώνυμον ή η επωνυμία του αιτούντος, το είδος και η διεύθυνσις της ασκουμένης επιχειρήσεως και β) η θέσις, η έκτασις και το είδος του αιτουμένου προς χρήσιν χώρου, ως και η χρονική διάρκεια δι` ην αιτείται η παραχώρησις της χρήσςως αυτού. Προκειμένης χορηγήσεως της αδείας χρήσεως η αστυνομική αρχή εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών από της παραλαβής του σχετικού ερωτήματσς του δήυου ή της κοινότητος, γνωματεύει εάν υφίστανται λόγοι ασφαλείας της κυκλοφορίας πεζών ή τροχοφόρων επιβάλλοντες την μη χορήγησιν της αιτουμένης αδείας, οπότε δεν χορηγείται αύτη. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, η άδεια χορηγείται και άνευ γνωματεύσεως της αστυνομικής αρχής.
7. Χορηγηθείσα άδεια χρήσεως των κατά τας προηγουμένας παραγράφους χώρων ανακαλείται υπεχρεωτικώς υπό του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος εντός δεκαημέρου από της εγγράφου ειδοποιήσεώς του υπό της αστυνομικής αρχής, ότι συντρέχουν λόγοι ασφαλείας της κυκλοφορίας πεζών ή οχημάτων ή ένεκα ληφθέντων μέτρων παρά δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής. Η τοιαύτη ανάκλησις συνεπάγεται επιστροφήν μόνον του καταβληθέντος ποσού τέλους του αντιστοιχούντος εις την χρονικήν περίοδον δια την οποίαν ανεκλήθη η χορηγηθείσα άδεια, καθοριζομένου δι` αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.
8. Σε περίπτωση αυθαίρετης χρήσης κοινοχρήστων χώρων, των οποίων έχει επιτραπεί η παραχώρηση της χρήσης, καταλογίζεται σε βάρος του υποχρέου με απόφαση του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας, εκτός από το αναλογούν τέλος και χρηματικό πρόστιμο διπλάσιο προς το αναλογούν τέλος, ανεξάρτητα από το διάστημα της αυθαίρετης χρήσης. Με όμοια απόφαση επιβάλλεται πρόστιμο, σε βάρος εκείνου που κάνει αυθαίρετη χρήση του χώρου του οποίου η παραχώρηση της χρήσης δεν έχει επιτραπεί, ίσο με το τριπλάσιο του μεγαλύτερου κατά τετραγωνικό μέτρο ποσού που καθορίστηκε με απόφαση του οικείου συμβουλίου για τους χώρους για τους οποίους έχει επιτραπεί η παραχώρηση της χρήσης. “Η διαπίστωση της αυθαίρετης χρήσης ενεργείται από το δήμο ή την κοινότητα ή την αστυνομική αρχή. Σε περίπτωση που γίνεται αυθαίρετη χρήση του χώρου καθ` υποτροπήν επιβάλλονται, κάθε φορά, και μέχρι δύο φορές τα ως άνω Πρόστιμα και αν εξακολουθεί η παράβαση οι δήμοι ή οι κοινότητες με συνεργεία τους προέρχονται στην αφαίρεση κάθε είδους αντικειμένων, με τη συνδρομή της δημοτικής αστυνομίας ή της οικείας αστυνομικής αρχής και επιβάλλουν ειδικό πρόστιμο για τα έξοδα μεταφοράς και αποθήκευσης,ίσο με το διπλάσιο του μεγαλύτερου κατά τετραγωνικό μέτρο ποσού, που καθορίστηκε με απόφαση του οικείου συμβουλίου για τους χώρους για τους οποίους έχει επιτραπεί η παραχώρηση της χρήσης” .
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε διά του άρθρου 26 παρ. 5 του Ν. 1828/1989 (A 2).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε του άρθρου 26 παρ. 5 του Ν. 1828/1989 (Α 2), αντικαταστάθηκε εκ νέου ως άνω διά του άρθρου 6 του Ν. 1900/1990 (Α 125).
9. Δεν υπόκεινται εις το τέλος του παρόντος άρθρου οι χρησιμοποιούντες κοινοχρήστους χώρους δήμων και κοινοτήτων ή το υπέδαφος αυτών δυνάμει ειδικής διατάξεως νόμου ή συμβάσεως μετά του δημοσίου κυρωθείσης δια νόμου, εις εκτέλεσιν των οποίων γίνεται χρήσις των ως άνω δημοτικών και κοινοτικών χώρων, εφ` όσον υπό των διατάξεων τούτων προβλέπεται απαλλαγή εκ του τέλους τούτου.
10. Επί κοινοχρήστων χώρων μη ευρισκομένων προ καταστημάτων ή εις την προβολήν αυτών, η χρήσις αυτών επιτρέπεται εφ` όσον δεν αναιρείται εξ ολοκλήρου η ιδιότης του κοινοχρήστου, απαιτείται δε πάντοτε δια την εκμετάλλευσιν αυτών η διενέργεια δημοπρασίας, τηρουμένων των εκάστοτε διατάξεων περί όρων διενεργείας δημοπρασίας δι` εκμίσθωσιν δημοτικών ή κοινοτικών ακινήτων.
11. Ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητος χορηγεί την άδειαν χρήσεως κοινοχρήστου δημοτικού ή κοινοτικού χώρου, μη δυναμένην να εξικνείται πέραν του ημερολογιακού έτους δια τας περ. α` και γ` της παραγρ. 3, εις την οποίαν ορίζεται η τοποθεσία και η έκτασις του παραχωρουμένου κατά χρήσιν χώρου, το είδος και, η διάρκεια της χρήσεως, ως και το τέλος, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των διατάξεων της παραγράφου 3.
12. Η χορηγηθείσα άδεια χρήσεως κοινοχρήστου χώρου δύναται, να ανανεούται, τη αιτήσει του ενδιαφερομένου υπό του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος, μη απαιτουμένης εκ νέου γνώμης της αστυνομικής αρχής.
13. Υπό τας προϋποθέσεις της παρ. 6 του παρόντος άρθρου, άδεια του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος απαιτείται και δια την χρήσιν κοινοχρήστων χώρων εν γένει παρά στασίμων υπαιθρίων μικροπωλητών. Εις την άδειαν η οποία κοινοποιείται υπό του δήμου ή κοινότητος εις την οικείαν αστυνομικήν αρχήν, ορίζεται η θέσις, το είδος χρήσεως, ο χρόνος διαρκείας, το καταβληθέν τέλος και γίνεται εν αυτή μνεία πάσης υποδείξεως εξυπηρετούσης αισθητικώς και τουριστικώς την πόλιν. Η αστυνομική αρχή ελέγχε την άνευ αδείας ή καθ` υπέρβασιν της χορηγηθείσης τοιαύτης εγκατάστασιν των πάσης φύσεως μικροπωλητών.
14. Ουδεμία άλλη αρχή ή νομικόν πρόσωπον ή ίδρυμα έχει αρμοδιότητα να εκδίδη αδείας χρήσεως πεζοδρομίων, οδών, πλατειών αλσών ανηκόντων εις δήμους ή κοινότητας ή παραχωρηθέντων εις αυτούς προς εκμετάλλευσιν στοών και κοινοχρήστων χώρων εν γένει, πλην του δήμου ή της κοινότητος.
15. Ο άνευ αδείας ποιούμενος χρήσιν των περί ων το παρόν άρθρον κοινοχρήστων χώρων, τιμωρείται δια των ποινών του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικος. Δια των αυτών ποινών τιμωρείται και ο καθ` υπέρβασιν της χορηγηθείσης αυτώ αδείας ποιούμενος χρήσιν των αυτών χώρων, ως και ο χορηγών άδειαν χρήσεως των χώρων τούτων, κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Η αστυνομική αρχή, είτε αυτεπαγγέλτως επιλαμβανομένη είτε κατόπιν αιτήσεως του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος, υποχρεούται να απαγορεύη την άνευ αδείας χρήσιν των περί ων πρόκειται χώρων. Η απομάκρυνσις των αυθαιρέτως τοποθετουμένων αντικειμένων ενεργείται υπό των υποχρέων προς τούτο, κατόπιν εντολής προς αυτούς της αστυνομικής αρχής και εν αρνήσει αυτών υπό οργάνων του δήμου ή της κοινότητος τη συνδρομή της τελευταίας ταύτης.
16. Εάν ο τυχόν αδείας χρήσεως πεζοδρομίων, πλατειών και εν γένει κοινοχρήστων χώρων ή του υπεδάφους αυτών, κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, στερηθή της χρήσεως ταύτης εν όλω ή εν μέρει ένεκα μέτρων ληφθέντων παρά δημοσίων, δημοτικών ή κοινοτικών αρχών, δικαιούται εις επιστροφήν μόνον του αναλογούντος τέλους.
17. Του τέλους του παρόντος άρθρου απαλλάσσονται οι ανάπηροι και θύματα πολέμου, εις τους οποίους εχορηγήθη ή ήθελε χορηγηθή άδεια ιδρύσεως περιπτέρου, κατ` εφαρμογήν των διατάξεων του ν. δ/τος 1044/1971 “περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και αντικαταστάσεως διατάξεων του Α.Ν. 1324/1949 “περί προστασίας και αποκαταστάσεως των Αναπήρων Πολέμου Οπλιτών και Θυμάτων Πολέμου”, κυρωθέντος δια του Ν. 1487/1950, ως ισχύει.
18. Δι` αποφάσεων του Υπουργού Εσωτερικών ρυθμίζονται αι λεπτομέρειαι της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου”.
Άρθρο 4
Τέλος καθαριότητος.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 21 του ανωτέρου β. δ/τος αντικαθίσταται ως ακολούθως :
” 1. Δια τας υπό του δήμου ή κοινότητος παρεχομένας υπηρεσίας καθαριότητος των οδών, πλατειών και κοινοχρήστων εν γένει χώρων, της περισυλλογής, αποκομιδής και διαθέσεως απορριμμάτων, ως και της κατασκευής και λειτουργίας κοινοχρήστων αφοδευτηρίων, επιβάλλεται τέλος οριζόμενον δι` αποφάσεως του συμβουλίου, υποκειμένης εις την έγκρισιν του νομάρχου”.
Άρθρο 5
Υπολογισμός τελών καθαριότητος και φωτισμού
1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 1 του νόμου 25/1975 «περί υπολογισμού και τρόπου εισπράξεως δημοτικών τελών καθαριότητος και φωτισμού και ρυθμίσεων συναφών θεμάτων» προστεθείσα διά του άρθρου 1 του νόμου 429/1976 «περί τροποποιήσεως διατάξεών τινών του νόμου 25/1975», αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«5. Δι΄ εστεγασμένους χώρους άλλης χρήσεως, το εμβαδόν άνω των χιλίων (1.000) τετραγωνικών μέτρων και μέχρις εμβαδού εξ χιλιάδων (6.000) τετραγωνικών μέτρων δύναται να ορισθή μειωμένον υπό του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, λαμβανομένων υπ΄ όψιν των παρεχομένων υπηρεσιών καθαριότητος, και του πράγματι εξυπηρετουμένου υπό της υπηρεσίας καθαριότητος χώρου. Δια το πέρα των εξ χιλιάδων (6.000) τετρ. μέτρων εμβαδόν, ο συντελεστής του τέλους δεν δύναται να ορισθή μεγαλύτερος του εξήκοντα επί τοις εκατόν (60%) του ορισθέντος δι΄ εστεγασμένους χώρους μέχρι χιλίων (1.000) τετραγωνικών μέτρων.
Αί διατάξεις της παρούσης παραγράφου δύναται να εφαρμόζωνται και επί μη εστεγασμένων χώρων, περί ών η παρ. 2 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, μέχρις εμβαδού εξ χιλιάδων (6.000) τετρ. μέτρων δεν δύναται να ορισθή συντελεστής μεγαλύτερου του τριάκοντα επί τοις εκατόν (30%) του ορισθέντος διά τα χίλια (1.000) πρώτα τετραγωνικά μέτρα μη εστεγασμένου χώρου».
2. Είς το αυτό ως άνω άρθρον προστίθεται παράγραφος 10 έχουσα ούτω:
«10. Ο συντελεστής των τελών καθαριότητος εστεγασμένων ή μη χώρων αναγνωριζομένων κατά τας ισχύουσας εκάστοτε διατάξεις ως Ελευθέρων Τελωνειακών Συγκροτημάτων, δεν δύναται να ορίζεται από 1ης Ιανουαρίου 1981 είς ποσοστόν μεγαλύτερον του πεντήκοντα τοις εκατόν (50%) του ορισθέντος συντελεστού διά τους αντιστοίχους χώρους άνω των εξ χιλιάδων (6.000) τετραγωνικών μέτρων.
3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από 1ης Ιανουαρίου 1981.
Άρθρο 6
Τέλος διαμονής παρεπιδημούντων
1. Το υπό των διατάξεων του άρθρου 1 του Ν. 339/1976 «περί επιβολής υπέρ δήμων και κοινοτήτων τέλους διαμονής παρεπιδημούντων, επί των εκδιδομένων λογαριασμών και επί των λουομένων είς φυσικάς ιαματικάς πηγάς», ως αύται αντικατεστάθησαν υπό των διατάξεων του άρθρου 3 του Ν. 658/1977 «περί αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινων αφορωσών είς τας ξενοδοχειακάς επιχειρήσεις της χώρας», υπέρ δήμων και κοινοτήτων προβλεπόμενον τέλος διαμονής παρεπιδημούντων ορίζεται από 1ης Ιανουαρίου 1982 είς ποσοστόν τέσσαρα και ήμισυ επί τοις εκατόν (4,5%) επί του μισθώματος καίνης διά τας ξενοδοχειακάς επιχειρήσεις πάσης λειτουργικής μορφής (ξενοδοχείων, MOTELS, BUNGALOWS, ξενώνων και επιπλωμένων διαμερισμάτων) και πάσης κατηγορίας.
2. Το τέλος διαμονής παρεπιδημούντων, περί ου αί διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 339/1976, ως αντικατεστάθηκαν υπό των διατάξεων του άρθρου 3 του Ν. 658/1977, δύναται να επιβάλλεται πλην των εν άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 339/1976 αναφερομένων και υπό των λοιπών δήμων και κοινοτήτων της χώρας κατόπιν αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Η περί επιβολής του τέλους απόφασις του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου των δήμων και κοινοτήτων τούτων λαμβάνεται μέχρι τέλους Ιουνίου, και ισχύει από 1ης Ιανουαρίου του επομένου έτους. Εάν η απόφασις αυτή ληφθή μετά το τέλος Ιουνίου, ισχύει από 1ης Ιανουαρίου του μεθεπομένου έτους.
3. Το τέλος βαρύνει τον διαμένοντα πελάτην, αναγράφεται επί των εκδιδομένων, κατά τας κειμένας διατάξεις αποδείξεων και εισπράττεται υπό του εκμισθωτού.
4. Ξενοδοχειακές επιχειρήσεις κάθε λειτουργικής μορφής και κατηγορίας, που απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης Φ.Π.Α., καταβάλλουν το τέλος διαμονής παρεπιδημούντων στην ταμειακή υπηρεσία του δικαιούχου Ο.Τ.Α. ή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., που διεξάγεται η ταμειακή του υπηρεσία, κάθε ημερολογιακό τρίμηνο και μέχρι την 20ή ημέρα του μήνα που ακολουθεί το τρίμηνο. Οι ανωτέρω
επιχειρήσεις υποχρεούνται, συγχρόνως με την καταβολή του τέλους, να υποβάλλουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα δήλωση καταβολής του αναλογούντος τέλους επί των μισθωμάτων του αμέσως προηγούμενου ημερολογιακού τριμήνου, στην οποία αναγράφεται το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία του υποχρέου, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, ο Αριθμός Δελτίου Ταυτότητας, το είδος και η τάξη της επιχείρησης, η διεύθυνσή της, το τρίμηνο που αφορά η δήλωση, το συνολικό ποσό των μισθωμάτων που υπόκειται στο τέλος και το οφειλόμενο τέλος. Μαζί με την ανωτέρω δήλωση και προς έλεγχο της ακρίβειάς της οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις υποχρεούνται να προσκομίζουν στον οικείο Ο.Τ.Α. αντίγραφο των σχετικών καταχωρίσεων στο βιβλίο πελατών, που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 της υπ` αριθμ. 8/1999 Αστυνομικής Διάταξης (ΦΕΚ 1957 Β`), καθώς και αντίγραφο της ισχύουσας δήλωσης τιμών. Η Δ.Ο.Υ. υποχρεούται να αποδίδει στο δικαιούχο Δήμο ή Κοινότητα το εισπραττόμενο ποσό εντός του πρώτου δεκαημέρου του επόμενου από την είσπραξη μήνα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3α άρθρ.17 Ν.3491/2006, ΦΕΚ Α 207/2.10.2006.
5. Επί μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς ή εκπροθέσμου δηλώσεως ή μη καταβολής ή ελλιπούς ή εκπροθέσμου καταβολής του τέλους, επιβάλλεται εις βάρος του υποχρέου κατά τας κειμένας διατάξεις, βάσει των παρεχομένων εις τον δήμον ή την κοινότητα υπό της αρμοδίας οικονομικής εφορίας σχετικών στοιχείων και πρόστιμον ίσου προς το δύο επί τοις εκατό (2%) του τέλους δι` έκαστον μήνα καθυστερήσεως, μη δυνάμενον να υπερβή το ισόποσον του τέλους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.18 Ν.2946/2001,ΦΕΚ Α 224/8.10.2001.
6. Γιά ξενοδοχειακές επιχειρήσεις κάθε λειτουργικής μορφής και κατηγορίας, όπως ξενοδοχεία, ΜΟΤΕLS, BUNGALOWS, ξενώνες και επιπλωμένα διαμερίσματα, το κατά την παράγραφο 1 τέλος εισπράτεται απ` αυτές και καταβάλλεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή το δημοτικό ταμείο υπέρ του δικαιούχου δήμου ή κοινότητας μέσα στην ίδια προθεσμία απόδοσης του φόρου προστίθεμένης αξίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 του άρθρου 17 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62)
Το δημόσιο ταμείο υποχρεούται να αποδίδει απευθείας το εισπραττόμενο ποσό στο δικαιούχο δήμο ή κοινότητα. Οι παραπάνω επιχειρήσεις υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση συγχρόνως με την καταβολή του τέλους στο δικαιούχο δήμο ή κοινότητα με τα στοιχεία που ορίζει η παράγραφος 4 και ο οποίος δικαιούται να ενεργεί έλεγχο των στοιχείων της δήλωσης. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση της παραγράφου αυτής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 53 του Ν. 1416/1984 (ΦΕΚ Α 18)
7. Το τέλος του παρόντος άρθρου δεν δύναται να επιβληθή διά περιωρισμένον χρονικόν διάστημα εντός του αυτού οικονομικού έτους.
8. Τα εξουσιοδοτημένα όργανα των δήμων και κοινοτήτων μπορούν οποτεδήποτε να κάνουν έλεγχο στους χώρους λειτουργίας των επιχειρήσεων, που υπάγονται στο τέλος αυτό, για την τήρηση των στοιχείων, που απαιτούνται από το νόμο για την είσπραξη του τέλους. Ο τρόπος και η διαδικασία ελέγχου καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εσωτερικών και Οικονομικών.
9. Επιχείρηση που διατηρεί περισσότερα από ένα καταστήματα που υπάγονται στο τέλος αυτό, υποχρεούται να υποβάλλει χωριστή δήλωση στους δήμους ή κοινότητες, στη διοικητική περιφέρεια των οποίων λειτουργεί το κάθε κατάστημα.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.3 του άρθρου 53 του Ν.1416/1984 (ΦΕΚ Α 18)
10. Δι` αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών καθορίζεται πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 53 του Ν. 1416/1984 (ΦΕΚ Α 18)
Άρθρο 7
Τέλος επί των ακαθαρίστων εσόδων κέντρων διασκεδάσεως, εστιατορίων κλπ.
1. Το υπο των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 εδάφ. β` του Ν. 339/1976, ως αντικατεστάθησαν υπο των διατάξεων του άρθρου 3 του Ν. 658/1977, προβλεπόμενον τέλος υπέρ δήμων και κοινοτήτων υπολογίζεται απο 1ης Ιανουαρίου 1981 επι των ακαθαρίστων εσόδων των εν αυταίς αναφερομένων επιχειρήσεων. Στα ακαθάριστα έσοδα περιλαμβάνονται γενικά όλα τα έσοδα της επιχείρησης από τις πωλήσεις, με οποιοδήποτε τρόπο, των ειδών που διαθετουν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρου 54 Ν.1416/1984 (ΦΕΚ Α 18)
Σημ.: όπως η παρ. 2 καταργήθηκε με την παρ.7 του άρθρου 26 του Ν.1828/1989 (Α 2).
3. Το κατά την παράγραφον 1 τέλος δύναται να επιβάλλεται εις τας εν αυτή και τη παρ. 2 αναφερομένας περιπτώσεις και υπο των λοιπών δήμων και κοινοτήτων δι αποφάσεως του συμβουλίου των, άνευ συνδρομής προϋποθέσεώς τινος απο 1.1.1981.
4. Η περί επιβολής του τέλους απόφασις του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου των δήμων και κοινοτήτων τούτων, λαμβάνεται προ της ενάρξεως του οικονομικού έτους.
5. Το τέλος βαρύνει τον πελάτην και αναγράφεται διακεκριμένως εις τα εκδιδόμενα, κατά τας κειμένας διατάξεις, στοιχεία, εισπράττεται δε υπο του εκδίδοντος τον λογαριασμόν, ο οποίος υποχρεούται να καταβάλη τούτο εις το οικείον δημόσιον ή δημοτικόν ταμείον, υπέρ του δικαιούχου δήμου ή κοινότητος. `Οπου ο νόμος δεν προβλέπει την έκδοση στοιχείων, ο δήμος ή η κοινότητα μπορεί με απόφαση του συμβουλίου του να επιβάλει την υποχρέωση τήρησης τριπλοτύπων λογαριασμών που θεωρούνται απο αυτόν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 54 του Ν. 1416/1984 (ΦΕΚ Α 18)
6.Οι διατάξεις των παρ. 4,5,7,8,9 και 10 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και για το τέλος αυτού του άρθρου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 54 του Ν.1416/1984 (ΦΕΚ Α 18)
7. Δι αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου δύναται να επιβληθή τέλος επι των λουομένων εις φυσικάς ιαματικάς πηγάς, οριζόμενον απο δέκα επι τοις εκατόν (10 %) εως δέκα πέντε επι τοις εκατόν (15 %) επι του αντιτίμου εκάστης λούσεως, το οποίον βαρύνει τον πελάτην, ως λούσεων νοουμένων και των εισπνοών ατομικών ή ομαδικών, ως και των ρινοπλύσεων. Η ισχύς της επιβαλλούσης το τέλος αποφάσεως, άρχεται μετά παρέλευσιν τριμήνου απο της κοινοποιήσεώς της εις τους εκμεταλλευομένους τας ανωτέρω πηγάς.
8. Δεν επιτρέπεται η δι` ενοικιάσεως ανάθεσις της βεβαιώσεως και εισπράξεως των τελών του παρόντος και του προηγουμένου άρθρου.
Άρθρο 8
Τέλος επι των οχημάτων υπέρ τον Δήμου Βόλου.
Σημ.: όπως το άρθρο 8 καταργήθηκε με την παρ.14 του άρθρου 26 του Ν.1828/1989 (Α 2).
Άρθρο 9
Πρόσθετον ειδικόν τέλος 10 % υπέρ Δημοτικών φιλαρμονικών.
1. Το υπο των διατάξεων του άρθρου 1 τον νόμου 537/1948 “περί επιβολής ειδικού προσθέτου τέλους επι των εν Κερκύρα λειτουργούντων δημοσίων θεαμάτων κλπ.” οριζόμενον πρόσθετον ειδικόν τέλος 10 %, επιβάλλεται και επι της τιμής εκάστου εισιτηρίου των εις τας πόλεις Ζακύνθου, Κορίνθου, Ιωαννίνων, Πατρών και Ιεράπετρας λειτουργούντων έπι διατετιμημένη εσόδω δημοσίων θεαμάτων (εξαιρέσει των μελοδραμα τικών παραστάσεων), υπέρ των φιλαρμονικών των πόλεων τούτων, αντιστοίχως.
2. Τα έσοδα εκ του προσθέτου τέλους της προηγουμένης παραγράφου, εισπράττονται υπο των δημοσίων ταμείων των πόλεων εις την αρμοδιότητα των οποίων υπάγονται αι φιλαρμονικαί και κατατίθενται υπύ αυτών, εντός του πρώτου δεκαημέρου του επομένου απο της εισπράξεώς των μηνός, εις το υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος Ζακύνθου και τα υπο καταστήματα της Τραπέζης της Ελλάδος Κορίνθου, Ιωαννίνων, Πατρών και Ιεράπετρας, κατά περίπτωσιν, επ’ ονόματι των δικαιούχων δημοτικών φιλαρμονικών, δια την υπ` αυτών ανάληψιν.
1
Άρθρο 10
Φόρος επι των ηλεκτροδοτουμένων χώρων, των χρησιμοποιουμένων ή προοριζομένων δια κατοικίαν ή διά άσκησιν επαγγέλματος.
1.Επιτρέπεται όπως οι δήμοι και αι κοινότητες επιβάλλουν υπέρ αυτών, δι’ αποφάσεως του συμβουλίου των, φόρον εφύ εκάστου εστεγασμένου ή μη χώρου οίκιακού καταναλωτού ή καταναλωτού εμπορικής ή βιομηχανικής χρήσεως κειμένου εις την περιφέρειαν των, ανά μετρητήν παροχής ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ. Ο φόρος βαρύνει τον υπόχρεο σε πληρωμή του επ` ονόματί του εκδιδομένου λογαριασμού καταναλισκόμενου ηλεκτρικού ρεύματος και συνεισπράττεται μετ` αυτού ενιαίως από τη Δ.Ε.Η. σε δόσεις ίσες προς τον αριθμό των εκδιδομένων κάθε χρόνο λογαριασμών. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο συντελεστής του φόρου σε ακέραιες μονάδες από έξι μέχρι δεκαέξι δραχμές κάθε έτος, κατά τετραγωνικό μέτρο φωτιζόμενης επιφάνειας στεγασμένου χώρου, ανάλογη με την περιοχή στην οποία βρίσκεται. Προκειμένου περί μη εστεγασμένου χώρου ο συντελεστής του φόρου ορίζεται κατά τετραγωνικόν μέτρον φωτιζομένης επιφανείας, εις το ήμισυ του δια του εστεγασμένους χώρους ορισθέντος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 του άρθρου 54 του Ν.1416/1984 (ΦΕΚ Α 18)
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 27 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62)
2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον απόφασις, λαμβανομένη μέχρι τέλους του μηνός Οκτωβρίου, κοινοποιείται εις την ΔΕΗ μέχρι και της 30ης Νοεμβρίου εκάστου έτους, οι δε οριζόμενοι δι’ αυτής συντελεσταί φόρου, ισχύουν απο της 1ης του μηνός Ιανουαρίου του επομένου έτους και μέχρι τροποποιήσεως ή καταργήσεως της αποφάσεως ταύτης. Οι ούτω καθοριζόμενοι συντελεσταί τροποποιούμενοι, δεν εφαρμόζονται κατά την διάρκειαν του οικονομικού έτους καθ` ο ελήφθη η σχετική απόφασις. Κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος ή απόφασις αύτη δύναται να ληφθή μέχρι τέλους Νοεμβρίου 1980.
3. Το ποσόν του φόρου προκύπτει δια του πολλαπλασιασμού των ανά μετρητήν παροχής ηλεκτρικού ρεύματος παρά της ΔΕΗ τετραγωνικών μέτρων επιφανείας του χώρου, επι τον συντελεστήν του φόρου. Δια τον προσδιορισμόν της επιφανείας των εστεγασμένων ή μη χώρων, λαμβάνεται υπ` όψιν η υφισταμένη πραγματική ή πλασματική εμβαδομέτρησις δια τον υπολογισμόν των εισπραττομένων τελών καθαριότητος και φωτισμού, συμφώνως προς τας διατάξεις του νόμου 25/1975 “περί υπολογισμού και τρόπου εισπράξεως δημοτικών και κοινοτικών τελών καθαριότητος και φωτισμού και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη δια του νόμου 429/1976. Προκειμένου περί των ηλεκτροδοτουμένων το πρώτον χώρων, η εμβαδομέτρησις η αναφερομένη εις τας παρά των υποχρέων υποβαλλομένας εις την ΔΕΗ δια την σύνδεσίν των υπευθύνους δηλώσεις, επι του σώματος των οποίων βεβαιούται υπο του οικείου δήμου ή κοινότητος οτι κατετέθη παρύ αυτώ αντίγραφον τούτων.
Ο δήμος ή η κοινότης γνωστοποιεί εις την ΔΕΗ ένα μόνο συντελεστή δια τον φόρον, ο οποίος πολλαπλασιαζόμενος επι το εμβαδόν, αποδίδει ποσόν φόρου ίσον προς το προκύπτον εκ του γινομένου του πραγματικού εμβαδού επι τον κατά κατηγορίαν συντελεστήν. Δια τον καθορισμόν της εις τετραγωνικά μέτρα επιφανείας των κατοικιών των κειμένων εις αγροτικάς περιοχάς, δεν λαμβάνονται υπύ όψιν οι χώροι σταυλισμού και οι εκτός της κυρίας κατοικίας λοιποί χώροι οι οποίοι δεν προορίζονται δια κατοικίαν.
4. Δια την είσπραξιν του κατά το παρόν άρθρον φόρου, εις ας περιπτώσεις δεν συνεισπράττονται υπο της ΔΕΗ τέλη καθαριότητος και φωτισμού, υποβάλλοντα εις αυτήν εφύ άπαξ υπο του δήμου ή της κοινότητος καταστάσεις, εις τας οποίας δι’ έκαστον υπόχρεων αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία αυτού και το εμβαδόν του υποκειμένου εις τον φόρον χώρου.
5. Αι καταρτιζόμεναι καταστάσεις αποστέλλονται επι αποδείξει εις την ΔΕΗ μέχρι τέλους του μηνός Νοεμβρίου και ισχύουν καθ` ον χρόνον ισχύει η κατά την παράγραφον 1 απόφασις του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, μη απαιτουμένης νέας κατύ έτος συντάξεως καταστάσεως. Ο φόρος ούτος συνεισπράττεται υπο της ΔΕΗ διαδόσεων ίσων προς τον αριθμόν των εκδιδομένων κατύ έτος υπύ αυτής λογαριασμών καταναλώσεως ηλεκτρικής ενεργείας, κατά την διάρκειαν της χρονικής περιόδου, καθ` ην εκτείνεται ο υπο ταύτης εφαρμοζόμενος κύκλος καταμετρήσεως, ανεξαρτήτως αν ο κύκλος ούτος συμπίπτει προς το ημερολογιακόν έτος και της τυχόν μεταβολής των συντελεστών.
6. Η κατά το παρόν άρθρον βεβαίωσις του φόρου συντελείται, εις μεν τας περιπτώσεις συνεισπράξεως υπο της ΔΕΗ των τελών καθαριότητος και φωτισμού μετά της αξίας του καταναλισκομένου ρεύματος, δια της εγγραφής του υποχρέου εις τον οικείον κατάλογον της ΔΕΗ τον αφορώνταα τα τέλη ταύτα, εις δε τας περιπτώσεις καθ` ας δεν υφίσταται συνείσπραξις τελών καθαριότητος και φωτισμού, δια της εγγραφής του υποχρέου εις τας αποστελλομένας κατά την παρ. 4 εις την ΔΕΗ καταστάσεις. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις δεν απαιτείται σύνταξις χρηματικού καταλόγου υπο του δήμου ή της κοινότητος.
7. Τα εισπραττόμενα υπο της ΔΕΗ ποσά φόρου αποδίδονται εις τους δικαιούχους δήμους και κοινότητας, δια της αυτής εκκαθαριστικής καταστάσεως των τελών καθαριότητος και φωτισμού εντός του τρίτου μηνός απο της λήξεως του μηνός, τον οποίον αφορούν λογιστικώς οι σχετικοί λογαριασμοί.
8. Η ΔΕΗ δύναται να παρέχη, εις τους δικαιούχους δήμους και κοινότητας χρηματικάς προκαταβολάς, έναντι των προς απόδοσιν εισπραττομένων ποσών φόρου.
9. Δήμοι έχοντες ιδίαν ταμιακήν υπηρεσίαν ή υπηρεσίαν υδρεύσεως ή δημοτικήν επιχείρησιν υδρεύσεως ή δημοτικόν οργανισμόν υδρεύσεως, δύνανται δι ητιολογημένης αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου, “εγκρινομένης υπο του νομάρχου”, να εξαιρεθούν της υποχρεωτικής συνεισπράξεως του φόρου υπο της ΔΕΗ. Αι αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου και του νομάρχου, κοινοποιούνται εις την ΔΕΗ μέχρι τέλους του μηνός Νοεμβρίου εκάστου έτους. ***Κατά το άρθρο μόνο, παρ.1, περ.Β`, εδαφ.ιε` του Π.Δ. 22/1982 Α`3: Καταργείται ο ουσιαστικός έλεγχος που ασκείται από το νομάρχη επί των πράξεων των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων και προβλέ- πεται από τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 10 ως “έγκριση”.
10. Ο υπόχρεως εις καταβολήν του φόρου, εις περίπτωσιν αυξήσεως ή μειώσεως της επιφανείας εξ οιουδήποτε λόγου των κατά την παράγραφον 1 χώρων, υποβάλλει συμπληρωματικήν ή τροποποιητικήν κατά περίπτωσιν δήλωσιν εις την ΔΕΗ, δια του εις ον υπάγεται δήμου ή κοινότητος.
11. Ο δήμος ή η κοινότης ενεργεί έλεγχον των κατά το παρόν άρθρον δηλώσεων. Εις περίπτωσιν ανακριβούς δηλώσεως, εις βάρος του υποχρέου καταναλωτού δι’ αποφάσεως του δημάρχου ή προέδρου κοινότητος α) βεβαιούται ο αναλογών προς τον αποκρυβέντα χώρον φόρος και β) επιβάλλεται πρόστιμον, κατά τας διατάξεις του άρθρου 73 του β. δ/τος της 24-9/20.10.1958. Η απόφασις αύτη κοινοποιείται εις τον υπόχρεων επι αποδείξει και εις την ΔΕΗ, δια την χρέωσιν του υποβαλόντος την ανακριβή δήλωσιν δια του εν τη αποφάσει ταύτη συνολικού φόρου και προστίμου, αποδιδομένου παρύ αυτής μετά των λοιπών εισπράξεων. Ο δήμος ή ή κοινότης εις τον τηρούμενον παρύ αυτώ δι’ έκαστον υπόχρεων πίνακα (καρτέλλα), καταχωρίζει και τα στοιχεία των κατά το παρόν άρθρον δηλώ σεων, ως και το ποσόν του προς είσπραξιν υπο της ΔΕΗ φόρου.
12. Επι μη καταβολής τον κατά το παρόν άρθρον φόρου, η ΔΕΗ προβαίνει εις διακοπήν του ρεύματος, μη επαναχορηγούσα τούτο μέχρις εξοφλήσεως του οφειλομένον φόρου. Εφύ όσον δεν ήθελε ζητηθή η επαναχορήγησις του ηλεκτρικού ρεύματος, η ΔΕΗ γνωστοποιεί εγγράφως τούτο εις τον δικαιούχον του φόρου δήμον ή κοινότητα, μετά την διαγραφήν του υποχρέ ου δια την, μερίμνη αυτού και κατά την κειμένην νομοθεσίαν, είσπραξιν του οφειλομένου φόρου.
13. Επι διαδοχής του οφειλέτου εις τον ηλεκτροδοτούμενον χώρον, εαν υφίσταται οφειλόμενον ποσόν, η ΔΕΗ γνωστοποιεί εγγράφως εις τον δήμον ή την κοινότητα την τοιαύτην διαδοχήν, ως και το παρά του αποχωρήσαντος οφειλέτου παραμένον ανεξόφλητον ποσόν, δια την είσπραξίν του παρά τούτου. Το ποσόν τούτο δύναται να βεβαιούται και εισπράττεται κατά την κειμένην νομοθεσίαν και εις βάρος του κυρίου ή νομέως του ακινήτου, κατά τον χρόνον γενέσεως της οφειλής.
14. Επι μη υποβολής δηλώσεως δια τους υποκειμένους εις τον φόρον του παρόντος άρθρου χώρους, η φωτιζομένη επιφάνεια αυτών προσδιορίζεται καθ` υπολογισμόν υπο των αρμοδίων οργάνων του οικείου δήμου ή κοινότητος. Κατά τον αυτόν τρόπον προσδιορίζεται και η φωτιζομένη επιφάνεια των περί ων πρόκειται χώρων και επι περιπτώσεως αρνήσεως ελέγχου της ακριβείας των υποβαλλομένων δηλώσεων. Εν τη περιπτώσει ταύτη η άρνησις δια την διενέργειαν του ελέγχου και το εμβαδόν της πέρα της δηλωθείσης επιφανείας, δέον να προκύπτουν εξ εκθέσεως του εντεταλμένου δια τον έλεγχον οργάνου του δήμου ή της κοινότητος.
15. Εις τας περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου ο δήμος ή η κοινότης κοινοποιεί εις τον υπόχρεων, επι αποδείξει, απόσπασμα της σχετικής εγγραφής εις τους καταλόγους, ως και αντίγραφον της αποφάσεως του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος, περί επιβολής εις βάρος τούτου των κυρώσεων του άρθρου 73 του απο 24-9/20.10.1958 Β. Δ/τος, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της παραγράφου 11.
16. Κατά των φορολογικών εγγραφών, περι ων η προηγουμένη παράγραφος του παρόντος άρθρου και της αποφάσεως περι επιβολής προστίμου, επιτρέπεται η άσκησις των προβλεπομένων υπο των διατάξεων του άρθρου 72 του Β. Δ/τος της 24-9/20.10.1958, ως ετροποποιήθη δια του άρθρου 40 του ν.δ/τος 4260/1962 “περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις την Γενικήν Διεύθυνσιν Διοικήσεως τον Υπουργείου Εσωτερικών” και του άρθρου 2 του νόμου 505/1976 “περί υπαγωγής” εις τα Τακτικά Φορολογικά Δικαστήρια των φορολογικών διαφορών δήμων και κοινοτήτων και της μετονομασίας τούτων εις Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια”, ενδίκων μέσων, ασκουμένων εντός (20) ημερών απο της κοινοποιήσεως του αποσπάσματος της εγγραφής ή της αποφάσεως του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος, της ασκουμένης προσφυγής επαγομένης ανασταλτικόν αποτέλεσμα κατά ποσοστόν ογδοήκοντα επι τοις εκατόν (80 %) της οφειλής.
17. Επιτρέπεται η άσκησις των ως άνω ενδίκων μέσων και εν αμφισβητήσει υπο του υποχρέου α) του χαρακτηρισμού του ακινήτου ως εστεγασμένου χώρου, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών αρχομένης, επι μεν βεβαιώσεως και εισπράξεως τον φόρου υπο του δήμου ή της κοινότητος, απο της κοινοποιήσεως του αποσπάσματος της εγγραφής, της ασκουμένης προσφυγής επαγομένης ανασταλτικόν αποτέλεσμα, επι δε συνεισπράξεως υπο της ΔΕΗ απο της λήξεως του χρόνου εξοφλήσεως του πρώτου λογαριασμού, της προσφυγής μη υπαγομένης ανασταλτικόν αποτέλεσμα και β) του βεβαιωθέντος ποσού φόρου και προστίμου λόγω υποβολής ανακριβούς δηλώσεως, δια το πέρα του δηλωθέντος εμβαδού, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, αρχομένης απο της κοινοποιήσεως του αποσπάσματος του βεβαιωτικού καταλόγου ή της αποφάσεως του δημάρχου ή προέδρου κοινότητος, της προσφυγής επαγομένης ανασταλτικόν αποτέλεσμα κατά ποσοστόν ογδοήκοντα επι τοις εκατόν (80 %) του επι πλέον του βάσει της δηλώσεως βεβαιωθέντος ποσού φόρου.
18. Δια την αντιμετώπισιν υπο της ΔΕΗ των δαπανών εισπράξεως του ως άνω φόρου, αύτη παρακρατεί εκ των εισπραττομένων ποσοστόν δύο επι τοις εκατόν (2 %).
19. Δι αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, καθορίζεται πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 11
Φόρος ακαλύπτων χώρων.
Η περίπτωσις β` της παραγράφου 8 του άρθρου 38 του ανωτέρω β. δ/τος ως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής :
β) Οι αποτελούντες συστηματικάς γεωργικάς, κτηνοτροφικάς ή μελισσοκομικάς εκμεταλλεύσεις ως και αι δενδροσκεπείς εκτάσεις και εφ` όσον χρόνον παραμένουν ως τοιαύται, εξαιρέσει των εκμεταλλεύσεων επιφανείας μικροτέρας των τριών (3) στρεμμάτων, κειμένων εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως δήμων πληθυσμού άνω των πεντήκοντα χιλιάδων (50.000). Το συστηματικόν τοιούτων εκμεταλλεύσεων βεβαιούται υπο της αρμοδίας Γεωργικής Υπηρεσίας”.
Άρθρο 12
Φόρος επι του ζύθου.
Σημ.: όπως το άρθρο 12 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με τη παρ.13 υποπαρ.Δ.12 Ν.4336/2015 ΦΕΚ Α 94.
1. Ο κατά τας διατάξεις του άρθρου 39 του ανωτέρω β. δ/τος, ως ισχύει φόρος οφείλεται επι της αξίας του πωλουμένου εις το εσωτερικόν ζύθου υπο του παραγωγού αυτού ή αντιπροσώπου του ή υπο τρίτου δια λογαριασμόν του και βαρύνει τον αγοραστήν.
Ο φόρος ούτος αναγράφεται διακεκριμένως επι των κατά τας διατάξεις του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων εκδιδομένων υπο του πωλητού στοιχείων, εισπράττεται δε υπο τούτου κατά την πώλησιν του ζύθου.
2. Μέχρι και της εικοστής των μηνών Φεβρουαρίου, Μαίου, Αυγούστου και Νοεμβρίου εκάστου έτους ο υπόχρεως εις απόδοσιν του φόρου υποβάλλει εις τον αρμόδιον Οικονομικόν `Εφορον :
α) τριπλότυπον δήλωσιν δια τα κατά το αμέσως προηγούμενον ημερολογιακόν τρίμηνον υποκείμενα εις φόρον ακαθάριστα έσοδα, εις την οποίαν αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του υποχρέου (ονοματεπώνυμον ή επωνυμίαν, επάγγελμα και διεύθυνσις), το τρίμηνον το οποίον αφορά αύτη, η φορολογητέα αξία και το ποσόν του φόρου και
β) αποδεικτικόν καταβολής του φόρου.
3. Επι μη καταβολής του κατά τα ανωτέρω φόρου ή εκπρόθεσμου ή ελλιπούς καταβολής τούτου εις το Δημόσιον Ταμείον καταλογίζονται εις βάρος του υποχρέου δι’ αποφάσεως του αρμοδίου οικονομικού εφόρου, πλην του φόρου, και προσαυξήσεις, υπολογιζόμεναι κατά τας διατάξεις των άρθρων (67 και 7Ο του ν.δ. 3323/1955 “περί φορολογίας του εισοδήματος”, ως αύται ισχύουν και επιβάλλονται τα υπο των διατάξεων των άρθρων 30, 31 και 33 του ν. 820/1978 “περί λήψεως μέτρων δια την περιστολήν της φορο διαφυγής και άλλων τινών συναφών διατάξεων” οριζόμενα Πρόστιμα, κατά περίπτωσιν, τα εκ των οποίων έσοδα περιέρχονται εις τους δήμους και τας κοινότητας. Δια την εξώδικον λύσιν της διαφοράς και την εν γένει διαδικασίαν βεβαιώσεως και εισπράξεως του φόρου και των προστίμων, εφαρμόζονται αναλόγως ως ισχύουν εκάστοτε, αι διατάξεις του ν.δ. 3323/1955.
4. Αι διατάξεις του άρθρου 18 του ν.δ. 4242/1962 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων” εφαρμόζονται αναλόγως και επι του φόρου του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 13
Εισφορά επι ωφελουμένων ακινήτων εκ της εκτελέσεως έργων
1. Αι παράγραφοι 2, 3 και 6 του άρθρου 52 του ανωτέρω β. δ/τος, ως ισχύει, αντικαθίστανται ως ακολούθως :
“2. Η εισφορά υπολογίζεται εις ποσοστόν 15 % επι της κατά την προηγουμένην παράγραφον προσαυξήσεως. Το συνολικόν ποσόν της εισφοράς δια πάντα τα ωφελούμενα ακίνητα δεν δύναται να υπερβή το ήμισυ της δια την εκτέλεσιν των οικείων έργων διατεθείσης ολικής δαπάνης, συμπεριλαμβανομένης και της τυχόν απαιτηθείσης τοιαύτης δι’ αποζημίωσιν εξ απαλλοτριώσεων. Εαν η συνολική εισφορά υπερβαίνη το ανωτέρω όριον, το επι πλέον ποσόν εκπίπτεται, μειουμένης αναλόγως της εισφοράς εκάστου υποχρέου. Δια τα αυτά ακίνητα μια μόνον εισφορά βεβαιούται και εισπράττεται, ανεξαρτήτως μεταγενεστέρας εκτελέσεως νέων έργων, εντός μιας πενταετίας.
3. Η εισφορά βαρύνει τον κατά τον χρόνον της βεβαιώσεως αυτής κύριον του ωφελουμένου αστικού ή αγροτικού κτήματος, εν περιπτώσει δε επικαρπίας ή νομής τον επικαρπωτήν ή νομέα τούτου. Εαν υφίσταται δικαίωμα δουλείας, το ποσόν της εισφοράς επιμερίζεται μεταξύ του έχοντος το δικαίωμα τούτο και του κυρίου ή επικαρπωτού ή νομέως, εκάτερος δε υποχρεούται εις την καταβολήν μέρους της εισφοράς, αναλόγως προς την αξίαν ην έχει το δικαίωμα αυτού, εν σχέσει προς την αξίαν του κτήματος. Εαν υφίσταται μίσθωσις παρατεινομένη αναγκαστικώς, η εισφορά μειούται κατά τον λόγον του ελευθέρου μισθώματος προς το καταβαλλόμενον τοιούτον. Εις περίπτωσιν καθ` ην ωφελούμενα ακίνητα κείνται εντός των διοικητικών ορίων ετέρου δήμου ή κοινότητος, η αναλογούσα εισφορά βεβαιούται παρύ αυτού εις βάρος των υποχρέων και αποδίδεται εις τον δικαιούχον δήμον ή κοινότητα.
6. Η κατά τας προηγουμένας παραγράφους βεβαιουμένη εισφορά εισπράττεται εις εξ ίσας εξαμηνιαίας δόσεις, εκάστη των οποίων δεν δύναται να είναι κατωτέρα των χιλίων (1.000) δραχμών, της πρώτης κατα βαλλομένης εντός του μεθεπομένου απο της βεβαιώσεως μηνός. Εν περιπτώσει μεταβιβάσεως του ακινήτου, καθίστανται ληξιπρόθεσμοι και απαιτηταί όλαι αι οφειλόμεναι δόσεις, ευθυνομένου εις ολόκληρον του εκάστοτε κυρίου ή επικαρπωτού ή νομέως του ακινήτου”.
Άρθρο 14
Εισφορά λόγω επεκτάσεως σχεδίου πόλεως.
Αι διατάξεις του άρθρου 53 του ανωτέρω β. δ/τος ως ισχύουν, δεν εφαρμόζονται επί περιοχών χαρακτηριζομένων ως οικιστικών κατά τας διατάξεις του νόμου 947/1979 “περί οικιστικών περιοχών” ή περιοχών εντασσομένων εις το σχέδιον, κατά τας διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 62 του αυτού νόμου.
Άρθρο 15
Εισφορά λόγω τροποποιήσεως σχεδίου πόλεως.
Η παράγραφος 6 του αριθμού 54 του β. δ/τος της 24-9/20.10.1958 ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“6. Η εισφορά καταβάλλεται εις οκτώ (8) ίσας εξαμηνιαίας δόσεις, εκάστη των οποίων δεν δύναται να είναι κατωτέρα των τριών χιλιάδων (3.000) δραχμών, της πρώτης καταβαλλομένης εντός τον μεθεπομένου απο της βεβαιώσεως μηνός. Δύναται όμως ο υπόχρεως εις την καταβολήν της εισφοράς δι’ αιτήσεώς του, υποβαλλομένης εις τον δήμον ή την κοινότητα εντός της δια την άσκησιν προσφυγής προθεσμίας, να ζητήση αναστολήν της εισπράξεως της εισφοράς μέχρι λήψεως της αδείας οικοδομής, ήτις δεν χορηγείται υπο του οικείου πολεοδομικού γραφείου άνευ προηγουμένου σημειώματος του δήμου ή της κοινότητος περί οφειλής της εισφοράς. Εις περίπτωσιν αναστολής εισπράξεως της εισφοράς, ενεργείται νέα εκτίμησις κατά τας διατάξεις του παρόντος β. δ/τος και νέα βεβαίωσις δια την τυχόν διαφοράν της εισφοράς, δια τον προσδιορισμόν δε της υπεραξίας, λαμβάνεται υπύ όψιν η αγοραία αξία του ακινήτου κατά τον χρόνον λήψεως της αδείας οικοδομής.
Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και εις περίπτωσιν καθ` ην ο τυχών αναστολής εισπράξεως της εισφοράς ζητήσει εξόφλησιν της οφειλής του. Το προϊόν της εισφοράς διατίθεται αποκλειστικώς δι’ έργα και απαλλοτριώσεις πρός εφαρμογήν εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων. Εν περιπτώσει νέας τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως, εξ ης εξέλιπεν η υπεραξία η προκύψασα υπέρ ακινήτων τινών εκ της αρχικής τροποποιήσεως, δεν δύναται του λοιπού να εισπραχθή η εισφορά κατά το μη καταβληθέν μέχρι της νέας τροποποιήσεως τμήμα της, εφ όσον οι ιδιοκτήται δεν ενήργησαν μέχρι ταύτης οικοδομικάς εργασίας βάσει των μεταβληθέντων ευμενών όρων. Τα καταβληθέντα ποσά δεν αναζητούνται”.
Άρθρο 16
Αναπροσαρμογή τελών.
Απο της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου, αναπροσαρμόζονται τα κάτωθι υπέρ των δήμων και κοινοτήτων τέλη, ως ακολούθως :
1. Το, υπο των διατάξεων του άρθρου 15 παρ. 2 του ανωτέρω β. δ/τος ως ισχύει, προβλεπόμενον τέλος διαφημίσεως, ορίζεται εις ποσοστόν 12 % και 6 % αντιστοίχως, δια τας εν αυτώ διαλαμβανομένας περιπτώσεις.
2. Τα, κατά τας διατάξεις τω άρθρων 19 και 21 του ανωτέρω β. δ/τος, ως ετροποποιήθησαν δια του άρθρου 7 του ν. δ/τος 703/1970 “περί τροποποιήσεως διατάξεων αφορωσών εις τα έσοδα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως”, τέλη καθαριότητος και σταθμεύσεως δημοσίας και ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτων και οχημάτων εν γένει, ορίζονται απο 1ης Ιανουαρίου 1981 εις ποσοστόν 15 % επι των υπέρ του δημοσίου επιβαλλομένων τελών κυκλοφορίας αυτοκινήτων. Αι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρον 7 του ν.δ/τος 703/1970 δεν θίγονται υπο των διατάξεων του παρόντος.
3. Τα, υπο των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 1 του Α.Ν. 170/1967 “περί τρόπου βεβαιώσεως παραβάσεων και επιβολής ποινών σχετικών με την στάθμευσιν οχημάτων, κυκλοφορίαν πεζών και οχημάτων ως και άλλων τινών συναφών διατάξεων”, επιβαλλόμενα τέλη σταθμεύσεως (παρκομέτρων>, κυμαινόμενα μεταξύ 10-30 δραχμάς ωριαίως καθορίζονται κατά περιοχάς δι’ αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, εγκρινομένης υπο του νομάρχου.
Άρθρο 17
Προσδιορισμός συντελεστών ανταποδοτικών τελών
Το Τέλος καθαριότητος και αποκομιδής απορριμμάτων θα καλύπτη υποχρεωτικώς τας εν γένει δαπάνας λειτουργίας της υπηρεσίας καθαριότητος, ήτοι τας αποδοχάς του τακτικού και ημερομισθίου προσωπικού, την προμήθειαν και συντήρησιν των μέσων αποκομιδής απορριμμάτων και καταβρέγματος, ως και πάσαν ετέραν δαπάνην, σχέσιν έχουσαν με την διεξαγωγήν, την λειτουργίαν και την εν γένει βελτίωσιν της υπηρεσίας ταύτης. Ο μη προσδιορισμός υπο του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου του τέλους εις το προσήκον ύψος συνιστά βαρείαν παράβασιν καθήκοντος και επισύρει κατά των μελών αυτού την εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 120 και 124 του δημοτικού και κοινοτικού κώδικος.
Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επι πάντων των υπο των δήμων και κοινοτήτων επιβαλλομένων ανταποδοτικών τελών και δικαιωμάτων.
Άρθρο 18
`Εσοδα εκ της εκμεταλλεύσεως ιχθυοτροφείων λιμνοθαλάσσης Μεσολογγίου-Αιτωλικού και εκ του παραγομένου άλατος.
1. Εκ των πραγματοποιουμένων δημοσίων εσόδων εκ της εκμεταλλεύσεως της λιμνοθαλάσσης Μεσολογγίου-Αιτωλικού, ποσοστόν είκοσιν επι τοις εκατόν (20 %) αποδίδεται και εις τον Δήμον Αιτωλικού. Η απόδοσις ενεργείται δια χρηματικού εντάλματος πληρωμής, εκδιδομένου εις βάρος του προϋπολογισμού εξόδων του Υπουργείου Γεωργίας εις τον οποίον ανα γράφεται η αναγκαία πίστωσις.
2. Η υπο των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν.δ/τος 4104/1960 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της νομοθεσίας περί κοινωνικών ασφαλίσεων και άλλων τινών οργανωτικών και διοικητικών διατάξεων”, ως νυν ισχύουν, προβλεπομένη υπέρ ΙΚΑ εισφορά δια της αυξήσεως της τιμής του διατιθεμένου δια τας ανάγκας του εσωτερικού άλατος εις είκοσιν επτά (27) λεπτά κατά χιλιόγραμμον μειούται δια το διατιθέμενον εκ των αλυκών της επαρχίας Μεσολογγίου άλας εις ένδεκα (11) λεπτά. Το υπόλοιπον ποσόν της εισφοράς εκ δέκα εξ (16) λεπτών του διατιθεμένου εκ των ανωτέρω αλυκών άλατος, αποδίδεται εις τους δήμους Μεσολογγίου και Αιτωλικού και εις την κοινότητα Νεοχωρίου Μεσολογγίου κατά τα δι` απο φάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών ορισθησόμενα. Η κατανομή του εσόδου τούτου μεταξύ των ανωτέρω οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, ενεργείται υπο του Υπουργού Εσωτερικών, αναλόγως του πραγματικού πληθυσμού αυτών, του εμφαινομένου εις τους δημοσιευομένους επισήμους πίνακας των αποτελεσμάτων της τελευταίας εκάστοτε γενικής απογραφής.
Άρθρο 19
Πρόστιμα
Το άρθρον 73 του απο 24-9/20.10.1958, β. δ/τος, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
Άρθρον 73
Πρόστιμα.
1. Επί μη υποβολής δηλώσεως ή υποβολής ανακριβούς δηλώσεως ή εκπροθέσμου υποβολής τοιαύτης, οσάκις δια την βεβαίωσιν φόρων ή τελών ή δικαιωμάτων απαιτείται υποβολή δηλώσεως ή μη εκπληρώσεως άλλων νομίμως επιτασσομένων υποχρεώσεων, ο υπόχρεως υπόκειται και εις πρόστιμον, ως ακολούθως, εφ` όσον δεν ορίζεται άλλως υπο των διατάξεων του παρόντος β. δ/τος :
α) Επί μη υποβολής δηλώσεως, εις ποσόν ίσον προς τον οφειλόμενον φόρον ή τέλος ή δικαίωμα.
β) Επί υποβολής ανακριβούς δηλώσεως, εις ποσόν ίσον προς το εξήκοντα επι τοις εκατόν (60 % ) του φόρου ή τέλους ή δικαιώματος, την πληρωμήν του οποίου θα διέφευγε δια της ανακριβείας.
γ) Επί εκπροθέσμου υποβολής δηλώσεως, εις ποσόν ίσον πρός το πέντε επι τοις εκατόν (5 % ) του οφειλομένου φόρου ή τέλους ή δικαιώματος δι’ έκαστον μήνα καθυστερήσεως, μη δυνάμενον να υπερβή το πεντήκοντα επι της εκατόν (50 % ) του ποσού τούτου.
δ) Επί μη εκπληρώσεως άλλων νομίμως επιτασσομένων υποχρεώσεων ίσον προς το (50 % ) του οφειλομένου ποσού εις ο αφορά η παράβασις.
2. Το πρόστιμον επιβάλλεται υποχρεωτικώς δι’ ητιολογημένης αποφάσεως του δημάρχου ή προέδρου κοινότητος βάσει σχετικής εκθέσεως δημοτικού ή κοινοτικού οργάνου και εισπράττεται ως και τα λοιπά έσοδα.
3. Η απόφασις επιβολής προστίμου μετύ αντιγράφου της εκθέσεως κοινοποιείται εις τον υπόχρεων, όστις δικαιούται εις άσκησιν κατύαυτής των, κατά το άρθρον 72 του παρόντος β. δ/τος, ως ετροποποιήθη διά του άρθρου 40 του ν.δ. 4260/1962 και του άρθρου 2 του ν. 505/1976, ενδίκων μέσων”.
Άρθρο 20
`Ενδικα μέσα.
Αι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 1 του νόμου 25/1975, προστεθείσαι δια του άρθρου 1 του νόμου 429/1976 και αφορώσαι εις την άσκησιν ενδίκων μέσων εφαρμόζονται απο της ισχύος του νόμου 25/1975.
Άρθρο 21
Προυποθέσεις χορηγήσεως εκτάκτου οικονομικής ενισχύσεως.
1. Σημ.: όπως η παρ.1 του Άρθρου 21 καταργήθηκε με το άρθρο 87 παρ. 1 του Ν. 1416/1984 (Α` 18).
2. Δια π. δ/τος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Εσωτερικών και δυναμένου να μεταρρυθμισθή εφύ άπαξ εντός έτους απο της λήξεως του πρώτου έτους της εφαρμογής του, καθορίζεται ο τρόπος κατανομής εις τους δήμους και τας κοινότητας των εσόδων των άρθρων 37 του ν. δ/τος 4260/1962 και 16 του ν. δ/τος 703/1970. Μέχρις εκδόσεως του δ/τος τούτου η κατανομή ενεργείται κατά τας ισχυούσας διατάξεις.
Άρθρο 22
Απαλλαγή λογαριασμών Ν.Δ. 309/1974 εκ κρατήσεων.
1. Οι λογαριασμοί, περί ων αι διατάξεις των άρθρων 1 και 7 του ν.δ. 309/1974 “περί συστάσεως παρά τω Ταμείω Παρακαταθηκών και Δανείων λογαριασμού υπο τον τίτλον Υπουργείον Εσωτερικών- Εφόδια Υδρεύσεως”, απαλλάσσονται απο της λειτουργίας των κρατήσεων υπέρ του Ταμείου Ασφαλίσεως Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων. Τυχόν καταβληθέντα δεν αναζητούνται.
2. Εις τον Υπουργόν των Εσωτερικών ανήκει η αρμοδιότης του καταλογισμού ποσών αχρεωστήτως ή ανοικείως καταβαλλομένων εκ των λογαριασμών της προηγουμένης παραγράφου. Ο καταλογισμός ενεργείται εις βάρος των αχρεωστήτως ή ανοικείως λαβόντων δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, τα δε ποσά βεβαιούνται και εισπράττονται κατά τας διατάξεις του κώδικος περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Εκδοθείσαι μέχρι τούδε καταλογιστικαί αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών, θεωρούνται νόμιμοι.
Άρθρο 23
Αποδέσμευσις ειδικευμένων τακτικών εσόδων.
Αι διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου 215/1975 “περί επαναφοράς εν ισχύϊ του ν. δ/τος 2189/1952 “περί Τοπικών Ενώσεων και Κεντρικής Ενώσεως Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος”, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μέχρι της 20ης Απριλίου 1967 κλπ.”, εφαρμόζονται και επί κοινοτήτων.
Άρθρο 24
Διασφάλισις καταβολής αποδοχών και συντάξεων δημοτικών υπαλλήλων και συνταξιούχων.
Προς διασφάλισιν της κανονικής καταβολής των αποδοχών των δημοτικών υπαλλήλων και συνταξιούχων, παρακρατείται υπ`ευθύνη του προϊσταμένου του οικείου Ταμείου, εκ των κατά την διάρκειαν του οικονομικού έτους εισπραττομένων εσόδων εκάστου δήμου, των μη νόμω διατιθεμένων δι’ ειδικούς σκοπούς, ποσόν αντιστοιχούν προς τας αποδοχάς και συντάξεις ενός διμήνου των υπαλλήλων και συνταξιούχων αυτών, όπερ χρησιμοποιείται αποκλειστικώς δια την πληρωμήν των αποδοχών και συντάξεων και ανανεούται διαρκώς εκ των εν τω μεταξύ εισπραττομένων εσόδων.
Άρθρο 25
Κάλυψις ελλειμμάτων του Κλάδου Συντάξεως Κοινοτικών Υπαλλήλων.
1. Δι` αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών, επιτρέπεται η ενίσχυσις του Κλάδου Συντάξεως Κοινοτικών υπαλλήλων και μέχρι δραχμών πεντήκοντα εκατομμυρίων (50.000.000) ετησίως, εις βάρος της τακτικής οικονομικής ενισχύσεως των δήμων και κοινοτήτων εκ του Κρατικού Προϋπολογισμού, προς κάλυψιν ελλειμμάτων του ως άνω Κλάδου, δι’ ισοπόσου μειώσεως της προς τους δήμους και τας κοινότητας ενισχύσεως.
2. Η υπέρ του Κλάδου Συντάξεως Κοινοτικών Υπαλλήλων υποχρεωτική ετησία εισφορά των Κοινοτήτων, δύναται να καταβάλεται υπό του Υπουργείου εσωτερικών εφ` άπαξ ή τμηματικώς, εκ των υπύ αυτού κατανεμομένων εσόδων των κοινοτήτων, των κατατιθεμένων εις κοινούς λογαριασμούς, κατά τα δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών εκάστοτε οριζόμενα.
3. Επίσης δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών επιτρέπεται η ενίσχυσις της Κεντρικής Ενώσεως Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος μέχρι δραχμών δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ετησίως εις βάρος της τακτικής οικονομικής ενισχύσεως των δήμων και κοινοτήτων εκ του κρατικού προϋπολογισμού προς αντιμετώπισιν δαπανών χρησιμοποιήσεως διερμηνέων μεταφραστών εκτός της χώρας εις διεθνή συνέδρια ή συμβούλια εις τα οποία μετέχουν εκπρόσωποι των Ο.Τ.Α. ή του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η περαιτέρω διάθεσις της πιστώσεως ενεργείται δι’ αποφάσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κ.Ε. Δ.Κ.Ε., υποκειμένης εις την έγκρισιν του Υπουργού Εσωτερικών.
Σχετικό: Η ενίσχυση της παρ.3 καταργήθηκε με την περ.ιβ`του άρθρου 28 του Ν.1828/1989 (Α 2).
Άρθρο 26
Αρμοδιότης των Ο.Τ.Α. επί της τηρήσεως των διατάξεων περί καθαριότητος και σταθμεύσεως οχημάτων.
1. Τα Πρόστιμα που επιβάλλονται για τις παραβάσεις των διατάξεων του ν. 2094/1992, του ν.δ. 805/1971 και του α.ν. 170/1967 (ΦΕΚ 189 Α`) εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και αποδίδονται στο δήμο ή την κοινότητα στον οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση ή εφόσον η δήμος ή η κοινότητα διαθέτει δική του ταμειακή υπηρεσία μπορούν να καταβληθούν απευθείας σ` αυτήν. Οταν, όμως, τα Πρόστιμα από τις παραπάνω παραβάσεις δεν πληρώνονται αμέσως αλλά πρέπει να γίνει εβαίωση προκειμένου στη συνέχεια να επιδιωχθεί η είσπραξή του κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, η βεβαίωση αυτή γίνεται από τη Δ.Ο.Υ. του τόπου κατοικίας του παραβάτη και η είσπραξή τους υπέρ του δήμου ή της κοινότητας όπου έγινε η παράβαση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 55 του Ν. 1416/1984 (Α 18) και διά του άρθρου 59 παρ. 1 του Ν. 2065/1992 (Α 113), αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 31 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62).
2.`Ολα τα Πρόστιμα από παραβάσεις των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου για τη στάθμευση οχημάτων, την καθαριότητα και την κοινή ησυχία επιβάλλονται και από τα όργανα της ειδικής υπηρέσιας της παράγραφου 2 του άρθρου 24 του νόμου 1065/1980.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 55 του Ν. 1416/1984 (ΦΕΚ Α 18)
3. Δια Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού των Εσωτερικών, μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου της Κεντρικής Ενώ σεως Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος καθορίζονται αι αρμοδιότητες και ο τρόπος ασκήσεως αυτών, τα προσόντα, τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και αι υποχρεώσεις των οργάνων της ειδικής υπηρεσίας, περί ης αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ανωτέρω νόμου 1065/1980.
4. Δι αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών καθορίζεται πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 27
Νέος καθορισμός ορίων δήμων και κοινοτήτων.
1. Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν δια της εκθέσεως της επιτροπής ορίων ή της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου ορίων υπήχθησαν εις τα διοικητικά όρια του δήμου ή κοινότητος οικισμοί, απογεγραμμένοι ή μη αυτοτελώς, οίτινες δεν αναφέρονται εις το περί αναγνωρίσεως ή προσαρτήσεως διάταγμα του δήμου ή της κοινότητος εις τα διοικητικά όρια του οποίου υπήχθησαν, επιτρέπεται προτάσει του νομάρχου, νέος καθορισμός ορίων υπο της επιτροπής ορίων δήμων και κοινοτήτων ή του διοικητικού δικαστηρίου ορίων, κατά περίπτωσιν.
2. Εις ην περίπτωσιν εις την διοικητικήν περιφέρειαν δήμου ή κοινότητος μετεφέρθη οικισμός ομόρου δήμου ή κοινότητος μερίμνη του Κράτους εις τον οποίον εγκατεστάθη το σύνολον ή ο μεγαλύτερος αριθμός των κατοίκων του μεταφερθέντος οικισμού, επιτρέπεται προτάσει του νομάρχου ή τη αιτήσει του ενδιαφερομένου δήμου ή κοινότητος, νέος καθορισμός ορίων υπο της επιτροπής ορίων δήμων και κοινοτήτων ή του διοικητικού δικαστηρίου ορίων, κατά περίπτωσιν.
Ο νέος καθορισμός ορίων χωρεί, εφύ όσον οι εγκατασταθέντες εις τον νέον οικισμόν εξακολουθούν να είναι δημόται του δήμου ή κοινότητος εξ ου μετεφέρθησαν, η δε θέσις του νέου οικισμού επιτρέπει την διατήρησιν της εδαφικής συνεχείας της διοικητικής περιφερείας εκατέρου των ομόρων οργανισμών.
3. Υποθέσεις, αναφερόμεναι εις διαφοράς ορίων μεταξύ Δήμων ή Κοινοτήτων, δια τας οποίας ησκήθησαν προσφυγαί κατύ εκθέσεων της Επιτροπής Ορίων απο 1ης Νοεμβρίου 1973 έως 25 Ιουλίου 1974 ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων Ορίων και απερρίφθησαν διά τυπικούς λόγους εντός των ως άνω χρονικών ορίων, επαναφέρονται κατύ εξαίρεσιν της δια τάξεως του άρθρου 16 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος προς ουσιαστικήν κρίσιν ενώπιον τον Διοικητικού Δικαστηρίου Ορίων δια νέας προσφυγής, ασκηθησομένης υπό του ενδιαφερομένου δήμου ή κοινότητος εντός εξαμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας απο της ισχύος του παρόντος, μετά προηγουμένην προς τούτο απόφασιν του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.
Άρθρο 28
Απ` ευθείας εκποίησις δημοτικών και κοινοτικών εκτάσεων.
1. Δημοτικαί και Κοινοτικαί εκτάσεις περιελθούσαι εις την κυριότητα των δήμων και κοινοτήτων καθ` οιονδήποτε τρόπον, κατεχόμεναι αυθαιρέτως κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νόμου, απο δεκαπενταετίας τουλάχιστον και συστηματικώς καλλιεργούμεναι ή δενδροφυτευθείσαι, δύναται να εκποιώνται άνευ δημοπρασίας εις τους αυθαιρέτως κατέχοντας, επι τη αιτήσει αυτών υποβαλλομένη εις τον ιδιοκτήτην δήμον ή κοινότητα εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δυο ετών απο της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, υπό τας προϋποθέσεις και κατά την διαδικασίαν των διατάξεων του άρθρου 32 του ν.δ. 3958/1959 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί οριστικών παραχωρητηρίων των κλήρων διατάξεων της εποικιστικής νομοθεσίας, κυρώσεως πράξεων τινών του Υπουργικού Συμβουλίου και άλλων τινών διατάξεων”, εξαιρέσει της εις αυτάς αναφερομένης επιτροπής του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος.
Σχετικό: παρ.1, περ.Β`, εδαφ.ιθ` του Π.Δ. 22/1982 Α`3: Καταργείται ο ουσιαστικός έλεγχος που ασκείται από το νομάρχη επί των πράξεων των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων και προβλέ- πεται από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 28 και του άρθρου 32 του Ν.Δ. 3958/1959 ως “έγκριση”.
2. Δημοτικοί ή κοινοτικοί οικοπεδικοί χώροι καταληφθέντες μέχρι και του έτους 1970 και κατεχόμενοι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος άνευ δικαιώματος, επιτρέπεται να εκποιηθούν εις τους κατέχοντας τούτους, υπό τας προυποθέσεις και την διαδικασίαν του άρθρου 12 του Ν. 127/75 “περί τροποποιήσεως συμπληρώσεως και αντικαταστάσεως ενίων διατάξεων της περί των προσόδων των δήμων και κοινοτήτων νομοθεσίας και περι άλλων τινών συναφών διατάξεων”, τη αιτήσει αυτών, υποβαλλομένη εις τον ιδιοκτήτην δήμον ή κοινότητα εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξ (6) μηνών απο της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.
Δημοτικοί ή κοινοτικοί χώροι, εκτάσεως μέχρι πεντακοσίων (500) τετραγωνικών μέτρων, εφ ων ανηγέρθησαν κτίσματα υπο προσφύγων εξ ανταλλαγής ή κληρονόμων των, παραχωρούνται υπό των οικείων δήμων και κοινοτήτων δωρεάν εις τους κατόχους των, εφύ όσον πρόκειται περί δικαιουμένων στεγαστικής αποκαταστάσεως βάσει της απο 1.1.1923 Συνθήκης της Λωζάνης και δεν έτυχον εισέτι υπό του κράτονς τοιαύτης.
Σχετικό: παρ.1, περ.Β`, εδαφ.κ` του Π.Δ. 22/1982 Α`3: Καταργείται ο ουσιαστικός έλεγχος που ασκείται από το νομάρχη επί των πράξεων των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων και προβλέ- πεται από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 28 και του άρθρου 12 παρ.2 του Ν. 127/1975 ως “έγκριση”.
3. Βοσκήσιμοι γαίαι, περί ων αι διατάξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 1 του Ν. 2074/1920 “περί των εν ταις νέαις χώραις κοινοτικών γαιών”, παραχωρηθείσαι εις τον συνοικισμόν Παλλάδιον της κοινότητος Αμβροσίας του Νομού Ροδόπης και εκμισθωθείσαι προς καλλιέργειαν υπό της τελευταίας ταύτης, δύνανται να εκποιούνται εις τους κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος μισθωτάς απ`ευθείας και άνευ δημοπρασίας κατόπιν αποφάσεως του κοινοτικού συμβουλίου, εγκρινομένης υπο του νομάρχου. Η εκποιουμένη έκτασις προς έκαστον μισθωτήν δεν δύναται να είναι μεγαλυτέρα των δώδεκα (12) στρεμμάτων. Το τίμημα καθορίζεται υπό επιτροπής αποτελουμένης, εκ του Προέδρου της Κοινότητος Αμβροσίας ως προέδρου, παρόντος μισθωτάς απ` ευθείας και άνευ δημοπρασίας κατόπιν αποφάσεως, του κοινοτικού συμβουλίου, εγκρινομένης υπό του ενός εφοριακού υπαλλήλου και ενός γεωπόνου δημοσίου υπαλλήλου, οριζομένου υπό του νομάρχου και καταβάλλεται εις πέντε (5) ετησίας δόσεις, της πρώτης καταβαλλομένης μέχρι της 31 Δεκεμβρίου του επομένου της εκποιήσεως έτους.
4. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου δύνανται να εφαρμόζωνται υπο τας αυτάς προυποθέσεις και δι` εκτάσεις διά τας οποίας επεβλήθη δικαίωμα χρήσεως.
Άρθρο 29
Απ` ευθείας εκμίσθωσις λατομείων αδρανών υλικών εις συνεταιρισμούς.
1. Επιτρέπεται δι` αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου “εγκρινομένης υπό του νομάρχου”, ή απ` ευθείας και άνευ δημοπρασίας εκμίσθωσις του δικαιώματος εκμεταλλεύσεως λατομείων αδρανών υλικών εις νομίμως λειτουργούντας συνεταιρισμούς λατόμων των οποίων άπαντα τα μέλη είναι κάτοικοι του ιδιοκτήτου δήμου ή κοινότητος, υπό τους όρους και περιορισμούς των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του νόμου 669/77 “περί εκμεταλλεύσεως λατομείων”. Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται και προκειμένου περί δημοτικών ή κοινοτικών λατομείων μαρμάρων.
Σχετικό: παρ.1, περ.Β`, εδαφ.κα` του Π.Δ. 22/1982 Α`3: Καταργείται ο ουσιαστικός έλεγχος που ασκείται από το νομάρχη επί των πράξεων των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων και προβλέ- πεται από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 29 ως “έγκριση”.
2. Απαγορεύεται η υφ` οιαδήποτε μορφήν παραχώρησις υπό του μισθωτού συνεταιρισμού του κατά την προηγουμένην παράγραφον δικαιώματος εκμε ταλλεύσεως, θεωρουμένης αυτοδικαίως ακύρου της τοιαύτης παραχωρήσεως. `Εν περιπτώσει παραβάσεως της διατάξεως ταύτης η άδεια εκμεταλλεύσεως ανακαλείται υποχρεωτικώς, ο δε συνεταιρισμός υποχρεούται εις την καταβολήν ποσού ίσου προς το διπλάσιον του δια της συμβάσεως καθορισθέντος μισθώματος.
Άρθρο 30
Τομαί ή εκσκαφαί επί δημοτικών και κοινοτικών οδών.
1. Η άδεια, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 3 τρυ άρθρου 47 του ν. 2094/1992 “Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας”, για να γίνει τομή ή εκσκαφή οδοστρώματος, ερείσματος πεζόδρομου ή πεζοδρομίου δημοτικού ή κοινοτικού δρόμου για την κατασκευή έργου από επιχείρηση κοινής ωφέλειας, οργανισμό, νομικό ή φυσικό πρόσωπο, δίδεται από το δήμαρχο ήταν πρόεδρο της κοινότητας μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης μαζί με εγγυητική επιστολή αναγνωρισμένης τράπεζας που έχει εκδοθεί στο όνομα του ενδιαφερομένου. Το ύψος του ποσού για το οποίο εκδίδεται η εγγυητική επιστολή ορίζεται από την τεχνική υπηρεσία του δήμου ή της κοινότητας. Αν ο δήμος ή η κοινότητα δεν έχει δική του τεχνική υπηρεσία, το ύψος του ποσού της εγγυητικής επιστολής ορίζεται από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ύστερα από πρόταση μηχανικού του Ο.Τ.Α. και εφόσον δεν υπάρχει, από μηχανικό της Τ.Υ.Δ.Κ.. Στην τελευταία περίπτωση η σχετική δαπάνη βαρύνει τον ενδιαφερόμενο και προκαταβάλλεται στον οικείο δήμο ή κοινάτητα. Αν ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας αρνείται να χορηγήσει την άδεια ή περάσει η προθεσμία για τη χορήγησή της αποφασίζει ο Περιφερειακός Διευθυντής μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου και ύστερα από γνώμη επιτροπής ειδικών που συγκροτείται από αυτόν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.7 άρθρ.7 Ν.2307/1995 (Α 113).
2.Εν τη κατά την προηγουμένην παράγραφον αδεία αναφέρονται οι τεχνικοί όροι βάσει των οποίων υποχρεούται ο τυχών της αδείας να επαναφέρη το οδόστρωμα, έρεισμα ή πεζοδρόμιον εις την προτέραν τον κατάστασιν, δύναται δε να περιλαμβάνεται και ή υποχρέωσις της κατασκευής νέον ασφαλτικού τάπητος, καθ` όλον το πλάτος της οδού εν ή εξετελέσθη τομή η εκσκαφή. Παρερχομένης απράκτον της εν τη αδεία ορισθείσης προθεσμίας δια την αποκατάστασιν της γενομένης φθοράς, ο δήμος ή η κοινότης δύναται να καταλογίση προ πάσης αποκαταστάσεως την απαιτουμένην δαπάνην εις βάρος τον υποχρέουι εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, ή δε σχετική με την επιδίωξιν της εισπράξεως της ως άνω δαπάνης πρόσκλησις προς τον υπόχρεων ή το ένταλμα πληρωμής δεν υπόκεινται εις ένδικον τι μέσον ούτε εις αναστολήν πληρωμής.
Άρθρο 31
Μεταβίβαση προσκυρωτέων δημοτικών ή κοινοτικών εκτάσεων.
Σημ.: όπως το άρθρο 31 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 56 του Ν.1984 (ΦΕΚ Α 18)
1. Κοινόχρηστες δημοτικές ή κοινοτικές εκτάσεις που έχουν αποβεί προσκυρωτέες λόγω τροποποίησης του σχεδίου πόλεως και μείωσης του πλάτους των οδών μπορεί να μεταβιβάζονται στους παρόδιους δικαιούχους, μετά απο αίτησή τους, που υποβάλλεται στο δήμο ή κοινότητα μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση της πράξης με την οποία τροποποιείται το σχέδιο πόλεως.
2. Το τίμημα των εκτάσεων που μεταβιβάζονται ορίζεται από την επιτροπή της παραγράφου 6 του άρθρου 178 του νόμου 1065/1980 με βάση την τρέχουσα αξία τους κατά τετραγωνικό μέτρο. Στην επιτροπή διαβιβάζεται και σχεδιάγραμμα που συντάσσεται απο την τεχνική υπηρεσία του δήμου και αν δεν υπάρχει από την αρμόδια τεχνική υπηρεσία δήμων και κοινοτήτων.
3. Για την παραπάνω μεταβίβαση αποφασίζει το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, το οποίο με την ίδια απόφαση του μπορεί να καθορίσει, κατά περιοχές, μειωμένο μέχρι πενήντα στα εκατό (50%) το πληρωτέο υπερ του δήμου ή της κοινότητας τίμημα της προηγούμενης παραγράφου. Το τίμημα εξοφλείται σε έξι ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται το αργότερο μέσα σε ένα χρόνο απο την κοινοποίηση της απόφασης του συμβουλίου. Το μεταβιβαστικό συμβόλαιο υπογράφεται μετά την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος.
4. Σε περίπτωση που δεν καταβληθούν δυο δόσεις, μέσα στις ανωτέρω προθεσμίες τα ποσά που έχουν καταβληθεί εκπίπτουν υπερ του δήμου ή της κοινότητας και η κατάρτιση της σύμβασης μεταβίβασης ματαιώνεται.
Άρθρο 32
Συμβιβαστική επίλυσις φορολογικών διαφορών.
1. Συνιστάται σε κάθε δήμο ή κοινότητα επιτροπή συμβιβαστικής επιλύσεως των φορολογικών διαφορών και αμφισβητήσεων για τη βεβαίωση ή αναγνώριση φορολογικής απαλλαγής ή μειώσεως οποιουδήποτε αυτοτελούς φόρου, τέλους, δικαιώματος, εισφοράς, αντιτίμου προσωπικής εργασίας και προστίμου μεταξύ δήμου ή κοινότητας ή συνδέσμου δήμων και κοινοτήτων και φορολαγουμένων.
Σε δήμους με πληθυσμό μεγαλύτερο από εκατό χιλιάδες (100.000) κατοίκους μπορεί να συνιστώνται περισσότερες από μία επιτροπές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.8 άρθρ.7 Ν.2307/1995 (Α 113).
2. Η επιτροπή συγκροτείται τον Ιανουάριο κάθε χρόνου:
α) Σε δήμους ή κονότητες με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και αποτελείται από δύο δημοτικούς ή κοινοτικούς συμβούλους και από ένα φορολογούμενο δημότη. Ο φορολογούμενος δημότης επιλέγεται με τον αναπληρωτή του από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο από τον κατάλογο των φορολογουμένων. Ο πρόεδρος της επιτροπής με τον αναπληρωτή του ορίζεται με την απόφαση συγκρότησης της επιτροπής.
Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί δημοτικός ή κοινοτικός υπάλληλος που ορίζεται με τον αναπληρωτή του με την ίδια απόφαση.
β. Προκειμένου για τους δήμους της τέως διοικήσεως πρωτευούσης, η επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου και αποτελείται από έναν δημοτικό σύμβουλο και δύο υπαλλήλους (μόνιμους ή Ι.Δ.Α.Χ.), κατηγορίας ΠΕ κλάδου Διοικητικού ή Διοικητικού – Οικονομικού είτε κατηγορίας ΤΕ κλάδου Διοικητικού – Λογιστικού που ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου Διεύθυνσης ή Τμήματος. Της επιτροπής προεδρεύει το μέλος που προΐσταται Διεύθυνσης και επί ομοιοβάθμων προϊσταμένων του ίδιου επιπέδου ο προϊστάμενος που έχει ασκήσει για περισσότερο χρόνο καθήκοντα προϊσταμένου. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι αναπληρωτές των μελών της Επιτροπής. Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί δημοτικός υπάλληλος που ορίζεται με τον αναπληρωτή του με απόφαση δημάρχου. Η επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα όλα τα μέλη ή οι αναπληρωτές τους.».
Σημ.: όπως η περ.β,όπως είχε τροποποιηθεί με τη παρ.15 άρθρου 18 Ν.3731/1008, ΦΕΚ Α 263, αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 49 παρ.6 Ν.4456/2017,ΦΕΚ Α 24/1.3.2017.
Στον πρόεδρο, στα μέλη και στο γραμματέα της επιτροπής καταβάλλεται αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1505/1984, όπως ισχύει κάθε φορά. Η σχετική δαπάνη βαρύνει τον προϋπολογισμό του δήμου ή της κοινότητας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.8 άρθρ.7 Ν.2307/1995 (Α 113).
3. Πας φορολογούμενος ασκών προσφυγήν κατά τας διατάξεις τον νόμου 505/76 “περί υπαγωγής εις τα Τακτικά Φορολογικά Δικαστήρια των φορολογικών διαφορών δήμων και κοινοτήτων και της μετονομασίας τούτων εις Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια”, δικαιούται όπως αιτήσεται, διά του αυτού δικογράφου της προσφυγής και την διά συμβιβασμού επίλυσιν της μεταξύ αύτον και τον δήμον ή της κοινότητος ή του ενοικιαστού υφισταμένης διαφοράς ή αμφισβητήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη, η παραλαμβάνονσα την προσφυγήν υπηρεσία του δήμου ή της κοινότητος, υποχρεόνται όπως διαβιβάση άμελλητι αντίγραφον αυτής εις την κατά την παράγραφον 1 τον παρόντος επιτροπήν.
4. Η επιτροπή υποχρεούται όπως, εντός δεκαημέρον προθεσμίας από της παραλαβής τον δικογράφον της προσφυγής όριση ήμερομηνιαν συζητήσεως ούχι μεταγενεστέραν των είκοσιν ημερών από της λήψεως της δεκαημέρου προθεσμίας, καλούσα τον αιτούντα ή τον άντικλητον αύτον τρεις τουλάχιστον ημέρας προ της όρισθεισης δια την συζήτησιν της υποθέσεως. Η πρόσκλησις απευθύνεται εις τον αίτουντα ή τον άντικλητον αυτον και εις την εν τω δικογράφω της προσφυγής αναφερομένην διεύθυνσιν.
5. Η επιτροπή διαπιστώνονσα ότι συντρέχουν λόγοι μειώσεως ή διαγραφής τον βεβαιωθέντος ποσού συν τάσσει πρακτικόν εντός εικοσαημέρον από της συζητήσεως της υποθέσεως, υπογραφόμενον και υπό του αιτούντος ή του αντικλήτον αντού. `Εαν η επιτροπή διαπιστώνη ότι δεν συντρέχουν λόγοι διαγραφής τον βεραιωθέντος ποσού εφ` ον το πρόστιμον ή πρόκειται περι πρόστιμον αυτοτελώς επιβληθέντος, ή μείωσις τον προστίμου δεν δύναται να είναι μεγαλυτέρα τον πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) αυτον.
6. Το κατά την προηγουμένην παράγραφον πρακτικόν διαβιβάζεται εις το οικείον δημοτικόν ή κοινοτικόν συμβούλιον εντός πενθημέρου από της λήξεως του κατά την παράγρ. 5 εικοσαημέρου, το οποίον κατά την πρώτην συνεδρίασιν αύτον αποφασίζει περί αποδοχής ή μη της προτάσεως της επιτροπής.
7. Διά της περί αποδοχής της προτάσεως της επιτροπής, αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και μετά τον κατά νόμον έλεγχον αυτής υπό του νομάρχου, τελειούται ο συμβιβασμός, της άσκηθείσης προσφυγής καθισταμένης ανευ αντικειμένου.
8. Εαν δεν επιτευχθή ο συμβιβασμός κατά την παρ. 5 ή δεν περαιωθή η διαδικασία τούτου κατά την παρ. 7, η υπηρεσία του δήμου ή της κοινότητος διαβιβάζει αμελλητί την προσφυγήν εις το Διοικητικόν Δικαστήριο.
Άρθρο 33
Δημοσίευσις αποφάσεων νομαρχών. Από της ισχύος του νόμου 301/1976 “περί της εις την `Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιευομένης ύλης και ρυθμίσεως θεμάτων αναφερομένων εις την έκδοσιν και κυκλοφορίαν ταύτης”, δεν χρήζουν δημοσιεύσεως κατά τας διατάξεις του άρθρου 3 του νόμου τούτου αποφάσεις νομαρχών δια των οποίων επικυρούνται ή εγκρίνονται αποφάσεις συμβουλίων οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως.
Άρθρο 34
Συμπλήρωσις συμβουλίου και ορισμός γραμματέων
Εις το προβλεπόμενον υπό των διατάξεων τον άρθρου 12 παρ. 2 του διά του νόμου 1065/1980 κυρωθέντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος συμβούλιον μετέχει ανευ ψήφου και ο διευθυντής της Διευθύνσεως Δημοτικής και Κοινοτικής Διοικήσεως, εισηγούμενος τα προς συζήτησιν θέματα. Καθήκοντα γραμματέως του μεν συμβουλίου τούτου εκτελεί υπάλληλος του κλάδου ΑΤ1 διοικητικού της Κεντρικής Υπηρεσίας, όρι- ζόμενος υπο του Υπουργού Εσωτερικών, των δε επιτροπών των προβλεπομένων υπό των διατάξεων των άρθρων 119 παρ. 2, 187 παρ. 2 και 203 παρ. 1 του αυτού Κώδικος εκτελεί υπάλληλος του κλάδου ΑΤ1 διοικητικού της Διενθύνσεως Εσωτερικών της οικείας νομαρχίας, οριζόμενος υπό του νομάρχου.
Άρθρο 35
Διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, δύναται να επεκτείνωνται αναλόγως εν όλω ή εν μέρει αι διατάξεις του Ν. 887/1979 “περί ρυθμίσεως θεμάτων καταστάσεως υπαλλήλων τον Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ.” και επί του προσωπικού των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως.
Άρθρο 36
Εις το άρθρον 13 παρ. 2 του Προεδρικόν Δ/τος 197/1978, προστίθεται περίπτωσις έχουσα ούτω : “Επίσης επιτρέπεται η σύστασις: α) Μεχρί δυο θέσεων δικηγόρων επί μηνιαία αντιμισθία μέχρι τον βασικού μισθού δημοτικού υπαλλήλου επί βαθμώ 3ω δια τας ανάγκας της ΚΕΔΚΕ. Ούτοι δύνανται να παρίστανται εις τα δικαστήρια του κράτους δι υποθέσεις δήμων και κοινοτήτων κατόπιν αποφάσεως του προέδρου της ΚΕΔΚΕ και εφ όσον κατά τας κειμένας διατάξεις δίδεται υπό τούτων εις αυτούς τοιαύτη εντολή. Οι προσλαμβανόμενοι συνδέονται μετά της ΚΕΔΚΕ δια σχέσεως εντολής και β) δύο θέσεων υπαλλήλων επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου γνωριζόντων απταίστως την Αγγλικήν ή την γαλλικήν γλώσαν, προσηκόντως διαπιστουμένην και κεκτημένων πτυχίον Νομικής Σχολής ή Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών ή Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών ή Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής ή άλλης ισοτίμου ανωτάτης σχολής της ημεδαπής ή αλλοδαπής, δια την αντιμετώπισιν των διεθνών επαφών και σχέσεων της ΚΕΔΚΕ μετά των πάσης φύσεως διεθνών οργανισμών διά θέματα τοπικής αυτοδιοικήσεως.
Η πρόσληψις ενεργείται δι αποφάσεως της εκτελεστικής επιτροπής εγκρινομένης υπό του Υπουργού των Εσωτερικών. Κατά τον αυτόν τρόπον ενεργείται και η απόλυσις. Αι αποδοχαί των καθορίζονται κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 1198/1972.
Άρθρο 37
Η περίπτωσις ε της παραγράφου 2 του άρθρου 13 τον π.δ. 197/1978, αντικαθίσταται ως ακολούθως : “ε) ενός κλητήρος επί μισθώ υπαλλήλου 12ου έως 8ου βαθμού”.
Άρθρο 38
Εις το άρθρον 9 του Προεδρικού Δ/τος 197/1978, προστίθενται παράγραφοι 3 και 4 έχουσαι ούτω :
“3. Ειδικώς διά τας Τοπικάς Ενώσεις Αττικής και Θεσσαλονίκης επιτρέπεται ή δι αποφάσεως της διοικούσης επιτροπής αυτών πρόσληψις μέχρι πέντε ιδιώτων εν συνόλω εχόντων τουλάχιστον απολυτήριον γυμνασίου (εξαταξίου) ή λυκείου νέου τύπου επί σχέσει ίδιωτικον δικαίον.
4. Η διάταξις του άρθρου 13 παρ. 9 του Προεδρικού Διατάγματος 197/1978, ισχύει και δια τας τοπικάς ενώσεις δήμων και κοινοτήτων, της αρμοδιότητος του Υπουργού Εσωτερικών ασκουμένης υπό του νομάρχου”.
Άρθρο 39
1. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες υπάλληλοι του κλάδον ΜΕ, οίτινες επανετάγησαν βάσει των διατάξεων του άρθρον 3 τον Ν.Δ. 125/1973 “περί τροποποιήσεως διατάξεων τινων του Υπαλληλικού Κώδικος, ως αύται συνεπληρώθησαν δια τον αρθρ. 4 τον Ν.Δ. 287/1974 “περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών προσωπικού του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ”, αλλά εις βαθμόν μη ανάλογον τον συνολικού χρόνου υπηρεσίας των, λόγω περιορισμού της ενιαίας διαβαθμίσεώς των, επανεντάσσονται κατά τους δρους, τας προϋποθέσεις και την διαδικασίαν των διατάξεων τούτων.
2. Οι υπάλληλοι τον κλάδου ΣΕ, οι κεκτημένοι συνολικόν χρόνον υπηρεσίας ανώτερον του κατά τας κειμένας διατάξεις απαιτουμένου δια την μέχρι και του κατεχομένον βαθμού προαγωγικήν αυτών εξέλιξιν, επανεντάσσονται κατά τους όρους, τας προϋποθέσεις και την διαδικασίαν των διατάξεων των αφερομένων εις την προηγουμένην παράγραφον. Η ισχύς των διατάξεων της παρούσης παραγράφοι άρχεται από της ίσχυος του Π.Δ. Ι 172/1977 “περι ρυθμίσεως θεμάτων κατατάξεως των θέσεων τακτικού προσωπικού των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των παρ` αυτοίς Ιδρυμάτων και Νομικών Προσώπων εις κλάδους, διαρυθμίσεως τούτων και καθορισμού των τυπικών προσόντων διορισμού εις τας θέσεις ταύτας”.
3. Αι κατά τας προηγουμένας παραγράφους έπανεντάξεις ενεργούνταί εις τους κλάδους εις ους ανήκουν οι υπάλληλοι και εις βαθμόν ουχι ανώτερον τον 6ον διά τους κλάδους ΜΕ και 8ον διά τους κλάδους ΣΕ, εφ` όσον εις τους οικείους οργανισμούς προβλέπεται αντίστοιχος διαβάθμισις των θέσεων.
Άρθρο 40
1. Οι κατά την έναρξιν της ίσχυος του παρόντος υπηρετούντες εις δήμους πραγματικού πληθυσμού άνω των 15.000 ημερομίσθιοι μηχανικοί, υπομηχανικοί, έργοδηγοι και σχεδιασταί, συμπληρώσαντες μέχρι και της 31 ης Δεκεμβρίου 1979 δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσίαν, εντάσσονται τη αιτήσεί των, υποβαλλομένη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της ισχύος τον παρόντος, εις αντιστοίχους κενάς οργανικάς θέσεις, ως και εις τας συσταθησομένας τοιαύτας, επί τη βάσει των υπηρεσιακών αναγκών και της οικονομικής δυνατότητος των οικείων οργανισμών.
2. Η ένταξις ενεργείται ανεξαρτήτως ηλικίας επί τη βάσει των ουσιαστικών και των λοιπών απαιτουμένων προς διορισμόν (γενικών και ειδικών) τυπικών προσόντων, δι αποφάσεως του οικείου δημοτικού συμβουλίου, εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνώμην τον αρμοδίου υπηρεσιακόν συμβουλίου.
3. Η ένταξις γίνεται εις τον εισαγωγικόν βαθμόν της θέσεως ή και εις ανώτερον τούτου και πάντως ούχι πέραν του 6ου βαθμού διά τας θέσεις των κλάδων ΜΕ και του 4ου βαθμού διά τας θέσεις των κλάδων ΑΤ και ΑΡ, εφ όσον ο εντασσόμενος έχει χρόνον υπηρεσίας, ίσον ή ανώτερον του απαιτούμενον κατά τας περί ποαγωγών διατάξεις και εφ όσον αι θέσεις των οικείων κλάδων είναι ενιαίαι μέχρι τους ανωτέρω βαθμούς. Ο τυχόν πλεονάζων εις τον εις ον η ένταξις βαθμόν χρόνος υπηρεσίας, υπολογίζεται μετά την μονίμο ποίησιν των εντασσομένων, διά πάσαν περαιτέρω βαθμολογικήν ή μισθολογικήν εξέλιξιν.
4. Η εν εκάστω βαθμώ αρχαιότης των εντασσομένων λογίζεται διά πάσαν περίπτωσιν από της διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δημοσιεύσεως της περί εντάξεως πράξεως, η δε σειρά μεταξύ των επί τω αυτώ βαθμώ εντασσομένων καθορίζεται υπό του υπηρεσιακόν συμβουλίου επί τη βάσει του χρόνου υπηρεσίας αυτών ως ημερομισθίων.
5. Οι ούτως εντασσόμενοι τίθενται εις το αριστερόν των ήδη υπηρετούντων ομοιοβάθμων των και δεν δύνανται να κριθούν διά τον επόμενον βαθμόν πριν ή αποκτήσουν δικαίωμα κρίσεως διά τον βαθμόν τούτον οι κατά την ημερομηνίαν της εντάξεως αρχαιότεροί των.
Άρθρο 41
Η μηνιαία αντιμισθία των υπό των διατάξεων του άρθρον 102 του ν.δ. 1140/1972 διεπομένων νομικών συμβούλων και δικηγόρων, εξαιρέσει του παρά τω Δήμω Θεσ/νίκης νομικού συμβούλου και των βοηθών αυτού, δεν δύναται να είναι κατωτέρα του ελαχίστου ορίου αμοιβής του οριζομένου υπό των κατ άρθρον 92 παρ. 2 του Ν.Δ. 3026/1954 “περι Κώδικος των Δικηγόρων” εκδιδομένων αποφάσεων τον Υπουργού Δικαιοσύνης.
Άρθρο 42
Η αποζημίωσις των προσωρινών εισπρακτόρων καθορίζεται εις ποσοστόν μέχρι δέκα επί τοις εκατόν (10%) επί των πραγματοποιουμένων εισπράξεων εσόδων, των βεβαιουμένωι και εισπραττομένων δι ειδικών χρηματικών καταλόγων. Η ετησία αποζημίωσις εκάστου προσωρινού εισπράκτορος δεν δύναται να είναι ανωτέρα των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών. Εις το ανώτατον τούτον όριον δεν υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών αδείας. Εν περιπτώσει εισπράξεως, εντός τον ημερολογιακού έτους, ποσοστού πέραν του ογδοήκοντα επί τοις εκατόν (80%) των βεβαιωθέντων εν τη περιφερεία εκάστου εισπράκτορος εσόδων, ούτος δικαιούται προσθέτου αμοιβής εξ είκοσιν επί τοις εκατόν (20%) επί του ποσού της καταβληθείσης αυτώ αποζημιώσεως εντός του αυτού χρονικού διαστήματος.
Άρθρο 43
1. Η υπό των διατάξεων του άρθρου 5 του Ν. 831/ 1978 “περί τροποποιήσεως των διατάξεων “περί συντάξεως των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων και άλλων τινών διατάξεων” συσταθείσα παρά τω Υπουργείω Εσωτερικών μία θέσις του κλάδου ΑΤ1 Διοικητικού επί βαθμώ Αναπληρωτού γενικού διευ- θυντού, μετατρέπεται εις θέσιν κλάδου Τεχνικών, παρά την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών.
2. Η πλήρωσις της θέσεως ενεργείται, άμα τη καθ` οιονδήποτε τρόπον κενώσει μιας των επί βαθμώ Αναπληρωτού Γενικού Δ/ντου θέσεων του Υπουργείου Εσωτερικών, διά προαγωγής υπαλλήλου, επί βαθμώ 2ω, του κλάδου ΑΤ τεχνικών του αυτού Υπουργείου κατά τας κειμένας διατάξεις.
3. Ο προαγόμενος εις την ανωτέρω θέσιν επικουρεί τον επί βαθμώ 1ω γενικόν διευθυντήν Τοπικής Αυτοδιοικήσεως του Υπουργείου Εσωτερικών εις τα καθήκοντά του.
Άρθρο 44
Δημόσιοι υπάλληλοι, θέσαντες υποψηφιότητα δια το αξίωμα του δημάρχου κατά τας γενικάς εκλογάς δημοτικών και κοινοτικών αρχών της 15ης Οκτωβρίου 1978 και μη εκλεγέντες, επανέρχονται, τη αιτήσει των, υποβαλλομένη εντός μηνός από της ισχύος του παρόντος, εις την εξής παρητήθησαν θέσιν.
Άρθρο 45
Τα τμήματα καθαριότητος, παιδικών εξοχών, προσωπικού, γενικών αποθηκών και Γ` νεκροταφείου του Δήμου Αθηναίων αποσπώμενα εκ των οικείων Δ/νσεων εις τας υπάγονται καθίστανται αυτοδικαίως από της ισχύος του παρόντος διευθύνσεις και προϊστανται του των υπάλληλοι του Δήμου των κλάδων ΑΤ1 επί βαθμοίς 3ω 2ω, αυξανομένων ισοπόσως των θέσεων του Δήμου Αθηναίων επί βαθμοίς. 3ω 2ω του κλάδου ΑΤ1.
Άρθρο 46
Εις την παράγραφον 1 εδάφιον δεύτερου του άρθρου 4 του υπύ άριθ. 197/1978 Π. Δ/τος και μετά την φράσιν “πλην του δημάρχου της πρωτεσούσης του νομού” προστίθεται ή φράσις “η του υπύ αυτού οριζομένου βοηθού δημάρχου”.
Άρθρο 47
1. Επιτρέπεται η απόσπασις εις τους Δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης μέχρι 5 υπαλλήλων τού Δημοσίου, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, των Δημοσίων Επιχειρήσεων και των Τραπεζών Ελλάδος, Εθνικής, Κτηματικής, Αγοτικής και της ΕΤΒΑ. Η απόσπασις ενεργείται μετ` αίτησιν του οικείου δήμου δι αποφάσεως του οικείου Υπουργού ή του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου ή του οικείου διοικητού της Τραπέζης. Οι αποσπώμενοι ασκούν καθήκοντα ειδικού συμβούλου και μισθοδοτούνται κανονικώς εκ της υπηρεσίας εξ ης αποσπώνται, λαμβάνουν δε επίπλεον εκ του δήμου ως έξοδα κινήσεως ποσόν καθοριζόμενον δια τη περί αποσπάσεως αποφάσεως. Τα έξοδα κινήσεως δεν δύνανται να υπερβούν το ήμισυ του βασικού των μισθού. Η εις τους δήμους υπηρεσία των λογίζεται ως υπηρεσία εις την εξ ης αποσπώνται. Η απόσπασις δε δύναται να διαρκέση πέρα των δύο (2) ετών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, αίρεται δε διαρκούσης της διετίας οικοθέν ή τη αιτήσει τον δημάρχου, υπό του εκδόσαντος την περί αποσπάσεως απόφασιν οργάνου.
2. Συνιστώνται εις μεν τον Δήμον Αθηναίων δύο (2) θέσεις, εις δε τους Δήμους Πειραιώς και Θεσσαλονίκης ανά μία (1) θέσις μετακλητών ειδικών συμβούλων επί βαθμώ και αποδοχαίς υπαλλήλου 2ου βαθμού και δύο (2) θέσεις μετακλητών υπαλλήλων εις έκαστον των ανωτέρω δήμων. Αι θέσεις των μετακλητών υπαλλήλων συνιστώνται διά τας υπηρεσίας τύπου και δημοσίων σχέσεων των ανωτέρω δήμων έπι βαθμώ και αποδοχαίς υπαλλήλου 4ου βαθμού. Η πρόσληψις και απόλυσις υπαλλήλων εις τας θέσεις αυτάς ενεργείται δι αποφάσεως του οικείου δημάρχου. Οι διοριζόμενοι εις τας ανωτέρω θέσεις δέον να είναι κάτοχοι πτυχίου ημεδαπού πανεπιστημίου ή ανωτάτα της σχολής ή ισοτίμου της αλλοδαπής.
Άρθρο 48
1. Οφειλαί πρός δήμους και κοινότητας υποχρέων εκ προσκυρωθεισών εκτάσεων λόγω εφαρμογής του σχεδίου πόλεως, βεβαιωιείσαι μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1975, ανεξαρτήτως γενομένου ή μη διακανονισμού της εξοφλήσεως αυτών εις δόσεις, απαλλάσσονται του νομίμου τόκου και πάσης άλλης προσαυξήσεως, εφύ όσον καταβληθούν εις τρείς ισοπόσους εξαμηνιαίας δόσεις οπό της ισχύος του παρόντος. Η ως άνω απαλλαγή χωρεί και εις τας περιπτώσεις οι τόκοι επεδικάσθησαν διά δικαστικής αποφάσεως.
2. Η μη εμπρόθεσμος καταβολή μιας εξαμηνιαίας δόσεως αποστερεί τον οφειλέτην του ευεργετήματος της απαλλαγής μόνον διά το ποσόν της δόσεως ταύτης.
3. Καταβληθέντες επί των ως άνω οφειλών τόκοι συμψηφίζονται εις το κεφάλαιον της οφειλής και κατ` ισομοιρίαν εις εκάστην των υπό της παρ. 1 οριζομένων διά την εξόφλησιν αυτής τριών εξαμηνιαίων δόσεων.
4. Τόκοι βεβαιωθέντες αυτοτελώς δι εξοφληθείσας ατόκως κατά το παρελθόν δόσεις των εν λόγω οφειλών διαγράφοντα: οίκοθεν υπό του οικείου ταμείου άμα τη καταβολή υπό του οφειλέτου της πρώτης εξαμηνιαίας δόσεως του κεφαλαίου της οφειλής του.
Άρθρο 49
Καταργούμεναι διατάξεις.
Από της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται αι διατάξεις :
α) τον άρθρου 5 παράγρ. 2 του νόμου 3185/1955 περι κέντρων διακοπών και παραθερισμόν αλλοδαπών εν Ελλάδι”,
β) των άρθρων β παράγρ. 2, Δ/τος 318/1969 “περι βεβαιώσεως και εισπράξεως των εσόδων των δήμων και κοινοτήτων. Επίσης και μόνον καθ` ο μέρος αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντός καταργούνται αι διατάξεις τον νόμου 339/1976, “περί επιβολής υπέρ δήμων και κοινοτήτων τέλους διαμονής παρεπιδημούντων, έπι των εκδιδομένων λογαριασμών και επί των λουομένων εις φυσικάς ιαματικάς πηγάς”, ως αντικατεστάθησαν υπό των διατάξεων του άρθρου 3 του νόμου 658/1977 “περί αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινων αφορωσών εις τας ξενοδοχειακάς επιχειρήσεις της Χώρας”, από μεν 1ης Ιανουαρίου 1981 αι αφορώσαι εις το τέλος έπι των εκδιδομένων λογαριασμών, από δε 1ης Ιανουαρίου 1982 αι αφορώσαι εις το Τέλος διαμονής παρεπιδημούντων.
Άρθρο 50
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιευσεώς τον εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν άλλως ορίζεται εν αύταις.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 20 Οκτωβρίου 1980
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ