Νόμος 1116 ΦΕΚ Α΄ 8/14.1.1981
Για την παροχή κινήτρων ενισχύσεως της περιφερειακής και οικονομικής αναπτύξεως της Χώρας και τη ρύθμιση συναφών θεμάτων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Ορισμοί-Γενικές Διατάξεις.

Άρθρον 1
Σκοπός του Νόμου. Κίνητρα.
Για το σκοπό της προωθήσεως των παραγωγικών επενδύσεων για την περιφερειακή και οικονομική ανάπτυξη δίνονται με το νόμο αυτό τα εξής κίνητρα:
α. Επιχορήγηση, δηλαδή καταβολή από το Δημόσιο μη επιστρεφόμενου χρηματικού ποσού για τη κάλυψη τμήματος της δαπάνης παραγωγικής επενδύσεως.
β. Επιδότηση επιτοκίου, δηλαδή κάλυψη από το Δημόσιο τμήματος επιβαρύνσεως από τόκους δανείων ή πιστώσεων που συνομολογούνται με τραπεζικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικούς οργανισμούς ή ομολογιακών δανείων, τα οποία εκδίδονται σε δημόσια εγγραφή.
γ. Αφορολόγητη έκπτωση, δηλαδή κράτηση από τα καθαρά κέρδη της επιχειρήσεως ποσού ίσου με ποσοστό της δαπάνης της επενδύσεως και διατήρησή του σε ειδικό λογαριασμό αποθεματικού.
δ. Πρόσθετη απόσβεση, δηλαδή η πέρα από την τακτική απόσβεση.

Άρθρον 2

1. Μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις αυτού του νόμου οι επιχειρήσεις που αναφέρονται παρακάτω, εφόσον πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις με σκοπό την ίδρυση, επέκταση, εκσυγχρονισμό ή τη μετεγκατάσταση μονάδων, ή για τους ειδικούς σκοπούς του άρθρου 7 αυτού του νόμου, σύμφωνα με τους όρους, τις προϋποθέσεις, τους περιορισμούς και τις διαδικασίες που προβλέπει:
α. Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις (βιομηχανικές και βιοτεχνικές), οι επιχειρήσεις παραγωγής ψύχους, οι επιχειρήσεις διαλογής και συσκευασίας οπωροκηπευτικών προϊόντων ως και οι επιχειρήσεις θερμοκηπίων υψηλής τεχνολογίας.
β. Οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου, και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεως λιγνιτωρυχείων, ως και οι λατομικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως μαρμάρων και σχιστολιθικών πλακών και βιομηχανικών ορυκτών.
γ. Οι επιχειρήσεις εφαρμοσμένης βιομηχανικής ή μεταλλευτικής έρευνας, ως και οι επιχειρήσεις που έχουν αντικείμενο δραστηριότητας τη μελέτη εκμεταλλεύσεως νέων πηγών ενέργειας και την εφαρμογή συστημάτων εξοικονομήσεως ενέργειας.
δ. Οι επιχειρήσεις που παράγουν και διαθέτουν σε τρίτους ενέργεια σε μορφή θερμού νερού, ατμού ή αερίου, εφόσον η ενέργεια αυτή παράγεται από πηγές ενέργειας εκτός από υδρογονάνθρακες.
ε. Οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις κάθε λειτουργικής μορφής.
στ. Οι επιχειρήσεις υγρών “καυσίμων και υγραερίων εφόσον πραγματοποιούν επενδύσεις για τη δημιουργία εγκαταστάσεων αποθηκεύσεως υγρών καυσίμων και υγραερίων σε απομακρυσμένες νησιωτικές περιοχές και έχουν την έδρα τους στο νομό που ανήκει το νησί. Με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου θα καθορισθούν οι απομακρυσμένες νησιωτικές περιοχές.

2. Οι διατάξεις αυτού του νόμου δεν εφαρμόζονται στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΟΤΕ) και στη Δημοσία Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ). Η εξαίρεση δεν αφορά τις θυγατρικές τους εταιρείες εφόσον περιλαμβάνονται σε μια από τις κατηγορίες επιχειρήσεων, οι οποίες αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.

Άρθρον 3
Έννοια παραγωγικής επενδύσεως.

1. Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου, ως παραγωγική επένδυση θεωρείται η ανέγερση ή η αγορά καινούργιων κτιριακών, αποθηκευτικών χώρων ή η δημιουργία άλλων εγκαταστάσεων, ως και η αγορά καινούργιων μηχανημάτων και οργάνων για την παραγωγή και την έρευνα και μεταφορικών μέσων ή άλλων καινούργιων πάγιων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες της επιχειρήσεως.

2. Δεν θεωρείται παραγωγική επένδυση η απόκτηση, με οποιοδήποτε τρόπο, επιβατικών αυτοκινήτων μέχρι και έξι (6) θέσεων, επίπλων και σκευών γραφείου ως και οικοπέδων.

Άρθρον 4
Περιοχές της Επικράτειας.

1. Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου η Επικράτεια διαιρείται στις ακόλουθες περιοχές, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 αυτού του άρθρου:
– Περιοχή Α, στην οποία περιλαμβάνεται ο Νομός Αττικής, εκτός από την Επαρχία Κυθήρων, το τμήμα του Νομού Κορινθίας που συνορεύει με το Νομό Αττικής και μέχρι τον Ισθμό, η Επαρχία Θεσσαλονίκης του Νομού Θεσσαλονίκης, εκτός από το τμήμα δυτικά του ποταμού Αξιού και εκτός από τη βιομηχανική περιοχή της ΕΤΒΑ.
– Περιοχή Β, στην οποία περιλαμβάνεται ο Νομός Κορινθίας, εκτός από το τμήμα που συνορεύει με το Νομό Αττικής και μέχρι τον Ισθμό και εκτός από τις περιφέρειες των τέως Δήμων Φενεού, Στυμφαλίας, Πελλήνης, και Νεμέας, ο Νομός Αχαϊας, εκτός από την Επαρχία Καλαβρύτων, ο Νομός Βοιωτίας, ο Νομός Ευβοίας, εκτός από το νησί Σκύρο, ο Νομός Μαγνησίας, εκτός από την Επαρχία Σκοπέλου, ο Νομός Λαρίσης, εκτός από την Επαρχία Ελασσόνος, ο Νομός Πιερίας, η Επαρχία Ημαθίας του Νομού Ημαθίας, η Επαρχία Γιαννιτσών του Νομού Πέλλης, ο Νομός Κιλκίς, εκτός από ζώνη είκοσι (2Ο) χιλιομέτρων από τα σύνορα, η Επαρχία Λαγκαδά, το τμήμα δυτικά του ποταμού Αξιού και η βιομηχανική περιοχή της ΕΤΒΑ του Νομού Θεσσαλονίκης, ο Νομός Χαλκιδικής, ο Νομός Φθιώτιδος, εκτός από την Επαρχία Δομοκού και η περιοχή του εγκεκριμένου κάθε φορά σχεδίου πόλεως Ηρακλείου Κρήτης.
– Περιοχή Γ, στην οποία περιλαμβάνεται η υπόλοιπη Χώρα και οι βιομηχανικές περιοχές της ΕΤΒΑ, που βρίσκονται στην περιοχή Β, εκτός από τη Βιομηχανική περιοχή της ΕΤΒΑ του Νομού Θεσσαλονίκης που υπάγεται στην περιοχή Β.

2. Κατ` εξαίρεση, οι περιφέρειες του Δήμου Λαυρεωτικής του Νομού Αττικής, το τμήμα του Νομού Κορινθίας που συνορεύει με το Νομό Αττικής και μέχρι τον Ισθμό, ως και η Επαρχία Θεσσαλονίκης του Νομού Θεσσαλονίκης, εκτός από το τμήμα δυτικά του ποταμού Αξιού και τη βιομηχανική περιοχή της ΕΤΒΑ, θεωρούνται περιοχή Β για τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων α, β, γ και δ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στις περιφέρειες αυτές κατά την έναρξη της ισχύος του για τις πραγματοποιούμενες παραγωγικές επενδύσεις για επέκταση και εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους, με τους περιορισμούς των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 12 και της παραγράφου 1 του άρθρου 16 αυτού του2 νόμου.

3. Επίσης, κατ` εξαίρεση, οι Επαρχίες Αιγιαλείας και Πατρών του Νομού Αχαϊας, οι Επαρχίες Ιστιαίας και Καρυστίας εκτός από το νησί Σκύρο του Νομού Ευβοίας, οι Επαρχίες Αλμυρού και Βόλου του Νομού Μαγνησίας, οι Επαρχίες Αγιάς, Λαρίσης, Τυρνάβου και Φαρσάλων του Νομού Λαρίσης, ο Νομός Πιερίας, η Επαρχία Ημαθίας του Νομού Ημαθίας, η Επαρχία Γιαννιτσών του Νομού Πέλλης, ο Νομός Κιλκίς εκτός από ζώνη είκοσι (20) χιλιομέτρων από τα σύνορα, ο Νομός Χαλκιδικής, οι Επαρχίες Λοκρίδος και Φθιώτιδος του Νομού Φθιώτιδος και η περιοχή του εγκεκριμένου κάθε φορά σχεδίου πόλεως Ηρακλείου Κρήτης, θεωρούνται περιοχή Γ για τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων α, β, γ και δ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, οι οποίες είναι εγκαταστημένες στις παραπάνω περιφέρειες κατά την έναρξη της ισχύος του για τις πραγματοποιούμενες παραγωγικές επενδύσεις, για επέκταση και εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους, με τους περιορισμούς των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 12 αυτού του νόμου.

4. Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, η Επικράτεια διαιρείται στις ακόλουθες περιοχές:
“Περιοχή Α`, στην οποία περιλαμβάνονται ο Νομός Αττικής, εκτός από τις Επαρχίες Τροιζηνίας, Υδρας, Αιγίνης, Κυθήρων και το νησί Σπέτσες, η Επαρχία Θεσσαλονίκης, ο Δήμος Κερκυραίων και οι Κοινότητες Αλεπούς, Εβροπούλων, Μοραϊτικων, Μπενιτσών, Στρογγυλής, Γαστουρίου, Κυνοπιαστών, Καναλίου και Λακώνων του νησιού Κέρκυρα και η περιοχή της πόλεως Ρόδου με γώνη βάθους 1Ο χιλιομέτρων από το Ενυδρείο της πόλεως”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 32 του Ν. 1160/1981, ΦΕΚ Α 147.
– Περιοχή Β, στην οποία περιλαμβάνονται οι Επαρχίες Τροιζηνίας, Υδρας, Αίγινας, το νησί Σπέτσες, οι Επαρχίες Χαλκίδος και Καρυστίας του Νομού Ευβοίας, οι Νομοί Κορινθίας, Αργολίδος, Αχαϊας, πλην της Επαρχίας Καλαβρύτων, οι Νομοί Βοιωτίας, Λαρίσης, Φθιώτιδος, Χαλκιδικής και Πιερίας, η Επαρχία Αλμυρού, οι Δήμοι Βόλου και Νέας Ιωνίας του Νομού Μαγνησίας, οι Επαρχίες Τεμένους και Πεδιάδος του Νομού Ηρακλείου, η Επαρχία Μιραμπέλλου του Νομού Λασιθίου και τα νησιά Σκιάθος και Μύκονος.
– Περιοχή Γ, στην οποία περιλαμβάνεται η υπόλοιπη Χώρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Επιχορήγηση επενδύσεων και επιδότηση επιτοκίου.

Άρθρον 5
Τρόπος παροχής επιχορηγήσεως και επιδοτήσεως επιτοκίου.

1. Η επιχορήγηση και η επιδότηση επιτοκίου, σύμφωνα με τα άρθρα 6 μέχρι και 9 αυτού του νόμου, χορηγούνται με απόφαση του Υπουργού Συντονισμού, με τη διαδικασία του άρθρου 12, τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 και τους όρους του άρθρου 11 αυτού του νόμου.

2. Με την απόφαση της παραπάνω παραγράφου ορίζονται τα ποσοστά της επιχορηγήσεως και της επιδοτήσεως επιτοκίου, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του Δημοσίου και του επενδυτή, οι συνέπειες της μη συμμορφώσεως του επενδυτή με τις υποχρεώσεις του, τα σχετικά με τον απαιτούμενο έλεγχο της επενδύσεως, ως και κάθε άλλος σχετικός όρος, Μεταβολή, με οποιοδήποτε τρόπο, των όρων της αποφάσεως επιτρέπεται μόνο ύστερα από συγκατάθεση του επενδυτή.

3. Η παραπάνω έγκριση, η οποία παρέχεται με την απόφαση του Υπουργού Συντονισμού, ισοδυναμεί με άδεια σκοπιμότητας για την πραγματοποίηση της επενδύσεως και υποκαθιστά την άδεια που απαιτείται από τις κείμενες διατάξεις.

4. Οι παραπάνω αποφάσεις του Υπουργού Συντονισμού δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από αυτές οι οποίες αφορούν σε παρατάσεις της ισχύος ή σε τροποποιήσεις αποφάσεων που έχουν εκδοθεί και δεν μεταβάλλουν το ποσόν των επιχορηγήσεων ή της επιδοτήσεως του επιτοκίου.

Άρθρον 6
Επιχορήγηση επενδύσεων.

1. Στις επιχειρήσεις του άρθρου 2, εκτός από τις ξενοδοχειακές στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 4 αυτού του άρθρου, μπορεί να δίνεται επιχορήγηση εφόσον πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις για ίδρυση, επέκταση ή εκσυγχρονισμό μονάδων στις περιοχές Β ή Γ αυτού του νόμου.

2. Η συνολική επιχορήγηση μπορεί να αποτελείται αθροιστικά από τη βασική επιχορήγηση και την επιχορήγηση για εγκατάσταση μέσα σε ζώνη και ορίζεται από τη Διοίκηση μέσα στα παρακάτω όρια, ανάλογα με τις επιδιώξεις και τους στόχους της πολιτικής περιφερειακής και οικονομικής αναπτύξεως:
α. Για δαπάνη παραγωγικής επενδύσεως, η οποία πραγματοποιείται στην περιοχή Β, η βασική επιχορήγηση μπορεί να φτάνει μέχρι το ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της δαπάνης για τις δραστηριότητες χαμηλής ενισχύσεως, μέχρι το ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της δαπάνης για τις δραστηριότητες μέσης ενισχύσεως και μέχρι το ποσό τριάντα τοις εκατό (30%) της δαπάνης για τις δραστηριότητες υψηλής ενισχύσεως. Για δαπάνη παραγωγικής επενδύσεως, η οποία πραγματοποιείται στην περιοχή Γ, η βασική επιχορήγηση μπορεί να φτάνει μέχρι το ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) της δαπάνης για τις δραστηριότητες χαμηλής ενισχύσεως, μέχρι το ποσό σαράντα πέντε τοις εκατό (45%) της δαπάνης για τις δραστηριότητες μέσης ενισχύσεως και μέχρι το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της δαπάνης για τις δραστηριότητες υψηλής ενισχύσεως. Για δαπάνη παραγωγικής επενδύσεως η οποία πραγματοποιείται στις περιοχές Β ή Γ από μεταλλευτικές επιχειρήσεις της περιπτώσεως β της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, η επιχορήγηση μπορεί να φτάνει μέχρι το ποσοστό σαράντα τοίς εκατό (40%) της δαπάνης.
β. Η επιχορήγηση για εγκατάσταση μέσα σε ζώνη μπορεί να φτάνει μέχρι το ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) της δαπάνης παραγωγικής επενδύσεως, εφόσον η επένδυση πραγματοποιείται μέσα σε βιομηχανικές περιοχές της ΕΤΒΑ ή περιοχές για τις οποίες εφαρμόζονται ειδικά προγράμματα περιφερειακής αναπτύξεως.

3. Με Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου ορίζονται, μέσα στα όρια της παρακάτω παραγράφου τα ανώτατα ποσοστά επιχορηγήσεων των επιχειρήσεων των περιπτώσεων α, β, γ, δ και στ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, κατά κλάδο ή δραστηριότητα και κατά νομό, επαρχία, ή βιομηχανική περιοχή ΕΤΒΑ στις περιοχές Β και Γ.

4. Στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις μπορεί να δίνεται επιχορήγηση εφόσον πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις στις περιοχές Β ή Γ της παραγράφου 4 του άρθρου 4 αυτού του νόμου. Η επιχορήγηση μπορεί να φτάνει μέχρι το ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της δαπάνης επενδύσεως στην περιοχή Β και τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) στην περιοχή Γ. Για τα παραδοσιακά ή διατηρητέα κτίσματα, η επιχορήγηση μπορεί να φτάνει μέχρι το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της δαπάνης της επενδύσεως για την αναπαλαίωση, αναστήλωση ή μετασκευή των κτισμάτων για τουριστική εκμετάλλευση, ανεξάρτητα από την περιοχή (Α, Β ή Γ) που βρίσκεται το κτίσμα.

5. Με πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου ορίζονται, μέσα στα όρια της παρακάτω παραγράφου, τα ανώτατα ποσοστά επιχορηγήσεων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων κατά νομό, επαρχία, δήμο, κοινότητα ή τουριστική ζώνη, ως και κατά είδος καταλύματος, μέγεθος μονάδας και κατηγορία ξενοδοχειακής επιχειρήσεως.

Άρθρον 7
Επιχορήγηση ειδικών επενδύσεων

1. Στις επιχειρήσεις του άρθρου 2 αυτού του νόμου, εκτός από τις ξενοδοχειακές στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 2 αυτού του άρθρου, δίνεται επιχορήγηση για δαπάνες επενδύσεων οι οποίες πραγματοποιούνται σε οποιαδήποτε περιοχή της Χώρας και οι οποίες αποσκοπούν:
α. Στην προστασία του περιβάλλοντος με τον περιορισμό της ρυπάνσεως του εδάφους, του υπεδάφους, των υδάτων και της ατμόσφαιρας.
β. Στη σημαντική εξοικονόμηση ηλεκτρικής ή άλλης ενέργειας, η οποία παράγεται με συμβατικά μέσα (στερεά, υγρά και αέρια καύσιμα), στην υποκατάσταση του πετρελαίου ή της ηλεκτρικής ενέργειας με στερεά καύσιμα ή απορρίμματα ή με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή με ανάκτηση απορριπτόμενης θερμότητας ή με γεωθερμία.
γ. Στην τεχνολογική ανάπτυξη με την ίδρυση νέων ή επέκταση υφιστάμενων εργαστηρίων εφαρμοσμένης βιομηχανικής ή μεταλλευτικής έρευνας, ως και με τη δημιουργία εγκαταστάσεων πρότυπης δοκιμαστικής παραγωγής.

2. Στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις δίνεται επιχορήγηση για δαπάνες επενδύσεων, οι οποίες πραγματοποιούνται με σκοπό την αντικατάσταση συστημάτων συμβατικών μέσων ενέργειας για θέρμανση ή κλιματισμό χώρων και θέρμανση νερού με συστήματα που χρησιμοποιούν την ηλιακή, αιολική ή γεωθερμική ενέργεια.

3. Στις περιπτώσεις των παραπάνω παραγράφων η επιχορήγηση μπορεί να φτάνει μέχρι το ποσοστό σαράντα τοις εκατό (4Ο %) της δαπάνης επενδύσεως ανεξάρτητα από την περιοχή εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως. Η επιχορήγηση για τις περιπτώσεις α και γ της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου δεν μπορεί να περάσει το ποσό των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών και για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις το ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών. Τα παραπάνω ποσά μπορεί να αναπροσαρμόζονται κάθε δύο χρόνια με απόφαση του Υπουργού Συντονισμού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η επιχορήγηση για την περίπτωση β της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου δίνεται μέχρι το ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) της δαπάνης επενδύσεως, ανάλογα με το βαθμό εξοικονομήσεως ενέργειας ή υποκαταστάσεως εισαγόμενων καυσίμων. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διατάξεως αυτής ορίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Συντονισμού και Βιομηχανίας και Ενεργείας, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Στην περίπτωση γ της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου μπορεί να δίνεται πρόσθετη επιχορήγηση που να καλύπτει ποσοστό μέχρι τριάντα τοις εκατό (30%) των δαπανών μισθοδοσίας, για τρία χρόνια από την πρόσληψή τους τριών το πολύ επιστημόνων, ειδικευμένων στο αντικείμενο της έρευνας, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίησή της.

5. Οι επιχορηγήσεις των περιπτώσεων α, β και γ της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου μπορεί να δίνονται σωρευτικά.

6. Στις περιπτώσεις που συντρέχουν, εκτός από τις προϋποθέσεις παροχής επιχορηγήσεων αυτού του άρθρου, και οι προϋποθέσεις παροχής επιχορηγήσεων με βάση το άρθρο 6 αυτού του νόμου, οι επιχειρήσεις δικαιούνται να επιλέξουν μεταξύ των επιχορηγήσεων αυτού του άρθρου και των επιχορηγήσεων του άρθρου 6, δεν δικαιούνται όμως να τις λάβουν σωρευτικά.

Άρθρον 8
Επιχορήγηση μετεγκαταστάσεως.

1. Στις επιχειρήσεις των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, που υπάρχουν κατά τη δημοσίευσή του και οι οποίες μεταφέρονται από τις περιοχές Α ή Β στη περιοχή Γ, δίνεται επιχορήγηση μετεγκαταστάσεως, εφόσον η τοποθεσία μετεγκαταστάσεώς τους απέχει σημαντικά από την παλιά τοποθεσία εγκαταστάσεώς τους και η νέα τοποθεσία εγκαταστάσεως βρίσκεται μέσα σε χώρο που κρίνεται κατάλληλος για βιομηχανική ανάπτυξη. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για βιομηχανικές ή μεταλλευτικές δραστηριότητες ή και για ανεξάρτητα τμήματα αυτών των επιχειρήσεων.

2. Η επιχορήγηση μπορεί να φτάνει για μεν τη μετεγκατάσταση από την περιοχή Α στην περιοχή Γ μέχρι ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), για δε τη μετεγκατάσταση από τη περιοχή Β στην περιοχή Γ μέχρι το ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%), της σχετικής δαπάνης μετεγκαταστάσεως.

3. Στις επιχειρήσεις των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, που είναι εγκαταστημένες κατά τη δημοσίευσή του στην περιοχή Α και εφόσον η πηγή της βασικής πρώτης ύλης που χρησιμοποιούν βρίσκεται στην περιοχή Β, δίνεται επιχορήγηση μετεγκαταστάσεως από την περιοχή Α στην περιοχή Β, με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου. Η ανωτέρω επιχορήγηση μπορεί να φτάνει μέχρι το ποσοστό τριάντα τοις εκατόν (30%) της δαπάνης μετεγκαταστάσεως.

4. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Συντονισμού και Βιομηχανίας και Ενεργείας, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται οι κατηγορίες των δαπανών μετεγκαταστάσεως που επιχορηγούνται, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ως και κάθε σχετική λεπτομέρεια.

Άρθρον 9
Επιδότηση επιτοκίου.

1. Στις επιχειρήσεις του άρθρου 2 αυτού του νόμου, εκτός από τις ξενοδοχειακές, τις οποίες αφορά η παράγραφος 4 αυτού του άρθρου, μπορεί να δίνεται επιδότηση επιτοκίου για την κάλυψη μέρους της επιβαρύνσεώς τους από τόκους συνομολογούμενων ομολογιακών δανείων, τα οποία εκδίδονται σε δημόσια εγγραφή σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 3746/1957 “περί ασφαλιστικών ρητρών, φορολογικών απαλλαγών και άλλων τινών διευκολύνσεων εις ομολογιακά δάνεια ή προνομιούχους μετοχάς εκδιδομένας δια παραγωγικούς σκοπούς”, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 31 του Ν. 542/1977 “περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων”, ή δανείων ή πιστώσεων χορηγούμενων από τράπεζες ή άλλους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων, οι οποίες πραγματοποιούνται στις περιοχές Β ή Γ αυτού του νόμου.

2. Τα ποσοστά επιδοτήσεως για τις περιπτώσεις α, γ και δ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου μπορεί να φτάνουν στην περιοχή Β μέχρι τριάντα τοις εκατό (30%) και στην περιοχή Γ μέχρι πενήντα τοις εκατό (50%) του συνομολογούμενου επιτοκίου των ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών δανείων ή πιστώσεων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.

3. Για τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις στις περιοχές Β ή Γ, η επιδότηση μπορεί να φτάνει μέχρι το ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) του συνομολογούμενου επιτοκίου των ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών δανείων ή πιστώσεων.

4. Για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις στις περιοχές Β ή Γ της παραγράφου 4 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, η επιδότηση επιτοκίου μπορεί να φτάνει μέχρι το ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) για την περιοχή Β και μέχρι πενήντα τοις εκατό (50%) για την περιοχή Γ του συνομολογούμενου επιτοκίου των ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών δανείων ή πιστώσεων. Για τα παραδοσιακά ή διατηρητέα κτίσματα, η επιδότηση επιτοκίου μπορεί να φτάνει μέχρι το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του συνομολογούμενου επιτοκίου των δανείων ή πιστώσεων για τη χρηματοδότηση αναπαλαιώσεως, αναστηλώσεως ή μετασκευής των κτισμάτων αυτών για τουριστική εκμετάλλευση, ανεξάρτητα από την περιοχή (Α, Β ή Γ) που βρίσκεται το κτίσμα.

5. Η επιδότηση επιτοκίου καλύπτει χρονική περίοδο μέχρι έξι χρόνια από τη συνομολόγηση του δανείου ή της πιστώσεως και μέχρι δέκα χρόνια από τη λήξη της προθεσμίας εγγραφής των ομολογιακών δανείων, τα οποία εκδίδονται σε δημόσια εγγραφή.

6. Με τις Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 6 αυτού του νόμου ορίζονται με τον ίδιο τρόπο και διαδικασία, μέσα στα όρια των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού και τα ανώτατα ποσοστά επιδοτήσεως επιτοκίου των επιχειρήσεων του άρθρου 2 αυτού του νόμου.

7. Τα ανώτατα ποσοστά επιδοτήσεως επιτοκίου, που προβλέπονται από το άρθρο 11 του Ν.Δ. 1312/1972, το άρθρο 8 του Ν. 289/1976 και το άρθρο 11/ του Ν. 849/1978, προσαυξάνονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) για τις επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες στην Ε περιοχή του άρθρου 1 του Ν. 289/1976 κατά τριάντα τοις εκατό (30%) για τις επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες στη Δ περιοχή του άρθρου 10 του Ν.Δ. 1312/1972, τόσο για τις επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις των ανωτέρω νόμων όσο και γι` αυτές που θα υπαχθούν. Τα ανωτέρω ποσοστά αυξήσεως μπορεί να τροποποιούνται με απόφαση του Υπουργού Συντονισμού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Τα ποσοστά επιδοτήσεως επιτοκίων που έχουν καθορισθεί με αποφάσεις του Υπουργού Συντονισμού και που έχουν εκδοθεί μέχρι της ενάρξεως ισχύος αυτού του νόμου, προσαυξάνονται κατά τα ανωτέρω ποσοστά, χωρίς να χρειάζεται η έκδοση τροποποιητικών αποφάσεων του Υπουργού Συντονισμού. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου ισχύουν από 1 Ιανουαρίου 1980 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1985.

Άρθρον 10
Προϋποθέσεις και περιορισμοί για την παροχή επιχορηγήσεως και επιδοτήσεως επιτοκίου.

1. Οι επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις επιτοκίου δίνονται με τις εξής προϋποθέσεις:
α. Η έναρξη της επενδύσεως ή της μετεγκαταστάσεως πρέπει να πραγματοποιηθεί μετά την υποβολή και παραλαβή από την αρμόδια Υπηρεσία της σχετικής αιτήσεως του άρθρου 12 αυτού του νόμου με όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Κατ` εξαίρεση η κτήση του οικοπέδου και η παραγγελία καινούργιου μηχανικού εξοπλισμού μπορεί να πραγματοποιηθεί και νωρίτερα.
β. Οι επιχειρήσεις που επιχορηγούνται ή επιδοτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου, εκτός από τις μεταλλευτικές, δεν επιτρέπεται να καλύπτουν με δάνεια και πιστώσεις ή και με επιχορηγήσεις, ποσοστό της συνολικής δαπάνης της επενδύσεως μεγαλύτερο από το εβδομήντα τοις εκατό (70%) για την Α περιοχή, εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) για την περιοχή Β και ογδόντα τοις εκατό (80%) για την Γ περιοχή. Για την αναπαλαίωση, αναστήλωση ή μετασκευή παραδοσιακών ή διατηρητέων κτισμάτων για τουριστική εκμετάλλευση, το ποσοστό αυτό ορίζεται σε ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) της δαπάνης, ανεξάρτητα από περιοχή.
γ. Οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις δεν επιτρέπεται να καλύπτουν συνολικά με δάνεια και πιστώσεις ή και με επιχορηγήσεις, ποσοστό της συνολικής δαπάνης της επενδύσεως μεγαλύτερο από το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%).

2. Τα παραπάνω ποσοστά υπολογίζονται στη συνολική αξία της παραγωγικής επενδύσεως, όπως ορίζεται με την εγκριτική απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 5 αυτού του νόμου, χωρίς να ληφθεί υπόψη ο περιορισμός της παραγράφου 5 αυτού του άρθρου. Στη συνολική αυτή αξία προστίθεται και η αξία του οικοπέδου, του απαραίτητου για τις ανάγκες της επιχειρήσεως.

3. Η αξία της επενδύσεως που επιχορηγείται ή επιδοτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου, πρέπει να φτάνει τουλάχιστον σε πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές στην περίπτωση ιδρύσεως επιχειρήσεων και σε τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές τουλάχιστον στις περιπτώσεις επεκτάσεως ή εκσυγχρονισμού επιχειρήσεων και των ειδικών επενδύσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 7 αυτού του νόμου, ως και για την αγορά τυποποιημένου βιοτεχνικού κτιρίου ή βιοτεχνικού εργαστηρίου σε πολυόροφο βιοτεχνικό κτίριο. Η αξία της επενδύσεως για την αναπαλαίωση ή μετασκευή παραδοσιακών ή διατηρητέων κτισμάτων για τουριστική εκμετάλλευση, ως και η δαπάνη μετεγκαταστάσεως των επιχειρήσεων των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, πρέπει να φτάνουν τουλάχιστον σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές.

4. Για τις επιχορηγήσεις επενδύσεων του άρθρου 6 αυτού του νόμου, απαιτείται να συντρέχουν οι εξής πρόσθετες προϋποθέσεις:
α. Με την επιχορηγούμενη επένδυση πρέπει να δημιουργούνται δέκα τουλάχιστο μόνιμες θέσεις, απασχολήσεως για τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων α (εκτός των θερμοκηπίων), β, γ και ε της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου. Κατ` εξαίρεση, για τις επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν εποχιακά, θεωρείται ως θέση μόνιμης απασχολήσεως η απασχόληση για τρεις τουλάχιστον μήνες το χρόνο. Για τον υπολογισμό της συνολικής επιχορηγήσεως κάθε επενδύσεως αναγνωρίζεται ως ανώτερο ποσό επενδύσεως για κάθε δημιουργούμενη νέα θέση μόνιμης απασχολήσεως, το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών για τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων α, β και δ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου. Στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, το αναγνωριζόμενο ανώτερο ποσό επενδύσεως για κάθε δημιουργούμενη νέα θέση μόνιμης απασχολήσεως ορίζεται σε τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές. Στην περίπτωση γ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 και για αναπαλαίωση, αναστήλωση ή μετασκευή παραδοσιακών, ή διατηρητέων κτισμάτων για τουριστική εκμετάλλευση, δεν ισχύουν οι περιορισμοί των θέσεων μόνιμης απασχολήσεως και του ποσού της επενδύσεως για κάθε θέση απασχολήσεως.
β. Για τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων των περιπτώσεων α, β, δ και ε της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου πρέπει η σχετική επένδυση να συμβάλει στη διατήρηση δέκα τουλάχιστο μόνιμων θέσεων απασχολήσεως. Η διατήρηση των θέσεων μόνιμης απασχολήσεως βεβαιώνεται από το Υπουργείο Εργασίας. Το αναγνωριζόμενο ανώτερο ποσό επενδύσεως για κάθε διατηρούμενη θέση μόνιμης απασχολήσεως ορίζεται σε δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές.

5. Για τον υπολογισμό του ποσού της επιχορηγήσεως των επενδύσεων, εκτός από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ως ανώτερη αξία των κάθε είδους κτιριακών εγκαταστάσεων αναγνωρίζεται το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) δραχμών για κάθε κυβικό μέτρο όγκου κατασκευής. Για τον υπολογισμό του συνολικού ποσού της επιχορηγήσεως των επενδύσεων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, αναγνωρίζεται ανώτερο ποσό επενδύσεων για κάθε κρεβάτι, ανάλογα με το είδος του καταλύματος και τη λειτουργική τάξη της επιχειρήσεως. Το ποσό αυτό ορίζεται και μπορεί να αναπροσαρμόζεται κάθε δύο χρόνια με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Συντονισμού και Προεδρίας της Κυβερνήσεως, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

6. Με αποφάσεις του Υπουργού Συντονισμού, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αναπροσαρμόζονται κάθε δύο χρόνια τα ποσά που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 ως και στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 αυτού του άρθρου.

Άρθρον 11
Όροι παροχής επιχορηγήσεως και επιδοτήσεως επιτοκίου.

1. Οι επιχειρήσεις στις οποίες δίνεται επιχορήγηση για επενδύσεις δεν δικαιούνται να δημιουργήσουν αφορολόγητη έκπτωση για τις επενδύσεις αυτές.

2. Στην επένδυση για ανανέωση πάγιων στοιχείων δεν μπορεί να δοθεί επιχορήγηση ή επιδότηση, με βάση τις διατάξεις αυτού του νόμου, εφόσον τα ανανεούμενα πάγια στοιχεία έχουν ήδη επιχορηγηθεί ή επιδοτηθεί με οποιοδήποτε τρόπο σύμφωνα με τις διατάξεις προηγούμενων νόμων ή αυτού του νόμου και εφόσον η επένδυση για την ανανέωση πραγματοποιείται πριν από τη συμπλήρωση μιας πενταετίας από την ολοκλήρωση της επενδύσεως που έχει επιχορηγηθεί ή επιδοτηθεί.

3. Επενδύσεις, οι οποίες επιχορηγούνται ή επιδοτούνται από άλλες πηγές δεν μπορεί να επιχορηγηθούν ή επιδοτηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου.

Άρθρον 12
Διαδικασία παροχής επιχορηγήσεων και επιδοτήσεως επιτοκίου.

1. Για να πάρουν επιχορήγηση ή επιδότηση επιτοκίου οι επιχειρήσεις πρέπει να υποβάλουν αίτηση που συνοδεύεται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά στην Υπηρεσία Ιδιωτικών Επενδύσεων ή μέσω των Τοπικών Υπηρεσιών Περιφερειακής Αναπτύξεως του Υπουργείου Συντονισμού. Ειδικά η αίτηση των επιχειρήσεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου πρέπει να υποβληθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1985.

2. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Βιομηχανίας και Ενεργείας, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται τα σχετικά με την αίτηση και τα δικαιολογητικά τα οποία τη συνοδεύουν, τα σχετικά με την τεχνικοοικονομική προμελέτη, ως και κάθε άλλη διαδικαστική ή άλλης φύσεως λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου.

3. Με απόφαση του Υπουργού Συντονισμού συνιστάται στο Υπουργείο Συντονισμού Γνωμοδοτική Επιτροπή, με τις εξής αρμοδιότητες:
α. Γνωμοδότηση σε θέματα που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη χάραξη της Κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα των ιδιωτικών επενδύσεων, μετά από εντολή του Υπουργού Συντονισμού.
β. Διαπίστωση της υπάρξεως, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση επενδύσεων, των προϋποθέσεων για την υπαγωγή της επενδύσεως, στις διατάξεις αυτού του νόμου.
γ. Αιτιολογημένη γνωμοδότηση στον Υπουργό Συντονισμού για τα οφέλη που προκύπτουν για την Οικονομία από την υπαγωγή κάθε περιπτώσεως επενδύσεως στις διατάξεις αυτού του νόμου, ως και για το ύψος της επιχορηγήσεως και επιδοτήσεως επιτοκίου σε κάθε περίπτωση.

4. Η Γνωμοδοτική Επιτροπή συγκροτείται από τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Συντονισμού ως Πρόεδρο και από τα εξής μέλη: Από ένα ανώτατο ή ανώτερο υπάλληλο των Υπουργείων:
(1) Συντονισμού
(2) Οικονομικών και
(3) Βιομηχανίας και ενεργείας,
(4) από έναν υπάλληλο της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ),
(5) από έναν υπάλληλο μια άλλης Τράπεζας Επενδύσεων,
(6) από έναν ανώτατο ή ανώτερο υπάλληλο του Υπουργείου Γεωργίας και
(7) της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΑΤΕ),
(8) από έναν ανώτατο ή ανώτερο τεχνικό υπάλληλο του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ),
(9) από ένα μέλος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών,
(10) του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων και
(11) του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών,
(12) από ένα πρόσωπο ειδικευμένο σε θέματα βιομηχανικών επενδύσεων,
(13) από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ιδιωτικών Επενδύσεων,
(14) από ένα ανώτατο ή ανώτερο υπάλληλο της Υπηρεσίας Περιφερειακής Πολιτικής και Αναπτύξεως του Υπουργείου Συντονισμού και
(15) από το Διευθυντή Πολιτιστικών Κτιρίων και Αναστηλώσεως Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών. Οι εκπρόσωποι του Υπουργείου Γεωργίας και της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος μετέχουν στη Γνωμοδοτική Επιτροπή όταν συζητούνται θέματα γεωργικών βιομηχανιών και ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού όταν συζητούνται θέματα τουριστικών επενδύσεων. Επίσης, ο εκπρόσωπος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων μετέχει στη Γνωμοδοτική Επιτροπή όταν συζητούνται θέματα μεταλλευτικών επενδύσεων. Τον Πρόεδρο όταν απουσιάζει κωλύεται ή λείπει αναπληρώνει ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Βιομηχανίας και Ενεργείας. Όταν απουσιάζουν και οι δύο, στη Γνωμοδοτική Επιτροπή προεδρεύει ο αρχαιότερος δημόσιος υπάλληλος. Στη Γνωμοδοτική Επιτροπή συμμετέχει χωρίς ψήφο ο Προϊστάμενος του Γραφείου Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Συντονισμού ή ένας από τους Παρέδρους, που υπηρετούν στο γραφείο αυτό. Με την ίδια Υπουργική απόφαση ορίζονται ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής, οι εισηγητές, ως και ο γραμματέας με το βοηθό του. Η Επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντες ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωματής του και τα μισά τουλάχιστο μέλη και αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Ως εισηγητές χωρίς ψήφο παρίστανται υπάλληλοι της Υπηρεσίας Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Συντονισμού ή άλλα πρόσωπα τα οποία καλούνται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής. Η Επιτροπή και η Υπηρεσία Ιδιωτικών Επενδύσεων μπορούν να ζητούν απόψεις διαφόρων αρμοδίων φορέων. Ο Πρόεδρος της Γνωμοδοτικής Επιτροπής δικαιούται να καλεί το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχειρήσεως για την παροχή διευκρινίσεων σχετικά με την προτεινόμενη επένδυση.

5. Με αποφάσεις του Υπουργού Συντονισμού ορίζεται η διαδικασία λειτουργίας της Γνωμοδοτικής Επιτροπής, ως και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

6. Με αποφάσεις του Υπουργού Συντονισμού και μετά από γνώμη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής αυτού του άρθρου μπορεί να συσταθούν:
α. Ειδικά επταμελή Τμήματα της Γνωμοδοτικής Επιτροπής στα οποία μεταβιβάζονται με τη συστατική απόφαση το σύνολο ή μέρος των αρμοδιοτήτων της Γνωμοδοτικής Επιτροπής που αναφέρονται στις περιπτώσεις β και γ της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου. Τα αντικείμενα των αρμοδιοτήτων που μπορεί να μεταβιβάζονται στα Τμήματα αυτά είναι οι επενδύσεις σε γεωργικές βιομηχανίες, οι επενδύσεις στον τουρισμό και οι ειδικές επενδύσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 7 αυτού του νόμου. Κάθε τμήμα απαρτίζεται τουλάχιστον από πέντε από τα τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής και συμπληρώνεται με άλλα πρόσωπα, ειδικευμένα σε θέματα της αρμοδιότητος του Τμήματος. Μέλη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής και οι αναπληρωτές τους ή άλλα πρόσωπα μπορεί να μετέχουν σε περισσότερα από ένα Τμήματα.
β. Επταμελείς Περιφερειακές Επιτροπές στις οποίες μπορεί να μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος των αρμοδιοτήτων της Γνωμοδοτικής Επιτροπής που αναφέρονται στις περιπτώσεις β και γ της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου, για επενδύσεις που πραγματοποιούνται μέσα σε ορισμένη περιφέρεια. Οι Περιφερειακές Επιτροπές συγκροτούνται από εκπροσώπους των αποκεντρωμένων Υπηρεσιών των Υπουργείων Συντονισμού, Οικονομικών, Βιομηχανίας και Ενεργείας και Γεωργίας και της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), από έναν εκπρόσωπο συλλογικού οργάνου παραγωγικής τάξεως και από ένα πρόσωπο ειδικευμένο σε θέματα επενδύσεων.
γ. Με τις ίδιες ή μεταγενέστερες αποφάσεις ορίζονται η διαδικασία λειτουργίας των παραπάνω Ειδικών Τμημάτων και Περιφερειακών Επιτροπών, οι πρόεδροι και οι αναπληρωτές τους, ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη, οι εισηγητές και οι γραμματείς με τους βοηθούς τους.

7. Η αμοιβή του Προέδρου των μελών, του Νομικού Συμβούλου και του Προέδρου, των εισηγητών και των γραμματέων των Επιτροπών και των Τμημάτων της Επιτροπής αυτού του άρθρου ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 754/1978, “περί ρυθμίσεως των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών, των υπαλλήλων των Ν.Π.Δ.Δ., ως και άλλων τινών συναφών διατάξεων”. Η προβλεπόμενη για κάθε οικονομικό έτος δαπάνη σε βάρος του Δημοσίου από την καταβολή των παραπάνω αμοιβών εγγράφεται στον Προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων.

Άρθρον 13
Καταβολή, έλεγχος και ανάκληση επιχορηγήσεων και επιδοτήσεως επιτοκίου.

1. Η καταβολή του ποσού της επιχορηγήσεως από το Δημόσιο πραγματοποιείται σε δόσεις, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών της επενδύσεως και μετά από έλεγχο και τη διαπίστωση από τα αρμόδια όργανα ότι ο επενδυτής συμμορφώθηκε με τους όρους και τις προϋποθέσεις της εγκριτικής πράξεως. Η τελευταία δόση, η οποία δεν πρέπει να είναι κατώτερη από ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της συνολικής επιχορηγήσεως, καταβάλλεται το αργότερο μέσα σ` ένα χρόνο από την ολοκλήρωση της επενδύσεως και μετά από επιτόπιο έλεγχο από τα αρμόδια όργανα, για να διαπιστωθεί η εκμετάλλευση του έργου και η συμμόρφωση του δικαιούχου με τους όρους και τις προϋποθέσεις της εγκριτικής πράξεως.

2. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορίζονται η διαδικασία καταβολής της επιχορηγήσεως και της επιδοτήσεως του επιτοκίου, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και τα αρμόδια όργανα ελέγχου.

3. Η προβλεπόμενη για κάθε οικονομικό έτος δαπάνη σε βάρος του Δημοσίου από την καταβολή επιχορηγήσεων και επιδοτήσεως επιτοκίου αυτού του νόμου εγγράφεται στον Προϋπολογισμό των Δημοσίων Επενδύσεων.

4. Εφόσον διαπιστωθεί ότι υπάρχουν παραλείψεις ή ότι ο δικαιούχος δεν συμμορφώθηκε με τους όρους των εγκριτικών Υπουργικών αποφάσεων, με απόφαση του Υπουργού Συντονισμού, μετά από γνώμη της αρμόδιας κατά περίπτωση Επιτροπής του άρθρου 12 αυτού του νόμου, δεν καταβάλλεται η τελευταία δόση της επιχορηγήσεως και οι υπολειπόμενες δόσεις της επιδοτήσεως επιτοκίου. Με την ίδια διαδικασία η απόφαση για την παροχή επιχορηγήσεως ή επιδοτήσεως επιτοκίου μπορεί να ανακληθεί και να διαταχθεί η ολική ή μερική επιστροφή του ποσού της επιχορηγήσεως και επιδοτήσεως του επιτοκίου που έχει καταβληθεί. Για την είσπραξη του παραπάνω ποσού εφαρμόζεται η νομοθεσία για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Οι σχετικές αποδείξεις καταβολής από το Δημόσιο της επιχορηγήσεως και επιδοτήσεως του επιτοκίου αποτελούν τίτλο για τη βεβαίωση του χρέους από το Δημόσιο Ταμείο. Για την είσπραξη των οφειλών προς το Δημόσιο εφαρμόζεται αναλογικά και η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του Ν. 542/1977 “περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων”, η εφαρμογή της οποίας επεκτείνεται και στους διαχειριστές προσωπικών εταιρειών, εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και συνεταιρισμών ως και στους εκκαθαριστές νομικών προσώπων.

Άρθρον 14
Φορολογική μεταχείριση των επιχορηγήσεων και των επιδοτήσεων επιτοκίου

1. Οι επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις επιτοκίου, που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις αυτού του νόμου απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος, τέλος χαρτοσήμου ή δικαίωμα και κάθε άλλη επιβάρυνση σε όφελος του Δημοσίου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή οποιουδήποτε τρίτου.

2. Το ποσό επιδοτήσεως επιτοκίου που εισπράττει η επιχείρηση, μειώνει το ποσό των χρεωστικών τόκων, που αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως για να υπολογισθούν τα καθαρά κέρδη που φορολογούνται.

3. Το ποσό επιχορηγήσεως που εισπράττει η επιχείρηση, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 7 αυτού του νόμου, μειώνει το ποσό των δαπανών μισθοδοσίας, που αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως για να υπολογισθούν τα καθαρά κέρδη που φορολογούνται.

Άρθρον 15
Διαιτησία.
Διαφορές που μπορεί να δημιουργηθούν μεταξύ του Δημοσίου και του επενδυτή, οι οποίες αναφέρονται στην ερμηνεία ή στα ενδεχόμενα κενά της εγκριτικής πράξεως λύνονται με διαιτησία που ορίζεται στην πράξη αυτή, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις που ισχύουν για τις διαιτησίες του Δημοσίου. Ο διαιτητής του Δημοσίου ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών, μετά από πρόταση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Φορολογικά Κίνητρα.

Άρθρον 16
Αφορολόγητες εκπτώσεις.

1. Βιομηχανικές, βιοτεχνικές και μεταλλευτικές επιχειρήσεις εγκαταστημένες μέχρι τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην περιοχή Α της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, που θα πραγματοποιήσουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1985 νέες παραγωγικές επενδύσεις για την επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους, μέσα στον εργοστασιακό τους χώρο, δικαιούνται να εκπέσουν από τα καθαρά κέρδη τους ποσοστό είκοσι τοις εκατό (2Ο%) της αξίας των δαπανών, που πραγματοποιούνται για τις επενδύσεις αυτές, εφόσον δεν αυξάνεται σημαντικά το προσωπικό που απασχολείται σ` αυτές και εφόσον λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά σχετικές διατάξεις. Το ποσό της εκπτώσεως σε κάθε διαχειριστική περίοδο δεν μπορεί να περάσει το ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) των κερδών όπως ορίζονται στο άρθρο 17 αυτού του νόμου.

2. Βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στην περιοχή Β της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, που θα πραγματοποιήσουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1985 νέες παραγωγικές επενδύσεις, δικαιούνται να εκπέσουν από τα καθαρά κέρδη τους ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας των δαπανών που πραγματοποιούνται για τις επενδύσεις αυτές και εφ` όσον λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά σχετικές διατάξεις. Το ποσοστό αυτό δικαιούνται να εκπέσουν από τα καθαρά κέρδη τους και οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, που θα πραγματοποιήσουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1985 παραγωγικές επενδύσεις για επέκταση και εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους. Το ποσό της εκπτώσεως σε κάθε διαχειριστική περίοδο, δεν μπορεί να περάσει το ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) των κερδών, όπως ορίζονται στο άρθρο 17 αυτού του νόμου.

3. Βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στην περιοχή Γ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, που θα πραγματοποιήσουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1985 νέες παραγωγικές επενδύσεις, δικαιούνται να εκπέσουν από τα καθαρά κέρδη τους, ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) της αξίας των δαπανών, που πραγματοποιούνται για τις επενδύσεις αυτές. Το ποσοστό αυτό δικαιούνται να εκπέσουν από τα καθαρά κέρδη τους και οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, που θα πραγματοποιήσουν από την έναρξη ισχύος του μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1985 παραγωγικές επενδύσεις για επέκταση και εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους ως και οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στις περιοχές Β ή Γ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, που θα πραγματοποιήσουν από την έναρξη της ισχύος του μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1985 νέες παραγωγικές επενδύσεις στις περιοχές Β ή Γ. Το ποσό της εκπτώσεως σε κάθε διαχειριστική χρήση δεν μπορεί να περάσει το ποσοστό ενενήντα τοις εκατό (90%) των κερδών, όπως ορίζονται στο άρθρο 17 αυτού του νόμου.

4. Βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις εγκαταστημένες στις περιοχές Α ή Β, που πραγματοποιούν νέες παραγωγικές επενδύσεις στην περιοχή Γ, ως και μεταλλευτικές επιχειρήσεις εγκαταστημένες στην περιοχή Α, που πραγματοποιούν νέες παραγωγικές επενδύσεις στις περιοχές Β ή Γ και μεταλλευτικές επιχειρήσεις εγκαταστημένες στην περιοχή Β που πραγματοποιούν νέες παραγωγικές επενδύσεις στην περιοχή Γ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αυτού του νόμου από την έναρξη ισχύος του μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1985, δικαιούνται με τις ίδιες προϋποθέσεις να πραγματοποιούν τις εκπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 αυτού του άρθρου από τα καθαρά κέρδη τους, που προκύπτουν στην Α ή Β περιοχή, ανάλογα με την περίπτωση, εφόσον:
α) Πραγματοποιούν νέες παραγωγικές επενδύσεις στη βιομηχανία και βιοτεχνία στην περιοχή Γ ή στα μεταλλεία στις περιοχές Β ή Γ, ή (β) μετέχουν με ποσό τουλάχιστο πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών στην ίδρυση ή στην επέκταση υφιστάμενης βιομηχανικής ή βιοτεχνικής επιχειρήσεως στην περιοχή Γ ή μεταλλευτικής επιχειρήσεως στις περιοχές Β ή Γ. Η αφορολόγητη έκπτωση, που πραγματοποιεί η επιχείρηση της περιοχής Α ή Β υπολογίζεται στην αξία της επενδύσεως που αναλογεί με βάση το ποσοστό της συμμετοχής της και με το ποσοστό που αντιστοιχεί στην περιοχή που πραγματοποιείται η επένδυση και δεν μπορεί να περάσει το ποσό του κεφαλαίου που εισφέρει. Για την αξία της επενδύσεως αυτής δεν δικαιούται να πραγματοποιήσει αφορολόγητη έκπτωση και η επιχείρηση η εγκαταστημένη στην περιοχή όπου πραγματοποιείται η επένδυση.

5. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και στις γεωργικές βιομηχανικές ή βιοτεχνικές επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες στην περιοχή Α και πραγματοποιούν νέες παραγωγικές επενδύσεις στη γεωργική βιομηχανία ή βιοτεχνία στην περιοχή Β της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αυτού του νόμου η οποία χρησιμοποιεί πρώτη ύλη που παράγεται στην περιοχή Β.

Άρθρον 17
Προϋποθέσεις πραγματοποιήσεως αφορολόγητων εκπτώσεων.

1. Οι εκπτώσεις του άρθρου 16 πραγματοποιούνται με τις εξής προϋποθέσεις:
α. Πραγματοποιούνται από τα καθαρά κέρδη που δηλώνονται με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος και προέρχονται από τις βιομηχανικές, βιοτεχνικές και μεταλλευτικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων μετά την αφαίρεση των κρατήσεων για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των κερδών που πράγματι διανέμονται από την ανώνυμη εταιρεία ή το συνεταιρισμό ως και των απολήψεων στις περιπτώσεις προσωπικών εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης ή ατομικών επιχειρήσεων.
β. Πραγματοποιούνται από τα κέρδη της διαχειριστικής χρήσεως που έκανε η επένδυση. Αν δεν πραγματοποιηθούν κέρδη στη διαχειριστική αυτή χρήση ή αυτά που υπάρχουν δεν επαρκούν η έκπτωση πραγματοποιείται από τα κέρδη των αμέσως επόμενων στη σειρά διαχειριστικών χρήσεων, μέχρι να καλυφθούν τα ποσοστά της αξίας των επενδύσεων, που ορίζονται στο άρθρο 16 και πάντως όχι μετά την 31 Δεκεμβρίου 199Ο.
γ. Εμφανίζονται σε χωριστούς λογαριασμούς των βιβλίων της επιχειρήσεως.
δ. Η επιχείρηση τηρεί βιβλία τετάρτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων.

2. Για τις βιοτεχνικές επιχειρήσεις, που τηρούν βιβλία πρώτης, δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, οι εκπτώσεις από τα καθαρά κέρδη, που πραγματοποιούνται μόνο από τα καθαρά κέρδη, που δηλώνονται με την αρχική δήλωση και μετά την αφαίρεση των απολήψεων.

3. Στις περιπτώσεις επιχειρήσεων με περισσότερες δραστηριότητες, οι εκπτώσεις πραγματοποιούνται από τα κέρδη που προέρχονται από τις βιομηχανικές, βιοτεχνικές και μεταλλευτικές δραστηριότητές τους. Αν δεν είναι δυνατός ο λογιστικός διαχωρισμός των κερδών αυτών γίνεται επιμερισμός του συνόλου των κερδών της επιχειρήσεως με βάση τα ακαθάριστα έσοδα κάθε δραστηριότητας.

4. Οι διατάξεις της περιπτώσεως α της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και στις αφορολόγητες κρατήσεις που προβλέπονται από τα Ν.Δ. 1078/1971 Ν.Δ. 1313/1972 και Ν.Δ. 331/1974 και τους Ν. 289/1976 και Ν. 849/1978. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις που εκκρεμούν στις Φορολογικές Αρχές, τα Διοικητικά Δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Άρθρον 18
Φορολογία των εκπτώσεων.

1. Η έκπτωση, που έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 16 αυτού του νόμου προστίθεται στα κέρδη της επιχειρήσεως και φορολογείται, στη διαχειριστική χρήση: α. Που τα βιβλία της επιχειρήσεως θα κριθούν ανειλικρινή, για το ποσό της εκπτώσεως που πραγματοποιήθηκε στη χρήση αυτή.
β. Που θα γίνει διανομή ή ανάληψη της εκπτώσεως με οποιοδήποτε τρόπο, για το ποσό που θα διανεμηθεί ή θα αναληφθεί.
γ. Που πωλήθηκαν τα πάγια περιουσιακά στοιχεία, εφόσον η πώληση έγινε πριν να περάσουν πέντε χρόνια από το χρόνο που αγοράσθηκαν τα στοιχεία αυτά, για το ποσό που η έκπτωση αντιστοιχεί στην αξία των πάγιων αυτών στοιχείων.
Η διάταξη του παραπάνω εδαφίου δεν εφαρμόζεται αν η επιχείρηση αντικαταστήσει τα στοιχεία που πωλήθηκαν το αργότερο μέσα σε έξι μήνες από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, που έγινε η πώληση, με νέα πάγια στοιχεία ίσης τουλάχιστον αξίας, τα οποία συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 αυτού του νόμου.
δ. Που διαλύεται η ατομική επιχείρηση ή η εταιρεία, λόγω θανάτου του επιχειρηματία ή μέλους της εταιρείας.

2. Κατ` εξαίρεση ή έκπτωση που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 16 αυτού του νόμου φορολογείται:
α. Σε περίπτωση αποχωρήσεως εταίρου, στο όνομά του, στο χρόνο της αποχωρήσεώς του και για το ποσό που αναλογεί σ` αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρεία.
β. Σε περίπτωση μεταβιβάσεως εταιρικής μερίδας, στο όνομα του μεταβιβάζοντος, στο χρόνο της μεταβιβάσεως και για το ποσό που αναλογεί σ` αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρεία.
γ. Σε περίπτωση αναλήψεως της εκπτώσεως από εταίρο στο όνομα του αναλαμβάνοντος, στο χρόνο της αναλήψεως και για το ποσό που αναλαμβάνεται απ` αυτόν.
δ. Σε περίπτωση θανάτου ενός εταίρου και εφόσον η εταιρεία συνεχίζεται μόνιμα μόνο μεταξύ των λοιπών εταίρων, στο όνομα του κληρονομούμενου στο χρόνο του θανάτου και για το ποσό που αναλογεί σ` αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρεία.

3. Οι διατάξεις της περιπτώσεως δ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 αυτού άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και στις αφορολόγητες κρατήσεις που γίνονται με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ. 4002/1959, του Α.Ν. 147/1967 του Ν.Δ. 1078/1971, του Ν.Δ. 1313/1972 του Ν.Δ. 331/1974 του Ν. 289/1976 και του Ν. 849/1978. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις που εκκρεμούν στις Φορολογικές Αρχές τα Διοικητικά Δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Άρθρον 19
Αφορολόγητες εκπτώσεις ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.
Στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στις περιοχές Α Β ή Γ της παραγράφου 4 του άρθρου 4 αυτού του νόμου εφαρμόζονται αναλογικά δια τις επενδύσεις που πραγματοποιούν σ` αυτές τις περιοχές, οι διατάξεις των άρθρων 16 μέχρι και 18 αυτού του νόμου, χωρίς τους περιορισμούς που αναφέρονται στην αύξηση του προσωπικού. Στις περιπτώσεις αυτές η αφορολόγητη έκπτωση πραγματοποιείται από τα κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου και κυλικείου.

Άρθρον 20
Πρόσθετη απόσβεση.

1. Οι συντελεστές των τακτικών αποσβέσεων, που ισχύουν κάθε φορά των πάγιων περιουσιακών στοιχείων των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων που αποκτούν οι επιχειρήσεις από την 1 Ιανουαρίου 1981, προσαυξάνονται με τα εξής ποσοστά, ανάλογα με την περιοχή στην οποία πραγματοποιείται η επένδυση και τις βάρδιες εργασίας:
Περιοχή α. βάρδια β. βάρδια γ. βάρδια Α – 25% 50% Β 25% 50% 75% Γ 50% 100% 150% Τα παραπάνω πρόσθετα ποσοστά αποσβέσεων που αφορούν την περιοχή Β εφαρμόζονται και για τις επιχειρήσεις της παραγράφου 2, τα δε πρόσθετα ποσοστά που αφορούν την περιοχή Γ εφαρμόζονται και για τις επιχειρήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου. Για τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις τις εγκαταστημένες στην περιοχή Α εφαρμόζονται τα πρόσθετα ποσοστά της περιοχής Α και για τις εγκαταστημένες στις περιοχές Β και Γ τα πρόσθετα ποσοστά της περιοχής Γ.

2. Για την εφαρμογή της παραπάνω παραγράφου απαιτείται απασχόληση στη δεύτερη βάρδια αριθμού εργατών που αναλογεί σε μέσο ετήσιο ποσοστό τουλάχιστον εξήντα τοις εκατό (60%) αυτών που απασχολούνται στην πρώτη βάρδια και εφόσον απασχολείται και τρίτη βάρδια απαιτείται συνολικά στη δεύτερη και τρίτη βάρδια απασχόληση αριθμού εργατών που αναλογεί σε μέσο ετήσιο ποσοστό τουλάχιστον ενενήντα τοις εκατό (90%) αυτών που απασχολούνται στην πρώτη βάρδια.

3. Οι συντελεστές των τακτικών αποσβέσεων, που ισχύουν κάθε φορά των πάγιων περιουσιακών στοιχείων που αποκτούν οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις από την 1 Ιανουαρίου 1981, προσαυξάνονται με τα εξής ποσοστά ανάλογα με την περιοχή της παραγράφου 4 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, στην οποία πραγματοποιείται η επένδυση: Περιοχή Πρόσθετη απόσβεση Α 25% Β 50% Γ 100%

4. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου ισχύουν μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1990.

5. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν.Δ. 1078/1971 “περί λήψεως φορολογικών και άλλων τινών μέτρων προς ενίσχυσιν της Περιφερειακής Αναπτύξεως” και του άρθρου 5 του Ν.Δ. 1313/1972 “περί μέτρων ενισχύσεως της Τουριστικής Αναπτύξεως” εφαρμόζονται στα περιουσιακά στοιχεία που αποκτούν οι επιχειρήσεις μέχρι 31 Δεκεμβρίου 198Ο Από την 1 Ιανουαρίου 1983 και μετά, τα πρόσθετα ποσοστά αποσβέσεων αυτού του άρθρου εφαρμόζονται και στα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1980 εφόσον τα στοιχεία αυτά δεν έχουν αποσβεσθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1982.
β. Οι τακτικές και πρόσθετες αποσβέσεις που εκπίπτονται από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως υπολογίζονται στην αξία κτήσεως των πάγιων περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως αφού αφαιρεθούν τα ποσά των επιχορηγήσεων που πήρε η επιχείρηση, με βάση τις διατάξεις αυτού του νόμου, για την απόκτηση των παραπάνω πάγιων περιουσιακών στοιχείων.

Άρθρον 21
Δικαιολογητικά ελέγχου επενδύσεων.
Με απόφαση των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορίζονται τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβληθούν από τον επενδυτή, τα απαραίτητα για τον έλεγχο της επενδύσεως στοιχεία και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των άρθρων 16 μέχρι και 2Ο αυτού του νόμου.

Άρθρον 22
Μεταβατικές διατάξεις.

1. Μετά τη δημοσίευση αυτού του νόμου χορηγείται άτοκη δανειακή ενίσχυση ή επιδότηση επιτοκίου ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών δανείων ή πιστώσεων ή κάλυψη μέρους της δαπάνης ανεγέρσεως βιομηχανοστασίων και λοιπών κτιριακών εγκαταστάσεων σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Ν.Δ. 1312/1972 “περί νέων μέτρων προς ενίσχυσιν της Περιφερειακής Αναπτύξεως” και του Ν. 849/1978 “περί παροχής κινήτρων δια την ενίσχυσιν της περιφερειακής και οικονομικής αναπτύξεως της Χώρας” μόνο εφόσον η σχετική αίτηση έχει υποβληθεί από τον επενδυτή πριν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου. Επίσης, μετά τη δημοσίευση αυτού του νόμου χορηγούνται οι ενισχύσεις που προβλέπει ο Ν. 289/1976 “περί παροχής κινήτρων δια την ανάπτυξιν παραμεθορίων περιοχών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων” και το άρθρο 21 του Ν. 849/ 1978 για τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, μόνο εφόσον η σχετική αίτηση έχει υποβληθεί από τον επενδυτή πριν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου. Από τη δημοσίευση αυτού του νόμου δεν υπάγονται νέες επενδύσεις στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 1313/ 1972, ούτε εγκρίνονται αιτήσεις που εκκρεμούν.

2. Επενδύσεις που έχουν υπαχθεί ή θα υπαχθούν, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παράγραφο 1 αυτού του άρθρου στις διατάξεις του Ν.Δ. 1313/1972 ή του Ν.Δ. 1313/1972 ή των νόμων 289/1976 και 849/1978, εξακολουθούν να κρίνονται και να διέπονται από τις διατάξεις των νόμων αυτών, με την επιφύλαξη της παραγράφου 7 αυτού του άρθρου. Με τις ίδιες αυτές διατάξεις κρίνεται και κάθε τροποποίηση των σχετικών εγκριτικών πράξεων. Δεν επιτρέπεται όπως μεταβολή του ύψους της επενδύσεως, με σκοπό την αύξηση των ενισχύσεων, μεγαλύτερη από πενήντα τοις εκατό (50%) εκείνου της αρχικής εγκρίσεως.

3. Επενδύσεις που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις των νόμων που αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο 2 αυτού του άρθρου μπορεί να υπαχθούν στις διατάξεις αυτού του νόμου, εφόσον δεν έγινε έναρξη της επενδύσεως μέχρι 31 Μαΐου 1980 και συντρέχουν οι προϋποθέσεις και οι όροι αυτού του νόμου.

4. Επιχειρήσεις, που άρχισαν να πραγματοποιούν επενδύσεις από την 1 Ιουνίου 198Ο και μέχρι τη δημοσίευση αυτού του νόμου, χωρίς να έχουν υπαχθεί ή να έχουν υποβάλλει αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις των νόμων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις αυτού του νόμου, εφόσον συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του νόμου αυτού.

5. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 3 και 4 αυτού του άρθρου οι επιχειρήσεις πρέπει να υποβάλλουν, μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τη δημοσίευση αυτού του νόμου, δήλωση για την υπαγωγή τους στις διατάξεις του με τα απαραίτητα δικαιολογητικά, σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου αυτού, στην Υπηρεσία Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Συντονισμού.

6. Από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου όλες αι αρμοδιότητες της Επιτροπής του άρθρου 8 του Ν. 849/1978 μεταβιβάζονται στις Επιτροπές που προβλέπει το άρθρο 12 αυτού του νόμου.

7. Επενδύσεις, που άρχισαν να πραγματοποιούνται με το καθεστώς του Ν.Δ. 1078/1971, Ν.Δ. 1313/1972 και Ν. 849/1978 και ανεξάρτητα αν ολοκληρώθηκαν ή όχι μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1980, υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 1 μέχρι και 4 του Ν.Δ. 1078/1971 των άρθρων 1 μέχρι και 4 του Ν.Δ. 1313/1972 και των παραγράφων 1 μέχρι και 3 του άρθρου 2, των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρθρου 3 και των παραγράφων 1 μέχρι και 6 του άρθρου 6 του Ν. 849/1978, κατά περίπτωση, για το ποσό που δαπανήθηκε μέχρι 31 Δεκεμβρίου 198Ο και στις διατάξεις αυτού του νόμου για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1 Ιανουαρίου 1981 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1985.

8. Οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν.Δ. 108Ο/1971 “περί καταργήσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών περί φόρου κύκλου εργασιών” και του άρθρου 6 του Ν. 289/1976, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις που ορίζονται απ` αυτές και είναι εγκαταστημένες, μεταφέρονται ή ιδρύονται στις περιοχές που προβλέπονται από τις παραπάνω διατάξεις, μέχρι την έναρξη εφαρμογής του φόρου στην προστιθέμενη αξία.

9. Οι διατάξεις του άρθρου 16 του Ν.Δ. 1312/1972 και του άρθρου 12 του Ν.Δ. 1313/1972, όπως ισχύουν, εξακολουθούν να εφαρμόζονται, για το χρόνο που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές και που είναι εγκαταστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται σ6τις περιοχές που προβλέπονται από τις παραπάνω διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Συμπληρωματικές και τροποποιητικές διατάξεις.

Άρθρον 23
Εγγραφή υποθήκης σε όφελος του Ελληνικού Δημοσίου

1. Η εγγραφή υποθήκης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 9 του Ν. 849/1978, σε όφελος του Ελληνικού Δημοσίου σε ακίνητο ιδιοκτησίας του επενδυτή ή τρίτου που την παρέχει σε όφελος του επενδυτή γίνεται κατά τις ακόλουθες διακρίσεις: α. Αν η υποθήκη εγγράφεται στο ακίνητο στο οποίο πραγματοποιείται ή πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επένδυση, η αξία του ακινήτου και των υφισταμένων σ` αυτό κάθε φύσεως εγκαταστάσεων δεν χρειάζεται να καλύπτει στο χρόνο εγγραφής της υποθήκης το ποσό της δανειακής ενισχύσεως του Δημοσίου. Κάλυψη του ποσού της δανειακής ενισχύσεως, αυξημένου κατά ποσοστό 10%, πρέπει να υπάρχει μετά την ολοκλήρωση της επενδύσεως. Η αξία του ακινήτου και των κάθε φύσεως εγκαταστάσεων που υπάρχουν σ` αυτό διαπιστώνεται στο χρόνο που γίνεται η εκτίμηση και από την αξία αυτού αφαιρούνται τα υφιστάμενα προηγουμένως εμπράγματα βάρη. Αν μετά την ολοκλήρωση της επενδύσεως διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει η ανωτέρω κάλυψη, εγγράφεται συμπληρωματική υποθήκη σε άλλο ακίνητο του επενδυτή ή τρίτου και αναστέλλεται η καταβολή της τελευταίας δόσεως της δανειακής ενισχύσεως. Αν ο επενδυτής ή ο τρίτος δεν προσφέρει συμπληρωματική υποθήκη μέσα σε εξάμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την κοινοποίηση της σχετικής πράξεως εκτιμήσεως ο Υπουργός Συντονισμού υποχρεούται να ματαιώσει οριστικά την καταβολή της τελευταίας δόσεως και να περιορίσει το ποσό της δανειακής ενισχύσεως μέχρι το ύψος που καλύπτει η υποθήκη που έχει εγγραφεί, εκτός αν μετά από γνώμη της Επιτροπής του άρθρου 8 του Ν. 849/1978 κρίνει ότι πρέπει να ανακαλέσει ολόκληρη ή μέρος της δανειακής ενισχύσεως που καταβλήθηκε. Τα ποσά που ακυρώνονται, σύμφωνα με τ` ανωτέρω, γίνονται αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και εισπράττονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων.
β. Αν η υποθήκη εγγράφεται σε ακίνητα ιδιοκτησίας του επενδυτή, διαφορετικό από το ακίνητο στο οποίο πραγματοποιείται ή πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επένδυση ή σε ακίνητο τρίτου, η αξία του ακινήτου και των υφισταμένων σ` αυτό κάθε φύσεως εγκαταστάσεων πρέπει να καλύπτει στο χρόνο εγγραφής της υποθήκης, το ποσό της δανειακής ενισχύσεως αυξημένο κατά ποσοστό 1Ο%, μετά τον υπολογισμό και των υφισταμένων εμπραγμάτων βαρών.
γ. Αν για την εγγραφή υποθήκης προσφέρεται το ακίνητο στο οποίο πραγματοποιείται ή πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επένδυση και συγχρόνως άλλο ακίνητο ιδιοκτησίας του επενδυτή ή τρίτου, η υποθήκη εγγράφεται στο πρώτο, για το τμήμα που καλύπτεται από την αξία του ακινήτου και των εγκαταστάσεων που υπάρχουν σ` αυτό, αφού υπολογισθούν και τα υφιστάμενα εμπράγματα βάρη, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του εδαφίου α αυτού του άρθρου και για το υπόλοιπο η υποθήκη εγγράφεται συμπληρωματικά στο δεύτερο.

2. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται για την εγγραφή υποθήκης και στις περιπτώσεις που έχουν ήδη υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 849/1978.

3. Για επενδύσεις, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος πραγματοποιείται σε χώρους (χερσαίους, παραθαλάσσιους, θαλάσσιους) που ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο και έχουν παραχωρηθεί για χρήση στον επενδυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 522/1968 “περί παραχωρήσεως προς εκμετάλλευσιν θαλασσίων περιοχών και άλλων τινών συναφών διατάξεων”, δεν χρειάζεται εγγραφή υποθήκης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 9 του Ν. 849/1978, για την εξασφάλιση του χορηγούμενου άτοκου δανείου, με την προϋπόθεση ότι η αξία των εγκαταστάσεων που θα ανεγερθούν ή θα δημιουργηθούν στον παραπάνω χώρο θα καλύπτει το ποσό της δανειακής ενισχύσεως. Αν η αξία της επενδύσεως υπολείπεται του παραπάνω ποσού η υποθήκη που προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 9 του Ν. 849/ 1978 παρέχεται για το υπόλοιπο.

Άρθρον 24
Αντικατάσταση και τροποποίηση διατάξεων των Ν. 849/1978 και Ν. 289/1976.

1. Η περίπτωση γ της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του Ν. 849/1978 αντικαθίσταται ως εξής: “γ. Επιχειρήσεις πραγματοποιούσαι επενδύσεις εις τας περιφερείας της παραγράφου 2 του άρθρου 5 τυγχάνουν ενισχύσεως μέχρις εξ (6) ποσοστιαίων μονάδων. Ειδικώς η ενίσχυσις αύτη παρέχεται υπό τας προϋποθέσεις και κατά την διαδικασίαν του Ν. 289/1976”.

2. Η περίπτωση β της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του Ν. 849/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
“β. Η ενίσχυσις εις τας περιοχάς της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του παρόντος ως και του άρθρου 1 του Ν. 289/1976 δύναται να αυξηθεί κατά δύο (2) εκατοστιαίας μονάδας, εφ` όσον η επένδυσις πραγματοποιείται εντός βιομηχανικής περιοχής της Ελληνικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), υπό τας προϋποθέσεις και κατά την διαδικασίαν του Ν. 289/1976 και κατά δύο (2) εκατοστιαίας μονάδας εφ` όσον η επένδυσις πραγματοποιείται εις τας νήσους της περιοχής Ε. Οι ενισχύσεις επιτοκίου προκειμένου περί επενδύσεων εις βιομηχανικάς περιοχάς και νήσους της περιοχής Ε δεν δύναται να δοθούν σωρευτικώς”.

3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 11 του Ν. 849/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
“6. Αι διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του Ν.Δ. 1312/1972 εφαρμόζονται αναλόγως και επί της ενισχύσεως της παρεχομένης υπό του παρόντος άρθρου πλήν των περιπτώσεων γ της παραγράφου 2 και β της παραγράφου 3 αυτού”.

4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 21 του Ν. 849/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Ανώνυμοι ναυτιλιακαί εταιρείαι ή εταιρείαι περιωρισμένης ευθύνης ή ναυτικαί εταιρείαι προβλεπόμεναι υπό του Ν. 959/1979 ευρείας μετοχικής βάσεως, υφιστάμεναι ή ιδρυόμεναι στην περιοχήν Ε, των οποίων το μετοχικόν ή εταιρικόν κεφάλαιον απαρτίζεται τουλάχιστον κατά ποσοστόν ογδοήκοντα επί τοις εκατόν (80%) από εισφοράς των μονίμων κατοίκων ή εγγεγραμμένων εις τα οικεία δημοτολόγια της Ε περιοχής ή των Δήμων και Κοινοτήτων και των γεωργικών συνεταιρισμών της περιοχής ταύτης και εφ` όσον το κατά μέτοχον ή εταίρον (ή πλειόνων προσώπων συνδεομένων δια συγγενικού βαθμού μέχρι δευτέρου βαθμού ή συζύγων) μερίδιον δεν υπερβαίνει ποσοστόν πέντε επί τοις εκατόν (5%) προκειμένου δε περί Δήμων και Κοινοτήτων και γεωργικών συνεταιρισμών συνολικώς μέχρις είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25%), επί του συνόλου των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων κατά περίπτωσιν, δύναται εφ` όσον πραγματοποιούν παραγωγικάς επενδύσεις εις πλοία ή ετέρας παγίας εγκαταστάσεις εξυπηρετούσας τας ανάγκας των επιχειρήσεων να υπαχθούν εις τας διατάξεις των άρθρων 2, 8 και 9 του Ν. 289/1976 ως ούτος τροποποιείται δια του παρόντος νόμου, υπό τους κάτωθι όρους και προϋποθέσεις:
α. Αι μετοχαί των εταιρειών τούτων θα είναι ονομαστικαί.
β. Τα πλοία των εταιρειών τούτων θα εξυπηρετούν επί δεκαετίαν τουλάχιστον από της ενάρξεως των πλόων τας συγκοινωνιακάςανάγκας της περιοχής ένθα η έδρα της εταιρείας, ήτις δέον να ευρίσκεται εντός της Ε περιοχής.
γ. Αι εταιρείαι θα έχουν λάβει τας υπό της κειμένης νομοθεσίας προβλεπομένας αδείας σκοπιμότητος και δρομολογήσεως του υπαγομένου πλοίου το οποίον, δέον εφ` όσον χρόνον αύται απολαμβάνουν των προνομίων του παρόντος νόμου, να είναι υπό Ελληνικήν σημαίαν”.

5. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν. 849/1978 εφαρμόζονται και για την επιδότηση επιτοκίου ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών δανείων ή πιστώσεων για την πραγματοποίηση επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 11 του ίδιου νόμου.

6. Η διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 11 του Ν. 849/1978 εφαρμόζεται και στις επιδοτήσεις των επιτοκίων, οι οποίες χορηγούνται με το άρθρο 8 του Ν. 289/1976.

7. Από την παράγραφο 1 του άρθρου 1Ο του Ν. 289/1976, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, απαλείφεται η φράση “ήτις δέον να λάβηχώραν το αργότερον μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1980”.

8. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων αυτού του άρθρου, πλην της παραγράφου 6, ισχύουν αφότου ίσχυσε ο Ν. 849/1978.

9. Το άρθρο 7 του Ν. 289/1976 αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 7. Κάλυψις δαπάνης κτιριακών εγκαταστάσεων. Εις τας επιχειρήσεις τας υπαγομένας εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου, εξαιρέσει των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και πραγματοποιούσας από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1984 νέας επενδύσεις εις την περιοχήν Ε` παρέχεται υπό του Δημοσίου ενίσχυσις δια την κάλυψιν μέρους της δαπάνης ανεγέρσεως των βιομηχανοστασίων και λοιπών κτιριακών εγκαταστάσεων των εξυπηρετουσών τας ανάγκας της επιχειρήσεως. Η ενίσχυσις αύτη δύναται να ανέρχηται έως τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40%) της δαπάνης ανεγέρσεως των κτιριακών εγκαταστάσεων και δεν δύναται να υπερβή εν πάση περιπτώσει το ποσόν των τετρακοσίων (400) δραχμών κατά κυβικόν μέτρον”.

Άρθρον 25
Χρηματοδότηση προγραμμάτων επαγγελματικής καταρτίσεως και επιμορφώσεως εργατικού δυναμικού.
Σημ.: όπως το άρθρο 25 διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 25 παρ. 7 του Ν. 1262/1982.

1. Προγράμματα επαγγελματικής γενικά καταρτίσεως και επιμορφώσεως εργατικού δυναμικού, που εφαρμόζονται από Νομικά πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, ιδιωτικές επιχειρήσεις ή ομίλους τους, μετά από έγκριση του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) και που είναι σύμφωνα με τις προϋποθέσεις συνδρομής του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, μπορεί να χρηματοδοτούνται με ποσοστό μέχρι και τριάντα τοις εκατό (30%) από τον Ο.Α.Ε.Δ., ο οποίος εγγυάται και την καλή εκτέλεσή τους. Το ποσοστό χρηματοδότησης μπορεί να φτάνει μέχρι και σαράντα πέντε τοις εκατό σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και επιμόρφωσης εργατικού δυναμικού, που εφαρμόζονται από επιχειρήσεις, οι οποίες για λόγους ουσιαστικών αλλαγών στη ζήτηση των προϊόντων τους ή σημαντικών καινοτομιών, πραγματοποιούν αναδιάρθρωση που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τις θέσεις εργασίας και τις ειδικότητες του προσωπικού τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 1836/1989 (ΦΕΚ Α 89).

2. Οι όροι και οι προϋποθέσεις εγκρίσεως των προγραμμάτων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, τα σχετικά με την εποπτεία των προγραμμάτων αυτών, η ποσοστιαία συμμετοχή του Ο.Α.Ε.Δ. στις δαπάνες τους τα δικαιολογητικά των δαπανών αυτών κατά απόκλιση από τις διατάξεις του Δημοσίου Λογιστικού, καθώς και κάθε άλλης συναφής λεπτομέρεια ορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας που εκδίδονται ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ .
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 του Ν. 1360/1983 (Α 65).

3. Τα ποσά που καταβάλλονται από τον Ο.Α.Ε.Δ. σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, αποδίδονται σ` αυτόν από το Δημόσιο δια του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, μέσα στον επόμενο χρόνο το αργότερο από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης από τον Ο.Α.Ε.Δ.

Άρθρον 26
Κανονισμός λειτουργίας Βιομηχανικών Περιοχών ΕΤΒΑ.
Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν. 4458/1965 “περί Βιομηχανικών Περιοχών” αντικαθίσταται ως εξής:
“Η ΕΤΒΑ ή τα εν παραγράφω 3 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου καθοριζόμενα νομικά πρόσωπα υποχρεούνται όπως υποβάλουν εις το Υπουργείον Βιομηχανίας και Ενεργείας Κανονισμόν ρυθμίζοντα τα της λειτουργίας των ιδρυομένων ή ιδρυθησομένων Βιομηχανικών Περιοχών. Ο Κανονισμός ούτος εγκρίνεται δι` αποφάσεως του Υπουργού Βιομηχανίας και Ενεργείας δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Κατά την αυτήν διαδικασίαν τροποποιούνται οι ανωτέρω Κανονισμοί ως και οι ισχύοντες μέχρι σήμερον Κανονισμοί των εν λειτουργία Βιομηχανικών Περιοχών. Ο καταρτιζόμενος υπό των νομικών προσώπων της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου Κανονισμός υποβάλλεται προς έγκρισιν μετά γνώμην επιτροπής της ΕΤΒΑ αποτελουμένης εκ του Διοικητού και των Υποδιοικητών αυτής”.

Άρθρον 27
Δίκτυα Βιομηχανικών Περιοχών.
Η κατασκευή, η συντήρηση, η λειτουργία, η διοίκηση και η εκμετάλλευση των δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως ομβρίων και ακάθαρτων υδάτων και του οδικού δικτύου όλων των εκτός σχεδίου πόλεως βιομηχανικών περιοχών της ΕΤΒΑ, που βρίσκονται σε λειτουργία, ή που θα ιδρυθούν και θα λειτουργήσουν στο μέλλον ανατίθεται αποκλειστικά στην Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), εφόσον τα συστήματα αυτά είναι αυτοτελή και ανεξάρτητα προς τα αντίστοιχα των οικείων ΟΤΑ και δεν υπάγονται στην ρύθμιση των νόμων 775/1978 και 890/1979.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο τρίτο, παρ. 3 της από 31.7.1980 Π.Ν.Π., η οποία κυρώθηκε με το Ν.1133/1981 (Α` 54).

Άρθρον 28
Εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3743/1929 και Ν. 1998/1952 στην ΕΤΒΑ.

1. Οι διατάξεις του Ν. 3743/1929 “περί των εις τη Εθνικήν Κτηματικήν Τράπεζαν της Ελλάδος παραχωρουμένων υποθηκών επί ακινήτων εν ταις Νέαις Χώραις” και του Ν. 1998/1952 “περί επεκτάσεως της ισχύος των διατάξεων του Ν. 3743/1929 και επί ακινήτων κειμένων εις περιφερείας υποθηκοφυλακείων, ων τα αρχεία κατεστράφησαν εκ πολεμικών γεγονότων”, όπως ισχύουν κάθε φορά εφαρμόζονται και στα δάνεια που χορηγεί η ΕΤΒΑ.

2. Για την ΕΤΒΑ, η δήλωση, που προβλέπεται από την παράγραφο δ του άρθρου 2 του Ν. 3743/1929 κοινοποιείται, αν μεν υπάρχει κατάστημα της Τράπεζας αυτής στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου όπου βρίσκεται το ακίνητο, στο κατάστημα αυτό, αν δε δεν υπάρχει, στο Κεντρικό της κατάστημα στην Αθήνα.

3. Οι διατάξεις του Ν. 3743/1929 και Ν. 1998/1952 εφαρμόζονται ανάλογα και στην αγορά από την ΕΤΒΑ ακινήτων που προορίζονται για την οργάνωση βιομηχανικών περιοχών και ισχύουν για όλη την Επικράτεια.

Άρθρον 29
Απλούστευση διαδικασίας εκδόσεως αδειών σκοπιμότητας, εγκαταστάσεως και λειτουργίας βιομηχανιών ή βιοτεχνιών.
Με Προεδρικά Διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Βιομηχανίας και Ενεργείας, μετά από γνώμη του Συμβουλίου Βιομηχανίας και Βιοτεχνίας, μπορεί να απλουστεύονται οι διαδικασίες που αναφέρονται στην έκδοση αδειών σκοπιμότητος, εγκαταστάσεως και λειτουργίας για την ίδρυση, επέκταση ή διαρρύθμιση βιομηχανιών ή βιοτεχνιών, ως και των κάθε φύσεως μηχανολογικών εγκαταστάσεων και αποθηκών. Με τα Διατάγματα αυτά μπορεί να συγχωνεύονται οι παραπάνω άδειες, να καταργούνται γενικά ή για ορισμένες περιοχές μερικές από τις άδειες αυτές για ορισμένες ή για όλες τις κατηγορίες βιομηχανιών, βιοτεχνιών και εγκαταστάσεων, να καταργούνται ή μεταβάλλονται τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για την έκδοσή τους, οι σχετικές προθεσμίες και οι συνέπειες παρελεύσεώς τους, να ορίζονται τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Βιομηχανίας και Ενεργείας για την έκδοση των παραπάνω αδειών και να ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια.

Άρθρον 30
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 21 του Ν. 1262/1982 (Α` 70).

1. Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ. 1 του άρθρου 52 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ Α 206). Διόρθ.Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α` 6/30-1-1992.

2.Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ. 1 του άρθρου 52 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ Α 206). Διόρθ.Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α` 6/30-1-1992.

3.Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ. 1 του άρθρου 52 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ Α 206). Διόρθ.Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α` 6/30-1-1992.

4.Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ. 1 του άρθρου 52 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ Α 206). Διόρθ.Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α` 6/30-1-1992.

5.Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ. 1 του άρθρου 52 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ Α 206). Διόρθ.Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α` 6/30-1-1992.

6.Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ. 1 του άρθρου 52 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ Α 206). Διόρθ.Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α` 6/30-1-1992.

7. Κυρώνεται αφ` ότου εκδόθηκε και αποκτά από τότε ισχύ νόμου η παρ. 2 της υπ` αριθ. 1624/17 Ιουλίου 1981 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής “περί τροποποιήσεως της υπ` αριθ. 1399/1980 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής” η οποία εκυρώθη με το Ν. 1116/1981 άρθρο 30 για το Εργοστάσιο Πετροχημικών η οποία έχει ως εξής:
“2) Εγκρίνεται, μέχρι της νομοθετικής κύρωσης της απόφασης αυτής της Οικονομικής Επιτροπής, η χρηματοδότηση της Εταιρείας “ΠΕΤΡΟΧΗΜΙΚΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.” από μια Ελληνική Τράπεζα με τη εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και με επιδότηση των τόκων του δανείου από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών εκτέλεσης των έργων.
Οι τόκοι των δανείων μέχρι ύψους δανείου 750.000.000 δραχ θα βαρύνουν εξ ολοκλήρου τις Πιστώσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Ο φορέας του έργου, μετά τη λήψη του παραπάνου ποσού από το Ελληνικό Δημόσιο με τη μορφή του άτοκου δανείου, υποχρεούται να επιστρέψει το ποσό τούτο στην Τράπεζα για εξόφληση του δανείου, οι δε τόκοι θα καταβληθούν από το Δημόσιο βάσει βεβαίωσης της οικείας Τράπεζας”.

8. Εγκρίνεται το σχήμα χρηματοδότησης του επενδυτικού προγράμματος της Α.Ε. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΙΔΗΡΟΚΡΑΜΑΤΑ για την επέκταση του μεταλλουργικού συγκροτήματος παραγωγής συμπυκνώματος χρωμίτου στο Βούρινο Κοζάνης – Γρεβενών και την κατασκευή μεταλλουργικής μονάδας σιδηροχρωμίου στην περιοχή ΤΣΙΓΓΕΛΙ ΠΛΑΤΑΝΟΥ Νομού Μαγνησίας, το οποίο έχει ως εξής:
δολ Η.Π.Α
α) Μετοχικό Κεφάλαιο 20.000.000
β) Άτοκο Δάνειο που θα χορηγήσει το Δημόσιο 12.000.000
γ) Συμμετοχή Δημοσίου σε έργα υποδομής με επιχορήγηση (GRAΝT) 5.000.000
δ) Φιλανδικές εξαγωγικές πιστώσεις 24.050.000
ε) Φινλαδικά δάνεια 4.250.000 _____________
65.300.000 = = = = = = = =

9. Το άτοκο δάνειο του Δημοσίου θα εξοφληθεί από το φορέα της επένδυσης σε 7 ετήσιες δόσεις το άθροισμα των οποίων θα ισούται με το ποσό των δραχμών που ο φορέας εισέπραξε κατά τη σταδιακή καταβολή του δανείου. Η έναρξη καταβολής της πρώτης δόσης θα γίνει τον τέταρτο χρόνο μετά την έναρξη λειτουργίας της μεταλλουργικής μονάδας. Το άτοκο δάνειο του Δημοσίου χορηγείται χωρίς την παροχή εμπράγματης ασφάλειας από την Α.Ε. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΙΔΗΡΟΚΡΑΜΑΤΑ. Εμπράγματη ασφάλεια θα δοθεί προς το Δημόσιο μόνον όταν και από τη στιγμή που θα δοθεί τέτοια ασφάλεια σε άλλους πιστωτές. Οπωσδήποτε η εμπράγματη ασφάλεια του Δημοσίου θα ακολουθεί πάντοτε εκείνη των άλλων πιστωτών.
Η συμμετοχή του Δημοσίου στα έργα υποδομής θα πραγματοποιηθεί με την καταβολή του παραπάνω ποσού της επένδυσης, στον φορέα της επένδυσης ο οποίος θα εκτελέσει αυτά μέσα στα πλαίσια του προγράμματος όλου του έργου.
Η χορήγηση από το Δημόσιο του άτοκου δανείου των 12.000.000 δολ. ΗΠΑ καθώς και η επιχορήγηση (GRANT) του ποσού των 5.000 δολ. ΗΠΑ για την συμμετοχή του στα έργα υποδομής θα γίνει ως εξής:
Χρόνος Ατοκο Δάνειο Επιχ/ση (GRANT) 1981 5.394.000 4.770.000 1982 6.606.000 221.000
Το σε δραχμές ισότιμο των παραπάνω ποσών θα βαρύνει το πρόγραμμα των Δημοσίων Επενδύσεων.

10. Εγκρίνεται η παροχή από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος εγγυήσεων προς την εις HELSINKI Φινλανδίας δανείστρια εταιρία OUTOKUMPU OY υπέρ της Α.Ε. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΙΔΗΡΟΚΡΑΜΑΤΑ ύψους μέχρι δολλαρίων ΗΠΑ 28.300.000.

11. Εγκρίνεται η παροχή από το Ελληνικό Δημόσιο αντεγγυήσεως προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προς κάλυψη της εγγυήσεως που θα δώσει αυτή σύμφωνα με την παράγραφο δέκα (10). Η αντεγγύηση θα παύσει να ισχύει με την χορήγηση προς την Α.Ε. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΙΔΗΡΟΚΡΑΜΑΤΑ των ποσών που προβλέπονται από την παράγραφο 8 από το Δημόσιο.

12. Δεν θίγεται η ισχύς του άρθρου 30 του Ν. 1116/1981 για όσο χρόνο ίσχυσε ο νόμος αυτός.

13. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Συντονισμού δημοσιευομένη στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης”.

Άρθρον 31
Κωδικοποίηση αναπτυξιακών νόμων και νομοθεσίας δημοσίων επενδύσεων.

1. Με Προεδρικά Διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργικών Συνονισμού και Οικονομικών επιτρέπεται η κωδικοποίηση σε ενιαία κείμενα με τους τίτλους “περί λήψεως γενικών μέτρων δια την υποβοήθησιν της αναπτύξεως της οικονομίας της Χώρας”, “περί παροχής κινήτρων δια την ανάπτυξιν παραμεθορίων περιοχών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”, “περί παροχής κινήτρων δια την ενίσχυσιν της περιφερειακής και οικονομικής αναπτύξεως της Χώρας”, “περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιρειών”, “περί νέων μέτρων προς ενίσχυχιν της περιφερειακής αναπτύξεως”, “περί μέτρων ενισχύσεως της τουριστικής αναπτύξεως”, “περί παροχής φορολογικών κινήτρων δια την συγχώνευσιν ή μετρατοπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων”, των διατάξεων του Ν.Δ. 4171/1961, του Ν. 289/ 1976, του Ν. 849/1978, του Α.Ν. 89/1967 και των Ν.Δ. 1078/1971, Ν.Δ. 1297/1972, Ν.Δ. 1312/1972, Ν.Δ. 1313/1972, των διατάξεων που συμπληρώνουν ή τροποποιούν άμεσα ή έμμεσα τις διατάξεις αυτές, των συναφών διατάξεων, ως και των διατάξεων αυτού του νόμου. Στην ανωτέρω κωδικοποίηση επιτρέπεται η μεταβολή της σειράς των άρθρων, των παραγράφων και εδαφίων, η διαγραφή, σύμπτυξη και κάθε αναγκαία φραστική μεταβολή χωρίς να αλλοιώνεται η έννοια των διατάξεων που ισχύουν, ως και η απάλειψη μεταβατικών διατάξεων που δεν ισχύουν.

2. Επίσης με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών επιτρέπεται η κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο των κειμένων διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για τις δημόσιες επενδύσεις. Στην ανωτέρω κωδικοποίηση επιτρέπεται η μεταβολή της σειράς των άρθρων, των παραγράφων και εδαφίων, η διαγραφή, σύμπτυξη και κάθε αναγκαία φραστική μεταβολή χωρίς να αλλοιώνεται η έννοια των διατάξεων που ισχύουν ως και η απάλειψη μεταβατικών διατάξεων που δεν ισχύουν.

Άρθρον 32
Δημοσίευση εγκριτικών πράξεων.
Όλες οι πράξεις κανονιστικού ή ατομικού περιεχομένου πλην των Προεδρικών Διαταγμάτων και οι συμβάσεις που αναφέρονται σε αναπτυξιακούς νόμους, δημοσιεύονται σε ειδικό τεύχος της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως με τον τίτλο “Τεύχος Αναπτυξιακών Πράξεων και Συμβάσεων”.

Άρθρον 33
Έναρξη προθεσμίας διαμαρτυρικού.

1. Ο χρόνος ενάρξεως της προθεσμίας συντάξεως διαμαρτυρικού στην περίπτωση μη πληρωμής συναλλαγματικών ή γραμματίων εις διαταγήν πληρωτέων στην Ελλάδα, που βρίσκονται νόμιμα εις χείρας των Τραπεζών της Επαρχίας Αλμυρού και της Κοινότητος Αγχιάλου του Νομού Μαγνησίας ορίζεται ως εξής:
Για τίτλους λήξεως από 10.7.1980 μέχρι 15.8.1980 η 31.10.1980.
Για τίτλους λήξεως από 16.8.1980 μέχρι 10.9.1980 η 15.11.1980. Για τίτλους λήξεως από 11.9.1980 μέχρι 30.9.1980 η 30.11.1980.

2. Από την οριζόμενη στους τίτλους λήξη και μέχρις εξοφλήσεως των οφείλεται τόκος 14% για κάθε χρόνο.

3. Η ισχύς της διατάξεως αυτού του άρθρου αρχίζει από την 10 Ιουλίου 1980.

Άρθρον 34
Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός αν διαφορετικά ορίζεται σ` αυτόν.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 07 Ιανουαρίου 1981

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ