Νόμος 1127 ΦΕΚ Α΄32/10.2.1981
Περί κυρώσεως της εις Λονδίνον την 6ην Μαϊου 1969 υπογραφείσης Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προστασίαν της Αρχαιολογικής κληρονομίας.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν

Άρθρον πρώτον
Κυρούται και έχει ισχύν νόμου ή εις Λονδίνον την 6ην Μαϊου 1969 υπογραφείσα Ευρωπαϊκή Σύμβασις διά την προστασίαν της Αρχαιολογικής κληρονομίας, της οποίας το κείμενον εις πρωτότυπον εις την Γαλλικήν γλώσσαν και εις μετάφρασιν εις την Ελληνικήν έχει ως ακολούθως:
ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ (Υιοθετηθείσα εν Λονδίνω 6 Μαϊου 1969) Τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, ως υπογράφονται, θεωρούνται ότι ο σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η επίτευξιςμεγαλυτέραςενότητος μεταξύ των Μελών του διά τον σκοπόν, ιδιαιτέρως, της προφυλάξεως και πραγματοποιήσεως των ιδανικών και των αρχών αι οποίαι είναι η κοινή των Κληρονομία. Σεβόμενα την ΕυρωπαϊκήνΠολιτιστικήνΣύμβασιν, υπογραφείσαν εν Παρισίοις την 19ην Δεκεμβρίου 1954 και μεταξύ άλλων το άρθρον 5 αυτής της Συμβάσεως. Πιστοποιούντα ότι η Αρχαιολογική Κληρονομία είναι ουσιώδης διά την γνώσιν της ιστορίας των πολιτισμών. Αναγνωρίζοντα ότι εφ` όσον η ηθική ευθύνη διά την προστασίαν της Ευρωπαϊκής αρχαιολογικής κληρονομίας, της αρχαιοτέρας πηγής της Ευρωπαϊκής ιστορίας η οποία απειλείται σοβαρώς με καταστροφήν, ανήκει κατ` αρχήν εις το αμέσως ενδιαφερόμενον Κράτος, ενδιαφέρει επίσης από κοινού τα Ευρωπαϊκά Κράτη.
Θεωρούντο ότι το πρώτον βήμα διά την προστασίαν αυτής της Κληρονομίας πρέπει να είναι η εφαρμογή των πλέον αυστηρών επιστημονικών μεθόδων εις την αρχαιολογικήνέρευναν ή τας ανακαλύψεις, με σκοπόν την διατήρησιν της πλήρους ιστορικής των σημασίας και την προφύλαξιν από οριστικήναπώλειαν επιστημονικών πληροφοριών, η οποία δυνατόν να προέλθη από παρανόμους ανασκαφάς.
Θεωρούνται ότι η επιστημονική προστασία τοιουτοτρόπως εγγυωμένη για τα αρχαιολογικά αντικείμενα:
α) θα ενδιεφέρετο, ιδιαιτέρως, διά τας δημοσίας συλλογάς και β) θα προήγαγε μίαν αναγκαιοτάτηναναμόρφωσιν της αγοράς των αρχαιολογικών ευρημάτων.
Θεωρούντα ότι είναι απαραίτητον να απαγορεύσουν τας παρανόμους ανασκαφάς και να καθιερώσουν ένα επιστημονικόνέλεγχον των αρχαιολογικών αντικειμένων καθώς και να επιδιώξουν μέσω της εκπαιδεύσεως να δώσουν εις τας αρχαιολογικάςανασκαφάς την πλήρη επιστημονικήν των σημασίαν.
Συμφωνούν ως ακολούθως:
Άρθρον 1.
Διά τους σκοπούς αυτής της συμβάσεως όλα τα ευρήματα και αντικείμενα ή κάθε άλλο ίχνος ανθρωπίνης υπάρξεως, το οποίον μαρτυρεί δι` εποχάς και πολιτισμούς, διά τους οποίους ανασκαφαί ή ανακαλύψεις είναι η κυρία πηγή ή μία από τας κυρίας πηγάς της επιστημονικής πληροφορήσεως, θα θεωρούνται ως αρχαιολογικά αντικείμενα.
Άρθρον 2.
Με σκοπόν την διασφάλισιν της προστασίας των μη ανακαλυφθέντων εισέτι αντικειμένων και περιοχών όπου κείνται κρυμμένα αρχαιολογικά αντικείμενα, έκαστον συμβαλλόμενον μέρος αναλαμβάνει να λάβητοιαύτα μέτρα, καθ` όσον είναι τούτο δυνατόν, ώστε:
α) να περιορίση και να προστατεύη θέσεις και περιοχάς αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
β) να δημιουργήσηεφεδρικάςζώνας διά την διατήρησιν της υλικής μαρτυρίας, η οποία θα αποτελέσηαντικείμενονερεύνης υπό μεταγενεστέρων γενεών αρχαιολόγων.
Άρθρον 3.
Διά να προσδώση καθαρώς επιστημονικόν χαρακτήρα εις τας αρχαιολογικάςανασκαφάς, αι οποίαι ενεργούνται εις θέσεις, περιοχάς και ζώναςοριζομένας εις το άρθρον 2 της παρούσης συμβάσεως, κάθε συμβαλλόμενον μέρος αναλαμβάνει όσον το δυνατόν να:
α) απαγορεύη και αποφεύγη τας παρανόμους ανασκαφάς.
β) λαμβάνη τα απαραίτητα μέτρα διά να εξασφαλίζη ότι αι ανασκαφαί ανατίθενται κατόπιν ειδικής εξουσιοδοτήσεως μόνον εις πρόσωπα έχοντα τα κατάλληλα προσόντα.
γ) εξασφαλίζη τον έλεγχον και διατήρησιν των προκυπτόντων αποτελεσμάτων.
Άρθρον 4.
1. Εκαστονσυμβαλλόμενον μέλος αναλαμβάνει, προς τον σκοπόν της μελέτης και διαδόσεως των πληροφοριών επί των αρχαιολογικών ανακαλύψεων, να λαμβάνη όλα τα πρακτικώς αναγκαία μέτρα διά να εξασφαλίζη την ταχυτέραν και πληρεστέρανδιάδοσιν των πληροφοριών δι` επιστημονικών εκδόσεων σχετικώς προς τας ανασκαφάς και ανακαλύψεις.
2. Επί πλέον, έκαστον συμβαλλόμενον μέρος θα μελετήση τρόπους και μέσα διά να: α) δημιουργήση μίαν ΚρατικήνΥπηρεσίαν ανευρέσεως των εις χείρας του δημοσίου, όπου δε είναι δυνατόν και των εις χείρας ιδιωτών αρχαιολογικών αντικειμένων.
β) προετοιμάση ένα επιστημονικόνκατάλογον των αρχαιολογικών αντικειμένων εις χείρας του δημοσίου και όπου είναι δυνατόν και των εις χείρας ιδιωτών.
Άρθρον 5.
Εχον υπόψιν τους επιστημονικούς, πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς αυτής της συμβάσεως, έκαστον συμβαλλόμενον μέρος αναλαμβάνει να:
α) διευκολύνη την διάθεσιν των αρχαιολογικών αντικειμένων διά επιστημονικούς, πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς.
β) ενθαρρύνηανταλλαγάς πληροφοριών επί:
Ι) αρχαιολογικών αντικειμένων,
ΙΙ) νομίμων και παρανόμων ανασκαφών μεταξύ επιστημονικών ιδρυμάτων, μουσείων και αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών.
γ) πράξη παν ότι δύναται διά να εξασφαλίση όπως αι αρμόδιαι αρχαί των Κρατών προελεύσεως, Συμβαλλομένων Μερών εις την παρούσανΣύμβασιν, ενημερούνται (μεθ` όλων των απαραιτήτων λεπτομερειών) διά κάθε προσφοράν διά την οποίαν υπάρχουν υποψίαι ότι προέρχεται είτε εκ παρανόμων ανασκαφών είτε παρανόμως εξ επισήμων ανασκαφών. δ) επιδιώξη δι` εκπαιδευτικών μέσων να δημιουργήση και αναπτύξη εις την κοινήνγνώμην την αντίληψιν της αξίας των αρχαιολογικών ευρημάτων διά την γνώσιν της ιστορίας του πολιτισμού και την απειλήν εκ των ανεξελέγκτων ανασκαφών διά την κληρονομίαν ταύτην.
Άρθρον 6.
1. Εκαστονσυμβαλλόμενον μέρος αναλαμβάνει να συνεργάζεται κατά τον πλέον κατάλληλον τρόπον ούτως ώστε να εξασφαλίζη ότι η διακίνησις διεθνώς των αρχαιολογικών αντικειμένων κατ` ουδένα τρόπον θα βλάψη την προστασίαν του πολιτιστικού και επιστημονικού ενδιαφέροντος δι` αυτά τα αντικείμενα
2. Εκαστονσυμβαλλόμενον μέρος αναλαμβάνει ειδικώτερον:
α) όσον αφορά τα μουσείσ και άλλα παρόμοια ιδρύματα, των οποίων ο τρόπος αποκτήσεως (ΣΜ, αρχαιολογικών αντικειμένων) είναι υπό Κρατικόνέλεγχον, να λαμβάνη τα αναγκαία μέτρα προς αποφυγήν προσκτήσεως αρχαιολογικών αντικειμένων υπόπτων. διά κάποιον ειδικόνλόγον, διότι έχουν προέλθει εκ παρανόμων ανασκαφών ή παρανόμως εκ νομίμων ανασκαφών.
β) όσον αφορά τα μουσεία και άλλα παρόμοια ιδρύματα, τα εγκατεστημένα εις την περιοχήν ενός συμβαλλομένου μέρους αλλά απολαμβάνοντα ελευθερίας από τον Κρατικόνέλεγχον εις το σύστημα αυτών αποκτήσεως (ΣΜ. αντικειμένων):
Ι) να διαβιβάζονν το κείμενον αυτής της συμβάσεως.
ΙΙ) να μη φεισθώσιν προσπαθειών διά να επιτύχουν όπως τα ειρημένα μουσεία και Ινστιτούτα υποστηρίζουν τας αρχάς αι οποίαι εξετέθησαν εις την προηγουμένηνπαράγραφον. ΙΙΙ) να περιορίσουν, όσον το δυνατόν, δι` εκπαιδεύσεως, πληροφορήσεως, επαγρυπνήσεως και συνεργασίας την διακίνησιν των αρχαιολογικών αντικειμένων, των υπόπτων, διά κάποιον συγκεκριμένονλόγον είτε διότι έχουν προέλθει εκ παρανόμων ανασκαφών είτε παρανόμως εκ νομίμων ανασκαφών.
Άρθρον 7.
Διά να εξασφαλίση την εφαρμογήν της αρχής της συνεργασίας εις την προστασίαν της αρχαιολογικής κληρονομίας, η οποία είναι η βάσις αυτής της συμβάσεως, έκαστον συμβαλλόμενον μέρος αναλαμβάνει, εντός του πλαισίου των υποχρεώσεων τας οποίας απεδέχθη διά των όρων της παρούσης συμβάσεως, να διερευνά κάθε ερώτημα περί της ταυτότητος ή αυθεντικότητοςτιθέμενον υπό οιουδήποτε ετέρου συμβαλλομένου μέρους και να συνεργάζεται δραστηρίως κατά την επιτρεπομένην υπό της εθνικής του νομοθεσίας έκτασιν.
Άρθρον 8.
Τα εις την παρούσανσύμβασιν προβλεπόμενα μέτρα δεν δύνανται να περιορίσουν την νόμιμονεμπορίαν ή κτήσιν αρχαιολογικών αντικειμένων ούτε να προσβάλουν τους νομικούς κανόνας οι οποίοι διέπουν την μεταφοράν των.
Άρθρον 9.
Εκαστονσυμβαλλόμενον μέρος θα ενημερώση τον ΓενικόνΓρσμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης εν ευθέτω χρόνω περί των μέτρων τα οποία πιθανόν να έχει λάβη κατ` εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης συμβάσεως.
Άρθρον 10.
1. Η σύμβασις αύτη θα είναι ανοικτή δι` υπογραφήν υπό των Κρατών Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αύτη θα υπόκειται εις επικύρωσιν ή αποδοχήν. Εγγραφα επικυρώσεως ή αποδοχής θα κατατίθενται παρά τω Γενικώ Γραμματεί του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Η παρούσα σύμβασις θα τεθή εν ισχύι τρεις μήνας, μετά την ημερομηνίαν της καταθέσεως του τρίτου εγγράφου της επικυρώσεως ή αποδοχής.
3. Οσον αφορά εις υπογράφον Κράτος το οποίον επικυρώνει ή αποδέχεται μεταγενεστέρως, η σύμβασις θα τεθή εν ισχύι τρεις μήνας μετά την ημερομηνίαν της καταθέσεως του εγγράφου επικυρώσεως ή αποδοχής του.
Άρθρον 11.
1. Μετά την θέσιν εν ισχύι της συμβάσεως ταύτης: α) οιοδήποτε Κράτος μη-Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίον είναι συμβαλλόμενον μέρος εις την ΕυρωπαϊκήνΠολιτιστικήνΣύμβασιν την υπογραφείσαν εν Παρισίοις την 19ην Δεκεμβρίου 1954, δύναται να προσχωρήση εις την παρούσανσύμβασιν.
β) Η Επιτροπή εξ Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης δύναται να καλέση έκαστον μη Μέλος Κράτος να προσχωρήση εις αυτήν
2. Τοιαύτη προσχώρησις θα πραγματοποιήται διά καταθέσεως παρά τω Γενικώ Γραμματεί του Συμβουλίου της Ευρώπης ενός εγγράφου προσχωρήσεως, η οποία θα ισχύη τρεις μήνας μετά την ημερομηνίαν της καταθέσεώς του.
Άρθρον 12.
1. Εκαστον υπογράφον Κράτος, κατά τον χρόνον της υπογραφής ή καταθέσεως του εγγράφου επικυρώσεως ή αποδοχής ή έκαστον προσχωρούν Κράτος, κατά την κατάθεσιν του εγγράφου προσχωρήσεώς του, θα διευκρινίζη την περιοχήν ή περιοχάς, εις τας οποίας θα έχηεφαρμογήν η παρούσα σύμβασις.
2. Εκαστον υπογράφον Κράτος, κατά την κατάθεσιν του εγγράφου της επικυρώσεως ή αποδοχής του ή εις οιανδήποτε μετέπειτα ημερομηνίαν ή έκαστον προσχωρούν Κράτος, κατά την κατάθεσιν του εγγράφου προσχωρήσεώς του ή εις οιανδήποτε μετέπειτα ημερομηνίαν, διά δηλώσεως απευθυνομένης προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, δύναται να επεκτείνη την παρούσανσύμβασιν και εις οιανδήποτε άλλην περιοχήν ή περιοχάς διευκρινιζομένας εις την δήλωσιν και διά τας διεθνείς σχέσεις της οποίας είναι υπεύθυνον ή διά λογαριασμόν της οποίας είναι εξουσιοδοτημένον να αναλαμβάνηευθύνας.
3. Οιαδήποτε δήλωσις γενομένη κατ` ακολουθίαν της προηγουμένης παραγράφου δύναται, όσον οφορά εις οιανδήποτε περιοχήναναφερομένην εις τοιαύτην δήλωσιν, να αποσυρθή συμφώνως προς την διαδικασίαν του άρθρου 13 της παρούσης συμβάσεως.
Άρθρον 13.
1. Η παρούσα σύμβασις θα ευρίσκεται εν ισχύι επ` άπειρον. 2. Οιοδήποτε συμβαλλόμενον μέρος δύναται, εφ` όσον ενδιαφέρεται, να αποκηρύξη την παρούσανσύμβασιν διά ειδοποιήσεως απευθυνομένης προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 3. Τοιαύτη αποκήρυξις θα ενεργοποιήται εξ μήνας μετά την ημερομηνίαν παραλαβής της υπό του Γενικού Γραμματέως.
Άρθρον 14.
Ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβουλίου της Ευρώπης θα ειδοποιή τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου και οιοδήποτε Κράτος το οποίον έχει προσχωρήσει εις την παρούσανΣύμβασιν διά:
α) οιανδήποτε υπογραφήν
β) οιανδήποτε κατάθεσιν εγγράφου επικυρώσεως, αποδοχής ή προσχωρήσεως γ) οιανδήποτε ημερομηνίαν θέσεως εν ισχύι της παρούσης Συμβάσεως κατ` ακολουθίαν του άρθρου 10 αυτής.
δ) οιανδήποτε δήλωσινληφθησομένην συμφώνως προς τας διατάξες των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 12.
ε) οιανδήποτε ειδοποίησινληφθησομένην συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 13 και την ημερομηνίαν ισχύος της αποκηρύξεως.
Εις μαρτυρίαν των ανωτέρω οι υπογραφόμενοι, όντες νομίμως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο, υπέγραψαν την παρούσανσύμβασιν.
Γενομένη εν Λονδίνω την 6ην Μαίου 1969, εις την Αγγλικήν και Γαλλικήν και των δύο κειμένων όντων εξ ίσου εγκύρων, εις ενιαίον σώμα, το οποίον θα παραμείνηκατατεθειμένον εις τα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβουλίου της Ευρώπης θα αποστείλη βεβαιωμένα αντίγραφα εις έκαστον των υπογραφόντων και προσχωρούντων Κρατών.

Άρθρον δεύτερον
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 30 Ιανουαρίου 1981

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ