Νόμος 1129 ΦΕΚ Α΄42/17.2.1981
Περί κυρώσεως τού εις Στρασβούργον την 17ην Μαρτίου 1978 υπογραφέντος Προσθέτου Πρωτοκόλλου εις την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν Δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν

Άρθρον πρώτον
Κυρούται και έχει ισχύν νόμου το εις Στρασβούργον την 17ην Μαρτίου 1978 υπογραφέν Πρόσθετον Πρωτόκολλον εις την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν Δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων, του οποίου το κείμενον εις πρωτότυπον εις την Γαλλικήν γλώσσαν και εις μετάφρασιν εις την Ελληνικήν έχει ως ακολούθως:
ΠΡΟΣΘΕΤΟΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΠΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΕΠΙ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
Τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, άτινα υπογράφουν την παρούσαν Σύμβασιν.
Εν τη επιθυμία των να διευκολύνουν την εφαρμογήν επί θεμάτων φορολογικών παραβάσεων της Συμβάσεως Αμοιβαίας Δικαστικής Αρωγής, επί Ποινικών Υποθέσεων, ανοικτής προς υπογραφήν εν Στρασβούργω από 20ης Απριλίου 1959 (και καλουμένης εν τοις εφ` εξής “η Σύμβασις”).
Κρίνοντα ομοίως ότι είναι σκόπιμος ή συμπλήρωσις της Συμβάσεως από ωρισμένων άλλων απόψεων.
Συνεφώνησαν ό,τι έπεται:
ΤΙΤΛΟΣ Ι
Άρθρον 1.
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη δεν θα ασκούν το εν άρθρω 2ω της Συμβάσεως προβλεπόμενον δικαίωμα αρνήσεως της δικαστικής αρωγής επί μόνω τω λόγω ότι ή αίτησις αναφέρεται εις παράδοσινήν το προς ο ή αίτησις Μέρος θεωρεί ως φορολογικήνπαράβασιν.
Άρθρον 2.
1. Εις ην περίπτωσιν εν Συμβαλλόμενον Μέρος έχει επιφυλάξει εις εαυτό την ευχέρειαν να εκτελή τας δικαστικάς παραγγελίας περί) διεξαγωγής ερευνών ή κατασχέσεως αντικειμένων υπό τον όρον ότι ή εις ήν αφορά η δικαστική παραγγελία παράβασις δέον να είναι τιμωρητέα βάσει του δικαίου τόσον του αιτούντος Μέρους όσον και του προς ο η αίτησις Μέρους, τότε ο όρος ούτος θα πληρούται εν σχέσει με φορολογικάς παραβάσεις, οσάκις η παράβασις είναι τιμωρητέα κατά το δίκαιον του αιτούντος Μέρους και αντιστοιχεί εις παράβασιν της αυτής φύσεως κατά το δίκαιον του προς ο ή αίτησις Μέρους.
2. Η αίτησις δεν δύναται να απορριφθή επί μόνω τω λόγω ότι η νομοθεσία του προς ο ή αίτησις Μέρους δεν επιβάλλει παρομοίου τύπου φόρους ή δασμούς, ή δεν περιέχει τον αυτόν τύπον κανονιστικών διατάξεων επί θεμάτων φόρων και δασμών, τελωνείου και συναλλάγματος, με την νομοθεσίαν του αιτούντος Μέρους.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
Άρθρον 3.
Η Σύμβασις εφαρμόζεται ομοίως:
α) επί της κοινοποιήσεως πράξεων σκοπουσών εις την εκτέλεσιν ποινής, είσπραξιν προστίμου ή πληρωμήν δικαστικών δαπανών,
β) επί μέτρων σχετικών με την αναστολήν απαγγελίας της ποινής ή την εκτέλεσίν της, την υπό όρους αποφυλάκισιν, την αναβολήν της ενάρξεως εκτίσεως της ποινής ή την διακοπήν εκτελέσεώς της.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ
Άρθρον 4
Το άρθρον 22 της Συμβάσεως συμπληρούται με το ακόλουθονκείμενον, του αρχικού άρθρου 22 της Συμβάσεως αποτελούντος πλέον την 1ην παράγραφον, των δε κατωτέρω διατάξεων αποτελουσών την 2αν Παράγραφον:
“2. Εξ άλλου, παν Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίον έχει προβή εις τας προαναφερομένας γνωστοποιήσεις, θα κοινοποιή εις το ενδιαφερόμενον Μέρος, τη αιτήσει του, εις ειδικάς περιπτώσεις, αντίγραφον των περί ων πρόκειται αποφάσεων και μέτρων, ως και πάσαν άλλην σχετικήνπληροφορίαν, ώστε να δυνηθή τούτο να εξετάσηέαν απαιτούνται μέτρα επί του εσωτερικού πεδίου. Η κοινοποίησις αύτη θα γίνηται μεταξύ Υπουργείων Δικαιοσύνης των ενδιαφερομένων Μερών”.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΧ
Άρθρον 5.
1. Το παρόν Πρωτόκολλον είναι ανοικτόν προς υπογραφήν από τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης άτινα έχουν ύπογράψει την Σύμβασιν. Θα υπόκειται εις επικύρωσιν, αποδοχήν ή έγκρισιν. Τα έγγραφα επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως θα κατατεθούν παρά τω Γενικώ Γραμματεί του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Το πρωτόκολλον θα τεθή εν ισχύι 9Ο ημέρας μετά την ημερομηνίαν καταθέσεως του τρίτου εγγράφου επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως.
3. Θα τίθεται δε εν ισχύι έναντι παντός Κράτους έχοντος υπογράψει τούτου και επικυρούντος, αποδεχομένου ή εγκρίνοντος αυτό μεταγενεστέρως, 9Ο ημέρας από της ημερομηνίας καταθέσεως του εγγράφου επικυρώσεως, αποδοχής η εγκρίσεως αυτού.
4. Ουδέν Κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης δύναται να επικυρώση, αποδεχθή ή εγκρίνη το παρόν Πρωτόκολλον, χωρίς ταυτοχρόνως να επικυροί ή να έχη κατά το παρελθόν επικυρώσει την Σύμβασιν.
Άρθρον 6.
1. Πάν Κράτος προσχωρούν εις την Σύμβασιν δύναται να προσχωρήση εις το παρόν Πρωτόκολλον μετά την εν ισχύι θέσιν αυτού.
2. Η προσχώρησις θα ενεργήται δια της παρα τω Γενικώ Γραμματεί του Συμβουλίου της Ευρώπης καταθέσεως εγγράφου προσχωρήσεως, τιθεμένης εν ισχύι 90 ημέρας από της ημερομηνίας καταθέσεως του εγγράφου της.
Άρθρον 7.
1. Πάν Κράτος δύναται, κατά την στιγμήν της υπογραφής ή της καταθέσεως του εγγράφου επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως αυτού, να καθορίση το έδαφος ή τα εδάφη επί των οποίων θα εφαρμόζεται το παρόν Πρωτόκολλον.
2. Πάν Κράτος δύναται, κατά την στιγμήν της καταθέσεως του εγγράφου επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως αυτού, ή οποτεδήποτε εφ` εξής, να επεκτείνη την εφαρμογήν του παρόντος Πρωτοκόλλου, δια δηλώσεως προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, επί παντός άλλου εδάφους καθοριζομένου εν τη δηλώσει, το οποίον εκπροσωπεί διεθνώς, ή διά λογαριασμόν του οποίου έχει την ικανότητα να συμθάλληται.
3. Πάσα δήλωσις γενομένη κατά την προηγουμένηνπαράγραφον θα δύναται να ανακληθή, όσον αφορά το εν τη τοιούτη δηλώσει καθοριζόμενον έδαφος, δια γνωστοποιήσεως προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η ανάκλησις θα τίθεται εν ισχύι εξ μήνας μετά την ημερομηνίαν λήψεως της γνωστοποιήσεως υπό του Γενικού Γραμματέως του Συμβουλίου της Ευρώπης
Άρθρον 8.
1. Αι υπό τινος Συμβαλλομένου Μέρους διατυπωθείσαι επιφυλάξεις περί μιάς διατάξεως της Συμβάσεως θα ισχύουν ομοίως και επί του παρόντος Πρωτοκόλλου, εκτός εάν το Μέρος τούτο εκφράσηεναντίανπρόθεσιν κατά την υπογραφήν, την κατάθεσιν του εγγράφου επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως αυτού. Το αυτό ισχύε, και δια τας κατά το άρθρον 24 της Συμβάσεως γενομένας δηλώσεις.
2. Πάν Κράτος δύναται, κατά την στιγμήν της υπογραφής ή κατά την στιγμήν καταθέσεως του εγγράφου επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως αυτού, να δηλώση ότι επιφυλάσστεται του δικαιώματός του:
α) να μην αποδεχθή τον Τίτλον Ι, ή να τον αποδεχθή μόνον όσον αφορά ωρισμένας παραβάσεις ή κατηγορίας παραβάσεων σκοπουμένας υπό του άρθρου 1, ή να μην εκτελή τας δικαστικάς παραγγελίας διά την έρευναν ή κατάσχεσιν πραγμάτων επί υποθέσεων φορολογικών παραβάσεων, β) να μην αποδεχθή τον Τίτλον ΙΙ
γ) να μην αποδεχθή τον Τίτλον ΙΙΙ
3. Πάν Συμβαλλόμενον Κράτος το οποίον έχει διατυπώσει, μίαν επιφύλαξιν δυνάμει της προηγουμένης παραγράφου, δύναται να την αποσύρη διά δηλώσεώς του πρός τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, τιθεμένης εν ισχύι από της ημερομηνίας της λήψεώς της.
4. Συμβαλλόμενον Μέρος όπερ έχει εφαρμόσει επί του παρόντος Πρωτοκόλλου επιφύλαξινδιατυπωθείσαν επί μιάς διατάξεως της Συμβάσεως, ή το οποίον έχει διατυπώσει επιφύλαξιν ως πρός μίαν διάταξιν του παρόντος Πρωτοκόλλου, δεν δύναται να απαιτή την εφαρμογήν της διατάξεως ταύτης από εν άλλο Συμβαλλόμενον Μέρος. Εν πάση περιπτώσει δύναται, εάν η επιφύλαξις είναι μερική ή υπό όρους, να απαιτήση την εφαρμογήν της διατάξεως ταύτης καθ` ό μέτρον την έχει αποδεχθή.
5. Ουδεμία άλλη επιφύλαξις είναι δεκτή ως πρός τας διατάξεις του παρόντος Πρωτοκόλλου.
Άρθρον 9.
Αι διατάξεις του παρόντος Πρωτοκόλλου δεν κωλύουν τους λεπτομερεστέρους εκείνους κανόνας οίτινες περιέχονται εις τας διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίας τας συναφθείσας μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών, κατ` εφαρμογήν του άρθρου 26, παραγράφου 3, της Συμβάσεως.
Άρθρον 10.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ποινικών Προβλημάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης θα παρακολουθή την εκτέλεσιν του παρόντος Πρωτοκόλλου, μαι θα διευκολύνη, όσον απαιτείται, τον φιλικόν διακανονισμόν οιασδήποτε δυσχερείαςπροκυπτούσης εκ της εκτελέσεως του παρόντος Πρωτοκόλλου.
Άρθρον 11.
1. Πάν Συμβαλλόμενον Μέρος δύναται, όσον το αφορά, να καταγγείλη το παρόν Πρωτόκολλον δια γνωστοποιήσεώς του προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Η καταγγελία θα τίθεται εν ισχύι εξ μήνας από της ημερομηνίας λήψεως της σχετικής γνωστοποιήσεως από τον Γενικόν Γραμματέα.
3. Η καταγγελία της Συμβάσεως συνεπάγεται αυτομάτως την καταγγελία του παρόντος Πρωτοκόλλου.
Άρθρον 12.
Ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβουλίου της Ευρώπης θα γνωστοποιή εις τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου, και εις παν άλλο Κράτος έχον υπογράψει την Σύμβασιν:
α) πάσαν υπαγραφήν τον παρόντος Πρωτοκόλλου,
β) την κατάθεσιν παντός εγγράφου επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως, γ) πάσαν ημερομηνίαν θέσεως εν ισχύι του παρόντος Πρωτοκόλλου, συμφώνως προς τα άρθρα 5 και 6 αυτού, δ) πάσαν δήλωσινλαμβανομένην κατ` εφαρμογήν ή των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 7,
ε) πάσαν δήλωσινλαμβανομένην κατ` εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 8,
στ) πάσαν επιφύλαξινδιατυπουμένην κατ` εφαρμογήν της παραγράφου 2 τον άρθρου 8,
ζ) την ανάκλησιν οιασδήποτε επιφυλάξεως γενομένης κατ` εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 8,
η) πάσαν γνωστοποίησινλαμβανομένην κατ` εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 11 και την ημερομηνίαν θέσεως εν ισχύι της καταγγελίας.
Εφ` ω οι υπογεγραμμένοι, δεόντως επί τούτω εντεταλμένοι, υπέγραψαν το παρόν Πρωτόκολλον.
Εν Στρασβούργω, την 17ην Μαρτίου 1978, εις, την γαλλικήν κα την αγγλικήν, αμφοτέρων των κειμένων εχόντων την αυτήν ισχύν, εις εν μόνον αντίτυπον, όπερ θέλει κατατεθή παρά τω αρχείω του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβουλίου της Ευρώπης θα κοινοποιήκεκυρωμένα αντίγραφα προς όλα τα υπογράφοντα και προσχωρούντα Κράτη.

Άρθρον δεύτερον
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 04 Φεβρουαρίου 1981

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ