Νόμος 1130 ΦΕΚ Α΄38/13.2.1981
Περί κυρώσεως της υπ’ αριθ. 23 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί παλιννοστήσεως των ναυτικών”.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν

Άρθρον πρώτον
Κυρούται και έχει, ισχύν νόμου ή κατά τήν 9ην Σύνοδον της Διεθνούς Συνδιασκέψεως Εργασίας, “περί παλιννοστήσεως των ναυτικών” της οποίας το κείμενον εις προτότυπον εις την Γαλλικήν και Αγγλικήν γλώσσαν και εις μετάφρασιν εις την Ελληνικήν έχει ως άκολουθως:
ΣΥΜΒΑΣΙΣ 23 ΠΕΡΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Η Γενική Συνδιάσκεψις της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας, Συγκληθείσα εν Γενεύη υπο του Διοικητικού Συμβουλίου του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας χαι Συνελθούσα την 7ην Ιουνίου 1926 εις την 9ην Σύνοδον αυτής.
Αφού απεφάσισε την αποδοχήν διαφόρων προτάσεων σχετικών προς την παλλινόστησιν των ναυτικών, ζήτημα περιλαμβανόμενον εις το πρώτον θέμα της ημερησίας διατάξεως της συνόδου, και
Αφουαπεφάσισε ότι αι προτάσεις αύται δέον να λάβουν τον τύπον διεθνούς Συμβάσεως.
Αποδέχεται σήμερον 23ην Ιουνίου 1926 την ως έπεται Σύμβασιν προς επικύρωσινυπο των Μελών της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας σνμφώνως προς τας διατάξεις του Καταστατικού Χάρτου της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας ήτις θα αποκαλήταιΣύμβασις περί παλιννοστήσεως των ναυτικών.
Άρθρον 1.
1. Η παρούσα Σύμβασις έχει εφαρμογήν εις πάντα τα θαλασσοπλοούντα πλοία τα νηολογημένα εν τη χώρα ενός εκ των επικυρωσάντων την παρούσανΣύμβασιν Μελών ως και εις τονςεφοπλιστάς, πλοιάρχους και ναυτικούς των πλοίων αυτών.
2. Δεν έχει εφαρμογήν:
α) εις τα πολεμικά πλοία,
β) εις τα Κρατικά πλοία τα μη έχοντα εμπορικόν προορισμόν,
γ) εις τα προωρισμένα δι` ακτοπλοίαν πλοία,
δ) εις τας θαλαμηγούς αναψυχής, ε) εις τα σκάφη “INDIAN COUNTRY CRAFT”,
στ) εις τα αλιευτιχά σκάφη,
ζ) εις τα σκάφη ολικής χωρητικότητος κατωτέρας των 100 κόρων ή 300 κυβικών μέτρων και εφ` όσον πρόκειται περί πλοίων προωρισμένων δια την παράκτιονναυσιπλοίαν, χωρητικότητος κατωτέρας του οριζομένουορίον δια το ιδιαίτερον καθεστώς των πλοίων τούτων, υπο της εν ισχύι εθνικής νομοθεσίας, κατά τον χρόνον της αποδοχής της παρούσης Συμβάσεως.
Άρθρον 2.
Δια την εφαρμογήν της παρούσης Συμβάσεως οι κάτωθι όροι νούνται ως εξής:
α) ο όρος “πλοίον” σημαίνει παν πλοίον ή σκάφος οιασδήποτε φύσεως, δημόσιον ή ιδιωτικόν, εκτελούν συνήθως θαλασσίανναυσιπλοίαν,
β) ο όρος “ναυτικός” περιλαμβάνει παν πρόσωποναπασχολούμενον ή προσλαμβανόμενον επί του πλοίου, υφ` οιανδήποτε ιδιότητα και εγγεγραμμένον εν τω ναυτολογίω, εξαιρουμένων των πλοιάρχων, πλοηγών, δοκίμων εκπαιδευτικών πλοίων και μαθητευομένων, οσάκις συνδέοντα δι` ειδικής συμβάσεως μαθητείας, πληρωμάτων του πολεμικού ναυτικού, ως και προσώπων τελούντων εις την διαρκή υπηρεσίαν του Κράτους,
γ) ο όρος “πλοίαρχος” περιλαμβάνει παν πρόσωπον έχον την διοίκησιν και την φροντίδα πλοίου, εξαιρουμένων των πλοηγών,
δ) ο όρος “πλοίον παρακτίου ναυσιπλοίας” σημαίνει πλοίονπροωρισμένον δια το εμπόριον μεταξύ μιας χώρας και των λιμένων γειτονικής τοιαύτης εντός των, υπό της εθνικής νομοθεσίας, καθοριζομένων γεωγραφικών ορίων.
Άρθρον 3.
1. Πας ναυτικός αποβιβαζόμενος κατά την διάρκειαν ή την λήξιν της συμβάσεως ναυτολογήσεώς του δικαιούται εις επιστροφήν είτε εις τηνχώραν του, είτε εις τον λιμένα προσλήψεως, είτε εις τον λιμένα ενάρξεως του πλου, κατά τα υπό της εθνικής νομοθεσίας οριζόμενα, ητις δέον να προβλέπη τας προς τούτο αναγκαίας διατάξεις και ιδία να καθορίζηποίος θα επιβαρύνεται με τα έξοδα παλιννοστήσεως.
2. Η παλιννόστησις θεωρείται, εξασφαλισθείσα οσάκις εις τον ναυτικόν παρέχεται κατάλληλος απασχόλησις επί πλοίου κατευθυνομένου εις ένα των εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζομένων λιμένων.
3. Ο ναυτικός θεωρείται παλλιννοστηθείς εάν έχει αποβιβασθή είτε εις την χώραν του, είτε εις τον λιμένα πρσλήψεως είτε εις γειτονικόν λιμένα, είτε εις τον λιμένα ενάρξεως του πλού.
4. Η εθνική νομοθεσία, ή εν έλλειψει νομοθετικών διατάξεων ή σύμβασιςναντολογήσεως, δέον να καθορίζη τους όρους υφ` ους δικαιούται εις παλιννόστησιν ο αλλοδαπός ναυτικός, ο επιβιβασθείς εις χώραν της ιδικής του. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων έχουν οπωσδήποτε εφαρμογήν επί του ναυτικού του επιβιβασθέντος εις λιμένα της χώρας του.
Άρθρον 4.
Τα έξοδα παλιννοστήσεως δεν δύνανται να επιβαρύνουν τον ναυτικόν εφ` όσον απελύθη λόγω:
α) τραυματισμού επισυμβάντος κατά την εκτέλεσιν της επί του πλοίον υπηρεσίας του,
β) ναυαγίου,
γ) ασθενείας μη οφειλομένης εις εκουσίανπράξιν του ή ίδιον πταίσμα,
δ) απολύσεως δι` οιανδήποτε αιτίαν, ήτις δεν δύναται να καταλογισθή εις αυτόν.
Άρθρον 5.
1. Τα έξοδα παλιννοστήσεως δέον να περίλαμβάνουν πάσαν δαπάνην μεταφοράς, στεγάσεως και διατροφής του ναυτικού κατά το ταξείδιον, προσέτι δε τα έξοδα συντηρήσεως αυτού μέχρι τον καθορισθέντος διά την αναχώρησίν του χρόνου.
2. Οσάκις ο εργάτης θαλάσσης παλιννοστείται ως μέλος πληρώματος δικαιούται, της αμοιβής διά τας υπηρεσίας του, διαρκούντος του ταξειδίου.
Άρθρον 6.
Η δημοσία Αρχή της Χώρας εν ή το πλοίον είναι νηολογημένον έχει την ευθύνην εποπτείας της παλιννοστήσεως πάντων των ναυτικών αδιακρίτως εθνικότητος, εις ας περιπτώσεις η παρούσα σύμβασις έχει εφαρμογήν, προκαταβάλλει δε, αν παρίσταται, ανάγκη, τα έξοδα της παλιννοστήσεως.
Άρθρον 7.
Αι επίσημοι επικυρώσεις της παρούσης συμβάσεως κατά τα οριζόμενα υπό του Καταστατικού της Διεθνούς Οργανώσεως της Εργασίας, ανακοινούνται προς τον ΓενικόνΔιευθυντήν του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας παρ` ου και καταχωρίζονται.
Άρθρον 8.
1. Η παρούσα σύμβασιςάρχεται ισχύουσα ευθύς ως καταχωρισθούν υπο τον Γενικού Διευθυντού αι επικυρώσεις 2 Μελών της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας.
2. Αύτη δεσμεύει μόνον τα Μέλη ων η επικύρωσιςκατεχωρίσθη εις το Διεθνές Γραφείον Εργασίας.
3. Ακολούθως, η σύμβασις αύτη άρχεται ισχύουσα δι` έκαστον Μέλος αφ` ης η ειπικύρωσις αυτής καταχωρισθή εις το Διεθνές Γραφείον Εργασίας.
Άρθρον 9.
Ευθύς ως καταχωρισθούν εις το Διεθνές Γραφείον Εργασίας, αι επικυρώσεις 2 Μελών της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας, ο Γεν. Διευθυντής του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας γνωστοποιεί τούτο εις άπαντα τα τα Μέλη της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας. Γνωστοποιεί ωσαύτως προς αυτά την καταχώρισιν των επικυρώσεων, αίτινεςανακοινούνται προς αυτόν μεταγενεστέρως υπό πάντων των λοιπών Μελών της Οργανώσεως.
Άρθρον 10.
Επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 8, παν Μέλος επικυρούν την παρούσανσύμβασιν υποχρεούται όπως εφαρμόση τας διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5 και 6 μέχρι της 1ης Ιανουαρίου 1928 το βραδύτερον και λάβη τα αναγκαία μέτα δια την τελεσφόρονεφαρμογήν των διατάξεων τούτων.
Άρθρον 11.
Παν Μέλος της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας επικυρούν την παρούσανΣύμβασιν υποχρεούται όπως εφαρμόση αυτήν εις την αποικίας, τας κτήσεις ή τα προτεκτοράτα αυτού, συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 35 τον Καταστατικού Χάρτου της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας.
Άρθρον 12.
Παν Μέλος επικυρούν την παρούσανσύμβασιν δύναται να καταγγείλη αυτήν μετά πάροδον δεκαετίας από της ενάρξεως της ισχύος αυτής, δια πράξεως ανακοινουμένης προς τον ΓενικόνΔιευθυντήν του Διεθνούς Γραφείου `Εργασίας και υπ` αυτού καταχωριζομένης. Η καταγγελία έχει αποτέλεσμα μετά πάροδον έτους αφ` ης καταχωρισθή εις το Διεθνές Γραφείον Εργασίας.
Άρθρον 13
Το ΔιοικητικόνΣυμβούλιον του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας δέον όπως τουλάχιστον ανά πάσαν δεκαετίανυποβάλλη εις την ΓενικήνΣυνδιάσκεψινέκθεσιν επί της εφαρμογής της παρούσης συμβάσεως και αποφασίζη αν συντρέχηπερίπτωσις αναγραφής εις την ημερησίσνδιάτασξιν της Συνδιασκέψεως θέματος αναθεωρήσεως ή τροποποιήσεως της ειρημένης συμβάσεως.
Άρθρον 14.
Το γαλλικόν και αγγλικόνκείμενον της παρούσης συμβάσεως είναι εξ ίσου αυθεντικά.

Άρθρον δεύτερον
Η Ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιευσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 07 Φεβρουαρίου 1981

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ