Νόμος 1149 ΦΕΚ Α΄117/5.5.1981
Περί κυρώσεως της εις Βουδαπέστην την 8ην Οκτωβρίου 1979 υπογραφείσης Συμβάσεως Δικαστικής Αρωγής επί αστικών και ποινικών υποθέσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν

Άρθρον πρώτον
Κυρούται και έχει ισχύν νόμου η εις Βουδαπέστην την 8ην Οκτωβρίου 1979 υπογραφείσα Σύμβασις Δικαστικής Αρωγής επί αστικών και ποινικών υποθέσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της οποίας το κείμενον εις πρωτότυπον εις την Ελληνικήν και Γαλλικήν γλώσσαν έχει ως ακολούθως:
ΣΥΜΒΑΣΗ
Δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και το Συμβούλιο της Προεδρίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, αποδίδοντας μεγάλη σπουδαιότητα στη συνεργασία, ανάμεσα στις δύο Χώρες στον τομέα των δικαστικών σχέσεων αποφάσισαν να συνάψουν μια Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές κα ποινικές υποθέσεις και για το σκοπό αυτό διόρισαν σαν πληρεξουσίους τους: Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας : τον κ. Γεώργιο Ράλλη, Υπουργό Εξωτερικών. Το Συμβούλιο της Προεδρίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας : τον κ. Ιμρε Μαρκόγια, Υπουργό Δικαιοσύνης. Οι οποίοι, αφού αντάλλαξαν τα πληρεξούσια έγγραφά τους, που βρέθηκαν σε απόλυτη τάξη, συμφώνησαν τα ακόλουθα:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Γενικές Διατάξεις.
Άρθρο 1
Νομική προστασία.
1. Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλομένου Μέρους θα απολαύουν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, της ίδιας νομικής προστασίας με τους υπηκόους του άλλου αυτού Μέρους, ως πρός τα προσωπικά και περιουσιακά τους δικαιώματα.
2. Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλομένου Μέρους δικαιούνται να απευθύνονται ελεύθερα στα δικαστήρια, τις εισαγγελικές και συμβολαιογραφικές αρχές (που στο εξής θα ονομάζονται “δικαστικές αρχές”), που η δικαιοδοσία τους καλύπτει τα θέματα που ρυθμίζονται από την παρούσα Σύμβαση, καθώς και στις άλλες αρχές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους. Μπορούν να εμφανίζονται, να υποβάλλουν αιτήσεις και να εγείρουν αγωγές ενώπιον των αρχών αυτών με τους ίδιους όρους όπως και οι υπήκοοι του Συμβαλλομένου αυτού Μέρους.
3. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Ι της παρούσης Συμβάσεως εφαρμόζονται σιωπηρά και στα νομικά πρόσωπα των δύο Συμβαλλομένων Μερών.
Άρθρο 2
Δικαστική αρωγή.
1. Οι δικαστικές αρχές των δύο Συμβαλλομένων Μερών θα παρέχουν αμοιβαίαν δικαστική αρωγή σε αστικές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των εμπορικών και οικογενειακών, καθώς και στις ποινικές ύποθέσεις.
2. Οι δικαστικές αρχές θα παρέχουν δικαστική αρωγή στις άλλες αρχές που η αρμοδιότητα τους εκτείνεται στις υποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 3
Τρόπος επικοινωνίας
Οι δικαστικές αρχές των Συμβαλλομένων Μερών θα επικοινωνούν μεταξύ τους, για τους σκοπούς της δικαστικής αρωγής, μέσω των κεντρικών τους οργάνων, δηλαδή από πλευράς της Ελληνικής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και από πλευράς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας μέσω τού Υπουργείου Δικαιοσύνης και της Γενικής Εισαγγελίας. Η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως της διπλωματικής οδού δεν αποκλείεται.
Άρθρο 4
Έκταση της δικαστικής αρωγής.
Οι δικαστικές αρχές των Συμβαλλομένων Μερών θα παρέχουν αμοιβαία δικαστική αρωγή διενεργώντας διάφορες δικονομικές πράξεις και ιδιαίτερα διαβίβαση και επίδοση εγγράφων, διενέργεια ερευνών, κατάσχεση και παράδοση πειστηρίων, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εξέταση κατηγορουμένων, μαρτύρων, εμπειρογνωμόνων, διαδίκων και άλλων προσώπων, καθώς και δικαστική αυτοψία.

Άρθρο 5
Περιεχόμενο των δικαστικών παραγγελιών.
1. Η δικαστική παραγγελία πρέπει να περιέχει τα εξής στοιχεία :
α) Ονομασία της αιτούσης αρχής.
β) Ονομασία της αρχής πρός την οποία απευθύνεται ή αίτηση.
γ) Καθορισμό της υποθέσεως σχετικά με την οποία ζητείται η δικαστική αρωγή.
δ) Όνομα, κατοικία και ιθαγένεια των διαδίκων, των κατηγορουμένων, των υποδίκων και των καταδικασθέντων.
ε) Όνομακαι διεύθυνση των αντιπροσώπων των διαδίκων.
στ) Το αντικείμενο της αιτήσεως για δικαστική αρωγή και τα απαραίτητα για την εκτέλεση της στοιχεία και,
ζ) στις ποινικές υποθέσεις την περιγραφή του εγκλήματος και τον χαρακτηρισμό της πράξεως που το συνιστά.
2. Οι δικαστικές παραγγελίες θα φέρουν υπογραφή και σφραγίδα.
Άρθρο 6.
Εκτέλεση της αιτήσεως δικαστικής αρωγής.
1. Για να εκτελέσει μια αίτηση δικαστικής αρωγής, το όργανο πρός το οποίο απευθύνεται ή αίτηση εφαρμόζει την εθνική του νομοθεσία.
2. Αν το όργανο προς το οποίο απευθύνεται ή αίτηση δικαστικής αρωγής δεν είναι αρμόδιο για την εκτέλεση της, οφείλει να την διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή.
3. Αν το υποδεικνυόμενο στην αίτηση δικαστικής αρωγής πρόσωπο δεν βρέθηκε στην δοθείσα διεύθυνση ή είναι άγνωστο, το όργανο πρός το οποίο απευθύνεται η αίτηση οφείλει να πάρει τα απαραίτητα μέτρα για να εντοπίσει τη διεύθυνση αυτή. Σε περίπτωση που είναι αδύνατη η εκτέλεση της αιτήσεως δικαστικής αρωγής, τα έγγραφα επιστρέφονται στην αιτούσα αρχή με την ένδειξη ότι το αναφερόμενο στην αίτηση πρόσωπο δεν βρέθηκε στη δοθείσα ή ότι η διεύθυνση του δεν έγινε δυνατό να εντοπισθεί.
4. Μετά την εκτέλεση της αιτήσεως δικαστικής αρωγής, η αρχή πρός την οποία απευθύνεται ή αίτηση επιστρέφει τα έγγραφα στην αιτούσα αρχή, και, αν η αίτηση δεν έγινε δυνατό να εκτελεσθεί για λόγο άλλο εκτός εκείνου που αναφέρεται στην παράγραφο (3), γνωστοποιεί τις αιτίες που εμπόδισαν την εκτέλεση.
Άρθρο 7.
Προστασία μαρτύρων και εμπερογνωμόνων.
1. Κανένας μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας οποιασδήποτε εθνικότητας δεν μπορεί, εφ`όσον εμφανίζεται ενώπιον της αρχής του αιτούντος Συμβαλλομένου Μέρους έπειτα από κλήση που επιδίδεται από τη δικαστική αρχή του Συμβαλλομένου Μέρους πρός το οποίο απευθύνεται η αίτηση, να διωχθεί ποινικά ή να υποστεί εκτέλεση ποινής για έγκλημα που διέπραξε πριν περάσει τα σύνορα του αιτούντος Μέρους.
2. Η ασυλία που προβλέπει η προηγουμένη παράγραφος παύει όταν ο μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας, ενώ έχει τη δυνατότητα να εγκαταλείψει το έδαφος του αιτούντος μέρους μέσα σε δεκαπέντε συναπτές μέρες άφ ότου οι δικαστικές αρχές τον ειδοποίησαν ότι η παρουσία του δεν είναι πια αναγκαία, παραμένει παρ`όλα αυτά στο έδαφος αυτό μολονότι έχει τη δυνατότητα να το εγκαταλείψει. Στην προθεσμία αυτή δεν υπολογίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο ο μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας δεν μπόρεσε να εγκαταλείψει το έδαφος της Χώρας για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του. Η ασυλία παύει επίσης σε περίπτωση που ο μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας επιστρέφει στο έδαφος του αιτούντος μέρους μετά την αναχώρησή του από αυτό.
Άρθρο 8.
Δημόσια έγγραφα.
1. Τα έγγραφα που συντάσσονται στο έδαφος του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη ή επικυρώνονται από τα όργανά του μέσα στον κύκλο των αρμοδιοτήτων τους, σύμφωνα με τον απαιτούμενο τύπο και σφραγίδα, θα γίνονται δεκτά στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους χωρίς νέα επικύρωση.
2. Δεν θα χρειάζονται επίσης επικύρωση τα ιδιωτικά έγγραφα που έχουν θεωρηθείαπό το δικαστήριο ή άλλο αρμόδιο όργανο ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, για να χρησιμοποιηθούν στα δικαστήρια και στις άλλες αρχές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους.
Άρθρο 9.
Επίδοση.
1. Η αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση πραγματοποιεί την επίδοση σύμφωνα με τη διαδικασία που ισχύει στο Κράτος της, αν το πρός επίδοση έγγραφο έχει συνταχθεί στην εθνική της γλώσσα ή συνοδεύεται από κυρωμένη μετάφραση σ`αυτή τη γλώσσα ή στη γαλλική γλώσσα. Στην αντίθετη περίπτωση το πρός επίδοση έγγραφο δεν θα παραδίδεται στον παραλήπτη παρά μόνο αν ο τελευταίος αυτός το αποδέχεται με τη θέλησή του.
2. Η δικαστική παραγγελία θα αναφέρει την ακριβή διεύθυνση του παραλήπτη και θα καθορίζει το πρός επίδοση έγγραφο.
Άρθρο 10.
Απόδειξη της επιδόσεως.
Η αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση οφείλει να παράσχει απόδειξη της επιδόσεως σύμφωνα με την νομοθεσία του Κράτους της. Το έγγραφο αυτό θα αναφέρει τον τόπο, την ημερομηνία της επιδόσεως και το όνομα του προσώπου στο οποίο παραδόθηκαν τα έγγραφα.
Άρθρο 11.
Επίδοση σε υπηκόους.
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη δικαιούνται να επιδίδουν έγγραφα στους υπηκόους τους μέσω των διπλωματικών ή προξενικών τους αποστολών.
2. Κανένας καταναγκασμός δεν μπορεί να επιβληθεί κατά την εφαρμογή αυτού του τρόπου επιδόσεως.
Άρθρο 12.
Έξοδα δικαστικής αρωγής.
Το Συμβαλλόμενο Μέρος πρός το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν μπορεί να απαιτήσει την καταβολή των εξόδων της δικαστικής αρωγής. Καθένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνει όλα τα έξοδα δικαστικής αρωγής πού πραγματοποιήθηκαν στο έδαφος του.
Άρθρο 13.
Πληροφορίες πάνω σε θέματα δικαίου.
Τα Υπουργεία Δικαιοσύνης των Συμβαλλομένων Μερών θα ανταλλάσσουν αμοιβαία πληροφορίες, μετά από αίτηση, για το ισχύον δίκαιο στις αντίστοιχες χώρες τους.
Άρθρο 14.
Άρνηση δικαστικής αρωγής.
Η δικαστική αρωγή μπορεί να αποκρουσθεί :
1. αν η αίτηση αναφέρεται σε εγκλήματα που θεωρούνται από το Συμβαλλόμενο Μέρος πρός το οποίο απευθύνεται η αίτηση σαν πολιτικά ή στρατιωτικά.
2. αν το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση κρίνει ότι ή αίτησή είναι φύσεως τέτοιας ώστε να θίγει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του Μέρους αυτού.
Άρθρο 15
Ληξιαρχικές πράξεις.
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα αποστέλλουν αμοιβαία αποσπάσματα ληξιαρχικών πράξεων γεννήσεως, γάμου και θανάτου που αφορούν υπηκόους του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, καθώς επίσης και διορθώσεις και μεταγενέστερες καταχωρήσεις στις προαναφερόμενες ληξιαρχικές πράξεις.
2. Τα αποσπάσματα των ληξιαρχικών πράξεων θανάτου θα αποστέλλονται αυτεπαγγέλτως, τα άλλα μετά από αίτηση, αλλά δεθα διαβιβάζονται ανέξοδα με τη διπλωματική οδό.
Άρθρο 16.
Παράδοση αντικειμένων και μεταβίβαση χρηματικών ποσών.
Αν δυνάμει των διατάξεων της παρούσας Συμβάσεως, πρέπει να λάβει χώρα παράδοση, εξαγωγή ή μεταβίβαση πιστώσεων, μέσων πληρωμής και αγαθών, αυτό θα γίνει σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους πρός το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Άρθρο 17
Γλώσσες.
Τα δικαστικά όργανα των δυο Συμβαλλομένων Μερών χρησιμοποιούν στις μεταξύ τους σχέσεις την εθνική τους γλώσσα με μετάφραση στη γαλλική γλώσσα, αν αυτό είναι αναγκαίο. Όμως οι πρός αποστολή πράξεις και έγγραφα πρέπει να μεταφράζονται στη γλώσσα του Μέρους πρός το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή στη Γαλλική γλώσσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Δικαστικά έξοδα και άλλα ζητήματα.
Άρθρο 18.
Απαλλαγή από την εγγυοδοσία αλλοδαπού. Οι υπήκοοι ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη – συμπεριλαμβανομένων και των νομικών προσώπων – που εμφανίζονται ενώπιον των δικαστηρίων του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους και που διαμένουν στο έδαφος του ενός ή του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, δεν υποβάλλονται στην υποχρέωση της εγγυοδοσίας αλλοδαπού για μόνο το λόγο ότι είναι αλλοδαποί ή ότι έχουν διαμονή ή κατοικία στο έδαφος του άλλου αυτού Μέρους.
Άρθρο 19
Απαλλαγή από τα έξοδα.
Οι υπήκοοι του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη απαλλάσσονται, όταν εμφανίζονται στις δικαστικές αρχές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, από τους φόρους χαρτοσήμου και τα δικαστικά έξοδα και άπολαύουν άλλων ευκολιών καθώς και του ευεργετήματος της δωρεάν δικαστικής αρωγής με τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση όπως και οι υπήκοοι του άλλου αυτού Μέρους.
Άρθρον 20
Πιστοποιητικά.
1. Τα πιστοποιητικά που αφορούν στην προσωπική, οικογενειακή και υλική κατάσταση του αιτούντος που επιθυμεί να επωφεληθεί άπα τα ευεργετήματα που προβλέπει το άρθρο 19, εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου κατοικεί.
2. Αν ο αιτών που επιθυμεί να επωφεληθείαπό τα παραπάνω ευεργετήματαδεν έχει κατοικία ή διαμονή στο έδαφος του ενός ή του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, το έγγραφο μπορεί να εκδοθεί από τη διπλωματική ή προξενική αποστολή του Κράτους του οποίου υπήκοος είναι ο αιτών.
3. Η δικαστική αρχή που αποφαίνεται για την αίτηση απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 19 μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από το όργανο που εξέδωσε το πιστοποιητικό.
Άρθρο 21
Υποβολή της αιτήσεως
Αν ένας υπήκοος του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη που επιθυμεί να επωφεληθεί απότα ευεργετήματα που προβλέπονται στο άρθρο 19, θέλει να υποβάλει αίτηση στις αρμόδιες αρχές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, μπορεί να την απευθύνει στις αρμόδιες αρχές του τόπου της κατοικίας ή της διαμονής του. Η επιλαμβανομένη αρχή διαβιβάζει την αίτηση αυτή και το σχετικό πρακτικό, μαζί με τα έγγραφα που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 20, στις αρμόδιες αρχές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους.
Άρθρο 22
Ισότητα μεταχειρίσεως
1. Χωρίς να θίγεται το εφαρμοστέο δίκαιο, οι υπήκοοι του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη που κατοικούν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους εξομοιώνονται με τους υπηκόους του τελευταίου αυτού Μέρους σε ότι αφορά την εξ αδιαθέτου και με διαθήκη κληρονομική διαδοχή. Η επαγωγή των αγαθών και δικαιωμάτων γίνεται με τους ίδιους όρους όπως και για τους υπηκόους.
2. Το Κληρονομητήριο και το πιστοποιητικό εκτελεστού διαθήκης που εκδίδονται από την αρμόδια αρχή του ενός Συμβαλλομένου Μέρους έχουν αποδεικτική ισχύ στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους ως προς τα γεγονότα που πιστοποιούν.
Άρθρο 23
Διατάξεις σχετικές με τις διαθήκες
1. Η διαθήκη που γίνεται από υπήκοο ενός Συμβαλλομένου Μέρους θα είναι ισχυρή ως πρός τον τύπο αν έχει συνταχθεί σύμφωνα : α. με την νομοθεσία του Κράτους στο έδαφος του οποίου έγινε, ή β. με το δίκαιο του Συμβαλλομένου Μέρους του όποιου ο διαθέτης ήταν υπήκοος κατά την ημερομηνία που έκανε τη διαθήκη του ή κατά τη στιγμή του θανάτου του, ή γ. με τη νομοθεσία του Κράτους στο έδαφος του οποίου και κατά τα χρονικά διαστήματα πού προβλέπονται στο εδάφιο β, ο διαθέτης είχε την κατοικία ή την διαμονή του.
2. Οι όροι της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης και ως πρός την ανάκληση των διαθηκών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Αναγνώριση και εκτέλεση Δικαστικών αποφάσεων.
Άρθρο 24.
Αποφάσεις υποκείμενες σε αναγνώριση και εκτέλεση.
1. Υπό τους όρους που προβλέπονται από την παρούσα Σύμβαση, τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα αναγνωρίζουν και θα εκτελούν στο έδαφός τους τίς ακόλουθες αποφάσεις πού εκδόθηκαν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους : α. αποφάσεις που εκδόθηκαν σχετικά με αστικές, οικογενειακές και εμπορικές υποθέσεις, β. αποφάσεις που εκδόθηκαν σχετικά με ποινικές υποθέσεις σε ότι αφορά τις απαιτήσεις για αποζημίωση, γ. διαιτητικές αποφάσεις.
2. Συμβιβασμοί που συμφωνήθηκαν ενώπιον δικαστηρίων και επικυρώθηκαν από αυτά εξομοιώνονται με τις δικαστικές αποφάσεις της παραγράφου 1.
Άρθρο 25.
Προϋποθέσεις αναγνωρίσεως και εκτελέσεως.
Οι αποφάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 24 θα αναγνωρίζονται και θα εκτελούνται αν πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις :
α. Αν κατά τη νομοθεσία του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, η τελευταία αυτή απόκτησε ισχύ δεδικασμένου και είναι εκτελεστή.
β. Αν κατά τη νομοθεσία του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου ζητείται η εκτέλεση, το δικαστήριο του Μέρους αυτού δεν είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση.
γ. Αν ο διάδικος που ερημοδίκησε και που δεν μετέσχε στη διαδικασία είχε κληθεί εμπρόθεσμα και με τον προσήκοντα τρόπο ή αν ο διάδικος που δεν εμφανίσθηκε και που δεν είχε την ικανότητα να παρίσταται σε δικαστήριο μπόρεσε να αντιπροσωπευθεί νόμιμα. Η κλήση με θυροκόλληση δεν θα λαμβάνεται υπόψη.
δ. Αν η απόφαση δεν είναι αντίθετη με προηγούμενη απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μεταξύ των ίδιων μερών, σχετικά με το ίδιο αντικείμενο και επί της ίδιας ουσίας και που εκδόθηκε από δικαστήριο του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί ή έκτελεσθεί ή αν καμιά αγωγή δεν έχει εγερθεί προηγούμενα ενώπιον του δικαστηρίου του Συμβαλλομένου αυτού Μέρους για την ίδια υπόθεση.
ε. Αν η αναγνώριση και η εκτέλεση της αποφάσεως δεν είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη ή προς τις θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου πρέπει να λάβουν χώρα η αναγνώριση και η εκτέλεση της αποφάσεως.
Άρθρο 26.
Διαιτητικές αποφάσεις.
1. Για την αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις της Συμβάσεως που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958.
2. Σε περίπτωση διεξαγωγής δίκης που το αντικείμενό της, κατά τη θέληση των διαδίκων, διέπεται από ρήτρα διαιτησίας, το δικαστήριο διατάσσει τα Μέρη να προσφύγουν στο διαιτητικό όργανο.
Άρθρο 27.
Έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση εκτελέσεως.
1. Η σχετική με την εκτέλεση της αποφάσεως αίτηση μπορεί να υποβληθεί απ’ ευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου πρέπει να εκτελεσθεί η απόφαση, αλλά μπορεί επίσης να κατατεθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση πρωτόδικα στη συγκεκριμένη υπόθεση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αίτηση διαβιβάζεται σύμφωνα με την διαδικασία του άρθρου 3 στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους.
2. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται:
α. Από την απόφαση ή από κυρωμένο αντίγραφό της, καθώς και από έγγραφο που να πιστοποιεί ότι η απόφαση έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και είναι εκτελεστή, εκτός αν αυτό προκύπτει από την ίδια την απόφαση.
β. Από πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι ο διάδικος που ερημοδίκησε και που δεν μετέσχε στη διαδικασία, εκλήθη εμπρόθεσμα και με τον προσήκοντα τρόπο και ότι, στην περίπτωση που δεν είχε την ικανότητα να παρίσταται σε δικαστήριο, αντιπροσωπεύθηκε νόμιμα.
γ. Από κυρωμένη μετάφραση των εγγράφων που προβλέπονται από τα εδάφια α και β σε μια από τις γλώσσες που προβλέπονται από το άρθρο 17 της παρούσης Συμβάσεως.
3. Σε περίπτωση διαιτητικής αποφάσεως, εκτός από τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2, η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από κυρωμένο αντίγραφο της ρήτρας διαιτησίας, καθώς επίσης και από κυρωμένη μετάφραση της ρήτρας αυτής και κάθε άλλου σχετικού εγγράφου, σε μια από τις γλώσσες που προβλέπονται από το άρθρο 17 της παρούσης Συμβάσεως.
Άρθρο 28.
Εφαρμοστέο δίκαιο.
1. Το δικαστήριο του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου πρέπει να εκτελεσθεί η απόφαση, θα την εκτέλεση σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία.
2. Το δικαστήριο που αποφασίζει για τη σχετική με την εκτέλεση αίτηση περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής των όρων που καθορίζονται στα άρθρα 25, 26 και 27 της παρούσης Συμβάσεως.
3. Ο εναγόμενος μπορεί να προβάλλει τις ενστάσεις που επιτρέπονται από τους νόμους του Συμβαλλομένου Μέρους το δικαστήριο του οποίου εξέδωσε την απόφαση.
Άρθρο 29
Αποφάσεις σχετικές με τα δικαστικά έξοδα
1. Αν ο διάδικος που εξαιρέθηκε κατά τους όρους του άρθρου 18 της παρούσης Συμβάσεως από την εγγυοδοσία αλλοδαπού καταδικάστηκε με οριστική απόφαση του δικαστηρίου του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη στα δικαστικά έξοδα, η απόφαση αυτή θα εκτελεσθεί, έπειτα από αίτηση του έχοντος δικαίωμα, ανέξοδα στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους.
2. Το δικαστήριο που αποφασίζει για την εκτέλεση της αποφάσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1, περιορίζεται να διαπιστώσει αν η σχετική με τα δικαστικά έξοδα απόφαση έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και είναι εκτελεστή.
3. Οι διατάξεις του άρθρου 27 εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που αναφέρονται στα δικαστικά έξοδα.
Άρθρο 30
Πεδίο εφαρμογής
Οι αποφάσεις που προβλέπονται από το άρθρο 24 και που ανταποκρίνονται στους όρους των άρθρων 25, 26 και 27 της παρούσης Συμβάσεως θα αναγνωρίζονται και εκτελούνται εφ`όσον έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και έχουν κηρυχθεί εκτελεστές μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσης Συμβάσεως.
Άρθρο 31
Νομοθεσία σχετική με την μεταβίβαση χρηματικών ποσών και αγαθών
Οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της παρούσης Συμβάσεως δεν θίγουν τη νομοθεσία των Συμβαλλομένων Μερών τη σχετική με τη μεταβίβαση των μέσων πληρωμής, των πιστώσεων ή των αγαθών που αποκτήθηκαν μετά την εκτέλεση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Έκδοση
Άρθρο 32
Υποχρέωση για έκδοση
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παραδίδουν αμοιβαία, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως, τα πρόσωπα που βρίσκονται στο έδαφος τους και που ζητείται η έκδοση του ενόψει ασκήσεως ποινικής διώξεως για να εκτελεσθεί ποινή που απαγγέλθηκε από δικαστήριο του αιτούντος Μέρους.
2. Η έκδοση δεν επιτρέπεται παρά μόνο για εγκλήματα, που σύμφωνα με τη νομοθεσία των δύο Συμβαλλομένων Μερών, τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας ενός τουλάχιστον έτους ή με βαρύτερη ποινή ή για τα οποία δικαστήριο του αιτούντος Μέρους απήγγειλε ποινή στερητική της ελευθερίας έξι τουλάχιστον μηνών (στο εξής θα ονομάζονται “εγκλήματα για τα οποία χωρεί έκδοση”)
Άρθρο 33
Άρνηση εκδόσεως
Η έκδοση δεν λαμβάνει χώρα:
α. αν το έγκλημα διαπράχθηκε από πρόσωπο που τη στιγμή της τελέσεως του εγκλήματος ήταν υπήκοος του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση,
β. αν το έγκλημα διαπράχθηκε στο έδαφος του Συμβαλλομένου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
γ. αν το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση διαπράχθηκε έξω από το έδαφος του αιτούντος Μέρους και η νομοθεσία του Συμβαλλομένου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν προβλέπει δίωξη στην περίπτωση που το έγκλημα αυτό διαπράχθηκε έξω από το έδαφος του ή δεν επιτρέπει την έκδοση για το έγκλημα που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως.
δ. αν το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση θεωρείται από το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση σαν έγκλημα πολιτικό, στρατιωτικό ή φορολογικό ή σαν γεγονός συνδεόμενο με τέτοια εγκλήματα.
ε. αν σύμφωνα με τη νομοθεσία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη η ποινική δίωξη ή η εκτέλεση της ποινής δεν μπορούν να λάβουν χώραν λόγω παραγραφής ή για άλλους νόμιμους λόγους που έχουν το ίδιο αποτέλεσμα,
στ. αν στο έδαφος του Συμβαλλομένου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση κηρύχθηκε με οριστική απόφαση ένοχο ή αθώο για το έγκλημα που αναφέρεται στην αίτηση εκδόσεως ή αν έχει ως προς αυτό παύσει η ποινική δίωξη, εκτός εάν η σχετική απόφαση στηρίζεται στην έλλειψη δικαιοδοσίας.
Άρθρο 34
Διαδικασία εκδόσεως
Η αίτηση εκδόσεως υποβάλλεται γραπτώς. Στις υποθέσεις εκδόσεως η επικοινωνία θα γίνεται κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 3.
Άρθρο 35
Αίτηση εκδόσεως
1. Η αίτηση εκδόσεως πρέπει να αναφέρει το όνομα του εκζητουμένου προσώπου, την κατοικία ή διαμονή του, τη φύση του εγκλήματος και τη ζημία που προκάλεσε:
2. Η αίτηση εκδόσεως πρέπει να συνοδεύεται:
α. αν η έκδοση ζητείται για να ασκηθεί ποινική δίωξη, από το ένταλμα συλλήψεως με την περιγραφή των πραγματικών γεγονότων και τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως και αν η έκδοση ζητείται για την εκτέλεση ποινής, από την απόφαση με ισχύ δεδικασμένου,
β. από το κείμενο του ποινικού νόμου του αιτούντος Μέρους σχετικά με το νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται,
γ. από την εξωτερική περιγραφή του εκζητούμενου προσώπου και αν, είναι δυνατό, τα δακτυλικά του αποτυπώματα και τη φωτογραφία του.
3. Αν πρόκειται για καταδικασθέντα που έχει ήδη εκτίσει μέρος της ποινής του, θα παρέχονται πληροφορίες σχετικά με το θέμα αυτό.
Άρθρο 36
Σύλληψη προς τον σκοπόν εκδόσεως
Αν η αίτηση εκδόσεως πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται, από την παρούσα Σύμβαση, το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση παίρνει χωρίς καθυστέρηση τα απαραίτητα μέτρα για τη σύλληψη του εκζητούμενου προσώπου σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
Άρθρο 37
Συμπληρωματικές πληροφορίες
1. Αν η αίτηση εκδόσεως δεν περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες και να ορίσει προθεσμία όχι μεγαλύτερη από δύο μήνες για την παροχή τους. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για αιτιολογημένους λόγους.
2. Αν οι πληροφορίες δεν παρασχεθούν μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο, η αρμόδια αρχή του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα μπορεί να παύσει τη διαδικασία εκδόσεως και να απολύσει το πρόσωπο που είχε συλληφθεί.
Άρθρο 38
Προσωρινή σύλληψη
1. Σε επείγουσες περιπτώσεις, το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να διατάξει τη σύλληψη του ζητουμένου προσώπου πριν λάβει την αίτηση εκδόσεως σύμφωνα με το άρθρο 35 της παρούσης Συμβάσεως. Το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος πληροφορεί το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ότι το πρόσωπο για το οποίο πρόκειται αποτελεί αντικείμενο εντάλματος συλλήψεως ή καταδικαστικής αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου και ότι η αίτηση εκδόσεως θα αποσταλεί αμέσως. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η σύλληψη μπορεί να ζητηθεί με κάθε μέσο επικοινωνίας που μεταβιβάζει το περιεχόμενο της αιτήσεως γραπτώς.
2. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Μερών μπορούν να προβούν στην προσωρινή σύλληψη προσώπου που διαμένει στο έδαφος τους ακόμη και χωρίς τέτοια αίτηση, αν γνωρίζουν ότι το πρόσωπο αυτό διέπραξε στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους έγκλημα για το οποίο χωρεί έκδοση.
3. Σύλληψη που πραγματοποιήθηκε βάσει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου γνωστοποιείται αμέσως στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος.
Άρθρο 39
Παύση της προσωρινής συλλήψεως
Οποιοσδήποτε συνελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 38 της παρούσης Συμβάσεως απολύεται αν η αίτηση εκδόσεως του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους δεν ληφθεί μέσα σε σαράντα ημέρες μετά τη σύλληψη. Η απόλυση γνωστοποιείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος.
Άρθρο 40
Αναβολή της εκδόσεως
Αν το εκζητούμενο πρόσωπο αποτελεί αντικείμενο ποινικής διώξεως η εκτίει ποινή για άλλο έγκλημα που διαπράχθηκε στο έδαφος του Συμβαλλομένου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, η έκδοση μπορεί να αναβληθεί μέχρι τον τερματισμό της ποινικής διαδικασίας ή μέχρι την έκτιση της ποινής.
Άρθρο 41
Προσωρινή έκδοση
1. Αν λόγω της αναβολής εκδόσεως που προβλέπεται στο άρθρο 40 της παρούσης Συμβάσεως υπάρχει κίνδυνος παραγραφής της ποινικής διώξεως ή σοβαρών δυσκολιών στο ανακριτικό έργο, το εκζητούμενο πρόσωπο μπορεί να εκδοθεί προσωρινά μετά από αιτιολογημένη αίτηση.
2. Το πρόσωπο που εκδόθηκε προσωρινά πρέπει να επαναποσταλεί αμέσως μετά το τέλος της ποινικής διαδικασίας για την οποία ζητήθηκε η έκδοση.
Άρθρο 42
Συρροή αιτήσεων εκδόσεως
Αν πολλά Κράτη ζητούν την έκδοση του ίδιου προσώπου, το Συμβαλλόμενο Κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση αποφασίζει ποια αίτηση θα προτιμηθεί.
Άρθρο 43
Όρια ποινικής διώξεως
1. Χωρίς τη συναίνεση του Συμβαλλομένου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, το πρόσωπο που εκδόθηκε δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής διώξεως ή εκτελέσεως ποινής που επιβλήθηκε για έγκλημα διαφορετικό από εκείνο για το οποίο εκχώρησε η έκδοση.
2. Χωρίς τη συναίνεση του Συμβαλλομένου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, το πρόσωπο που εκδόθηκε δεν είναι επίσης δυνατό να παραδοθεί σε τρίτο κράτος.
3. Η συναίνεση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν είναι απαραίτητη:
α. αν το πρόσωπο που εκδόθηκε δεν εγκατέλειψε το έδαφος του αιτούντος Συμβαλλομένου Μέρους μέσα σε τριάντα ημέρες από τον τερματισμό της ποινικής διώξεως ή την εκτέλεση της ποινής. Η προθεσμία αυτή δεν περιλαμβάνει τον χρόνο κατά τον οποίο το πρόσωπο που εκδόθηκε δεν μπόρεσε να εγκαταλείψει το έδαφος του αιτούντος Συμβαλλομένου Μέρους για λόγους ανεξαρτήτους από τη θέλησή του,
β. αν το πρόσωπο που εκδόθηκε εγκατέλειψε το έδαφος του αιτούντος Συμβαλλομένου Μέρους αλλά επέστρεψε πάλι οικειοθελώς.
Άρθρο 44
Παράδοση του εκδιδομένου προσώπου
1. Το Συμβαλλόμενο Μέρος πρός το οποίο απευθύνεται η αίτηση πληροφορεί το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος για τον τόπο και την ημερομηνία της παραδόσεως.
2. Αν το εκζητούμενο πρόσωπο δεν παραληφθεί από το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη προθεσμία που έχει ορισθεί για την παράδοση, μπορεί να απολυθεί.
Άρθρο 45
Πληροφορίες για το αποτέλεσμα της ποινικής διώξεως
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη παρέχουν αμοιβαίες πληροφορίες για το αποτέλεσμα της ποινικής διώξεως της οποίας υπήρξε αντικείμενο το πρόσωπο που εκδόθηκε. Σε περίπτωση αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου, τα Συμβαλλόμενα Μέρη γνωστοποιούν αμοιβαία την απόφαση αυτή.
Άρθρο 46
Διέλευση
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη επιτρέπουν, έπειτα από αίτηση του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, τη διέλευση από το έδαφος τους προσώπων που έχουν εκδοθεί από ένα τρίτο κράτος στο άλλο αυτό Συμβαλλόμενο Μέρος. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη δεν είναι υποχρεωμένα να επιτρέψουν τη διέλευση αν δεν υπάρχει υποχρέωση εκδόσεως σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.
2. Η αίτηση για παροχή άδειας διελεύσεως υποβάλλεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία όπως και η αίτηση εκδόσεως.
3. Η διέλευση πραγματοποιείται από τις αρχές του Συμβαλλομένου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση με τον τρόπο που θεωρούν τον καλύτερο.
Άρθρο 47
Έξοδα εκδόσεως
Τα έξοδα της εκδόσεως βαρύνουν το Συμβαλλόμενο Μέρος στο έδαφος του οποίου πραγματοποιήθηκαν. Τα έξοδα της διελεύσεως βαρύνουν το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος.
Άρθρο 48
Ανάληψη της ποινικής διαδικασίας
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη υποχρεούνται να ασκήσουν, μετά από αίτηση του άλλου Μέρους και σύμφωνα μα την νομοθεσία τους, ποινική δίωξη κατά των δικών τους υπηκόων που διάπραξαν έγκλημα στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
2. Η αίτηση για δίωξη θα συνοδεύεται από τα σχετικά με την ανάκριση έγγραφα, από κάθε αποδεικτικό στοιχείο που υπάρχει, καθώς και από το κείμενο των ποινικών διατάξεων που διέπουν την πράξη σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει στον τόπο της τελέσεώς της.
3. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση πληροφορεί το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος για το αποτέλεσμα της διώξεως και, εφ`όσον εκδοθεί απόφαση, του αποστέλλει αντίγραφο της οριστικής αποφάσεως.
Άρθρο 49
Προσωρινή παράδοση συλληφθέντων προσώπων
Εάν, σε σχέσει με ποινική δίωξη που άρχισε στο έδαφος ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, είναι αναγκαίο να εξετασθεί προσωρινά σαν μάρτυρας πρόσωπο που συνελήφθη στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, το Μέρος αυτό το εκδίδει προσωρινά, εφ`όσον συναινεί και το πρόσωπο που συνελήφθη, μετά από αίτηση του αιτούντος Συμβαλλομένου Μέρους, που θα διατηρήσει το πρόσωπο αυτό υπό κράτηση, και μετά το τέλος της εξετάσεως θα το αναστείλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Άρθρο 50
Παράδοση αντικειμένων
1. Τα αντικείμενα που βρίσκονται πάνω στο πρόσωπο που διέπραξε το έγκλημα για το οποίο χωρεί έκδοση, καθώς και τα άλλα αντικείμενα που μπορούν να χρησιμέψουν σαν πειστήρια στην ποινική διαδικασία, παραδίδονται στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος ακόμα και στην περίπτωση που η έκδοση δεν μπορεί να λάβει χώρα λόγω θανάτου του εκζητούμενου προσώπου ή άλλης αιτίας.
2. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να αναλάβει την παράδοση των αντικειμένων εάν χρειάζεται προς τον σκοπόν μιας άλλης ποινικής διαδικασίας.
3. Τα δικαιώματα τρίτων πάνω στα αντικείμενα που παραδόθηκαν στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος παραμένουν άθικτα. Μετά τη λήψη της ποινικής διαδικασίας, τα αντικείμενα αυτά αποδίδονται στο Συμβαλλόμενο Μέρος που τα έστειλε για να παραδοθούν στους δικαιούχους.
4. Α` παράδοση των αντικειμένων δυνάμει της παραγράφου 1 γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 16 της παρούσας Συμβάσεως.
Άρθρο 51
Πληροφορίες για αποφάσεις σε ποινικές υποθέσεις
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα ανταλλάσσουν μια φορά το χρόνο πληροφορίες για αποφάσεις σχετικές με ποινικές υποθέσεις με ισχύ δεδικασμένου που εκδόθηκαν από τα δικαστήρια του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη εναντίον υπηκόων του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους.
2. Μετά από αιτιολογημένη αίτηση, τα Συμβαλλόμενα Μέρη δίνουν αμοιβαία πληροφορίες για ποινικές αποφάσεις που εκδόθηκαν εναντίον προσώπων που δεν είναι υπήκοοι του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Τελικές Διατάξεις
Άρθρο 52
Κύρωση, θέση σε ισχύ
1. Η παρούσα Σύμβαση θα κυρωθεί και θα τεθεί σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ανταλλαγή των εγγράφων επικυρώσεως που θα λάβει χώρα στην Αθήνα.
2. Τη στιγμή της θέσεως σε ισχύ της παρούσης Συμβάσεως θα παύσει να ισχύει η Συμφωνία εκδόσεως μεταξύ των δύο χωρών που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 1904.
3. Η παρούσα Σύμβαση θα μπορεί να καταγγελθεί από καθένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη. Η καταγγελία θα ισχύσει εξ μήνες μετά τη λήψη της γνωστοποιήσεως της από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος.
Σε πίστωση των ανωτέρων, οι πληρεξούσιοι των Συμβαλλομένων Μερών υπέγραψαν την παρούσαν Σύμβαση και έθεσαν τις σφραγίδες τους.
Έγινε στη Βουδαπέστη στις 8 Οκτωβρίου 1979, σε δύο πρωτότυπα, που και τα δύο συντάχθησαν στην Ελληνική, Ουγγρική και Γαλλική γλώσσα, και τα τρία δε κείμενα έχουν την ίδια ισχύ. Σε περίπτωση διαφοράς, το Γαλλικό κείμενο υπερισχύει.

Άρθρον δεύτερον
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 22 Απριλίου 1981

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ