Νόμος 1188 ΦΕΚ Α΄204/30.7.1981
Περί κυρώσεως του Κώδικος “περί καταστάσεως προσωπικού οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως”.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν
Α’
ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Κυρούται ο υπό της Ειδικής Επιτροπής του Νόμου 421/1976 καταρτισθείς κώδιξ καταστάσεως προσωπικού οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, έχων ούτω, πλην των διατάξεων των άρθρων α) 89 παρ. 10, εδάφιον τρίτον, 12 εδάφιον δεύτερον και 13,
β) 106, παρ. 3, ως προς την διαδικασίαν καθορισμού υπερωριακής εργασίας,
γ) 106, παρ. 5, ως προς τον ορισμόν των ημερών εκτός έδρας και
δ) 256.
2. Τα θέματα περί ών αι μη κυρούμεναι διατάξεις των μεν περ. α και β` της προηγουμένης παραγράφου ρυθμίζονται κατά τας διατάξεις των άρθρων 7 και 8 τον Ν. 754/1978 της δε περιπτώσεως γ` υπότων διατάξεων του Ν.Δ. 65/1973. Η ωριαία αποζημίωσις υπερωριακής εργασίας περί ης αι διατάξεις του άρθρου 109 είναι ίση προς την εκάστοτε καταβαλλομένην εις τους δημοσίους υπαλλήλους.
3. Η ισχύς τον παρόντος νόμου άρχεται από 15ης Ιουλίου 1981.
Σχετικό: ΝΟΜΟΣ 3584, (ΦΕΚ Α 143/28.6.2007) “Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων”
Άρθρο 1
Εννοια όρων.
1. Οπου εις τον παρόντα κώδικα αναφέρονται”οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως” (ΟΤΑ) νοούνται οι δήμοι, αι κοινότητες, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα και νομικά πρόσωπα και οι σύνδεσμοι δήμων, κοινοτήτων και δήμων και κοινοτήτων.
2. Οπου δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος κώδικος λαμβάνεται υπ` όψιν ο πληθυσμός, ως τοιούτος νοείται ο πραγματικός πληθυσμός εμφαινόμενος εις τους δημοσιευθέντας επισήμους πίνακας της τελευταίας απογραφής του πληθυσμού.
Άρθρο 2
Εκτασις εφαρμογής-Διαίρεσις ύλης.
1. Εις τας διατάξεις του παρόντος κώδικος ο οποίος διαιρείται εις τέσσαρα μέρη υπάγεται το πάσης φύσεως προσωπικόν των ΟΤΑ, ως κάτωθι:
α) Εις τας διατάξεις του πρώτου μέρους υπάγεται το μόνιμονπροσωπικόν των δήμων, των κοινοτήτων πληθνσμού άνω των δυο χιλιάδων (2000) κατοίκων των δημοτικών και κοινοτικών Ιδρυμάτων και των λοιπών ΟΤΑ επί του οποίου μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος εφαρμόζονται αι διατάξεις περί προσωπικού των κοινοτήτων πληθυσμού άνω των δυο χιλιάδων κατοίκων.
β) Εις τας διατάξεις του δευτέρου μέρους υπάγονται οι μόνιμοι κοινοτικοί γραμματείς ειδικής περιωρισμένης διαβαθμίσεως και οι μόνιμοι αδιαβάθμιστοι υπάλληλοι των κοινοτήτων και των δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων και των συνδέσμων εν γένει,
γ) εις τας διατάξεις τον τρίτου μέρους, υπάγεται το προσωπικόν ειδικών θέσεων και το επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσλαμβανόμενον προσωπικού.
2. Το τέταρτον μέρος περιλαμβάνει τας τελικάς και μεταβατικάς διατάξεις.
Άρθρο 3
Προϋποθέσεις υπαγωγής προσωπικού ΟΤΑ εις τας διατάξεις του πρώτου μέρους.
1. Εις τας διατάξεις του πρώτου μέρους δύναται να υπαχθούν:
α) οι μόνιμοι κοινοτικοί γραμματείς ειδικής περιωρισμένης διαβαθμίσεως και το αδιαβάθμιστονμόνιμονπροσωπικόν των κοινοτήτων, αι οποίαι κατά τα δύο τελευταία οικονομικά έτη επραγματοποίησαν μέσον όρον τακτικών εσόδων ποσόν τουλάχιστον τριπλάσιον του ποσού εις το οποίον ανέρχεται ή έτησια δαπάνη του βασικού μισθού δύο υπαλλήλων 10ου βαθμού του κλάδου ΜΕ.
β) το προσωπικόν δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων, τα οποία ως εκ τον σκοπού της συστασεώς των και της εν γένει δράσεως αυτών προώρισται να έχουν μακρόν βίον, συντρεχούσης και της οικονομικής προϋποθέσεως της επομένης περιπτώσεως.
γ) το προσωπικόν συνδέσμων δήμων, κοινοτήτων ή δήμων και κοινοτήτων οι οποίοι καλύπτουν διαρκούς φύσεως ανάγκας. Η υπαγωγή του προσωπικού των συνδέσμων επιτρέπεται μόνον εφ` όσον, εις την απόφασιν του διοικητικού συμβουλίον τον συνδέσμον, καθορίζονται ο αριθμός και ή διαβάθμισις των συνιστωμένων θέσεων μονίμου προσωπικού και ο σύνδεσμος κατά τα δυο τελευταία οικονομικά έτη, επραγματοποίησε μέσον όρον πάσης φύσεως τακτικών εσόδων ποσόν τουλάχιστον διπλάσιον του ποσού εις το οποίον ανέρχεται ή ετήσια δαπάνη του βασικού μισθού μετά τον χρόνο επιδόματος του καταληκτικού βαθμού των προτεινομένων θέσεων. Δια τον υπολογισμόν του μέσου ορού αφαιρούνται από τα πάσης φύσεως ετησία τακτικά έσοδα αι αντίστοιχοι υποχρεωτικαίδαπάναι και δαπάναι διοικήσεως τα τοκοχρεωλύσια δανείων και αι εν γένει δαπάναι μισθοδοσίας του απασχολουμένου επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού, εφόσον αι θέσεις αύται δεν μετατρέπονται εις τοιαύτας μονίμου προσωπικού.
2. Η υπαγωγή του προσωπικού της παρ. 1 ενεργείται με απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου ή διοικητικού συμβουλίου του νομικού προσώπου ή συνδέσμου, ύστερα απά σύμφωνη γνωμοδότηση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Το υπηρεσιακό συμβούλιο γνωμοδοτεί κατόπιν εγγράφου ερωτήματος που απευθύνει προς αυτό ο εκπροσωπών τον οικείο οργανισμό ή κατόπιν αίτησης των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων. Προκειμένου περί συνδέσμων που έχουν την έδρα τους στην περιφέρεια του Νομού Αττικής και οι μετέχοντες δήμοι και κοινότητες ανήκουν σε διαφορετικούς νομούς ή νομαρχίες, αρμόδιο για την έκδοση της γνωμοδότησης είναι το υπηρεσιακό συμβούλιο της Νομαρχίας Αθηνών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.1 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
3. Το υπηρεσιακόνσυμβούλιον γνωμοδοτεί ητιολογημένως περί της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων της κατά την παράγρ. 1 του παρόντος υπαγωγής.
4. Κατά την εν τη παραγράφω 2 διαδικασίαν επιτρέπεται άρσις της υπαγωγής του προσωπικού των ΟΤΑ του παρόντος άρθρου, ως και του προσωπικού των κοινοτήτων της περιπτώσεως α` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 εφ` όσον άπασαι αι υπότου οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας προβλεπόμεναι θέσεις μονίμου προσωπικού είναι κεναί και διαπιστούταιέλλειψις των υπότης παραγράφου 1 του παρόντος άρθρονοριζομένων οικονομικών προϋποθέσεων. Ειδικώς επί κοινοτήτων πληθυσμού άνω των δύο χιλιάδων κατοίκων απαιτείται και μείωσις του πληθυσμού κάτω του ορίου τούτου. Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται και επί του προσωπικού των λοιπών ΟΤΑ, πλην των ιδρυμάτων επί του οποίον μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος εφηρμόζοντο αι διατάξεις περί του προσωπικού των κοινοτήτων πληθυσμού άνω των δύο χιλιάδων κατοίκων.
Άρθρο 4
Ενταξις προσωπικού υπαγομένου εις το Α`Μέρος.
1. Εντοςτριμήνον από της δημοσιεύσεως εις την εφημερίδα της κυβερνήσεως της κατά το άρθρον 3 παρ. 2 αποφάσεως του νομάρχου, δι` αποφάσεως του οικείου ΟΤΑ καταρτίζεται ο οργανισμός εσωτερικής υπηρεσίας κατά τας διατάξεις του άρθρου 12. Εις τας δι` αυτού συνιστωμένας θέσεις εντάσσεται το κατά τον χρόνον δημοσιεύσεως της κατά τα ανωτέρω αποφάσεως τον νομάρχου υπηρετούν εις τον οικείον ΟΤΑ μόνιμονπροσωπικόν. Το έπισχέσει εργασίας ιδιωτικόν δικαίου προσωπικόν κατατάσσεται εις αντιστοίχον ειδικότητος θέσεις επί τη αυτή σχέσεισυνιστωμένας κατά τα ανωτέρω.
2. Η ένταξις ενεργείται δια πράξεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου του οικείου ΟΤΑ, εκδιδομένης μετά προηγουμένηνσύμφωνονγνωμοδότησιν τον αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου και δημοσιευομένης, εν περιλήψει εις την εφημερίδα της κυβερνήσεως. Η πράξις της εντάξεως εκδίδεται εντός διμήνου από της περιελεύσεως εις την υπηρεσίαν του οικείου ΟΤΑ της γνωμοδοτήσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου, ήτις προκαλείται δι` εγγράφου του απευθυνομένου υποχρεωτικώς προς το υπηρεσιακόνσυμβούλιον εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του οργανισμού εσωτερικής υπήρεσιας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.2 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
3. Η ένταξις ενεργείται επί τη βάσει των τυπικών, πλην της ηλικίας, προσόντων του υπαλλήλου εις τον εισαγωγικόνβαθμόν της αντιστοίχου θέσεως, δύναται, όμως μετ` εκτίμησιν των ονσιαστικών προσόντων αυτού, να γίνη και εις ανώτερονβαθμόν, εάν ο εντασσόμενος έχηχρόνον πραγματικής υπηρεσίας εν τη εννοία της παρ. 2 του άρθρου 219 ίσον ή ανώτερον προς τον κατά τας διατάξεις του παρόντος κώδικοςαπαιτούμενον προς προαγωγήν εις τον ανώτερον τούτον βαθμόν και διανυθέντα μετά των τυπικών προσόντων της θέσεως. Δεν επιτρέπεται ένταξις εις βαθμόνανώτερον του 6ου. Ο τυχόν πλεονάξων χρόνος μετά την κατά τα ανωτέρω ένταξιν των υπαλλήλων, λογίζεται ως διανυθείς εις τον βαθμόν εις τον οποίον θα ενταχθή έκαστος, υπολογιζόμενος δια την προαγωγήν εις τον επόμενονβαθμόν.
4. Κατ` εξαίρεσιν των οριζομένωνυπότων διατάξεων των άρθρων 41 έως και 85 οι στερούμενοι των απαιτουμένων δια τας θέσεις γραμματικών προσόντων δύνανται να ενταχθούν ή να προαχθούν, αλλ` εις βαθμόν ουχί ανώτερον του μεθεπομένου του εισαγωγικού της θέσεως.
5. Οι εντασσόμενοι εις βαθμόνανώτερον του εισαγωγικού καθίστανται αυτοδικαίως μόνιμοι από της δημοσιεύσεως της εντάξεως των, οι δε λοιποί μονιμοποιούνται κατά τας διατάξεις του άρθρου 103 του παρόντας.
6. Η κατά τας προηγουμένας παραγράφου δεν ενεργείται, εφ` όσον κατ` αίτησιν του ενδιαφερομένου υπαλλήλου αύτη καθιστά χείρονα την θέσιν αυτού. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβληθεί μέσα σε ένα δίμηνο από τη δημοσίευση της απόφασης της παρ. 2 του άρθρου 3 του παρόντος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.3 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
7. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επι του μονίμου προσωπικού των κοινοτήτων των οποίων ο πληθυσμός ήθελενυπερβή τους δυο χιλιάδας κατοίκους.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΜΟΝΙΜΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α`
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ-ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΑΙ ΕΠΙΤΡΟΠΑΙ -ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Α` ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΑΙ ΕΠΙΤΡΟΠΑΙ
Άρθρο 5
Υπηρεσιακόν συμβούλιον παρ`εκάστη νομαρχία.
Σημ.: όπως το άρθρο 5 αντικαταστάθηκε από την παρ.4 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
1. Συνιστάται σε κάθε νομό και νομαρχία υπηρεσιακό συμβούλιο συγκροτούμενο με απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή το οποίο αποτελείται από:
α) τρεις (3) δημοτικούς ή κοινοτικούς υπαλλήλους που ορίζονται από τον Περιφερειακό Διευθυντή, ύστερα από υπόδειξη της διοικούσας επιτροπής της τοπικής ένωσης δήμων και κοινοτήτων,
β) δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων, που εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία. Ο τρόπος, η διαδικασία και οι λοιπές προϋποθέσεις της εκλογής καθορίζονται με απάφαση του Υπουργού Εσωτερικών μετά γνώμη της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Π.Ο.Ε. – Ο.Τ.Α.).
Η γνώμη της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης παρέχεται μέσα σε προθεσμία που τάσσεται από τον Υπουργό Εσωτερικών και δεν μπορεί να είναι μικράτερη από δεκαπέντε (15) ημέρες. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής η απόφαση εκδίδεται χωρίς τη γνώμη της Π.Ο.Ε. – Ο.Τ.Α..
2. Καθήκοντα γραμματέα του συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος του δήμου της έδρας του νομού, με εξαίρεση τα συμβούλια νομαρχιών Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης που καθήκοντα γραμματέα εκτελεί υπάλληλος του πολυπληθέστερου δήμου, πλήν των Δήμων Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.
Ο γραμματέας του συμβουλίου πρέπει να είναι κλάδου ΠΕ1 διοικητικού ή ΤΕ17 διοικητικών λογιστικών ή ΔΕ1 διοικητικών με βαθμό τουλάχιστον Γ`.
3. Ως τόπος συνεδρίασης του συμβουλίου ορίζεται το κατάστημα του δήμου της έδρας του νομού και το κατάστημα του πολυπληθέστερου δήμου για τα συμβούλια των νομαρχιών του Νομού Αττικής και του Νομού Θεσσαλονίκης, πλην των Δήμων Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.
4. Στη διοικητική περιφέρεια της Νομαρχίας Αθηνών συνιστώνται τρία (3) υπηρεσιακά συμβούλια με αρμοδιότητα τους κατωτέρω Ο.Τ.Α.:
Α`. Υπηρεσιακό Συμβούλιο:
Ταύρου, Μοσχάτου, Καλλιθέας, Ν. Σμύρνης, Π. Φαλήρου, Αγ. Δημητρίου, Δάφνης, Υμηττού, Βύρωνα, Ηλιούπολης, Αλίμου, Αργυρούπολης, Ελληνικού και Γλυφάδας.
Β`. Υπηρεσιακό Συμβούλιο:
Αιγάλεω, Αγ. Βαρβάρας, Χαϊδαρίου, Περιστερίου, Πετρούπολης, Ν. Λιοσίων, Αγ. Αναργύρων και Καματερού.
Γ`. Υπηρεσιακό Συμβούλιο:
Νέας Χαλκηδόνας, Ν. Φιλαδέλφειας, Μεταμόρφωσης, Ν. Ιωνίας, Ηρακλείου, Λυκόβρυσης, Πεύκης, Γαλατσίου, Φιλοθέης, Ψυχικού, Ν. Ψυχικού, Χολαργού, Παπάγου, Ζωγράφου, Καισαριανής, Αγ. Παρασκευής, Χαλανδρίου, Βριλησσίων, Μελισσίων, Πεντέλης, Ν. Πεντέλης, Εκάλης, Νέας Ερυθραίας, Αμαρουσίου και Κηφισίας.
5. Τα ανωτέρω υπηρεσιακά συμβούλια της Νομαρχίας Αθηνών συγκροτούνται με απόφαση του Περιφεpειακού Διευθυντή και αποτελούνται από:
α. τρεις (3) δημοτικούς ή κοινοτικούς υπαλλήλους που ορίζονται από τον Περιφερειακό Διευθυντή, ύστερα από υπόδειξη της διοικούσας επιτροπής της τοπικής ένωσης δήμων και κοινοτήτων,
β. δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων των οικείων Ο.Τ.Α., που εκλέγονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στν περίπτωση β. της υποπαραγράφου (1) αυτού του άρθρου,
Καθήκοντα γραμματέα εκτελεί υπάλληλος του πολυπληθέστερου δήμου.
Ως τόπος σύνεδρίασης των ανωτέρω συμβουλίων ορίζεται το κατάστημα του πολυπληθέστερου δήμου.
Άρθρο 6
Υπηρεσιακόν συμβούλιον παρά τοις Δήμοις Αθηναίων,Πειραιώς και Θεσσαλονικής.
Σε καθέναν από τους Δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης συνιστάται υπηρεσιακό συμβούλιο που συγκροτείται με απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή και αποτελείται από:
α. τρεις (3) δημοτικούς υπαλλήλους που ορίζονται από το δημοτικό συμβούλιο, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της περίπτωσης α` της υποπαραγράφου (1) αυτού του άρθρου,
β. δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων του οικείου δήμου, που εκλέγονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση β` της υποπαραγράφου (1) αυτού του άρθρου.
Καθήκοντα γραμματέO εκτελεί διοικητικού ή ΤΕ17 διοικητικών – λογιστικών ή ΔΕ1 διοικητικών του οικείου δήμου με βαθμό τουλάχιστον Γ` που προτείνεται από το δήμαρχο.
(7). Για τα υπηρεσιακά συμβούλια των υποπαραγράφων (1), (4) και (6) της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου ισχύουν τα ακόλουθα:
α. Τα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου ορίζονται ή εκλέγονται με ισάριθμους αναπληρωτές. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση αιρετού μέλους του συμβουλίου, τακτικό μέλος ορίζεται ο επόμενος στη σειρά εκλογής για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της θητείας.
β. Με την απόφαση συγκρότησης του υπηρεσιακού συμβουλίου ορίζεται ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής του μεταξύ των τακτικών μελών του υπηρεσιακού συμβουλίου.
γ. `Οταν το υπηρεσιακό συμβούλιο λειτουργεί ως πειθαρχικό, α πρόεδρος αντικαθίσταται από δικαστικό λειτουργό ή σύμβουλο ή πάρεδρο ταυ Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με άσα προβλέπονται στις διατάξεις της παραγράφου Β1 του άρθρου 40 του ν. 1884/1990 (ΦΕΚ 81 Α`).
δ. Αν τα αιρετά μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου περιλαμβάνονται μεταξύ αυτών που κρίνονται για προϊστάμενοι οργανικής μονάδας, αυτά κρίνονται κατά την πρώτη συνεδρίαση και δεν μπορούν να συμμετέχουν σε αυτή για την κρίση που τους αφορά. Αν και τα αναπληρωματικά μέλη έχουν το ίδιο κώλυμα, το υπηρεσιακό συμβούλιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα μέλη.
ε. Κατά τα λοιπά για τη συγκρότηση, λειτουργία και τήρηση πρακτικών των υπηρεσιακών συμβουλίων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 8, 9 κάι 10 του ν. 1188/1981, όπως ισχύουν και κατά το μέρος που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος.
(8). `Εως τη συγκρότηση των υπηρεσιακών συμβουλίων του άρθροου αυτού εξακολουθούν να λειτουργούν τα υπάρχοντα.
(9). Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού, τα αιρετά μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων των υποπαραγράφων (1) και (6) του παρόντος, καθώς και οι αναπληρωτές τους, είναι αυτά που έχουν εκλεγεί σύμφωνα με την 27581/16.6.1994 απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών (ΦΕΚ 486 Β`) με την επιφύλαξη της υποπαραγράφου (4) του άρθρου αυτού”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.4 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
Άρθρον 7
Υπηρεσιακόν συμβούλιον παρά τωΥπουργείω Εσωτερικών.
1. Παρά τω Υπουργείω Εσωτερικών, συνιστάται υπηρεσιακόνσυμβούλιον προσωπικού των εν άρθρω 2 του παρόντος ΟΤΑ, συγκροτούμενον δι` αποφάσεως τον Υπουργού Εσωτερικών και αποτελούμενον:
α) εκ του γενικού διευθυντού τοπικής αυτοδιοικήσεως, ως προέδρου,
β) εκ του αναπληρωτού γενικού διευθυντού τοπικής αυτοδιοικήσεως,
γ) εκ του διενθυντού της διενθύνσεως προσωπικού οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως,
δ) εξ ενός υπαλλήλου κλάδου ΑΤ επί βαθμούς 3ω ή 2ω της γενικής διευθύνσεως τοπικής αυτοδιοικήσεως και
ε) εκ τριών δημοτικών υπαλλήλων των δήμων τέως διοικήσεως πρωτευούσης κλάδου ΑΤ1 επί βαθμοίς 1ω εως 3ω, οριζομένων υπό του Υπουργού Εσωτερικών.
2. Καθήκοντα γραμματέως εκτελεί διοικητικός υπάλληλος κλάδου ΑΤ1 της διευθύνσεως ΠΟΤΑ του Υπουργείου Εσωτερικών επί 8ω βαθμώ τουλάχιστον.
3. Το κατά το παρόν άρθρονυπηρεσιακόνσυμβούλιον είναι αρμόδιον δια την κρίσιν των υπαλλήλων, περί ων το άρθρον 2 του παρόντος ΟΤΑ έπιβαθμώ 3ω και άνω, προκειμένου δε περί προαγωγών επί βαθμά 4ω και άνω.
Άρθρον 8
Συγκρότησις υπηρεσιακών συμβουλίων.
1. Τα μέλη εκάστου υπηρεσιακού συμβουλίου μετά ισαρίθμων αναπληρωματικών ορίζονται επί διετεί θητεία αρχομένην από 1ης Ιανουαρίου δι` αποφάσεως του αρμοδίου προς συγκρότησιν αυτών οργάνου, εκδιδομένης εντός του μηνός Δεκεμβρίου του δευτέρου έτους της θητείας των.
2. Διαρκούσης της θητείας δεν επιτρέπεται ή αντικατάστασις των προέδρων, μελών και γραμματέων των υπηρεσιακών συμβουλίων, τακτικών τε και αναπληρωματικών, ει μη κατά την αυτήν διαδικασίαν εφ` όσον συντρέχουν σοβαροί υπηρεσιακοί λόγοι βεβαιούμενοι δια της σχετικής αποφάσεως.
3. Δια της περί συγκροτήσεως των συμβουλίων αποφάσεως ορίζονται οι γραμματείς αυτών μετά των αναπληρωτών των.
4. Εαν τα δημοτικά συμβούλια δεν ήθελον ορίσει τα μέλη και οι δήμαρχοι τα μέλη ή τους γραμματείς των υπηρεσιακών συμβουλίων μέχρι και της εικοστής Δεκεμβρίου, ούτοι ορίζονται υπο του αρμοδίου προς συγκροτησίν του συμβουλίου οργάνου.
Άρθρον 9
Λειτουργία υπηρεσιακών συμβουλίων.
1. Εκαστονυπηρεσιακόνσυμβούλιον αποτελεί ιδίαν αρχήν.
2. Τα υπηρεσιακά συμβούλια γνωμοδοτούν ή αποφασίζουν εις τας υπο του νόμου οριζομένας περιπτώσεις, κατόπιν εγγράφου ερωτήματος απευθυνομένου προς αυτά υπό του κατά περίπτωσιν αρμοδίου οργάνου.
3. Τα υπηρεσιακά συμβούλια συνεδριάζουν του άρθρον 5 εν τω καταστήματι της οικείας νομαρχίας, του άρθρου 6 εν τη καταστήματι του οικείου δήμου και του άρθρου 7 εκ τω καταστήματι του Υπουργείου Εσωτερικών.
4. Το συμβούλιον συνέρχεται τη προσκλήσει και υπό την προεδρίαν του προέδρου τούτου, όστις καταρτίζει την ημερησίανδιάταξιν των προς συζήτησιν θεμάτων και ορίζει εισηγητάς εκ των μελών του συμβουλίου. Εν τη προσκλήσει αναγράφονται τα προς συζήτησιν θέματα και οι εισηγηταί τούτων.
Η πρόσκλησις επιδίδεται εις τα μέλη τρεις τουλάχιστον πλήρεις ημέρας προ της συνεδριάσεως. Ωσαύτως, ο Πρόεδρος μεριμνά εγκαίρως, προ της εις το συμβούλιον εισαγωγής θέματος, δια την συγκέντρωσιν πάντων των στοιχείων, των αναγκαιούντων, προς μόρφωσιν ασφαλούς γνώμης, των οίκειων οργανισμών υποχρεουμένων να υποβάλουν εγκαίρως πλήρη φάκελλον της υποθέσεως.
5. Τα θέματα της ημερησίας διατάξεως καταχωρίζονται εις τα πρακτικά της συνεδριάσεως και συζητούνται κατά την εν αυτή οριζομένην σειράν αυτών. Μεταβολή της σειράς ή προσθήκη ετέρον θέματος επιτρέπεται κατόπιν αποφάσεως του συμβουλίου αναφερομένης εις τα πρακτικά.
6. Η εις το συμβούλιον συμμετοχή αναπληρωματικού μέλους επιτρέπεται μόνον εν περιπτώσει απουσίας ή κωλύματος του τακτικού, γενομένης ρητής μνείας εις τα πρακτικά.
7. Εν περιπτώσει απουσίας τον προέδρου ή του αναπληρωτού αυτού τον συμβουλίου προεδρεύει του μεν άρθρου 7 ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής τοπικής αυτοδιοικήσεως του Υπουργείου Εσωτερικών και τούτον απόντος ή κωλυομένου, ο κατά βαθμόν ανώτερος και επί ισοβάθμων ο αρχαιότερος, των δε άρθρων 5 και 6 ο κατά βαθμόν ανώτερος και επί ισοβάθμων ο αρχαιότερος. Εις πάσαν περίπτωσιν τηρείται το προβάδισμα των κλάδων.
8. Τα συμβούλια συνεδριάζουν τα μεν επταμελή παρόντων πέντε τουλάχιστον μελών, τα δε πενταμελή παρόντων τριών τουλάχιστον μελών. Δια την λήψιν αποφάσεων ή έκδοσιν γνωμοδοτήσεως απαιτείται δια πάσαν περίπτωσιν απόλυτος πλειοψηφία των παρόντων. Εν ισοψηφία επικρατεί ή ψήφος του προέδρου.
9. Του συμβουλίου δεν δύναται να μετάσχουν νεώτεροι ή κατώτεροι του κρινομένον, εφ` όσον υπηρετούν εις τον αυτόν οργανισμόν μετά του κρινομένου. Εις την περίπτωσιν ταύτην ως και εις την περίπτωσιν κωλύματος, κατά το άρθρον 99 μελών του συμβουλίου, τούτο συνεδριάζει νομίμως δια των υπολοίπων μελών αυτού κατά τα λοιπά εφαρμοζομένων των εις την προηγουμένηνπαράγραφονοριζομένων.
Άρθρον 10
Τήρησις πρακτικών.
1. Τα πρακτικά έκαστης συνεδριάσεως τηρούνται επιμελεια του γραμματέως, τη έποπτεια του προέδρου. Εν αρχή των πρακτικών εκάστης συνεδριάσεως γίνεται μνεία του προέδρου ή του αναπληρωτούν αυτού, των λοιπών κληθέντων και παρασάντων τακτικών μελών του συμβουλίου, των εκ τούτων απόντων καίτοι κληθέντων ή δηλωσάντων κώλυμα των εις αναπλήρωσιν αυτών κατά σειρά κληθέντων μελών και του γραμματέως τον συμβουλιού καταχωρίζονται υπό του γραμματέως τα καθ` εκάστην συνεδρίασιν τούτου συζητηθέντα και αποφασισθέντα, ως και η γνώμη των τυχόν μειοψηφησάντων. Τα πρακτικά εκάστης συνεδριάσεως υπογράφονται υπο του προέδρου και του γραμματέως και καταχωρίζονται εις ειδικόνβιβλίοναριθμημένον και μονογραφημένον υπό του προέδρου. Αντί ειδικού βιβλίου δύναται να χρησιμοποιούνται φύλλα χάρτου τα οποία βιβλιοδετούνται κατ` έτος μερίμνη της οικείας υπηρεσίας.
2. Ο πρόεδρος του συμβουλίοναποστέλει εις τον οικείονοργανισμόνκεκυρωμένοναντίγραφον των πρακτικών εκάστης συνεδριάσεως μετά του σχετικού φακέλλου.
3. Ο γραμματεύς τον συμβουλίου τηρεί το πρωτόκολλον, αρχείον και το βιβλίον πρακτικών και διεκπεραιεί τα έγγραφα τον συμβουλίου κατά τας εντολάς και οδηγίας του προέδρου.
Άρθρον 11
Υγειονομικαι επιτροπαί.
1. Αι κατά τας διατάξεις του κώδικος καταστάσεως δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων υγειονομικαίεπιτροπαί γνωματεύουν και προκειμένου περί των υπαλλήλων των ΟΤΑ, εις ας περιπτώσεις απαιτείται τοιαύτη γνωμάτευσις, κατά τας διατάξεις του παρόντος κώδικος.
2. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθρων 10, 11, 12, 13, 14 και 111 του Π.Δ. 611/1977 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίονκείμενον, υπότίτλον “Υπαλληλικός Κώδιξ”, των ισχυουσών διατάξεων των αναφερομένων εις την κατάστασιν των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ.” η ως αύται εκάστοτε ισχύουν.
Β΄
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Άρθρον 12
Οργανισμοί εσωτερικής υπηρεσίας Συγκρότηση υπηρεσιών
Σημ.: όπως το άρθρο 12, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 26 παρ.1 του Ν.1832/1989 (ΦΕΚ Α 54) και συμπληρωθεί με την παρ.6 του άρθρου 26 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62),ααντικαταστάθηκε πάλι από την παρ.5 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
1. Με τον οργανισμό εσωτερικής υπηρεσίας καθορίζονται η εσωτερική διάρθρωση των υπηρεσιών σε διευθύνσεις, τμήματα και γραφεία, οι αρμοδιότητές τους και οι θέσεις κατά κατηγορίες και κλάδου προσωπικού.
2. Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού ή διοικητικού συμβουλίου ψηφίζονται οι οργανισμοί εσωτερικής υπηρεσίας των δήμων, κοινοτήτων, δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων, ιδρυμάτων και συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων, αντίστοιχα, και εκδίδεται πράξη του Περιφερειακού Διευθυντή, ύστερα από γνώμη του οικείου υπηρεαιακού συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Η σύσταση θέσεων προσωπικού με τους οργανισμούς εσωτερικής υπηρεσίας των Ο.Τ.Α. γίνεται μετά από εκτίμηση των υπηρεσιακών αναγκών και με την προϋπόθεση ότι για τη σύσταση κάθε νέας τακτικής θέσης θα πρέπει ο μέσος άρος των τακτικών εσόδων των δύο τελευταίων χρόνων, κάθε Ο.Τ.Α., να είναι διπλάσιος του ποσού στο οποίο ανέρχεται η ετήσια δάπάνη του βασικού μισθού μετά της Α.Τ.Α. του καταληκτικού μισθολογικού κλιμακίου των πρατεινόμενων θέσεων, πολλοπλασιαζομένης της δαπάνης αυτής επί δύο (2).
4. Τροποποίηση των οργανισμών εσωτερικής υπηρεσίας των Ο.Τ.Α. γίνεται με την ανωτέρω διαδικασία. Με επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 317, 318 και 320 δεν επιτρέπεται η τροποποίηση των οργανισμών κατά το τελευταίο έτος της δημοτικής ή κοινοτικής περιόδου.
5. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή όταν πράκειται για τη σύσταση θέσεων προσωπικού των συμβουλίων περιοχής. Για τη σύσταση θέσεων προσωπικού με τους οργανισμούς εσωτερικής υπηρεσίας των συμβουλίων περιοχής λαμβάνονται ιδίως υπόψη ο αριθμός των Ο.Τ.Α. που απαρτίζουν το συμβούλιο περιοχής, η εδαφική έκτασή τους, ο πληθυσμός τους, τα προσδοκώμενα έσοδά τους, η έκταση του οδικού, ηλεκτρικού, υδρευτικού και αποχετευτικού δικτύου τους, καθώς και κάθε άλλος παράγοντας που αναδεικνύει την αναπτυξιακή τους δραστηριότητα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΚΑΙ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ
Άρθρον 13
Προσόντα διορισμού.
1. Τα κατά τα επόμενα άρθρα προσόντα δέον να έχη ο υποψήφιος και κατά τον χρόνον του διαγωνισμού ή επί επιλογής κατά την ημέραν της λήξεως της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων των υποψηφίων και κατά τον χρόνον του διορισμού.
2. Κατ` εξαίρεσιν το κατά το άρθρον 15 όριον της ηλικίας, δέον να έχη ο υποψήφιος κατά τον χρόνον του διαγωνισμού.
Άρθρον 14
Ελληνική Ιθαγένεια.
1. Ουδείς διορίζεται αν δεν κέκτηται την Ελληνικήν Ιθαγένειαν.
2. Αλλογενής αποκτήσας την Ελληνικήν Ιθαγένειαν, δια πολιτογραφήσεως, δεν δύναται να διορισθή προ της συμπληρώσεως πενταετίας από ταύτης.
3. Διορισμός αλλοδαπών επιτρέπεται μόνον εις τας υπό ειδικών νόμων προβλεπομένας περιπτώσεις.
Άρθρον 15
Ηλικία.
1. Ουδείς διορίζεται προ της συμπληρώσεως του 21ου ή μετά την συμπλήρωσιν τον 35ον έτους της ηλικίας του. Επιτρέπονται εξαιρέσεις καθοριζόμεναι δια διαταγμάτων εκδιδομένων επί τη προτάσει του Υπουργού Εσωτερικών.
2. Δια την εφαρμογήν της προηγουμένης παραγράφου ως ημέρα γεννήσεως λαμβάνεται ή 1η Ιανοαρίου του έτους γεννήσεως.
Άρθρον 16
Κωλύματα διορισμού.
1. Δεν διορίζεται υπάλληλος:
α) ο μη εγεγγραμμένος, προκειμένον μεν περί αρρένων εις το μητρώον αρρένων, προκειμένου δε περί θηλέων εις το γενικόν μητρώον των δημοτών.
β) ο μη εκπληρώσας τας στρατιωτικάς αυτού υποχρεώσεις ή μη απαλλαγείς τούτων νομίμως,
γ) ο ανυποταχτος ή ο τελεσιδίκως καταδικασθείς επι λιποταξία
δ) ο λόγω καταδίκας στερηθείς των πολιτικών δικαιωμάτων και μετά την λήξιν τον ορισθέντος δια την στέρησιν χρόνον,
ε) ο καταδικασθείς εις οιανδήποτε ποινήν επί κλοπή, υπεξαιρέσει,απάτη, εκβιάσει, πλαστογραφία, απιστία, δωροδοκία, καταπιέσει,παραβάσει καθήκοντος, εγκλήματι κατά των ηθών και συκοφαντική δυσφημήσει,
στ) ο υποδικος ο δια τελεσιδίκου βουλεύματος παραπεμφθείς ή επί κακουργήματι ή επί τινι των εν τη προηγουμένη περιπτώσει αναφερομένων πλημμελημάτων,
ζ) ο τελών υπό απαγόρευσιν ή δικαστικήν αντίληψιν,
η) ο μη κεκτημένος το προσήκον ήθος. Εις το ήθος περιλαμβάνεται και ή αφοσίωσις εις την Πατρίδα και την Δημοκρατίαν κατά το Σύνταγμα,
θ) ο δι` αποφάσεως υπηρεσιακού συμβουλίου δια πειθαρχικός λόγους απολυθείς εκ θέσεως δημοσίου υπαλλήλον, υπαλλήλον οργανισμού τοπικής αντοδιοικήσεως ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, και
ι) ο μη ων υγιής.
2. Η παραγραφή αδικήματος, εφ` ω διετάχθη παραπομπή δια τελεσιδίκου βουλεύματος, ή αποκατάστασις, ή αμνηστία και ή χάρις δεν αίρουν την κατά την προηγουμένην παράγραφον ανικανότητα. Η χάρις μετ` άρσεως των συνεπειών αίρουν την ανικανότητα προς διορισμόν.
3. Η περί της οικείας και αρτιμελείας πιστοποίησις γίνεται υπο της οικείας υγειονομικής επιτροπής, κατά τας διατάξεις του άρθρου 11,είναι δε ανίσχυρος μετά πάροδον εξαμήνου από της εκδόσεως της, ως και εις περίπτωσιν καθ` ην δεν στηρίζεται επί ακτινογραφίας θώρακος.
4. Η πιστοποίησις ότι ο ενδιαφερόμενος δεν παρουσιάζει υγείαν και αρτιμέλειαν, επιτρέπουσαν τον διορισμόν, υποκειται εις ένστασιν ενώπιον της οικείας δευτεροβάθμιου υγειονομικής επιτροπής. Δια τους εξαιρεθέντας της στρατιωτικής υπηρεσίας εκ λόγων υγείας, δέον να πιστοποιήται προσθέτως παρά της υγειονομικής επιτροπής ότι αποκατεστάθη πλήρως ή υγεία αυτών και ότι δεν θεωρείται ως πιθανή ή υποτροπή της νόσου, ως εκ της αναλήψεως της δι` ην προορίζονται υπηρεσίας.
5. Οι κατά το άρθρον 25 του ν. 232/1Ι975 “περί επιμορφώσεως δημοσίων υπαλλήλων”, υπότροφοι του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, αθετούντες τας κατά το άρθρον τούτο υποχρεώσεις, κωλύονται επί πενταετίαν να διορισθούν εφ` οιαδήποτε σχέσει, εις ετέραν θέσιν ΟΤΑ.
Άρθρον 17
Δήλωσις υποψηφίου προς διορισμόν.
Ο υποψήφιος προς διορισμόν υποβάλλει δήλωσιν, εν α αναφέρει εάν τυχόν έχη καταδικασθή λόγω ποινικού αδικήματος ή απολυθή εκ θέσεως δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δια πειθαρχικούς λόγους, ως και παν έτερον στοιχείον περί τον βίου του, ζητουμένου παρ` αυτού.
Ο υποβαλών ψευδή δήλωσιν υπέχει τας εκ του νόμου συνεπείας.
Άρθρον 18
Διαγωγισμός.
1. Ουδείς, εξαιρέσει των εν άρθρω 20 περιπτώσεων, διορίζεται υπάλληλος αν μη επιτύχη εις διαγωνισμόν ενώπιον τριμελούς επιτροπής συγκροτουμένης
α) εξ ενός ανωτέρου μονίμου δημοσίου υπαλλήλου και “β) από δύο μόνιμους δημοτικούς υπαλλήλους. Για την πλήρωση θέσεων κοινοτήτων, αντί των δημοτικών υπαλλήλων ορίζονται δύο μόνιμοι κοινοτικοί υπάλληλοι.
`Ολα τα μέλη της επιτροπής πρέπει να είναι υπάλληλοι των κλάδων ΑΤ,με εξαίρεση τις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων κλάδου ΑΡ και ΜΕ, κατά τις οποίες, όταν λείπουν υπάλληλοι κλάδων ΑΤ, τα μέλη της επιτροπής ορίζονται από τους κλάδους αυτούς”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 παρ. 4 του Ν. 1416/1984 (Α` 18).
2. Εν ελλείψει των κατά την προηγουμένην παράγραφον δημοτικών ή κοινοτικών υπαλλήλων, ή επιτροπή συγκροτείται κατά το ελλείπον μέρος εξ ανωτέρων μονίμων δημοσίων υπαλλήλων κλάδων ΑΤ. Η επιτροπή συντίθεται εκάστοτε δια πράξεως του νομάρχου.
3. Εις περιπτώσεις καθ` ας δέον να γίνη εξέτασις εις ειδικά μαθήματα, επιτρέπεται να ορισθή, άντι ενός των εκ δημοτικών ή κοινοτικών υπαλλήλων μελών μη μόνιμος υπάλληλος ή ιδιώτης.
4. Δια την πλήρωσιν θέσεων πλειόνων δήμων ή κοινοτήτων ή δήμων και κοινοτήτων, δι` ας απαιτούνται τα αυτά προσόντα διορισμού, δύναται να διεξάγωνται κοινοί κατά νομόν διαγωγισμοί, εκάστου υποψηφίου μετέχοντες δια την κατάληψιν θέσεως ενός μόνον δήμου ή μιας μόνον κοινότητος.
5. Οι διαγωνισμοί προκηρύσσονται δημοσία τεσσαράκοντα τουλάχιστον ημέρας προ της ημερομηνίας διεξαγωγής αυτών.
Άρθρον 19
Διενέργια διαγωνισμού. Πίναξ επιτυχόντων
1. Τα της προκηρύξεως των διαγωνισμών, τα των υποβλητέων υπο των υποψηφίων δικαιολογητικών και του χρόνου υποβολής αυτών, τα του χρόνου των προσόντων των υποψηφίων, τα των εξεταστέων μαθημάτων και του τρόπου εξετάσεως (γραπτώς, προφορικώς ή πρακτικώς), τα της βαθμολογίας, τα της καταρτίσεως των πινάκων επιτυχίας και της εν γένει διαδικασίας των διαγωνισμών, ως και πάσα συναφής λεπτομέρεια ορίζονται δια διαταγμάτων εκδιδομένων επί τη προτάσει του Υπουργού Εσωτερικών.
2. Εαν μεταξύ των επιτυχόντων είναι συνταξιοδοτούμενοι ανάπηροι πολέμου και τέκνα τούτων, θύματα πολέμου συνταξιοδοτούμενα ή μη, επί τετράμηνον τουλάχιστον πολεμισταί της ζώνης των πρόσω και τέκνα, τούτων ή αγωνισταί της εθνικής αντιστάσεως και τέκνα τούτων ή μετασχόντες υπόστρατιωτικήν ιδιότητα εις τον αγώνα κατά της ανταρσίας,
πολύτεκνοι και τέκνα τούτων, προς καθορισμόν της σειράς μόνον της επιτυχίας των εις τους οικείους πίνακας, προστίθενται εις τον συνολικόν βαθμόν, τον οποίον έλαβον 10/100 αυτού. Το ίδιο ποσοστό δέκα στα εκατό προστίθεται στο συνολικό βαθμό και αυτών που πετυχαίνουν σε διαγωνισμό που γίνεται για δήμο ή κοινότητα και ίδρυμα ή νομικό πρόσωπο αυτών εφόσον είναι δημότες αυτού του δήμουή της κοινότητας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 παρ.2 του Ν. 1416/1984 (Α` 18).
3. Οι πίνακες επιτυχίας δημοσιεύονται δια τοιχοκολλήσεως εις το κατάστημα της νομαρχίας ή του διαμερίσματος προκειμένου περί κοινών διαγωνισμών, εις το κατάστημα δε τον οικείον οργανισμού προκειμένου περί των λοιπών διαγωνισμών και ισχύουν επί δυο έτη από της δημοσιεύσεως, ή δε πλήρωσις των θέσεων ενεργείται κατά σειράν επιτυχίας.
Άρθρον 20
Διορισμός άνευ διαγωνισμού.
1. Διαγωνισμός δεν απαιτείται δια τον διορισμόν του κατωτέροω προσωπικού:
α) των τεχνικών, υγειονομικών, εκπαιδευτικών και γεωπονικών κλάδων,
β) των κλητήρων-θυρωρών, κοινωνικών λειτουργών, τηλεφωνητών,εποπτών καθαριότητος και επιστατών καθαριότητος.
2. Δια την πλήρωσιν των θέσεων της προηγουμένης παραγράφου ο εκπροσωπών τον οικείον οργανισμόν, παρ` ω υφίστανται κεναί τοιαύται,εκδίδει προκήρυξιν δι` ης καλεί τους επιθυμούντας να διορισθούν, όπως υποβάλουν εντός προθεσμίας είκοσιν ημερών από της δημοσιεύσεως αυτής σχετικάς αιτήσεις μετά των νομίμων δικαιολογητικών. Η προκήρυξις δημοσιεύεται δια τοιχοκολλήσεως εις το κατάστημα του οικείου οργανισμού και της νομαρχίας ή του διαμερίσματος και καταχωρίσεως άπαξ εις μιαν τοπικήν ή της πρωτευούσης τον νομού εφημερίδα, εφ` όσον
εκδίδεται τοιαύτη. Επιτροπή συγκροτουμένη κατά τας παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 18 του παρόντος συντάσσει βάσει των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, ητιολογημένην γνωμάτευσιν περί των κατά σειράν καταλληλοτέρων διοριστέων. Δι` ας θέσεις απαιτείται ως τυπικόν προσόν διορισμού τίτλος σπουδών επί υποψηφίων συγκεντρούντων τα απαιτούμενα ουσιαστικά προσόντα, ή σειρά διορισμού προσδιορίζεται εκ του έτους αποφοιτήσεως, προτασσομένου του υποψηφίου του κατέχοντος τον αρχαιότερον τίτλον σπουδών και επί των τίτλων του αυτού έτους εκ του βαθμού του τίτλου. Η αρμοδία αρχή διορίζει τους υπο της επιτροπής επιλεγέντας και κατά την οικείαν σειράν. Η περί των διοριστέων γνωμάτευσις ισχύει μόνον δια την πλήρωσιν των κατά χρονολογίαν συγκροτήσεως της επιτροπής κενών θέσεων υπαλλήλων.
Άρθρον 21
Διορισμός επιτυχόντων.
Ο διορισμός των επιτυχόντων εις τον διαγωνισμόν είναι υποχρεωτικός και ενεργείται ενός δέκα ημερών από της δημοσιεύσεως του πίνακος επιτυχίας ή από της κενώσεως των θέσεων.
Άρθρον 22
Πράξις διορισμού.
Ο διορισμός, εάν δεν ορίζεται άλλως υπότων διατάξεων του παρόντος κώδικος, ενεργείται δι` αποφάσεως:
α) του δημάρχου, προκειμένου περί δημοτικών υπαλλήλων,
β) του προέδρου του αδελφάτου, προκειμένου περί υπαλλήλων δημοτικών ή κοινοτικών ιδρυμάτων,
γ) τον προέδρου του κοινοτικού συμβουλίου, προκειμένου περί κοινοτικών υπαλλήλων,
δ) του προέδρου του διοικούντος τον σύνδεσμον ή το δημοτικόν ή κοινοτικόν νομικόν πρόσωπον συλλογικού οργάνου, προκειμένου περί υπαλλήλων συνδέσμων οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ή υπαλλήλων δημοτικών ή κοινοτικών νομικών προσώπων.
Άρθρον 23
Δημοσίευση διορισμού
Η πράξη διορισμού δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με επιμέλεια του Περιφερειακού Διευθυντή, πριν να κοινοποιηθεί στο διοριζόμενο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.6 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
Άρθρον 24
Κοινοποίησις διορισμού.
1. Ο διορισμός κοινοποιείται, εντός τριάκοντα ήμερων το βραδύτερον από της δημοσιευσώς του, δι` εγγράφου του κατά νόμον εκπροσωπούντος τον οικείον οργανισμόν, επιδιδόμενον εις τον διοριζόμενον ή εις την κατοικίαν αύτου επί αποδείξει. Το έγραφον της κοινοποιήσεως μνημονεύει απαραιτήτως το φύλλον της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εις ο εδημοσιεύθη περίληψις της πράξεως διορισμού.
2. Δια του εγγράφου τάσσεται εύλογος προθεσμία, μη δυναμένη να υπερβή τας τριάκοντα ημέρας, προς ορκωμοσίαν του διορισμένου και ανάληψιν υπηρεσίας.
Εν παραλείψει καθορισμού τοιαύτης προθεσμίας θεωρείται ταχθείσα προθεσμία τριάκοντα ημερών.
3. Παρελθούσης απράκτου της προθεσμίας της παρ. 1, ο διορισμός θεωρείται κοινοποιηθείς την τριακοστήν ημέραν από της δημοσιεύσεως,αφ` ης άρχεται τριακονθήμερος προθεσμία προς ορκωμοσίαν του διοριζομένον και ανάληψιν υπηρεσίας.
Άρθρον 25
Ορκωμοσία.
1. Η υπαλληλική σχέσις καταρτίζεται δια τον διορισμού και της αιποδοχής αυτού, υπό του διοριζομένου.
2. Η αποδοχή δηλούται δια της ορκωμοσίας.
3. Ανάληψις υπηρεσίας δεν επιτρέπεται προ της δόσεως του όρκου, ουδέ προ της εκπληρώσεως των υπό ειδικών διατάξεων προβλεπομένων προσθέτων υποχρεώσεων ωρισμένων κατηγοριών υπαλλήλων.
4. Ο όρκος δίδεται ενώπιον του εκπροσωπούντος τον οικείον οργανισμόν.
“Αν αυτός που διορίστηκε δεν γίνει δεκτός για ορκωμοσία από το αρμόδιο όργανο, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από τις παραγράφους 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου, θεωρείται για όλες τις συνέπειες ότι ανέλαβε υπηρεσία μετά παρέλευση τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση της πράξης του διορισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σε περίπτωση άρνησης καταβολής των αποδοχών από τον εκπροσωπούντα τον οικείο Ο.Τ.Α.,αυτές καταβάλλονται με εντολή του προϊσταμένου της οικονομικής υπηρεσίας του οικείου οργανισμού ή του προϊσταμένου της οικείας
Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του οικείου Ο.Τ.Α.”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.7 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
5. Η ορκωμοσία βεβαιούται δια πράξεως υπογραφομένης υπο τον ορκιζομένου και του οργάνου ενώπιοτου οποίου δίδεται ο όρκος και πρωτοκολλουμένης αυθημερόν εις το οικείον βιβλίον του οργανισμού.
6. Ο διοριζόμενος δεν δύναται να ορκισθή, εάν δεν υποβάλη προηγουμένως είτε δήλωσιν περί μη κατοχής, παρ` αυτόν εμμίσθου θέσιως δημοσίας υπηρεσίας, ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως ή ετέρου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή δημοσίας επιχειρήσεως, ή οργανισμού κοινής ωφελείας, είτε δήλωσιν περί του νόμου της κατοχής
τοιαύτης θέσεως.
Άρθρον 26
Τύπος όρκου.
1. Ο τύπος τον όρκου έχει ούτω: “Ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την Πατρίδα, υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώ ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μου”.
2. Οι αλλοδαποί ομνύουν τον επόμενον όρκον: “Ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την Ελλάδα, υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους αυτής και να διαχείζωμαι τιμίως και ευσυνειδήτως την ανατιθεμένην μου υπηρεσίαν”.
Άρθρον 27
Ανάκλησις διορισμού λόγω μη αποδοχής.
Ο δημοσιευθείς διορισμός ανακαλείται, εάν ο διορισθείς δεν απεδέχθη αυτόν, είτε ρητώς είτε σιωπηρώς δια της παρελεύσεως της υπότων παρ. 2 και 3 του άρθρου 24 οριζομένης προθεσμίας ή δεν εξεπλήρωσεν άλλας κατά νόμον προσθέτους υποχρεώσεις προς της εγκαταστάσεώς του.
Άρθρον 28
Ανάκλησις παρανόμου διορισμού.
1. Διορισμός γενόμενος κατά παράβασιν του νόμου ανακαλείται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος μη δυναμένου, προκειμένου περί υπαλλήλουδιορισθέντος κατόπιν διαγωνισμού, να υπερβή την διετίαν από της δημοσιεύσεώς του. Ανακαλείται όμως και μετά την παρέλευσιν της προθεσμίας ταύτης, εαν ο διορισθείς προεκάλεσεν ή υπεβοήθησε την
παρανομίαν ή εάν ο διορισμός εγένετο κατά παράβασιν του άρθρου 14 και των περιπτώσεων δ`, ε, στ` και ζ` της παραγράφου 1 του άρθρου 16.
2. Εαν ησκήθη πειθαρχική δίωξις κατά τας διατάξεις του άρθρου 170 δεν επιτρέπεται ή ανάκλησις του διορισμού δια τον αυτόν λόγον.
3. Ο διορισθείς, του οποίου ο διορισμός ανεκλήθη κατά την παρ. 1 υπέχει, δι` ον χρόνον εξετέλεσε τα καθήκοντα του υπαλλήλου, τας ευθύνας τούτου, αι πράξεις δε αυτού είναι έγκυροι.
Άρθρον 29
Αναδιορισμός.
1. Αναδιορισμός επιτρέπεται μόνον προκειμένου περί απολυθέντος υπαλλήλου λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητος, εφ` όσον ούτος είχε πενταετή τουλάχιστον υπηρεσίαν.
2. Ο αναδιορισμός ενεργείται άνευ διαγωνισμού εις ομοιόβαθμον και εν τω αυτώ κλάδω κενήν θέσιν, εντός πενταετίας από της απολύσεως του υπαλλήλου μετά προηγουμένην διαπίστωσιν υπο της οικείας υγειονομικής επιτροπής, ότι απεκατεστάθη πλήρως ή σωματική ή πνευματική αυτού ικανότης προς ακώλυτον εν τω μέλλοντι άσκησιν των καθηκόντων του και εφ` όσον κέκτηται τα κατά τον αναδιορισμόν απαιτούμενα προς κατάληψιν της εξ ης απελύθη θέσεως τυπίκα προσόντα, πλην της ηλικίας.
3. Περί τον αναδιορισμού αποφασίζει το αρμόδιον προς διορισμόν όργανον μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν του υπηρεσιακού συμβουλίου εκτιμώντος τα ουσιαστικά προσόντα του υπο αναδιορισμόν.
4. Αναδιορισμός επιτρέπεται μόνον εις τον αυτόν οργανισμόν, εξ ου απελύθη ο αναδιοριζόμενος. Ούτος κατατάσσεται μεταξύ των υπηρετούντων ομοιοβάθμων του και κατά την προσήκουσαν σειράν, μη συνυπολογιζομένου τον εκτός υπηρεσίας χρόνου.
5. Αι διατάξεις των παραγράφων 2, 3, και 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί των παραιτηθέντων συμφώνως προς τας διατάξεις της παρ. 1 του άρθρον 56 του Συντάγματος. Δια τους υπαγομένους εις τας
διατάξεις της παρούσης παραγράφου ή οικεία υγειονομική επιτροπή πιστοποιεί την ύπαρξιν υγείας.
Δια τους εκ τούτων παραιτηθέντας ο αναδιορισμός επιτρέπεται εντός διετίας από της παραιτησεώς των, επιφυλλασσομένης της διατάξεως του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρον 56 του Συντάγματος.
6. Τα άρθρα 23, 24, 25, 26, 27 και 28 του παρόντος ισχύον και απι αναδιορισμός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
ΚΛΑΔΟΙ ΚΑΙ ΒΑΘΜΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Άρθρον 30
Κατάταξις των θέσεων εις κλάδους.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 31
Διάκρισις προσωπικού.
1.Το κατά το άρθρον 30 προσωπικόν διακρίνεται εις:
α) διοικητικόν,
β) τεχνικόν,
γ) υγειονομικόν,
δ) γεωπονικόν και
ε) εκπαιδευτικόν και αι θέσεις αυτού κατατάσσονται εις κλάδους ως εν τοις επομένοις άρθροις 32 έως και 36.
2. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εσωτερικών, μπορεί να ορίζονται και άλλοι κλάδοι και να καθορίζονται οι θέσεις και τα προσόντα που απαιτούνται γιύ αυτές, ανάλογα με τους κλάδους, τις θέσεις και τα προσόντα διορισμού που ισχύουν κάθε φορά για το προσωπικό των δημόσιων υπηρεσιών.
Σημ.: όπως η παρ.2 του άρθρου 31 προστέθηκε με το άρθρο 65 παρ.6 του Ν. 1416/1984 (Α` 18).
Άρθρον 32
Κλάδοι διοικητικού προσωπικού.
1. Κλάδοι ΑΤ
α) Κλάδος ΑΤ1-Διοικητικός
β) Κλάδος ΑΤ2-Εφόρων βιβλιοθηκών και Εφόρων Πινακοθηκών.
2. Κλάδοι ΑΡ
α) Κλάδος ΑΡ1-Βιβλιοθηκονόμων
β) Κλάδος ΑΡ2-Κοινωνικών Λειτουργών.
3. Κλάδοι ΜΕ
α) Κλάδος ΜΕ1-Διοικητικός
β) Κλάδος ΜΕ2-Εποπτών Καθαριότητος
γ) Κλάδος ΜΕ3-Τηλεφωνητών
δ) Κλάδος ΜΕ14 Ελεγκτών Εσόδων και Εξόδων ΟΤΑ
ε) Κλάδος ΜΕ15-Εισπρακτόρων.
4. Κλάδοι ΣΕ
α) Κλάδος ΣΕ1-Κλητήρων-Θυρωρών Γενικών καθηκόντων
β) Κλάδος ΣΕ2-Επιστατών Καθαριότητος.
Άρθρον 33
Κλάδοι τεχνικού προσωπικού.
1. Κλάδοι ΑΤ
α) Γενικός κλάδος ΑΤ-Τεχνικού προσωπικού
β) Κλάδος ΑΤ3-Πολιτικών Μηχανικών
γ) Κλάδος ΑΤ4-Αρχιτεκτόνων
δ) Κλάδος ΑΤ5-Μηχανολόγων, Ηλεκτρολόγων, Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων
ε) Κλάδος ΑΤ6-Τοπογράφων
στ) Κλάδος ΑΤ7-Χημικών Μηχανικών.
2. Κλάδοι ΑΡ
α) Κλάδος ΑΡ3-Τεχνολόγων Πολιτικών Μηχανικών
β) Κλάδος ΑΡ4-Τεχνολόγων Μηχανολόγων ή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών
γ) Κλάδος ΑΡ5-Τεχνολόγων Τοπογράφων Μηχανικών.
3. Κλάδοι ΜΕ
α) Κλάδος ΜΕ4-Μηχανοστασιαρχών
β) Κλάδος ΜΕ5-Εργοδηγών
γ) Κλάδος ΜΕ6-Σχεδιαστών.
Άρθρον 34
Κλάδοι υγειονομικού προσωπικού.
1. Κλάδος ΑΤ
Κλάδος ΑΤ8-Φαρμακοποιών.
2. Κλάδοι ΑΡ
α) Κλάδος ΑΡ6-Επισκεπτριών Αδελφών
β) Κλάδος ΑΡ7-Μαιών
γ) Κλάδος ΑΡ8-Αδελφών Νοσοκόμων
δ) Κλάδος ΑΡ9-Βρεφοκόμων
ε) Κλάδος ΑΡ10-Φυσικοθεραπευτών
στ) Κλάδος ΑΡ11-Εποπτών Δημοσίας Υγείας
ζ) Κλάδος ΑΡ12-Τεχνολόγων Ραδιολογίας και Ακτινολογίας.
3. Κλάδοι ΜΕ
α) Κλάδος ΜΕ7-Αδελφών Νοσοκόμων
β) Κλάδος ΜΕ8-Αδελφών Βρεφοκόμων
γ) Κλάδος ΜΕ9-Βοηθών Φαρμακείου
δ) Κλάδος ΜΕ10-Ιματιοφυλάκων.
Άρθρον 35
Κλάδοι γεωπονικού προσωπικού.
1. Κλάδος ΑΤ Κλάδος ΑΤ9-Γεωπόνων.
2. Κλάδος ΑΡ
Κλάδος ΑΡ13-Βοηθών Γεωπόνων.
3. Κλάδοι ΜΕ
α) Κλάδος ΜΕ11-Γεωργοτεχνιτών
β) Κλάδος ΜΕ12-Δασοφυλάκων (προσωρινός)
4. Κλάδος ΣΕ Κλάδος ΣΕ3-Δασοφυλάκων.
Άρθρον 36
Κλάδοι εκπαιδευτικού προσωπικού
1. Κλάδος ΑΤ
Κλάδος ΑΤ10-Καθηγητών.
2. Κλάδοι ΑΡ
α) Κλάδος ΑΡ14-Καθηγητών
β) Κλάδος ΑΡ15-Διδασκάλων
γ) Κλάδος ΑΡ16-Νηπιαγωγών.
3. Κλάδος ΜΕ
Κλάδος ΜΕ13-Επιμελητών Επαγγελματικών Σχολών.
Άρθρον 37
Διαβάθμισις θέσεων.
1. Αι θέσεις του κατά το άρθρον 2 παρ. 1 περ. α` του παρόντος προσωπικού κατατάσσονται εις δέκα τρεις (13) εν όλω βαθμούς ως έπεται:
1ος
Αναπληρωτού Γενικου Διευθυντού
2ος
3ος
4ος
5ος
6ος
7ος
8ος
9ος
10ος
11ος
12ος
2. Αι θέσεις εκάστου των κατά την παρ. 1 του άρΘρου 30 κλάδων προσωπικού κατατάσσονται εις ίδιαν βοθμολογικήν κλίμακα, κατά τα εις τας επομένας παραγράφους 3-6 οριζόμενα.
3. Αι θέσεις των Κλάδων ΑΤ κατατάσσονται εις τους βαθμούς από του 1ου μέχρι του 8ου, εξ ων ανώτατος είναι ο 1ος και κατώτατος ο 8ος.
4. Αι θέσεις των κλάδων ΑΡ κατασάσσονται εις τους βαθμούς από 2ου μέχρι και του 9ου, εξ ων ανώτατος είναι ο 2ος και κατώτατος ο 9ος.
5. Αι θέσεις των κλάδων ΜΕ κατατάσσονται εις τους βαθμούς από του 4ου μέχρι του 10ου, εξ ων ανώτατος είναι ο 4ος και κατώτατος ο 10ος.
6. Αι θέσεις των κλάδων ΣΕ κατατάσσονται εις τους βαθμούς από του 7ου μέχρι του 12ου, εξ ων ανώτατος είναι ο 7ος και κατώτατος ο 12ος.
7. Δύναται να είναι οργανικώς ενιαίαι μόνον αι θέσεις των επομένων βαθμών και εφ` όσον προβλέπονται τοιαύται εν εκάστη υπηρεσία. Εις τους κλάδους ΑΤ και ΑΡ:
α) του 3ου και του 2ου,
β) του 5ου και 4ου και
γ) του 9ου, 8ου, 7ου και 6ου.
Εις τους κλάδους ΜΕ:
α) του 5ου και 4ου και
β) του 10ου, 9ου, 8ου, 7ου και 6ου.
Εις τους κλάδους ΣΕ του 12ου, 11ου, 10ου, 9ου, 8ου και 7ου.
Ειδικαί εξαιρέσεις, ως προς το ενιαίον της διαβαθμίσεως των θέσεων επιτρέπεται να καθορίζωνται, όταν εις τινα κλάδον υφίσταται μία μόνον θέσις.
8. Οι υπάλληλοι των κλάδων ΑΤ1 του βαθμού και βαθμού αναπληρωτού γενικού διευθυντού είναι ανώτατοι. Οι υπάλληλοι των κλάδων ΑΤ και ΑΡ από τον 2ου έως και του 5ου βαθμού είναι ανώτεροι.
9. Η εν εκάστω κλάδω δια του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας κατάταξις των θέσεων των υπαλλήλων δύναται, αναλόγως των κατ` ιδίαν υπηρεσιακών αναγκών και των οικονομικών δυνατοτήτων του οικείου οργανισμού, να μη εξαντλή την υπό του παρόντος άρθρον προβλεπομένην βαθμολογικήν κλίμακα, ήτις έπι ενιαίων θέσεων άρχεται από του κατωτέρου βαθμού αυτών.
Άρθρον 38
Η διαβάθμισις των θέσεων εκάστου κλάδου ενεργείται δια του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας υπότους όρους των διατάξεων των άρθρων 37 και 41 εως και 85 του παρόντος κώδικος.
Άρθρον 39
Βαθμός υπαλλήλου.
1. Εκαστος υπάλληλος φέρει τον βαθμόν της θέσεως αυτού.
2. Απαγορεύεται ή απονομή βαθμού ανωτέρου της κατεχομένης οργανικής θέσεως.
Άρθρον 40
Βαθμός προσλήψεως.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ
Άρθρον 41
Θέσεις και προσόντα κλόδου ΑΤ1 διοικητικού.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37), πλην της παραγράφου 3, η οποία είχε καταργηθεί από 21.2.1984 διά του άρθρου 87 παρ.2 του Ν. 1416/1984 (Α 18).
Άρθρον 42
Θέσεις και προσόντα κλάδου ΑΤ2 εφόρων βιβλιοθηκών και εφόρων πινακοθηκών.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 43
Θέσεις και προσόντα κλάδου ΑΡ1 βιβλιοθηκονόμων.
Σημ.: όπως το άρθρο 43 καταργήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 44
Θέσεις και προσόντα κλάδου ΑΡ2 κοινωνικών λειτουργών.
Σημ.: όπως το άρθρο 44 καταργήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 45
Θέσεις και προσόντα κλάδου ΜΕ1 διοικητικού, ΜΕ 14 ελεγκτών εσόδων και εξόδων ΟΤΑ και ΜΕ15 εισπρακτόρων.
Σημ.: όπως το άρθρο 45 καταργήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 46
Σημ.: όπως το άρθρο 46 καταργήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 47
Θέσεις και προσόντα κλάδου ΜΕ3 τηλεφωνητών].
Σημ.: όπως το άρθρο 47 καταργήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 48
Θέσεις και προσόντα κλάδου ΣΕ1 κλητήρων-θυρωρών-γενικών καθηκόντων
Σημ.: όπως το άρθρο 48 καταργήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 49
Θέσεις και προσόντα κλάδου ΣΕ2 επιστατών καθαριότητος
Σημ.: όπως το άρθρο 49 καταργήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 50
Γενικός κλάδος ΑΤ τεχνικών υπηρεσιών.]
Σημ.: όπως το άρθρο 50 καταργήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 51
Σύστασις θέσεων τεχνικού προσωπικού].
Σημ.: όπως το άρθρο 51 καταργήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 52
Θέσεις και προσόντα κλάδου ΑΤ3 πολιτικών μηχανικών
Σημ.: όπως το άρθρο 52 καταργήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 53
Θέσεις και προσόντα κλάδον ΑΤ4 αρχιτεκτόνων
Σημ.: όπως το άρθρο 53 καταργήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 54
Θέσεις και προσόντα κλάδον ΑΤ 5 μηχανολόγων,ηλεκτρολόγων, μηχανολόγων-ηλεκτρολόγων
Σημ.: όπως το άρθρο 54 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 55
Θέσεις και προσόντα κλάδου ΑΤ 6 τοπογράφων.
Σημ.: όπως το άρθρο 55 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 56
Θέσεις και προσόντα κλάδον ΑΤ7 χημικών μηχανικών.
Σημ.: όπως το άρθρο 56 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 57
Θέσεις και προσόντα κλάδου ΑΡ3 τεχνολόγων πολιτικών μηχανικών
Σημ.: όπως το άρθρο 57 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 58
Θέσεις και πρασόντα κλάδου ΑΡ4 τεχνολόγων μηχανολόγων ή ηλεκτρολόγων μηχανικών
Σημ.: όπως το άρθρο 58 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 59
Σημ.: όπως το άρθρο 59 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 60
Σημ.: όπως το άρθρο 60 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 61
Σημ.: όπως το άρθρο 61 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 62
Σημ.: όπως το άρθρο 62 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 63
Σημ.: όπως το άρθρο 63 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 64
Σημ.: όπως το άρθρο 64 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 65
Σημ.: όπως το άρθρο 65 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 66
Σημ.: όπως το άρθρο 66 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 67
Σημ.: όπως το άρθρο 67 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 68
Σημ.: όπως το άρθρο 68 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 69
Σημ.: όπως το άρθρο 69 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 70
Σημ.: όπως το άρθρο 70 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 71
Σημ.: όπως το άρθρο 71 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 72
Σημ.: όπως το άρθρο 72 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 73
Σημ.: όπως το άρθρο 73 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 74
Σημ.: όπως το άρθρο 74 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 75
Σημ.: όπως το άρθρο 75 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 76
Σημ.: όπως το άρθρο 76 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 77
Σημ.: όπως το άρθρο 77 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 78
Σημ.: όπως το άρθρο 78 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 79
Σημ.: όπως το άρθρο 79 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 80
Σημ.: όπως το άρθρο 80 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 81
Σημ.: όπως το άρθρο 81 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 82
Σημ.: όπως το άρθρο 82 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 83
Σημ.: όπως το άρθρο 83 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 84
Σημ.: όπως το άρθρο 84 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
Άρθρον 85
Σημ.: όπως το άρθρο 85 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Α’
ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ
Άρθρον 86
Πίστις εις το Σύνταγμα και την Πατρίδα.
1. Ο υπάλληλος είναι εκτελεστής της θελήσεως του Κράτους και υπηρετεί τον Λαόν, οφείλει δε πίστιν εις το Σύνταγμα και αφοσίωσιν εις την Πατρίδα.
2. Ιδεολογίαι, σκοπούσαι την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος, αντίκεινται απολύτως προς την ιδιότητα του υπαλλήλου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως.
Άρθρον 87
Νομιμότης υπηρεσιακών ενεργειών.
1. Ο υπάλληλος είναι υπεύθυνος δια την εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτού και την νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών.
2. Ο υπάλληλος οφείλει υπακοήν εις τας διαταγάς των προϊσταμένων του, αλλά λαμβάνων διαταγήν την οποίαν θεωρεί παράνομον, οφείλει προ πάσης εκτελέσεως να αναφέρη εγγράφως την αντίθετον γνώμην την οποίαν έχει και να εκτελέση την διαταγήν αμελλητί. Η διαταγή δεν προσκτάται νομιμότητα εκ του ότι ο υπάλληλος οφείλει να υπακούση εις αυτήν.
3. Εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν ή διαταγή είναι προδήλως παράνομος, ο υπάλληλος οφείλει να μη εκτελέση ταύτην και να αναφέρη εγγράφως άνευ αναβολής εις τον διατάξαντα. Οταν εις την διαταγήν, η οποία προδήλως αντίκεινται εις σαφείς και ρητάς διατάξεις του Συντάγματος, νόμων ή διαταγμάτων, διατυπώνται επείγοντας λόγοι γενικωτέρου συμφέροντος η όταν κατόπιν αρνήσεως υπακοής εις πρώτην διαταγήν, αντικειμένην ως ανω προδήλως εις τοιαύτας διατάξεις,ακολουθήση δευτέρα διαταγή εκθέτουσα επείγοντας λόγους γενικωτέρον συμφέροντος, ο υπάλληλος οφείλει να εκτελέση την διαταγήν και να αναφέρη συγχρόνως εις τον προϊστάμενον του διατάξαντος.
4. Υπάλληλος, έχων αντίθετον γνώμην επί τινός εντελλομένης ενεργείας δια την οποίαν είναι αναγκαία ή προσυπογραφή ή θεωρησίς του, οφείλει προς απαλλαγήν από της ευθύνης, να διατυπώση ταύτην εγγράφως.
5. Η απλή παράλειψις επιβαλλομένης προσυπογραφής ή θεωρήσεως ενεργείας τινός, δεν απαλλάσσει τον παραλείποντα της ευθύνης δια την ενέργειαν ταύτην.
6. Τα σχέδια των εγγράφων, τα οποία εκδίδονται υπότων μη συλλογικών οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, δεον να φέρουν και τας μονογραφάς των καθ` υπηρεσίαν αρμοδίων υπαλλήλων.
Άρθρον 88
Εχεμύθεια.
1. Ο υπάλληλος οφείλει να τηρή εχεμύθειαν επί γεγονότων ή πληροφοριών των οποίων λαμβάνει γνώσιν ένεκεν της εκτελέσεως των καθηκόντων του.
2. Ιδιαιτέρως οφείλει να τηρή εχεμύθειαν επί των κατά τας κειμένας διατάξεις ή διαταγάς ή ως εκ της φύσεως της ενεργείας απορρήτων, όσα εις αυτόν οι προϊστάμενοι του ή των οποίων έλαβε γνώσιν εκ της ασκήσεως της αρμοδιότητος αυτού ή εξ ακριτομυθίας των συναδέλφων του.
Άρθρον 89
Ωραι εργασίας και ημέραι αργίας.
1. Ο υπάλληλος οφείλει να εργάζεται ανελλιπώς κατά τον καθορισμένον χρόνον και πέραν αυτού, εφ` όσον εξαιρετικαί υπηρεσιακαί ανάγκαι απαιτουν τούτο.
2. Αι ημέραι εργασίας ορίζονται εις πέντε από Δευτέρας μέχρι και Παρασκευής, άνευ μειώσεως του κατά περίπτωσιν, ισχύοντος ή εφαρμοζομένου συνολικού αριθμού ωρών εβδομαδιαίας εργασίας,επιφυλασσομένων των διατάξεων των επομένων παραγράφων.
3. Δι` αποφάσεως του οικείου νομάρχου, μετά προτάσιν των οικείων δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων ή της οικείας διοικήσεως των δημοτικών και κοινοτικών ιδρυμάτων και νομικών προσώπων, αμιγών δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων και συνδέσεων δήμων και κοινοτήτων δύναται οποτεδήποτε:
α) να καθιερούνται εξαιρέσεις από της εφαρμογής πενθημέρου εργασίας κατά υπηρεσίαν, κλάδον, ειδικότητα και αριθμόν υπαλλήλων, χρόνον ή περιοχήν, εφ` όσον τούτο επιβάλλεται λόγω της ιδιοτυπίας των συνθηκών λειτουργίας ή του είδους και της μορφής της υπηρεσίας ή εργασίας και
β) να καθορίζεται ή πενθήμερος εβδομάς εργασίας δι` ορισμένας υπηρεσίας, κλάδους, ειδικότητας ή αριθμόν υπαλλήλων από της Τρίτης μέχρι και του Σαββάτου, εφ` όσον τούτο επιβάλλεται λόγω της φύσεως της λειτουργίας ή εργασίας των, καθιερουμένης ως μη εργασίμου ημέρας της Δευτέρας.
4. Αι καθ` εβδομάδα ώραι εργασίας ορίζονται εις τριάκοντα επτά και ημίσειαν (37,1/2).
“Ειδικά για τους εργαζομένους αποκλειστικά: α) στις χωματερές (υγειονομικής ταφής απορριμμάτων – σταθμός μεταφόρτωσης απορριμμάτων κ.λπ.), β) στην αποκομιδή απορριμμάτων και γ) στην ταφή και εκταφή νεκρών, οι εβδομαδιαίες ώρες απασχόλησης ορίζονται σε τριάντα δύο (32)”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.9 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
5. Το καθημερινό ωράριο εργασίας ορίζεται με απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.8 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
6. Οι καθημερινές ώρες εργασίας είναι συνεχείς, μπορεί δε κατ`εξαίρεση να ορίζονται διακεκομμένες με απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή, μετά από πρόταση των οικείων συμβουλίων ή διοικήσεων της παραγράφου 3 του παρόντος, κάθε φορά που αυτό επιβάλλεται λόγω ιδιοτυπίας των συνθηκών λειτουργίας ή του είδους και της μορφής της
υπηρεσίας ή εργασίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.8 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
7. Ειδικαί διατάξεις, αναφερόμεναι εις τον καθορισμόν τον καθ`εβδομάδα ή καθ` ημέραν χρόνου εργασίας κατηγοριών τινων προσωπικού,πλην αντιθέτου δια της παρούσης ρυθμίσεως, εξακολουθούν ισχύουσαι.
“Προκειμένου για το προσωπικό ή μέρος του προσωπικού των μηχανογραφικών υπηρεσιών, οι κατά την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου οριζόμενες εβδομαδιαίες ώρες εργασίας μπορούν κατ` εξαίρεση, λόγω ειδικών δυσμενών συνθηκών εργασίας του ως άνω προσωπικού, να μειώνονται κατά τρεις (3) ώρες με απόφαση των οργάνων της παραγράφου 3.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.10 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
8. Προκειμένου περί μητέρων υπαλλήλων, αι οριζόμεναι κατά τας διατάξεις τςς παραγράφου 5 καθ` ημέραν ώραι εργασίας περιορίζονται κατά δυο μεν ώρας, εφ` όσον έχουν τέκνα ηλικίας μέχρι δύο ετών, κατά μίαν δε ώραν εφ` όσον έχουν τέκνα ηλικίας από δύο έως και τεσσάρων ετών.
9. Σε πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, με απόφαση των οργάνων της παραγράφου 3 μπορεί να ορίζονται κατά υπηρεσία, κλάδο, ειδικότητα και αριθμό υπαλλήλων, χρόνο ή περιοχή οι περιπτώσεις απασχόλησης προσωπικού
κατά το Σάββατο ή τη Δεύτερα, εφόσον αυτό επιβάλλεται λόγω της ιδιοτυπίας των συνθηκών λειτουργίας ή του είδους και της μορφής της υπηρεσίας ή εργασίας. Το κατά τα ανωτέρω απασχολούμενο ειδικότερα στις υπηρεσίες αυτές προσωπικό κατά το Σάββατο ή τη Δευτέρα, καθώς και η υποχρεωτικά παρεχόμενη σε αυτό αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης καθορίζονται με απόφαση των ανωτέρω οργάνων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.11 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
10. Κατά την ημέραν της αναπαύσεως ο εργαζόμενος οφείλει να απασχοληθή, εάν κληθή υπό της υπηρεσίας, λόγω εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης μη δυναμένης να αναβληθή. Εις την περίπτωισιν τοιαύτην χορηγείται ετέρα ημέρα αναπαύσεως, καθοριζομένη υπό της υπηρεσίας κατ`άλλην εργάσιμον ημέραν εντός της προσεχούς εβδομάδος. Εαν το μέτρον τούτο δεν είναι εφαρμόσιμον λόγω αδυναμίας αναπληρώσεως καταβάλλεται εις αυτόν το 1/30 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του δι` εκάστην ημέραν, κατά την οποίαν ειργάσθη, προσηυξημένον κατά 75%. Κατά τον
χρόνον της ημέρας αναπαύσεως δεν επιτρέπεται απασχόλησις υπο μορφήν υπερωριακής, υπερεργασιακής ή άλλης μορφής προσθέτου εργασίας, εκτός αν πρόκειται προς συμπλήρωσιν φυλακών εργασίας (βάρδιας).
11. Το Σάββατον ή η Δευτέρα, κατά περίπτωσιν, δεν θεωρούνται ως ημέραι άργιας (εξαιρέσιμοι) και δεν καταβάλλονται εις τους απασχολουμένους κατά τας ημέρας ταύτας αι υπό της κειμένης νομοθεσίας προβλεπόμεναι προσαυξήσεις.
12. Ημέραι αργίας και ημιαργίας είναι αι των δημοσίων υπηρεσιών. Εις τους εργαζομένους κατά τας ημέρας αργίας και ημιαργίας καταβάλλεται προσαύξησις 75% επί του 1/30 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών των.
13. Εις περίπτωσιν νυκτερινής εργασίας καταβάλλεται προσαύξησις 25% επί του 1/30 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών.
Άρθρον 90
Απαγόρευσις πολιτικών εκδηλώσεων.
Απαγορεύεται απολύτως εις τους υπαλλήλους ή ενεργός υπέρ κόμματος δράσις αυτών. Επισης απαγορεύεται εις τους υπαλλήλους ή δημοσία άσκησις κριτικής των πράξεων της Κυβερνήσεως ή των προϊσταμένων των ή εποπτευουσών αρχών κατά τρόπον προδίδοντα έλλειψιν αντικειμενικότητος,δια σκοπίμου χρήσεως αβασίμων επιχειρημάτων ή του οφειλομένου σεβασμού.
Άρθρον 91
Συμμετοχή εις συνεταιρισμούς.
Το δικαίωμα των υπαλλήλων όπως συνεταιρίζωνται, τελεί υπο τους περιορισμούς τού ειδικού νόμου, του προβλεπομένου υπότου άρθρου 12 του Συντάγματος.
Άρθρον 92
Διαγωγή.
1. Ο υπάλληλος οφείλει να διάγη εντός και εκτός της υπηρεσίας κατά τρόπον ώστε να καθίσταται άξιος της κοινής εμπιστοσύνης και εκτιμήσεως.
2. Ο υπάλληλος οφείλει να συμπεριφέρεται καλώς προς τους πολίτας.
Άρθρον 93
Περιουσιακή κατάστασις.
1. Ο υπάλληλος οφείλει αμα τη είσοδω αυτού εις την υπηρεσίαν οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως να δηλώση εγγράφως εις τούτον την περιουσιακήν του κατάστασιν και των μετ` αυτού συνεικούντων συζύγου και τέκνων των ως και πάσαν ουσιώδη μεταβολήν της περιουσιακής του καταστάσεως και των ανωτέρων συνοικούντων μετ` αυτού, επερχομένην κατά την διάρκειαν της υπηρεσίας του υπαλλήλου.
2. Εν περιπτώσει συνάψεως γάμου μετά την εις την υπηρεσίαν είσοδον,ο σύζυγος οφείλει να δηλώση. Την περιουσιακήν του κατάστασιν και τηςσυζύγου του, εντός τριμήνου από της τελέσεως του γάμου.
3. Εαν ο υπάλληλος επικαλήται οτι συντηρήται και εκ των προσόδωνετέρων συνεικούντων προσώπων, οθείλει να δηλώση και την περιουσιακήν αυτών κατάστασιν.
4. Εαν ο υπάλληλος, ως εκ της διαβιώσεως του ή λόγω απροσδοκήτου και δυσαναλόγου προς τας αποδοχάς και την εν γένει περιουσιακήν κατάστασιν αυτού, κτήσεως κινητών ή ακινήτων προκαλεί υπονοίας περί της προελεύσεως των χρηματικών αυτού πόρων, αι προϊστάμεναι αυτού αρχαί οφείλουν να επιληφθούν ερεύνης προς εξακρίβωσιν της πηγής των τοιούτων πόρων.
5. Εαν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο υπάλληλος απέκτησε τους πόρους τούτους υπόσυνθήκας συνιστώσας ποινικόν ή πειθαρχικόν αδίκημα,ο εκπροσωπών τον οργανισμόν ενεργεί τα δέοντα δια την ποινικήν ή πειθαρχικήν δίωξιν.
6. Οι επί βαθμώ 1ω ή αντιστοίχω υπάλληλοι υποχρεούνται όπως υποβάλλουν εις τον Πρόεδρον της Βουλής δήλωσιν της περιουσιακής καταστάσεως αυτών, των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων των, συμφώνως προς τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις, περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας.
Άρθρον 94
Β΄
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Άρθρον 94
Ασκησις ιδιωτικού έργου επ` αμοιβή.
1. Απαγορεύεται υπότων υπαλλήλων άσκησις ιδιωτικού έργου ή εργασίας επ` αμοιβή.
2. Κατ` εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση με αμοιβή έργου ή εργασίας που συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του υπαλλήλου και δεν παρεμποδίζει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του, με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, ύστερα από σύμφωνη γνωμοδότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου, η οποία μπορεί να ανακληθεί με τον ίδιο τρόπο”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.13 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
3. Απαγορεύεται εις τον υπάλληλον ή κατ` επάγγελμα άσκησις εμπορίας, ή σύστασις συνεταιρισμών επιδιωκόντων κερδοσκοπικούς σκοπούς και η συμμετοχή του εις τοιούτους.
4. Αι κείμεναι ειδικαί απαγορευτικαί διατάξεις διατηρούνται εν ισχύι.
Άρθρον 95
Συμμετοχή εις διοίκησιν ανωνύμου εταιρείας.
1. Απαγορεύεται ή συμμετοχή υπαλλήλου εις την διοίκησιν ανωνύμου εταιρείας, άνευ άδειας χορηγουμένης κατά τους όρους της παραγράφους 2 του προηγουμένου άρθρου.
2. Απαγορεύεται ή υπό του υπαλλήλου, συζήγου και τέκνων αυτού απόκτησις μετοχών ανωνύμων εταιρειών, αι οποίαι υπάγονται εις τον ειδικόν έλεγχον της υπηρεσίας εις την οποίαν υπηρετει ο υπάλληλος ή οπωσδήποτε συνεργάζονται ή συναλλάσσονται μετ` αυτής.
3. Αι κείμεναι ειδικαί διατάξεις, αι οποίαι θεσπίζουν δια τους υπαλλήλους περιορισμούς αναφερομένους εις ανωνύμους ή περιωρισμένης ευθύνης εταιρείας, διατηρούνται εν ισχύι.
4. Προκειμένου περί ανωνύμων εταιρειών, αναδόχων εταιρειών, αναδόχων υπηρεσιών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, ή αλλών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διατηρούνται εν ισχύι, αι κείμεναι διατάξεις, αι οποίαι θεσπίζουν την συμμετοχήν υπαλλήλων εις την διοίκησιν αυτών.
Άρθρον 96
Ασυμβίβαστα.
1. Απαγορεύεται εις τον υπάλληλον ή άσκησις έργων ασυμβιβάστων κατά τας κειμένας διατάξεις προς το βουλευτικόν αξίωμα.
2. Ο υπάλληλος δεν δύναται να εκλεγή, διορισθή, ή διατελή δήμαρχος, δημοτικός ή κοινοτικός σύμβουλος πρόεδρος κοινότητος ή μέλος αδελφάτου ιδρύματος ή διοικήσεως, ιδίου παρά τω δήμω ή κοινότητι νομικού προσώπου, εκτός αντιθέτου διατάξεως.
Άρθρον 97
Απαγόρευσις ασκήσεως δικηγορίας.
Απαγορεύεται εις τον υπάλληλον ή άσκησις της δικηγορίας.
Αντίθετοι ειδικαί διατάξεις καταργούνται, τηρούνται δε εν ισχύι μόνον αι υπό του Κώδικος δικηγόρων προβλεπόμεναι ειδικαί εξαιρέσεις.
Άρθρον 98
Απαγόρευσις κατοχής ετέρας θέσεως.
1. Ουδείς υπάλληλος δύναται να διορισθή εις ετέραν θέσιν του αυτού ή άλλου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως ή θέσιν δημοσίαν ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή δημοσίας ή δημοτικής ή κοινοτικής επιχειρήσεως ή οργανισμού κοινής οφελείας.
2. Υπάλληλος, διορισθείς εις τοιαύτην θέσιν και αποδεχθείς τον διορισμόν, θεωρείται αυτοδικαίως παραιτηθείς της παλαιάς θέσεως.
3. Κατ` εξαίρεσιν δύναται να επιτραπή ο διορισμός και εις δευτέραν θέσιν, επί τη βάσει ειδικού νόμου προβλεπομένου υπο του άρθρου 104 τον Συντάγματος. Η ιδιότης του κληρικού δεν αποτελεί κώλυμα διορισμού εις θέσιν γραμματέως κοινότητος.
Άρθρον 99
Κώλυμα εκ συμφέροντος.
1. Ο υπάλληλος δεν δύναται είτε ατομικώς είτε μετέχων συλλογικού οργάνου να επιληφθή της επιλύσεως ζητήματος, δια το οποίον έχει πρόδηλον συμφέρον αυτός ή συγγενής αυτού εξ αίματος ή αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού.
2. Η παράβασις της ως ανω διατάξεως αποτελεί λόγον ακυρότητος της σχετικής διοικητικής πράξεως, εαν ή αποσιωπηθείσα κατά τα άνω σχέσις του υπαλλήλου επέδρασεν εις την διαμόρφωσιν της πράξεως ταύτης.
3. Υπάλληλοι, συγγενείς προς αλλήλους μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγενείας, δεν δύνανται να μετέχουν εις την αυτήν συνεδρίαν συλλογικού οργάνου.
Γ΄
ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Άρθρον 100
Αστική ευθύνη των υπαλλήλων των ΟΤΑ.
1. Ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως εις τον οποίον υπηρετεί, δια πάσαν ζημίαν, την οποίαν επροξένησεν εις αυτόν εκ δόλου ή βαρείας αμελείας κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτού, ως και δια τας αποζημιώσεις, εις τας οποίας υπεβλήθη ο οργανισμός έναντι τρίτων ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων αύτου κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων του, γενομένων επισης εκ δόλου ή βαρείας αμελείας.
2. Δεν ευθύνεται ο υπάλληλος έναντι τρίτων δια τοιαύτας πράξεις ή παραλείψεις αυτού.
3. Το ελεγκτικόν Συνέδριον δύναται εις την περίπτωσιν της αμελείας, εκτιμών τας ειδικάς εκάστοτε περιστάσεις, να καταλογίση τον υπάλληλον και εις μέρος μόνον της επελθούσης εις τον οργανισμόν ζημίας ή της αποζημιώσεως εις την οποίαν ούτος υπεβλήθη.
4. Εαν πλείονες υπάλληλοι επροξένησαν από κοινού ζημίαν εις τον οργανισμόν, ισχύουν αι διατάξεις του αστικού δικαίου.
5. επί της αστικης ευθύνης των υπαλλήλων έναντι του οργανισμού εις τον οποίον υπηρετούν δικάζει το Ελεγκτικόν Συνέδριον, τη αιτήσει του εκπροσωπούντος τον οργανισμόν.
Άρθρον 101
Εφαρμογή διατάξεων υπολόγων εκ διαχειρίσεως.
Τα της αστικής ευθύνης των υπαλλήλων, υπολόγων εκ της διαχειρίσεως αυτών, διέπονται υπότων κειμένων περί αυτών διατάξεων, εφαρμοζομένων κατ` αναλογίαν και των περί δημοσίων υπολόγων διατάξεων.
Άρθρον 102
Παραγραφή.
Το δικαίωμα του οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως προς αποζημίωσιν έναντι των υπαλλήλων αυτού κατά τας περιπτώσεις του άρθρου 100 παραγράφεται μετά τριετίαν, αρχομένην, εις μεν την πρώτην περίπτωσιν της παραγράφου 1 αφ` ης επήλθεν ή ζημία, εις δε την δευτέραν, περίπτωσιν της αυτής παραγράφου, αφ` ης ο οργανισμός κατέβαλε την αποζημίωσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Α’
ΜΟΝΙΜΟΤΗΣ-ΜΙΣΘΟΣ-ΑΠΟΔΟΧΑΙ
Άρθρον 103
Δοκιμαστική υπηρεσία-Μονιμοποίησις.
1. Ο εις οργανικήν θέσιν διοριζόμενος υπάλληλος διανύει διετή δοκιμαστικήν υπηρεσίαν, κατά τήν διάρκειαν της οποίας δύναται να απολυθή παρά του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, μετ` απόφασιν του υπηρεσιακού συμβουλίου, δια λόγους αναγομένους εις την υπηρεσίαν του.
2. Αμα τη συμπληρώσει της διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας του υπαλλήλου, το αρμόδιον προς διορισμόν όργανον υποχρεούται αμελλητί όπως απευθύνη ερώτημα, περί μονιμοποιήσεως ή μη τούτου, εις το οικείον υπηρεσιακόν συμβούλιον, το οποίον υποχρεούται να αποφανθή σχετικώς, εντός τριών μηνών από της περιελεύσεως εις αυτό του ερωτήματος.
3. Ο κρινόμενος ως μονιμοποιητέος μονιμοποιείται δια πράξεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου εκδιδομένης εντός μηνός από της κοινοποιήσεως εις αυτό της αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δηλωτική πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφερείας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ. 14 άρθρου 7 Ν.2307/1997 (Α 113), αντικαταστάθηκε πάλι από την παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 2503/1997 (ΦΕΚ Α`107).
4. Κατά της περί μονιμοποιήσεως αποφάσει του υπηρεσιακού συμβουλίου, ως και κατά της περί απολύσεως αποφάσεως, κατά την παράγραφον 1, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
5. Η περί μονιμοποιήσεως πράξις, δημοσιεύται καθ` ον τρόπον και η πράξις διορισμού.
6. Ο κριθείς ως μη μονιμοποιητέος απολύεται υποχρεωτικώς, δια πράξεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου.
Άρθρον 104
Μισθός
1. Ο υπάλληλος λαμβάνει τον μισθόν τον αντιστοιχούντα εις τον βαθμόν της οργανικής θέσεως αυτού.
2. Απαγορεύεται, αποτελούσα πειθαρχικόν αδίκημα, ή μη είσπραξις των αποδοχών εκ μέρους του υπαλλήλου.
Άρθρον 105
Εναρξις μισθοδοσίας.
1. Η επί του μισθού αξίωσις του υπαλλήλου γεννάται:
α) του διορισθέντος, από της εγκαταστάσεως εις την θέσιν μου, προσηκόντως βεβαιουμένης και
β) του προαχθέντος ή υποβιβασθέντος, από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της περί προαγωγής ή υποβιβασμού πράξεως, επιφυλασσομένων των διατάξεων των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 13 του παρόντος κώδικος. Οπου είναι απαραίτητος δια τον διορισμόν ή την προαγωγήν ή καταβολή ή συμπλήρωσις εγγυήσεως, ή μισθοδοσία άρχεται από της πληρώσεως του όρου τούτου.
2. Η επί του πλήρους μισθού αξίωσις του ανακληθέντος εκ της διαθεσιμότητας ή της αργίας, γεννάται από της εγκατάσεως εις την θέσιν αυτού, προσηκόντως βεβαιουμένης.
Άρθρον 106
Αποδοχαί-υπερωριακή εργασία- οδοιπορικά έξοδα-επιδόματα.
1. Ο μισθός, τα πάγια παρακολουθήματα αυτού (προσαυξήσις, επιδόματα κλπ.), ορίζονται οία τα εκάστοτε παρεχόμενα εις τους δημοσίους υπαλλήλους ο αντιστοίχων βαθμών η μισθών, καταβάλλονται δε υποχρεωτικώς και κατά τας δια τους δημοσιούς υπαλλήλους οριζομένας εκάστοτε χρονολογίας.
2. Η όλως εξαιρετική ή απρόβλεπτη ή έκτακτη υπηρεσιακή ανάγκη για την καθιέρωση υπερωριακής εργασίας διαπιστώνεται με απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου με τους όρους, τους περιορισμούς και τη διαδικασία των γενικών διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για τουςδημόσιους υπαλλήλους και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 109.
Με απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου επιτρέπεται η καθιέρωση εργασίας με αμοιβή στους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α., οι οποίοι πέραν από το υποχρεωτικό ωράριο εργασίας τους τηρούν τα πρακτικά συνεδριάσεων του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και των συμβουλίων των συνδέσμων, νομικών προσώπων και ιδρυμάτων των Ο.Τ.Α. Η υπερωριακή εργασία των πιο πάνω υπαλλήλων είναι μέσα στα όρια που καθορίζονται κάθε χρόνο με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών. Η ωριαία αμοιβή είναι ίση με εκείνη που καταβάλλεται κάθε φορά στους δημόσιους υπαλλήλους.
Η ωριαία αμοιβή είναι ίση προς την εκάστοτε καταβαλλομένην εις τους δημοσίους υπαλλήλους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.15 του άρθρου 8 Ν.2307/1995 (Α 113), αντικαταστάθηκε εκ νέου ως άνω από την παρ. 10 του άρθρου 12 του Ν. 2503/1997 (ΦΕΚ Α`107).
3. Επισης επιτρέπεται η καθιέρωσις επ` αμοιβή εργασία πέραν των ωρών υποχρεωτικής τοιαύτης δι` αποφάσεως του οικείον συλλογικού οργάνου και μέχρις είκοσι τεσσάρων (24) ωρών μηνιαίως κατά τα ειδικωτέρων δι` αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, οριζόμενα, δια τους υπαλλήλους των ΟΤΑ, οίτινες επί τη βάσει αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου τηρούν τα πρακτικά των συνεδριάσεων του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ως και των συμβουλίων των συνδέσμων, νομικών προσώπων και ιδρυμάτων. Η ωριαία αποζημίωσις καθορίζεται κατά τα περί δημοσίων υπαλλήλων ισχύοντα.
4. Αι διατάξεις περί οδοιπορικών εξόδων και ημερησίας εκτός έδρας αποζημιώσεως των δημοσίων υπαλλήλων έχουν ανάλογον εφαρμογήν και εν προκειμένω.
5. Η εκτός έδρας κίνησις πραγματοποιείται κατόπιν αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου του οικείου ΟΤΑ, δι` ης ορίζεται και ο αριθμός των εκτός έδρας ημερών. Η απόφασις αύτη υποκειται εις την έγκρισιν του νομάρχου.
6. Το επίδομα διαχειριστικών λαθών χορηγείται στους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, που απασχολούνται αποκλειστικά με τη διαχείριση χρημάτων ή ενσήμων, καθως και στους ελεγκτές εσόδων – εξόδων
των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης σε ποσοστό ίσο με εκείνο που χορηγείται στους ελεγκτές και εκδότες των δημόσιων ταμείων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 παρ.3 του Ν. 1416/1984 (Α` 18).
7. Εις τακτικούς υπαλλήλους των ΟΤΑ απασχολουμένους αποκλειστικώς με την συλλογήν και μεταφοράν των απορριμμάτων δι` αυτοκινήτων οχημάτων ή ιππηλάτων μέσων (συνοδούς) ως και εις τους εργαζομένους εις τους
χώρους σταθμεύσεως και συντηρήσεως των οχηματων η εις χώρους διαλογής επεξεργασίας και διαθέσεως των απορριμμάτων χορηγείται επιδομα ανθυγιεινής εργασίας εις ποσοστόν 12% επί του εκάστοτε βασικού μηνιαίου μισθού:
α) του 4ου βαθμού της κλίμακος της διοικητικής ιεραρχίας δια τους από του 5ου βαθμού και άνω και
β) του 8ου βαθμού της κλίμακος της διοικητικής ιεραρχίας δια τους από 6ου βαθμού και κάτω. Το επιδομα τούτο χορηγείται και εις τους εργάτας τους απασχολουμένους με την ταφήν ή εκταφήν εις νεκροταφειακούς χώρους.
Άρθρον 107
Περικοπή αποδοχών
1. Μισθός δεν οφείλεται δια μη παρασχεθείσαν εξ υπαιτιότητος του υπαλλήλου υπηρεσίαν καθόλου ή εν μέρει.
2. Η περικοπή ενεργείται δια πράξεως του εντεταλμένου την εκκαθάρισιν και πληρωμήν των αποδοχών, του οποίου οφείλει να ειδοποιήση περί τούτου ο προϊστάμενος της υπηρεσίας, εις την οποία υπηρετεί ο υπάλληλος. Κατά της πράξεως ταύτης, ή οποία ανακοινούται επί αποδείξει εις τον υπάλληλον, επιτρέπεται προσφυγή εντός δέκα ημερών από της ανακοινώσεως, άνευ ανασταλτικής δυνάμεως, ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου το οποίον αποφαίνεται τελειωτικώς.
3. Διαρκούσης της διαδικασίας απολύσεως του τακτικού υπαλλήλου ένεκα νόσου μη δεκτικής ιάσεως, συνεχίζεται καταβαλλόμενος ο μισθός ενεργείας ή διαθεσιμότητος μέχρι λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως και πάντως ουχί πέραν των δύο μηνών από της λήξεως της αναρρωτικής αδείας ή διαθεσιμότητος.
Άρθρον 108
Παύσις αξιώσεως επί του μισθού.
1. Η αξίωσις επί του μισθού παύει από της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως.
2. Αι μετά την λύσιν της υπαλληλικής σχέσεως παρεχόμεναι κατά την συνταξιοδοτιχήν νομοθεσίαν αντί συντάξεως αποδοχαί, δεν επηρεάζονται εκ της ως ανω διατάξεως.
Άρθρον 109
Αποζημίωσις υπαλλήλων εκτελούντων πρόσθετον υπηρεσίαν.
1. Υπάλληλοι, οίτινες, προσθέτως προς τα καθήκοντα της θεσεώς των και πέραν του υποχρεωτικού ωραρίου εργασίας εκτελούν και την υπηρεσίαν των παρά τοις δήμοις και ταις κοινότησι ληξιαρχείων ή την υπηρεσίαν των στερουμένων ιδίου προσώπων κοινοτήτων, δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων και συνδέσμων οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, δικαιούνται αποζημιώσεως αναλόγου προς τας ώρας απασχολήσεώς των.
2. Αι ώραι απασχολήσεως, κατά μήνα, καθορίζονται αναλόγως του πληθυσμού και κατ` ανώτατον όριον μέχρι τεσσαράκοντα, δι` αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
3. Δεν επιτρέπται απασχόλησις επί αποζημιώσει, πλέον του ενός υπαλλήλου, δι` εκάστην των εν τω παρόντι άρθρω αναφερομένων υπηρεσιών.
Άρθρον 110
Αποζημίωσις εισπρακτόρων λόγω απασχολήσεως εκτός έδρας ή γραφείου.
1. Τακτικοί δημοτικοί ή κοινοτικοί εισπράκτορες, μετακινούμενοι εκτός έδρας ή του γραφείου των δι` εκτέλεσιν υπηρεσίας, αντί οδοιπορικών εξόδων και ημερησίας εκτός έδρας αποζημιώσεως, δικαιούνται αποζημιώσεως καθοριζομένης, εις ποσοστόν 2% μέχρι 4%, επί των εκτός έδρας και 1% επί των εκτός γραφείου, δι` ειδικών χρηματικών καταλόγων, εισπραττομένων δημοτικών και κοινοτικών εσόδων.
2. Το ύψος του ποσοστού της αποζημιώσεως καθορίζεται υπότου οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, προκειμένου δε περί τακτικών εισπρακτόρων, ασχολουμένων με την είσπραξιν εσόδων πλειόνων οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, υπό του διευθυντού του οικείου ταμείου. Η ετησία αποζημίωσις δεν δύναται να είναι μείζων των 2/3 του ετησίου βασικού μισθού τον δικαιούχου. Η εκκαθάρισις της αποζημιώσεως ενεργείται επί τη βάσει πίνακος, θεωρουμένου υπό του προϊσταμένου του οικείου δημοσίου ταμείου ή ειδικής ταμειακής υπηρεσίας του οικείου δήμου και εμφαίνοντος το ύψος των εκτός έδρας ή γραφείου
πραγματοποιηθεισών εισπράξεων. Ως έδρα των εισπρακτόρων θεωρείται ή τοιαύτη του παρ` ω υπηρετούν ταμείου.
Β΄
ΑΔΕΙΑΙ-ΝΟΣΗΛΕΙΑ.
Άρθρον 111
Δικαίωμα κανονικής αδείας.
1. Οι υπάλληλοι, οι συμπληρώσαντες πραγματικήν υπηρεσίαν τριών ετών, δικαιούνται καθ` έκαστον ημερολογιακόν έτος κανονικήν απουσίας άδειαν μετά πλήρων αποδοχών είκοσι εξ εργασίμων ημερών. επί πενθημέρου εργασίας αι ημέραι αδείας ορίζονται εις είκοσι δύο εργασίμους μη συνυπολογιζομένης και της ημέρας του Σαββάτου ή της Δευτέρα κατά τας διακρίσεις των παρόντος παραγράφου του άρθρου του κώδικος. Εκ ταύτης δεον να χορηγήται υποχρεωτικώς ή αδεία δέκα επτά ειργασίμων ημερών και επί πενθημέρον εργασίας δέκα πέντε εργασίμων ημερών, εφ` όσον ζητήσει
τούτο ο υπάλληλος, εντός της από 15ης Μαϊου μέχρι 15ης Οκτωμβρίου περιόδου.
2. Οι κατά την προηγουμένην παράγραφον υπάλληλοι, οι έχοντες πραγματικήν υπηρεσίαν ελάσσονα των τριών ετών, αλλά μείζονα του ενός, δικαιούν αι κανονικήν άδειαν δέκα τριών εργασίμων ημερών, μετά πλήρων αποδοχών, καθ` έκαστον ημερολογιακόν έτος και επί πενθημέρου εργασίας ένδεκα εργασίμων ημερών.
3. Εκ του χρόνου της κατά τας παραγράφους 1 και 2 κανονικής αδείας αφαιρείται ο χρόνος πάσης, εντός του αυτού ημερολογιακού έτους,αδικαιολογήτου απουσίας.
4. Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις και εφ` όσον αι ανάγκαι της υπηρεσία,επιτρέπουν, δύναται να χορηγήται εις πάντα τακτικόν υπάλληλον, κατόπιν αιτήσεώς του, καθ` έκαστον ημερολογιακόν έτος κανονική αδεία άνευ αποδοχών μέχρι δέκα τριών εργασίμων ημερών και μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν του υπηρεσιακού συμβουλίου μέχρις είκοσιν εξ εργασίμων ημερών εν συνόλω. Επι πενθημέρου εργασίας τα ανωτέρω όρια ορίζονται εις ένδεκα και είκοσι δύο εργασίμους ημέρας αντιστοίχως.
5. Διατηρούνται εν ισχύι αι περί αδειών διατάξεις εκλογικών νόμων,ως και αι τοιαύται του Π.Δ. 561/1980 “περί χορηγήσεως αδείας εις τους υφ` οιανδήποτε σχέσιν υπηρετούντας εις το Δημόσιον και τα ΝΠΔΔ φοιτητάς κατά την περίοδον των εξετάσεων”.
6.α. Για τους εργαζομένους αποκλειστικά στις χωματερές, στην υγειονομική ταφή – καύση κ.λπ., για όσους εργάζονται επί πενθήμερο εβδομαδιαίως οι ημέρες άδειας ορίζονται σε είκοσι επτά (27) μη συνυπολογιζομένης της ημέρας του Σαββάτου ή της Δευτέρας, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 89, για όσους δε εργάζονται επί εξαήμερο εβδομαδιαίως οι ημέρες ορίζονται σε τριάντα δύο (32).
β. Για τους εργαζομένους αποκλειστικά στην αποκομιδή των απορριμμάτων, καθώς και στην ταφή και εκταφή νεκρών μετά τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών πραγματικής υπηρεσίας οι ημέρες άδειας αυξάνονται κατά τρεις (3).
Σημ.: όπως η παρ.6 προστέθηκε από την παρ.16 άρθρου 7 Ν.2307/1997 (Α 113).
Άρθρον 112
Υποχρέωσις χορηγήσεως κανονικής αδείας.
1. Η υπηρεσία εις την οποίαν ανήκει ο υπάλληλος, εντός του δευτέρου εξαμήνου εκάστου έτους χορηγεί υποχρεωτικώς δια τον υπάλληλον την κανονικήν άδειαν την οποίαν δικαιούται και εις περίπτωσιν κατά την οποίαν ητήσατο ταύτην.
2. Η μη χορήγησις, ο περιορισμός ή ανάκλησις χορηγηθείσης κανονικής αδείας επιτρέπεται προς αντιμετώπισιν εκτάκτων και εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών και ενεργείται δια πράξεως του εκπροσωπούντος τον οικείον οργανισμόν, εκδιδομένης μετ` ητιολογημένην γνώμην του αμέσως προϊσταμένου του υπαλλήλου και του υπερτέρου αυτού προϊσταμένου, εφ` όσον υφίστανται τοιούται, άλλως υπό του εκπροσωπούντος τον οικείον οργανισμόν.
3. Σημ.: όπως η παρ.3 καταργήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 12 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62)
4. Μη χορήγησις εις τον υπάλληλον της κανονικής αδείας, την οποίαν δικαιούνται κατ` έτος, καίτοι δεν συντρέχουν έκτακτοι και εξαιρετικαί υπηρεσιακαί ανάγκαι, ελεγχομένη και διαπιστευμένη κατ` εντολήν του οικείου νομάρχου, συνεπάγεται υποχρεωτικώς την πειθαρχική δίωξιν του μη χορηγήσαντος την άδειαν οργάνου, ως και των συμφωνησάντων δια την μη χορήγησιν προϊσταμένων του υπαλλήλου.
Άρθρον 113
Προσαύξησις κανονικής αδείας υπηρετούντων εις παραμεθορίους περιοχάς.
1. Αι χορηγούμεναι κανονικαί άδειαι απουσίας εις υπαλλήλους υπηρετούντας, εις παραμεθορίους περιοχάς του Νόμου 287/1976 “περί μέτρων τινών αφορώντων εις τους υπηρετούντας εις παραμεθορίους περιοχάς δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους” προσαυξάνονται κατά τας ημέρας κινήσεως, αι οποίαι απαιτούνται δια την μετάβασιν εις τον τόπον
εγκαταστάσεως της οικογενείας των και δια την επιστροφήν εις την υπηρεσίαν των. Η τοιαύτη προσαύξησις χωρεί δις κατ` έτος και δεν δύναται να υπερβή εκάστην φοράν τας τρεις εν συνόλω εργασίμους ημέρας. Ως οικογενεία νοείται και η πατρική τοιαύτη εκατέρου των συζύγων.
2. Δι` αποφάσεων των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Εσωτερικών ρυθμίζονται αι λεπτομέρειαι της εφαρμογής των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου και καθορίζονταί αι ημέραι προσαυξήσεως αναλόγως της χιλιομετρικής αποστάσεως.
Άρθρον 114
Κανονική άδεια λόγω επιμορφώσεως.
1. Εις μονίμους υπαλλήλους, μετέχοντας εις διαγωνισμούς, είτε δια την λήψιν υποτροφίας, είτε δια την επιλογήν των προς φοίτησιν εις κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών, κατά τας περί επιμορφώσεως των υπαλλήλων κειμένας διατάξεις, χορηγείται υποχρεωτικώς κανονική άδεια μετά πλήρων αποδοχών δια χρόνον ίσον προς τον της διαρκείας του διαγωνισμού, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν απαιτουμένων ημερών μεταβάσεως τούτων εις τον τόπον διεξαγωγής του διαγωνισμού και επιστροφής των εις την έδραν της υπηρεσίας εις την οποίαν υπηρετούν.
2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον κανονική άδεια δεν δύναται να υπερβή εν συνόλω τας εννέα εργασίμους ημέρας και επί πενθημέρου τας επτά εργασίμους ημέρας, χορηγείται δε πέραν της κατά τας διατάξεις του άρθρου 111 οριζομένης αδείας εντός του αυτού έτους.
Άρθρον 115
Αδεια κυήσεως και λοχείας.
1. Αι κυοφορούσαι υπάλληλοι, μετά βεβαίωσιν του θεράποντος ιατρού της οικείας ειδικότητος, απέχουν υποχρεωτικώς της υπηρεσίας από του ογδόου μηνός της κυήσεως, θεωρούμεναι ως εν κανονική διμήνω αδεία μετά πλήρων αποδοχών.
2. Η άδεια αύτη παρατείνεται επί δύο μήνας μετά τον τοκετόν και εφ`όσον το τεχθέν ζη.
3. Η τυχούσα αδείας κυοφορίας και λοχείας υπάλληλος, δεν στερείται του δικαιώματος λήψεως κανονικών ή αναρρωτικών αδειών κατά τας διατάξεις του παρόντος κώδικος.
Άρθρον 116
Αρμοδιότης χορηγήσεως κανονικής αδείας.
1. Η κανονική άδεια απουσίας χορηγείται υπότου εκπροσωπούντος τον οικείον οργανισμόν ή του υπότούτου εξουσιοδοτουμένου οργάνου, μετά γνώμην των αμέσως προϊσταμένων του υπαλλήλου.
2. Εις το έγγραφον χορηγήσεως της αδείας ορίζεται ή χρονολογία της ενάρξεως ταύτης.
3. Λόγω εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης ή τη αίτήσει του υπαλλήλου, επιτρέπεται εις τον άμεσον προϊστάμενον αυτού, όπως αναβάλη την έναρξιν της αδείας επί δέκα το πολύ ημεράς.
4. Εις περίπτωσιν αδικαιολογήτου υπερβάσεως της χορηγηθείσης κανονικής αδείας ο υπάλληλος στερείται των αποδοχών αυτού δια τας ημέρας της υπερβάσεως, διώκεται δε και πειθαρχικώς.
Άρθρον 117
Αναρρωτικαί άδειαι.
1. Εις τον υπάλληλον τον συμπληρώσαντα τριετή πραγματικήν υπηρεσίαν, ασθενούντα ή χρήζοντα αναρρώσεως, χορηγείται, κατόπιν αιτήσεως του ή και αυτεπαγγέλσεως υπότου εκπροσωπούντος του οικείου οργανισμόν, επί τη βάσει γνωματεύσεως της οικείας υγειονομικής επιτροπής, αναρρωτική άδεια απουσίας μετά πλήρων αποδοχών.
2. Η ως ανω άδεια δεν δύναται να υπερβή τον αριθμόν τόσων μηνών, όσα τα έτη της πραγματικής του υπαλλήλου υπηρεσίας, αφαιρουμένης εκάστοτε της εντός της προγενεστέρας πενταετίας χορηγηθείσης τυχόν τοιαύτης. Δεν δύναται όμως εν συνεχεία χορηγουμένη να υπερβή τους δώδεκα μήνας. Χρόνος υπηρεσίας ουχί ελάσσων των εξ μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος.
3. Εις την αναρρωτικήν άδειαν συνυπολογίζονται και αι ημέραι απουσίας λόγω της ασθενείας, της προηγηθείσης της αδείας.
4. Ο τυχών αναρρωτικής αδείας μετ` αποδοχών δικαιούται κατά το αυτό ημερολογιακόν έτος και της κατά το άρθρον 111 προβλεπομένης κανονικής αυτού αδείας εφ` όσον υφίσταται χρονικόν περιθώριον προς λήψιν ταύτης.
Άρθρον 118
Αναρρωτικαί άδειαι επί δυσιάτων νοσημάτων.
Εις τους προσβεβλημένους υπόδυσιάτων νοσημάτων υπαλλήλους, χορηγούνται αναρρωτικαί άδειαι των οποίων τα κατά το άρθρον 117 όρια ορίζονται εις το διπλάσιον. Δυσίατα νοσήματα είναι τα εκάστοτε οριζόμενα δια τους δημοσίους υπαλλήλους.
Άρθρον 119
Βραχοχρόνιοι αναρωτικαί άδειαι.
Βραχυχρόνιοι αναρρωτικαί άδειαι απουσίας μέχρι και τριών ημερών κατά περίπτωσιν και πάντως ουχί πλέον των δέκα πέντε ημερών εν συνόλω κατ`έτος, χορηγούνται εις ασθενούντας ή χρήζοντας αναρρώσεως τακτικούς υπαλλήλους, βάσει γνωματεύσεως του θεράποντος ιατρού. Η υπηρεσία του υπαλλήλου διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα της παραπομπής αύτου ενώπιον της οικείας πρωτοβαθμίου υγειονομικής επιτροπής.
Άρθρον 120
Αναρρωτικαί άδειαι τακτικών υπαλλήλων μη εχόντων τριετή υπηρεσίαν.
1. Τακτικός υπάλληλος, ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει τριετή πραγματικήν υπηρεσίαι, δικαιούται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 117 και 118 αναρρωτικής αδείας μετά πλήρων μεν αποδοχών ίσης προς τόσους μήνας, όσα τα έτη της υπηρεσίας του, άνευ δε αποδοχών μέχρι συμπληρώσεως διαστήματος εξ μηνών και προκειμένου περί παθήσεως του άρθρου 118 μέχρι δώδεκα μηνών. Χρόνος υπηρεσίας ουχί ελάσσων των εξ μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος.
2. Παρατεινομένης της ασθενείας πέραν των ορίων της προηγουμένης παραγράφου και εξαντλουμένου ταυτοχρόνου της παρ. 3 του άρθρου 151 ή εις περίπτωσιν ιατρικής γνωματεύσεως της αρμοδίας υγειονομικής επιτροπής περί ανεπιδέκτου της ιάσεως, ο υπάλληλος απολύεται κατά τα εν άρθρω 214 οριζόμενα.
Άρθρον 121
Νοσηλεία.
1. Η ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψις των υπαλλήλων παρέχεται, κατά τας εκάστοτε ισχυούσας σχετικάς διατάξεις, υπόμεν του κλάδου ασφαλίσεως κατά της ασθενείας των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων (ΚΑΔΚΥ), εις ας περιφερείας έχει επεκταθή ή εις αυτόν ασφάλισις, υπόδε του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) εις τας ασφαλιστικάς περιοχάς αυτού εφ` όσον έχει επεκταθή εις αυτάς η ασφάλισις του ΚΑΔΚΥ.
2. Εις ας περιπτώσεις δεν έχει επεκταθή ή ασφάλισις του ΚΑΔΚΥ ή του ΙΚΑ, ή κατά την παρ. 1 περίθαλψις παρέχεται υποχρεωτικώς υπότων παρ` οις υπηρετούν οι υπάλληλοι οργανισμών. Τα του τρόπου παροχής της περιθάλψεως και καταβολής των νοσηλίων ορίζονται δια Π.Δ., εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Εσωτερικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών.
3. από της επεκτάσεως της ασφαλίσεως του ΚΑΔΚΥ παύει αυτοδικαίως ή κατά την παρ. 1 εις το ΙΚΑ ασφάλισις κατά της ασθενείας και η κατά την παρ. 2 υποχρέωσις των οικείων οργανισμών.
4. Υφιστάμενα δικαιώματα εκλογής φορέως ασφαλίσεως κατά της ασθενείας δεν θίγονται υπότων διατάξεων του παρόντος, του οικείου ΟΤΑ υποχρεουμένου εις καταβολήν ασφαλιστικών εισφορών.
Άρθρον 122
Εξοδα κηδείας.
Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως υποχρεούνται εις την καταβολήν των εξόδων κηδείας των αποθνησκόντων τακτικών υπαλλήλων των, της συζύγου και των τέκνων αυτών, εφ` όσον ταύτα προστατεύονται και συντηρούνται υπό του υπαλλήλου. Τα έξοδα ταύτα ορίζονται δια μεν τον υπάλληλον εις τας αποδοχάς τριών μηνών, δια δε την σύζυγον και τα τέκνα εις τας αποδοχάς δύο μηνών, μη δυνάμενα να υπερβαίνουν τας τεσσαράκοντα χιλιάδας δραχμάς.
Δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών επιτρέπεται η αύξησις του χρηματικού τούτου ποσού.
Άρθρον 123
Εκπαιδευτικαί άδειαι προς υπηρεσιακήν μετεκπαίδευσιν εν τη αλλοδαπή.
1. Εις τακτικούς υπαλλήλους των κλάδων ΑΤ και ΑΡ έχοντας πενταετή τουλάχιστον πραγματικήν υπηρεσίαν και μη υπερβάντας το 40ον έτος της ηλικίας των, επιδείξαντας δε εξαιρετικήν επιδοσιν, δύναται να χορηγηθή επί τη αιτήσει των, υπότου εκπροσωπούντος τον οικείον οργανισμόν, εκπαιδευτική άδεια δια την αλλοδαπήν, κατόπιν συμφώνου γνωμοδοτήσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου, εν ή δέον να καθορίζεται ή χώρα της εκπαιδευσέως, ης την γλώσσαν οφείλει να κατέχη αποδεδειγμένως και αρτίως ο αιτών υπάλληλος και το πρόγγραμμα της επιστημονικής ή τεχνικής εκπαιδεύσεως ή καταρτίσεως αυτού.
2. Κατ` εξαίρεσιν δύνανται να τύχουν τοιαύτης αδείας και υπάλληλοι των κλάδων ΜΕ μόνον προς εξειδίκευσιν ή τελειοποίησιν αυτών.
3. Δεν μπορεί να χορηγηθεί σε υπάλληλο εκπαιδευτική άδεια, διάρκειας μεγαλύτερης των τριών (3) ετών συνολικά”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 1586/1986 και του άρθρου 12
παράγραφος 12 του ν. 2130/1993, αντικαταστάθηκε πάλι από την παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 2503/1997 (ΦΕΚ Α`107).
Άρθρον 124
Δικαιώματα και υποχρεώσεις αδειούχων διαρκούσης της εκπαιδευτικής αδείας.
1. Εις τους επί εκπαιδευτική αδεία αποστελλομένους εις την αλλοδαπήν παρέχονται πλήρεις αι αποδοχαί, ηυξημέναι εις το διπλάσιον και τα οδοιπορικά έξοδα μεταβάσεως και επιστροφής, κατά τα ειδικώτερον δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών ορισθησόμενα.
2. Ο εν εκπαιδευτική αδεία υποχρεούται επί ποινή ανακλήσεως, όπως κατά εξάμηνον δι` αναφοράς του, απ` ευθείας υποβαλλομένης, μετά των σχετικών αποδεικτικών σπουδών, καθιστά ενήμερον τον εις ον ανήκει οργανισμόν, περί της πορείας της εκπαιδεύσεώς του.
3. Οι εν εκπαιδευτική αδεία υπάλληλοι τελούν υπότην εποπτείαν των κατά τόπους διπλωματικών ή προξενικών αρχών, αίτινες και υποχρεούνται να αναφέρουν καθ` εξάμηνον εις το Υπουργείον Εσωτερικών, περί της εν γένει πορείας της εκπαιδεύσεως και της καθόλου συμπεριφοράς των.
4. Ο εν εκπαιδευτική αδεία υπάλληλος δεν ανακαλείται προ της παρόδον του χρόνου της χορηγηθείσης αδείας, ειμή μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν του υπηρεσιακόν συμβουλίου.
5. Ο εκπαιδευόμενος υπάλληλος οφείλει, επανερχόμενος εκ της αδείας, να υποβάλη βεβαιώσεις και έκθεσιν περί της εκπαιδεύσεώς του.
Άρθρον 125
Υποχρεώσεις υπαλλήλων ληξάσης της εκπαιδευτικής αδείας.
1. Οι κατά το άρθρον 123 εκπαιδευόμενοι υποχρεούνται μετά την επανοδόν των να υπηρετήσουν εις τον παρ` ω ανήκουν οργανισμόν επί χρόνον τριπλάσιον του χρόνου της εκπαιδεύσεώς των εις την αλλοδαπήν. Την αυτήν αναλόγως υποχρέωσιν υπέχουν και οι προ της αποκτήσεως της υπαλληλικής ιδιότητος εκπαιδευθέντες χάριν αναλήψεως υπηρεσίας παρ` οργανισμώ τοπικής αυτοδιοικήσεως, ως και οι μετά την απόκτησιν αυτής μετεκπαιδευθέντες δαπάναις του Κράτους, ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως καθ` οιονδήποτε τρόπον και αν κατεβλήθησαν αύται.
2. Εν περιπτώσει αθετήσεως της κατά την προηγουμένην παράγραφον υποχρεώσεώς των, αφ` ενός μεν υποχρεούνται να επιστρέψουν εντός τριμήνου εις τον οργανισμόν τοπικής αυτοδιοικήσεως τας ληφθείσης κατά τον χρόνον της αδείας των αποδοχάς και τα έξοδα μεταβάσεως και επανόδου, εφαρμοζομένων, εν αρνήσει, των διατάξεων περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, αφ` ετέρου δε κωλύονται επί πενταετίαν να διορισθούν εις άλλην θέσιν παρά τω Δημοσίω ή οργανισμώ τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλω νομικώ προσώπω δημοσίου δικαίου ή παρ` ειδικώ λογαριασμώ ή ιδρύματι επιχορηγουμένω υπό του Δημοσίου ή παρά τινι των Τραπεζών Ελλάδος, Εθνικής, Αγροτικής, Κτηματικής ή άλλη επιχειρήσει κοινής ωφελείας.
Άρθρον 126
Εκπαιδευτικαί άδειαι χάριν ανωτέρων εν τη αλλοδαπή σπουδών.
1. Εις τακτικούς υπαλλήλους, τυχόντας υποτροφίας δια την παρακολούθησιν ανωτέρων εν τη αλλοδαπή σπουδών, δύναται να παρέχηται υπό τον εκπροσωπούντος τον οικείον οργανισμόν, μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν του υπηρεσιακού συμβουλίου, εκπαιδευτικού άδεια μετ` αποδοχών, δι` ίσον προς τον της υποτροφιάς χρόνον πάντως δε ουχί πέραν των τριών ετών. υπότούς αυτούς όρους δύναται να παρέχηται εκπαιδευτική άδεια μετ` αποδοχών και εις μη τυχόντας υποτροφίας υπαλλήλους.
Αι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 123 και των παρ. 3, 4 και 5 του άρθρου 124 έχουν εφαρμογήν και εν προκειμένω.
2. Οι τυχόντες εκπαιδευτικής αδείας κατά το παρόν άρθρον αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν υπηρεσίας παρά, τω εις ον ανήκουν οργανισμώ επί χρόνον ίσον προς τον της αδείας ταύτης. Εν περιπτώσει αθετήσεως της τοιαύτης υποχρεώσεως των, ο χρόνος της εκπαιδευτικής ταύτης αδείας δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας, οι δε αθετήσαντες την υποχρέωσιν των κωλύονται επί πενταετίαν να διορισθούν εις τας εν άρθρω 125 παρ. 2 αναφερομένας θέσεις.
3. Αι διατάξεις των άρθρων 123, 124, 125 δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί υποτροφιών παρεχομένων εις την Κυβέρνησιν υπό αλλοδαπών ή διεθνών οργανισμών δια μετεκπαίδευσιν υπαλλήλων. Εις την περίπτωσιν αθετήσεως των αναληφθεισών υποχρεώσεων έχουν εφαρμογήν αι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 12.
Άρθρο 127
Μετεκπαίδευσις και επιμόρφωσις εν τη ημεδαπή.
Αι προβλέπουσαι την μετεκπαίδευσιν και επιμόρφωσιν εν τη ημεδαπή ειδικαί διατάξεις δεν θίγονται υπό του παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
ΜΕΤΑΒΟΛΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ
Άρθρον 128
Ατομικοί φάκελλοι υπαλλήλων.
1. Δια την ορθήν και ενιαίαν εφαρμογήν των οικείω διατάξεων, περί καταστάσεως του εις τον παρόντα κώδικα υπαγομένου προσωπικού, η αρμοδία επί θεμάτων προσωπικού υπηρεσιακή μονάς υποχρεούται, όπως τηρή δι` έκαστον υπάλληλον ίδιον ατομικόν φάκελλον.
2. Ο ατομικός φάκελλος του υπαλλήλου περιλαμβάνει εν πρωτοτύπω άπαντα τα ατομικώς αφορώντα εις τον υπάλληλον έγγραφα τα αναφερόμενα εις την εν γένει υπηρεσιακήν, οικογενειακήν και περιουσιακήν κατάστασιν τούτου.
3. Πάντα τα έγγραφα ταύτα ταξινομούνται εις υπό φακέλλους τοποθετουμένους εις τον ατομικόν φάκελλοι υπότα εξής στοιχεία και τίτλους:
Α`. Τυπικά προσόντα.
Β`. Ηθος.
Γ`. Οικογενειακή-περιουσιακή κατάστασις.
Δ`. Υπαλληλική σταδιοδρομία.
Ε`. Ηθικαί αμαιβαί-ποιναί.
ΣΤ`. Εκθεσις ουσιαστικών προσόντων.
Ζ`. Αδειαι-νοσηλεία.
Η`. Διάφορα.
4. Τα εν εκάστω υποφακέλλω περιεχόμενα έγγραφα καταχωρίζονται εις την ανω αριστεράν σελίδα τον περιβλήματος αυτού, αμα τη τοποθετήσει των εν τω υποφακέλλω.
5. Εις περιπτώσεις καθ` ας συντρέχει εφαρμογή του άρθρου 167 του παρόντος, τα εν τω υποφακέλλω “Ε” έγγραφα τα σχετικά προς τας διαγραφομένας ποινάς αποσύρονται, τοποθετούμενα εις το γενικόν αρχείον.
Αποσύρεται ωσαύτως το περίβλημα του υποφακέλλον τούτου, τοποθετουμένου εις το αυτό αρχείον. Το αποσυρόμενον περίβλημα αντικαθίσταται δια νέου, εις ο καταχωρίζονται, κατά τα εν παρ. 3 του παρόντος άρθρου οριζόμενα, τα εναπομείναντα εν τω υποφακέλλω έγγραφα.
6. Τα εκάστοτε αναγκαία εκ των στοιχείων τούτων τίθενται, μερίμνη του προϊσταμένου των κατά την παρ. 1 υπηρεσιακών μονάδων, υπ` όψιν των υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων, ως και παντός ετέρου αρμοδίου οργάνου, δια την διενέργεια των προαγωγών κατά το άρθρον 139 του παρόντος, ως και δια διενέργειαν την οιασδήποτε ετέρας πράξεως μεταβολής της υπηρεσιακής καταστάσεως του υπαλλήλου.
7. Οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών προσωπικού φέρουν την ευθύνην της τηρήσεως, ασφαλούς φυλάξεως και συνεχούς ενημερώσεως των συγκροτούντων το σύστημα στοιχείων, η δε παράλειψις των υποχρέων συνιστά το κατά το άρθρον 165 παρ. 1 περ. ιβ` του παρόντος πειθαρχικόν αδίκημα.
Άρθρον 129
Πίνακες αρχαιότητος
Σημ.: όπως το άρθρο 129 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 130
Εκθεσις ουσιαστικών προσόντων των υπαλλήλων.
1. Τα περί ουσιαστικών προσόντων των υπαλλήλων στοιχεία καταχωρούνται εις την “έκθεσιν ουσιαστικών προσόντων” συντασσομένην και μέχρι τέλους Ιανουαρίου το αργότερον, βάσει ενιαίου υποδείγματος κατά κλάδους τακτικών υπαλλήλων, ως και μη τακτικών τοιούτων, κατά τα εκάστοτε ισχύοντα επ δημοσίων υπαλλήλων. Δι` αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών, καθορίζεται ή διαδικασία γνωστοποιήσεως του περιεχομένου των εκθέσεων.
2. Αι κατά την παρ. 1 εκθέσεις ουσιαστικών προσόντων χρησιμοποιούνται δια την κατά το άρθρον 139 παρ. 3 του παρόντος συναγωγήν της κρίσεως των προακτέων και μη, ως και δια πάσαν ετέραν περίπτωσιν υπηρξιακής αξιολογήσεως των ικανοτήτων του υπαλλήλου.
3. Εντός δεκαημέρου από της κατά την παρ. 1 γνωστοποιήσεως του περιεχομένου της εκθέσεως δύναται ο υπάλληλος να ζητήση την διαγραφήν ή την τροποποίησιν αυτής ως προς τα τυχόν διαλαμβανόμενα εν αυτή αντικειμενικώς εις βάρος αυτού ανακριβή γεγονότα δι` αιτήσεως υποβαλλομένης εις το οικείον υπηρεσιακόν συμβούλιον.
Άρθρον 131
Τοποθέτησις-Μετακίνησις.
1. Η τοποθέτησις των το πρώτον διοριζομένων ενεργείται δι` αποφάσεως του αρμοδίον προς διορισμόν οργάνου.
2. Επιτρέπεται ή μετακίνησις του υπαλλήλου εκ της υπηρεσίας, εις ην ετοποθετήθη, εις ετέραν εν τω αυτώ οργανισμώ, εφ` όσον αύτη ενεργείται εις ισόβαθμον θέσιν και εφ` όσον δια την κατάληψιν της εις ην ο υπάλληλος μετακινείται θέσεως απαιτούνται τα αυτά τυπικά προσόντα, άτινα απαιτούνται και δια την κατάληψιν της θέσεως, αφ` ης ούτος μετακινείται. Η μετακίνησις ενεργείται δι` αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου.
Άρθρον 132
Μετάταξις εις άλλον δήμον ή κοινότητα.
1. Επιτρέπεται ή μετάταξις υπαλλήλου μέχρι και του 6ου βαθμού από δήμου εις δήμον, ή εις ίδρυμα ή εις νομικόν πρόσωπον του αυτού δήμου και τανάπαλιν.
Η μετάταξη ενεργείται με αίτηση του υπαλλήλου σε αντίστοιχη κενή οργανική θέση, με απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α. υποδοχής, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.20 άρθρου 8 Ν.2307/1997 (Α 113).
2. Η απόφαση για τη μετάταξη εκδίδεται από το αρμόδιο για διορισμό όργανο του Ο.Τ.Α. στον οποίο μετατάσσεται ο υπάλληλος, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου για διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α. από τον οποίο μετατάσσεται ο υπάλληλος και των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ. 7 του άρθρου 26 του ν. 2130/1993 (Α`62) ,την παρ. 21 του άρθρου 8 του ν. 2307/1995, αντικαταστάθηκε πάλιαπό την παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν. 2503/1997 (ΦΕΚ Α`107).
3. Κατά τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 επιτρέπεται η μετάταξη με αίτηση του υπαλλήλου από κοινότητα σε κοινότητα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 26 του ν.2130/1993 (ΦΕΚ 62 Α`), αντικαταστάθηκε πάλι από την παρ.21 άρθρου 8 Ν.2307/1997 (Α 113).
4. Ο μετατασσόμενος δέον να κέκτηται τα προσόντα της θέσεως εις την οποίαν μετατάσσεται.
5. υπότας προϋποθέσεις και την διαδικασίαν των προηγουμένων παραγράφων επιτρέπεται και η αμοιβαία μετάταξις. Εν τη περιπτώσει ταύτη αι υπότων μετατασσομένων κατεχόμεναι θέσεις λογίζονται, δια την εφαρμογήν της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, κεναί.
6. Κατεξαίρεση αυτών που ορίζονται στην παράγραφο 3 επιτρέπεται μετάταξη υπαλλήλου χωρίς αίτησή του από κοινότητα σε κοινότητα του ίδιου νόμου, αν κατά την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου υπηρετούν δύο ή περισσότεροι υπάλληλοι ύστερα από συγχώνευση κοινοτήτων ή λόγω επαναφοράς είτε κατά τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 76/1974 (ΦΕΚ Αύ 266), του νόμου 193/1975 (ΦΕΚ Αύ 223) και του άρθρου 12 του νόμου 1232/1982 είτε σε εκτέλεση απόφασης διοικητικού δικαστηρίου. Η μετάταξη αυτή γίνεται όταν οι οικονομικές δυνατότητες σε συνδυασμό με τις υπηρεσιακές ανάγκες της κοινότητας στην οποία υπηρετεί, δεν δικαιολογούν να υπηρετούν όλοι σε αυτή. Η θέση που κατείχε αυτός που μετατάσσεται καταργείται αυτοδικαίως με τη μετάταξή του. Κατά τα λοιπά
για τη μετάταξη αυτή εφαρμόζεται η διαδικασία, που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 μέχρι και 3 αυτού του άρθρου
Σημ.: όπως η παρ.6 προστέθηκε με το άρθρο 65 παρ.5 του Ν. 1416/1984 (Α` 18).
7. Με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των παρ. 1 – 4 του παρόντος άρθρου επιτρέπεται η μετάταξη υπαλλήλου από δήμο σε κοινότητα και αντίστοφα.
8. Σε περίπτωση μετάταξης υπαλλήλου από δήμο ή κοινότητα του Α`μέρους, σε κοινότητα του Β` μέρους του παρόντος , η βαθμολογική του εξέλιξη δεν μπορεί να είναι ανώτερη του καταληκτικού βαθμού στον οποίο εξελίσσεται το προσωπικό των κοινοτήτων του Β` μέρους.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.2 του άρθρου 12 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62),
9. Μετάταξη υπαλλήλου δήμου ή κοινότητας ή ιδρύματος ή νομικού προσώπου ή συνδέσμου ή συμβουλίου περιοχής σε άλλο δήμο ή κοινότητα ή ίδρυμα δήμου ή κοινότητας ή νομικό πρόσωπο ή σύνδεσμο ή συμβούλιο περιοχής, επιτρέπεται, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού και εφόσον υφίσταται αντιστοιχία των διατάξεων συνταξιοδότησης του μετατασσόμενου υπαλλήλου προς τις διατάξεις του προσωπικού του φορέα στον οποίο γίνεται η μετάταξη, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
Κατ` εξαίρεση των ανωτέρω, μπορεί, με απόφαση των αρμοδίων προς διορισμό οργάνων, υπάλληλος δήμου ή κοινότητας ή ιδρύματος ή δημοτικού ή κοινοτικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή συνδέσμου, να μεταταγεί σε άλλο δήμο ή κοινότητα ή σε ίδρυμα ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου του ίδιου ή άλλου δήμου ή κοινότητας με τη μεταφορά της θέσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ. 4 του άρθρου 12 του Ν. 2503/1997 (ΦΕΚ Α`107).
Σημ.: όπως ηπαρ. 9 προστέθηκε με την παρ.2 του άρθρου 12 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62) και αντικαταστάθηκε από την παρ.22 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
10. Με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των παραγράφων 1, 2, 4 και 5 του άρθρου αυτού επιτρέπεται η μετάταξη υπαλλήλων κατηγορίας ΔΕ23 ειδικού προσωπικού από δήμο σε δήμο, από δήμο σε κοινότητα και αντίστροφα.
Σημ.: όπως η παρ.10 προστέθηκε από την παρ.23 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
Άρθρον 133
Σημ.: όπως το άρθρο 133 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 66 του Ν.1416/1984 (Α` 18).
1. Ειδικές διατάξεις νόμων που επιτρέπουν την απόσπαση υπαλλήλων σε κρατικές υπηρεσίες ή σε άλλον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε υπηρεσίες νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οργανισμών κοινής ωφέλειας εξακολουθούν να ισχύουν. Η απόσπαση γίνεται πάντοτε ύστερα από γνώμη του αρμόδιου για διορισμό οργάνου του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης από τον οποίο αποσπάται ο υπάλληλος. Απαγορεύεται η απόσπαση υπαλλήλου αν ένας μόνο υπηρετεί στον κλάδο στον οποίο αυτός ανήκει.
2. Αν υπάρχει έκτακτη υπηρεσιακή ανάγκη, με απόφαση του δημάρχου ή προέδρου κοινότητας μπορεί να αποσπασθεί έως ένα έτος υπάλληλος δήμου ή κοινοτικό νομικό πρόσωπο του ίδιου οργανισμου αυτοδιοίκησης ή σε σύνδεσμο δήμων ή κοινοτήτων ή δήμων και κοινοτήτων ή σε αναπτυξιακό σύνδεσμό στον οποίο συμμετέχει ο δήμος ή η κοινότητα από τον οποίο γίνεται η απόσπαση και αντίστροφα. Η απόσπαση μπορεί να παρατείνεται με την ίδια διαδικασία για ένα ακόμη έτος. Οι κάθε φύσης αποδοχές και οι ασφαλιστικές εισφορές των αποσπωμένων κατά τα ανωτέρω βαρύνουν το νομικό πρόσωπο, ίδρυμα ή σύνδεσμο στον οποίο αποσπώνται .
Αν ο δήμος ή η κοινότητα ιδρύσει αμιγή δημοτική ή κοινοτική επιχείρηση, με αντικείμενο δραστηριότητες που ασκούνται από το δήμο ή την κοινότητα, επιτρέπεται η απόσπαση των υπαλλήλων που απασχολούνται μέχρι την ίδρυση της επιχείρησης με το αντικείμενο αυτό, κατά τα ως άνω οριζόμενα, στην επιχείρηση, η οποία υποχρεούται στην καταβολή των κάθε φύσης αποδοχών και ασφαλιστικών εισφορών των αποσπομένων.
Η διάρκεια της απόσπασης δεν δύναται να υπερβεί τα δύο έτη.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 26 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62)
3. Επτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης σε άλλον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, με αίτηση του υπαλλήλου να συνυπηρέτηση με σύζυγο δημόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α. υποδοχής, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α. εκ του
οποίου ζητείται η απόσπαση. Η απόσπαση γίνεται για ένα (1) έτος και μπορεί να παραταθεί για ένα (1) ακόμη. Μετά τη λήξη του χρόνου απόσπασης ο υπάλληλος υποχρεούται να επανέλθει στον Ο.Τ.Α. από τον οποίο αποσπάσθηκε.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.26 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
4. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 2 και 3 αυτού του άρθρου οι αποδοχές και αποζημιώσεις του υπαλλήλου που αποσπάστηκε και οι ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουν το φορέα στον οποίο έγινε η απόσπαση.
5. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών ορίζονται οι πρόσθετες αμοιβές και αποζημιώσεις στους υπαλλήλους που αποσπώται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του άρθρου.
Άρθρον 134
Μετάταξις εντός του αυτού γενικωτέρου κλάδου.
1. Επιτρέπεται μετάταξις υπαλλήλων μέχρι και του 6ου βαθμού εις κενήν ομοιόβαθμον θέσιν ετέρου κλάδου του αυτού γενικωτέρου κλάδου του ιδίου ΟΤΑ, τή αιτήσει των, εφ` όσον ούτοι έχουν τα προσόντα της εις ην μετατάσσονται θέσεως και συντρέχουν εξαιρετικαί υπερεσιακαί ανάγκαι.
2. Η μετάταξις ενεργείται δι` αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν του οικείουυπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρον 135
Μετάταξις εις ανώτερον κλάδον.
1. Επιτρέπεται μετάταξις υπαλλήλων εις κενάς ομοιοβάθμους θέσεις ή εις θέσεις εισαγωγικού βαθμού ετέρου ανωτέρου κλάδου, του ιδίου ΟΤΑ κατά την έννοιαν της παρ. 1 του άρθρου 160 του παρόντος, εφ` όσον ούτοι:
(α) Σημ.: όπως το εδάφιο α` καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986(Α 37).
β) κέκτηνται το τυπικόν προσόν του κλάδου εις ον μετατάσσονται,
γ) απέκτησαν το κατά το ανωτέρω τυπικόν προσόν κατά την διάρκειαν
της υπηρεσίας των ή εφ` όσον κατείχον τούτο κατά τον χρόνον του
διορισμού των, έχει παρέλθει έκτοτε τετραετία,
δ) έχουν μονιμοποιηθή,
ε) μετατάσσονται εις θέσιν του αμέσως ανωτέρω κλάδου.
Κατ` εξαίρεσιν επιτρέπεται ή μετάταξις εκ κλάδου ΜΕ εις τους ΑΤ τοιούτους.
2. Η μετάταξις ενεργείται κατά τας διατάξεις της παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου.
3. Σημ.: όπως η παρ. 3 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
4. Δια τους, εκ των μετατασσομένων, κεκτημένους τον βαθμόν της θέσεως εις ην μετατάσσονται, ως χρόνος διανυθείς εις την θέσιν ταύτην, λογίζεται μόνον ο διανυθείς εν τω αντιστοίχω βαθμώ τον εις ον ανήκε προ της μετατάξεως κλάδου χρόνος, μετά την απόκτησιν των τυπικών προσόντων των προβλεπομένων υπο των οικείων διατάξεων δια την θέσιν εις ην ούτοι μετατάσσονται. Κατά πάσαν πάντως περίπτωσιν οι μετατασσόμενοι τίθενται εις το αριστερόν των, κατά τον χρόνον της μετατάξεως των, υπηρετούντων ομοιοβάθμων των και δεν δύναται να κρίνουν δια τον αμέσως ανώτερον βαθμόν πριν η συμπληρώσουν τον προς προαγωγήν εις τον βαθμόν τούτον χρόνον οι κατά τα ανωτέρω αρχαιότεροί των, μη κωλυομένης πάντως της κατά τας διατάξεις του άρθρου 149 του παρόντος, ενταξεώς των εις ανώτερον βαθμόν.
Άρθρον 136
Προαγωγή.
Ουδείς υπάλληλος προάγεται από βαθμού εις βαθμόν:
(α)Σημ.: όπως η περίπτωση α` καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
β) εάν δεν έχη συμπληρώσει καθωρισμένον χρόνον υπηρεσίας εις τον κατώτερον βαθμόν και δεν έχη τα λοιπά απαιτούμενα τυπικά προσόντα, και
γ) εαν δεν κέκτηται τα δια τον ανώτερον βαθμόν απαιτούμενα ουσιαστικά προσόντα, κατά την κρίσιν του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρον 137
Μη υπολογιζόμενος προς προαγωγήν χρόνος.
Εις τον προς προαγωγήν απαιτούμενον χρόνον υπηρεσίας δεν υπολογίζεται:
α) ο της διαθεσιμότητος,
β) ο της αργίας, της επελθούσης ένεκα ποινικής διώξεως, αποληξάσης, εις οιανδήποτε καταδίκην ή πειθαρχικής διώξεως, αποληξάσης εις πειθαρχικήν ποινήν τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών μηνών, και
γ) ο της αδικαιολογήτου αποχής εκ των καθηκόντων.
Άρθρον 138
Τρόπος προαγωγών
Σημ.: όπως το άρθρο 138 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 139
Ενέργεια προαγωγών.
1. Αι προαγωγαί ενεργούνται δι` αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
2. Το υπηρεσιακόν συμβούλιον γνωμοδοτεί κατόπιν εγγράφου ερωτήματος απευθυνομένου προς αυτό εντός μηνός από της κενώσεως της θέσεως υπό
του εκπροσωπούντος τον οικείον οργανισμόν και περιλαμβάνοντος πάντας του έχοντας τον απαιτούμενον χρόνον υπηρεσίας εν τω κατεχομένω βαθμώ.
Προκειμένου περί προαγωγής εις βαθμούς ενιαίων θέσεων, το ερώτημα απευθύνεται εντός της αυτής προθεσμίας από της συμπληρώσεως του χρόνου
προαγωγής. Εν παραλείψει ή αρνήσει υποβολής του ερωτήματος εντός της ως ανω προθεσμίας το υπερησιακόν συμβούλιον γνωμοδοτεί τη αιτήσει του
ενδιαφερομένου ή προτάσει του νομάρχου ο δε υπαίτιος διώκεται πειθαρχικώς δια βαρείαν παράβασιν καθήκοντος.
3. Σημ.: όπως η παράγραφος 3 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
4. Η περί προαγωγής απόφασις εκδίδεται εντός μηνός από της περιελεύσεως της γνωμοδοτήσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου εις τον οικείον οργανισμόν.
5. Παρερχομένης απράκτου της κατά την προηγουμένην παράγραφον προθεσμίας, ή προαγωγή ενεργείται δια της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως περιλήψεως της ως ανω γνωμοδοτήσεως μερίμνη του νομάρχου.
6.Σημ.: όπως η παράγραφος 6 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
7.Σημ.: όπως η παράγραφος 6 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 140
Απαιτούμενος χρόνος δια την προαγωγήν από βαθμού εις βαθμόν
Σημ.: όπως το άρθρο 140 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 141
Σύστημα προαγωγών εις τους κλάδους ΑΣ και ΑΡ
Σημ.: όπως το άρθρο 140 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 142
Σύστημα προαγωγών εις τους κλάδους ΜΕ
Σημ.: όπως το άρθρο 140 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 143
Σύστημα προαγωγών εις τους κλάδους ΣΕ
Σημ.: όπως το άρθρο 140 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 144
Δημοσίευση πράξεων υπηρεσιακών μεταβολών
Οπου κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου απαιτείται δημοσίευση της περίληψης των πράξεων των οργάνων των Ο.Τ.Α. που αφορούν υπηρεσιακές
μεταβολές των υπαλλήλων τους, αυτή ενεργείται με μέριμνα του Περιφερειακού Διευθυντή.
Σημ.: όπως το άρθρο 144 αντικαταστάθηκε από την παρ.27 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
Άρθρον 145
Αρμοδιότητες νομάρχου επί μεταβολών.
Σημ.: όπως το άρθρο 140 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 146
Μισθολογικαί προαγωγαί εις τους 5ον και 4ον βαθμούς.
1. Εις υπαλλήλους 6ου βαθμού των κλάδων ΑΤ, ΑΡ και ΜΕ, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει τον κατά τας κειμένας διατάξεις απαιτούμενον χρόνον εις τον βαθμόν τούτου προς προαγωγήν εις τον 5ον βαθμόν και κρίνονται προακτέοι, παρέχεται ο βασικός μισθός του 5ου βαθμού, προσαυξανόμενος δια των πάσης φύσεως επιδομάτων και λοιπών παροχών, ως εάν οι υπάλληλοι ούτοι είχον προαχθή βαθμολογικώς εις τον βαθμόν τούτον.
2. Εις τους κατά την προαγουμένην παράγραφον λαβόντας την μισθολογικήν προαγωγήν του 5ου βαθμού υπαλλήλους κλάδων ΑΤ και ΑΡ, μετά την συμπλήρωσιν από ταύτης του κατά τας κειμένας διατάξεις απαιτουμένον προς προαγωγήν χρόνον εκ του 5ου εις τον 4ον βαθμόν, και κρίνονται προακτέοι, παρέχεται, έστω και αν εν τω μεταξύ προήχθησαν βαθμολογικώς εις τον 5ον βαθμόν, ο βασικός μισθός του 4ου βαθμού, προσαυξανόμενος δια των πάσης φύσεως επιδομάτων και λοιπών παροχών, ως εάν οι υπάλληλοι ούτοι είχον προαχθή βαθμολογικώς εις τον βαθμόν τούτον.
3. Οι κατά τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου λαβόντες τας αποδοχάς των ανωτέρω βαθμών υπάλληλοι, κατά την αποχώρησιν των εκ της υπηρεσίας καθ` οιονδήποτε τρόπον και εφ` όσον κρίνονται ως προακτέοι προάγονται αυτοδικαίως εις τον βαθμόν του οποιού ο μισθός απενεμήθη εις αυτούς, πλην της περιπτώσεως λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως λόγω εκπτώσεως ή απολύσεως συνεπεία επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως.
4. Δια την χορήγησιν των κατά τας παραγράφους 1 και 2 μισθολογικών προαγωγών ή την αυτοδικαίαν, κατά την παράγραφον 3 του παρόντος άρθρου βαθμολογικήν προαγωγήν υπαλλήλων, ή κρίσις αυτών ως προακτέων, ενεργείται υπό του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου κατόπιν ερωτήματος του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου. Η κατά το προηγούμενον εδάφιον κρίσις δεν εμποδίζεται συνεπεία κωλύματος κρίσεως των λόγω εντάξεως ή μετατάξεώς των. Αι κατά τας παραγράφους 1-3 του παρόντος άρθρου προαγωγαί υπαλλήλων ενεργούνται δι` αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου.
5. Υπάλληλοι ΟΤΑ κλάδων ΜΕ, των οποίων η θέσις δεν διαβαθμίζεται δια του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας πέραν του 7ου βαθμού, προάγονται μισθολογικώς εις τον αμέσως επόμενον του κατεχομένου καταληκτικού κατά τον οργανισμόν βαθμού εφαρμοζομένων αναλόγως κατά τα λοιιπά των διατάξεων των παρ. 1, 3 και 4.
Άρθρον 147
Μισθολογική προαγωγή εις τον 3ον βαθμόν.
1. Οπου αι θέσεις 3ου-2ου βαθμού των κλάδων ΑΤ και ΑΡ εν συγκρίσει προς το σύνολον των θέσεων του οικείου κλάδου υπολείπονται του ποσοστού 25% και 15% αντιστοίχως, παρέχεται εις υπαλλήλους 4ου βαθμού των κλάδων τούτων και εις αριθμόν αντιστοιχούντα προς το υπολειπόμενον ποσοστόν του 25% και 15% αντιστοίχως, μετά την συμπλήρωσιν του κατά τας κειμένας διατάξεις απαιτουμένου προς προαγωγήν χρόνου εκ του 4ου εις τον 3ον βαθμόν, εφ` όσον κρίνονται ως προακτέοι κατ` εκλογήν, ο βασικός μισοός του 3ου βαθμού, προσαυξανόμενος δια των πάσης φύσεως επιδομάτων και λοιπών παροχών, ως εάν οι υπάλληλοι ούτοι είχον προαχθή βαθμολογικώς εις τον βαθμόν τούτον. Δια την εφαρμογήν των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου, το τυχόν προκύπτον κλάσμα μονάδος ημίσεος και ανω λογίζεται ως ακεραία μονάς.
Εις ας περιπτώσεις το ανωτέρω ποσοστόν δεν επαρκεί δια την μισθολογικήν προαγωγήν τουλάχιστον ενός εκ των επί 4ω βαθμώ υπαλλήλων τούτο προσαυξάνεται μέχρι 5%.
2. Εις όσους κλάδους ΑΤ και ΑΡ προβλέπεται διαβάθμισις των θέσεων μέχρι του 3ου βαθμού, το κατά την παράγραφον 1 ποσοστόν εξευρίσκεται δια συγκρίσεως του αριθμού των θέσεων 3ου βαθμού, προς το σύνολον των
θέσεων του οικείον κλάδου, όπου δε αι θέσεις 3ου και 2ου βαθμού δεν είναι οργανικώς ενιαίαι, δια την εξεύρεσιν τον οικείου ποσοστού, λαμβάνεται το άθροισμα τούτων.
3. Οι κατά την παράγραφον 1 λαβόντες τας αποδοχάς του 3ου βαθμού υπάλληλοι, κατά την αποχώρησίν των εκ της υπηρεσίας, καθ` οιονδήποτε τρόπον και εφ` όσον κρίνονται ως προακτέοι κατ` εκλογήν, κατά τα εις την παράγραφον 4 οριζόμενα, προάγονται αυτοδικαίως εις τον 3ον βαθμόν, πλην της περιπτώσεως λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως λόγω εκπτώσεως ή απολύσεως συνεπεία επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως.
4. Η κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου μισθολογική προαγωγή υπαλλήλων παρέχεται δι` αποφάσεως του αρμοδιου προς διορισμόν οργάνου μετά προηγουμένην κρίσιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Η μισθολογική προαγωγή χωρεί κατά την σειράν αρχαιότητος των κρινομένων ως κατ` εκλογήν προακτέων.
5. Προκειμένου περί μισθολογικής κατά τα ανωτέρω προαγωγής υπαλλήλων κλάδων ΑΤ και ΑΡ προερχομένων εκ του αυτού κλάδου της τεως Α` κατηγορίας, το κατά την παράγραφον 1 ποσοστόν ορίζεται εις 25%, υπολογιζόμενον επί του συνόλου των θέσεων του οικείου κλάδου της τέως Α` κατηγορίας. Η μισθολογική προαγωγή των ως ανω υπαλλήλων χωρεί κατά την σειράν αρχαιότητος, την οποίαν είχον μεταξύ των εις την τέως Α` κατηγορίαν, κατά την έναρξιν της ισχύος του Ν. 697/77 “περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις την κατάστασιν των υπαλλήλων των ΟΤΑ…” υπό την προϋπόθεσιν ότι κρίνονται προακτέοι κατ` εκλογήν. Αι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 εφαρμόζονται και εν προκειμένω
Άρθρον 148
Μισθολογική προαγωγή υπαλλήλων κλάδων ΣΕ εις τον 6ον βαθμόν
1. Εις υπαλλήλους 7ου βαθμού κλάδων ΣΕ και εις αριθμόν μη υπερβαίνοντα κατά κλάδον το 5% του συνολικού αριθμού των θέσεων του οικείου κλάδου, παρέχεται ο μισθός του 6ου βαθμού, μετά εξαετή υπηρεσίαν εις τον 7ον βαθμόν, προσαυξανόμενος δια των πάσης φύσεως επιδομάτων και λοιπών παροχών, ως εαν οι υπάλληλοι ούτοι είχον προαχθή βαθμολογικώς εις τον βαθμόν τούτον, εφ` όσον κρίνονται προακτέοι κατ` εκλογήν.
2. Οι λαβόντες τας αποδοχάς του 6ου βαθμού υπάλληλοι κατά την αποχώρησιν των εκ της υπηρεσίας καθ` οιονδήποτε τρόπον και εφ` όσον κατά τα ανωτέρω κρίνονται ως προακτέοι κατ` εκλογήν, προάγονται αυτοδικαίως εις τον 6ον βαθμόν, πλην της περιπτώσεως λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως, λόγω εκπτώσεως ή απολύσεως συνεπεία επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως.
3. Δια την χορήγησιν της κατά τήν παράγραφον 1 μισθολογικής προαγωγής ή την αυτοδικαίαν, κατά την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου, βαθμολογικήν προαγωγήν η κρίσις αυτών ως προακτέων κατ` εκλογήν ενεργείται υπό του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου κατόπιν ερωτήματος του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου. Αι κατά τας παραγράφους 1-2 του παρόντος άρθρου προαγωγαί ενεργούνται δι`αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου.
Άρθρον 149
Ενταξις υπαλλήλων
1. Υπάλληλοι κεκτημένοι χρόνον πραγματικής υπηρεσίας ανώτερον του υπό των οικείων διατάξεων προβλεπομένου διά την μέχρι και του κατεχομένου βαθμού προαγωγικήν αυτών εξέλιξιν, εντάσσονται διά πράξεως του αρμοδίου
προς διορισμόν οργάνου, δημοσιευομένης εν περιλήψει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως μετά κρίσιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου εις ανάλογον προς τον συνολικόν χρόνον της υπηρεσίας αυτών βαθμόν, εφ` όσον
προβλέπεται εν τω οικείω κλάδω περαιτέρω εξέλιξις και πάντως ουχί πέραν του “Β`” βαθμού οι των κλάδων, ΑΤ, ΑΡ και ΜΕ και του “Δ`” βαθμού οι του κλάδου ΣΕ.
2. Δια την κατά την προηγουμένην παράγραφον ένταξιν λαμβάνεται υπ`όψιν μόνον η μετά των τυπικών προσόντων του αντιστοίχου κλάδου διανυθείσα υπηρεσία των υπαλλήλων προ του διορισμού των εις τον εις ον ανήκουν κλάδον.
3. Ο τυχόν πλεονάζων χρόνος μετά την κατά τα ανωτέρω ένταξιν λογίζεται ως διανυθείς εις ον εντάσσσεται έκαστος βαθμόν δια την προαγωγήν εις ανώτερον τούτου βαθμόν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.14 του άρθρου 34 του Ν.2190/1994 (ΦΕΚ Α 28)
Άρθρον 150
Διαθεσιμότης.
Περιπτώσεις διαθεσιμότητος.
1. Ο μόνιμος υπάλληλος τίθεται εις διαθεσιμότητα:
α) ένεκα νόσου και
β) ένεκα καταργήσεως θέσεως, υπηρεσίας ή κλάδου.
2. Η περί θέσεως εις διαθεσιμότητα, ως και ή επαναφοράς εις την ενέργειαν πράξις εκδίδεται υπό του αρμοδίου προς διορισμόν
οργάνου μετ` απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και δημοσιεύεται εν περιλήψει εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρον 151
Διαθεσιμότης ένεκα νόσου.
1. Ο μόνιμος υπάλληλος ο έχων τουλάχιστον τριετή πραγματικήν υπηρεσίαν τίθεται αυτεπαγγέλτως ή επί τη αιτήσει αυτού εις διαθεσιμότητα ένεκα νόσου παρατεινομένης πέραν του εν άρθροις 117, 118 οριζομένου χρόνου αναρρωτικής αδείας δεκτικής όμως ιάσεως κατά την γνώμην της υγειονομικής επιτροπής.
2. Η διάρκεια της διαθεσιμότητος ένεκα νόσου δεν δύναται να υπερβή το εν έτος και επί δυσιάτων νοσημάτων τα δυο έτη, έρχεται δε αφ` ης έληξεν ή αναρρωτική άδεια. Κατά το τελευταίον δεκαπενθήμερον προ της λήξεως της διαθεσιμότητος, ή υγειονομική επιτροπή αποφαίνεται υποχρεωτικώς περί της ικανότητος ή μη του υπαλλήλου προς άμεσον επανάληψιν των καθηκόντων τον. Εις περίπτωσιν αρνητικής γνωματεύσεως ο υπάλληλος απολύεται κατά τα εν άρθρω 214 οριζόμενα. επί τη αιτήσει του υπαλλήλου ή και αυτεπαγγέλτως δύναται ούτος να παραπεμφθή προς εξέτασιν εις την υγειονομικήν επιτροπήν και προ της λήξεως του ορισθέντος ήδη χρόνον διαθεσιμότητος, άλλα εις περίπτωσιν αρνητικής γνωματεύσεως διατηρείται ή διαθεσιμότης μέχρι της λήξεως αυτού. Η επιτροπή δύναται να εξετάση και εκτός της έδρας αυτής διαμένοντα υπάλληλον δια της πλησιεστέρας υγειονομικής επιτροπής.
3. Υπάλληλοι μη έχοντες τριετή υπηρεσίαν και εξαντλήσαντες τον δικαιούμενον χρόνον αναρρωτικής αδείας τίθενται εις διαθεσιμότητα ένεκα νόσου δεκτικής ιάσεως, μετά γνωμάτευσιν της υγειονομικής επιτροπής επί εξάμηνον, επί εν έτος δε προκειμένου περί δυσιάτου νοσήματος, άνευ αποδοχών.
Άρθρον 152
Διαθεσιμότης ένεκα καταργήσεως θέσεως.
1. Η ένεκα καταργήσεως θέσεως, υπηρεσίας ή κλάδου διαθεσιμότης δύναται να αποφασισθή υπό του υπηρεσιακού συμβουλίου υπέρ του υπαλλήλου εκείνου, όστις εκρίθη απολυτέος δια κατάργησιν θέσεως κατά τους όρους του άρθρου 217 μόνον εφ` όσον ούτος έχει συμπληρώσει πενταετή μόνιμον υπηρεσίαν μετά λίαν ικανοποιητικής επιδόσεως.
2. Η διαθεσιμότης αύτη διαρκεί επί εν έτος, μετά την πάροδον του οποίου ο υπάλληλος απολύεται.
3. Εαν διαρκούσης της δια την κατάργησιν θέσεως διαθεσιμότητος ή εντός έτους από της κατά την προηγουμένην παράγραφον απολύσεως, κενωθή ή συσταθή εν τω αυτώ οργανισμώ θέσις του αυτού κλάδου και βαθμού προς την τέως κατεχομένην, ο εν διαθεσιμότητι τελών ή απολυθείς δέον να προτιμηθή δια την κατάληψιν αυτής, εφ` όσον κέκτηται τα δια την θέσιν τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, πλην του της ηλικίας, άνευ συμμετοχής εις τον τυχόν απαιτούμενον διαγωνισμόν.
Περί της υπάρξεως των προσόντων και της σειράς προτιμήσεως μεταξύ πλειόνων αποφασίζει το υπηρεσιακόν συμβούλιον.
4. Η κατά τα ανωτέρω θέσις εις διαθεσιμότητα επάγεται την παύσιν παντός παρεπομένου λειτουργήματος, το οποίον τυχόν κατέχει ο υπάλληλος εν δημοσία υπηρεσία ή αλλαχού.
Άρθρον 153
Αποδοχαί των τεθέντων εις διαθεσιμότητα.
1. Ο ένεκα νόσου τεθείς εις διαθεσιμότητα λαμβάνει το ήμισυ των αποδοχών του.
2. Ο ένεκα καταργήσεως θέσεως τεθείς εις διαθεσιμότητα λαμβάνει κατά μεν το πρώτον εξάμηνον τα 75% κατά δε τον υπολοιπον χρόνον τα 50% των αποδοχών του.
Άρθρον 154
Αργία. Αυτοδικαία θέσις εις αργίαν.
1. Τίθεται αυτοδικαίως εις αργίαν ο στερηθείς της προσωπικής ελευθερίας συνεπεία εντάλματος φυλακίσεως ή δικαστικής αποφάσεως υπάλληλος, έστω και αν απελύθη επι εγγυήσει.
2. Εκλιπόντος τον λόγου, δι` ον ή αργία, ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως εις ενέργειαν.
3. Τίθεται ωσαύτως αυτοδικαίως εις αργίαν, ο υπάλληλος, καθ` ον εξεδόθη πειθαρχική περί απολύσεως απόφασις, από της κοινοποιήσεως αυτής μέχρι λήξεως της δια την προσβολήν αυτής ενώπιον τον Συμβουλίον της Επικρατείας τεταγμένης προθεσμίας ή μέχρι της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως επί της τυχόν ασκηθείσης κατ` αυτής προσφυγής. Εξαφανιζομένης ή μεταρρυθμιζομένης της περί απολύσεως αποφάσεως, επανέρχεται ο υπάλληλος αυτοδοκαίως εις ενέργειαν.
4. Εις τας περιπτώσεις των προηγουμένων παραγράφων εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνον δημοσιευομένη εν περιλήψει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Άρθρον 155
Δυνητική θέσις εις αργίαν.
1. Δύναται να τεθή εις αργίαν ο υπάλληλος κατά του οποίου υφίσταται:
α) εκκρεμής ποινική δίωξις δι` αδίκημα δυνάμενον να επισύρη την έκπτωσιν από του λειτουργήματος αυτού,
β) εκκρεμής πειθαρχική δίωξις δι` αδίκημα δυνάμενον να επιφέρη την απόλυσιν αυτού και
γ) βάσιμος υπονοια ατάκτου διαχειρίσεως, στηριζομένη εις έκθεσιν της προϊσταμένης του αρχής ή αρμοδίου επιθεωρητού.
2. Η περί θέσεως εις αργίαν ή επαναφοράς εκ ταύτης εις ενέργειαν πράξις εκδίδεται υπό του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου μετ` απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και δημοσιεύεται εν περιλήψει εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Μετά την πάροδον έτους από της θέσεως εις αργίαν δια τας υπο στοιβεία β` και γ` περιπτώσεις της παρ. 1, το υπηρεσιακόν συμβούλιον υποχρεούται να αποφανθή περί της συνεχίσεως της αργίας ή της επαναφοράς.
3. Η δυνητική αργία άρχεται από της κοινοποιήσεως της πράξεως, δυναμένης να ενεργηθή και προ της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Επισης από της κοινοποιήσεως της περί επαναφοράς πράξεως επανέρχεται ο υπάλληλος εις ενέργειαν, πλήν αν εξεδόθη εν τω μεταξύ, εις μεν την περίπτωσιν α` της παραγράφου 1 οριστική ποινική απόφασις μη επαγομένη έκπτωσιν, εις δε την περίπτωσιν β` της αυτής παραγράφου πειθαρχική απόφασις μη επαγομένη οριστικήν παύσιν, οτε από της τελειδικίας αυτών επανέρχεται αυτοδικαίως ο υπάλληλος εις ενέργειαν.
Άρθρον 156
Αποδοχαί του εν αργία υπαλλήλου.
Εκ των αποδοχών του εν αργία υπαλλήλου παρακρατείται το εν τέταρτον, δυνάμενον ν` αποδοθή αυτώ κατόπιν αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου, εαν απαλλαγή δυνάμει τελεσιδίκου αποφάσεως ή τιμωρηθή δια πειθαρχικής ποινής κατωτέρας της οριστικής παύσεως, είτε τέλος αποδειχθή αβάσιμος ή περί ατάκτου διαχειρίσεως υπονοια.
Άρθρον 157
Παρεπόμενα λειτουργήματα.
Η εις αργίαν θέσις εκτείνεται αυτοδικαίως και εις τα παρεπόμενα
Άρθρον 158
Περιορισμοί των εις αργίαν ή διαθεσιμότητα λόγω νόσου.
Οι περιορισμοί των άρθρων 94-98 ισχύουν και δια τους εν αργία ή διαθεσιμότητι λόγω νόσου τελούντες υπαλλήλους.
Άρθρον 159
Αρχαιότης.
1. Η αρχαιότης καθορίζεται:
α) εκ της χρονολογίας της δημοσιεύσεως της πράξεως τον διορισμόν ή της προαγωγής εις τον κατεχόμενον βαθμόν.
β) επί της συγχρόνου προαγωγής, εκ της σειράς προ αγωγής,
γ) επί συγχρόνων αρχικών διορισμών εκ της σειράς επιτυχίας εις τον διενεργηθέντα διαγωνισμόν,
δ) εν ελλείψει διαγωνισμού, εκ του βαθμού του πτυχίου ή άλλου τίτλου σπουδών και επί των αυτών βαθμών εκ της χρονολογίας κτήσεως του πτυχίου ή άλλου τίτλου σπουδών.
ε) εν ελλείψει πτυχίου ή άλλου τίτλου σπουδών, εκ της σειράς αναγραφής των ονομάτων εν τη κοινή πράξει του διορισμού.
2. Εις τον χρόνον της αρχαιότητος δεν υπολογίζεται ο κατά το άρθρον137 του παρόντος χρόνος.
Άρθρον 160
Προβάδισμα
Σημ.: όπως το άρθρο 160 καταργήθηκε διά του άρθρου 29 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 161
Ηθικαί αμοιβαί.
1. Δι` εξαιρετικάς πράξεις εν τη εκτελέσει της υπηρεσίας των ή δι`εξαίρετον επιδοσιν, πέραν της εκ των καθηκόντων των επιβαλλομένης,δύναται να απονέμωνται εις τους υπαλλήλους, αναλόγως της προσφερθείσης υπηρεσίας, αι κάτωθι ηθικαί αμοιβαί,
α) εύφημος μνεία,
β) ευαρέσκεια,
γ) έπαινος,
δ) μετάλλιον διακεκριμένων πράξεων μετά διπλώματος.
2. Η ευαρέσκεια δύναται να απονέμηται και κατά την αποχώρησιν εκ της υπηρεσίας μετά μακράν και ευδόκιμον τοιαύτην.
3. Η εύφημος μνεία, ή ευαρέσκεια και ο έπαινος απονέμονται δι`αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, μετά σύμφωνον ειδικώς ητιολογημένην γνωμοδότησιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
4. Αι περί απονομής ηθικής αμοιβής πράξεις ανακοινούνται δι`εγκυκλίου εις απάσας τας υπηρεσίας του οργανισμού εις τον οποίον ανήκουν οι υπάλληλοι υπέρ των οποίων εκδίδονται αι πράξεις αύται.
5. Το μετάλλιον διακεκριμένων πράξεων απονέμεται δια Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου επί τη προτάσει του αρμοδίου Υπουργού, μετά ητιολογημένην γνωμοδότησιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρον 162
Επιτιμοι τίτλοι.
1. Υπάλληλος συμπληρώσας 35ετή πραγματικήν τακτικού υπαλλήλου υπηρεσίαν, διατηρεί επί τιμή και μετά την λύσιν της υπαλληλικής σχέσεως τον τίτλον της θέσεως, ην τελευταίως κατείχε.
2. Η διατήρησις του επιτίμου τίτλου μνημονεύεται εν τη πράξει της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως και δημοσιεύται μετ` αυτής εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Ο εκπέσων της θέσεως αυτού, ως και ο οριστικώς παυθείς δυνάμει πειθαρχικής αποφάσεως, στερείται της ως ανω τιμής.
Άρθρον 163
Βράβευσις προτάσεων ή μελετών.
Εις υπαλλήλους οι οποίοι εξ ιδίας πρωτοβουλίας ήθελον συντάξει και υποβάλλει αξιόλογον πρωτότυπον πρότασιν ή μελέτην αφορώσαν εις τα αντικείμενα των αρμοδιοτήτων του οργανισμού εις τον οποίον ανήκουν ή εις την καλυτέραν οργάνωσιν ή βελτίωσιν της αποδοτικότητος της όλης υπηρεσίας αυτού παρέχονται ηθικαί και υλικαί αμοιβαί (βραβεία) κατά τα εκάστοτε επί δημοσίων υπαλλήλων ισχύοντα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΑΙ
Α’
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
Άρθρον 164
Ορισμός πειθαρχικού αδικήματος
1. Πάσα δι` υπαιτίου πράξεως ή παραλείψεως παράβασις υπαλληλικού καθήκοντος, δυναμένη γα καταλογισθή, αποτελεί πειθαρχικόν άδικημα.
2. Το υπαλληλικόν καθήκον προσδιορίζεται τόσον εκ των υπο των κειμένων διατάξεων, εγκυκλίων, οδηγιών και διαταγών επιβαλλομένων εις τον υπάλληλον υποχρεώσεων, όσον και εκ της καθόλον εντός και εκτός της υπηρεσίας εκάστοτε τηρητέας εν γένει διαγωγής αυτού.
Άρθρον 165
Πειθαρχικά αδικήματα.
1. Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων καταλέγονται ιδίως:
α) ή έλλειψις πίστεως εις το Σύνταγμα και αφοσιώσες προς την Πατρίδα,
β) ή εκτός υπηρεσίας αναξία υπαλλήλου διαγωγή,
γ) επί χρήμασι χαρτοπαιξία και ιδίως εις δημόσιον κέντρον,
δ) ή σύναψις στενών κοινωνικών σχέσεων μετά προσώπων των οποίων ουσιώδη συμφέροντα εξαρτώνται εκ του τρόπου της ασκήσεως της ανατιθεμένης εις τον υπάλληλον υπηρεσίας,
ε) ή ενεργός υπερ κόμματος δράσις,
στ) ή δημοσία, προφορικώς ή εγγράφως, άσκησις κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής, δι` εκφράσεων, αι οποίαι αποδεικνύουν έλλειψιν σεβασμού ή δια σκοπίμου χρήσεως αβασίμων επιχειρημάτων,
ζ) ή αποσιώπησις συμμετοχής εις έργα επ` αμοιβή ξένα προς την υπηρεσίαν και εις τας περιπτώσεις ακόμη εκείνας εις τας οποίας επιτρέπεται ή συμμετοχή αύτη,
η) ή χρησιμοποίησις τρίτων προσώπων προς απόκτησιν υπηρεσιακής ευνοίας ή η πρόσκλησιν ή ματαίωσιν διαταγής της υπηρεσίας,
θ) ή άμεσος ή δια μέσου τρίτου προσώπου συμμετοχή εις δημοπρασίαν, διενεργουμένην υπό του ΟΤΑ εις ον ανήκει ο υπάλληλος.
ι) ή εν υπηρεσία αναξιοπρεπής ή αναξία υπαλλήλου διαγωγή,
ια) ή βραδεία εις την υπηρεσίαν προσέλευσις ή η πρόωρος εξ αυτής αποχώρησις,
ιβ) ή ραθυμία, ή αμέλεια, ως και ή ατελής ή μη έγκαιρος εκπλήρωσις του καθήκοντος ή αδικαιολόγητος άρνησις προσελεύσεως προς ιατρικήν εξέτασιν,
ιγ) ή μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους πολίτας, τους προϊσταμένους και λοιπούς υπαλλήλονς,
ιδ) ή μη έγκαιρος απάντησις εις αναφοράς πολιτών,
ιε) ή υπόπροϊσταμένου-κριτού σύνταξις εκθέσεως ουσιαστικών προσόντων, περί των υπ` αυτών υπαλήλλων, άνευ της επιβαλλομένης αμεροληψίας και αντικειμενικότητος με αποτέλεσμα ή έκθεσις να μη αποδίδη την πραγματικήν υπηρεσιακήν συμπεριφοράν και ποιότητα τον κρινομένον υπαλλήλου ως και ή μη έγκαιρος κατάρτισις των εκθέσεων,
ιστ) ή αναρμοδία παρέμβασις υπέρ ή κατά τρίτου τινός,
ιζ) ή αδικαιολόγητος προτίμησις υποθέσεων νεωτέρων επι παραμελήσει παλαιοτέρων,
ιη) ή αδικαιολόγητος αποχή από της εκτελέσεως των καθηκόντων,
ιθ) ή άρνησις ή παρέλκυσις εκτελέσεως υπηρεσίας,
κ) ή συμμετοχή εις απεργίαν, κατά παράβασιν του άρθρον 23 παρ. 2 του Συντάγματος και τον εις εκτέλεσιν αυτού νόμου,
κα) ή παράβασις της εκ της υπηρεσίας επιβαλλομένης εις τον υπάλληλον εχεμυθείας,
κβ) ή χρησιμοποίησις της υπαλληλικής ιδιότητος προς εξυπηρέτησιν ιδιωτικών συμφερόντων αυτού ή προσκειμένων εις αυτόν προσώπων,
κγ) ή χρησιμοποίησις πληροφοριών, τας οποίας κατέχει ο εκ της υπηρεσίας του, προς αποκόμισιν ιδίου οφέλους,
κδ) ή υπό του υπαλλήλου μη είσπραξιν οποίον δικαιούται ή άλλων αποδοχών ή εξόδων,
κε) ή αποδοχή υπό του υπαλλήλου οιασδήποτε υλικής ευνοίας, ή οποία δεν συνιστά δωροληψίαν, αλλά προέρχεται από πρόσωπα των οποίων τας υποθέσεις διαχειρίζεται ή πρόκειται να διαχειρισθή,
κστ) ή λόγω ασυνήθους χρήσεως φθορά ή εγκατάλειψις ή παράνομος χρήσις πράγματος ανήκοντος εις ΟΤΑ, το Δημόσιον ή εις νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου,
κζ) πάσα εκ δόλου η βαρείας αμελείας παράλειψις, η οποία αν και είναι τυπικώς νόμιμος, δύναται οπωσδήποτε να βλάψη ή να θέση εις κίνδυνον τα συμφέροντα της πολιτείας, και
κη) ή παράβασις καθήκοντος κατά τον ποινικόν ή άλλους ειδικούς νόμους.
2. Διατάξεις ορίζουσαι ειδικά πειθαρχικά αδικήματα διατηρούνται εν ισχύι.
Άρθρον 166
Πειθαρχικαί ποιναί.
1. Πειθαρχικαί ποιναί είναι:
α) έγγραφος επιπληξις,
β) πρόστιμον μέχρις αποδοχών τριών μηνών,
γ) διακοπή του προς προαγωγήν δικαιώματος από ενός μέχρι πέντε ετών,
δ) υποβιβασμός,
ε) οριστική παύσις.
2. Το πρόστιμον, υπολογιζόμενον επί των κατά τον χρόνον της εκδόσεως της καταγνωστικής εις τον πρώτον βαθμόν πειθαρχικής αποφάσεως αποδοχών, παρακρατείται από του πρώτου μετά την τελεσιδικίαν της αποφάσεως μηνός, εις μηνίαιας δόσεις, εκάστης τούτων οριζομένης δια της αυτής αποφάσεως, εις ποσόν ουχί ανώτερον του ενός τετάρτον των αποδοχών. Το πρόστιμον αποτελεί έσοδον τον προϋπολογισμού του Ταμείου Ασφαλίσεως Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΑΔΚΥ).
3. Δια την διακοπήν του προς προαγωγήν δικαιώματος υπολογίζεται μόνον ο χρόνος, κατά τον οποίον ο τιμωρουμένος έχει τα προς προαγωγήν τυπικά προσόντα. Ο υποβιβασθείς δεν δύναται να επαναπροαχθή του
χρονικού διαστήματος ίσου προς του απαιτουμένου προς προαγωγήν χρόνου.
4. Την ποινήν της οριστικής παύσεως δύναται να επιβάλη ο πειθαρχικός δικαστής μόνον δια τα εξής άδικηματα:
α) παράβασιν του άρθρου 165 παρ. 1 εδάφ. α`
β) παράβασιν καθήκοντος κατά τον ποινικόν ή άλλους ειδικούς νόμους,
γ) αδικαιολόγητον αποχήν υπό της εκτελέσεως των καθηκόντων επί τριάκοντα τουλάχιστον ημέρας,
δ) παράβασιν απορρήτων της υπηρεσίας κατά το άρθρον 88 παρ. 2,
ε) χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή αναξίαν υπαλλήλου διαγωγήν εντός ή εκτός της υπηρεσίας,
στ) συμμετοχήν εις απεργίαν, κατά παράβασιν του άρθρου 23 παρ. 2 τον Συντάγματος και του εις εκτέλεσιν αυτού νόμου,
ζ) διάπραξιν εντός έτους, αφ` ης ετελέσθη αδίκημα τιμωρηθέν τουλάχιστον δια προστίμου ίσου προς τας αποδοχάς ενός μηνός, ετέρου αδικήματος δυναμένου να επισύρη την αυτήν ή βαρυτέραν ποινήν,
η) διάπραξιν εντός διετίας, μετά επιβολήν τριών πειθαρχικών ποινών βαρυτέρων του προστίμου αποδοχών ενός μηνός, του αυτού αδικήματος,
θ) εκ συστήματος κακήν συμπεριφοράν προς τους πολίτας,
ι) σοβαράν απείθειαν,
ια) παν πειθαρχικόν αδίκημα δυνάμενον ως εκ της φύσεως αυτού να προκαλέση δημόσιον σκάνδαλον και προκαλέσαν τούτο,
ιβ) αδικαιολόγητον εμμονήν εις άρνησιν προσελεύσεως δι` ιατρικήν εξέτασιν,
ιγ) παράβασιν των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 170 τον παρόντος,
ιδ) χρησιμοποίησιν πλαγίων μέσων προς αποφυγήν ή ματαίωσιν ή πρόκλησιν υπηρεσιακών εν γένει μεταβολών.
Β΄
ΕΞΑΛΕΙΣ ΤΟΥ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΥ
Άρθρον 167
Παραγραφή πειθαρχικών αδικημάτων- Διαγραφή πειθαρχικών ποινών.
1. Τα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται μετά από δυο ετη αφ` ης ημέρας διεπράχθησαν πλην αν πρόκειται περί των αδικημάτων της παραγρ.4 του προηγουμένου άρθρου, τα οποία παραγράφονται μετά πενταετίαν.
2. Αι κατά του υπαλλήλου απευθυνόμεναι πράξεις προς δίωξιν του αδικήματος διακόπτουν την παραγραφήν, ο χρόνος όμως ταύτης δεν δύναται να υπερβή την τριετίαν εν συνόλω μέχρι της εκδόσεως της καταγνωστικής αποφάσεως, επί δε αδικημάτων της παραγρ. 4 του προηγουμένου άρθρου την επταετίαν.
3. Πειθαρχικόν αδίκημα, το οποίον αποτελεί και ποινικόν τοιούτον, δεν παραγράφεται προ της παρελεύσεως του προς παραγραφήν τούτου οριζομένου χρόνου. επί τοιούτων αδικημάτων αι πράξεις της ποινικής διαδικασίας αποτελούν λόγον διακοπής της παραγραφής του πεθαρχικού αδικήματος.
4. Η παραγραφή πειθαρχικού αδικήματος διακόπτεται δια της τελέσεως πειθαρχικού αδικήματος σκοπούντος την απόκρυψιν αυτού ή την ματαίωσιν της ένεκα τούτου παραπομπής, εις υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον.
5. Παραγραφέν πειθαρχικόν αδίκημα δύναται να ληφθή υπ` όψιν κατά την τιμωρίαν ετέρου πειθαρχικού αδικήματος, το οποίον διεπράχθη προ της παραγραφής εκείνου.
6. Η τελεσίδικος πειθαρχική απόφασις δεν υποκειται εις παραγραφήν.
7. Αι ποιναί της επιπλήξεως μετά εν έτος, του προστίμον μέχρις αποδοχών ενός μηνός μετά διετίαν, του προστίμου μέχρις αποδοχών δύο μηνών μετά τετραετίαν, του προστίμου μέχρις αποδοχών τριών μηνών μετά πενταετίαν και αι λοιπαί βαρύτεραι τοιαύται, πλην της οριστικής παύσεως, μετά δεκαετίαν από της επιβολής αυτών, διαγράφονται εκ του
ατομικού δελτίου στοιχείων του τιμωρηθέντος υπαλλήλου και δεν λαμβάνονται υπ` όψιν δια την κρίσιν αυτού, αν κατά το διάστημα των ως ανω χρονικών όριων δεν ετιμωρήθη δι` οιασδήποτε ποινής.
Άρθρον 168
Αυτοτέλεια κολασίμου του πειθαρχικού αδικήματος.
Εν περιπτώσει αμνηστίας, αποκαταστάσεως χάριτος ή καθ` οιονδήποτε άλλον τρόπον άρσεως του κολασίμου ή άρσεως ή μεταβολής των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρεται το πειθαρχικώς κολάσιμον της πράξεως.
Άρθρον 169
Σχέσις προαγωγής προς πειθαρχικόν αδίκημα.
Η προαγωγή του υπαλλήλου δεν αίρει το πειθαρχικώς κολάσιμον αυτού δι` αδίκημα προγενέστερον της προαγωγής.
Γ΄
ΔΙΑ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΡΟ ΤΟΥ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ
Άρθρον 170
Πειθαρχικός κολασμός δια πράξεις προ του διορισμού.
1. Πράξεις, τελεσθείσαι κατά την διάρκειαν προγενεστέρας του υπαλλήλου εις τον αυτόν ή εις έτερον ΟΤΑ ή δημόσιον ή εις άλλο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπηρεσίας, τιμωρούνται πειθαρχικώς, εαν υπάγωνται εις τινα των περιπτώσεων της παραγράφου 4 του άρθρου 166, δεν παρήλθεν δε ο δι` αυτάς οριζόμενος κατά το άρθρον 167 χρόνος
παραγραφής. Εις την περίπτωσιν ταύτην ο τυχόν εκτός υπηρεσίας χρόνος δεν υπολογίζεται.
2. Τιμωρείται πειθαρχικώς και δύναται να επισύρη και την ποινήν της οριστικής παύσεως ή παρά του υπαλλήλον χρήσις, προς επιτευξιν του διορισμού του, βίας, δόλου ή δωροδοκίας. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από του διορισμού.
Δ΄
ΣΧΕΣΙΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΠΡΟΣ ΠΟΙΝΙΚΗΝ ΔΙΚΗΝ
Άρθρον 171
Σχέσις πειθαρχικής προς ποινικήν δίκην.
1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος πάσης άλλης δίκης.
2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχικήν, δύναται όμως ο πειθαρχικός δικαστής δι` αποφάσεως του, δυναμένης ελευθέρως να ανακληθή, να διατάξη δι` εξαιρετικούς λόγους την αναστολήν.
3. Οσάκις εν ποινική αποφάσει, καταστάση αμετακλήτω βεβαιούται ρητώς ή ύπαρξις ή ανυπαρξία πραγματικών γεγονότων, γίνονται ταύτα δεκτά εν τη πειθαρχική δίκη ως εν τη ποινική.
Ουδόλως όμως κωλύεται εντεύθεν το πειθαρχικόν όργανον να εκδώση αντιθέτως προς την ποινικήν, απόφασιν απαλλακτικήν ή καταγνωστικήν.
4. Εκδιδομένης αμετακλήτου ποινικής καταδικαστικής αποφάσεως μετά την πειθαρχικήν, επαναλαμβάνεται ή ένεκα της αυτής πράξεως πειθαρχική δίωξις, εαν δικαιολογήται κατά την παράγραφον 4 του αρθρου 166 ή οριστική παύσις του υπαλλήλου, εκδιδομένης δε αμετακλήτου αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, επαναλαμβάνεται ή πειθαρχική δίκη. Το προς επανάληψιν της πειθαρχικής δίκης δικαίωμα παραγράφεται μετά διετίαν, αφ` ης καταστή αμετάκλητος ή ποινική απόφασις.
Ε΄
ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΝ-ΜΗ ΣΥΡΡΟΗ ΠΟΙΝΩΝ
Άρθρον 172
Δεδικασμένον-Μη συρροή ποινών.
1. Ουδείς διώκεται εκ δευτέρου δια το αυτό πειθαρχικόν αδίκημα.
2. Ενεκα του αυτού πειθαρχικού αδικήματος μια ποινή επιβάλλεται.
3. Δια της αυτής πειθαρχικής αποφάσεως μία ποινή επιβάλλεται.
ΣΤ΄
ΛΗΞΙΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ
Άρθρον 173
Λήξις πειθαρχικής ευθύνης.
1. Ο εξ οιονδήποτε λόγου αποβαλών την ιδιότητα του υπαλλήλου δεν διώκεται πειθαρχικώς, ή τυχόν όμως αρξαμένη πειθαρχική δίκη συνεχίζεται και μετά την λύσιν της υπαλληλικής σχέσεως, εξαιρουμένης της περιπτώσεως του θανάτου.
2. Η κατά την ανωτέρω παράγραφον εκδιδομένη τυχόν καταγνωστική απόφασις παραμένει ανεκτέλεστος, επιφυλασσομένης της διατάξεως του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 205.
Ζ΄
ΔΙΩΞΙΣ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΗΣΙΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ
Άρθρον 174
Δίωξις και τιμώρησις πειθαρχικών αδικημάτων.
1. Η δίωξις και τιμώρησις του πειθαρχικού αδικήματος είναι καθήκον του πειθαρχικού δικαστού, παράλειψις του οποίου συνιστά μόνον πειθαρχικόν αδίκημα αυτού.
2. Κατ` εξαίρεσιν, επί αδικημάτων δικαιολογούντων την ποινήν της επιπλήξεως, ή δίωξις απόκειται εις την διακριτικήν εξουσίαν των τεταγμένων προς τούτο οργάνων, τα οποία λαμβάνουν υπ` όψιν, αφ` ενός μεν το συμφέρον της υπηρεσίας, αφ` ετέρου δε την καθόλου εις την υπηρεσίαν και εκτός αυτής διαγωγήν τον κρινομένου υπαλλήλου.
3. Ο πειθαρχικός δικαστής εχει διακριτικήν εξουσίαν ως προς την επιμέτρησιν της ποινής, λαμβάνων υπ` όψιν τα εις την προηγουμένην παράγραφον κριτήρια.
Κατ` εξαίρεσιν, οσάκις το πειθαρχικόν αδίκημα δικαιολογεί ποινήν ανωτέραν της επιπλήξεως, δεν δύναται ο πειθαρχικός δικαστής να μην επιβάλη ποινήν.
Η΄
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΙ
Άρθρον 175
Πειθαρχικαί δικαιοδοσίαι.
Πειθαρχικήν δικαιοδοσίαν ασκούν:
α) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι του υπαλλήλου,
β) η δημαρχιακή επιτροπή,
γ) το κοινοτικόν συμβούλιον,
δ) η εκτελεστική επιτροπή του ιδρύματος και το διοικητικόν συμβούλιον του νομικού προσώπου,
ε) η διοικούσα επιτροπή των συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων,
στ) το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον και
ζ) το Συμβούλιον της Επικρατείας.
Άρθρον 176
Πειθαρχικώς προϊστάμενοι.
1. Πειθαρχικώς προϊστάμενοι είναι:
α) ο δήμαρχος επί πάντων των εις την αρμοδιότητα αυτού υπαγομένων υπαλλήλων,
β) ο γενικός διευθυντής και ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής δήμου επί των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα αυτών υπαλλήλων από του 4ου βαθμού και κάτω,
γ) ο προϊστάμενος διευθύνσεως ή αυτοτελούς τμήματος ή υπηρεσίας του ΟΤΑ τακτικός ή επί θητεία υπάλληλος αυτού επι των υπ` αυτόν υπαλλήλων,
δ) ο πρόεδρος της κοινότητος,
ε) ο πρόεδρος του αδελφάτου του ιδρύματος,
στ) ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του δημοτικού ή νομικού προσώπου,
ζ) ο πρόεδρος του συνδέσμου δήμων και κοινοτήτων
η) Σημ.: όπως η περ.η` καταργήθηκε από την παρ.29 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
2. Η πειθαρχική εξουσία ασκείται επί υπαλλήλων κατωτέρου βαθμού εκείνου του οποίου φέρει ο πειθαρχικώς διώκων.
Άρθρον 177
Αρμοδιότης πειθαρχικώς προϊσταμένων.
Οι πειθαρχικώς προϊσταμένοι δύναται να επιβάλλουν την μεν ποινήν της επιπλήξεως πάντες, την δε του προστίμου οι κάτωθι υπο τας εξής
διακρίσεις:
α) ο δήμαρχος, ο πρόεδρος της κοινότητος, ο πρόεδρος του αδελφάτου του ιδρύματος, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του δημοτικού ή
κοινοτικού νομικού προσώπου και ο πρόεδρος του συνδέσμου δήμων και κοινοτήτων, μέχρι και του ήμισεος των αποδοχών ενός μηνός.
β) ο γενικός διευθυντής και ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του δήμου μέχρι και του ενός τρίτου των αποδοχών ενός μηνός,
γ) Σημ.: όπως η περ.γ` καταργήθηκε από την παρ.30 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
δ) ο προϊστάμενος διευθύνσεως ή αυτοτελούς τμήματος ή υπηρεσίας του ΟΤΑ μέχρι και του ενός έκτου των αποδοχών ενός μηνός.
Άρθρον 178
Αμεταβίβαστον αρμοδιότητος πειθαρχικώς προϊσταμένων, αυτεπάγγελτος δίωξις.
1. Η αρμοδιότης των πειθαρχικώς προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστος.
2. Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως.
3. Αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι εκείνος εις τον οποίον υπήγετο, υφ` οιανδήποτε υπηρεσιακήν σχέσιν ή κατάστασιν, ο υπάλληλος, κατά τον χρόνον της τελέσεως του αδικήματος.
4. Δια της κλήσεως εις απολογίαν, έρχεται ή αυτεπάγγελτος δίκη.
5. Μεταξύ πλειόνων αρμοδίως επιληφθέντων πειθαρχικώς προϊσταμένων, προτιμάται ο πρότερον καλέσας εις απολογίαν.
Ούτος υποχρεούται εν πάση περιπτώσει, όπως παραπέμψη την υποθεσιν εις ανώτερον πειθαρχικώς προϊστάμενον, εφ` όσον ήθελε ζητηθή παρ` αυτού, προ της εκδόσεως υπότούτου πειθαρχικής αποσπάσεως. Παραπομπή εις αμέσως ανώτερον πειθαρχικώς προϊστάμενον, δύναται να γίνη και εις ην περίπτωσιν ο επιληφθείς πειθαρχικώς προϊστάμενος ήθελε κρίνει ότι το αδίκημα επισύρει ποινήν ανωτέραν της αρμοδιότητος του. Ελλείποντος, απόντος ή κωλυομένου του αμέσως ανωτέρον πειθαρχικώς προϊσταμένου, ή παραπομπή δύναται να γίνη εις υπέρτερον αυτού πειθαρχικώς προϊστάμενον.
6. Σημ.: όπως η παρ.6 καταργήθηκε από την παρ.31 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
Άρθρον 179
Συλλογικά πειθαρχικά όργανα ΟΤΑ.
1. Η δημαρχιακή επιτροπή, το κοινοτικόν συμβούλιον, η εκτελεστική επιτροπή του ιδρύματος, το διοικητικόν συμβούλιον του νομικού προσώπου και η διοικούσα επιτροπή των συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων, δύναται να επιβάλλουν την ποινήν της επιπλήξεως και του προστίμου μέχρι και των αποδοχών ενός μηνός.
2. Τα κατά την προηγουμένην παράγραφον πειθαρχικά όργανα κρίνουν μόνον εις πρώτον βαθμόν κατόπιν παραπομπής της υποθέσεως υπότων πειθαρχικώς προϊσταμένων του υπαλλήλου. Η παραπομπή εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν της προηγουμένης παραγράφου επιτρέπεται μόνον υπότων πειθαρχικώς προϊσταμένων της παρ. 1 περ. α`, δ`, ε`, στ` και ζ` του άρθρου 176 του παρόντος.
Άρθρον 180
Υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον.
1. Το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον δύναται να επιβάλη οιανδήποτε ποινήν.
2. Τούτο κρίνει εις πρώτον μεν βαθμόν κατόπιν παραπομπής της υποθέσεως, εις δεύτερον δε βαθμόν κατόπιν εφέσεως.
Άρθρον 181
Συμβούλιον της Επικρατείας.
Το Συμβούλιον της Επικρατείας κρίνει επί προσφυγών κατ` αποφάσεων υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων, επιβαλλουσών εις πρώτον και τελευταίον βαθμόν οιανδήποτε πειθαρχικήν ποινήν, εις δεύτερον δε βαθμόν τας πειθαρχικάς ποινάς της διακοπής του προς προαγωγήν δικαιώματος, του υποβιβασμού και της οριστικής παύσεως.
Άρθρον 182
Συνεκδίκασις πειθαρχικών αδικημάτων.
1. Πλείονα πειθαρχικά αδικήματα του αυτού υπαλλήλου, διωκόμενα προ της επί τινι τούτων εκδόσεως οριστικής αποφάσεως, δύναται, κατά την
κρίσιν του πειθαρχικού δικαστού, να συνεκδικάζωνται, εφ` όσον ανάγονται εις καθήκοντα υπηρεσιών του αυτού ΟΤΑ.
2. Πλείονες υπάλληλοι διωκόμενοι δια το αυτό αδίκημα ή δια συναφή τοιαύτα δύναται να συνεκδικάζωνται υπότας προϋποθέσεις της
προηγουμένης παραγράφου.
3. Αρμόδιον προς συνεκδίκασιν μεταξύ πλειόνων οργάνων είναι
α) μεταξύ πλειόνων πειθαρχικώς προϊσταμένων ο κατά βαθμόν ανώτερος, επί δε ομοιοβάθμων ο πρότερον επιληφθείς,
β) μεταξύ πειθαρχικώς προϊσταμένου και υπηρεσιακόν πειθαρχικού συμβουλίου, το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον.
Θ΄
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ.
Άρθρον 183
Παραπομπή εις υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον.
1.Αν τα πειθαρχικά όργανα της παραγράφου 1 του άρθρου 179 κρίνουν ότι το αδίκημα είναι τιμωρητέο με ποινή μεγαλύτερη της αρμοδιότητάς τους, παραπέμπουν την υπόθεση στο υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.32 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
2. Το κατ` εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 155 διατυπούμενον ερώτημα προς το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον, περί θέσεως υπαλλήλου εις αργίαν, επέχει θέσιν παραπεμπτηρίου εγγράφου,
κατά τήν παράγραφον 5 του άρθρου 184, δια το πειθαρχικόν αδίκημα εις το οποίον αναφέρεται ή αργία. Καθ` υπαλλήλου τεθέντος εις αργίαν κατά το άρθρον 154, λόγω ποινικής διώξεως ή καταδίκης και μη επανερχομένου
είτα εις ενέργειαν, γίνεται υποχρεωτικώς ή παραπομπή δια τας πράξεις ένεκα των οποίων ποινικώς εδιώχθη ή κατεδικάσθη εφ` όσον τούτο δεν είχε γίνει προ ή μετά την διάρκειαν της εις αργίαν θέσεως του.
Άρθρον 184
Συνέπεια παραπομπής.
1. Η έκδοσις του κατά το άρθρον 183 παραπεμπτηρίον εγγράφου καταργεί την μήπω περατωθείσαν δι` οριστικής αποφάσεως αυτεπάγγελτον δίκην.
2. Η έκδοσις οριστικής αποφάσεως επί τινι αδικήματι είτε υπο μονομελούς είτε υπόπολυμελούς δικαιοδοσίας, καθιστά απαράδεκτον την κατά το άρθρον 183 παραπομπήν.
3. Γενομένη παραπομπή δεν ανακαλείται.
4. Εν τω παραπεμπτηρίω εγγράφω δέον να μνημονεύωνται τα συνιστώντα το διωκόμενον παράπτωμα πραγματικά πραγματικά, ως και τα υπάρχοντα στοιχεία, άτινα πιθανολογούν την ενοχήν του υπαλλήλου.
5. Το παραπεμπτήριον έγγραφον κοινοποιείται εις τον διωκόμενον και αποστέλλεται μετά του φακέλλου της υποθέσεως, ως και ολοκλήρου που ατομικού φακέλλου του υπαλλήλου, εις τον γραμματέα του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου.
Άρθρον 185
Προανάκρισις.
1. Η προανάκρισις συνίσταται εις προκατακτικήν άτυπον συλλογήν και καταγραφήν πληροφοριών και στοιχείων περί του εικαζομένου πειθαρχικούαδικήματος και των συνθηκών, υπο τας οποίας ετελέσθη τούτο.
2. Προανάκρισιν δύναται να ενεργήση πας πειθαρχικώς προϊστάμενος του υπαλλήλου.
3. Εαν εκ των συγκεντρωθέντων στοιχείων κρίνη ο ενεργών την προανάκρισιν, ότι δεν συντρέχει περίπτωσις πειθαρχικής διώξεως, τερματίζει ταύτην δι` ητιολογημένης εκθέσεως. Τούτο δεν κωλύει την υπόάλλου πειθαρχικώς προϊσταμένου ενέργειαν προανακρίσεως. Εαν εκ των συγκεντρωθέντων στοιχείων κρίνη ο ενεργών την προανάκρισιν οτι προκύπτει πειθαρχικό αδίκημα τιμωρητέον διά των ποινών της αρμοδιότητος του, καλεί τον υπάλληλον εις απολογίαν κατά το άρθρον 194, εαν δε κρίνη, οτι δικαιολογείται ή επιβολή ποινής βαρυτέρας, ενεργεί κατά τα εν άρθρω 192 οριζόμενα. Εαν τέλος κρίνη οτι το αδίκημα χρήζει περαιτέρω ερεύνης, προβαίνει εις την ενέργειαν ανακρίσεως.
Άρθρον 186
Ανάκρισις.
1. Την ανάκρισιν διεξάγει:
α) επί μονομελούς δικαιοδοσίας αυτός ο επιληφθείς πειθαρχικώς προϊστάμενος ή άλλος τις υπ` αυτού οριζόμενος υπάλληλος,
β) επί υπηρεσιακών πειθαρχικού συμβουλίου ο υπότούτου οριζόμενος υπάλληλος είτε μέλος αυτού είτε άλλος τις. Εις πάσαν περίπτωσιν εκείνος ο οποίος θα ενεργήση την ανάκρισιν, πρέπει να είναι τουλάχιστον ομοιόβαθμος αλλ` αρχαιότερος του διωκομένου, εκτός εαν την ανάκρισιν ενεργή υπάλληλος ετέρου κλάδου.
2. Δεν δύναται να διεξάγουν ανάκρισιν:
α) εκείνοι κατά των οποίων τυχόν εστρέφετο το αδίκημα,
β) οι ασκήσαντες την πειθαρχικήν αρμοδιότητά των δια το υπο κρίσιν αδίκημα πειθαρχικώς προϊστάμενοι και
γ) οι κατ` ευθείαν γραμμήν εξ αίματος συγγενείς του διωκομένου υπαλλήλου ή εκ πλαγίου μέχρι και του τετάρτου βαθμού και ο σύζυγος ή εξ αγχιστείας συγγενής μέχρι και του δευτέρου βαθμού. Ο εγκαλούμενος δικαιούται εφ` άπαξ και το βραδύτερον εντός διημέρου από της κλήσεως προς εξέτασιν υπο του ανακριτού να ζητήση την εξαίρεσιν αυτού από του έργου της ανακρίσεως δι` εγγράφου αιτήσεως, εις την οποίαν πρέπει να εκτίθενται οι λόγοι της εξαιρέσεως, επισυνάπτονται δε και τα τυχόν υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία. επί της αιτήσεως αποφαίνεται οριστικώς και τελεσιδίκως το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον άνευ συμμετοχής του μέλους εις το οποίον τυχόν είχον ανατεθή τα ανακριτικά καθήκοντα. Το μέλος τούτο αναπληρούται νομίμως. Εαν ή αίτηση γίνη δεκτή, αι υπο του εξαιρεθέντος ενεργηθείσαι ανακριτικαί πράξεις είναι άκυροι και δεν δύναται να τεθούν εις τον φάκελλον της υποθέσεως.
3. Ο διεξάγων την ανάκρισιν, ενεργεί τας εις την έδραν του ανακριτικάς πράξεις αυτοπροσώπως ή δι` υφισταμένου υπαλλήλου, κατ` ανάλογον εφαρμογήν της περ. β της παραγράφου 1, δικαιούται δε να ζητήση από πάσαν διοικητικήν αρχήν ή ειρηνοδίκην ή ειδικόν πταισματοδίκην την εις την έδραν αυτού ενέργειαν ανακριτικής τινός πράξεως. Ενέργειαν ανακριτικών πράξεων εκτός έδρας δύναται να ζητήση και παρά τινός των αρμοδίων κατά τόπον διοικητικών αρχών, των δικαιουμένων να μετακινηθούν ή να διατάξουν μετακίνησιν υπαλλήλου λόγω υπηρεσίας.
4. Κατά την διαδικασίαν ενώπιον του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου κρίνοντος εις πρώτον βαθμόν και επι εφέσει, ή ανάκρισις είναι υποχρεωτική, πλην εάν η τυχόν προηγηθείσα κρίνεται ως επαρκής.
5. Η ανάκρισις είναι μυστική.
6. Η ανάκρισις δύναται να επεκταθή εις την έρευναν και άλλων αδικημάτων του αυτού υπαλλήλου, δια τα οποία προκύπτουν στοιχεία κατά την πορείαν αυτής.
7. Καθήκοντα γραμματέως της ανακρίσεως εκτελεί ο υπότου διεξάγοντος ταύτην οριζόμενος υπάλληλος.
Άρθρον 187
Ανακριτικαί πράξεις.
1. Ανακριτικαί πράξεις είναι:
α) αυτοψία,
β) εξέτασις μαρτύρων,
γ) πραγματογνωμοσύνη, και
δ) εξέτασις του διωκομένου.
2. Δεν δύναται να είναι αντικείμενον ανακριτικής πράξεως:
α) απόρρητον της υπηρεσίας, εφ` όσον δεν συναινεί ή αρμοδία αρχή και
β) νόμω επαγγελματικόν απόρρητον.
3. Περί της ανακριτικής πράξεως συντάσσεται έκθεσις υπογραφομένη υπόπάντων των συμπραξάντων ή μνημονεύουσα την τυχόν άγνοιαν γραμμάτων ή άρνησιν υπογραφής τινός.
Άρθρον 188
Αυτοψία εγγράφων.
1. Η αυτοψία δημοσίων εγγράφων ή ιδιωτικών κατατεθειμένων εις δημόσιαν αρχήν ενεργείται εις το γραφείον όπου ταύτα φυλάσσονται.
2. Εγγραφα κατεχόμενα υπόιδιώτου παραδίδονται εις τον ενεργούντα την ανάκρισιν, αποδίδονται δε υποχρεωτικώς ευθύς μετά το πέρας της πειθαρχικής δίκης.
3. Ο ενεργών την ανάκρισιν υποχρεούται κατόπιν αιτήσεως του ιδιώτου να χορηγήση ατελώς πλην της αποδείξεως, επισημον αντίγραφον των παραληφθέντων εγγράφων ή αποσπασμάτων. Εαν πρόκειται περί εγγράφων αναγκαιούντων εις τον ιδιώτην προς εξυπηρέτησιν ιδίου συμφέροντος ταύτα ανακοινούνται εις το ενεργούντα την ανάκρισιν εις τον τόπον όπου ταύτα ευρίσκονται. Η άρνησις της παραδόσεως ή ανακοινώσεως συνιστά πλημέλημα.
Άρθρον 189
Μάρτυρες.
1. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως κατά τας οικείας διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας εις τον τόπον της κατοικίας ή διαμονής των.
2. Η μη εμφάνισις ή άρνησις καταθέσεως του μάρτυρος άνευ ευλόγου αιτίας αποτελεί πλημμέλημα. Εύλογος αιτία θεωρείται και ή μετά του διωκομένου συγγένεια του μάρτυρος εις ευθείαν γραμμήν ή μέχρι και του δευτέρου εκ πλαγίου βαθμού.
3. Η εξέτασις των παρά του διωκομένου υπαλλήλου προσαγομένων μαρτύρων πέραν των πέντε, απόκειται εις την κρίσιν της δικαιολογούσης αρχής.
Άρθρον 190
Πραγματογνώμονες.
Πραγματογνώμονες ορίζονται υπάλληλοι ΟΤΑ, δημόσιοι υπάλληλοι και αξιωματικοί του, κατά ξηράν, θάλασσαν και αέρα στρατού, της χωροφυλακής ή της αστυνομίας, ορκίζονται δε προ της εκτελέσεως πραγματογνωμοσύνης κατά τας οικείας διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρον 191
Εξέτασις διωκομένου.
1. Κατά την ανάκρισιν, δέον να καλείται οπωσδήποτε προς εξέτασιν ο διωκόμενος. Η μη προσέλευσις τούτου ή άρνησις προς εξέτασιν δεν κωλύει την πρόοδον της ανακρίσεως.
2. Παράστασις ή συμπαράστασις πληρεξουσίου απαγορεύεται.
Άρθρον 192
Εκτίμηση βαρύτητας του αδικήματος
Σε αυτεπάγγελτη δίωξη τα πειθαρχικά όργανα της παραγράφου 1 του άρθρου 179 μετά το τέλος της προανάκρισης ή της ανάκρισης ενεργούν με όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 183 του νόμου αυτού. Ο πειθαρχικός προϊστάμενος, που έχει επιληφθεί της υπόθεσης σε οποιοδήποτε στάδιο των ανακρίσεων ενεργεί σύμφωνα με άσα ορίζονται στο εδάφιο β` της παραγράφου 5 του άρθρου 178, αν κατά την κρίση του το εικαζόμενο αδίκημα επιφέρει ποινή μεγαλύτερη της αρμοδιότητάς του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.33 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
Άρθρον 193
Ενέργεια μετά την ανάκρισιν.
1. Ο κατά το άρθρον 186 διεξάγων την ανάκρισιν πειθαρχικώς προϊστάμενος, εφ` όσον δεν συντρέχει ή περίπτωσις του προηγουμένου άρθρου, προβαίνει μετά το πέρας της ανακρίσεως, είτε εις την κλήσιν προς απολογίαν του διωκομένου, είτε εις την άνευ ταύτης έκδοσιν απαλλακτικής αποφάσεως. Ο ενεργήσας ανάκρισιν κατ` εντολήν πειθαρχικώς προϊσταμένου υποβάλλει εις τούτον, μετά το πέρας της ανακρίσεως, τον φάκελλον αυτής μετά του πορίσματος του.
2. Ο ενεργήσας ανάκρισιν κατ` εντολήν υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου, υποβάλλει εις τούτο μετά το πέρας της ανακρίσεως, τον φάκελλον αυτής μετά το πορίσματος του.
3. Ο πρόεδρος του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου, μετά την υποβολήν του πορίσματος, δύναται να ορίση ως εισηγητήν της υποθέσεως εν εκ τών μελών του συμβουλίον, εις τον οποίον διαβιβάζει τον σχηματισθέντα φάκελλον.
4. Εισηγητήν κατά την προηγουμένην παράγραφον δύναται να ορίση ο πρόεδρος και άμα τη λήψει του κατά τα άρθρα 183 και 184 παραπεμπτηρίου εγράφου.
5. Εαν ο πρόεδρος κρίνη ότι η υποθεσις είναι ώριμος προς συζήτησιν,εισάγει ταύτην ενώπιον του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου, ίνα τούτο αποφασίση είτε την κλήσιν εις αιτολογίαν του διωκομένου, είτε την άνευ ταύτης απαλλαγήν αυτού.
Ι΄
ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Άρθρον 194
Κλήσις διωκομένου εις απολογίαν.
1. Αι πρωτόδικοι καταγνωστικαί αποφάσεις εκδίδονται μετά κλήσιν τον υπαλλήλου εις απολογίαν. Η μη εμπρόθεσμος υποβολή της απολογίας, δια την οποίαν ή κλήσις επεδόθη αποδεδειγμένως, δεν κωλύει την έκδοσιν της αποφάσεως, αλλά και ή εκπροθέσμως υποβληθείσα προ της εκδόσεως της αποφάσεως λαμβάνεται υπ` όψιν επί παραπομπής, κατά την παράγραφον 5 του άρθρον 178 μετά την κλήσιν εις απολογίαν του διωκομένου υπαλλήλου, δεν απαιτείται νέα κλήσις εις απολογίαν.
2. Η εξέτασις τον διωκομένου κατά το στάδιον της ανακρίσεως δεν αναπληρώνει την κλήσιν εις απολογίαν.
3. Η ενώπιον του δικαιοδοτούντος οργάνου προσέλευσις του διωκομένου και απολογία αυτού δύναται, κατά την κρίσιν του οργάνου να καλύψη την παράλειψιν της κλήσεως εις απολογίαν.
4. Μετά την κλήσιν εις απολογίαν ή υποθεσις δέον να περατωθή δι` αποφάσεως.
5. Η κλήσις εις απολογίαν καθορίζει σαφώς το αποδιδόμενον πειθαρχικόν αδίκημα και τάσσει εύλογον προθεσμίαν προς απολογίαν, πάντως οχι βραχυτέραν του 48ώρου, εαν καλή πειθαρχικώς προϊστάμενος, πέντε δε ημερών, εαν καλή πολυμελής δικαιοδοσία. Κατόπιν ητιολογημένης εγγράφου αιτήσεως του καλουμένου δύναται να παραταθή ή προς απολογίαν προθεσμία εφ` άπαξ μέχρι του τριπλασίου της ταχθείσης.
6. Η κλήσις εις απολογίαν επιδίδεται δια οργάνου ΟΤΑ ή δημοσίου εις χείρας ή την κατοικίαν του υπαλλήλου. Περί της επιδόσεως ταύτης συντάσσεται αποδεικτικόν. Εις περίπτωσιν αρνήσεως παραλαβής ο επιδίδων συντάσσει πράξιν βεβαιούσαν την άρνησιν.
Αγνοουμένης της διαμονής, ή κλήσις τοιχολλάται εις το κατάστημα της υπηρεσίας του υπαλλήλου συντασσομένου πρωτοκόλλον το οποίον υπογράφεται υπό δυο μαρτύρων.
Άρθρον 195
Απολογία.
1. Η απολογία υποβάλλεται εγγράφως. Κατ` εξαίρεσιν δι` εύλογον αιτίαν δύναται να επιτραπή υπό του καλούντος προφορική τοιαύτη κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου, οπότε συντάσσεται πρωτόκολλον ενώπιον του
καλούντος ή του υπ` αυτόν οριζομένου υπαλλήλου.
2. Η έγγραφος απολογία παραδίδεται επί αποδείξει εις χείρας του καλούντος ή διαβιβάζεται εις αυτόν δια δημοσίας αρχής ή ταχυδρομικής επί συστάσει. Εις την περίπτωσιν ταύτην το εμπρόθεσμον της υποβολής κρίνεται εκ του χρόνου της καταθέσεως εις της δημοσίαν αρχήν ή της ταχυδρομήσεως.
3. Προ πάσης απολογίας δικαιούται ο υπάλληλος να λάβη γνώσιν της σχηματισθείσης δικογραφίας.
Περί τούτου συντάσσεται πράξις, ή οποία υπογράφεται υπότου υπαλλήλου του τηρούντος τον φάκελλον και υπό του λαβόντος γνώσιν αυτού, ή εν αρνήσει του δευτέρου, υπόμόνον του πρώτου.
Ο εδρεύων εκτός έδρας του καλούντος υπάλληλος δικαιούται να λάβη γνώσιν της δικογραφίας, είτε δι` αποστολής του φακέλλου εις δημοσίαν αρχήν ή εις αρχήν ΟΤΑ, εφ` όσον τούτο θεωρείται σκόπιμον υπό της διωκούσης αρχής, είτε δια χορηγήσεως αδείας εις τον διωκόμενον υπάλληλον, εαν αι υπηρεσιακαί ανάγκαι επιτρέπουν τούτο, είτε εν
αδυναμία των δύο τούτων λύσεων, δι` εκπροσώπου δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου ΟΤΑ εξουσιοδοτουμένου εγγράφως προς τούτο υπό του διωκομένου ή κατ` αίτησιν αυτού υπό της διωκούσης αρχής.
4. Ο καλούμενος εις απολογίαν δικαιούται να ζητήση δια της απολογίαν του εύλογον προθεσμίαν δια την υποβολήν εγγράφων στοιχείων, ή παροχήςτης οποίας απόκειται εις την κρίσιν του καλούντος.
ΙΑ΄
ΕΚΔΙΚΑΣΙΣ
Άρθρον 196
Προσδιορισμός δικασίμου-Αυτοπρόσωπος παράστασις.
1. Μετά την υποβολήν της απολογίας ή την παρέλευσιν της προς τούτο προθεσμίας ο πρόεδρος του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου, δια πραξεώς του προσδιορίζει την ημέραν της δίκης, ανακρινουμένην εγκαίρως, πάντως όμως τουλάχιστον προ 48 ωρών, εις τον εγκαλούμενον δι` εγγράφου.
2. Το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον δικαιούται να απαιτήση την ενώπιον αυτού αυτοπροσώπον παράστασιν του διωκομένου υπαλλήλου. Το αυτό δικαίωμα έχει και ο διωκόμενος υπάλληλος.
3. Εις ην περίπτωσιν το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον κρίνει αναγκαίαν τηνγ συμπλήρωσιν της αναγκρίσεως ή την προφορικήν υποστήριξιν της απολογίας, δύναται να αποφασίση την αναβολήν της δίκης.
4. Αναβληθείσης της δίκης, ο πρόεδρος προσδιορίζει άλλην δικάσιμον, ή οποία ανακοινούται εγκαίρως, ως ανω εις τον εγκαλούμενον.
5. Η παράστασις ή συμπαράστασις πληρεξουσίου απαγορεύεται.
6. Η εις την δίκην προσέλευσις του εγκαλουμένου αποτελεί νόμιμον λόγον χορηγήσεως εις αυτόν αναλόγου αδείας, απουσίας.
Άρθρον 197
Κοινοποίησις εις διωκόμενον.
Πάσα πρόσκλησις ή ειδοποίησις του εγκαλουμένου κοινοποιείται εις αυτόν κατά την διάταξιν της παραγράφου 6 του άρθρου 194.
Άρθρον 198
Εξαίρεσις και κωλύματα μελών υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου.
1. Του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου εξαιρούνται οι κατά το άρθρον 186 παρ. 2 μη δικαιούμενοι να διεξαγάγουν ανάκρισιν.
2. Ο εγκαλούμενος δύναται να ζητήση εφ` άπαξ την εξαίρεσιν δύο κατ` ανώτατον όριον μελών του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου. επί της αιτήσεως ταύτης, ή οποία πρέπει, να υποβάλλεται εγγράφως εις τον πρόεδρον του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου δυο τουλάχιστον ημέρας προς της συζητήσεως της υποθέσεως, να είναι ητιολογημένη και να συνοδεύεται υπότων υπαρχόντων τυχόν δικαιολογητικών, αποφαίνεται κατά πλειοψηφίαν οριστικώς και τελεσιδίκως το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον, συντιθέμενον εκ των λοιπών μελών αυτού, δι` ητιολογημένης αποφάσεως καταχωριζομένης εις τα πρακτικά. Τα μέλη υπέρ της εξαιρέσεως των οποίων αποφάνθη το συμβούλιον αντικαθίστανται υπό των αναπληρωτών των.
3. Η ενέργεια της ανακρίσεως κωλύει την συμμετοχήν του ενεργήσαντος αυτήν εις την σύνθεσιν του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου.
4. Εις την περίπτωσιν της παραγράφου 4 του άρθρου 171 αποκλείεται του έργου της ανακρίσεως ή της συμμετοχής εις το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον ο ενεργήσας την ανάκρισιν ή συμμετασχών εις το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον κατά την πρώτην δίκην.
Άρθρον 199
Εκτίμησις αποδείξεων.
1. Ο πειθαρχικός δικαστής εκτιμά τας προσαχθείσας αποδείξεις κατ` ελευθέραν κρίσιν.
2. Ο πειθαρχικός δικαστής δύναται προς μόρφωσιν της κρίισεώς του να λάβη υπ` όψιν και αποδεικτικά στοιχεία μη προκύπτοντα εκ της πειΘαρχικής διαδικασίας, αλλ` εξ άλλης διαδικασίας νομίμως συνεστημένης, εφ` όσον έλαβε γνώσιν τούτων ο διωκόμενος.
3. Αδικήματα, δια τα οποία ο διωκόμενος δεν εκλήθη εις απολογίαν, δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενον της δίκης.
4. Η απόφασις, δέον να στηρίζεται επί αποδεδειγμένων πραγματικών γεγονότων και οχι ακλών υπονιών και να είναι ητιολογημένη τόσον δια την διαπίστωσιν της ενοχής, όσον και δια την επιβολήν ή επιμέτρησιν της ποινής.
5. Εις την περίπτωσιν της επαναλήψεως της δίκης και την παράγρ. 4 του άρθρου 171 δύναται, αλλά δεν υποχρεούται, το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον να προβή εις νέαν εξέτασιν του πραγματικού μέρους της υποθέσεως να διατάξη ανάκρισιν και νέαν κλήσιν εις απολογίαν, ως και να λάβη υπ` όψιν νέους πραγματικούς ισχυρισμούς και νέας αποδείξεις.
Άρθρον 200
Τέλη σημάνσεως εγγράφων πειθαρχικής διαδικασίας.
1. Τα τέλη σημάνσεως καταλογίζονται εις βάρος του τιμωρηθέντος υπαλλήλου δια της οριστικής αποφάσεως.
2. Εις περίπτωσιν μερικής απορρίψεως της εφέσεως του πρωτοδίκως τιμωρηθέντως υπαλλήλου, το υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον καταλογίζει εις βάρος αυτού μέρος μόνον των τελών της δίκης.
3. Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν διετάχθη πραγματογνωμοσύνη, αι αμοιβαί των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται υπό του πειθαρχικού οργάνου και καταβάλλονται παρά του οικείου ΟΤΑ, κατά τας διατάξεις περί λογιστικου των ΟΤΑ, καταλογίζονται δε εις βάρος του τιμωρηθέντος υπαλλήλου, εν όλω ή εν μέρει, κατά την κρίσιν του συμβουλίου, δια της
οριστικής αποφάσεως.
Άρθρον 201
Πειθαρχική απόφασις.
1. Πάσα πειθαρχική απόφασις εις δίδεται εγγράφως.
2. Εις την απόφασιν μνημονεύεται:
α) Ο τόπος και ο χρόνος της εκδόσεως,
β) το όνομα, ο τίτλος και ο βαθμός των δικασάντων,
γ) το όνομα, ο τίτλος και ο βαθμός του κριθέντος,
δ) το αποδιδόμενον πειθαρχικόν αδίκημα, ο χρόνος και ο τόπος της τελέσεως αυτού,
ε) ή απολογία και ή τυχόν προφορική ταύτης υποστήριξις ή η μη υποβολή απολογίας και η κλήσις ή μη κλήσις εις προφορικήν ανάπτυξιν της απολογίας,
στ) ή αιτιολογία της αποφάσεως,
ζ) αν ελήφθη ομοφώνως ή κατά πλειοψηφίαν, προκειμένου περί πολυμελούς δικαιοδοσίας και
η) ή αθώωσις του κριθέντος ή η επιβαλλομένη ποινή.
Το υπό στοιχείον ε` μέρος της αποφάσεως μνημονεύεται περιληπτικώς.
3. Η πειθαρχική απόφασις, εαν μεν εκδίδεται υπό πειθαρχικώς προϊσταμένου, υπογράφεται υπό τούτου, άλλως υπό του προέδρου και του γραμματέως του συμβουλίου.
4. Η πειθαρχική απόφασις κοινοποιείται εν αντιγράφω εις τον κριθέντα προσέτι δε, αι μεν των πειθαρχικώς προϊσταμένων και των πειθαρχικών οργάνων της παρ. 1 του άρθρου 176 εις τους δικαιουμένους προς άσκησιν ενδίκου μέσου υπερ των ΟΤΑ, αι δε των υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων εις τον εκδόσαντα το παραπεμπτήριον έγγραφον.
5. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον κοινοποίησις της αποφάσεως εις τον κριθένια ενεργείται κατά τα άρθρω 194 παρ. 6 οριζόμενα.
6. Ανάκλησις εκδοθείσης πειθαρχικής αποφάσεως δεν επιτρέπεται.
ΙΒ΄
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
Άρθρον 202
Εφεσις.
1. Εις έφεσιν υποκεινται αι πειθαρχικαί αποφάσεις:
α) των πειθαρχικώς προϊσταμένων, και
β) των πεθαρχικών οργάνων της παρ. 1 του άρθρου 179.
2. Εις άσκησιν εφέσεως δικαιούται:
α) ο τιμωρηθείς υπάλληλος, και
β) το αρμόδιο για το διορισμό όργανο του οικείου Ο.Τ.Α. στο οποίο κοινοποιείται υποχρεωτικά η απόφαση. Στην περίπτωση αυτή η έφεση γίνεται και κατά των απαλλακτικών πειθαρχικών αποφάσεων.
Σημ.: όπως η περ. β`αντικαταστάθηκε από την παρ.34 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
3. Η έφεσις ασκείται εις πάσαν περίπτωσιν ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίον.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.35 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
4. Η έφεση ασκείται από τον τιμωρηθέντα μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης σε αυτόν και από το αρμόδιο για το διορισμό όργανο από την περιέλευση της απόφασης σε αυτό.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.36 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
5. Η προς έφεσιν προθεσμία παρατείνεται, λόγω μεν αποστάσεως κατά δέκα έτι ημέρας δια τους εις την ημεδαπήν και κατά εξήκοντα δια τους εις την αλλοδαπήν εδρεύοντας ή διαμένοντας, λόγω δε κωλύματος εξ ανωtέρας βίας κατά την κρίσιν του πειθαρχικού οργάνου, προς το οποίον απευθύνεται η έφεσις και πάντως ουχί πέραν των δέκα πέντε ημερών αφ`ης παρήλθε το κώλυμα.
6. Το υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο, όταν κρίνει την έφεση: α) του υπαλλήλου που τιμωρήθηκε, δεν μπορεί να καταστήσει χειρότερη τη θέση του και β) του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου του οικείου Ο.Τ.Α., δεν μπορεί να επιβάλει ποινή ελαφρύτερη από εκείνου που επιβλήθηκε. Σε περίπτωση που ασκηθούν εφέσεις και από τους δύο ανωτέρω, το υπηρεσιακό συμβούλιο συνεκδικάζει και τις δύο εφέσεις χωρίς να δεσμεύεται για την επιβολή της ποινής.
Σημ.: όπως η παρ.6 αντικαταστάθηκε από την παρ.37 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
7. Η έφεσις και ή προς άσκησιν αυτής προθεσμία αναστέλλουν την εκτέλεσιν.
8. Πλείονες εφέσεις κατά της αυτής αποφάσεως ασκηθείσαι πρός της επί τινι τούτων εκδόσεως οριστικής αποφάσεως συνεκδικάζονται.
9. Η κατόπιν εφέσεως έκδοσις οριστικής αποφάσεως καθιστά απαράδεκτον πάσαν άλλην έφεσιν.
Άρθρον 203
Προσφυγή.
1. Εις άσκησιν, κατά το άρθρον 181 προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιούνται μόνον ο τιμωρηθείς υπάλληλος.
2. Τα των προθεσμιών και διαδικασίας των ενώπιον του Συμβουλίον της επικρατείας προσφυγών διέπονται υπότων περί τούτου κειμένων διατάξεων.
3. Ο προσφυγή και ή προς άσκησιν αυτής προθεσμία αναστέλλουν την εκτέλεσιν της πειθαρχικής αποφάσεως.
4. Το Συμβούλιον της Επικρατείας, κρίνον επί προσφυγής, δεν δύναται να καταστήση χείρονα την θέσιν του προσφυγόντος υπαλλήλου.
Άρθρον 204
Επανάληψις πειθαρχικής δίκης.
1. Στην περίπτωση έκδοσης καταδικαστικής ποινικής απόφασης την κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 171 επανάληψη της πειθαρχικής δίκης ζητούν τα πειθαρχικά όργανα της παραγράφου 1 του άρθρου 179, σε περίπτωση δε
έκδοσης αθωωτικής ποινικής απόφασης, αυτός που αθωώθηκε.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.38 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
2. Η αίτησις επαναλήψεως απευθύνεται προς το πειθαρχικόν όργανον, εις το οποίον υπήγετο ο υπάλληλος κατά τον χρόνον της τελέσεως του αδικήματος.
3. Κατά την επανάληψιν της πειθαρχικής δίκης, εις μεν την περίπτωσιν εκδόσεως καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως, δύναται νν επιβληθή ποινή ανωτέρα της επιβληθείσης, εις δε την περίπτωσιν εκδόσεως αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, δύναται να αποφασισθή απαλλαγή ή επιβολή ελαφροτέρας ποινής.
4. Εις τας περιπτώσεις της οριστικής παύσεως η του υποβιβασμού, δύναται κατά την επανάληψιν της πειθαρχικής δίκης να αποφασισθή και ή αποκατάστασις του υπαλλήλου, οπότε ούτος καταλαμβάνει την τυχόν υπάρχουσαν κενήν θέσιν τουι βαθμού εις τον οποίον αποκαθίσταται, ή εν έλλειψει τοιαύτης παραμένει υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτην κενωθησομένην τοιαύτην.
ΙΓ΄
ΕΚΤΕΛΕΣΙΣ
Άρθρον 205
Εκτέλεσις.
1. Η πειθαρχική απόφασις καταστάσα τελεσίδικος είναι υποχρεωτικώς εκτελεστή.
2. Η εκτελεστή πειθαρχική απόφασις εκτελείται, ως προς το πρόστιμον υπό του προϊσταμένου της υπηρεσίας του εντελλομένου την πληρωμήν των αποδοχών του τιμωρηθέντος, προς τον οποίον αποστέλλεται υπό της εκδούσης αρχής υποχρεωτικώς και αμέσως άμα τη τελεσιδικία της αποφάσεως αντίγραφον αυτής. Οι υπόλοιπες ποινές εκτελούνται από το αρμόδιο για διορισμό όργανο του οικείου οργανισμού.
Εις περίπτωσιν λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως το πρόστιμον εισπράττεται κατά τας διατάξεις περί εισπράξεως δημοτικών και κοινοτικών εσόδων, ουδέποτε όμως εκ των κληρονόμων του τιμωρηθέντος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.39 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
3. Η εκτελεστή πειθαρχική απόφασις καταχωρίζεται εις το ατομικού δελτίου στοιχείων υπαλλήλου και τίθεται εις τον ατομικόν φάκελλον του κριθέντος.
4. Αρμόδιος δια την βεβαίωσιν των τελών της δίκης είναι ο εκδώσας την καταγνωστικήν απόφασιν πειθαρχικώς προϊστάμενος ή ο πρόεδρος τον υπηρεσιακόν πειθαρχικού συμβουλίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄
ΛΥΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
ΛΟΓΟΙ ΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ
Άρθρον 206
Λόγοι λύσεως υπαλληλικής σχέσεως.
Η υπαλληλική σχέσις λύεται δια του θανάτου, της εκπτώσεως, της αποδοχής της παραιτήσεως και της απολύσεως του υπαλλήλου.
Α’
ΕΚΠΤΩΣΙΣ
Άρθρον 207
Αυτοδικαία έκπτωσις συνεπεία ποινικής καταδίκης.
1. Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εαν κατεδικάσθη δι` αμετακλήτον αποφάσεως:
α) εις ποινήν τουλάχιστον προσκαίρου καθείρξεως,
β) επί πλημμελήματι εκ των εν άρθρω 16 αναφερομένων,
γ) εις στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων και
δ) επί ανυποταξία ή λιποταξία.
2. Περί της εκπτώσεως ταύτης εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, δημοσιεύεται δε περίληψις ταύτης επιμέλεια του νομάρχου εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Ο εκπεσών δεν επιτρέπεται να επανέλθη εις την υπηρεσίαν εν περιπτώσει αμνηστίας, αποκαταστάσεως, χάριτος ή καθ` οιονδήποτε άλλον τρόπον άρσεως του κολασίμου ή άρσεως ή άρσεως ή μεταβολής των συνεπειών της καταδίκης.
Άρθρον 208
Εκπτωσις λόγω απωλείας της Ελληνικής Ιθαγενείας.
Η απώλεια της ελληνικής ιθαγενείας υπαλλήλου, βεβαιουμένη υπο της οικείας αρχής, επάγεται την από την υπηρεσίας έκπτωσιν, απαγγελλομένην δια πράξεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, δημοσιευομένης εν περιλήψει.Εις την εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επιμελεία του νομάρχου. Η έκπτωσις λογίζεται επελθούσα αφ` ης απωλέσθη ή ελληνική ιθαγένεια.
Β’
ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ
Άρθρον 209
Παραίτησις.
1. Ο υπάλληλος δικαιούται να παραιτηθή.
2. Η παραίτησις υποβάλλεται εγγράφως, ή δε λύσις της υπαλληλικής σχέσεως, επέρχεται δια της αποδοχής της παραιτήσεως υπό του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου.
3. Αίρεσις, όρος ή προθεσμία εν τη παραιτήσει θεωρούνται, ως μη γεγραμμέναι.
4. Λογίζεται ως μη υποβληθείσα ή παραίτησις, εαν κατά την υποβολήν της ήτο εκκρεμής ποινική δίκη εις βαθμόν πλημμελήματος εκ των εν άρθρω 16 ή κακουργήματος ή πειθαρχική δίωξις ενώπιον των πολυμελών πειθαρχικών οργάνων ή του Συμβουλίου της Επικρατειας ή ήρξατο τοιαύτη δίκη ή πειθαρχική δίωξις εντός τριμήνου από της υποβολής και προ της αποδοχής της.
5. Ο υπέχων τας εν άρθροις 124 και 125 υποχρεώσεις υπάλληλος δεν δικαιούται να παραιτηθή προ της εκπνοής τον εις τα άρθρα τα πάντα οριζομένου χρόνου.
Άρθρον 210
Ανάκλησις παραιτήσεως.
1. Εντος μηνός από της υποβολής της παρατήσεως και προ της αποδοχής της ο υπάλληλος δύναται ν` ανακαλέση ταύτην εγγράφως.
2. Παρελθούσης απράκτον τριμήνου προθεσμίας, από της υποβολής της, ή παραίτησις θεωρείται ως γενομένη δεκτή και λύεται αυτοδικαίως ή υπαλληλική σχέσις.
3. Τηρούνται εν ισχύι αι εις τους νόμους περί εκλογής βουλευτών και οργάνων τοπικής αυτοδιοικήσεως διατάξεις αι σχετικαί προς την παραίτησιν των ως υποψηφίων προτεινομένων υπαλλήλων.
Γ’
ΑΠΟΛΥΣΙΣ
Άρθρον 211
Απόλυσις.
Ο μόνιμος υπάλληλος απολύεται μόνον:
α) επιβληθείσης πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσεως κατά τα εν άρθρω 164 και επόμενα του παρόντος οριζόμενα,
β) δια πράξεις τελεσθείσας υπ` αυτού εντός της προ του διορισμού του πενταετίας.
γ) δια σωματικήν ή πνευματικήν ανικανότητα,
δ) δι` αναίτιον υπηρεσιακήν ανεπάρκειαν,
ε) δι` ανυποταξίαν ή λιποταξίαν,
στ) δια κατάργησιν της υπηρεσίας, του κλάδου ή της θέσεως εις ην υπηρετεί,
ζ) δια συμπλήρωσιν του υπό του νόμου οριζομένου ορίου ηλικίας και
η) δια συμπλήρωσιν τριακονταπενταετούς πραγματικής και συνταξίμου υπηρεσίας.
Άρθρον 212
Απόλυσις λόγω πειθαρχικής ποινής.
Ο υπάλληλος απολύεται επιβληθείσης πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσεως κατά τα εν άρθρω 174 και επόμενα του παρόντος.
Άρθρον 213
Απόλυσις λόγω ελλείψεως ηθικών προσόντων.
1. Ο υπάλληλος απολύεται δια πράξεις τελεσθείσας υπ` αυτού εντός της προ του διορισμού του πενταετίας, συνιστώσας έλλειψιν των εις τον υπάλληλον προσηκόντων προσόντων εφ` όσον δεν παρήλθεν διετία από του διορισμού μετ` απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
2. Κατά της αποφάσεως περί απολύσεως επιτρέπεται εις τον υπάλληλον να ασκήση προσφυγήν ενωπίον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Άρθρον 214
Απόλυσις λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητος.
Διαπιστωθείσης σωματικής ή πνευματικής ανικανότητος του υπαλλήλου κατά τα άρθρα 11, 12Ο παρ. 2 και 151 παρ. 2 του παρόντος ούτος
απολύεται μετ` απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρον 215
Απόλυσις ή υποβιβασμός, λόγω αναιτίου υπηρεσιακής ανεπαρκείας.
1. Επιτρέπεται ή απόλυσις ή ο υποβιβασμός κατά ενα βαθμόν παντός υπαλλήλου, επιδείξαντος άνευ υπαιτιότητος του ανεπάρκειαν εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του, μετά ητιολογημένην απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και προηγουμένην κλήσιν του υπαλλήλου, όπως παράσχη εγγράφως ή προφορικός τας αναγκαίας διασαφήσεις.
2. Υπάλληλος κρινόμενος, κατά συνέχειαν ή μη, δις ως μη προακτέος εκ του αυτού βαθμού, εισάγεται υποχρεωτικώς προς κρίσιν κατά την προγουμένην παράγραφον ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου εντός δυο μηνών από της περιελεύσεως της σχετικής πράξεως του υπηρεσιακού συμβουλίου εις τον ΟΤΑ, δι ης ούτος εκρίθη μη προακτέος.
Άρθρον 216
Απόλυσις δι` ανυποταξίαν ή λιποταξίαν.
Εις περίπτωσιν ανυποταξίας ή λιποταξίας, εφ` όσον δεν εξεδόθη καταδικαστική απόφασις κατά το άρθρον 207, ο υπάλληλος απολύεται μετ` απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβούλιον.
Άρθρον 217
Απόλυσις λόγω καταργήσεως υπηρεσίας, κλάδου ή θέσεως.
1. Ο υπάλληλος απολυέται ένεκα καταργήσεως της υπηρεσίας, του κλάδου ή της θέσεως εις ην υπηρετεί.
2. Εις περίπτωσιν καταργήσεως μέρους εκ πλειόνων εις τον αυτόν κλάδου ομοιοβάθμων θέσεων υπαλλήλων, απολύονται οι συγκεντρούντες τα ολιγώτερα ουσιαστικά προσόντα, μετ` απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου κατά της οποίας επιτρέπεται προσφυγή ενωπιόν του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το αυτό ισχύει και επί συγχωνεύσεως κλάδων ή υπηρεσιών.
3. Οι κατά το παρόν άρθρον απολυόμενοι, εφ` όσον δεν δικαιούνται συντάξεως ουδέ ήθελον τεθή εις διαθεσιμότητα, λαμβάνουν αποζημίωσιν ίσην προς τας αποδοχάς τόσων μηνών όσα τα έτη της υπηρεσίας των.
Άρθρον 218
Απόλυσις λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας.
1. Οι μόνιμοι υπάλληλοι απολύονται αυτοδικαίως της υπηρεσίας άμα τη συμπληρώσει του 65ου έτους της ηλικίας των.
2. Δια την εφαρμογήν των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου ως ημέρα γεννήσεως λαμβάνεται πάντοτε ή 31 Δεκεμβρίου του έτους γεννήσεως του υπαλλήλου. Η ηλικία αποδεικνύεται κατά τα εν άρθρω 311 τον παρόντος οριζόμενα.
3. Περί της κατά το παρόν άρθρον απολύσεως εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του αρμοδίου προς ορισμόν οργάνου, δημοσιευομένη εν περιλήψει, επιμελεία του νομάρχου εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρον 219
Απόλυσις λόγω συμπληρώσεως τριακονταπενταετίας.
1. Οι μόνιμοι υπάλληλοι απολύονται αυτοδικαίως της υπηρεσίας άμα τη συμπληρώσει τριακονταπενταετούς πραγματικής και συνταξίμου υπηρεσίαςκαι πάντως ουχί προ της συμπληρώσεως του 56 έτους της ηλικίας των.
Περί της απολύσεως ταύτης εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου περίληψις της οποίας δημοσιεύεται επιμελεία του νομάρχου εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Δι` αυτής βεβαιούται ητιολογημένως ο διανυθείς υπο του υπαλλήλου χρόνος ύπηρεσίας.
2. Ως πραγματική υπηρεσία του υπαλλήλου νοείται πάσα υπηρεσία παρασχεθείσα εις τον παρ` ω υπηρετεί ή παρ` άλλον οργανισμόν τοπικής αυτοδιοικήσεως ή εις το δημόσιον ή άλλα νομικά πρόσωπα, δημοσίου δικαίου, επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, εφ` όσον προκειμένου περί της επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου παρασχεθείσης, αύτη ελήφθη υπ` όψιν ή προσεμετρήθη κατά τον διορισμόν, την ένταξιν, μονιμοποίησιν, απόκτησιν βαθμού ή την καθ` οιονδήποτε τρόπον μισθολογικήν εξέλιξιν του υπαλλήλου επί πλέον δε αναγνωριζεται ως συντάξιμος κατά τας περί συντάξεως των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως διατάξεις.
ΤΜΗΜΑ Β΄
ΠΡΑΞΙΣ ΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ
Άρθρον 220
Πράξις λύσεως υπαλληλικής σχέσεως.
1. Η περί αποδοχής παραιτήσεως ή απολύσεως πράξις δημοσιεύεται επιμέλεια του νομάρχου εν περιλήψει εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μνημονευούσης και την αιτίαν της απολύσεως. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως τα επί του διορισμού εν άρθροις 23 και 24 οριζόμενα.
2. Η λύσις της υπαλληλικής σχέσεως, όπου δεν ορίζεται άλλως, επέρχεται από της κοινοποιήσεως εις τον απολυόμενον της κατά την προηγουμένην παράγραφον πράξεως.
3. Η κατά τ` ανωτέρω πράξις λογίζεται κατ` αμάχητον τεκμήριον κοινοποιηθείσα την εικοστήν ημέραν από της δημοσιεύσεώς της, εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφ` όσον μέχρι της ημέρας ταύτης δεν ήθελε κοινοποιηθή.
4. Η κατά την παράγραφον 3 προθεσμία δύναται δια πράξεως, εκδιδομένης υπό του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, προ της λήξεως αυτής και δια λόγους υπηρεσιακής ανάγκης, να αυξηθή εις τεσσαράκοντα ημέρας το πολύ και προκειμένου περί υπολόγων εις εξήκοντα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄
ΕΛΕΓΚΤΑΙ ΕΣΟΔΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ ΟΤΑ
Άρθρον 221
Σύστασις θέσεων.
1. Δια τας ανάγκας των δημοσίων ταμείων των ενεργούντων την ταμειακήν υπηρεσίαν δήμων και κοινοτήτων συνιστάται, δι` αποφάσεως του νομάρχου μία θέσις κλάδου ΜΕ14, επί βαθμοίς 10ω-6ω ελεγκτού εσόδων και εξόδων.
2. Δια της αυτής αποφάσεως του νομάρχου ή θέσις συνιστάται εις τον εν τη περιφερεία τον ταμείου πολυπληθέστερον δήμον, εαν υπό του ταμείου δεν διεξάγεται ή ταμειακή υπηρεσία κοινότητος τινός.
Εαν υπό του ταμείου διεξάγεται ή ταμειακή υπηρεσία δήμων και κοινοτήτων ή μόνον κοινοτήτων ή θέσις συνιστάται εις την πολυπληθεστέραν κοινότητα της οποίας το προσωπικόν υπάγεται εις τας διατάξεις του πρώτου μέρους του παρόντος κώδικος και τοιαύτης μη υπαρχούσης εις την πολυπληθεστέραν κοινότητα της περιφερειας του ταμείου, της θέσεως τον ελεγκτόν εσόδων και εξόδων διεπομένης εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν υπότων διατάξεων του Α` μέρους.
Μεταβολαί πληθυσμού των δήμων και κοινοτήτων κατά τας επισήμους απογραφάς, λαμβάνονται υπ` όψιν μόνον προκειμένου περί νέου διορισμού. Οι διοριζόμενοι εξακολουθούν να είναι υπάλληλοι του δήμου ή της κοινότητος εις ην διωρίσθησαν, έστω και αν επήλθεν μεταγενεστέρως μεταβολή του πληθυσμού.
3. Εξαιρετικώς, επιτρέπεται σύστασις κατά τον αυτόν ως ανω τρόπον, δευτέρας ή και τρίτης θέσεως ελεγκτού εσόδων και εξόδων, παρά τω αυτώ δημοσίω ταμείω, εαν ή ταμειακή υπηρεσία των εξυπηρετουμένων οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, λόγω τον αριθμόν των φορολογουμένων δημοτών,των επιβαλλομένων φόρων, τελών και δικαιωμάτων, ως και του ύψους των πραγματοποιουμένων δημοτικών και κοινοτικών δαπανών, δεν δύναται να
διεξαχθή υφ` ενός ελεγκτού εσόδων και εξόδων.
4. Θέσεις ελεγκτών εσόδων και εξόδων συσταθείσαι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κατά τρόπον διάφορον των υπό των διατάξεων τηςπαρ. 2 οριζομένων καθ` οιονδήποτε τρόπον κενούμεναι καταργούνται.
Άρθρον 222
Διορισμός.
Οι ελεγκταί εσόδων και εξόδων διορίζονται δι` αποφάσεως του νομάρχου, κατόπιν διατάξεων της κατά τας διατάξεις των άρθρων 18 και 19 του παρόντος καθισταμένου από του διορισμού των δημοτικοί ή κοινοτικοί υπάλληλοι.
Άρθρον 223
Καθήκοντα.
Οι ελεγκταί εσόδων και εξόδων ασχολούνται αποκλειστικώς με την διεξαγωγήν της ταμειακής υπηρεσίας των δήμων και κοινοτήτων υπό καθοδήγησιν, εποπτείαν και έλεγχον των διευθυντών των ταμείων και των λοιπών εν τω ταμείω προϊσταμένων αυτών, κατά τα δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών οριζόμενα.
Άρθρον 224
Ορκωμοσία-Μονιμοποίησις.
Οι ελεγκταί εσόδων και εξόδων πριν αναλάβουν τα καθήκοντά των δίδουν τον κατ` άρθρον 26 όρκον ενώπιον του διευθυντού του ταμείου και μονιμοποιούνται κατά τας διατάξεις του άρθρου 103.
Άρθρον 225
Μετάταξη
Επιτρέπεται η μετάταξη ελεγκτή εσόδων και εξόδων με αίτησή του σε αντίστοιχη κενή οργανική θέση δήμου ή κοινότητας, που υπάγεται στην περιφέρεια άλλης δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας με απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή. Η απόφαση για τη μετάταξη εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνωμοδότηση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου στο οποίο
υπάγεται το προσωπικό του δήμου ή της κοινότητας υποδοχής.
Σημ.: όπως το άρθρο 225 αντικαταστάθηκε από την παρ.40 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
Άρθρον 226
Αρμοδιότης νομάρχου.
επί παντός εν γένει θέματος υπηρεσιακής καταστάσεως και του πειθαρχικού δικαίου των ελεγκτών εσόδων και εξόδων, τας κατά τας κειμένας διατάξεις αρμοδιότητας του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος, της δημαρχιακής επιτροπής ή του κοινοτικού συμβουλίου ασκεί ο νομάρχης κατόπιν συμφώνου γνωμοδοτήσεως του κατά το άρθρον 5 υπηρεσιακού συμβουλίου, εφ` όσον τοιαύτη γνωμοδότησις απαιτείται κατά τας διατάξεις του παρόντος, δια την άσκησιν των αρμοδιοτήτων τούτων και υπότων ως ανω οργάνων.
Ειδικώς προκειμένου περί των εκθέσεων υπηρεσιακής ικανότητος αύται συντάσσονται υπό του διευθυντού του δημοσίου ταμείου ως Α` κριτού και του νομάρχου ως Β` κριτού.
Άρθρον 227
Δαπάνη μισθοδοσίας.
1. Η δια την καταβολήν των αποδοχών των ελεγκτών εσόδων και εξόδων των συναφών εισφορών εις ασφαλιστικούς οργανισμούς απαιτουμένη δαπάνη κατανέμεται εις βάρος των δήμων και κοινοτήτων αρμοδιότητος του οικείου ταμείου δι` αποφάσεως του νομάρχου αναλόγως των ετησίως πραγματοποιουμένων τακτικών εσόδων των. Οι υπόχρεοι δήμοι και
κοινότητες αναγράφουν εις τον προϋπολογισμόν των την αναλογούσα αυτοίς δαπάνην την οποίαν μεταβιβάζουν εις τον οικείον δήμον ή την κοινότητα του οποίου υπάλληλως, τυνχάνει ο ελεγκτής εσόδων και εξόδων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ’
ΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΕΣΟΔΩΝ ΟΤΑ
Άρθρον 228
Σύστασις θέσεων.
1. Δια την είσπραξιν των εσόδων των δήμων των μη εχόντων ιδίαν ταμειακήν υπηρεσίαν και των κοινοτήτων συνιστώνται δι` αποφάσεως τον νομάρχου θέσεις ΜΕ15 επί βαθμοίς 10ω-6ω.
2. Δια της αυτής αποφάσεως του νομάρχου αι θέσεις συνιστώνται:
α) των προοριζομένων δια την είσπραξιν των εσόδων ωρισμένου δήμου ή ωρισμένης κοινότητος εις τον οικείον οργανισμόν,
β) των προοριζομένων δια την είσπραξιν των εσόδων πλειόνων δήμων ή δήμων και κοινοτήτων εις τον πολυπληθέστερον δήμον,
γ) των προοριζομένων δια την είσπραξιν των εσόδων πλειόνων κοινοτήτων εις την πολυπληθεστέραν κοινότητα ης το προσωπικόν υπάγεται εις τας διατάξεις τον Α` μέρους και εν ελλείψει τοιαύτης εις την πολυπληθεστέραν κοινότητα της περιφερείας του ταμείου, διεπομένην εις την περίπτωσιν ταύτην, ως προς τους εισπράκτορας, υπότων διατάξεων του Α` μέρους.
3. Δια την σύστασιν των ανωτέρω θέσεων απαιτείται όπως τα προς είσπραξιν δια χρηματικών καταλόγων ετήσια έσοδα τον οικείου ή των οικείων οργανισμών δι` εισπράκτορος, ανέρχονται εις ποσόν 10πλάσιον του βασικού μισθού του εισαγωγικού βαθμού της θέσεως κλάδου ΜΕ 15, δι` εκάστην δε περαιτέρω θέσιν αύξησις του άνω ποσού κατά πεντήκοντα επί τοις εκατόν.
Εν πάση περιπτώσει συνιστάται κατά τας διακρίσεις της προηγουμένης παραγράφου μια θέσις εισπράκτορος ανεξαρτήτως του ύψους, των προς είσπραξιν εσόδων.
4. Θέσεις κοινοτικών εισπρακτόρων συσταθείσαι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κατά τρόπον διάφορον των υπο των διατάξεων της παραγράφου 2 οριζομένων καθ` οιονδήποτε τρόπον κενούμεναι καταργούνται.
Άρθρον 229
Ανάλογος εφαρμογή διατάξεων.
1. Τα περί διορισμού, καθηκόντων, ορκωμοσίας, μονιμοποιήσεως,μετατάξεως, αρμοδιοτήτων νομάρχου, συντάξεως εκθέσεων υπηρεσιακής ικανότητος και δαπανών μισθοδοσίας ελεγκτών εσόδων και εξόδων εφαρμόζονται αναλόγως και επί των εισπρακτόρων.
2. Η πλήρωσις των καθ` οιονδήποτε τρόπον κενουμένων θέσεων της παραγράφον 1 του προηγουμένου άρθρου, γίνεται μόνον εαν συντρέχουν αι οικονομικαί προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 228 του παρόντος, εκδιδομένης προς τούτο σχετικής πράξεως του οικείου νομάρχου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ επί ΘΗΤΕΙΑ
Άρθρον 230
Θέσεις ιατρικού προσωπιχού επί θητεία και τρόπος πληρώσεως αυτών.
1. Αι θέσεις τον ιατρικού προσωπικού είναι επί θητεία, συνιστώνται δε μόνον εις δημοτικά ή κοινοτικά νοσοκομεία και βρεφοκομεία. Ο αριθμός των θέσεων και ή διαβάθμισις τούτων ορίζονται δια του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας.
2. Τα προσόντα διορισμού εις τας κατά την προηγουμένην παράγραφον θέσεις είναι τα απαιτούμενα κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις, δια την πλήρωσιν των αντίστοιχων θέσεων ιατρικού προσωπικού των κρατικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων τον Ν.Δ. 2592/1953. Αι αυταί διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως δια την διάκρισιν των δημοτικών και κοινοτικών
νοσοκομείων εις κατηγορίας, τον τρόπον και διαδικασίαν πληρώσεως των παρ` αυτοίς θέσεων ιατρικού προσωπικού, τα υποβλητέα δικαιολογητικά και τον χρόνον υποβολής τούτων, τα αρμόδια προς κρίσιν των υποψηφίων και επιλογήν των διοριστέων όργανα, την διάρκειαν, ανανέωσιν και παράτασιν της θητείας, ως και τας αποδοχάς των διοριζομένων. Τας
υπότων διατάξεων τούτων προβλεπομένας αρμοδιότητας του μεν Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών και των διοικητικών συμβουλίων, προκειμένου περί δημοτικών και κοινοτικών ιδρυμάτων ασκούν τα αδελφάτα, τας δε των
Άρθρον 231
Πειθαρχικόν δίκαιον.
Εις τας πειθαρχικάς διατάξεις του πρώτου μέρους του παρόντος κώδικος υπάγεται και το επί θητεία ιατρικόν προσωπικόν των δημοτικών ή κοινοτικών νοσοκομείων και βρεφοκομείων.
Άρθρον 232
Απόλυσις.
Οι επί θητεία ιατροί απολύονται δια τους εις το άρθρον 211 αναφερομένους λόγους, αυτοδικαίως δε άμα τη λήξει της θητείας των.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Άρθρον 233
Θέσεις και ειδικά τυπικά προσόντα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 του άρθρου 26 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62),
1. Το προσωπικό του κλάδου ΔΕ1 Διοικητικού των κοινοτήτων που υπάγεται στις διατάξεις του Β`μέρους του παρόντος, διαβαθμίζεται με βαθμού Γ-Α.
2. Η πλήρωση μοναδικών οργανικών θέσεων γραμματέων κοινοτήτων κλάδου ΔΕ1 – Διοικητικού που το προσωπικό τους υπάγεται είτε στις διατάξεις του Α` μέρους είτε σ` αυτές του Β` μέρους του ν. 1188/1981 ως και των μοναδικών θέσεων ελεγκτών εσόδων – εξόδων Ο.Τ.Α. είναι υποχρεωτική.
3.Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την περ.δ`της παρ.2 του άρθρου 64 του Ν.2218/1994 (Α 90)
4.Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την περ.δ`της παρ.2 του άρθρου 64 του Ν.2218/1994 (Α 90)
5.Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την περ.δ`της παρ.2 του άρθρου 64 του Ν.2218/1994 (Α 90)
Άρθρον 234
Διορισμός.
1. Ο διορισμός εις τας θέσεις του άρθρου 233 ενεργείται κατά τας διατάξεις των άρθρων 18 και 19 του παρόντος. επί ενός μόνον υποψηφίου ο διαγωνισμός δεν ενεργείται και ο διορισμός αποφασίζεται υπό του κοινοτικού συμβουλίου.
2. Ουδείς διορίζεται προ της συμπληρώσεως του 21ου έτους της ηλικίας του και μετά την συμπλήρωσιν του 40ου έτους. Δια την εφαρμογήν της διατάξεως ταύτης ως ημέρα γεννήσεως λογίζεται ή 1η Ιανουαρίου γεννήσεως.
3. Αι περί κωλυμάτων διορισμού διατάξεις του άρθρου 16 του παρόντος εφαρμόζονται και επί των κατά το παρόν άρθρον διορισμών.
4. Αν λείπουν τελείως πρόσωπα κατάλληλα για τη θέση του γραμματέα επιτρέπεται προσωρινή ανάθεση των καθηκόντων του, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ν.1832/1989 (ΦΕΚ 54
Α`).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.41 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
5. Υπάλληλος ΟΤΑ δεν επιτρέπεται, πλην εις όλως εξαιρετικάς περιπτώσεις, να εκτελή, προσθέτως προς, τα κύρια καθήκοντα της θεσεώς του, την υπηρεσίαν πλειόνων του ενός ΟΤΑ.
Άρθρον 235
Υπηρεσιακαί μεταβολαί.
1. Τα των δικαιολογητικών διορισμού και τον χρόνου υποβολής αυτών, της δημοσιεύσεως, κοινοποιήσεως και ανακλήσεως του διορισμού, της ορκωμοσίας, της δοκιμαστικής υπηρεσίας και μονιμοποιήσεως, της τηρήσεως ατομικών φακέλλων και μητρώου, της συντάξεως εκθέσεων υπηρεσιακής ικανότητος, της μεταθέσεως, των καθηκόντων, των περιορισμών και της αστικής ευθύνης, των αποδοχών, των αδειών, της νοσηλείας, των εξόδων κηδείας, των απαγορεύσεων και ασυμβιβάστων, των ωρών εργασίας και των ημερών αργίας, της αποζημιώσεως δια πρόσθετον και πέραν του υποχρεωτικού ωραρίου έργασιαν, των προαγωγών, της διαθεσιμότητος, της αργίας, της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως, των ποινών και του πειθαρχικού εν γένει δικαίου, της εκπτώσεως και της εν
γένει απολύσεως των περί ων το άρθρον 233 υπαλλήλων, διέπονται υπότων διατάξεων των εφαρμοζομένων επι του προσωπικού του υπαγομένου εις το Α` Μέρος του παρόντος, επιφυλασσομένων των διατάξεων των επομένων
παραγράφων.
2. Δια την προαγωγήν κοινοτικών γραμματέων, ειδικής περιορισμένης διαβαθμίσεως, απαιτείται πενταετής υπηρεσία εις έκαστον βαθμόν.
3. Εν περιπτώσει μετατάξεως των εν άρθρω 233 υπαλλήλων εις κοινότητα της οποίας το προσωπικόν διέπεται υπό των διατάξεων τον Α` Μέρους του παρόντος, ούτοι εντάσσονται αυτοδικαίως εις τον εισαγωγικόν βαθμόν της οικείας θέσεως και πάντως ουχί κατώτερον τον υπ` αύτον κατεχομένου, μη κωλυομένης πάντως της κατά τας διατάξεις του άρθρου 149 του παρόντος εντάξεως των εις ανώτερον βαθμόν.
4 . Η ιδιότης του κληρικού δεν αποτελεί κώλυμα διορισμού εις θέσιν γραμματέως κοινότητος ειδικής περιωρισμένης διαβαθμίσεως.
5.Σημ.: όπως η παρ.5 καταργήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 12 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΑΔΙΑΒΑΘΜΙΣΤΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ ΟΤΑ
Άρθρον 236
Θέσεις
Με αιτιολογημένη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου των δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων και των συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών τους, συνιστώνται θέσεις προσωπικού οποιασδήποτε κατηγορίας (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, ΥΕ). Για τη σύσταση των θέσεων λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες των
υπηρεσιών τους και η οικονομική δυνατότητά τους.
Για τον καθορισμό των αποδοχών των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται εφαρμόζεται το άρθρο 240 σε συνδυασμό με τις διατάξεις της απόφασης 12256/25.2.1988 του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών (ΦΕΚ 142 Β`). Ο μισθός του προσωπικού πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι κατώτερος από το βασικό μισθό του 19ου ούτε ανώτερος από το βασικό μισθό του 4ου μισθολογικού κλιμακίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 2 του Ν. 1832/1989 (Α 54) και από την παρ.42 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
Άρθρον 237
Προσόντα διορισμού.
Τυπικόν προσόν διορισμού εις τας περί ων το προηγούμενον άρθρον θέσεις, ορίζεται το προσόν του άρθρον 233.
Άρθρον 238
Διορισμός.
1. Ο διορισμός εις τας περί ων το άρθρον 236 θέσεις ενεργείται δι`αποφάσεως του οικείου συμβουλίου του νομικού προσώπου ή του συνδέσμου και κατά την διαδικασίαν του άρθρου 234.
2. Ουδείς διορίζεται προ της συμπληρώσεως του 21ου έτους της ηλικίας του και μετά την συμπλήρωσιν του 40ου έτους. Δια την εφαρμογήν της διατάξεως αύτης ως ημέρα γεννήσεως λογίζεται ή 1η Ιανουαρίου του έτους γεννήσεως.
3. Αι περί κωλυμάτων διατάξεις του άρθρου 16 εφαρμόζονται και επί των κατά το παρόν άρθρον διορισμών.
Άρθρον 239
Υπηρεσιακαί μεταβολαί.
1. Τα των δικαιολογητικών διορισμού και του χρόνου υποβολής αυτών, της κοινοποιήσεως και ανακλήσεως του διορισμού, της ορκωμοσίας, της τηρήσεως ατομικών φακέλλων, της συντάξεως εκθέσεων υπηρεσιακής ικανότητος, των καθηκόντων, περιορισμών και της αστικής ευθύνης, των αδειώ της νοσηλείας, των εξόδων κηδείας, των απαγορεύσεων και ασυμβιβάστων, των ρών έργασιας και των ημερών αργίας, της διαθεσιμότητος, της αργίας, της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως, της εκπτώσεως και της εν γένει απολύσεως των περί ων το άρθρον 236 υπαλλήλων, διέπονται αναλόγως υπότων διατάξεων των εφαρμοζομένων επί του προσωπικού του υπαγομένου εις το Α` Μέρος τον παρόντος.
2. Τα του πειθαρχικού εν γένει δικαίου κατά τας ουσιαστικάς και διαδικαστικάς διατάξεις, των περί ων το άρθρον 236 υπαλλήλων, διέπονται αναλόγως υπότων διατάξεων των εφαρμοζομένων επί του προσωπικού του υπαγομένου εις το Α` Μέρος του παρόντος.
Άρθρον 240
Αποδοχαί.
1. Οι αποδοχές των υπαλλήλων του παρόντος κεφαλαίου ορίζονται κάθε χρόνο με απόφαση του οικείου συμβουλίου, ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα. Σε κάθε περίπτωση οι αποδοχές αυτές δεν μπορεί να είναι ανώτερες από τις εκάστοτε ισχύουσες αποδοχές του 14ου μισθολογικού κλιμακίου της κατηγορίας που ανήκουν (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, ΥΕ).
2. Ο μισθός των υπαλλήλων της προηγούμενης παραγράφου καταβάλλεται όπως και στους δημοτικούς υπαλλήλους.
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στους αδιαβάθμιστους υπαλλήλους των κοινοτήτων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.43 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113),αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ.10 άρθρ.22 Ν.3274/2004, ΦΕΚ Α 195/19.10.2004.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ επί ΣΥΜΒΑΣΕΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Άρθρον 241
Γενικοί γραμματείς δήμων
1. Δήμοι με πληθυσμό πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους, εφ` όσον έχουν ανάλογη οικονομική δυνατότητα, μπορούν με τον οργανισμό εσωτερικής υπηρεσίας τους να συνιστούν θέση μετακλητού γενικού γραμματέα.
Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων Ιαματικών Πηγών Ελλάδος, μπορεί να συστθεί θέση μετακλητού γενικού γραμματέα στο σύνδεσμο αυτόν.
Οι αποδοχές του Γενικού Γραμματέα καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών.
Δυνατότητα σύστασης θέσης μετακλητού γενικού γραμματέα έχουν και οι δήμοι που είναι πρωτεύουσες νομών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 67 παρ. 1 του Ν. 1416/1984 (Α 18), αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 26 παρ. 3 του Ν. 1832/1989 (Α 54) , με το άρθρο 34 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62),ι την παρ. 44 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113) και με την παρ.3 άρθρ.29 Ν.3274/2004, ΦΕΚ Α 195/19.10.2004.
2. Ο γενικός γραμματεύς διορίζεται και απολύεται δι` αποφάσεως του δημάρχου, δημοσιευομένης εν περιλήψει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Ο γενικός γραμματεύς παύει να ασκή τα καθήκοντά του απολυόμενος αυτοδικαίως ευθύς ως ο προσλαβών τούτον δήμαρχος αποβάλη την ιδιότητα αυτού εκ οιουδήποτε λόγου.
3. Ο γενικός γραμματεύς προϊσταται αμέσως μετά τον δήμαρχον όλων των υπηρεσιών τον οικείου δήμου και προσυπογράφει τα υπο του δημάρχου υπογραφόμενα έγγραφα.
4. Υφιστάμεναι θέσεις γενικού γραμματέως μετά την έναρξιν ισχύος του παρόντος εις δήμους πληθυσμού κάτω των 100.000 καταργούνται αμα τη καθ` οιονδήποτε τρόπον εξόδω των κατεχόντων ταύτας.
Άρθρον 242
Ιδιαίτεροι γραμματείς δημάρχων.
1. Σε δήμο που είναι πρωτεύουσα νομού ή έχει πληθυσμό πάνω από είκοσι χιλιάδες κατοίκους μπορεί με τον οργανισμό εσωτερικής υπηρεσίας του να συνίσταται θέση μετακλητού ιδιαίτερου γραμματέα του δημάρχου. Σ` αυτόν καταβάλλονται οι αποδοχές ειδικού συνεργάτη δήμου χωρίς να θίγονται οι διατάξεις του ν. 1256/1982, όπως ισχύει
κάθε φορά.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 του άρθρου 26 του Ν.2130/1993 (ΦΕΚ Α 62)
2. Ο ιδιαίτερος γραμματεύς διορίζεται και απολύεται δι` αποφάσεως του δημάρχου, δημοσιευομένης εν περιλήψει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Ο ιδιαίτερος γραμματεύς παύει να ασκή τα καθήκοντα του απολυόμενος αυτοδικαίως ευθύς ως ο προσλαβών τούτον δήμαρχος αποβάλη την ιδιότητα αυτού εξ οιουδήποτε λόγου.
Άρθρον 243
Προσωπικόν δημοτικών κοιμητηρίων.
1.Ο αριθμός των εφημερίων και των ιεροδιακόνων που προσλαμβάνονται στους μη ενοριακούς ναούς των κοιμητηρίων που τελούν υπό τη διοίκηση και διαχείριση των δήμων και κοινοτήτων κοθορίζεται με απόφαση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Ο διορισμός αυτών ενεργείται δι` αποφάσεως του οικείου μητροπολίτου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.45 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
2.Ο αριθμός των θέσεων και τα προσόντα των ιεροψαλτών και νεωκόρων των ιερών ναών της προηγούμενης παραγράφου καθορίζονται με απόφαση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.
Η πλήρωσις των θέσεων τούτων ενεργείται δι` αποφάσεως τον οικείου δημάρχου ή προέδρου κοινότητος. Το προσωπικόν της παρούσης παραγράφου συνδέεται μετά του οικείου οργανισμού δια σχέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου, τυχόν δε υφιστάμενοι μόνιμοι θέσεις ιεροψαλτών και νεωκόρων καταργούνται αμα τη καθ` οιονδήποτε
τρόπω κενώσει αυτών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.46 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
3. Ο βασικός μισθός μετά των προσαυξήσεων και επιδομάτων του κατά το παρόν άρθρον προσωπικού ορίζεται κατά τας εκόστοτε περί μισθοδοσίας εφημερίων, ιεροδιακόνων, ιεροψαλτών και νεωκόρων των ενοριακών ναών,ισχυούσας διατάξεις και καταβάλλεται εις βάρος του προϋπολογισμού του οικείου δήμου ή κοινότητος.
Άρθρον 244
Πρόσθετοι χωροφύλακες και αστυφύλακες.
1. Αι θέσεις των προσθέτων χωροφυλάκων και αστυφυλάκων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των παρ` αυτοίς ιδρυμάτων ορίζονται δι` αποφάσεως του οικείου συμβουλίου ή αδελφάτου υποκειμένης εις την έγκρισιν του νομάρχου.
2. Δια την πλήρωσιν των θέσεων της προηγουμένης παραγράφου και άπαντα τα αφορώντα εις τους υπηρετούντας και εφεξής προσλαμβανομένους προσθέτους χωροφύλακας και αστυφύλακας, εφαρμόζονται αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις περί προσθέτων χωροφυλάκων και αστυφυλάκων εν γένει.
Άρθρον 245
Δικηγόροι Δήμων και Ιδρυμάτων
α. Με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας των δήμων και των ιδρυμάτων τους μπορεί να συνιστώνται θέσεις δικηγόρων με μηνιαία αντιμισθία. Η πρόσληψη ενεργείται με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α. με σχέση εντολής και με τη διαδικασία που καθορίζεται με το Ν. 1649/1986 (ΦΕΚ 149 Α΄), όπως κάθε φορά ισχύει.
β. Με τη διαδικασία της παρ. 1 μπορεί να συνιστάται μία (1) θέση δικηγόρου σε δήμους με πληθυσμό μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) κατοίκους και δύο (2) θέσεις σε δήμους με πληθυσμό μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους. Στους λοιπούς δήμους ο αριθμός των συνιστώμενων θέσεων δικηγόρων καθορίζεται με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας τους, ανάλογα με τις ανάγκες τους.
γ. Οι δικηγόροι, που προσλαμβάνονται σε δήμους ή ιδρύματά τους, παρέχουν τις νομικές τους υπηρεσίες συγχρόνως στους δήμους, στα νομικά πρόσωπα και σε άλλα ιδρύματα των ίδιων δήμων χωρίς να δικαιούνται ιδιαίτερη αμοιβή.
δ. Με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας Συνδέσμου Δήμων, δήμων και κοινοτήτων ή κοινοτήτων με συνολικό πληθυσμό των μελών τους πάνω από πενήντα χιλιάδες (50.000) κατοίκους μπορεί να συνιστάται μία (1) θέση δικηγόρου με πάγια αντιμισθία.
ε. Οι απασχολούμενοι, σύμφωνα με τα παραπάνω, δικηγόροι υποχρεούνται σε παροχή υπηρεσίας στο κατάστημα του οικείου Ο.Τ.Α. για χρόνο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε υπάρχουσες υπηρεσιακές συνθήκες, εφόσον δεν παρίσταται ανάγκη παράστασης ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών.
στ. Οι διατάξεις που διέπουν τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των Ο.Τ.Α. για τη χορήγηση και τη διάρκεια κανονικών και αναρρωτικών αδειών εφαρμόζονται αναλόγως και για τους δικηγόρους που απασχολούνται κατά τις προηγούμενες παραγράφους.
ζ. Για τη λύση της σχέσης έμμισθης εντολής δικηγόρου απαιτείται αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου ή του διοικητικού συμβουλίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 4 Ν. 1832/1989 και το άρθρο 67 παρ. 2 Ν. 1416/1984 (Α` 18) αντικαταστάθηκε με την παρ.2 άρθρ.21 Ν.3274/2004,
ΦΕΚ Α 195/19.10.2004.
Άρθρον 246
Αντιμισθία
α. Οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύει κάθε φορά, εφαρμόζονται και για τους δικηγόρους των Ο.Τ.Α. με πάγια αντιμισθία.
β. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο πάγια αντιμισθία των δικηγόρων των δήμων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των ιδρυμάτων τους, όπως αυτή διαμορφώνεται συνολικά κάθε φορά, από τις εκάστοτε ισχύουσες γι` αυτούς διατάξεις, προσαυξάνεται κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) για τους Ο.Τ.Α. με πληθυσμό μέχρι εκατό χιλιάδες κατοίκους και κατά τριάντα τοις εκατό (30%) για τους Ο.Τ.Α. με πληθυσμό άνω των εκατό χιλιάδων κατοίκων, επί του ύψους της παραπάνω αντιμισθίας.
Στους Νομικούς Συμβούλους Διευθυντές των Νομικών Διευθύνσεων των Δήμων καταβάλλεται και επίδομα θέσεως ίσο με ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) επί του συνόλου της κατά το προηγούμενο εδάφιο διαμορφωμένης αντιμισθίας τους.
γ. Στους παραπάνω δικαιούχους χορηγούνται τα ποσά που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 2685/ 1999 (ΦΕΚ 35 Α΄) και το επίδομα της περιπτώσεως γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν. 3205/ 2003 (ΦΕΚ 297 Α΄), όπως κάθε φορά ισχύουν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε ω με την παρ.2 άρθρ.21 Ν.3274/2004,ΦΕΚ Α 195/19.10.2004.
Άρθρον 247
Χρόνος εργασίας.
Οι επί μηνιαία αντιμισθία δικηγόροι υποχρεούνται εις παροχήν υπηρεσιών, εις το κατάστημα του οικείου ΟΤΑ, τας εργασίμους ημέρας και ώρας, καθ` ας δεν παρίσταται ανάγκη παραστάσεως των δι` υποθέσεις αυτού ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών.
Σημ.: όπως το άρθρο 247 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.2 άρθρ.21 Ν.3274/2004,ΦΕΚ Α 195/19.10.2004.
Άρθρον 248
Λύσις σχέσεως.
Σημ.: όπως το άρθρο 248 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.2 άρθρ.21 Ν.3274/2004,ΦΕΚ Α 195/19.10.2004.
1. Δια την λύσιν της σχέσεως εμμίσθου εντολής δικηγόρου απαιτείται ητιολογημένη απόφασις του δημοτικού συμβουλίου ή αδελφάτο. Προκειμένου περί των υπηρετούντων κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος απαιτείται
και σύμφωνος γνωμοδότησις κατά το άρθρον 7 του παρόντος κώδικος του υπηρεσιακού συμβουλίου.
2. Οι δικηγόροι δικαιούνται να απέχουν της ασκήσεως των καθηκόντων των λόγω νόσου κατά τα εκάστοτε ισχύοντα επι μονίμων υπαλλήλων των ΟΤΑ.
Η κατά τα ανωτέρω αποχή εφ` όσον δεν υπερβαίνει τα χρονικά όρια τα ισχύοντα επί μονίμων υπαλλήλων των ΟΤΑ δεν αποτελεί λόγον λύσεως της συμβάσεως.
Άρθρον 249
Κωλύματα διορισμού.
Δια τον διορισμόν εις τας θέσεις περί ων αι διατάξεις των άρθρων 241 και 242 ο διοριζόμενος δέον να έχη την ελληνικήν ιθαγένειαν και να μη συντρέχουν τα κωλύματα του άρθρου 16 του παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ επί ΣΥΜΒΑΣΕΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ Α΄
ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.
Άρθρον 250
Περιπτώσεις προσλήψεως προσωπικού.
Η πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου από το δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιτρέπεται μόνο:
α) Για την κάλυψη απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών.
β) Για την κάλυψη οργανικών θέσεων ειδικού επιστημονικούπροσωπικού.
γ) Για την κάλυψη παροδικών αναγκών, που δεν είναι απρόβλεπτες καιεπείγουσες.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 1476/1984 ΦΕΚ Α 136.
Άρθρον 251
Παραπομπή εις τον Υπαλληλικόν Κώδικα.
Οπου εις το παρόν κεφάλαιον αναφέρεται ο όρος “Υπαλληλικός Κώδιξ” νοείται ο νόμος 1811/1951 “περί Κώδικος Καταστάσεως των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων” ως ούτος εκάστοτε ισχύει.
ΤΜΗΜΑ Β΄
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ ΠΡΟΣ ΚΑΛΥΨΙΝ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΙΓΟΥΣΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ
Άρθρον 252
Απρόβλεπται και επείγουσαι ανάγκαι.
Απρόβλεπτες καi επείγουσες είναι οι ανάγκες που προκαλούνται από γεγονότα όπως οι σεισμοί, οι πλημμύρες, οι παγετοί, οι πυρκαγιές, τα λοιμώδη ή μεταδοτικά νοσήματα ή από άλλα γεγονότα από τα οποία προκύπτει άμεσος κίνδυνος ζωής ή περιουσίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 9 παρ. 1 του Ν.1476/1984, ΦΕΚ Α 136.
Άρθρον 253
Διάρκεια απασχολήσεως.
Η διάρκεια απασχόλησης του προσωπικού που προσλαμβάνεται για την κάλυψη απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβεί τους οκτώ (8) μήνες από το χρόνο εμφάνισης της ανάγκης, οπότε οι εργαζόμενοι αποχωρούν αυτοδίκαια από την εργασία τους. Ο χρόνος εμφάνισης της ανάγκης καθορίζεται με την κατά το άρθρο 5 του Ν.993/1979 και το άρθρο 254 του Ν. 1188/1981 απόφαση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν.1476/1984, ΦΕΚ Α 136.
Άρθρον 254
Διαδικασία προσλήψεως.
1. Δι` αποφάσεως του οικείου νομάρχου, διαπιστούσης το απρόβλεπτον και επείγον της ανάγκης, ορίζεται ο αριθμός του αναγκαιούντος προσωπικού, ή ειδικότης αυτού, ως και ή διάρκεια της απασχολήσεως εντός του υπό του προηγουμένου άρθρου καθοριζομένου ανωτάτον ορίον. Η απόφασις του νομάρχον εκδίδεται μετά σύμφωνον γνώμην του συμβουλίου του οικείου ΟΤΑ.
2. Η πρόσληψις ενεργείται δι` αποφάσεως του αρμοδίου οργάνου δια του διορισμού του μονίμου προσωπικού του οικείου ΟΤΑ.
Η απόφασις προσλήψεως ορίζει το ονοματεπώνυμον του προσλαμβανομένου, το είδος της εργασίας και τον χρόνον διαρκείας της συμβάσεως εργασίας εντός του, κατά την παράγραφον 1, ανωτάτου ορίου. Δια της, κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου, αποφάσεως δύναται να εγκρίνηται και πρόσληψις γενομένη προ της εκδόσεως ταύτης, εφ` όσον ή φύσις της ανάγκης επέβαλε τούτο.
3. Η επιλογή ενεργείται ελευθέρως κατά την κρίσιν του έχοντος το δικαίωμα της προσλήψεως οργάνου, άνευ διαδικασίας.
4. Η σύμβασις εργασίας μετά του αναφερομένου εις την κατά την παράγραφον 2 απόφασιν προσλήψεως λογίζεται οτι κατηρτίσθη δια της αναλήψεως υπηρεσίας, βεβαιουμένης προσηκόντως παρά της υπηρεσίας.
5. Η απασχόλησις του προσλαμβανομένου προσωπικού εις έργα άσχεταπρος εκείνα δια τα οποία προσελήφθη απαγορεύεται.
Άρθρον 255
Χρόνος εργασίας.
1. Αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις, περί του χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας των δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, εφαρμόζονται και επί του προσλαμβανομένου κατά τας διατάξεις τον παρόντος τμήματος προσωπικού. Κατ` εξαίρεσιν, επί του προσωπικού τούτου, του απασχολουμένου εις υπηρεσίας λειτουργούσας επί 24ώρου βάσεως ή υπό την μορφήν εργοστασίου ή εργοταξίου ή συνεργείου ή εις εργασίας υπαίθρου, ο χρόνος εργασίας ορίζεται εις τριάκοντα εννέα (39) ώρας εβδομαδιαίως.
Αι ώραι ενάρξεως και λήξεως της εργασίας ορίζονται αναλόγως των συνθηκών και του τόπου απασχολήσεως υπό του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου.
2. Δι` εργασίαι κατά Κυριακάς ή νόμω εξαιρεσίμους ημέρας ως και δι`εργασίαν κατά την νύκτα καταβάλλονται αι υπότης κειμένης εργατικής νομοθεσίας, προβλεπόμεναι προσαυξήσεις. Δια την παροχήν τοιαύτης εργασίας αποφασίζει το αρμόδιον δια την πρόσληψιν όργανον, μη απαιτουμένης οιασδήποτε αδείας ετέρας αρχής. Ως εξαιρέσιμοι ημέραι νοούνται αι οριζόμεναι υπό της εργατικής νομοθεσίας.
3. Υπέρβασις του ανωτάτου ορίου ημερησίας εργασίας δύναται να επιτραπή υπό του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου κατόπιν ητιολογημένης αποφασεώς του, αποκλειομένης της εφαρμογής οιασδήποτε ετέρας συναφούς διατάξεως.
4. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον απασχόλησις δεν δύναται να υπερβή κατά μήνα, δι` έκαστον προσλαμβανόμενον, τας εκατόν είκοσι ώρας, το δε ωρομίσθιον εκ τής εργασίας ταύτης καταβάλλεται ηυξημένον κατά πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%).
Άρθρον 256
Αποδοχαί.
Το ημερομίσθιον ή ώρομισθιον του προσλαμβανομένου κατά τας διατάξεις του παρόντος τμήματος προσωπικού καθορίζεται δι` αποφάσεως του συμβουλίου του οικείου ΟΤΑ λαμβανομένης το βραδύτερον εντός δεκαημέρου από της προσλήψεως.
Άρθρον 257
Λύσις της συμβάσεως.
1. Η σύμβασις εργασίας λύεται αυτοδικαίως ευθύς ως αντιμετωπισθούν αι απρόβλεπτοι και επείγουσαι ανάγκαι, ή λήξη ο χρόνος διαρκείας της, κατά πάσαν δε περίπτωσιν ευθύς ως συμπληρωθούν δώδεκα μήνες από της εμφανίσεως της επιβαλλούσης την πρόσληψιν ανάγκης. Περί της αυτοδικαίας λύσεως της συμβάσεως εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του
αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου.
2. Διαρκούσης της απασχολήσεως επιτρέπεται η καταγγελία της συμβάσεως δια σπουδαίον λόγον. Αδικαιολόγητος αποχή εκ της εργασίας επί τρεις τουλάχιστον σννεχείς ημέρας λογίζεται ως καταγγελία της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του προσλαμβανομένου.
3. Το προσωπικόν του οποίου η σύμβασις εργασίας λύεται κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου ουδεμιάς αποζημιώσεως δικαιούται εκ της αιτίας ταύτης.
ΤΜΗΜΑ Γ΄
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ ΠΡΟΣ ΠΛΗΡΩΣΙΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΩΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΟΥ Η ΜΗ ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Άρθρον 258
Υπηρεσιακή κατάστασις.
1. Η πρόσληψη ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου ή ορισμένου χρόνου, από το δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιτρέπεται σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις, που ειδικά προβλέπονται από τις οικείς διατάξεις κάθε Υπηρεσίας.
Στην κατηγορία των θέσεων ειδικού επιστημονικού προσωπικού υπάγονται οι θέσεις ιδιάζουσας φύσης και αποστολής, για την πλήρωση των οποίων απαιτείται, πέρα από το πτυχίο Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος ημεδαπής ή ισότιμο αλλοδαπής, ειδική επιστημονική εξειδίκευση που αποδεικνύεται με αναγνωρισμένο διδακτορικό δίπλωμα ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών διάρκειας τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους και εμπειρία τουλάχιστον δύο ετών ή σημαντική εμπειρία τουλάχιστον τεσσάρων ετών, σε συγκεκριμένο και ειδικό τομέα που ανταποκρίνεται στην ιδιάζουσα φύση και αποστολή των θέσεων αυτών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1476/1984, ΦΕΚ Α 136.
2. Επιτρέπεται η σύστασις οργανικών θέσεων μερικής απασχολήσεως εφ` όσον η μερική απασχόλησις δεν υπερβαίνει τας τρεις ώρας ημερησίως.
3. Δια προεδρικών διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Εσωτερικών ορίζονται αι ειδικότητες των κατηγοριών προσωπικού της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
Άρθρον 259
Σύστασις οργανικών θέσεων
Αι οργανικαί θέσεις του προηγουμένου άρθρου συνιστώνται δια του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας των ΟΤΑ. Οπου υπό των κειμένων διατάξεων δεν προβλέπεται συγκρότησις των υπηρεσιών δια του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας αι θέσεις αύται συνιστώνται δι` αποφάσεως του συμβουλίου του οικείου ΟΤΑ, εγκρινομένης υπό του νομάρχου, μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρον 260
Προσόντα Προσλήψεως.
1. Δια την πλήρωσιν των θέσεων του άρθρου 258 του παρόντος απαιτούνται τα εκάστοτε δια τους μονίμους δημοσίους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους προβλεπόμενα γενικά προσόντα. Διατάξεις ειδικών νόμων προβλέπουσαι την πρόσληψιν αλλοδαπών δεν θίγονται δια του παρόντος.
2. Δια προεδρικών διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Εσωτερικών, ορίζονται τα απαιτούμενα ειδικά τυπικά προσόντα. Δι` ομοίων προεδρικών διαταγμάτων δύνανται να ορίζωνται ειδικαί εξαιρέσεις ως προς το ανώτατον και κατώτατον όριον ηλικίας των προσλαμβανομένων. Εαν επιτραπή πρόσληψις τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού προ της συμπληρώσεως του 21ου έτους, δεν απαιτείται η υπό του προσλαμβανομένου εκπλήρωσις των στρατιωτικών του υποχρεώσεων.
Άρθρον 261
Τρόπος πληρώσεως θέσεων.
Δι` αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Εσωτερικών καθορίζεται αν η πρόσληψις προσωπικού εις τας θέσεις του άρθρου 258 του παρόντος θα γίνεται δια διαγωνισμού ή δι` επιλογής.
Άρθρον 262
Διαδικασία προσλήψεως.
Δι` αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Εσωτερικών ρυθμίζονται:
α) το αρμόδιον όργανον δια την έκδοσιν της προκηρύξεως, τα του περιεχομένου και τα της δημοσιεύσεως αυτής.
β) τα των απαιτουμένων δικαιολογητικών, τα του χρόνου και τα του τρόπου υποβολής των,
γ) τα της συγκροτήσεως τριμελούς επιτροπής επιλογής εκ μονίμων υπαλλήλων ή μισθωτών επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου ή ιδιωτών, τα του γραμματέως αυτής, τα της λειτουργίας και λήψεως των αποφάσεων αυτής,
δ) τα της πρακτικής δοκιμασίας,
ε) τα της καταρτίσεως πίνακος, τα της δημοσιεύσεως και του χρόνου ισχύος αυτού και
στ) πάσα ετέρα αναγκαία λεπτομέρεια.
Άρθρον 263
Πράξις προσλήψεως.
1. Η πρόσληψις ενεργείται δι` αποφάσεως του αρμοδίου δια την πρόσληψιν του μονίμου προσωπικού οργάνου του οικείου ΟΤΑ. Εις την απόφασιν περί προσλήψεως αναφέρεται το ονοματεπώνυμον του προσλαμβανομένου και το είδος της εργασίας.
2. Η περί προσλήψεως απόφασις κοινοποιείται ταχυδρομικώς, επί αποδείξει, εις την διεύθυνσιν κατοικίας του προσλαμβανομένου ή του τυχόν υπ` αυτού οριζομένου αντιπροσώπου, καλουμένου όπως εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάκοντα ημερών αναλάβη υπηρεσίαν.
3. Η σύμβασις εργασίας μετά του αναφερομένου εις την κατά την παράγραφον 1 απόφασιν λογίζεται ότι κατηρτήσθη δια της αναλήψεως υπηρεσίας, βεβαιουμένης προσηκόντως παρά της υπηρεσίας.
Άρθρον 264
Ανάκλησις προσλήψεως.
Η απόφασις προσλήψεως ανακαλείται, εάν ο προσληφθείς δεν απεδέχθη αυτήν είτε ρητώς είτε σιωπηρώς δια της παραμελήσεως της κατά την παράγραφον 2 του προηγουμένου άρθρου προθεσμίας.
Άρθρον 265
Δοκιμαστική υπηρεσία.
1. Ο προσλαμβανόμενος δια συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου διανύει ετησίαν δοκιμαστικήν υπηρεσίαν κατά την διάρκειαν της οποίας δύναται να απολυθή μετ` ητιολογημένην απόφασιν του οικείου υπηρεσιακούσυμβουλίου, δια λόγους αναγομένους εις την υπηρεσίαν του.
2. Εντος μηνός από της συμπληρώσεως της δοκιμαστικής υπηρεσίας το οικείον υπηρεσιακόν συμβούλιον υποχρεούται να αποφανθή αν ο προσληφθείς είναι κατάλληλος προς συνέχισιν της παροχής των υπηρεσιών του.
3. Ο κατά τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος κριθείς απολυτέος ή ακατάλληλος προς συνέχισιν της παροχής των υπηρεσιών του, απολύεται υποχρεωτικώς δι` αποφάσεως του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου.
Άρθρον 266
Καθήκοντα, περιορισμοί και αστική ευθύνη
1. Αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις περί των θεμελιωδών καθηκόντων του χρόνου εργασίας, των περιορισμών και της αστικής ευθύνης των δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων εφαρμόζονται αναλόγως και επί του προσωπικού του παρόντος τμήματος εξαιρέσει των περί εντοπιότητος διατάξεων.
2. Χρόνος εργασίας του διεπομένου υπό των διατάξεων του παρόντος τμήματος προσωπικού του απασχολουμένου εις υπηρεσίας λειτουργούσας επί 24ώρου βάσεως ή υπό μορφήν εργοστασίου ή εργοταξίου ή συνεργείου ή εις εργασίας υπαίθρου, ορίζεται εις τριάκοντα εννέα ώρας εβδομαδιαίως.
3. Εις τους προσλαμβανομένους εις θέσεις μερικής απασχολήσεως επιτρέπεται η κατοχή και δευτέρας θέσεως.
4. Αι διατάξεις του Ν. 330/76 “περί επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων και διασφαλίσεως της συνδικαλιστικής ελευθερίας”, ως αύται εκάστοτε τροποποιούμεναι ή συμπληρούμεναι ισχύουν, εφαρμόζονται και επί του προσωπικού του παρόντος τμήματος.
Άρθρον 267
Υπερωριακή απασχόλησις.
Η υπερωριακή απασχόλησις επιτρέπεται προς αντιμετώπισιν εκτάκτων και επειγόντων αναγκών, εφαρμοζομένων των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.
Άρθρον 268
Αποδοχαί.
1. Αι αποδοχαί του προσωπικού του παρόντος τμήματος καθορίζονται κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 1198/72.
2. Η αξίωσις προς λήψιν αποδοχών γεννάται από της αναλήψεως υπηρεσίας κατά τα προβλεπόμενα υπό της παραγράφου 3, του άρθρου 263 του παρόντος.
3. Αι αποδοχαί καταβάλλονται δεδουλεμέναι κατά τα δι` αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, ειδικώτερον οριζόμενα.
Διατάξεις προβλέπουσαι την καταβολήν αποδοχών ανά δεκαπενθήμερον και εις την αρχήν εκάστου δεκαπενθημέρου δεν θίγονται δια του παρόντος.
4. Οι ημερομίσθιοι, οι οποίοι δεν απασχολήθηκαν κατά τας εξαιρεσίμους ημέρας, εφ` όσον η μη απσσχόλησις δεν οφείλεται εις τούτους, λαμβάνουν δι` εκάστην εξαιρέσιμον ημέραν ποσόν ίσον προς το ημερομίσθιόν των, άνευ άλλης προσαυξήσεως.Το προηγούμενον άρθρον δεν εφαρμόζεται εις τας περιπτώσεις των Κυριακών.
5. Η αξίωσις προς λήψιν αποδοχών παύει από της λύσεως της συμβάσεως εργασίας.
Άρθρον 269
Κωλύμματα παροχής εργασίας.
1. Αποδοχαί δεν οφείλονται εις τον προσληφθέντα δια μη παρασχεθείσαν υπηρεσίαν καθόλου ή εν μέρει εξ υπαιτιότητός του.
2. Ο προσληφθείς διατηρεί την αξίωσιν επί των αποδοχών εάν κωλύεται να εργασθή ένεκα σπουδαίου λόγου, μη οφειλομένου εις υπαιτιότητα αυτού.
3. Ο χρόνος δια τον οποίον κατά την προηγουμένην παράγραφον διατηρείται η επί των αποδοχών αξίωσις δεν δύναται να υπερβή τον μήνα καθ` έκαστον ημερολογιακόν έτος, εάν το κώλυμα επήλθεν εν τουλάχιστον έτος μετά την πρόσληψιν, τον ήμισυ δε μήνα εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.
4. Ο χρόνος διαρκείας του κωλύματος υπολογίζεται είτε εφ` άπαξ, είτε κατά πλείονα, βραχυτέρας χρονικής διαρκείας, διαστήματα.
5. Οιονδήποτε ποσόν το οποίον ο προσληφθείς δικαιούται να λάβη διαρκούντος του κωλύματος, λόγω υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφαλίσεως, εκπίπτεται εκ των οφειλομένων αποδοχών.
6. Η κατά τας παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου αξίωσις υφίσταται και αν ακόμη η υπηρεσία κατήγγειλε την σύμβασιν εργασίας διαρκούντος του κωλύματος.
Άρθρον 270
Αναγγελία κωλύματος
1. Ο προσληφθείς υποχρεούται να αναγγείλη αμελλητί εις την υπηρεσίαν παν κώλυμμα προς παροχήν εργασίας.
2. Εαν το κώλυμα συνίσταται εις νόσον αυτού υποχρεούται να προσκομίση εις την υπηρεσίαν βεβαίωσιν εκδιδομένην παρ` ιατρού του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού κατά τας περί τούτου κειμένας διατάξεις, εις την οποίαν θα πιστοποιήται η ανικανότης προς εργασίαν, ως και η πιθανή διάρκεια αυτής.
3. Η μη αναγγελία του κωλύματος προς παροχήν εργασίας εντός είκοσι τεσσάρων ωρών ως και η μη προσκόμισις των δικαιολογητικών αποχής εκ της εργασίας άμα τη αναλήψει αυτής αποτελούν πειθαρχικά αδικήματα.
Άρθρον 271
Διαδικασία περικοπής αποδοχών.
Οσάκις κατά τας διατάξεις του άρθρου 269 του παρόντος δεν οφείλονται αποδοχαί η περικοπή αυτών ενεργείται δια πράξεως του εντεταλμένου την εκκαθάρισιν και πληρωμήν των δαπανών, ειδοποιουμένου προς τούτο υπό του προϊσταμένου της υπηρεσίας, ανακοινούται δε επί αποδείξει εις τονενδιαφερόμενον.
Άρθρον 272
Κανονική άδεια.
Ο προσλαμβανόμενος δικαιούται καθ` έκαστον ημερολογιακόν έτοςκανονικής αδείας απουσίας μετά πλήρων αποδοχών, εφ` όσον η σύμβασις ή η σχέσις εργασίας διήρκεσεν επί δώδεκα μήνας.
Άρθρον 273
Διάρκεια κανονικής αδείας.
1. Ο χρόνος της αδείας ορίζεται εις δέκα τρεις εργασίμους ημέρας, μετά δε την συμπλήρωσιν τριετίας εις είκοσιν εξ εργασίμους ημέρας. Επί πενθημέρου εργασίας τα ανωτέρω όρια ορίζονται εις ένδεκα και είκοσι δύο εργασίμους ημέρας αντιστοίχως.
2. Αι διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικος περί κανονικών αδειών, συμπεριλαμβανομένων και των αδειών κυήσεως και τοκετού, ισχύουν και επί του προσωπικού του παρόντος τμήματος.
Άρθρον 274
Αδειαι άνευ αποδοχών.
Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις και εφ` όσον αι ανάγκαι της υπηρεσίας επιτρέπουν, δύναται να χορηγήται εις το προσωπικόν του παρόντος τμήματος κατόπιν αιτήσεώς του άδεια άνευ αποδοχών μέχρι δέκα τριών εργασίμων ημερών καθ` έκαστον ημερολογιακόν έτος και επί πενθημέρου εργασίας ένδεκα εργασίμων ημερών.
Διατάξεις προβλέπουσαι την χορήγησιν αδείας άνευ αποδοχών πέραν του δια του προηγουμένου εδαφίου οριζομένου αριθμού ημερών δεν θίγονται δια του παρόντος.
Άρθρον 275
Εκπαιδευτική άδεια.
Εις το προσωπικόν του παρόντος τμήματος επιτρέπεται η χορήγησις εκπαιδευτικής αδείας, διαρκείας μέχρις ενός έτους. Διατάξεις προβλέπουσαι την χορήγησιν εκπαιδευτικής αδείας διαρκείας
άνω του έτους δεν θίγονται δια του παρόντος.
Η κατά τα προηγούμενα εδάφια εκπαιδευτική άδεια χορηγείται υπό τους όρους και περιορισμούς τους ισχύοντας εκάστοτε δια τους μονίμους διοικητικούς πολιτικούς υπαλλήλους.
Άρθρον 276
Τοποθέτησις.
Η τοποθέτησις του προσωπικού εις τας προς πλήρωσιν κενάς οργανικάς θέσεις ενεργείται δι` αποφάσεως του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου.
Άρθρον 277
Απόσπασις.
Απόσπασις του προσωπικού επιτρέπεται μόνον προς κάλυψιν εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης και εις αντίστοιχον ειδικότητα δι` εν το πολύ εξάμηνον, αποκλειομένης της επαναλήψεως προ της παρόδου ενός έτους. Η απόσπασις ενεργείται δι` ητιολογημένης αποφάσεως του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου.
Άρθρον 278
Μετακίνησις.
Απλή μετακίνησις του προσωπικού εις θέσιν της αυτής υπηρεσίας ενεργείται δι` αποφάσεως του προϊσταμένου της αρχής.
Άρθρον 279
Μετάταξις.
1. Επιτρέπεται η μετάταξις τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού εις ειδικότητα τινα της αυτής ή ετέρας υπηρεσίας του ιδίου ΟΤΑ, εφ` όσον ο μετατασσόμενος έχη τα ειδικά προσόντα δια την κατάληψιν της θέσεως εις την όποιαν μετατάσσεται.
2. Η μετάταξις ενεργείται δι` αποφάσεως του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3. Επίσης επιτρέπεται μετάταξις υπό τους ιδίους όρους τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού δήμου ή κοινότητος εις συνιστώμενα υπ` αυτών νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τανάπαλιν ως και μεταξύ νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου του αυτού δήμου ή κοινότητος.
Η μετάταξις αυτή ενεργείται δι` αποφάσεως του οικείου νομάρχου μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου της ειδικότητος εις ην μετατάσσεται.
Άρθρον 280
Ατομικοί φάκελλοι-Εκθέσεις
1. Δι` έκαστον προσλαμβανόμενον τηρείται ίδιος φάκελλος περιλαμβάνων πάντα τ` αναγκαία στοιχεία τα αφορώντα εις την εν γένει υπηρεσιακήν κατάστασιν αυτού και τας εκθέσεις ουσιαστικών προσόντων.
2. Δι` αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Εσωτερικών καθορίζεται το περιεχόμενον των ατομικών φακέλλων και τα της τηρήσεως αυτών, ως και ο τύπος και το περιεχόμενον των εκθέσεων ουσιαστικών προσόντων και οι αρμόδιοι προς σύνταξιν αυτών.
Με την ίδια απόφαση καθορίζεται το δικαίωμα ένστασης κατά των εκθέσεων ουσιαστικών προσόντων και η σχετική διαδικασία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 18 του Ν. 1586/1986 (Α 37).
Άρθρον 281
Υπηρεσιακά συμβούλια.
1. Οπου κατά τας διατάξεις του παρόντος τμήματος προβλέπεται κρίσις συμβουλίων, αρμόδια είναι τα υπηρεσιακά συμβούλια του μονίμου προσωπικού των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως.
2. Αρμόδια δια την κρίσιν του προσωπικού του μεν κεκτημένου πτυχίον ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος ή ανωτέρας σχολής είναι τα έχοντα αρμοδιότητα δια την κρίσιν των μονίμων ανωτέρων υπαλλήλων των ΟΤΑ, του δε λοιπού προσωπικού τα έχοντα αρμοδιότητα δια την κρίσιν των μονίμων κατωτέρων υπαλλήλων των ΟΤΑ. Εις όσας υπηρεσίας δεν υφίσταται η κατά το προηγούμενον εδάφιον διάκρισις των υπηρεσιακών συμβουλίων, αρμόδιον είναι το υφιστάμενον συμβούλιον.
3. Κατ` εξαίρεσιν των προηγουμένων παραγράφων χρέη υπηρεσιακών συμβουλίων, ασκούν προκειμένου περί βοηθητικού μόνον προσωπικού, των δήμων, αι δημαρχιακαί επιτροπαί, των κοινοτήτων τα κοινοτικά συμβούλια, των νομικών προσώπων και ιδρυμάτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως τα οικεία διοικητικά συμβούλια και των συνδέσμων η εκτελεστική επιτροπή.
Άρθρον 282
“Εννοια πειθαρχικού αδικήματος.
1. Πάσα δι` υπαιτίου πράξεως ή παραλείψεως παράβασις των καθηκόντων του προσληφθέντος δυναμένη να καταλογισθή αποτελεί πειθαρχικόν αδίκημα.
2. Το κατά την έννοιαν της προηγουμένης παραγράφου καθήκον προσδιορίζεται τόσον εκ των αφορωσών εις την υπηρεσίαν του προσλαμβανομένου διατάξεων, εγκυκλίων, οδηγιών και διαταγών, όσον και εκ της εντός και εκτός υπηρεσίας, ως εκ της θέσεως τουπροσλαμβανομένου τηρητέας υπό τούτου διαγωγής
Άρθρον 283
Πειθαρχικά αδικήματα.
1. Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων καταλέγονται ιδίως:
α) η έλλειψις πίστεως και αφοσιώσεως προς την Πατρίδα και τα Εθνικά ιδεώδη, ως και η επιδίωξις δι` έργων ή λόγων της δια βιαίων μέσων ανατροπής του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος,
β) η επί χρήμασι χαρτοπαιξία και ιδίως εις δημόσιον κέντρον,
γ) η σύναψις στενών κοινωνικών σχέσεων μετά προσώπων, των οποίων ουσιώδη συμφέροντα εξαρτώνται εκ του τρόπου της ασκήσεως της ανατιθεμένης εις τον προσλαμβανόμενον υπηρεσίας,
δ) αι οιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ πολιτικών κομμάτων,
ε) η δημοσία, προφορικώς ή εγγράφως, άσκησις κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής δι` εκφράσεων, αι οποίαι αποδεικνύουν έλλειψιν σεβασμού ή δια σκοπίμου χρήσεως αβασίμων επιχειρημάτων,
στ) η αποσιώπησις συμμετοχής εις έργα επ` αμοιβή ξένα προς την υπηρεσίαν και εις τας περιπτώσεις ακόμη εκείνας εις τας οποίας επιτρέπεται η συμμετοχή αύτη,
ζ) η χρησιμοποίησις τρίτων προσώπων προς απόκτησιν υπηρεσιακής ευνοίας ή πρόκλησιν ή ματαίωσιν διαταγής της υπηρεσίας,
η) η άμεσος ή δια μέσου τρίτου προσώπου συμμετοχή εις δημοπρασίαν, της επί της οποίας επιτροπής αποτελεί μέλος ο απασχολούμενος ή η αρχή εις την οποίαν ανήκει ούτος,
Θ) η εν υπηρεσία ή εκτός αυτής αναξιοπρεπής διαγωγή,
ι) η βραδεία εις την υπηρεσίαν προσέλευσις ή η πρόωρος εξ αυτής αποχώρησις,
ια) η ραθυμία, η αμέλεια, ως και η ατελής ή μη έγκαιροι εκπλήρωσις του καθήκοντος,
ιβ) η μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους πολίτας, τους προϊσταμένους και λοιπούς υπαλλήλους,
ιγ) η αναρμοδία παρέμβασις υπέρ ή κατά τρίτου τινός,
ιδ) η αδικαιολόγητος προτίμησις υποθέσεων νεωτέρων επί παραμελήσει παλαιοτέρων,
ιε) η αδικαιολόγητος αποχή από της εκτελέσεως των καθηκόντων,
ιστ) η άρνησις ή παρέλκυσις εκτελέσεως υπηρεσίας,
ιζ) η παράβασις της εκ της υπηρεσίας επιβαλλομένης εχεμυθείας,
ιη) η χρησιμοποίησις της θέσεώς του προς εξυπηρέτησιν ιδιωτικών συμφερόντων αυτού ή προσκειμένων εις αυτόν προσώπων.
ιθ) η χρησιμοποίησις πληροφοριών τας οποίας κατέχει ως εκ της υπηρεσίας του, προς αποκόμισιν ιδίου οφέλους,
κ) η αποδοχή οιασδήποτε υλικής ευνοίας, η οποία δεν συνιστά δωροληψίαν, αλλά προέρχεται από πρόσωπα των οποίων τας υποθέσεις διαχειρίζεται ή πρόκειται να διαχειρισθή,
κα) η λόγω ασυνήθους χρήσεως φθορά ή εγκατάλειψις ή παράνομος χρήσις πράγματος ανήκοντος εις την υπηρεσίαν,
κβ) πάσα εκ δόλου ή βαρείας αμελείας πράξις ή παράλειψις, η οποία, αν και είναι κατά τύποις νόμιμος, δύναται οπωσδήποτε να βλάψη ή να θέση εις κίνδυνον τα συμφέροντα της πολιτείας.
2. Διατάξεις ορίζουσαι ειδικά πειθαρχικά αδικήματα διατηρούνται εν ισχύι.
Άρθρον 284
1. Πειθαρχικαί ποιναί είναι:
α) έγγραφος επίπληξις.
β) πρόστιμον μέχρις αποδοχών ενός μηνός.
2. Το πρόστιμον αποτελεί έσοδον του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως.
3. Πειθαρχική ποινή επιβάλλεται εφ` όσον δεν δικαιολογείται καταγγελία της συμβάσεως εργασίας δια σπουδαίον λόγον.
Άρθρον 285
Πειθαρχικαί δικαιοδοσίαι.
Πειθαρχικήν δικαιοδοσίαν ασκούν:
α) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι και
β) τα πειθαρχικά συμβούλια.
Άρθρον 286
Πειθαρχικώς προϊστάμενοι.
Πειθαρχικώς προϊστάμενοι είναι:
Ο δήμαρχος, ο πρόεδρος κοινότητος και αδελφάτου ως και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου δημοτικού ή κοινοτικού νομικού προσώπου και συνδέσμου, επί των εις αυτούς υπαγομένων. Επίσης ο γενικός διευθυντής, αναπληρωτής γενικός διευθυντής, και ο προϊστάμενος διευθύνσεως ή αυτοτελούς τμήματος ή υπηρεσίας ΟΤΑ, επί βαθμώ 5ω τουλάχιστον, επί των εις αυτούς υπαγομένων.
Άρθρον 287
Αρμοδιότης πειθαρχικώς προϊσταμένων.
1. Την ποινήν της επιπλήξεως δύναται να επιβάλλουν πάντες οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι. Την ποινήν του προστίμου μέχρις αποδοχών ενός μηνός δύνανται να επιβάλλουν ο δήμαρχος, ο πρόεδρος της κοινότητος, ο πρόεδρος του αδελφάτου δημοτικού ή κοινοτικού ιδρύματος, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του δημοτικού ή κοινοτικού
νομικού προσώπου και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του συνδέσμου. Την ποινήν του προστίμου μέχρις αποδοχών δέκα πέντε ημερών δύνανται να επιβάλλουν, ο γενικός διευθυντής, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής, ο διευθυντής υπηρεσίας και ο προϊστάμενος αυτοτελούς τμήματος.
2. Μεταξύ πλειόνων αρμοδίως επιληφθέντων πειθαρχικώς προϊσταμένων,προτιμάται ο πρότερον καλέσας εις απολογίαν.
Άρθρον 288
Πειθαρχικά συμβούλια.
Αρμόδια προς εκδίκασιν εφέσεων ασκουμένων υπό του προσωπικού του παρόντος τμήματος είναι τα κατά το άρθρον 281 υπηρεσιακά συμβούλια κατά τας εις αυτό διακρίσεις.
Άρθρον 289
Εφέσεις.
1. Αι πειθαρχικαί αποφάσεις των μονομελών πειθαρχικών οργάνων, υπόκεινται εις έφεσιν.
2. Η έφεσις ασκείται μόνον υπό του τιμωρηθέντος εντός προθεσμίας πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως της πειθαρχικής αποφάσεως. Η έφεσις και η προς άσκησιν αυτής προθεσμία αναστέλλουν την εκτέλεσιν της αποφάσεως.
3. Αρμόδια προς εκδίκασιν της εφέσεως είναι τα εις το άρθρον 288 πειθαρχικά συμβούλια.
Άρθρον 290
Λοιπαί πειθαρχικαί διατάξεις.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως, εφ` όσον συμβιβάζονται προς την ρύθμισιν του παρόντος τμήματος αι διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 760/1976 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των ισχυουσών διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου” εξαιρέσει των άρθρων αυτού 3 παρ.1, 3 και 4, 7 παρ. 1, 12, 13, 14, 16, 17 παρ. 1, 2 και 5, 18, 20 παρ. 3, 39, 40, 43, 45 στοιχ. ε` και 46 έως 48.
Άρθρον 291
Περιπτώσεις λύσεως της συμβάσεως εργασίας.
Η σύμβασις εργασίας λύεται:
α) δια του θανάτου του προσληφθέντος,
β) δια της εκτώσεως,
γ) δια της απολύσεως και
δ) δια της καταγγελίας,
Άρθρον 292
Εκπτωσις.
1. Ο προσληφθείς εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εάν απώλεσε την Ελληνικήν Ιθαγένειαν, ή εάν κατεδικάσθη δι` αμετακλήτου αποφάσεως:
α) εις ποινήν τουλάχιστον προσκαίρου καθείρξεως,
β) εις στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων,
γ) δια πλημμέλημα εκ των αναφερομένων εις το άρθρον 18 του υπαλληλικού κώδικος (Ν. 1811/51), και
δ) δι` ανυποταξίαν ή λιποταξίαν.
Η έκπτωσις άρχεται και αν η ποινή ανεστάλη υπό όρον.
2. Περί της λύσεως της συμβάσεως εργασίας συνεπεία εκπτώσεως, εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου.
3. Αι διατάξεις του άρθρου 178 (Ν. 1811/51) του Υπαλληλικού Κώδικος εφαρμόζονται και εν προκειμένω.
Άρθρον 293
Απόλυσις.
Οι προσλαμβανόμενοι κατά τας διατάξεις του παρόντος τμήματος απολύονται:
α) ένεκα συμπληρώσεως του υπό του επομένου άρθρου οριζομένου ορίου ηλικίας,
β) δι` υπηρεσιακήν ανεπάρκειαν,
γ) δι` ανικανότητα σωματικήν ή πνευματικήν και δ) λόγω καταργήσεως θέσεως.
Άρθρον 294
Απόλυσις λόγω ορίου ηλικίας.
1. Το προσωπικόν του παρόντος τμήματος εκτός αν άλλως ο νόμος ορίζει, απολύεται αυτοδικαίως της υπηρεσίας άμα τη συμπληρώσει του 65ου έτους της ηλικίας του. Δια την εφαρμογήν της διατάξεως του προηγουμένου εδαφίου ως ημέρα γεννήσεως λαμβάνεται πάντοτε η 31 Δεκεμβρίου του έτους γεννήσεως.
2. Κατ` εξαίρεσιν της παραγράφου 1 το προσωπικόν το οποίον δεν αποκτά δικαίωμα συντάξεως διατηρείται εν υπηρεσία μέχρι συμπληρώσεως τοιούτου δικαιώματος και πάντως ουχί πέραν του 70ου έτους της ηλικίας του. Δια την κατά το προηγούμενον εδάφιον διατήρησιν του προσωπικού εκδίδεται πράξις του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου.
3. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου δεν έχει εφαρμογήν προκειμένου περί των εχόντων την ιδιότητα του συνταξιούχου, εξ ιδίας υπηρεσίας, του Δημοσίου ή οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως.
4. Περί της κατά το παρόν άρθρον λύσεως της εργασιακής σχέσεως εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου.
Άρθρον 295
Απόλυσις δι` υπηρεσιακήν ανεπάρκειαν.
1. Η ένεκα υπηρεσιακής ανεπαρκείας απόλυσις αποφασίζεται ητιολογημένως υπό του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, μετά προηγουμένην κλήσιν του απασχολουμένου όπως παράσχη εγγράφως ή προφορικώς τας αναγκαίας διασαφήσεις.
2. Η λύοις της συμβάσεως εργασίας επέρχεται από της κοινοποιήσεως εις τον ενδιαφερόμενον της αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρον 296
Απόλυσις δια σωματικήν ή πνευματικήν ανικανότητα
1. Η ένεκεν σωματικής ή πνευματικής ανικανότητος απόλυσις αποφασίζεται υπό του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου μετά προηγουμένην διαπίστωσιν αυτής υπό της πρωτοβαθμίου υγειονομικής επιτροπής εις την οποίαν παραπέμπεται ο απασχολούμενος υπό της υπηρεσίας του ή τη αιτήσει ή εν περιπτώσει ασκήσεως εφέσεως κατ` αυτής, υπό του υπαλλήλου ή της υπηρεσίας του, υπό της δευτεροβαθμίου υγειονομικής επιτροπής του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού.
2. Η ενώπιον της δευτεροβαθμίου υγειονομικής επιτροπής έφεσις ασκείται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως εις τον υπάλληλον της πράξεως διαπιστώσεως της πρωτοβαθμίου υγειονομικής επιτροπής.
3. Η λύσις της συμβάσεως εργασίας επέρχεται από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρον 297
Απόλυσις λόγω καταργήσεως θέσεως.
1. Η σύμβασις εργασίας λύεται αυτοδικαίως δια της καταργήσεως της θέσεως του απασχολουμένου. Εαν εντός έτους από της τοιαύτης απολύσεως συσταθή εκ νέου η καταργηθείσα θέσις, ο απολυθείς προτιμάται δια την κατάληψιν αυτής.
2. Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν αι καταργούμεναι θέσεις δεν εξειδικεύονται ή εκ του συνόλου των θέσεων ειδικότητός τινος ωρισμέναι μόνον καταργούνται το οικείον υπηρεσιακόν συμβούλιον μετ` εισήγησιν της αρμοδίας υπηρεσίας αποφαίνεται ητιολογημένως περί ποίων εκ των απασχολουμένων λύεται η σύμβασις εργασίας. Εις την περίπτωσιν αυτήν η λύσις της συμβάσεως εργασίας επέρχεται από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου.
3. Κατά τας περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου η αρμοδία υπηρεσία υποχρεούται να εισαγάγη την υπόθεσιν εις το οικείον υπηρεσιακόν συμβούλιον το βραδύτερον εντός δέκα πέντε (15) ημερών απο της καταργήσεως των θέσεων, το δε συμβούλιον να αποφασίση εντός δέκα πέντε (15) ημερών από της εις αυτό περιελεύσεως της υποθέσεως.
Άρθρον 298
Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας υπό της υπηρεσίας.
1. Η σύμβασις εργασίας δύναται να καταγγελθή υπό της υπηρεσίας οποτεδήποτε δια σπουδαίον λόγον. Σπουδαίον λόγον συνιστά ιδίως:
α) η παράβασις του άρθρου 283 παρ. 1 περ. α`,
β) η παράβασις καθήκοντος κατά τον Ποινικόν Κώδικα ή άλλον ειδικόν ποινικόν νόμον,
γ) η αδικαιολόγητος αποχή από της εκτελέσεως των καθηκόντων επί δέκα πέντε τουλάχιστον κατά συνέχειαν ημέρας,
δ) η παραβίασις απορρήτων της υπηρεσίας,
ε) η διάπραξις εντός έτους, αφ` ης ετελέσθη αδίκημα τιμωρηθέν τουλάχιστον δια προστίμου ίσου προς τας αποδοχάς ενός μηνός ετέρου αδικήματος δυναμένου να επισύρη την αυτήν ποινήν,
στ) η εκ συστήματος ανάρμοστος συμπεριφορά κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων,
ζ) η σοβαρά απείθεια εις τας νομίμους εντολάς των προϊσταμένων.
2. Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου γίνεται δι` αποφάσεως του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου μετά σύμφωνον ητιολογημένην γνωμοδότησιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, η δε λύσις της συμβάσεως εργασίας επέρχεται από της ανακοινώσεως της αποφάσεως εις τον απασχολούμενον.
Άρθρον 299
Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας υπό του απασχολουμένου.
1. Ο απασχολούμενος δικαιούται να καταγγέλλη την σύμβασιν εργασίας κατά πάντα χρόνον.
2. Η καταγγελία γίνεται δι` εγγράφου δηλώσεώς του υποβαλλομένης εις την υπηρεσίαν.
3. Ο καταγγέλλων υποχρεούται να παρέχη τας υπηρεσίας του επί δέκα πέντε ημέρας από της υποβολής του κατά την προηγουμένην παράγραφον εγγράφου εκτός αν η υπηρεσία ήθελεν απαλλάξει αυτόν εν όλω ή εν μέρει της υποχρεώσεως ταύτης.
Άρθρον 300
Αποζημίωσις.
1. Επιφυλασσομένων των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου ή αποζημίωσις λόγω απολύσεως ή καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπό της υπηρεσίας καθορίζεται, ως ακολούθως:
α) δια το προσωπικόν το οποίον έχει συνεχή υπηρεσίαν από ενός έτους μέχρι τριών ετών αι αποδοχαί ενός μηνός, άνω των τριών ετών και μέχρι εξ ετών, αι αποδοχαί δύο μηνών, άνω των εξ και μέχρις οκτώ ετών, αι αποδοχαί τριών μηνών και άνω των οκτώ και μέχρι δέκα ετών αι αποδοχαί τεσσάρων μηνών.
β) η αποζημίωσις της ανωτέρω περιπτώσεως προσαυξάνεται κατά το ποσόν των αποδοχών ενός μηνός δι` έκαστον συμπεπληρωμένον έτος υπηρεσίας πέραν των δέκα και μέχρις τριάκοντα ετών.
2. Ο υπολογισμός της αποζημιώσεως γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Κατά τον υπολογισμόν της αποζημιώσεως αι μηνιαίαι αποδοχαί δεν λαμβάνονται υπ` όψιν κατά το ποσόν το οποίον υπερβαίνουν το οκταπλάσιον του ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, πολλαπλασιαζόμενον επί τον αριθμόν τριάκοντα.
3. Το προσωπικόν του παρόντος τμήματος συμπληρούν τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύναται να αποχωρή εκ της υπηρεσίας λαμβάνον το μεν επικουρικώς ησφαλισμένον το 40% το δε μη ησφαλισμένον επικουρικώς το 50% της υπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οριζομένης αποζημιώσεως. Εις το προσωπικόν τούτο απολυόμενον κατά τας διατάξεις των άρθρων 293, 294, 295, 296 και 297 του παρόντος κώδικος, εφ` όσον κατά τον χρόνον της απολύσεως δικαιούται συντάξεως υπό ΟΤΑ εξ ιδίας υπηρεσίας, καταβάλλεται αποζημίωσις ίση προς το ήμισυ της υπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οριζομένης εξαιρέσει των περιπτώσεων α, β, και γ της παραγράφου 1 του άρθρου 298 δι` ας ουδεμία αποζημίωσις οφείλεται. Της αυτής αποζημιώσεως και υπό τας αυτάς προϋποθέσεις δικαιούται και το κατά το άρθρον 265 απολυόμενονπροσωπικόν.
4. Εαν η αορίστου χρόνου σύμβασις εργασίας διήρκησεν υπέρ το εν έτος και λυθή δια θανάτου του προσληφθέντος καταβάλλεται εις τους κατά τας διατάξεις του Αστικού Κώδικος αναγκαίους κληρονόμους τούτου, εξαιρέσει
των ενηλίκων τέκνων, το ήμισυ της ως άνω οριζομένης αποζημιώσεως. Της αποζημιώσεως ταύτης δικαιούνται και τα ενήλικα τέκνα εφ` όσον φοιτούν εις δημοσίαν ή ανεγνωρισμένην σχολήν ή ανώτατον εκπαιδευτικήν ίδρυμα
και δεν έχουν υπερβή το 25ο έτος της ηλικίας των. Τα θήλεα τέκνα δικαιούνται της κατά τα άνω αποζημιώσεως ανεξαρτήτως ηλικίας εφ` όσον είναι άγαμα και δεν εργάζονται.
5. Αι παράγραφοι 1-4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και επί σχέσεως εργασίας.
6. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων έχουν ανάλογον εφαρμογήν και επί των κατά την δημοσίευσιν του παρόντος υπηρετούντων μισθωτών επί σχέσει εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίοι δεν ανήκουν εις το ειδικόν επιστημονικόν, τεχνικόν ή βοηθητικόν προσωπικόν, περί του οποίου το άρθρον 258 του παρόντος.
ΤΜΗΜΑ Δ΄
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ ΠΡΟΣ ΚΑΛΥΨΙΝ ΕΠΟΧΙΚΩΝ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΑΙΡΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ.
Άρθρον 301
Πρόσληψις.
1. Επιτρέπεται η πρόσληψις προσωπικού οιασδήποτε ειδικότητος δια συμβάσεως εργασίας ωρισμένου χρόνου υπό των ΟΤΑ:
α) δια την αντιμετώπισιν κατεπειγουσών υπηρεσιακών αναγκών, εμφανιζομένων εν περιπτώσει κενώσεως θέσεων και μέχρι πληρώσεως αυτών και εφ` όσον εκινήθη η νόμιμος διαδικασία πληρώσεως,
β) δια την αντιμετώπισιν κατεπειγουσών υπηρεσιακών αναγκών, εμφανιζομένων εν περιπτώσει απουσίας τακτικού υπαλλήλου, λόγω αναρρωτικής αδείας ή τοιαύτης κυήσεως και τοκετού, αργίας ή διαθεσιμότητος ή κανονικής αδείας μοναδικού υπαλλήλου και επί χρονικόν διάστημα διαρκείας του κωλύματος,
γ. Για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών αναγκών. Ο χρόνος διαρκείας της σύμβασης δεν μπορεί να υπερβεί το χρονικό διάστημα των πέντε μηνών το έτος ή το ένα έτος προκειμένου περί πρόσκαιρων αναγκών. Ειδικά για την κάλυψη των πρόσκαιρων αναγκών αναπτυξιακού συνδέσμου, νέου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης που προκύπτει από ένωση και κοινών υπηρεσιών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, το παραπάνω όριο του ενός χρόνου μπορεί να παρατεθεί με απόφαση του νομάρχη μέχρι τέσσερα χρόνια.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 67 παρ. 3 του Ν. 1416/1984 )Α` 18).
2.Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 67 παρ.4 του Ν. 1416/1984 (Α`18).
Άρθρον 302
Διαδικασία προσλήψεως.
1. Δι` αποφάσεως του συμβουλίου του οικείου οργανισμού ορίζονται,κατά περίπτωσιν:
α) η συγκεκριμένη υπηρεσία ή εργασία δια την διεξαγωγήν της οποίας επιβάλλεται η πρόσληψις,
β) ο απαιτούμενος προς τούτο αριθμός των προσλαμβανομένων κατά ειδικότητα,
γ) τα προσόντα άτινα δέον να κέκτηνται οι προσλαμβανόμενοι,
δ) την χρονικήν διάρκειαν της προσλήψεως εντός των ορίων του προηγουμένου άρθρου,
ε) τον κωδικόν αριθμόν του προϋπολογισμού τον οποίον θα βαρύνη η δαπάνη αμοιβής των προσλαμβανομένων,
2. Η πρόσληψις ενεργείται δι` αποφάσεως του αρμοδίου δια διορισμόν του μονίμου προσωπικού οργάνου. Η απόφασις προσλήψεως ορίζει το ονοματεπώνυμον του προσλαμβανομένου, το είδος της εργασίας, τον χρόνον διαρκείας της συμβάσεως εργασίας εντός του κατά το άρθρον 301 του παρόντος τμήματος ανωτάτου ορίου και την απόφασιν του συμβουλίου περί ης η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου.
3. Η σύμβασις εργασίας λογίζεται ότι κατηρτίσθη δια της αναλήψεως υπηρεσίας, βεβαιουμένης προσηκόντως παρά της υπηρεσίας.
4. Η απασχόλησις του προσλαμβανομένου προσωπικού εις έργα άσχετα προς εκείνα δια τα οποία προσελήφθη απαγορεύεται.
Άρθρον 303
Χρόνος εργασίας.
1. Αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις, περί του χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας των δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, εφαρμόζονται και επί του προσλαμβανομένου κατά τας διατάξεις του παρόντος τμήματος προσωπικού. Κατ` εξαίρεσιν, επί του προσωπικού τούτου, του απασχολουμένου εις υπηρεσίας λειτουργούσας επί 24ώρου βάσεως ή υπό την μορφήν εργοστασίου ή εργοταξίου ή συνεργείου ή εις εργασίας υπαίθρου, ο χρόνος εργασίας ορίζεται εις τριάκοντα εννέα (39) ώρας εβδομαδιαίως. Ο προσλαμβανόμενος εις αναπλήρωσιν υπηρετούντος προσωπικού ακαλουθεί
τον χρόνον εργασίας αυτού. Αι ήται ενάρξεως και λήξεως της εργασίας συνεχούς ή διακεκομμένης ορίζονται αναλόγως των συνθηκών και του τόπου απασχολήσεως υπό του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου.
2. Δι` εργασίαν κατά Κυριακάς ή νόμω εξαιρεσίμους ημέρας, ως και δι` εργασίαν κατά την νύκτα καταβάλλονται αι υπό της κειμένης εργατικής νομοθεσίας προβλεπόμεναι προσαυξήσεις. Ως εξαιρέσιμοι ημέραι νοούνται αι οριζόμεναι υπό της εργατικής νομοθεσίας.
3. Υπερωριακή απασχόλησις επιτρέπεται εφαρμοζομένων των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.
Άρθρον 304
Αποδοχαί.
Αι αποδοχαί του προσωπικού του παρόντος τμήματος καθορίζονται κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 1198/1972.
Άρθρον 305
Λύσις της συμβάσεως
1. Η σύμβασις εργασίας λύεται αυτοδικαίως ευθύς ως λήξη ο χρόνος διαρκείας της.
2. Διαρκούσης της απασχολήσεως επιτρέπεται η καταγγελία της συμβάσεως δια σπουδαίον λόγον. Αδικαιολόγητος αποχή εκ της εργασίας επί τρεις τουλάχιστον συνεχείς ημέρας λογίζεται ως καταγγελία της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του προσλαμβανομένου.
3. Το προσωπικόν του οποίου η σύμβασις εργασίας λύεται κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου ουδεμιάς αποζημιώσεως δικαιούται εκ της αιτίας ταύτης.
Άρθρον 306
Τοποθέτησις-Μετακίνησις.
Αι διατάξεις των άρθρων 276 και 279 του παρόντος κώδικος εφαρμόζονται και επί του προσωπικού του προσλαμβανομένου προς κάλυψιν των αναγκών του παρόντος τμήματος.
Άρθρον 307
Μη δημοσίευσις εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αποφάσεων.
Οπου εις το παρόν κεφάλαιον προβλέπεται έκδοσις αποφάσεων ή πράξεων προσλήψεως, ανακλήσεως προσλήψεως, υπερωριακής απασχολήσεως, λύσεως συμβάσεως εργασίας, μετατάξεως κλπ., δεν δημοσιεύονται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Άρθρον 308
Κωλύμματα διορισμού λόγω συγγενείας.
1. Εις δήμους ή κοινότητας πληθυσμού άνω των δύο χιλιάδων δεν δύναται να διορισθή ή προσληφθή υπάλληλος εκ των εις το παρόν κεφάλαιον υπαγομένων, εάν είναι συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού συμπεριλαμβανομένου, προς τον δήμαρχον ή πρόεδρον κοινότητος ή μέλος αδελφάτου ιδρύματος ή πρόεδρον ή μέλος διοικητικού συμβουλίου συνδέσμου δήμων ή κοινοτήτων ή δήμων και κοινοτήτων και δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων.
2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου δεν έχουν εφαρμογήν προκειμένου περί τεχνικών και γεωπόνων.
Άρθρον 309
Κυρώσεις κατά παραβατών διατάξεων.
1. Δήμαρχοι, πρόεδροι κοινοτήτων, πρόεδροι αδελφάτων, δημοτικών ή κοινοτικών ιδρυμάτων, πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων δημοτικών ή κοινοτικών νομικών προσώπων ή συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων, προσλαμβάνοντες ή διατηρούντες εν τη υπηρεσία ή προβαίνοντες εις απόστασιν ή τοποθέτησιν προσωπικού του παρόντος κεφαλαίου, δια τας
ανάγκας υπηρεσιών εξυπηρετουμένων υπό μονίμου προσωπικού, παρά τας διατάξεις αυτού τιμωρούνται με φυλάκισιν μέχρις εξ μηνών και χρηματικήν ποινήν ίσην προς τας καταβληθείσας εις τον απασχοληθέντα παρανόμως πάσης φύσεως αποδοχάς, εαν κατ` άλλας διατάξεις δεν τιμωρούνται με μεγαλυτέραν ποινήν.
2. Με τας αυτάς ως άνω ποινάς τιμωρούνται και οι υπάλληλοι των οικείων υπηρεσιών υπογράφοντες ή θεωρούντες χρηματικά εντάλματα ή καταστάσεις πληρωμής μισθών, αποζημιώσεων ή ημερομισθίων εις τους ως άνω προσλαμβανομένους ή διατηρουμένους εν τη υπηρεσία υπαλλήλους ή εργάτας.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
ΤΕΛΙΚΑΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
ΤΕΛΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρον 310
Οπου εις το πρώτον και δεύτερον μέρος του παρόντος κώδικος γίνεται παραπομπή εις τον Υπαλληλικόν Κώδικα νοείται και ως παραπομπή
α) εις τας διατάξεις τας εμμέσως συμπληρούσας ή τροποποιούσας εκάστοτε αυτόν και
β) εις τα εις εκτέλεσιν αυτού διατάγματα και αποφάσεις.
Άρθρον 311
Απόδειξις ηλικίας.
1. Η ηλικία αποδεικνύεται εκ της εντός ενενήκοντα ημερών από της γεννήσεως συντεταγμένης ληξιαρχικής πράξεως και εν ελλείψει τοιαύτης, προκειμένου μεν περί αρρένων εκ του μητρώου αρρένων, προκειμένου δε περί θηλέων εκ του γενικού μητρώου δημοτών. Ληξιαρχικαί πράξεις γεννήσεως (νοφούς) υπαλλήλων οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως
γεννηθέντων εν νέαις χώραις υπό τουρκικόν καεστώς αποδεικνύουν την ηλικία των υπαλλήλων τούτων, δια την εφαρμογήν του παρόντος κώδικος εφ` όσον αύται εξεδόθησαν κατά τας διατυπώσεις του οθωμανικού νόμου,
υπάρχουν δε ή ήθελον εκδοθή προ του κύρους τούτων, γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
2. Επί πλειόνων εν τοις μητρώοις αρρένων και δηματολογίοις εγγραφών επικρατεί η πρώτη.
3 Δικαστικαί αποφάσεις βεβαιούσαι την ηλικίαν ή διορθούσαι την εγγραφήν αυτής ή διοικητικαί πράξεις διορθούσαι την εγγραφήν ουδέποτε λαμβάνονται υπ` όψιν.
Άρθρον 312
Σύστασις λογαριασμού πληρωμής αποδοχών κοινοτικών υπαλλήλων.
1. Παρά τω Ταμείω Παρακαταθηκών και Δανείων συνιστάται ίδιος χρηματικός λογαριασμός υπό τον τίτλον “πληρωμαί αποδοχών κοινοτικών υπαλλήλων” παρά του οποίου καταβάλλονται αι αποδοχαί των τακτικών υπαλλήλων των κοινοτήτων.
2. Εις πίστωσιν του κατά την παράγραφον 1 λογαριασμού κατατίθενται:
α) τα υποχρεωτικώς εις τους εγκεκριμένους προϋπολογισμούς των κοινοτήτων των οποίων το προσωπικόν υπάγεται εις τας διατάξεις του πρώτου μέρους του παρόντος, δια την πληρωμήν των αποδοχών των τακτικών υπαλλήλων αυτών, αναγραφόμενα χρηματικά ποσά.
β. Χρηματικό ποσό που να καλύπτει το τριάντα πέντε στα εκατό (35%) της ετήσιας συνολικής δαπάνης για την πληρωμή των αποδοχών των τακτικών υπαλλήλων των κοινοτήτων, το προσωπικό των οποίων υπάγεται στις διατάξεις του δεύτερου μέρους του ν. 1188/1981, εγγράφεται υποχρεωτικά κατ` έτος στον προϋπολογισμό των παραπάνω κοινοτήτων. Το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 παρ. 1 του Ν. 1832/1989 (Α 54).
γ) το υπό του άρθρου 313 του παρόντος προβλεπόμενον χρηματικόν ποσόν,
δ) το προϊόν υποχρεωτικής εισφοράς εν επί τοις εκατόν (1%), επιβαλλομένης επί των υπό των κοινοτήτων κατά το προηγούμενον έτος πραγματοποιουμένων τακτικών εσόδων των οποίων το προσωπικόν υπάγεται εις τας διατάξεις του δευτέρου μέρους κατά τα δι` αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών κατ` έτος εκδιδομένης οριζόμενα.
3. Το μέχρι 31.12.1987 χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού για την πληρωμή αποδοχών κοινοτικών υπαλλήλων (Π.Α.Κ.Υ.) που τηρείται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, κεφαλαιοποιείται και η εξόφληση του χρέους γίνεται ως εξής:
Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων παρακρατεί
α) ποσοστό είκοσι στα εκατό (20%) από το τμήμα των καθαρών κερδών του, το οποίο οφείλει να αποδώσει στο Δημόσιο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και
β) ποσοστό δεκαπέντε στα εκατό (15%) από τους τόκους των κατά το άρθρο 201 παρ. 1 του Δ.Κ.Κ. χρηματικών υπολοίπων των δήμων και κοινοτήτων.
4. Η παρακράτηση των ποσών της προηγούμενης παραγράφου γίνεται, από το έτος 1988, στο τέλος κάθε εξαμήνου κάθε οικονομικού έτους, ώσπου να εξοφληθεί το χρέος.
5. Στο τέλος κάθε έτους το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων γνωστοποιεί στο Υπουργείο Εσωτερικών το ποσό που έχει παρακρατήσει και το ποσό που απομένει για την εξόφληση του χρέους.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 27 παρ. 2 του Ν. 1832/1989 (A 54).
Άρθρον 313
Κρατική οικονομική ενίσχυσις δια την μισθοδοσίαν κοινοτικών γραμματέων του δευτέρου μέρους.
1. Από το έτος 1988 και εφεξής κατ` έτος στον προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Εσωτερικών αναγράφεται με ιδιαίτερο κωδικό αριθμό ποσό ενός δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) δραχμών για τακτική οικονομική ενίσχυση των κοινοτήτων, των οποίων οι γραμματείς υπάγονται στις διατάξεις του δεύτερου μέρους του παρόντος. Το ποσό αυτό διατίθεται αποκλειστικά για να καταβληθούν οι αποδοχές των γραμματέων που απασχολούνται με σχέση εργασίας δημόσιου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ανάλογα με τον αριθμό των γραμματέων και τις αποδοχές τους
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 παρ. 3 του Ν. 1832/1989 (Α 54).
2. Το κατά την παρ. 1 ποσόν αποδίδεται κατά δωδεκατημόρια την πρώτην εκάστου μηνός και κατατίθεται εις τον υπό του άρθρου 312 προβλεπόμενον λογαριασμόν.
Άρθρον 314
Καταβολή αποδοχών και τρόπος κινήσεως λογαριασμού.
1. Εκ του ενιαίου παρά τω Ταμείω Παρακαταθηκών και Δανείων δια πάσας τας κοινότητας πιστωτικού υπολοίπου του κατά το άρθρον 312 λογαριασμού καταβάλλονται αι αποδοχαί των τακτικών υπαλλήλων των κοινοτήτων.
2. Ο τρόπος της κινήσεως του κατά την παρ. 1 του άρθρου 312 λογαριασμού, των εισπράξεων των εσόδων του, των πληρωμών εν γένει, της παρακρατήσεως των εσόδων των υποχρέων δια πληρωμήν των αποδοχών των υπαλλήλων των κοινοτήτων, ως και πάσα άλλη λεπτομέρεια αναγκαία δια την εφαρμογήν του άρθρου 312 και του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται δι` αποφάσεων του Υπουργού των Εσωτερικών.
Άρθρον 315
Διατάξεις μη ισχύουσαι επί υπαλλήλων ΟΤΑ.
1. Γενικοί ή ειδικοί νόμοι, διατάγματα και αποφάσεις περιλαμβάνοντες διατάξεις αφορώσας εις την υπηρεσιακήν εν γένει κατάστασιν των υπαλλήλων των εν γένει νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δεν ισχύουν επί των υπαλλήλων των διεπομένων υπό των διατάξεων του παρόντος κώδικος, εαν δεν γίνεται ρητή μνεία περί τούτου.
2. Αι διατάξεις του άρθρου 24 του Α.Ν. 28/31.10.35 “περί προστασίας εφέδρων παλαιών πολεμιστών” ως μεταγενεστέρως ετροποποιήθησαν, δεν ισχύουν προκειμένου περί υπαλλήλων εφέδρων παλαιών πολεμιστών υπηρετούντων εις οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως.
3. Αι διατάξεις του άρθρου 2 του Α.Ν. 1843/51 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεών τινων του Α.Ν. 1565/1939 “περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, ως ούτος εκυρώθη και ετροποποιήθη δια των διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρΘρου δευτέρου του Νόμου 2049/1952 “περί κυρώσεως τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Α.Ν. 1843/1951 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεών τινων του Α.Ν. 1565/1939 “περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, δεν έχουν εφαρμογήν επί των ιατρών οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και πάσης φύσεως δημοτικών ή κοινοτικών ιδρυμάτων.
Άρθρον 316
Εισφοραί λόγω ασφαλίσεως υπαλλήλων ΟΤΑ.
Ουδεμία υποχρεωτική εισφορά επιβάλλεται εις βάρος των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, λόγω ασφαλίσεως του εν γένει προσωπικού αυτών άνευ εγκρίσεως του Υπουργού Εσωτερικών, παρεχομένης κατά τας οικείας διατάξεις του δημοτικού και κοινοτικού κώδικος.
Άρθρον 317
Υπάλληλοι αναγνωριζομένης εις δήμον κοινότητος και καταργουμένων ή ενουμένων οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως.
1. Εις τας περιπτώσεις καταργήσεως δήμου και ενώσεως αυτού μεθ`ετέρου δήμου, το προσωπικόν του καταργουμένου δήμου καθίσταται αυτοδικαίως προσωπικόν του δήμου, μεθ` ου ούτος ενούται με τον ον κέκτηται βαθμόν και καταλαμβάνει αντιστοίχως κατά κλάδον θέσεις.
2. Εαν εις τον οργανισμόν εσωτερικής υπηρεσίας του δήμου εις ον ενούται ο καταργούμενος δήμος δεν υφίστανται κεναί θέσεις αντίστοιχοι προς τας κατά κλάδους θέσεις του καταργουμένου δήμου, δημιουργούνται τοιαύται δια τροποποιήσεως αυτού, μη ισχυόντων των κατά τας κειμένας διατάξεις χρονικών περιορισμών ως προς την τροποποίησιν των οργανισμών εσωτερικής υπηρεσίας των δήμων. Αι διατάξεις της παρούσης και της προηγουμένης παραγράφου ισχύουν και εν περιπτώσει ενώσεως κοινότητος, ης το προσωπικόν υπάγεται εις τας διατάξεις του πρώτου μέρους του παρόντος κώδικος μετά δήμου ή καταργήσεως τοιαύτης κοινότητος και ενώσεώς της μεθ` ετέρας της οποίας το προσωπικόν διέπεται υπό των αυτών διατάξεων.
3. Υπάλληλοι κοινότητος, διεπόμενοι υπό των διατάξεων του πρώτου μέρους του παρόντος, εν περιπτώσει αναγνωρίσεως της κοινότητος εις δήμον, καθίστανται αυτοδικαίως δημοτικοί υπάλληλοι, επί τω βαθμώ και κλάδω ον εκέκτηντο ως κοινοτικοί από της εγκαταστάσεως των νέων μετά την αναγνώρισιν δημοτικών αρχών, εξελισσόμενοι περαιτέρω ως δημοτικοί υπάλληλοι.
4. Υπάλληλοι κοινοτήτων διεπόμενοι υπό των διατάξεων του πρώτου μέρους του παρόντος κώδικος, εν περιπτώσει ενώσεως των κοινοτήτων εις μίαν κοινότητα, κοθίστανται αυτοδικαίως υπάλληλοι της νέας κοινότητος, με τον ον κέκτηνται βαθμόν και καταλαμβάνουν αντιστοίχως κατά βαθμόν και κλάδον θέσεις συνιστωμένας δια του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας.
5. Γραμματείς ειδικής περιορισμένης διαβαθμίσεως ως και αδιαβάθμιστοι μόνιμοι κοινοτικοί υπάλληλοι, εν περιπτώσει ενώσεως της εις ην υπηρετούν κοινότητος μεθ` ετέρας κοινότητος, ης το προσωπικόν υπάγεται εις τας διατάξεις του πρώτου μέρους του παρόντος κώδικος, καθίστανται υπάλληλοι της κοινότητος εις την οποίαν ενούνται μέχρι της
εκδόσεως της περί εντάξεως ή απολύσεώς των αποφάσεως.
6. Η ένταξις γίνεται επί τη βάσει των τυπικών πλην της ηλικίας προσόντων του υπαλλήλου, εις τον εισαγωγικόν βαθμόν της αντιστοίχου θέσεως και εν ελλείψει, εις συνιστωμένην τοιαύτην, δια του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας, δύναται, όμως, μετ` εκτίμησιν των ουσιαστικών προσόντων αυτού, να γίνη και εις ανώτερον βαθμόν και πάντως ουχί πέρα του 6ου βαθμού, εάν ο εντασσόμενος έχη χρόνον εκτάκτου και τακτικής υπηρεσίας, παρά τη αυτή κοινότητι, ίσον προς τον κατά τας διατάξεις του παρόντος κώδικος απαιτούμενον προς προαγωγήν εις τον ανώτερον τούτον βαθμόν. Ο τυχών πλεονάζων χρόνος μετά την κατά τ` ανωτέρω ένταξιν των υπαλλήλων λογίζεται ως διανυθείς εις τον βαθμόν εις ον εντάσσονται υπολογιζόμενος δια την προαγωγήν εις τον επόμενον βαθμόν.
Κατ` εξαίρεσιν των οριζομένων υπό των διατάξεων του άρθρου 45 παρ. 3 οι στερούμενοι των απαιτουμένων τυπικών προσόντων κοινοτικοί γραμματείς δύναται να ενταχθούν ή να προαχθούν μέχρι του 6ου βαθμού.
Η ένταξη γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου, ύστερα από σύμφωνη γνωμοδότηση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου, που κρίνει για την καταλληλότητά τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.48 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
7. Αι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 έχουν ανάλογον εφαρμογήν και εις τας περιπτώσεις ενώσεως κοινότητος ης το προσωπικόν υπάγεται εις τας διατάξεις του δευτέρου μέρους του παρόντος κώδικος, μετά δήμου.
8. Γραμματείς ειδικής περιωρισμένης διαβαθμίσεως ως και αδιαβάθμιστοι κοινοτικοί υπάλληλοι, εν περιπτώσει καταργήσεως της εις ην υπηρετούν κοινότητος και ενώσεως ταύτης μεθ` ετέρας κοινότητος, ης το προσωπικόν διέπεται υπό των αυτών διατάξεων, καθίστανται αυτοδικαίως υπάλληλοι της νέας κοινότητος επί τω βαθμώ ον κέκτηνται. Αι Διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται και επί ενώσεως κοινοτήτων, των οποίων το προσωπικόν δεν διέπεται υπό των διατάξεων του πρώτου μέρους του παρόντος κώδικος.
Άρθρον 318
Ενταξις υπαλλήλων ειδικών ταμείων και άλλων νομικών προσώπων.
1. Το προσωπικόν ειδικών ταμείων υδρεύσεως καταργηθέντων ή καταργουμένων, εφ` όσον η εκπλήρωσις του σκοπού αυτών αναλαμβάνεται καθ` οιονδήποτε τρόπον υπό των δήμων και κοινοτήτων, διατηρείται εν τη υπηρεσία του οικείου δημου ή κοινότητος μέχρις οργανώσεως της υπηρεσίας ταύτης, δια τροποποιήσεως του οργανισμού της εσωτερικής υπηρεσίας, ότε επιτρέπεται η ένταξις αυτού εις αντιστοίχους τακτικάς θέσεις επί τη βάσει των ουσιαστικών αυτών προσόντων και των εν τω οργανισμώ οριζομένων προϋποθέσεων δια την κατάληψιν των θέσεων τούτων.
2. Η ένταξη γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου ύστερα από σύμφωνη γνωμοδότηση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.49 άρθρ.8 Ν.2307/1995 (Α 113).
3. Η κατά τ` ανωτέρω τροποποίησις του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας ενεργείται εντός εξ μηνών από της αναλήψεως υπό του δήμου ή κοινότητος της οικείας υπηρεσίας, εντός δε εξαμήνου από της εγκρίσεως της τροποποιήσεως του οργανισμού ενεργείται η ένταξις του προσωπικού. Το μη εντασσόμενον προσωπικόν εντός της ανωτέρω προθεσμίας απολύεται αυτοδικαίως και άνευ ετέρας διατυπώσεως από της λήξεως της προθεσμίας.
4. Η παρά τω ταμείω προγενεστέρα υπηρεσία του εντασσομένου προσωπικού λογίζεται ως τακτική δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία δια πάσαν περίπτωσιν.
5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και για το προσωπικό άλλων ειδικών ταμείων, των οποίων η διοίκηση περιήλθε ή θα περιέλθει στους δήμους ή στις κοινότητες, καθώς και για το προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων που καταργούνται και αναλαμβάνει ο οικείος Ο.Τ.Α. απευθείας ή όχι την εκπλήρωση του σκοπού τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 παρ. 4 του Ν. 1832/1989 (Α 54).
Άρθρον 319
Προαγωγαί ή εντάξεις μη τελειωθείσαι.
Υπάλληλοι οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως συμπεριλαμβανομένων και των ημερομισθίων, δι` ους εξεδόθη πράξις του αρμοδίου οργάνου του οικείου οργανισμού ή του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου περί προαγωγής ή εντάξεως αυτών, μη εγκριθείσαι υπό του νομάρχου λόγω παρεμπεσούσης εξόδου εκ της υπηρεσίας ή θανάτου αυτών, λογίζονται προαχθέντες ή ενταχθέντες από της ημέρας της εξόδου ή του θανάτου των.
Άρθρον 320
Ανάλογος εφαρμογή διατάξεων ισχυουσών επί δημοσίων υπαλλήλων.
Γενικοί ή ειδικοί νόμοι, διατάγματα και αποφάσεις, εκδιδόμενοι μετά την δημοσίευσιν του παρόντος κώδικος, αφορώντες εις τους δημοσίους υπαλλήλους και ρυθμίζοντες κατά άλλον τρόπον τα της διαβαθμίσεως, και κατατάξεως νομίμου προσωπικού εις κλάδους ως, και των ειδικών προσόντων διορισμού εις τας θέσεις ταύτας, των καθηκόντων, περιορισμών και αστικής ευθύνης, δοκιμαστικής υπηρεσίας, αδειών πάσης φύσεως, νοσηλίων, εξόδων κηδείας, τηρήσεως των ατομικών φακέλλων και μητρώων, συντάξεως εκθέσεων υπηρεσιακής ικανότητος, τοποθετήσεως, μετακινήσεως,
αποσπάσεως, μετατάξεως, προαγωγών, διαθεσιμότητος, εντάξεως, αργίας, αρχαιότητος, προβαδίσματος, ηθικών αμοιβών και επιτίμων τίτλων, της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως και του πειθαρχικού εν γένει δικαίου, δύνανται να επεκτείνωνται αναλόγως εν όλω ή εν μέρει και επ` αυτών, δια προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού
Εσωτερικών. Δια του προεδρικού διατάγματος επιτρέπεται η εν όλω ή εν μέρει εφαρμογή των επεκτεινομένων διατάξεων και αναδρομικώς.
Άρθρον 321
Δικαίωμα στεγάσεως.
Αι διατάξεις του Ν.Δ. 3783/1957 “περί της στέγης των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων” και αι εκάστοτε ισχύουσαι στεγαστικαί περί των δημοσίων υπαλλήλων διατάξεις, έχουν εφεξής εφαρμογήν προκειμένου περί αγοράς κατοικίας παρά των μονίμων υπαλλήλων των κοινοτήτων και των συνδέσμων, των μονίμων υπαλλήλων του Ταμείου Ασφαλίσεως κατά της ασθενείας των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων ως και των συνταξιούχων των δήμων και κοινοτήτων, υπό την προϋπόθησιν ότι ούτοι ή οι σύζυγοι αυτών δεν τυγχάνουν κύριοι κατά πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας ή ισοβίου επικαρπίας ή οικήσεως ετέρας οικίας ή διαμερίσματος εις πόλιν άνω των 5.000 κατοίκων.
Άρθρον 322
Ρύθμισις λεπτομερειών.
Δια διαταγμάτων εκδιδομένων επί τη προτάσει του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζεται πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την εφαρμογήν του παρόντος κώδικος.
Άρθρον 323
Παραπεμπτικαί διατάξεις.
1. Αι διατάξεις του άρθρου 294 εφαρμόζονται αναλόγως και επί του, κατά την δημοσίευσιν του Ν. 993/79, υπηρετούντος και υπερβάντος το 65ον έτος της ηλικίας επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού.
2. Οπου εις το δεύτερον κεφάλαιον του τρίτου μέρους του παρόντος κώδικος δεν ορίζεται άλλως εφαρμόζονται συμπληρωματικώς αι περί συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
3. Διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων ρυθμίζουσαι ευνοϊκώτερον δια το προσωπικόν του δευτέρου κεφαλαίου του τρίτου μέρους θέματα, περί ων τα άρθρα 269, 270 και 271 δεν θίγονται δια των διατάξεων του ανωτέρω κεφαλαίου.
Άρθρον 324
Κατάταξις υπηρετούντος προσωπικού.
1. Το κατά την έναρξιν της ισχύος του Ν. 993/1979 “περί του επί συμβάσει εργασίας, ιδιωτικού δικαίου προσωπικού του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου” υπηρετούν ειδικόν επιστημονικόν, ως και τεχνικόν ή βοηθητικόν προσωπικόν επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου εις συνεστημένας θέσεις βάσει συνεργείων, περί ων το άρθρον 106 του Ν.Δ. 1140/1972 “περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί καταστάσεως δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων διατάξεων” και των προϊσχυσασών αντιστοίχων διατάξεων ή και κανονισμών διοικήσεως και διαχειρίσεως των δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων κατατάσσονται εις τας υπό του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας
ή κανονισμών διοικήσεως και διαχειρίσες υφισταμένας αντιστοίχους θέσεις εφ` όσον κέκτηνται τα υπό των κειμένων διατάξεων προβλεπόμενα τυπικά γενικά και ειδικά προσόντα πλην του ορίου ηλικίας. Εν ανεπαρκεία των θέσεων τούτων συνιστώνται νέαι θέσεις δια τροποποιήσεως του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας ή του κανονισμού διοικήσεως και διαχειρίσεως.
2. Ειδικώς δια τους συνδέσμους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ων το προσωπικόν, δεν υπάγεται εις τας διατάξεις του πρώτου μέρους του κώδικος αι θέσεις του αναγκαιούντος προσωπικού καθορίζονται δι` αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του συνδέσμου εγκρινομένης υπό του νομάρχου μετά γνωμοδότησιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3. Η περί ης η παράγραφος 1 του παρόντος κατάταξις του προσωπικού χωρεί αυτοδικαίως τηρουμένης της μεταξύ των κατατασσομένων σειράς προσλήψεως της υφισταμένης εις τας εξ ων προέρχονται κατηγορίας και ειδικότητος.
4. Περί της αυτοδικαίας κατατάξεως του προσωπικού εκδίδεται διαπιστωτική πράξις υπό του αρμοδίου δια την πρόσληψιν οργάνου κατατάξεως αναφέρεται το ονοματεπώνυμον του κατατασσομένου, η θέσις την οποίαν καταλαμβάνει και το είδος της εργασίας.
5. Εαν το υπηρετούν προσωπικόν δεν κέκτηται τα υπό των κειμένων διατάξεων απαιτούμενα προσόντα παραμένει εν τη υπηρεσία μέχρι της καθ` οιονδήποτε τρόπον λύσεως της συμβάσεως εργασίας του. Εις την περίπτωσιν ταύτην δεν πληρούται ίσος αριθμός τυχόν κενών ή απαιτουμένων οργανικών θέσεων.
6. Εαν ο αριθμός των συνισταμένων θέσεων είναι μικρότερος του υπηρετούντος και δεν συσταθούν νέαι θέσεις το καθ` οιονδήποτε τρόπον λύσεως της εργασιακής του σχέσεως καταλαμβάνον τας τυχόν κενουμένας θέσεις εφ` όσον κέκτηνται τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα πλην της ηλικίας και κατά την σειράν προσλήψεώς του.
Άρθρον 325
Υπηρεσιακή κατάστασις υπηρετούντος μη ειδικού επιστημονικού και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού.
Το κατά την έναρξιν της ισχύος του Ν. 993/1979 υπηρετούν προσωπικόν δια την κάλυψιν διαρκούς φύσεως αναγκών των ΟΤΑ και μη εμπίπτον εις τας ανωτέρω, εν άρθρω 324 του παρόντος, κατηγορίας,6 παραμένει εν τη υπηρεσία μέχρι και της καθ` οιονδήποτε τρόπον λύσεως της συμβάσεως εργασίας του, διεπομένου εφεξής υπό των διατάξεων του Κεφαλαίου Β` του
τρίτου μέρους του παρόντος κώδικος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρον 326
Ισχύς εκδοθέντων διαταγμάτων ή αποφάσεων.
Μέχρι της εκδόσεως των υπό του παρόντος κώδικος προβλεπομένων διαταγμάτων ή αποφάσεων εφαρμόζονται αι προϊσχύσασαι αντίστοιχοι διατάξεις, εφ` όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος.
Άρθρον 327
Συγκρότησις υπηρεσιακών συμβουλίων.
Κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος κώδικος τα μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων θέλουν ορισθή εντός δύο μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος η δε θητεία αυτών θέλει λήξει την 31ην Δεκεμβρίου του επομένου έτους.
Άρθρον 328
Διατήρησις ωφελημάτων.
Αι μεταβατικαί διατάξεις των άρθρων 124 και 125 του Ν.Δ. 1140/1972 “περί κώδικος καταστάσεως δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων” (ΦΕΚ Α` 79) και 58 του Β.Δ. 715/1972 κυρωθέντος δια του Ν. 35/1975 (ΦΕΚ Α` 84) καταργούνται, τα δε υπό των υπαλλήλων κτηθέντα επί τη βάσει τούτων ωφελήματα, δεν θίγονται δια του παρόντος.
Άρθρον 329
Κλάδοι προσωρινών θέσεων, κατεχομένων υπό τακτικών μονίμων υπαλλήλων.
1. Ο κλάδος ΑΡ 13 διοικητικού, περιλαμβάνει τας θέσεις των επί τη βάσει των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 58 του Β. Δ/τος 715/72, καταταγέντων εις την Α` κατηγορίαν, δημοτικών υπαλλήλων, αίτινες διακρίνονται εις βαθμούς, ως, έπεται:
α) επί βαθμοίς 3ω-2ω.
β) επί βαθμοίς 5ω-4ω.
2. Εις τον κλάδον ΜΕ 18 διοικητικού ανήκουν οι θέσεις:
α) επόπτου καθαριότητος επί βαθμοίς 8ω-6ω,
β) επιστάτου καθαριότητος επί βαθμοίς 10ω-6ω,
γ) ιεροψάλτου επί βαθμοίς 10ω-6ω.
3. Εις τον κλάδον ΑΡ 14 προσωπικού φιλαρμονικής ανήκουν αι θέσεις:
α) διευθυντού φιλαρμονικής επί βαθμοίς 6ω-2ω,
β) διευθυντού χορωδίας επί βαθμοίς 6ω-3ω,
γ) αρχιμουσικού επί βαθμοίς 6ω-4ω,
δ) κορυφαίου μουσικού επί βαθμοίς 8ω-4ω.
4. Ο κλάδος ΜΕ 19 περιλαμβάνει θέσεις μουσικών επί βαθμοίς 10ω-6ω.
Ποσοστόν 20% των θέσεων μουσικών προωΘούνται δια του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας εις θέσεις επί βαθμώ 5ω.
5. Εις τον κλάδον ΜΕ 20 τεχνικού και λοιπού προσωπικού ανήκουν αι θέσεις:
α) μηχανοστασιάρχου επί βαθμοίς 9ω-5ω
β) σχεδιαστού επί βαθμοίς 10ω-5ω
γ) οδηγού αυτοκινήτων επί βαθμοίς 9ω-6ω
δ) τεχνίτου επί βαθμοίς 9ω-6ω
ε) συντηρητού-εφαρμοστού επί βαθμοίς 10ω-6ω
στ) ηλεκτροτεχνίτου επί βαθμοίς 10ω-6ω
ζ) μηχανοδηγού επί βαθμοίς 10ω-6ω
η) μηχανοτεχνίτου επί βαθμοίς 10ω-6ω
θ) λιπαντού επί βαθμοίς 10ω-6ω
ι) υδραυλικού επί βαθμοίς 10ω-6ω
ια) βοηθού ηλεκτροτεχνίτου ή μηχανοτεχνίτου επί βαθμοίς 10ω-6ω
ιβ) βοηθού λιπαντού επί βαβμοίς 10ω-6ω
ιγ) μαθητευομένου επί βαθμοίς 10ω-6ω.
6. Εις τον κλάδον ΜΕ 21 υγειονομικού και λοιπού προσωπικού ανήκουν αι θέσεις:
α) πρακτικής νοσοκόμου επί βαθμοίς 10ω-6ω
β) πρακτικής βρεφοκόμου επί βαθμοίς 10ω-6ω
γ) απολυμαντού επί βαθμοίς 10ω-6ω
δ) κλιβανέως επί βαθμοίς 10ω-6ω
ε) φαρμακοτρίβου επί βαθμοίς 10ω-6ω
στ) αρχιμαγείρου επί βαθμοίς 8ω-6ω
ζ) μαγείρου επί βαθμοίς 10ω-6ω
η) βοηθού μαγείρου επί βαθμοίς 10ω-6ω
θ) τραυματιοφορέως επί βαθμοίς 10ω-6ω
ι) αποστειρωτού επί βαθμοίς 10ω-6ω
ια) καθηγητρίας- διδασκαλίσσης ραπτικής επί βαθμοίς 10ω-6ω
ιβ) ράπτριας επί βαθμοίς 10ω-6ω
7. Εις τους κλάδους γεωπονικού προσωπικού ανήκουν αι θέσεις:
Α. Του κλάδου ΜΕ 22
α) βοηθού γεωπόνου επί βαθμοίς 10ω-6ω
β) αρχικηπουρού- αρχιδενδροκόμου- αρχιανθοκόμου-αρχιτεχνίτου- δενδροκηπουρού επί βαθμοίς 9ω-6ω
γ) κηπουρού-ανθοκόμου- δενδροκόμου-τεχνίτου- δενδροκηπουρού επί βαθμοίς 10ω-6ω
Β. Του κλάδου ΜΕ 12 δασοφυλάκων επί βαθμοίς 10ω-6ω
8. Εις τον κλάδον ΣΕ 10 ανήκουν αι θέσεις:
α) βοηθού κλιβανέως επί βαθμοίς 11ω-7ω
β) βοηθού ιματιοφύλακος επί βαθμοίς 11ω-7ω
γ) καθαριστρίας επί βαθμοίς 12ω-7ω
δ) οδοκαθαριστού επί βαθμοίς 12ω-7ω
ε) βοηθού οδηγού αυτοκινήτου επί βαθμοίς 11ω-7ω
στ) οδηγού διτρόχου επί βαθμοίς 11ω-7ω
ζ) ημιονηγού επί βαθμοίς 11ω-7ω
η) νεοκόρου επί βαθμοίς 12ω-7ω
θ) φύλακος εργάτου ή εργάτου ή θυρωρού κατά περίπτωσιν επί βαθμοίς 12ω-7ω
ι) ελαιοχρωματιστού επί βαθμοίς 11ω-7ω
ια) υδρονομέως επί βαθμοίς 11ω-7ω
ιβ) τραπεζοκόμου επί βαθμοίς 11ω-7ω
ιγ) πλυντρίας επί βαθμοίς 11ω-7ω
ιδ) σιδερωτρίας επί βαθμοίς 11ω-7ω
9. Οι υπάλληλοι των ΟΤΑ, επί βαθμώ 7ω του προσωρινού κλάδου ΣΕ 10, της παρ. 8 του παρόντος προάγονται μισθολογικώς εις τον 6ον βαθμόν κατ` ανάλογον εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 148 του παρόντος.
10. Αι θέσεις των παραγράφων 2 περίπτ. α` και β`, 5 περίπτ. α` και β` και θυρωρού της περιπτώσεως θ` της παραγρ. 8 του παρόντος άρθρου καθ` οιονδήποτε τρόπον κενούμεναι καταργούνται, εκτός αν, εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της κενώσεως αυτών, το συμβούλιον του οικείου ΟΤΑ δι` αποφάσεώς του, αυξήση τας θέσεις αντιστοίχων τακτικών κλάδων.
Κεναί ή κενούμεναι θέσεις των κλάδων ΑΤ1 και ΑΡ13 δύνανται να μεταφέρωνται σταδιακώς μεταξύ των κλάδων τούτων αναλόγως των υπηρεσιακών αναγκών και του αριθμού των θέσεων των κλάδων δι` αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου μετά γνωμοδότησιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Απασαι αι λοιπαί θέσεις του παρόντος άρθρου καθ` οιονδήποτε τρόπον κενούμεναι δύνανται να μετατρέπωνται εις θέσεις αντιστοίχου ειδικότητος επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου, εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της κενώσεως αυτών δι` αποφάσεως του συμβουλίου του οικείου ΟΤΑ.
Άρθρον 330
Γενική κατάταξις μονίμων υπαλλήλων εις κλάδους.
1. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες εις τας θέσεις περί ων τα άρθρα 41 έως και 83 και 329 κατατάσσονται αυτόδικα ως εις τους αντιστοίχους προς αυτάς κλάδου ΑΤ, ΑΡ, ΜΕ και ΣΕ με τον ον κέκτηνται βαθμόν και εις τον ον υπηρετούν ΟΤΑ εκτός εάν κατέχουν βαθμόν κατώτερον του εισαγωγικού των θέσεων των κλάδων τούτων οπότε κατατάσσονται εις τον εισαγωγικόν τούτον βαθμόν. Περί της ως άνω κατατάξεως εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου δημοσιευομένη εν περιλήψει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
2. Οι καθ` οιονδήποτε τρόπον διορισθέντες με εισαγωγικόν βαθμόν ανώτερον του προβλεπομένου υπό των διατάξεων του παρόντος, διατηρούν τον ανώτερον τούτον βαθμόν. Τα αυτά ισχύουν και επί των διορισθησομένων βάσει πινάκων διορισμού ή επιλογής δημοσιευθέντων προ της ισχύος του παρόντος.
3. Υπάλληλοι κλάδου ΜΕ 1 υπηρετούντες κατά την δημοσίευσιν του παρόντος εις ΟΤΑ των οποίων το προσωπικόν υπάγεται εις τας διατάξεις του πρώτου μέρους δύνανται τη αιτήσει των υποβαλλομένη εντός τριμήνου από της ισχύος του κώδικος να κατατάσωνται με τον ον κέκτηνται βαθμόν εις προσωρινάς θέσεις κλάδου ΑΤ1, συνιστωμένας δια του παρόντος, εφ` όσον κέκτηνται τα προσόντα της παρ. 2 του άρθρου 41 του παρόντος κώδικος. Ούτοι εξελίσσσονται βαθμολογικώς μέχρι του τελευταίου ενιαίου βαθμού της θέσεώς των. Περί της ως άνω κατατάξεως εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου δημοσιευομένη εν περιλήψει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
4. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον συνιστώμεναι προσωριναί θέσεις καταργούνται άμα τη καθ` οιονδήποτε τρόπον εξόδω των κατατασσομένων εκ της υπηρεσίας, αι υπ` αυτών δε κατεχόμεναι των κλάδων ΜΕ1 παραμένουν κεναί.
5. Θέσεις επιστατών έργων επί βαθμοίς 10ω-6ω του προσωρινού κλάδου ΜΕ 20 καθίστανται θέσεις του κλάδου ΜΕ5 εργοδηγών, οι δε εις ταύτας υπηρετούντες κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος κατατάσσονται εις τον κλάδον ΜΕ5 με τον ον κέκτηνται βαθμόν. Περί της κατατάξεως εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, δημοσιευομένη εν περιλήψει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Άρθρον 331
Ειδική κατάταξις ενίων μονίμων υπαλλήλων εις κλάδους.
1. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες μόνιμοι ιατροί ΟΤΑ κατατάσσονται αυτοδικαίως με τον ον κέκτηνται βαθμόν εις κλάδον ΑΤ, εξελισσόμενοι περαιτέρω εντός της διαβαθμίσεως της θέσεώς των.
2. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες μόνιμοι υπάλληλοι ΟΤΑ, εις θέσεις διδασκάλων επαγγελματικής σχολής και μη κεκτημένοι τα υπό του άρθρου 80 παρ. 2 του παρόντος τυπικά προσόντα, κατατάσσονται αυτοδικαίως με τον ον κέκτηνται βαθμόν εις θέσεις κλάδου ΑΡ, εξεσισσόμενοι περαιτέρω μέχρι του 4ου βαθμού.
3. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες μόνιμοι υπάλληλοι ΟΤΑ εις θέσεις υπομηχανικών και μη κεκτημένοι το υπό των διατάξεων των άρθρων 57, 58, 59 οριζόμενον ειδικόν τυπικόν προσόν διορισμού κατατάσσονται αυτοδικαίως με τον ον κέκτηνται βαθμόν εις θέσεις κάδου ΜΕ, εξελισσόμενοι περαιτέρω εντός της διαβαθμίσεως της θέσεώς των.
4. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες μόνιμοι υπάλληλοι ΟΤΑ εις θέσεις υγειονοφυλάκων, παρασκευαστών μικροβιολογικού εργαστηρίου και αντιλυσσικού ορού και βοηθών ακτινολογικού εργαστηρίου, κατατάσσονται αυτοδικαίως, με τον ον κέκτηνται βαθμόν εις προσωρινάς θέσεις κλάδου ΜΕ, εξελισσόμενοι περαιτέρω εντός της διαβαθμίσεως της θέσεώς των.
5. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες μόνιμοι υπάλληλοι ΟΤΑ διορισθέντες εις θέσεις βοηθών γεωπόνων επί βαθμοίς 10ω-6ω και κεκτημένοι τα τυπικά προσόντα του κλάδου ΑΡ 13 κατατάσσονται αυτοδικαίως εις τον κλάδον τούτον με τον ον κέκτηνται βαθμόν. Οι μη κεκτημένοι τα τυπικά προσόντα του κλάδου ΑΡ 13 κατατάσσονται αυτοδικαίως με τον ον κέκτηνται βαθμόν εις προσωρινάς θέσεις κλάδου ΜΕ εξελισσόμενοι περαιτέρω εντός της διαβαθμίσεως της θέσεώς των.
6. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες αδιαβάθμιστοι βοηθοί ταμείου μη κεκτημένοι τα υπό του άρθρου 45 παρ. 3 τυπικά προσόντα κατατάσσονται εις συνιστωμένας αυτοδικαίως δια του παρόντος θέσεις του κλάδου ΜΕ 14 εις τον ον υπηρετούν ΟΤΑ επί βαθμοίς 10ω-6ω.
Η κατάταξις ενεργείται εις τον εισαγωγικόν βαθμόν της θέσεως εφαρμοζομένων περαιτέρω και των διατάξεων του άρθρου 149 του παρόντος κώδικος.
7. Περί της κατά τας προηγουμένας παραγράφους κατατάξεως εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, δημοσιευομένη εν περιλήψει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
8. Εις τας περιπτώσεις των παρ. 3, 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου ποσοστόν είκοσι τοις εκατόν (20%) των θέσεων προωθείται εις θέσεις 5ου ως 4ου βαθμού δια του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας. Εις ας περιπτώσεις δεν καθίσταται δυνατή η σύστασις των θέσεων τούτων κατά τα ανωτέρω, δύναται να συνιστάται μία θέσις επί βαθμοίς 5ω-4ω εφ` όσον αι υπό του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας προβλεπόμεναι θέσεις κατά κλάδον είναι εν τω συνόλω των δύο.
Άρθρον 332
Αυτοδικαία κατάταξις εισπρακτόρων και ρύθμισις ενίων περί αυτών θεμάτων.
1. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες αδιαβάθμιστοι μόνιμοι εισπράκτορες μη κεκτημένοι τα υπό του άρθρου 45 παρ. 3 τυπικά προσόντα κατατάσσονται εις συνιστωμένας αυτοδικαίως δια του παρόντος θέσεις του κλάδου ΜΕ 15, εις τον ον υπηρετούν ΟΤΑ επί βαθμοίς 10ω-6ω.
Η κατάταξις ενεργείται εις τον εισαγωγικόν βαθμόν της θέσεως εφαρμοζομένων περαιτέρω και των διατάξεων του άρθρου 149 του παρόντος κώδικος.
2. Περί της κατά την παρ. 1 κατατάξεως εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, δημοσιευομένη εν περιλήψει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
3. Αι καθ` οιονδήποτε τρόπον κενούμεναι θέσεις εξ ων προέρχονται οι κατά τας προηγουμένας παραγράφους κατατασσόμενοι καταργούνται.
4. Αι διατάξεις της παρ. 8 του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται και εν προκειμένω.
Άρθρον 333
Ενταξις προσωρινών εισπρακτόρων.
1. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες ως προσωρινοί δημοτικοί και κοινοτικοί ειπράκτορες, συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες εφεξής τριετή υπηρεσίαν εντάσσονται εις τας κατά το άρθρον 334 του παρόντος συνιστωμένας τακτικάς θέσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ανεξαρτήτως τυπικών προσόντων ως ακολούθως:
α) οι ασχολούμενοι με την είσπραξιν των εσόδων, ωρισμένου δήμου ή ωρισμένης κοινότητος εις τον οικείον οργανισμόν τοπικής αυτοδιοικήσεως,
β) οι ασχολούμενοι με την είσπραξιν των εσόδων πλειόνων δήμων και κοινοτήτων εις τον πολυπληθέστερον δήμον, και
γ) οι ασχολούμενοι με την είσπραξιν εσόδων πλειόνων κοινοτήτων εις την πολυπληθεστέραν κοινότητα, ης το προσωπικόν υπάγεται εις τας διατάξεις του Α` μέρους του παρόντος και εν ελλείψει τοιαύτης εις την πολυπληθεστέραν κοινότητα της περιφερείας του ταμείου, διεπομένην εις την περίπτωσιν ταύτην, ως προς τους εισπράκτορας, υπό των διατάξεων του πρώτου μέρους.
2. Δια την κατά τας διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου συμπλήρωσιν της τριετίας υπολογίζεται και άπασα η καθ` οιονδήποτε τρόπον, επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου προσφεθείσα προς το δημόσιον, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως προϋπηρεσία, εφ` όσον αύτη έχει διανυθή μετά των τυπικών προσόντων της εις ην η ένταξις θέσεως. Ειδικώς δια τον υπολογισμόν της διανυθείσης επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου προϋπηρεσίας, δέον όπως αύτη αναγνωρίζεται απαραιτήτως ως συντάξιμος υπό της οικείας
περί των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως νομοθεσίας.
3. Οι ανωτέρω μέχρι της εντάξεως των διέπονται υπό των μέχρι της ισχύος του παρόντος κειμένων περί αυτών διατάξεων.
Άρθρον 334
Σύστασις θέσεων.
1. Εντός εξαμήνου από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος τα κατά τας διατάξεις αυτού αρμόδια προς σύστασιν θέσεων εισπρακτόρων όργανα υποχρεούνται να προέλθουν εις την σύστασιν των απαιτουμένων θέσεων κλάδου ΜΕ 15 επί βαθμοίς 10ω-6ω προς ένταξιν των κατά το άρθρον 333 του παρόντος υπηρετούντων προσωρινών εισπρακτόρων, προκειμένου δε περί δήμων εχόντων ιδίαν ταμειακήν υπηρεσίαν, συνιστώνται δια του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας θέσεις κλάδου ΜΕ 1 επί βαθμοίς 10ω-6ω προς ένταξιν των κατά το άρθρον 333 υπηρετούντων εις αυτούς προσωρινών εισπρακτόρων.
2. Η ένταξις ενεργείται, ανεξαρτήτως ηλικίας και τυπικών προσόντων επί τη βάση των ουσιαστικών προσόντων, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, υποβαλλομένης εντός εξαμήνου από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος δια τους συμπληρώσαντας κατά την έναρξιν της ισχύος αυτού διετή υπηρεσίαν, άλλως από της συμπληρώσεως τοιαύτης υπηρεσίας, δι` αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου, “εγκρινομένης υπό του νομάρχου”, κατόπιν συμφώνου γνωμοδοτήσεως του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και δημοσιευομένης δια της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.
3. Η ένταξις γίνεται εις τον εισαγωγικόν βαθμόν της θέσεως, δύναται όμως να γίνη και εις ανώτερον τούτου και πάντως ουχί περά του 6ου βαθμού, εφ` όσον ο εντασσόμενος έχει χρόνον υπηρεσίας ίσον τουλάχιστον προς τον απαιτούμενον κατά τας οικείας περί προαγωγών διατάξεις δια την μέχρι του ανωτέρου τούτου βαθμού προαγωγικήν εξέλιξιν του. Ο τυχόν πλεονάζων χρόνος μετά την κατά τα ανωτέρω ένταξιν λογίζεται ως διανυθείς εις τον ον ενταχθήσεται έκαστος βαθμόν. Η κατά την παράγραφον 2 του άρθρου 333 του παρόντος προϋπηρεσία υπολογίζεται δια την κατά τα ανωτέρω ένταξιν.
4. Οι ούτω εντασσόμενοι τίθενται εις το αριστερόν των υπηρετούντων ομοιοβάθμων των και δεν δύναται να κριθούν δια τον επόμενον βαθμόν πριν ή ούτοι συμπληρώσουν τον προς προαγωγήν απαιτούμενον χρόνον. Η μεταξύ των, επί τω αυτώ βαθμώ, εντασσομένων σειρά αρχαιότητος καθορίζεται υπό του οικείου ως άνω υπηρεσιακού συμβουλίου επί τη βάσει του χρόνου της υπολογιζομένης προς ένταξιν υπηρεσίας αυτών.
Άρθρον 335
Κατάργησις κενουμένων θέσεων προσωρινών εισπρακτόρων.
Οι κατά τας διατάξεις των άρθρων 333 και 334 του παρόντος εντασσόμενοι εις τον κλάδον ΜΕ 15 καθίστανται από της εντάξεώς των δημοτικοί ή κοινοτικοί υπάλληλοι διεπόμενοι εφ` εξής υπό των περί εισπρακτόρων ΟΤΑ διατάξεων του παρόντος. Αι κενούμεναι συνεπεία της εντάξεως θέσεως προσωρινών εισπρακτόρων καταργούνται.
Άρθρον 336
Μετάταξις υπαλλήλων.
Δια τους κατά την δημοσίευσιν του Ν. 697/1977 “περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις την κατάστασιν των υπαλλήλων των ΟΤΑ” υπηρετούντας υπαλλήλους, δεν ισχύουν οι περιορισμοί των περιπτώσεων α, γ, δ και ε της παραγράφου 1 του άρθρου 135 του παρόντος κώδικος. Εκ των υπαλλήλων τούτων οι κεκτημένοι τον 5ον ή 4ον βαθμόν της πρώην Β` κατηγορίας μετατασσόμενοι καταλαμβάνουν αντιστοίχους προσωρινάς θέσεις λογιζομένας ως συνιστωμένας αυτοδικαίως, άμα τη μετατάξει των. Αι τοιαύται θέσεις άμα τη καθ` οιονδήποτε τρόπον κενώσει αυτών καταργούνται. Λήξις της ισχύος της παρούσης διατάξεως ορίζεται η 21η Σεπτεμβρίου
1981.
Άρθρον 337
Μισθολογική προαγωγή των μισθολογικώς εξελισσομένων υπαλλήλων ΟΤΑ.
1. Οι υπάλληλοι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, οι υπαγόμενοι εις τον Α.Ν. 610/1945 “περί μισθολογικής εξελίξεως των γραφέων των κεντρικών εν γένει υπηρεσιών των Υπουργείων και άλλων τινών διατάξεων” και μη ενταγέντες δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11 του Ν.Δ 689/1970 “περί ρυθμίσεως θεμάτων του προσωπικού των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως” διατηρηθεισών εν ισχύϊ δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 125 παρ. 34 του Ν.Δ. 1140/1972 εξελίσσονται μισθολογικώς από 1ης Ιουνίου 1978 μέχρι και του 4ου βαθμού.
2. Οι κατ` εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 181 του Β.Δ. 406/1963 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου των διατάξεων του Νόμου 1726/1951, περί κώδικος καταστάσεων των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων, ως ετροποποιήθησαν και συνεπληρώθησαν”, διατηρηθέντες εν υπηρεσία υπάλληλοι των αυτών ως ανωτέρω οργανισμών, εξελίσσονται μισθολογικώς, οι μεν κεκτημένοι 19ετη υπηρεσία εις τον μισθόν του 6ου βαθμού, οι δε 25ετή τοιαύτην εις τον μισθόν του 5ου βαθμού.
Άρθρον 338
Κώλυμα προαγωγής ενταγμένων ή επανενταγμένων υπαλλήλων ΟΤΑ.
1. Οι δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 2 περ. γ` του Ν.Δ 4541/1966 και 3 του Ν. 4464/65 “περί τροποποιήσεως διατάξεων του υπαλληλικού κώδικος κλπ.” ενταχθέντες υπάλληλοι ΟΤΑ, τίθενται εις το αριστερόν των υπηρετούντων ομοιοβάθμων των και δεν δύναται να κριθούν δια τον 5ον βαθμόν πριν ή αποκτήσουν δικαίωμα κρίσεως δια τον βαθμόν τούτον οι κατά την έναρξιν της ισχύος του ανωτέρω Ν. Δ/τος ανώτεροι ή αρχαιότεροί των.
2. Οι κατά τας διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 2 του Ν.Δ. 689/1970 και 2 παρ. 5-9 του Ν.Δ. 169/1969 ενταγέντες ή επανενταγέντες υπάλληλοι ΟΤΑ, τίθενται εις το αριστερόν τόσον των κατά τον χρόνον της εντάξεως ή επανεντάξεώς των υπηρετούντων ομοιοβάθμων των, όσον και των εις τον βαθμόν εις τον οποίον ενετάγησαν προαχθέντων μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1969 τακτικών υπαλλήλων, και δεν δύνανται να κριθούν δια τον επόμενον βαθμόν πριν ή αποκτήσουν δικαίωμα κρίσεως δια τον βαθμόν τούτον οι κατά τα ανωτέρω αρχαιότεροί των.
3. Οι κατά τας διατάξεις των άρθρων 3 του Ν.Δ. 287/1974 “περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών προσωπικού του Δημοσίου των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ” και 3 του Ν.Δ. 125/1973 “περί τροποποιήσεως διατάξεων τινών του Υπαλληλικού Κώδικος” ενταχθέντες υπάλληλοι ΟΤΑ διατηρούν την μεταξύ των σειράν αρχαιότητος και τίθενται εις το αριστερόν των υπηρετούντων ομοιοβάθμων των, δεν δύνανται δε να κριθούν δια τον 5ον βαθμόν πριν ή αποκτήσουν δικαίωμα κρίσεως δια τον βαθμόν τούτον οι κατά την 1ην Αυγούστου 1973 χρονολογία ενάρξεως της ισχύος του Ν.Δ. 125/73 ανώτεροι ή αρχαιότεροί των.
4. Οι κατά το άρθρον 7 του Ν.Δ. 287/74 επανενταχθέντες υπάλληλοι εις τον βαθμόν τον οποίον εκέκτηντο διατηρούν την σειράν αρχαιότητος, την οποίαν είχαν τόσον μεταξύ των όσον και έναντι των υπηρετούντων κατά την 1ην Αυγούστου 1973 ομοιοβάθμων των.
Οι επανενταχθέντες εις βαθμόν ανώτερον εκείνου τον οποίον εκέκτηντο,διατηρούν την μεταξύ των σειράν αρχαιότητος και τίθενται εις το αριστερόν των κατά την 1ην Αυγούστου 1973 υπηρετούντων ομοιοβάθμων των, δεν δύνανται δε να κριθούν δια τον 5ον βαθμόν πριν ή αποκτήσουν δικαίωμα κρίσεως δια τον βαθμόν τούτον οι κατά την 1ην Αυγούστου 1973 ανώτεροι ή αρχαιότεροί των.
Άρθρον 339
Προβάδισμα υπαλλήλων.
Υπάλληλοι ανήκοντες εις την πρώτην Α` κατηγορίαν και έχοντες καταταγεί εις κλάδους ΑΡ εξομοιούνται ως προς το προβάδισμα με τους υπαλλήλους των κλάδων ΑΤ.
Άρθρον 340
Πειθαρχικαί διατάξεις.
1. Πειθαρχικά αδικήματα, τελεσθέντα προ της ισχύος του παρόντος κώδικος και μήπω οριστικώς εκδικασθέντα, διέπονται υπ` αυτού κατά τας διαδικαστικάς διατάξεις.
2. Υπό του παρόντος διέπονται και αι εκκρεμείς συνεπεία εφέσεων ή προσφυγών δίκαι, κατά προεκδοθεισών πειθαρχικών αποφάσεων.
Άρθρον 341
Κατάργησις θέσεων νομικών συμβούλων Δήμου Θεσσαλονίκης.
Αι εν τω Δήμω Θεσσαλονίκης θέσεις νομικού συβμούλου επί βαθμώ και αποδοχαίς παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και των Βοηθών αυτού επί βαθμώ και αποδοχαίς δικαστικού αντιπροσώπου Α` τάξεως, καταργούνται άμα τη καθ` οιονδήποτε τρόπω εξόδω εκ της υπηρεσίας των κατεχόντων ταύτας, μετατρεπομένων εις θέσεις δικηγόρων επί μηνιαία αντιμισθία κατά τας διατάξεις του παρόντος κώδικος.
Άρθρον 342
Μισθολογική προαγωγή υπαλλήλων κλάδων ΣΕ εις τον 6ον βαθμόν.
Επί μίαν τριεσίαν από της ισχύος του παρόντος, ο, κατά την παρ. 1 του άρθρου 148 χρόνος εξαετούς υπηρεσίας μειούται εις το ήμισυ.
Άρθρον 343
Χρόνος προαγωγής εις τον 9ον βαθμόν υπαλλήλων περιωρισμένης διαβαθμίσεως κατά την έναρξιν ισχύος του κώδικος
Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες κοινοτικοί γραμματείς ειδικής περιωρισμένης διαβαθμίσεως κατέχοντες τον 10ον βαθμόν και έχοντες συνολικήν πραγματικήν υπηρεσίαν πέραν της εικοσαετίας κρίνονται προς προαγωγήν εις τον επόμενον βαθμόν ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας εις τον 10ον βαθμόν. Οι εκ τούτων μη έχοντες την κατά τα ανωτέρω πραγματικήν υπηρεσίαν κρίνονται προς προαγωγήν εις τον επόμενον βαθμόν άμα τη συμπληρώσει της υπηρεσίας ταύτης ή δύο και ημίσεος ετών εις τον 10ον βαθμόν.
Άρθρον 344
Ενταξις τεχνολόγων υπαλλήλων.
1. Οι μετά την έναρξιν της ισχύος του Π.Δ. 1172/77 “περί ρυθμίσεως θεμάτων κατατάξεως των θέσεων τακτικού προσωπικού των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των παρ` αυτοίς Ιδρυμάτων και Νομικών Προσώπων εις κλάδους διαβαθμίσεως τούτων και καθορισμού των ειδικών προσόντων διορισμού εις τας θέσεις ταύτας” διορισθέντες υπάλληλοι επί βαθμώ 9ω των κλάδων ΑΡ3 τεχνολόγων πολιτικών μηχανικών, ΑΡ4 τεχνολόγων μηχανολόγων ή ηλεκτρολόγων μηχανικών και ΑΡ5 τεχνολόγων τοπογράφων μηχανικών, περί ων τα άρθρα 57, 58 και 59 αντιστοίχως του παρόντος κώδικος και κεκτημένοι πτυχίον ανωτέρας σχολής υπομηχανικών τετραετούς φοιτήσεως επανεντάσσονται βάσει του χρόνου υπηρεσίας όστις έχει διανυθεί από του διορισμού των και εφ` εξής με εισαγωγικόν βαθμόν τον 8ον και εις βαθμόν ανάλογον του ανωτέρω χρόνου και πάντως ουχί πέραν του 6ου βαθμού.
2. Ο τυχόν πλεονάζων χρόνος κατόπιν της, κατά την προηγουμένην παράγραφον ένταξιν λογίζεται ως διανυθείς εις τον εις ον ενταχθήσεται έκαστος βαθμόν και λαμβάνεται υπ` όψιν δια περαιτέρω προαγωγικήν ή μισθολογικήν εξέλιξιν αυτών.
3. Οι, κατά το παρόν άρθρον εντασσόμενοι διατηρούν την μεταξύ των σειράν αρχαιότητος και καθίστανται αρχαιότεροι πάντων των μετά την έναρξιν ισχύος του Π.Δ. 664/1979 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών του Π.Δ. 1172/1977” διορισθέντων.
Άρθρον 345
Ενταξις γραμματέων επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου κοινοτήτων, ων το προσωπικό υπάγεται εις τας διατάξεις του πρώτου μέρους του κώδικος.
1. Οι, κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάλληλοι εκτελούντες επί 3ετίαν καθήκοντα γραμματέων κοινοτήτων, ων το προσωπικόν διέπεται υπό των διατάξεων του πρώτου μέρους του κώδικος, εντάσσονται εις κενάς θέσεις κοινοτήτων κλάδου ΜΕ1.
2. Η ένταξις ενεργείται ανεξαρτήτως ηλικίας επί τη βάσει των ουσιαστικών και των λοιπών απαιτουμένων προς διορισμόν γενικών και ειδικών τυπικών προσόντων, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, υποβαλλομένης εντός εξαμήνου αποκλειστικής προθεσμίας από της ισχύος του παρόντος, δι` αποφάσεως του οικείου κοινοτικού συμβουλίου, εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3. Η ένταξις γίνεται εις τον εισαγωγικόν βαθμόν της θέσεως ή και εις ανώτερον τούτου και πάντως ουχί πέραν του 6ου βαθμού εφ` όσον ο εντασσόμενος έχει χρόνον υπηρεσίας ίσον του προς τούτο απαιτουμένου κατά τας οικείας περί προαγωγής διατάξεις.
Δια την κατά τα ανωτέρω ένταξιν υπολογίζεται και άπασα η καθ` οιονδήποτε τρόπον επί σχέσει δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου προσφερθείσα προς το Δημόσιον, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους ΟΤΑ συντάξιμος υπηρεσία.
Ο τυχόν πλεονάζων εις τον εις ον η ένταξις βαθμόν χρόνος υπηρεσίας υπολογίζεται δια πάσαν περαιτέρω βαθμολογικήν ή μισθολογικήν εξέλιξιν.
4. Κατ` εξαίρεσιν των ανωτέρω οριζομένων οι στερούμενοι των απαιτουμένων γραμματικών προσόντων δύνανται να ενταχθούν ή προαχθούν αλλά εις βαθμόν ουχί ανώτερον του 7ου.
Άρθρον 346
Ενταξις γραμματέων επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου κοινοτήτων, ων το προσωπικόν υπάγεται εις τας διατάξεις του δευτέρου μέρους του κώδικος.
1. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου γραμματείς κοινοτήτων, ων το προσωπικόν διέπεται υπό των διατάξεων του κεφαλαίου Α` του δευτέρου μέρους του κώδικος και προσληφθέντες μέχρι και της 1ης Ιανουαρίου 1977 εντάσσονται εις τας επί βαθμοίς 12ω έως και 9ω οργανικάς θέσεις των ως άνω κοινοτήτων.
2. Η ένταξις ενεργείται ανεξαρτήτως ηλικίας επί τη βάσει των ουσιαστικών και λοιπών γενικών και ειδικών τυπικών προσόντων, πλην των γραμματικών γνώσεων, των απαιτουμένων δια τον διορισμόν εις τας ως άνω θέσεις, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, υποβαλλομένης εντός τριμήνου αποκλειστικής προθεσμίας από της ισχύος του παρόντος, δι` αποφάσεως του οικείου κοινοτικού συμβουλίου, εκδιδομένης μετά προηγουμένην σύμφωνον γνώμην του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3. Η ένταξις γίνεται εις τον εισαγωγικόν βαθμόν της θέσεως, δυναμένης όμως ταύτης, μετ` εκτίμησιν των ουσιαστικών προσόντων του εντασσομένου υπαλλήλου, να γίνη και εις ανώτερον βαθμόν, εάν ούτος έχη χρόνον υπηρεσίας ίσον ή ανώτερον του απαιτουμένου προς προαγωγήν κατά τας διατάξεις του άρθρου 235 του παρόντος.
Δια την κατά τα ανωτέρω ένταξιν υπολογίζεται και άπασα η καθ` οιονδήποτε τρόπον επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου προσφερθείσα προς το Δημόσιον, τα ΝΠΔΔ και τους ΟΤΑ, συνταξίμου προϋπηρεσίας. Ο τυχόν πλεονάζων χρόνος εις τον εις ον η ένταξις βαθμόν χρόνος υπηρεσίας υπολογίζεται δια πάσαν περαιτέρω βαθμολογικήν εξέλιξιν.
4. Δια την πληρωμήν των αποδοχών των ανωτέρω εντασσομένων γραμματέων εφαρμόζονται αι διατάξεις των άρθρων 212 και 313 του κώδικος, εις δε τους προϋπολογισμούς των κοινοτήτων εις ας ούτοι εντάσσονται εγγράφονται υποχρεωτικώς τα χρηματικά ποσά, τα οποία ενεγράφησαν δια την πληρωμήν των υπαλλήλων αυτών δια το έτος 1981.
Άρθρον 347
Υπηρεσιακή κατάστασις κλητήρων-θυρωρών-γενικών καθηκόντων κοινοτήτων πληθυσμού κάτω των 2.000 κατοίκων.
1. Αι κατά την έναρξιν του παρόντος κεναί και αι εκάστοτε κενούμεναι θέσεις κλητήτων-θυρωρών-γενικών καθηκόντων κοινοτήτων, των εχουσών, βάσει της επισήμου απογραφής, πληθυσμόν μέχρι 2.000 καταργούνται.
2. Οι υπηρετούντες εις τας ως άνω διεβαθμισμένας ή μη θέσεις, διατηρούνται εν τη υπηρεσία μέχρι της καθ` οιονδήποτε τρόπον αποχωρήσεώς των.
Οι εκ τούτων αποχωρούντες εκ της υπηρεσίας τη αιτήσει των, υποβαλλομένη εντός εξαμήνου από της ισχύος του παρόντος, μη κεκτημένοι καθ` οιονδήποτε τρόπον τας προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεώς των, δικαιούνται αποζημιώσεως ίσης προς τας αποδοχάς δύο μηνών δι` εκάστην συμπεπληρωμένην διετίαν.
Δια τους ανωτέρω αποχωρούντας η αποζημίωσις δεν δύναται να είναι μικροτέρα των αποδοχών των πέντε μηνών ουδέ μεγαλυτέρα των αποδοχώντων δέκα τεσσάρων μηνών.
Άρθρον 348
Υπολογισμός πλεονάζοντος χρόνου εις ενταγέντας υπαλλήλους βάσει του νόμου 292/1976
Δια τους ενταγέντας βάσει των διατάξεων του άρθρου 5 του Ν. 292/76 “περί ρυθμίσεως θεμάτων καταστάσεως κοινοτικών γραμματέων μη υπαγομένων εις τας διατάξεις του Α` Βιβλίου του Ν.Δ. 1140/72” υπαλλήλους ο τυχόν πλεονάζων χρόνος μετά την ως άνω ένταξιν εις τον 12ον ή 11ον βαθμόν λογίζεται ως διανυθείς εις τον εις ον έκαστος ενετάγη βαθμόν και λαβμάνεται υπ` όψιν δια την περαιτέρω προαγωγικήν αυτών εξέλιξιν. Η ισχύς των ανωτέρω διατάξεων άρχεται αναδρομικώς από της ισχύος του Ν. 292/76.
Άρθρον 349
Ενταξις δημοτικών υπαλλήλων επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου εις θέσεις κλάδου ΜΕ 15
1. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος κώδικος υπηρετούντες υπάλληλοι επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου εις δήμους πληθυσμού άνω των 30.000 και εκτελούντες καθήκοντα εισπρακτόρων τουλάχιστον επί οκτώ (8) έτη εντάσσονται εις ους δήμους ούτοι υπηρετούν εις αυτοδικαίως δια του παρόντος συνιστωμένας θέσεις κλάδου ΜΕ 15 επί βαθμοίς 10ω-6ω.
2. Η ένταξις ενεργείται ανεξαρτήτως ηλικίας επί τη βάσει των ουσιαστικών και των λοιπών απαιτουμένων προς διορισμόν γενικών και ειδικών τυπικών προσόντων, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, υποβαλλομένης εντός εξαμήνου αποκλειστικής προθεσμίας από της ισχύος του παρόντος, δι` αποφάσεως του οικείου προς διορισμόν οργάνου, εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Η ένταξις γίνεται εις τον εισαγωγικόν βαθμόν της θέσεως ή και εις ανώτερον τούτου και πάντως ουχί πέραν του 6ου βαθμού, εφ` όσον ο
εντασσόμενος έχει χρόνον υπηρεσίας ίσον ή ανώτερον του προς τούτο απαιτουμένου κατά τας οικείας περί προαγωγής διατάξεις.
Δια την κατά τα ανωτέρα ένταξιν υπολογίζεται και άπασα η καθ` οιονδήποτε τρόπον επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου προσφερθείσα προς το Δημόσιον, τα ΝΠΔΔ και τους ΟΤΑ συντάξιμος υπηρεσία.
3. Ο τυχόν πλεονάζων εις τον εις ον η ένταξις βαθμόν χρόνος υπηρεσίας υπολογίζεται δια πάσαν περαιτέρω βαθμολογικήν ή μισθολογικήν εξέλιξιν.
4. Η εν εκάστω βαθμώ αρχαιότης των εντασσομένων λογίζεται δια πάσαν περίπτωσιν από της δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δημοσιεύσεως της περί εντάξεως πράξεως, η δε σειρά μεταξύ των επί τη αυτώ βαθμώ εντασσομένων καθορίζεται υπό του υπηρεσιακού συμβουλίου επί τη βάσει του χρόνου υπηρεσίας αυτών επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου.
5. Οι ούτω εντασσόμενοι τίθενται εις το αριστερόν των ήδη υπηρετούντων ομοιοβάθμων των και δεν δύνανται να κριθούν δια τον επόμενον βαθμόν πριν ή αποκτήσουν δικαίωμα κρίσεως δια τον βαθμόν
Άρθρον 350
Καταργούμεναι διατάξεις
Πάσα γενική ή ειδική διάταξις αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος κώδικος ή άλλως ρυθμίζουσα τα υπό τούτου διεπόμενα θέματα καταργείται.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 31 Ιουλίου 1981
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ