Νόμος 1366 ΦΕΚ Α΄81/22.6.1983
Τροποποιήσεις διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα των Δικηγόρων , ρύθμιση θεμάτων της Δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Άρθρο 1
Ο τίτλος του Α’ Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: “Προσβολές του πολιτεύματος”.
Άρθρο 2
1. Στο άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα τίθεται ο εξής τίτλος: “Εσχάτη προδοσία”.
2. Η περίπτωση γ του εδαφίου Β της παραγράφου 1 του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα καταργείται.
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα λαμβάνει τον αριθμό 3 και προστίθεται νέα παράγραφος 2 που έχει ως εξής:
“2. Με ισόβια η πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται, όποιος εκτός από την περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου α επιχειρεί με βία η απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει η να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού, β) επιχειρεί με τα μέσα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και με τρόπο πρόσφορο να διαταράξει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, να αποστερήσει ή να παρακωλύσει τη βουλή, την κυβέρνηση ή τον Πρωθυπουργό από την ενάσκηση της εξουσίας που τους παρέχει το Σύνταγμα ή να τους εξαναγκάσει να εκτελέσουν η να παραλείψουν πράξεις που απορρέουν από την εξουσία αυτή, γ) ασκεί η άσκησε την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέλαβε με τους τρόπους και τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό”.
Άρθρο 3
Μετά το άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται νέο άρθρο με τον αριθμό 134α και το οποίο έχει ως εξής:
“Άρθρο 134α.
Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος
Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος θεωρούνται στο πλαίσιο του προηγούμενου άρθρου: α) η ανάδειξη με εκλογή του Αρχηγού του Κράτους, β) το δικαίωμα του λαού να εκλέγει τη Βουλή με γενικές, άμεσες, ελεύθερες, ίσες και μυστικές ψηφοφορίες μέσα στα συνταγματικά χρονικά πλαίσια, γ) το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, δ) η αρχή του πολυκομματισμού, ε) η αρχή της διάκρισης των εξουσιών όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα, στ) η αρχή της δέσμευσης του μεν νομοθέτη από το Σύνταγμα, της δε εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας από το Σύνταγμα και τους νόμους, ζ) η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και η) η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα”.
Άρθρο 4
Μετά το άρθρο 134α, που προστίθεται στον Ποινικό Κώδικα με τη διάταξη του προηγούμενου άρθρου, τίθεται και άρθρο 134β, το οποίο έχει ως εξής:
“Άρθρο 134β
Δεν τιμωρούνται ως συμμέτοχοι στις πράξεις του άρθρου 134 δημόσιοι υπάλληλοι η λειτουργοί οι οποίοι άσκησαν τα καθήκοντά τους όσο διήρκεσε ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας ή η παράνομη κατάλυση, μεταβολή η αδράνεια του δημοκρατικού πολιτεύματος, εφόσον η άσκηση των καθηκόντων τους ήταν αναγκαία αποκλειστικά για τη συνέχιση της λειτουργίας του κράτους και δεν έγινε με σκοπό της διατήρηση της εξουσίας από τους σφετεριστές της”.
Άρθρο 5
Το άρθρο 135 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 135
Προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας
1. Όποιος δημόσια ή με τη διάδοση εγγράφων, εικόνων η παραστάσεων εκ προθέσεως προκαλεί η προσπαθεί να διεγείρει άλλους στο να επιχειρήσουν πράξεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 134 τιμωρείται με κάθειρξη.
2. Όποιος συνωμοτεί με άλλον με σκοπό να προβούν στην εκτέλεση πράξης από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 134 ή με συνεννοήσεις με ξένη κυβέρνηση προπαρασκευάζει την εκτέλεση μιας από αυτές τις πράξεις, τιμωρείται με κάθειρξη.
3. Οποιαδήποτε άλλη εκ προθέσεως προπαρασκευαστική ενέργεια μιας από τις αναφερόμενες στο άρθρο 134 πράξεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
4. Συνομωσία υπάρχει όταν δυο η περισσότεροι συναποφασίσουν την τέλεση πράξης εσχάτης προδοσίας ή αναλάβουν αμοιβαία υποχρέωση για την τέλεση τέτοιας πράξης”.
Άρθρο 6
Μετά το άρθρο 135 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται νέο άρθρο με αριθμό 135α, το οποίο έχει ως εξής:
“Άρθρο 135α.
Προσβολές κατά της ζωής φορέων πολιτειακών λειτουργημάτων
Όποιος αποπειράται να θανατώσει τον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους ή αρχηγό κόμματος που αναγνωρίζεται από τον Κανονισμό της Βουλής τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη”.
Άρθρο 7
Το άρθρο 136 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: ”
Άρθρο 136.
Στις περιπτώσεις του άρθρου 135 το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει μαζί με την ποινή της φυλάκισης και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρο 61). Αν αυτός που καταδικάστηκε είναι αλλοδαπός το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την απέλασή του από το κράτος (άρθρο 74)”.
Άρθρο 8
Το άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 137
1. Στις περιπτώσεις του άρθρου 134 παράγραφοι 1 και 2 και 135 ο δράστης μένει ατιμώρητος αν οικειοθελώς παρεμπόδισε την επέλευση του αποτελέσματος που επιδίωκε με την πράξη του.
2. Αν στις περιπτώσεις του άρθρου 134 ο δράστης συνετέλεσε αποφασιστικά στην αποκατάσταση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος τιμωρείται με ποινή μειωμένη. Το δικαστήριο όμως μπορεί, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, να κρίνει την πράξη του ατιμώρητη.
Άρθρο 9
Ο νόμος 774/1978 “περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος” καταργείται.
Άρθρο 10
Η παράγραφος 2 του άρθρου 187 του Ποινικού κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: “2. Όποιος συμφωνεί ή ενώνεται με άλλον για να διαπράξουν ένα η περισσότερα πλημμελήματα, για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, τιμωρείται με φυλάκιση”.
Άρθρο 11
Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 471 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο που το κείμενό του έχει ως εξής:
“Σε κάθε περίπτωση που ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να αποφασίσει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης αυτής, ύστερα από αίτηση του καταδικασμένου”.
Άρθρο 12
Το Ν.Δ. 4000/1959 “περί καταστολής αξιοποίνων τινών πράξεων και συμπληρώσεως του άρθρου 6 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας” καταργείται.
Επίσης καταργούνται οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 384α του Ποινικού Κώδικα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τροποποίηση διατάξεων του Ν.Δ. 3026/1954 “Περί του Κώδικος των Δικηγόρων”.
Άρθρο 13
Το άρθρο 21 του Ν.Δ. 3026/1954 “Περί του Κώδικος των Δικηγόρων» όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 3790/1957 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεών τίνων του Κώδικος περί Δικηγόρων”, του άρθρου 3 και της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Α.Ν. 42/1967 “περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ν.Δ. 3026/1954 “περί Κώδικος των Δικηγόρων”, του άρθρου 11 του Ν. 1093/1980 “περί τροποποιήσεως διατάξεων του Κώδικος περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1982 “για την ανασύνταξη των μητρώων των δικηγορικών συλλόγων του Κράτους “, αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 21
1. α) Μετάθεση δικηγόρων επιτρέπεται με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23, όπως τροποποιήθηκε από την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νόμου 3466/1955 “περί παροχής εξουσιοδοτήσεως προς έκδοσιν Β.Δ/τος “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί του καταστατικού του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών ισχυουσών διατάξεων και άλλων τινών διατάξεων”. Κατεξαίρεση επιτρέπεται η μετάθεση δικηγόρων, συζύγων δικηγόρων, για να συνυπηρετήσουν στο ίδιο Πρωτοδικείο, χωρίς να απαιτείται η οριζόμενη από την παραπάνω διάταξη συμπλήρωση διετίας στο Δικηγορικό Σύλλογο, από τον οποίο ζητείται η μετάθεση. Η μετάθεση δικηγόρου ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη των διοικητικών συμβουλίων των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων. Δικηγορικός Σύλλογος μπορεί να γνωμοδοτήσει κατά της μετάθεσης, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ειδικά και να αιτιολογούνται στη γνωμοδότησή του. Η γνωμοδότηση υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης μέσα σε 45 ημέρες από την ημέρα που θα περιέλθει στο Δικηγορικό Σύλλογο το σχετικό έγγραφο ερώτημα του Υπουργείου.
Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκδίδει την απόφασή του και χωρίς τις απαιτούμενες παραπάνω γνωμοδοτήσεις η αν υποβληθεί εμπρόθεσμα μια από αυτές, εφόσον είναι σύμφωνη.
β) Η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 1128/1981 “περί προσωρινής κρατήσεως και άλλων τινών διατάξεων» εφαρμόζεται ανάλογα και για τους δικαστικούς υπαλλήλους συζύγους δικηγόρων.
Οι μετατιθέμενοι μ’ αυτόν τον τρόπο δικαστικοί υπάλληλοι στις γραμματείες των δικαστηρίων η Εισαγγελιών της έδρας του Πρωτοδικείου όπου υπηρετούν οι δικηγόροι σύζυγοί τους καταλαμβάνουν την πρώτη οργανική θέση που θα κενωθεί με την μετάθεσή τους.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 83 δεν επιτρέπεται ο επαναδιορισμός δικηγόρου, που παραιτήθηκε από το δικηγορικό λειτούργημα ή που απέβαλε τη δικηγορική ιδιότητα λόγω ποινής ή εκκαθάρισης του μητρώου. Επίσης δεν επιτρέπεται να διορισθούν ή επαναδιορισθούν δικηγόροι οι δημόσιοι διοικητικοί υπάλληλοι, οι στρατιωτικοί υπάλληλοι, οι υπάλληλοι των σωμάτων ασφαλείας, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και οι συμβολαιογράφοι, μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία τους για οποιονδήποτε λόγο.
3. Κατεξαίρεση οι εξερχόμενοι από την υπηρεσία δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί μέχρι και του βαθμού του εφέτη, του αντεισαγγελέα εφετών, του παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι δικαστικοί σύμβουλοι των Ενόπλων Δυνάμεων εφόσον δεν διετέλεσαν Πρόεδροι Δευτ/θμίου Στρατιωτικού Δικαστηρίου και οι βοηθοί δικαστικοί σύμβουλοι Α`, οι πάρεδροι και δικαστικοί αντιπρόσωποι της Διοικήσεως, που προβλέπονται στο άρθρο 10 του Ν. 1256/1982 “για την πολυθεσία, πολυαπασχόληση κλπ.» έκτος από εκείνους που απολύονται εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος η εξέρχονται από την υπηρεσία λόγω πνευματικής ανικανότητας, μπορούν να διορίζονται ή να επαναδιορίζονται δικηγόροι, εφόσον δεν συντρέχει κώλυμα από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 26,62 και 63. Όσοι από τους διοριζόμενους ή επαναδιοριζόμενους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, διετέλεσαν πρόεδροι ή εισαγγελείς πρωτοδικών ή δικαστικοί σύμβουλοι των Ενόπλων Δυνάμεων ή επί πενταετία πρωτοδίκες, εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντεισαγγελείς πρωτοδικών, βοηθοί δικαστικοί σύμβουλοι Α`, δικαστικοί αντιπρόσωποι της Διοικήσεως, μπορούν να διορισθούν απευθείας δικηγόροι παρ` εφέταις, όσοι δε διετέλεσαν εφέτες η αντεισαγγελείς εφετών, πάρεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας και πάρεδροι της Διοικήσεως μπορούν απευθείας να διορισθούν δικηγόροι παρ` Αρείω Πάγω. Οι αναφερόμενοι στις παραπάνω διατάξεις δεν μπορούν, πριν παρέλθει πενταετία από την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, να διορισθούν η επαναδιορισθούν δικηγόροι η μετατεθούν, ούτε να ασκούν άμεσα ή έμμεσα το δικηγορικό λειτούργημα, στα δικαστήρια της περιφέρειας όπου υπηρετούσαν κατά το χρόνο της αποχώρησής τους από την υπηρεσία ή υπηρέτησαν κατά τα τελευταία δύο χρόνια πριν από αυτή, εκτός από εκείνους που σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διορίζονται δικηγόροι παρ` Αρείω Πάγω, οι οποίοι μπορούν να διορισθούν μετά παρέλευση τριετίας. Για την εφαρμογή της διάταξης του προηγουμένου εδαφίου οι περιφέρειες των δικαστηρίων Αθηνών και Πειραιώς θεωρούνται σαν μια περιφέρεια.
4. Για τη μετάθεση ή το διορισμό ή επαναδιορισμό δικηγόρων, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η αίτηση για το διορισμό η επαναδιορισμό των αναφερόμενων στην προηγούμενη παράγραφο υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από την αποχώρησή τους από την υπηρεσία. Στην αίτηση για μετάθεση επισυνάπτονται πιστοποιητικό του Δικηγορικού Συλλόγου από τον οποίο ζητείται η μετάθεση, ότι ο αιτών δικηγόρος είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο του Συλλόγου κατά το χρόνο που θα ενεργηθεί η μετάθεση, καθώς και κεκυρωμένο απόσπασμα της μερίδας του σ’ αυτό μαζί με σημείωση για την πειθαρχική του κατάσταση. Στην αίτηση για διορισμό ή επαναδιορισμό επισυνάπτονται πιστοποιητικό για τη δικαστική υπηρεσία του αιτούντος και προκειμένου για νομικό σύμβουλο, πάρεδρο και δικαστικό αντιπρόσωπο της Διοικήσεως για την υπηρεσία του στη Νομική Διεύθυνση Υπουργείου, καθώς και για το λόγο της εξόδου από τις παραπάνω αναφερόμενες υπηρεσίες, αντίγραφο του διατάγματος του διορισμού στις υπηρεσίες αυτές και όλα τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του Ν. 723/1977 “περί αντικαταστάσεως διατάξεών τίνων του Ν.Δ. 3026/1954 “περί του Κώδικος των Δικηγόρων» και άλλων τινών διατάξεων”, δικαιολογητικά, πλην του αντιγράφου του πανεπιστημιακού πτυχίου”.
Άρθρο 14
Το άρθρο 39 του Ν.Δ 3026/1954 αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 39
1. Έργο του δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και υπερασπίζει τον εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και ενώπιον κάθε αρχής και επιτροπής ειδικής δικαιοδοσίας, καθώς και των πειθαρχικών συμβουλίων, ενεργώντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα κάθε αναγκαία πράξη γι’ αυτό, καθώς και να παρέχει στον εντολέα του νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις. Η άσκηση του έργου αυτού ανήκει αποκλειστικά στο δικηγόρο. Επίσης είναι αποκλειστικό έργο του δικηγόρου η νομική επιμέλεια φορολογικών, δασμολογικών και διοικητικών γενικά υποθέσεων, καθώς και η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.
2. Κατεξαίρεση επιτρέπεται η αυτοπρόσωπη παράσταση του ενδιαφερομένου και η επιμέλεια των υποθέσεών του χωρίς δικηγόρο ενώπιον διοικητικών αρχών, εκτός αν ορίζει διαφορετικά ο νόμος.
3. Κατεξαίρεση επιτρέπεται στο διάδικο η παράσταση και ενέργεια χωρίς δικηγόρο: α) στις ποινικές υποθέσεις, πλην των ενώπιον του Αρείου Πάγου, του κακουργιοδικείου και του εφετείου, όταν δικάζει κακουργήματα, β) στις Ειρηνοδικειακές διαφορές, γ) ενώπιον κάθε δικαστηρίου ή δικαστικής υπηρεσίας για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου ιδίως για την άσκηση ενδίκων μέσων και τη διακοπή παραγραφής, Δ) σε διαδικαστικές πράξεις που επιχειρούνται στην αλλοδαπή, ε) στα εκκλησιαστικά δικαστήρια και στ) σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζουν οι νόμοι. Το δικαστήριο ή η ελληνική προξενική αρχή, αν το κρίνει αναγκαίο, μπορεί να υποχρεώσει το διάδικο ή τον ενδιαφερόμενο να διορίσει δικηγόρο ή δικολάβο για την υπεράσπιση της υπόθεσής του”.
Άρθρο 15
Το άρθρο 40 του Ν.Δ. 3026/1954 αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 40
1. Πρόσωπο, το οποίο, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, παρέχει τις υπηρεσίες που προβλέπονται στα άρθρα 39 και 42 ή προβαίνει στην έρευνα των βιβλίων των υποθηκοφυλακείων κατά παράβαση του άρθρου 41, διώκεται και τιμωρείται κατά τη διάταξη του άρθρου 175 του ποινικού Κώδικα και σε περίπτωση υποτροπής με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον πενήντα χιλιάδων δραχμών. Ως υποτροπή θεωρείται η εξακολούθηση της παροχής των παραπάνω υπηρεσιών μετά από κάθε καταδίκη. Στην περίπτωση της παροχής υπηρεσιών που προβλέπονται στο άρθρο 42 η παραπάνω ποινική κύρωση επιβάλλεται και αν δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου.
2. Κάθε ιδιώτης που αναλαμβάνει, χωρίς δικηγόρο ή με δικηγόρο της εκλογής του, ή εμφανίζεται ή διαφημίζει ότι αποδέχεται την επιμέλεια υποθέσεων ή άσκηση έργων, για τα οποία είναι αποκλειστικά αρμόδιος ο δικηγόρος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 39, 41 και 42, και αν στην περίπτωση του άρθρου 42 δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου, τιμωρείται ύστερα από έγκληση δικηγόρου ή δικηγορικού συλλόγου με τις ποινές που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο. Αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, την ίδια ποινική ευθύνη έχει ο εκπρόσωπος του.
3. Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος μπορεί να ζητήσει, με αίτηση που υποβάλλεται στο ειρηνοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, τη σφράγιση του γραφείου ή καταστήματος, όπου ασκούνται οι παράνομες ενέργειες, που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους.
4. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος δικαιούται πάντα να παρίσταται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ως πολιτικός ενάγων για την υποστήριξη της κατηγορίας”.
Άρθρο 16
Το άρθρο 1 του Ν. 1093/1980 αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 1
Στο Ν.Δ. 3026/1954 “περί του Κώδικος των Δικηγόρων προστίθεται άρθρο 63Α που έχει ως εξής:
“Άρθρο 63Α
1. Απαγορεύεται στο δικηγόρο να παρέχει νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή σε περισσότερους από έναν εντολείς, είτε αυτοί ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65/Α), είτε ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης απαγορεύεται στο δικηγόρο στον οποίο ανατίθενται αποκλειστικά ή συστηματικά υποθέσεις από εντολέα του δημοσίου τομέα ή που λαμβάνει πάγια περιοδική αμοιβή απ’ αυτόν να αναλαμβάνει υποθέσεις και από άλλο εντολέα του τομέα αυτού.
2. Η παροχή νομικών η δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή απαγορεύεται στους δικηγόρους α) που κατέχουν οποιαδήποτε έμμισθη θέση από αυτές που προβλέπει το άρθρο 62 παρ. 2 και 3 ή άλλες διατάξεις που επεκτείνουν την εφαρμογή του άρθρου αυτού και δεν επάγονται την αναστολή του λειτουργήματος του δικηγόρου και β) που λαμβάνουν από το Δημόσιο ή από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης σύνταξη ή άλλη οποιαδήποτε περιοδική παροχή που υπερβαίνει το βασικό μισθό δικηγόρου παρ` Αρείω Πάγω, με πάγια περιοδική αμοιβή κατά τους όρους του Κώδικα περί Δικηγόρων, χωρίς οποιαδήποτε προσαύξηση ή επίδομα εκτός της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.) Εξαιρούνται εκείνοι που λαμβάνουν συντάξεις αναπηρίας ή συντάξεις θυμάτων πολέμου ή ειρηνικής περιόδου ή λαμβάνουν ή επαύξησαν σύνταξη λόγω αποκατάστασής τους σε φορείς του δημόσιου τομέα από τους οποίους απολύθηκαν ή εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση κατά την περίοδο της δικτατορίας της 21.4.1967 καθώς και οι συνταξιούχοι τυφλοί του Ν. 612/1977. Η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για το δικηγόρο που παρέχει τις νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες του με πάγια περιοδική αμοιβή και διορίζεται σε θέση ειδικού συνεργάτη, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 παρ. 3 του Ν. 1320/1983 (ΦΕΚ 6/Α), ή μετέχει σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Ως προς τα μέλη του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού, καθώς του λοιπού επιστημονικού διδακτικού προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων εφαρμόζονται οι παρ. 6 έως 9 του άρθρου 13 του Ν. 1268/1982.
3. Οι απαγορεύσεις των παραγράφων 1 και 2 αργούν, όταν στο Δικηγορικό Σύλλογο, στην περιφέρεια του οποίου θα παρασχεθούν οι υπηρεσίες του δικηγόρου με πάγια περιοδική αμοιβή, όλοι οι δικηγόροι παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες ή κατέχουν οπωσδήποτε αμειβόμενη θέση ή λαμβάνουν σύνταξη ή άλλη περιοδική παροχή κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2. Η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων βεβαιώνεται από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο.
4. Δικηγόρος που έχει συμπληρώσει α) το 65ο έτος της ηλικίας του ή β) τις προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη σύνταξη από το Ταμείο Νομικών, δεν επιτρέπεται εφεξής να προσληφθεί για να παρέχει τις νομικές η δικηγορικές υπηρεσίες του με πάγια περιοδική αμοιβή σε οποιοδήποτε εντολέα. Το 65ο έτος θεωρείται ότι έχει συμπληρωθεί την 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους.
5. Δικηγόροι που προσφέρουν τις νομικές η δικηγορικές υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική αμοιβή σε υπηρεσίες, οργανισμούς, επιχειρήσεις και κάθε είδους νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 και υπάγονται η θα υπαχθούν για τις υπηρεσίες τους αυτές, κατά τις κείμενες διατάξεις, στην ασφάλιση του ασφαλιστικού οργανισμού που καλύπτει το προσωπικό του εντολέα τους, εκτός από εκείνους που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση αυτή με το άρθρο 12 του Ν. 1090/1980 αποχωρούν υποχρεωτικά και η σύμβασή τους λύνεται αυτοδικαίως αφότου θεμελιώσουν από τις παραπάνω υπηρεσίες του δικαίωμα για πλήρη σύνταξη κατά τη νομοθεσία που διέπει τον Οργανισμό αυτόν, εντός εάν προϋπόθεση για τη συνταξιοδότησή τους είναι να παύσουν να ασκούν το λειτούργημα του δικηγόρου. Στις περιπτώσεις αυτές οι αποχωρούντες δικαιούνται να λάβουν κατά την επιλογή τους είτε την προβλεπόμενη κατά την αποχώρησή τους εφάπαξ παροχή πλήρη από τον ασφαλιστικό οργανισμό, είτε την προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του άρθρου 94 αυτού του κώδικα οριζόμενη αποζημίωση.
6. Δικηγόροι που εμπίπτουν στις απαγορεύσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού, υποχρεούνται να δηλώσουν στο Δικηγορικό Σύλλογο, του οποίου είναι μέλη, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών από την έναρξη της ισχύος του άρθρου αυτού, ποια θέση προτιμούν να διατηρήσουν από τις κατεχόμενες απ’ αυτούς περισσότερες θέσεις με πάγια περιοδική αμοιβή ή να επιλέξουν μεταξύ των κατεχόμενων θέσεων και της κατά την παρ. 2 αμειβόμενης θέσης ή σύνταξης. Μέσα στην ίδια προθεσμία οι δικηγόροι αυτοί υποχρεούνται να αποχωρήσουν από τις θέσεις που δεν επιτρέπεται κατά αποχωρήσουν από τις θέσεις που δεν επιτρέπεται κατά τις παρ. 1 και 2 διατηρήσουν. Εάν ο δικηγόρος αποχωρεί από περισσότερες από μια τέτοιες θέσεις, δικαιούται να λάβει μια μόνο αποζημίωση της παρ. 1 του άρθρου 94, από εκείνον από τους εντολείς που οφείλει τη μεγαλύτερη. Ο εντολέας που κατέβαλε το σύνολο της αποζημίωσης δικαιούται να αναζητήσει από τους λοιπούς εντολείς ανάλογο μέρος της αποζημίωσης, που καθορίζεται με βάση το ύψος της αμοιβής και το χρόνο υπηρεσίας στον καθένα από τους λοιπούς εντολείς. Η αποζημίωση αυτή οφείλεται στο δικηγόρο ανεξάρτητα από τη σύνταξη ή άλλη οποιασδήποτε φύσης παροχή ή βοήθημα, που δικαιούται από οποιαδήποτε πηγή λόγω της υπηρεσίας του σε θέσεις από τις οποίες αποχωρεί. Αν επιλέξει θέση με πάγια περιοδική αμοιβή αντί για τη σύνταξη, αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης κατά το ποσό που υπερβαίνει η καταβολή της σύνταξης κατά το ποσό που υπερβαίνει το βασικό μισθό δικηγόρου παρ` Αρείω Πάγω χωρίς οποιαδήποτε προσαύξηση ή επίδομα εκτός της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, έως ότου παύσει κατά οποιοδήποτε τρόπο η παροχή υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή.
Την αποζημίωση του άρθρου 94 του Κώδικα περί Δικηγόρων δικαιούνται να λάβουν και οι δικηγόροι, που παρείχαν τις νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες τους, με πάγια περιοδική αμοιβή στο δημόσιο τομέα και αποχώρησαν από τη θέση αυτή, σε εκτέλεση των διατάξεων του Ν. 1256/1982 , χωρίς να λάβουν οποιαδήποτε αποζημίωση η άλλη παροχή.
7. Εντολείς της παρ. 1 που απασχολούν δικηγόρους με πάγια περιοδική αμοιβή ή σε έμμισθη θέση της παρ. 2 υποχρεούνται, μέσα σε δύο μήνες από την έναρξη της ισχύος του άρθρου αυτού, να υποβάλουν στους Δικηγορικούς Συλλόγους της έδρας τους και του τόπου, στον οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες των παραπάνω δικηγόρων, ονομαστική κατάσταση των δικηγόρων αυτών, στην οποία πρέπει να αναγράφεται η ημερομηνία σύναψης της σχετικής σύμβασης, το ποσό της παγίας αντιμισθίας και ο Δικηγορικός Σύλλογος του οποίου ο δικηγόρος είναι μέλος. Οι εντολείς της παρ. 1 υποχρεούνται επίσης να υποβάλουν κατάσταση με τα παραπάνω στοιχεία μέσα σε ένα μήνα, όταν ζητηθεί από το Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας τους ή του τόπου όπου απασχολούν δικηγόρους.
8. Εντολείς της παρ. 1 υποχρεούνται να αναγγέλλουν στους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους κάθε σύμβαση παροχής νομικών ή δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή που συνάπτουν και κάθε πρόσληψη δικηγόρου σε έμμισθη θέση της παρ. 2 μέσα σε τριάντα μέρες από την υπογραφή της σύμβασης ή το διορισμό. Η αναγγελία περιέχει τα στοιχεία της παρ. 7 και υποβάλλεται στους δικηγορικούς Συλλόγους που ορίζονται σ’ αυτή. Την ίδια υποχρέωση, μέσα στην ίδια προθεσμία έχει και ο δικηγόρος.
Ο δικηγόρος που έγινε συνταξιούχος του Δημοσίου ή άλλου οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης υποχρεούται μέσα στην ίδια προθεσμία από τη συνταξιοδότησή του, να υποβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο δήλωση, στην οποία θα ανακοινώσει τη συνταξιοδότησή του, το φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται, τη χρονολογία έναρξης καταβολής της σύνταξης και το ποσό της.
9. Εκπρόσωποι των οργανισμών επιχειρήσεων και νομικών προσώπων, ιδιώτες εντολείς της παρ. 1 καθώς και δικηγόροι, που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις, οι οποίες ορίζονται στις παρ. 1,2,4,6,7 και 8, τιμωρούνται κατά το άρθρο 458 του Ποινικού Κώδικα. Για τους δικηγόρους η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα. Στις περιπτώσεις παράβασης από το δικηγόρο των διατάξεων των παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου αυτού, ο παραβάτης δικηγόρος παραπέμπεται υποχρεωτικά στο πειθαρχικό συμβούλιο και τιμωρείται με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης τουλάχιστον τεσσάρων μηνών και σε περίπτωση υποτροπής με οριστική απόλυση.
Προϊστάμενοι υπηρεσιών της παρ. 1 που έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά το άρθρο 13 του Ποινικού Κώδικα και που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής τιμωρούνται με την ποινή του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα.
10. Συμβάσεις παροχής νομικών η δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή, που θα συναφθούν μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος άρθρου κατά παράβαση των απαγορεύσεων των παρ. 1,2 και 4, είναι αυτοδίκαια άκυρες. Υφιστάμενες τέτοιες συμβάσεις που θα διατηρηθούν κατά παράβαση της παρ. 6 του άρθρου αυτού λύνονται αυτοδικαίως την επόμενη ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή, εκτός από εκείνη, βάση της οποίας ο δικηγόρος λαμβάνει τη μεγαλύτερη αντιμισθία. Από την ακύρωση ή λύση των συμβάσεων κατά τα προηγούμενα εδάφια ο δικηγόρος δεν έχει δικαίωμα οποιασδήποτε αποζημίωσης. Στις περιπτώσεις που η παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού επάγεται ακυρότητα, δεν υπάρχει ούτε αξίωση κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Όσα όμως έχουν καταβληθεί δεν αναζητούνται.
11. Ποσά που καταβάλλονται σε δικηγόρους για νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες κατά παράβαση των απαγορεύσεων του άρθρου αυτού δεν αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες δαπάνες στη φορολογία οποιουδήποτε επιτηδευματία”.
Άρθρο 17
Το άρθρο 217 του Ν.Δ. 3026/1954, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 343/1976 “περί τροποποιήσεως διατάξεών τίνων του Ν.Δ. 3026/1954 κλπ”, αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 217
1. Πρόεδρος και μέλη του διοικητικού συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου έχουν δικαίωμα να εκλεγούν οι εγγεγραμμένοι στο μητρώο του δικηγόροι, που έχουν το δικαίωμα να εκλεγούν. Για την εκλογή του προέδρου απαιτείται ακόμη, προκειμένου για τους Δικηγορικούς Συλλόγους που εδρεύουν στην έδρα εφετείου, δεκαετής τουλάχιστο συνολική δικηγορική υπηρεσία και προκειμένου για τους λοιπούς Δικηγορικούς Συλλόγους οκταετής τουλάχιστον τέτοια υπηρεσία.
2. Εάν σε κάποιο Δικηγορικό Σύλλογο υπάρχει απροθυμία υποβολής υποψηφιοτήτων με αποτέλεσμα να ματαιωθούν οι αρχαιρεσίες δυο συνεχείς φορές, η διοίκηση του παραπάνω Συλλόγου ασκείται από του διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου της έδρας του οικείου εφετείου από την 16η Μαρτίου του έτους των αρχαιρεσιών”.
Άρθρο 18
Το άρθρο 219 του Ν.Δ. 3026/1954, όπως αντικαταστάθηκε με το Άρθρο 2 του Ν. 343/1976, αντικαθίσταται ως εξής:
1. Η θητεία του διοικητικού συμβουλίου αρχίζει από τη 16η Μαρτίου του έτους που διενεργούνται οι αρχαιρεσίες, ανεξάρτητα από την υποβολή ή όχι ένστασης κατά τους κύρους των και λήγει την 15η Μαρίου του τρίτου έτους.
2. Η εκλογή του προέδρου και των μελών του διοικητικού συμβουλίου γίνεται την τελευταία Κυριακή του Φεβρουαρίου με μυστική ψηφοφορία, όπως ορίζουν τα άρθρα 224 και 226.
Σε Δικηγορικούς Συλλόγους, που έχουν περισσότερα από δύο χιλιάδες μέλη, η ψηφοφορία παρατείνεται κατά την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Στην περίπτωση αυτή, με φροντίδα του προέδρου του Συλλόγου και των υποψήφιων προέδρων, εξασφαλίζεται η φύλαξη των ψηφοδόχων και του λοιπού εκλογικού υλικού κατά τη διάρκεια της νύκτας.
4. Η ψηφοφορία διεξάγεται από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου, εκτός αν βεβαιωθεί ότι ψήφισαν όλοι οι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο των εκλογέων, οπότε η ψηφοφορία τελειώνει με την άσκηση του δικαιώματος και του τελευταίου εκλογέα. Η εφορευτική επιτροπή μπορεί με απόφαση της να παρατείνει την ψηφοφορία και μετά τη δύση του ηλίου για δύο ώρες κατ` ανώτατο όριο, αν διαπιστώνει προσέλευση εκλογέων που επιθυμούν να ψηφίσουν”.
Άρθρο 19
Το άρθρο 220 του Ν. 3026/1954, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 343/1976, αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 220
1. Δεν έχουν το δικαίωμα να εκλέγουν:
α. Δικηγόροι που δεν έχουν εγγραφεί στο μητρώο του οικείου Συλλόγου, όπου ψηφίζουν, μέχρι την 31η Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο διενεργούνται οι εκλογές, ή στις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 229 μέχρι την ημερομηνία των εκλογών που ματαιώθηκαν ή ακυρώθηκαν ή μέχρι την ημέρα που κενώθηκε η θέση του προέδρου.
β. Δικηγόροι που διατελούν σε προσωρινή παύση κατά το χρόνο που συντάσσεται ο προβλεπόμενος στην επόμενη παράγραφο κατάλογος.
2. Το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου καταρτίζει μέχρι τη 10η Φεβρουαρίου του τελευταίου έτους της θητείας του κατάλογο των δικηγόρων που έχουν δικαίωμα ψήφου. Ο κατάλογος αυτός εκτίθεται στα γραφεία του Συλλόγου για να λάβει γνώση κάθε ενδιαφερόμενος και διορθώνεται με απόφαση του Διοικητικού συμβουλίου ύστερα από έγγραφη αίτηση κάθε εκλογέα. Η αίτηση είναι απαράδεκτη, εάν δεν υποβληθεί μέσα σε πέντε (5) μέρες από την ημέρα της ανάρτησης του καταλόγου. Προσβολή του καταλόγου είναι απαράδεκτη, εάν δεν έχει υποβληθεί αίτηση διόρθωσης σύμφωνα με τη διάταξη του προηγούμενου εδαφίου. Ο παραπάνω κατάλογος ισχύει για κάθε επαναληπτική εκλογή”.
Άρθρο 20
Το άρθρο 221 του Ν.Δ 3026/1954, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 343/1976, αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 221
1. Για να ανακηρυχθεί δικηγόρος ως υποψήφιος πρόεδρος ή σύμβουλος, πρέπει να μη συντρέχει περίπτωση από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 218 και να υποβληθεί σχετική αίτηση στον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου μέχρι της 31η Ιανουαρίου του τελευταίου έτους της θητείας του Διοικητικού Συμβουλίου. Η αίτηση, που πρέπει να υπογράφεται από τον υποψήφιο, πρωτοκολλάται την ημέρα της υποβολής της.
2. Σε όσους Δικηγορικούς Συλλόγους τα μέλη τους υπερβαίνουν τα χίλια, ο πρόεδρος και οι σύμβουλοι εκθέτουν υποψηφιότητα σε συνδυασμούς οι οποίοι περιλαμβάνουν υποχρεωτικά υποψηφίους ισάριθμους με τον αριθμό των συμβούλων που πρέπει να εκλεγούν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 του Ν. 343/1976. Υποψήφιος σύμβουλος μπορεί να μετέχει μόνο σε ένα συνδυασμό. Επιτρέπεται η υποβολή μεμονωμένων υποψηφιοτήτων για τη θέση του προέδρου. Ο συνδυασμός καταρτίζεται με έγγραφη δήλωση, που υπογράφεται από τον υποψήφιο πρόεδρο και τους υποψήφιους συμβούλους που τον αποτελούν και αναγράφονται σ` αυτή με αλφαβητική σειρά. Η δήλωση κατατίθεται στο δικηγορικό Σύλλογο σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου.
3. Η ανακήρυξη των υποψήφιων προέδρου και συμβούλων γίνεται μέχρι την 5η Φεβρουαρίου του έτους των εκλογών”.
Άρθρο 21
Το άρθρο 225 του Ν.Δ.3026/1954, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.343/1976, αντικαθίσταται ως εξής :
“Άρθρον 225
1. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου, εφόσον δεν είναι ο ίδιος υποψήφιος πρόεδρος, αλλιώς το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου, διορίζει ως ψηφολέκτες για κάθε ζεύγος ψηφοδόχων (προέδρου και συμβούλων) δύο από τα μέλη του Συλλόγου που έχουν δικαίωμα ψήφου με ισάριθμα αναπληρωματικά, τα οποία πρέπει να παρίστανται σε όλη τη διάρκεια της εκλογής.
2. Απαγορεύεται η παραμονή στην αίθουσα της ψηφοφορίας και κατά τη διενέργειά της άλλου προσώπου, πλην του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου, των συμβούλων, των ψηφολεκτών ή των αναπληρωτών τους και κάθε υποψηφίου ή αντιπροσώπου του ή αντιπροσώπου του συνδυασμού. Οι συνδυασμοί δικαιούνται να διορίσουν δυο αντιπροσώπους με τους αναπληρωτές τους και όπου δεν ισχύει το σύστημα των συνδυασμών, οι υποψήφιοι δικαιούνται να διορίσουν έναν αντιπρόσωπο με έναν αναπληρωτή. Οι αντιπρόσωποι και οι αναπληρωτές τους διορίζονται από τα μέλη του Συλλόγου που έχουν δικαίωμα ψήφου. Ο διορισμός του αντιπροσώπου γίνει με έγγραφη δήλωση του επικεφαλής του συνδυασμού η του υποψηφίου, που υποβάλλεται στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου δυο ημέρες πριν από την εκλογή.
3. Απαγορεύεται κάθε προεκλογική δραστηριότητα κατά την ημέρα της εκλογής. Η παράβαση της διάταξης αυτής αποτελεί για τον παραβάτη δικηγόρο βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα.
4. Η εκλογή διενεργείται ενώπιον εφορευτικής επιτροπής, που αποτελείται από τον πρόεδρου του διοικητικού συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου ή το νόμιμο αναπληρωτή του και από τους διορισμένους ψηφολέκτες ή σε περίπτωση κωλύματος από τους νόμιμους αναπληρωτές τους και αποφασίζει κατά πλειοψηφία για κάθε ζήτημα που ανακύπτει κατά την εκλογή. Η εφορευτική επιτροπή τηρεί το πρωτόκολλο ψηφοφορίας, στο οποίο αναγράφονται τα ονοματεπώνυμα των ψηφοφόρων και ο αριθμός του μητρώου τους και μετά το τέλος της ψηφοφορίας συντάσσει το πρακτικό διαλογής των ψήφων εξάγει τα αποτελέσματα της εκλογής και ανακηρύσσει τους επιτυχόντες. Εάν κατά τη διαλογή απουσιάζουν ορισμένοι ψηφολέκτες και οι αναπληρωτές τους, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου μπορεί με πράξη του να διορίσει και κατά την ίδια την ημέρα της εκλογής δικηγόρους που έχουν δικαίωμα ψήφου ως μέλη της εφορευτικής επιτροπής σε αντικατάσταση των απόντων δικηγόρων.
5. Σε Δικηγορικούς Συλλόγους, στους οποίους υπάρχουν περισσότεροι από χίλιους εγγεγραμμένοι στο μητρώο δικηγόροι, η εκλογή μπορεί να ενεργείται κατά τμήματα ύστερα από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου. Με την απόφαση αυτή ορίζονται ο αριθμός και ο χώρος των τμημάτων, ο αριθμός των ψηφοφόρων για κάθε τμήμα και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη διευκόλυνση της ψηφοφορίας και την εξασφάλιση του απορρήτου της. Στις περιπτώσεις αυτές οι αντιπρόσωποι του συνδυασμού ή των υποψηφίων διορίζονται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, σε κάθε τμήμα. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου διορίζει με απόφασή του ισάριθμες προς τα τμήματα τριμελείς εφορευτικές επιτροπές από μέλη του Συλλόγου που έχουν δικαίωμα ψήφου με ισάριθμα αναπληρωματικά. Πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ορίζεται ο αρχαιότερος από τα μέλη της και αναπληρωτής του ο επόμενος στην αρχαιότητα από τα αναπληρωματικά μέλη. Τα υπόλοιπα δυο μέλη, με τους αναπληρωτές τους, ορίζονται ως ψηφολέκτες. Οι εφορευτικές επιτροπές διεξάγουν την ψηφοφορία και συντάσσουν το πρακτικό διαλογής στα τμήματα τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου μαζί με τους προέδρους των εφορευτικών επιτροπών αποτελούν την Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή, η οποία εκδίδει τα τελικά αποτελέσματα και ανακηρύσσει τους επιτυχόντες”.
Άρθρο 22
Δικηγόροι που έχουν την ελληνική ιθαγένεια και ασκούν το δικηγορικό λειτούργημα στο εξωτερικό μπορούν να διοριστούν ως δικηγόροι σε Δικηγορικό Σύλλογο της Ελλάδος εφόσον : α) είναι πτυχιούχοι νομικής σχολής Ελληνικού Πανεπιστημίου η έχουν πτυχίο νομικής σχολής της χώρας στην οποία ασκούν το δικηγορικό λειτούργημα και το πτυχίο αυτό αναγνωρίζεται, με τη νόμιμη διαδικασία, ως ισότιμο με το αντίστοιχο ελληνικό, β) έχουν ασκηθεί στη χώρα που ασκούν το λειτούργημα τους για χρονικό διάστημα τουλάχιστο 18 μηνών.
Άρθρο 23
1. Στο άρθρο 94 του Ν.Δ.3026/1954, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, προστίθεται παράγραφος 6 που έχει ως εξής :
“6. Δεν επιτρέπεται, και αν γίνει είναι άκυρη, καταγγελία συμβάσεως εργασίας των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με τους όρους του άρθρου 63 παρ. 4, κατά το χρονικό διάστημα που είναι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η άδεια αυτή δεν απαιτείται αν συντρέχουν οι περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 26 και το άρθρο 81 παρ.1 εδάφ. α` και β` του Κώδικα περί Δικηγόρων”.
2. Η διάταξη του άρθρου 10 του Ν. 1330/1983 εφαρμόζεται ανάλογα για τον Πρόεδρο και Γενικό Γραμματέα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών.
Άρθρο 24
1. Εξουσιοδοτείται ο Υπουργός Δικαιοσύνης να εγκρίνει Οργανισμούς Δικηγορικών Συλλόγων.
2. Η έγκριση θα γίνεται με Προεδρικά Διατάγματα που εκδίδονται μέσα σε προθεσμία έξη μηνών από την υποβολή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης του σχετικού σχεδίου οργανισμού από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο. Στα Προεδρικά αυτά Διατάγματα προβλέπονται οι οργανικές θέσεις κατά κατηγορίες, ο τρόπος της πλήρωσης, τα θέματα που αφορούν την κατάσταση του υπαλληλικού και βοηθητικού προσωπικού, τα της ένταξης του υπηρετούντος σήμερα προσωπικού, καθώς και τα θέματα του υπηρεσιακού συμβουλίου το οποίο θα κρίνει τους υπό ένταξη , τη βαθμολογική εξέλιξη και την αποχώρηση του προσωπικού ρυθμίσεις.
Άρθρο 25
1. Η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 5 του άρθρου 239 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν.1273/1982, αντικαθίσταται με την ακόλουθη διάταξη :
“Για τη συμπλήρωση των Πειθαρχικών Συμβουλίων το Διοικητικό Συμβούλιο εκλέγει κάθε Δεκέμβριο μέχρι τριάντα πέντε (35) μέλη που πρέπει να είναι δικηγόροι γραμμένοι στα μητρώα του Συλλόγου με συνολική δικηγορική υπηρεσία το λιγότερο δέκα (10) χρόνων και που κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου διακρίνονται για το ήθος τους και για την προσήλωση τους στις παραδόσεις του Σώματος”.
2. Κατά την πρώτη εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, η εκλογή των πρόσθετων των Πειθαρχικών Συμβουλίων θα γίνει μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του νόμου και η θητεία τους θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του 1984.
3. Η παράγρ. 2 του άρθρου 242 του Κώδικα περί Δικηγόρων αντικαθίσταται με την ακόλουθη διάταξη :
“2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο εδρεύει στην Αθήνα, στον Αρειο Πάγο. Το αποτελούν ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ως Πρόεδρος, ένας Αρεοπαγίτης ως μέλος και τρείς δικηγόροι με συνολική υπηρεσία το λιγότερο 15 χρόνων ως τακτικά μέλη. Αναπληρωματικά μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζονται ένας Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, δυο Αρεοπαγίτες και έξι δικηγόροι, Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Γραμματέας του Αρείου Πάγου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του”.
4. Τα πειθαρχικά Συμβούλια δύνανται, όταν εκδίδουν καταδικαστική απόφαση, να επιβάλουν τα έξοδα της πειθαρχικής δίκης στον εγκαλούμενο δικηγόρο.
Άρθρο 26
Δικηγόροι εν ενεργεία, που έχουν εκλεγεί Δήμαρχοι, Πρόεδροι Κοινοτήτων, Δημοτικοί ή Κοινοτικοί σύμβουλοι ή Πάρεδροι, που δεν είναι γραμμένοι στο μητρώο των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου του Πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου είναι η έδρα του Δήμου ή της Κοινότητας που έχουν εκλεγεί και υπηρετούν, ασκούν αυτοδικαίως σε όλη τη διάρκεια της θητείας το λειτούργημα του δικηγόρου στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου όπου η έδρα του Δήμου ή της Κοινότητας όπου υπηρετούν και έχουν τα αυτά δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου του Πρωτοδικείου αυτού.
Άρθρο 27
1. Στο άρθρο 63 του Ν.Δ/τος 3026/1954 “περί Κώδικος Δικηγόρων” και στο τέλος της παραγράφου 3 αυτού προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:
“Η άσκηση από δικηγόρο δημοσιογραφικής εργασίας δεν είναι ασυμβίβαστη προς το δικηγορικό λειτούργημα, ούτε συνεπάγεται έκπτωση η διαγραφή του δικηγόρου από τα μητρώα του οικείου δικηγορικού συλλόγου”.
2. Η περίπτωση δ της παραγράφου 2 του άρθρου 62 του Ν.Δ/τος 3026/1954 καταργείται.
Άρθρο 28
1. Η ιδιότητα του υπαλλήλου της Βουλής των Ελλήνων δεν είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του δικηγόρου, αλλά αποτελεί λόγο αναστολής, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 248 παρ.9 του Κώδικα περί δικηγόρων όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 26 του Ν. 723/1977.
2. Υπηρεσίες προσφερόμενες από δικηγόρο ως συνεργάτη (γραμματέα) Βουλευτή, σύμφωνα με την 4775/19.11.1982 απόφαση της Βουλής (ΦΕΚ 137/Α/25.11.1982), δεν είναι ασυμβίβαστες προς το δικηγορικό λειτούργημα και θεωρούνται ως παρεχόμενες με πάγια περιοδική αμοιβή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ειδικές διατάξεις
Άρθρο 29
Το άρθρο 11 του Ν.Δ.3520/1956 “περί του τρόπου συγκροτήσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και διατάξεων αναφερομένων εις τον Οργανισμόν των Δικαστηρίων”, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 7 και των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 8 του Ν.Δ.3790/1957, καθώς και κάθε άλλη διάταξη νόμου, γενική η ειδική, που είναι αντίθετη προ το περιεχόμενο του παρόντος νόμου η ρυθμίζει θέματα σχετικά με αυτό, καταργούνται από την έναρξη της ισχύος του.
Άρθρο 30
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να παραταθεί ο χρόνος λειτουργίας νομοπαρασκευαστικών επιτροπών που έχουν συσταθεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αν αυτό είναι αναγκαίο για την ολοκλήρωση του έργου τους.
Άρθρο 31
1. Τα εδάφια δεύτερο και τρίτο της υπό στοιχ. β περίπτωσης της παρ. 2 του άρθρου 101 του Ν. 670/1977 αντικαθίστανται ως εξής:
“Από το λογαριασμό αυτόν διατίθεται κάθε φορά στους συμβολαιογράφους που εδρεύουν σε πόλεις με πληθυσμό κάτω των 5.000 κατοίκων και των οποίων οι πρόσοδοι κάθε ημερολογιακού έτους είναι κατώτερες των διακοσίων σαράντα χιλιάδων (240.000) δραχμών, ανάλογο ποσό για συμπλήρωση των προσόδων τους μέχρι του ποσού τούτου. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών – Πειραιώς – Αιγαίου – Δωδεκανήσου, μπορεί να διατίθεται το απαιτούμενο ποσό για τη συμπλήρωση μέχρι το παραπάνω ποσό των διακοσίων σαράντα χιλιάδων (240.000) δραχμών ετησίως των προσόδων των συμβολαιογράφων των περιοχών που κατά τις κείμενες διατάξεις χαρακτηρίζονται ως παραμεθόριες, ανεξάρτητα από τον πληθυσμό της έδρας τους”.
2. Η παρ. 2 στοιχ. γ περ. αα, του άρθρου 101 του Ν. 670/1977, όπως έχει αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν. 834/1978, αντικαθίσταται ως εξής :
“αα) Όλων των συμβολαιογράφων που υπηρετούν στην ίδια περιφέρεια σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 98”.
Άρθρο 32
1. Οι κενές θέσεις δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων που υπάρχουν κατά τη δημοσίευση αυτού του νόμου, πέρα από αυτές για τις οποίες έγινε ο διαγωνισμός παρέδρων της 1ης Νοεμβρίου 1982, καθώς και εκείνες που τυχόν θα κενωθούν μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού ή που θα συσταθούν κατά το άρθρο 2 του Ν. 1330/1983 την 1η Οκτωβρίου 1983, υπολογιζόμενες στον εισαγωγικό βαθμό του παρέδρου, πληρούνται με διορισμό στο βαθμό αυτόν από όσους έχουν επιτύχει στον παραπάνω διαγωνισμό.
2. Οι κενές θέσεις δικαστικών λειτουργών των διοικητικών δικαστηρίων, που υπάρχουν κατά τη δημοσίευση αυτού του νόμου, πέρα από αυτές για τις οποίες έγινε ο διαγωνισμός παρέδρων της 10ης Νοεμβρίου 1982, καθώς και εκείνες που τυχόν θα κενωθούν μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού ή που θα συσταθούν κατά το άρθρο 2 του Ν. 1330/1983 την 1η Οκτωβρίου 1983, υπολογιζόμενες στον εισαγωγικό βαθμό του παρέδρου, πληρούνται με διορισμό στο βαθμό αυτόν από όσους έχουν στον παραπάνω διαγωνισμό.
3. Οι έμμισθοι Πάρεδροι Πρωτοδικείων δύνανται κατά την κρίση του Προέδρου Πρωτοδικών ή του Προϊσταμένου του Πρωτοδικείου στο οποίο υπηρετούν να ασκούν καθήκοντα Πρωτοδίκη, εκτός εκείνων του τακτικού ανακριτή.
Άρθρο 33
Η προθεσμία του άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος για την υπαγωγή στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όσων διοικητικών διαφορών ουσίας δεν έχουν ακόμη υπαχθεί στα πιο πάνω δικαστήρια και που λήγει, σύμφωνα με το Ν. 1263/1982 στο τέλος Ιουνίου 1983, παρατείνεται έως την 31η Δεκεμβρίου 1983.
Άρθρο 34
Το άρθρο 9 του Ν. 693/1977 “περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας” αντικαθίσταται ως εξής : “Άρθρο 9
1. Η αγωγή συντάσσεται κατά τα άρθρα 118 και 216 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, υπογράφεται από δικηγόρο και περιέχει επί ποινή ακυρότητας : α) όλους, λεπτομερώς και ορισμένως, τους λόγους στους οποίους ο ενάγων στηρίζει την αγωγή και β) ακριβή αναγραφή όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία αναφέρονται σ` αυτή.
2. Στην αγωγή επισυνάπτονται, επί ποινή απαρεδέκτου : α) τα αποδεικτικά έγγραφα τα οποία αναφέρονται για να στηρίξουν τους λόγους της αγωγής, β) ειδικό πληρεξούσιο προς το δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή και γ) γραμμάτιο καταθέσεως από τον ενάγοντα παράβολου δραχμών πέντε χιλιάδων. Το ποσό αυτό μπορεί να εξομοιώνεται με διάταγμα που εκδίδεται προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης.
3. Η αγωγή ασκείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 215 παρ.1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εντός της προθεσμίας που ορίζεται από το άρθρο 8.
4. Μετά την άσκηση της αγωγής κακοδικίας κρίνεται υποχρεωτικά και σύμφωνα με τις αντίστοιχες δικονομικές διατάξεις από το κατά περίπτωση αρμόδιο πολιτικό, ποινικό ή διοικητικό δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο, αν συντρέχει λόγος εξαιρέσεως του εναγομένου ως προς μελλοντικές πράξεις στην υπόθεση που αφορά η αγωγή. Για το σκοπό αυτόν ο Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου κακοδικίας, μέσα στις επόμενες δύο εργάσιμες ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, αποστέλλει αντίγραφό της στο δικαστικό όργανο που είναι αρμόδιο να εισάγει αιτήσεις εξαίρεσης ή να προτείνει την εξαίρεση. Η άσκηση αγωγής κακοδοσίας ή η υποβολή αίτησης για εξαίρεση κατά του παραπάνω δικαστικού οργάνου ή κατά του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβούλου που θα κρίνει για την εξαίρεση, ποτέ δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας της εξαίρεσης”.
Άρθρο 35
Το άρθρο 11 του Ν.693/1977 “περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας” αντικαθίσταται ως εξής :
“Άρθρον 11
1. Μετά την επίδοση της αγωγής κακοδικίας και έως ότου εκδοθεί δικαστική απόφαση ή βούλευμα για την εξαίρεση κατά το άρθρο 9 παρ. 4, ο εναγόμενος απέχει από κάθε παραπέρα πράξη σχετική με την υπόθεση την οποία αφορά η αγωγή, εκτός αν πρόκειται για ανεπίδεκτες αναβολής πράξεις. Οι πράξεις που έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων αυτού του άρθρου είναι άκυρες, καθώς και όλη η διαδικασία που στηρίζεται σ` αυτές. Οι παραβάτες τιμωρούνται πειθαρχικά και υποχρεούνται να πληρώσουν τα έξοδα. Αν το αρμόδιο δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο κρίνει ότι συντρέχει λόγος εξαίρεσης, εφαρμόζονται οι κατά περίπτωση σχετικές δικονομικές διατάξεις.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται αν ασκήθηκε αγωγή κακοδικίας κατά ολοκλήρου του δικαστηρίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή όλων των μελών της Εισαγγελίας του, του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή κατά τόσων μελών των δικαστηρίων τούτων ώστε από τους υπολοίπους να μην είναι δυνατή η νόμιμη συγκρότησή τους. Το ίδιο ισχύει όταν ασκείται αγωγή κατά όλων των μελών όλων των εφετείων, πλημμελειοδικείων ή πταισματοδικείων ή των εισαγγελιών του Κράτους”.
Άρθρο 36
Στο άρθρο 4 του Ν.693/1977 “περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας” προστίθεται δεύτερη παράγραφος η οποία έχει ως εξής :
“2. Ο εναγόμενος δικαστικός λειτουργός μπορεί να παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου και αυτοπροσώπως”.
Άρθρο 37
Σημ.: όπως το άρθρο 37 καταργήθηκε διά του άρθρου 28 εδ. β` του Ν. 1729/ 1987 (Α 144).
Άρθρο 38
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας και Πρόνοιας μπορεί να τοποθετούνται ιατροί για εκπλήρωση υπηρεσίας υπαίθρου του Ν.Δ. 67/1968 “περί λήψεως μέτρων για την κάλυψη των υγειονομικών αναγκών της υπαίθρου” σε κενές θέσεις ιατρικού προσωπικού σε σωφρονιστικά ή θεραπευτικά καταστήματα και ιδρύματα αγωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Οι κενές θέσεις ανακοινώνονται από την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, στο οποίο υποβάλλουν αίτηση οι ενδιαφερόμενοι. Η σειρά τοποθέτησης γίνεται με βάση τα κριτήρια που ισχύουν κάθε φορά για την τοποθέτηση ιατρών για την εκπλήρωση υπηρεσίας υπαίθρου.
Άρθρο 39
Αποφάσεις, της εξ Υπουργών Οικονομικής Επιτροπής ή του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής (Κ.Υ.Σ.Ο.Π.), με τις οποίες λύθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.207/1975 σε όλες τους τις διατάξεις συμβάσεις της δικτατορικής περιόδου από 21 Απριλίου 1967 μέχρι και 23 Ιουλίου 1974 οιουδήποτε περιερχομένου και δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατά την έννοια του άρθρου 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του τύπου εκτελέσεως τους περιαπτομένου επ` αυτών είτε υπό του δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είτε υπό του δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου εκτελέσεως. Η εφαρμογή των άρθρων 325 έως 329 του Αστικού Κώδικα (δικαίωμα επίσχεσης) αποκλείεται εν προκειμένω όπως επίσης αποκλείεται και η άσκηση ανακοπής (αντιρρήσεων) κατά της εκτελέσεως, ως και η αναστολή εκτελέσεως, εάν έχει ήδη εκδοθεί επ` αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία να απορρίπτει την αίτηση αιτήσεως ακυρώσεως. Προηγούμενη κοινοποίηση αντιγράφου εξ απογράφου εκτελεστού μετ` επιταγής προς εκτέλεσιν δεν απαιτείται.
Άρθρο 40
Η παρ. 3 του άρθρου 48 του Ν. 669/1977 “περί εκμεταλλεύσεως λατομείων” αντικαθίσταται ως εξής :
“3. Για το παραδεκτό των ενδικών μέσων που ασκούνται ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Μεταλλείων απαιτείται να προσάγεται, το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, γραμμάτιο είσπραξης Δημόσιου Ταμείου χιλίων (1.000) δραχμών. Τα ένδικα μέσα τα οποία είναι ήδη εκκρεμή απορρίπτονται ως απαράδεκτα αν δεν καταβληθεί μέχρι τη συζήτηση γραμμάτιο χιλίων (1.000) δραχμών.
Στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Μεταλλείων με την οποία, εξαιτίας της μη καταβολής παράβολου, έχει κηρυχθεί απαράδεκτη απλώς η συζήτηση του ένδικου μέσου, ο διάδικος οφείλει, μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, να επισπεύσει τη συζήτηση καταβάλλοντας γραμμάτιο χιλίων (1.000) δραχμών. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η δίκη καταργείται”.
Άρθρο 41
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.
Αθήνα, 22 Ιουνίου 1983
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ