Νόμος 1376 ΦΕΚ Α΄96/18.7.1983
Μέτρα για την αντιμετώπιση της ναυτιλιακής κρίσης και συναφείς διατάξεις .

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον

Άρθρο 1

1. Επιτρέπεται, ύστερα από απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η, κατά παρέκκλιση του άρθρου 83 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου ή άλλης σχετικής διάταξης και των Συλλογικών Συμβάσεων που ισχύουν κάθε φορά, σύναψη συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) και αλλοδαπών συνδικαλιστικών οργανώσεων που θα καθορίζουν το ύψος των αποδοχών των αλλοδαπών ναυτικών που εργάζονται σε φορτηγά ποντοπόρα πλοία ολικής χωρητικότητας 3.000 κόρων και άνω. Οι αποδοχές δεν μπορεί να είναι κατώτερες από αυτές που κάθε φορά ισχύουν στη χώρα τους. Με τις ίδιες συμφωνίες μπορεί να ρυθμίζεται και η ασφάλιση στους εθνικούς τους κοινωνικούς φορείς. Η διάρκεια της παρέκκλισης καθορίζεται με την παραπάνω απόφαση που δεν μπορεί όμως να υπερβαίνει τη διετία από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

2. Οι πιο πάνω συμφωνίες ισχύουν από την κατάθεσή τους στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και η ισχύς τους παύει το αργότερο κατά τη λήξη της κατά την προηγούμενη παράγραφο παρέκκλισης.

3. Οι αλλοδαποί ναυτικοί δεν βαρύνονται με εισφορές για το Ν.Α.Τ. και άλλα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία και δεν αποκτούν δικαίωμα ασφαλιστικής κάλυψης ή άλλης παροχής από τα ταμεία αυτά.

4. Εξακολουθεί να ισχύει η υποχρέωση των πλοιοκτητών για την καταβολή στο Ν.Α.Τ. εισφορών, που υπολογίζονται με βάση τις Ελληνικές Συλλογικές Συμβάσεις σε μισθό που καθορίζεται κατά το άρθρο 84 παρ. 2 του Κ.Ν. 792/1978 για το σύνολο της οργανικής σύνθεσης. Για τους αλλοδαπούς που ανήκουν σ` αυτήν εξακολουθούν να καταβάλλονται από τον πλοιοκτήτη και οι εργατικές εισφορές.

Άρθρο 2

1. Εάν ικανός αριθμός πλοιοκτητών παραβιάζει τις διατάξεις του νόμου αυτού ή ύστερα από αίτηση της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να ανακαλεί την απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 1.

2. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να μειώνεται η οργανική σύνθεση των πλοίων, που υπάγονται στη ρύθμιση του νόμου αυτού, κατά τη χρονική περίοδο που θα ισχύει η απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 1.

3. Προκειμένου περί φορτηγών πλοίων άνω των 500 κόρων ολικής χωρητικότητας οι διατάξεις των άρθρων 1 μέχρι και 9 του νόμου αυτού μπορούν να εφαρμοσθούν με την έκδοση Π.Δ/τος που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Με το ίδιο Π. Δ/γμα τα μέτρα μπορούν να διαφοροποιούνται ως προς το ύψος της εισφοράς ανάλογα με τη χωρητικότητα των πλοίων.

Άρθρο 3

1. Με την απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 1 επιτρέπεται για τα φορτηγά ποντοπόρα πλοία ολικής χωρητικότητας 3.000 κόρων και άνω η ναυτολόγηση αλλοδαπών σε ειδικότητες κατώτερων πληρωμάτων και εφόσον Έλληνες άνεργοι ναυτικοί δεν αποδέχονται να ναυτολογηθούν με τους όρους των συλλογικών συμβάσεων, σε ποσοστό μέχρι 30% του συνόλου της οργανικής σύνθεσης.

2. Συνίσταται τριμελής Επιτροπή με Πρόεδρο το Διευθυντή του Γραφείου Εύρεσης Ναυτικής Εργασίας (ΓΕΝΕ) και αναπληρωτή το νόμιμο αναπληρωτή του και μέλη ανά έναν εκπρόσωπο της Ε.Ε.Ε. και της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (Π.Ν.Ο.), που προτείνονται με τους αναπληρωτές τους από τις οργανώσεις αυτές. Η Επιτροπή αποφαίνεται σε περιπτώσεις αμφισβητήσεων για το χαρακτηρισμό ναυτικού ως ανέργου και μεριμνά για τη ναυτολόγηση των ανέργων Ελλήνων ναυτικών από τις επαρχίες. Η Επιτροπή αποφασίζει όταν παρίσταται ο Πρόεδρος και ένα μέλος. Αν σε δύο διαδοχικές συνεδριάσεις δεν προσέλθει μέλος της Επιτροπής ούτε ο αναπληρωτής του, ο Υπουργός μπορεί να ορίσει ως αντικαταστάτη του υπάλληλο του Υ.Ε.Ν. ώσπου να υποδειχθεί άλλος εκπρόσωπος της Οργάνωσης. Σε περίπτωση μη προσέλευσης σε δύο διαδοχικές συνεδριάσεις των εκπροσώπων και των δύο μερών οι αρμοδιότητες της Επιτροπής ασκούνται από το Διευθυντή του ΓΕΝΕ.

3. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας καθορίζονται τα κριτήρια χαρακτηρισμού ως ανέργου ναυτικού για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού.

Άρθρο 4

1. Μετά πάροδο δύο μηνών από την ημερομηνία που θα ισχύσει η απόφαση της παρ. 1 του άρθρου 1 για κάθε ποντοπόρο φορτηγό πλοίο άνω των 3.000 κοχ., που χρησιμοποιεί αλλοδαπούς σε οργανικές θέσεις, καταβάλλεται ημερήσια εισφορά δύο χιλιάδες πεντακόσιες (2.500) δραχ. προερχόμενη από δραχμοποίηση μη υποχρεωτικά εκχωρητέου συναλλάγματος.
Αν ο αριθμός των αλλοδαπών που ανήκουν στην οργανική σύνθεση του πληρώματος δεν υπερβαίνει τους δύο για συνεχή περίοδο μεγαλύτερη από δύο μήνες, η εισφορά περιορίζεται σε χίλιες πεντακόσιες (1.500) δρχ. για τη χρονική αυτή περίοδο.

2. Η καταβολή της εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου είναι υποχρεωτική ανεξάρτητα από την υπογραφή συμφωνιών μεταξύ ΕΕΕ και αλλοδαπών συνδικαλιστικών οργανώσεων, την κατάθεσή τους στο ΥΕΝ και την εθνικότητα των αλλοδαπών που εργάζονται στα ελληνικά πλοία.

3. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η εισφορά της παρ. 1 μειώνεται ανάλογα μετά τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την ημερομηνία που θα ισχύσει η απόφαση της παρ. 1 του άρθρου 1 αν ο ειδικός λογαριασμός του επομένου άρθρου παρουσιάζει υπόλοιπο που επαρκεί για την κάλυψη των δαπανών επιδότησης που τον βαρύνουν.

Άρθρο 5

1. Συνιστάται Ειδικός Λογαριασμός Εφεδρείας Ναυτικού (ΕΛΕΝ) οι πόροι του οποίου είναι: α) οι εισφορές των πλοιοκτητών που προβλέπονται από το άρθρο 4 παράγραφος 1, β) εισφορά των 2/5 του επιδόματος αδείας των ναυτικών και γ) ποσό χορηγούμενο ανά εξάμηνο από τα έσοδα του Κεφαλαίου Ασθενείας και Ανεργίας Ναυτικών (ΚΑΑΝ), του οποίου το ύψος καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΝΑΤ μετά από έγκριση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Ο παραπάνω Λογαριασμός λειτουργεί στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ).

2. Οι εισφορές βεβαιώνονται και εισπράττονται από το ΝΑΤ ανά δίμηνο με βάση τις καταστάσεις που ορίζει το άρθρο 6 και εκκαθαρίζονται με την εξόφληση και εκκαθάριση του ναυτολογίου κατά τις ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις που ισχύουν γι’ αυτό. Οι εισφορές υπάγονται στη (β) τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ. Η εισφορά των 2/5 του επιδόματος αδείας των ναυτικών παρακρατείται από τον πλοιοκτήτη και αποδίδεται στο ΝΑΤ, ανά δίμηνο. Σε περίπτωση μη αποδόσεως βεβαιούται, εισπράττεται και εκκαθαρίζεται κατά το προηγούμενο εδάφιο.

3. Οι πόροι του ΕΛΕΝ διατίθενται για την επιδότηση των ναυτικών μετά τη συμπλήρωση του χρόνου που αντιστοιχεί στα 3/5 της αμειβόμενης αδείας τους.

4. Η λειτουργία του ΕΛΕΝ αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως Προεδρικού Διατάγματος, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, με το οποίο ρυθμίζονται θέματα οργάνωσης και διαχείρισης αυτού, το ύψος και η διαδικασία χορήγησης των επιδομάτων και κάθε σχετική λεπτομέρεια.

5. Η καταβολή της εισφοράς των 2/5 του επιδόματος αδείας των ναυτικών αρχίζει δέκα ημέρες μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του Π.Δ/τος της προηγουμένης παραγράφου. Οι εισφορές των πλοιοκτητών, των οποίων η έναρξη καταβολής ορίζεται από την παρ. 1 του άρθρ. 4, περιέρχονται μέχρι τη δημοσίευση του πιο πάνω Π.Δ/τος στο ΚΑΑΝ και διαθέτονται για την επιδότηση των ανέργων ναυτικών.

Άρθρο 6

1. Ο πλοίαρχος κάθε ποντοπόρου φορτηγού πλοίου άνω των 3.000 κοχ. υποχρεούται ανά δίμηνο να υποβάλλει στη Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας του ΥΕΝ απευθείας ή μέσω Ελληνικής Λιμενικής ή Προξενικής Αρχής, πίνακα του πληρώματος του πλοίου σε δύο αντίτυπα. Υπόδειγμα του πίνακα καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού.

2. Ο πλοίαρχος οφείλει να αντικαταστήσει το αργότερο μέσα σε δύο μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού τους αλλοδαπούς που κατέχουν οργανικές θέσεις, με ανέργους Έλληνες ναυτικούς εφόσον προσφέρονται με τους όρους της Ελληνικής Συλλογικής Σύμβασης. Είναι επίσης υπεύθυνος για την τήρηση και εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 3 του νόμου αυτού.

Άρθρο 7

1. Όλες οι αορίστου χρόνου συμβάσεις ναυτολόγησης Ελλήνων ναυτικών (πλοιάρχου και πληρώματος) που ισχύουν και έχουν καταχωρηθεί στα ναυτολόγια ελληνικών ποντοπόρων φορτηγών πλοίων άνω των 3.000 κόρων ολικής χωρητικότητας (κοχ) καθώς και οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου άνω των επτάμιση μηνών, μετατρέπονται από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Η διάρκεια ισχύος τους που υπολογίζεται από την ημερομηνία ναυτολόγησης, είναι επτάμιση μηνών αν το πλοίο βρίσκεται σε λιμάνι της Μεσογείου, του Εύξεινου Πόντου, της Ερυθράς Θάλασσας και της Ευρώπης και εννιάμιση μηνών αν βρίσκεται εκτός των πιο πάνω περιοχών. Οι συμβάσεις του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος, που συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν μέσα σε 20 ημέρες από την ισχύ του νόμου αυτού την πιο πάνω υπηρεσία μπορούν να παραταθούν το πολύ για δύο ακόμη μήνες. Ο ναυτικός έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολόγησης με τη συμπλήρωση έξι μηνών αν υπηρετεί σε δεξαμενόπλοιο και επτά μηνών σε φορτηγό ξηρού φορτίου χωρίς να χάνει το δικαίωμα παλιννόστησης με έξοδα του πλοίου.

2. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού οι συμβάσεις ναυτολόγησης των Ελλήνων ναυτικών στα πλοία που προβλέπονται στην παράγραφο 1 καταρτίζονται για ορισμένη χρονική διάρκεια μέχρι 7,5 μηνών. Συμβάσεις μεγαλύτερης διάρκειας ή αορίστου χρόνου που συνομολογούνται μετά την ισχύ του νόμου αυτού, θεωρούνται ως συμβάσεις ορισμένου χρόνου με διάρκεια 7,5 μηνών. Ο πλοιοκτήτης ή ο πλοίαρχος έχει το δικαίωμα να παρατείνει μονομερώς τις συμβάσεις του πλοιάρχου ή του πληρώματος, αντίστοιχα, το πολύ για δύο ακόμη μήνες εφόσον το πλοίο βρίσκεται εκτός των περιοχών που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο. Το δικαίωμα επιλογής του πλοιάρχου από τον πλοιοκτήτη και του πληρώματος από τον πλοίαρχο διατηρείται.

3. Αν το πλοίο βρίσκεται σε ελληνικό λιμάνι ο ναυτικός δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και προ της συμπλήρωσης του χρόνου που ορίζουν οι παρ. 1 και 2. Η λύση της σύμβασης επέρχεται με την πάροδο προθεσμίας επτά ημερών, που παρατείνεται μέχρι τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι.

4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού καθώς και του άρθρου 9 δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις ειδικοτήτων για τις οποίες χορηγείται βεβαίωση του Γ.Ε.Ν.Ε., από την οποία προκύπτει ότι δεν προσφέρονται για ναυτολόγηση στο πλοίο άνεργοι Έλληνες ναυτικοί με όρους των Συλλογικών Συμβάσεων. Η πιο πάνω βεβαίωση του Γ.Ε.Ν.Ε. ισχύει για τρείς μήνες και για το συγκεκριμένο πλοίο για το οποίο χορηγήθηκε.

5. Έλληνες ναυτικοί που απολύονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού δεν δικαιούνται αποζημίωση. Αν η σύμβαση καταγγελθεί πρόωρα από τον πλοιοκτήτη ή πλοίαρχο χωρίς να δικαιολογείται από παράπτωμα του πλοιάρχου ή του ναυτικού, αντίστοιχα, καταβάλλεται η αποζημίωση του άρθρ. 76 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ).

Άρθρο 8

1. Παράβαση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 7 του νόμου αυτού, έχει ως συνέπειες:
α) για το ναυτικό ότι δεν υπολογίζεται ως συντάξιμη η ναυτική υπηρεσία του πέρα από το παραπάνω όριο.
β) για τον πλοίαρχο ότι κατάσχεται αμέσως το ναυτικό του φυλλάδιο και τιμωρείται με πειθαρχική ποινή προσωρινής στέρησης του δικαιώματος άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος τουλάχιστον έξι (6) μηνών, που δεν μπορεί να μετατραπεί σε χρηματική, επιβάλλεται δε κατά τις πειθαρχικές διατάξεις του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΚΔΝΔ – Ν.Δ. 187/1973) και
γ) για τον πλοιοκτήτη ότι επιβάλλεται πρόστιμο ίσο προς τους μισθούς των ναυτικών που χρησιμοποιήθηκαν παράνομα όπως καθορίζονται από τις συλλογικές συμβάσεις.

2. Οι παραπάνω κυρώσεις δεν επιβάλλονται αν από βεβαίωση του ΓΕΝΕ προκύπτει ότι δεν προσφέρονται `Έλληνες ναυτικοί με τους όρους της συλλογικής σύμβασης για την αντικατάσταση αυτών που συμπλήρωσαν το νόμιμο όριο.

3. Παράβαση των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 6 του νόμου αυτού έχει ως συνέπειες τις προβλεπόμενες στη διάταξη του εδαφίου β της παραγράφου 1 για τον πλοίαρχο και του εδαφίου γ για τον πλοιοκτήτη.
Η παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 6 συνεπάγεται για τον πλοίαρχο την πειθαρχική ποινή της προσωρινής στέρησης του δικαιώματος άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών που δεν μπορεί να μετατραπεί σε χρηματική. Ο πλοίαρχος απαλλάσσεται για τη μη τήρηση των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 6 αν αποδεικνύεται ότι ζήτησε έγκαιρα από τον πλοιοκτήτη την αντικατάσταση των αλλοδαπών και ενημέρωσε το ΥΕΝ.

Άρθρο 9
Η άδεια των Ελλήνων ναυτικών διανύεται μετά την απόλυσή τους. Κατά τη διάρκειά της απαγορεύεται η ναυτολόγηση. Παράβαση της διάταξης αυτής συνεπάγεται για το ναυτικό, τον πλοίαρχο του πλοίου στο οποίο θα ναυτολογηθεί ο ναυτικός και τον πλοιοκτήτη, αντίστοιχα τις κυρώσεις της παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου. Η παρ. 2 του άρθρου 8 εφαρμόζεται ανάλογα.

Άρθρο 10
Οι διατάξεις των προηγουμένων άρθρων που αναφέρονται στον πλοιοκτήτη εφαρμόζονται και για τον εφοπλιστή, διαχειριστή, εκπρόσωπο ή πράκτορα της ναυτιλιακής επιχείρησης.

Άρθρο 11
Τα άρθρα 1 μέχρι και 5 και η τελευταία περίοδος της παρ. 2 του άρθρου 6 ισχύουν για δύο χρόνια από τη δημοσίευση της απόφασης που προβλέπει η παρ. 1 του άρθρ. 1 του νόμου αυτού.
Αν η απόφαση αυτή δεν εκδοθεί και δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε χρονικό διάστημα τρεισήμισι μηνών από την ισχύ του νόμου οι πιο πάνω διατάξεις καταργούνται. Τα άρθρα 6 πλην της τελευταίας περιόδου του μέχρι και 9 ισχύουν για δύο χρόνια από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στη περίπτωση δε έκδοσης της απόφασης της παρ. 1 του άρθρ. 1 παρατείνεται η ισχύς τους μέχρι τη λήξη της απόφασης αυτής.

Άρθρο 12
Η σχέση που υπάρχει μεταξύ των αποδοχών των ελληνικών κατωτέρων πληρωμάτων και του πλοιάρχου Γ` τάξης σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δυσμενέστερη για τις ειδικότητες του ελληνικού κατώτερου πληρώματος. Αν δεν προβλέπεται πλοίαρχος Γ` τάξης στη σύνθεση του πλοίου, λαμβάνεται υπόψη η σχέση με τις αποδοχές του αμέσως ανώτερου Αξιωματικού καταστρώματος.

Άρθρο 13

1. Η παρ. 7 του άρθρου 3 (στ) που προστέθηκε στον κωδικοποιημένο νόμο 792/1978 με το άρθρο 10 του Ν. 1085/1980 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“7. Υπολογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στο ΝΑΤ και στα άλλα ασφαλιστικά ταμεία η υπηρεσία Ελλήνων ναυτικών που διανύεται σε πλοία με ξένη σημαία έστω και αν αυτά δεν έχουν συμβληθεί με το ΝΑΤ, υπό την προϋπόθεση ότι ναυτολογήθηκαν μέσω του Γραφείου Εύρεσης Ναυτικής Εργασίας (ΓΕΝΕ) ή της Προξενικής Αρχής και ότι κατέβαλαν τις εισφορές κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37 του Κ.Ν. 792/1978, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37 του Ν. 1085/1980. Με Π.Δ/γματα, που εκδίδονται μετά πρόταση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας επιτρέπεται να περιορίζεται ή να καταργείται ή να επαναχορηγείται το δικαίωμα υπολογισμού ως χρόνου ασφάλισης της υπηρεσίας που διανύεται σε πλοία με ξένη σημαία”.

2. Η παράγραφος 8 του άρθρου 10 του Ν. 1085/1980 καταργείται από τότε που ίσχυσε και επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις του εδαφίου (β) και των υπεδαφίων (αα) και (ββ) της παραγράφου 4Α του άρθρου 14 του Κ.Ν. 792/1978.

Άρθρο 14
Η τρίτη περίοδος του εδαφ. (γ) της παρ. 1 του άρθρου 84 του Κ.Ν. 792/1978 (Π.Δ/γμα 913/1978) αντικαθίσταται ως εξής:
“Αν το πλοίο βρίσκεται σε αργία ή παροπλισμό, οι εισφορές προς το ΝΑΤ υπολογίζονται μόνο επί του ναυτολογημένου πληρώματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση ναυτολόγησης κάθε ναυτικού.
Σε αργία ή παροπλισμό θεωρείται ότι βρίσκεται το πλοίο, μόνο για τον υπολογισμό εισφορών προς το ΝΑΤ αν διέκοψε τους πλόες του και παράμεινε σε μόνιμο αγκυροβόλιο σε λιμάνια ημεδαπής ή αλλοδαπής περισσότερο από δύο (2) μήνες. Μετά τη συμπλήρωση των δύο μηνών ακινησίας του το πλοίο θεωρείται σε αργία αφότου τέθηκε σε ακινησία. Μετακινήσεις με εντολή ή με άδεια της λιμενικής αρχής σε άλλο αγκυροβόλιο δεν διακόπτουν την ακινησία”.

Άρθρο 15

1. Μεταφέρονται από την Γ’ κατηγορία πλοίων στη Β` κατηγορία πλοίων του πίνακα Ι του άρθρου 16 του Κ.Ν. 792/1978 όλα τα άνω των 500 κόρων ολικής χωρητικότητας πλοία με αντίστοιχο συντελεστή στάθμης 1,1.

2. Οι συνταξιοδοτικοί μισθοί του πίνακα ΙΙΙ των παραγράφων 2α και 2β του άρθρου 16 του Κ.Ν. 792/78 για τους ασφαλισμένους των υπολοίπων πλοίων της κατηγορίας Γ του πίνακα Ι που δεν υπάγονται στη ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου αυτού αυξάνονται κατά ποσοστό 10%.

3. Οι καταβαλλόμενες κατά την έναρξη εφαρμογής του Νόμου αυτού συντάξεις επανυπολογίζονται με βάση τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού.

Άρθρο 16
Κυρώνεται από τη χρονολογία που ίσχυσε η υπ’ αριθμό 30042/4287/1981 της 24.9.1981 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας που έχει ως εξής:
“ΑΠΟΦΑΣΙΣ
Περί αυξήσεως των παρεχομένων υπό του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου Συντάξεων των ναυτικών
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
Έχοντες υπόψει:
α) Την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου που ελήφθη κατά την 40η συνεδρίαση αυτού της 5ης Αυγούστου 1981.
β) Την ανάγκη αναπροσαρμογής των συντάξεων ορισμένων ειδικοτήτων οι βασικοί μισθοί των οποίων υπέστησαν διαφοροποιήσεις λόγω αυξήσεων κατά άνισα ποσοστά.
γ) Την διά του υπ’ αριθ. 3256/1958/27.8.1981 εγγράφου του Υπουργείου Συντονισμού Δ/νσις Τιμών και Εισοδημάτων παρασχεθείσαν σύμφωνον αυτού γνώμην.
δ) Τις οικονομικές δυνατότητες του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου.
ε) Τις διατάξεις των άρθρων 23 και 91 του Κ.Ν. 792/1978, αποφασίζομεν:
1. Την αύξησιν από 1 Αυγούστου 1981 των καταβαλλομένων υπό του ΝΑΤ συντάξεων ως ακολούθως:
α) Των Πλοιάρχων και Μηχανικών Α` τάξεως κατά 14% διά του πολλαπλασιασμού του υπό της παραγρ. 2α του πίνακος ΙΙΙ της κατηγορίας πλοίων Β του άρθρου 16 του Κ.Ν. 792/1978 προβλεπομένου μισθού της κλάσεως Β1 επί τον αριθμό 1,14.
β) Ολων των υπολοίπων κατά 6% διά του πολλαπλασιασμού των υπό της παραγρ. 2α του πίνακος ΙΙΙ του άρθρου 16 του Κ.Ν. 792/1978 προβλεπομένων μισθών όλων των λοιπών κλάσεων επί των αριθμό 1,06.
2. Την αύξησιν της παρεχομένης υπό του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου κατωτάτης μηναίας συντάξεως από της αυτής ως άνω ημερομηνίας κατά 4.2% ήτοι δρχ. 9998 στρογγυλοποιούμεναι εις το ποσόν των δραχμών δέκα χιλιάδων (10.000).

Άρθρο 17

1. Οι αδιαβάθμητες θέσεις του Διευθυντή και το Οίκου Ναύτου (Ο.Ν.) καταργούνται αυτοδικαίως από την ημέρα της δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Όλοι οι αξιωματικοί του Λιμενικού Σώματος που κατέχουν αδιαβάθμητες θέσεις στο ΝΑΤ, ΟΝ και Ταμεία Προνοίας Εμπορικού Ναυτικού επανέρχονται στις οργανικές τους θέσεις, τις δε αρμοδιότητες τους θα ασκούν οι υπάλληλοι ΑΤ1 Κλάδου των εν λόγω ΝΠΔΔ ή οι εξομοιούμενοι σύμφωνα με το νόμο προς αυτούς όπως θα καθορισθεί με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εμπορικής Ναυτιλίας.

2. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ύστερα από γνώμη των Προέδρων των ανωτέρω Οργανισμών μπορεί να μετακινούνται μέχρι και 30 υπάλληλοι του ΝΑΤ στον Ο.Ν. ή αντίστροφα για εκτέλεση υπηρεσίας, σύμφωνα με το βαθμό και τα προσόντα τους.

3. Όλες οι αρμοδιότητες (γενικές – ειδικές) που προβλέπονται από τις οργανωτικές διατάξεις του ΝΑΤ για τον Γενικό Διευθυντή του Ο.Ν. για το Διευθυντή και Υποδιευθυντή και των Ταμείων Προνοίας για το Διευθυντή περιέρχονται στους Προέδρους των Διοικητικών τους Συμβουλίων στους οποίους περιέρχονται και ο αρμοδιότητες των Διοικητικών Συμβουλίων που αφορούν την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του πάσης φύσεως προσωπικού πλην των προσλήψεων.

4. Οι αυτοί Πρόεδροι μπορούν να εκχωρούν μερικές από τις αρμοδιότητες των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού σε άλλα όργανα των ανωτέρω Οργανισμών.

5. Το ΝΑΤ, τα Ταμεία Προνοίας και ο Οίκος Ναύτου εκπροσωπούνται δικαστικώς και εξωδίκως από τους Προέδρους ή από άλλα όργανα που ορίζονται απ’ αυτούς.

Άρθρο 18
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήνα, 14 Ιουλίου 1983

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ