Νόμος 1379 ΦΕΚ Α΄101/27.7.1983
Συνταξιοδοτικά μέτρα για το Διδακτικό – Ερευνητικό Προσωπικό των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων , ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον

Άρθρο 1

1. Η περιπτ. μη’ της παρ. 1 του άρθρου 12 του Α.Ν. 1854/1951 “περί απονομής των πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων” (ΦΕΚ Α` 182), που έχει προστεθεί με το άρθρο 1 του Ν. 978/1979 (ΦΕΚ Α` 234) (Πρώτο και δεύτερο εδάφιο της περιπτ. μη` της παρ. 1 του άρθρου 12 του Π.Δ. 1041/1979. ΦΕΚ Α` 292), αντικαθίσταται ως εξής: “μη ) Η προγενέστερη υπηρεσία του Διδακτικού – Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) σε ομοταγή Α.Ε.Ι. ή ερευνητικά Κέντρα διεθνούς κύρους της αλλοδαπής με την ιδιότητα του τακτικού ή εκτάκτου ή επικουρικού καθηγητή ή καθηγητή με τίτλο ισότιμο προς τους τίτλους αυτούς ή υφηγητή ή λέκτορα η επιμελητή ή βοηθού ή ερευνητή ή επιστημονικού συνεργάτη, και η ερευνητική του προϋπηρεσία σε Α.Ε.Ι. ή σε Κέντρα Ερευνών διεθνούς κύρους της χώρας μας, που δεν αναγνωρίζεται από άλλες διατάξεις, εφόσον κατά περίπτωση η υπηρεσία αυτή είναι διάρκειας τουλάχιστον ενός (1) έτους. Από την προϋπηρεσία του προηγούμενου εδαφίου προσμετρούνται δύο έτη για καθένα από τα πρώτα πέντε έτη υπηρεσίας στη χώρα μας με την ιδιότητα μέλους του ΔΕΠ, και ένα για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν των πέντε”.

2. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 13 του Α.Ν. 1854/1951, τα οποία έχουν προστεθεί με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 978/1979 (δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 13 του Π.Δ. 1041/1979), αντικαθίστανται ως εξής: “Η προσμέτρηση της υπηρεσίας της περιπτ. μη’ γίνεται μόλις συμπληρωθεί έτος πραγματικής υπηρεσίας, στην ημεδαπή, εκτός από την περίπτωση θανάτου στην υπηρεσία, οπότε μπορεί να προσμετρηθεί οποτεδήποτε”.

Άρθρο 2
Στο άρθρο 74 του Π.Δ. 1041/1979 προστίθεται παρ. 4, ως εξής:
“4. Το χρονικό διάστημα που θεωρείται, σύμφωνα με τη περίπτ. γ` της παραγράφου 6 του άρθρου 17 του Ν. 1268/1982 (ΦΕΚ Α` 87), χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τους επιμελητές, βοηθούς και διδασκάλους που διορίστηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 214/1974 (ΦΕΚ Α` 364), λογίζεται και ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου έχει εφαρμογή και γι` αυτούς, που έχουν ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία, καθώς και για τις οικογένειες όσων απ` αυτούς έχουν πεθάνει. Η σύνταξη αναγνωρίζεται μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, τα δε οικονομικά αποτελέσματα στην περίπτωση αυτή αρχίζουν από την πρώτη του μήνα του επόμενου της υποβολής της αίτησης”.

Άρθρο 3
Στο άρθρο 92 του Π.Δ. 1041/1979 προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής:
“6. Οι καθηγητές που εξήλθαν ή θα εξέλθουν από την υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 1268/1982 δικαιούνται σύνταξης εφόσον έχουν οκτώ (8) τουλάχιστο χρόνια συντάξιμης υπηρεσίας σε Α.Ε.Ι. ως τακτικοί ή μόνιμοι ή έκτακτοι μόνιμοι ή έκτακτοι με τριετή θητεία καθηγητές ή εντεταλμένοι υφηγητές ή επιμελητές ή βοηθοί, από τα οποία πέντε (5) τουλάχιστο χρόνια σε Α.Ε.Ι. της χώρας. Στην συνολική αυτή υπηρεσία συμπεριλαμβάνονται και τα χρόνια προϋπηρεσίας σε ομοταγή Α.Ε.Ι. της αλλοδαπής, που αναγνωρίζονται ως συντάξιμα, μέχρι την ημερομηνία υποβολής από τον ενδιαφερόμενο της αίτησης εξόδου του από την υπηρεσία. Στην πραγματική συντάξιμη υπηρεσία των ανωτέρω προστίθενται πέντε (5) χρόνια για όσους έχουν πραγματική υπηρεσία, όπως αυτή ορίζεται στα προηγούμενα εδάφια, οκτώ (8) έως δέκα (10) ετών, επτά (7) χρόνια για όσους έχουν πραγματική υπηρεσία ένδεκα (11) έως δεκαπέντε (15) ετών και δέκα (10) χρόνια για αυτούς που έχουν πραγματική υπηρεσία δεκαέξι (16) ετών και πάνω. Χρονικό διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών λογίζεται ως πλήρες έτος, εάν είναι, τουλάχιστον, έξι μήνες. Τα χρόνια που προστίθενται θεωρούνται πραγματική συντάξιμη υπηρεσία. Τα προστιθέμενα χρόνια μειώνονται ανάλογα στην περίπτωση που τα χρόνια που απομένουν, από την έξοδο των ανωτέρω από την υπηρεσία μέχρι συμπλήρωσης του 67ου έτους της ηλικίας τους ή τριακονταπενταετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, είναι λιγότερα των χρόνων που προστίθενται. Επίσης, μειώνονται σε περίπτωση επαναδιορισμού τους όπου προβλέπεται από το νόμο στο δημόσιο ή σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, κατά το χρόνο που η νέα τους υπηρεσία παρέχει αυτοτελώς δικαίωμα σύνταξης ή λαμβάνεται οπωσδήποτε υπόψη για τον κανονισμό νέας σύνταξης ή την αύξηση της αναγνωρισμένης σε βάρος του Δημοσίου. Η σύνταξη υπολογίζεται σύμφωνα με τη διάταξη της περ. δ` της παρ. 1 του άρθρου 15 αυτού του Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν. 1202/1981 (ΦΕΚ Α` 247), ανεξάρτητα από το χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται ύστερα από σχετική αίτηση και για τις οικογένειες όσων έχουν πεθάνει. Τα οικονομικά αποτελέσματα γι` αυτούς που έχουν εξέλθει της υπηρεσίας, καθώς και για τις οικογένειες αυτών που έχουν πεθάνει, αρχίζουν από την πρώτη του μήνα του επομένου της υποβολής της αίτησης.

Άρθρο 4

1. Ο χρόνος, κατά τον οποίο θα αυξηθεί η πραγματική συντάξιμη υπηρεσία των καθηγητών που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους ενδιαφερομένους και για την επικουρική τους ασφάλιση, εφόσον καταβάλουν στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία το συνολικό ποσό των εισφορών που αναλογούν στον προστιθέμενο χρόνο. Για τον υπολογισμό των εισφορών αυτών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές που ελήφθησαν για τον ίδιο σκοπό κατά τον τελευταίο μήνα πριν από την έξοδό τους από την υπηρεσία. Το ποσό των εισφορών καταβάλλεται, με επιλογή του ενδιαφερόμενου, είτε εφάπαξ είτε με ισόποσες άτοκες μηνιαίες δόσεις, οι οποίες, όμως, δεν μπορεί να είναι περισσότερες από είκοσι τέσσερις (24).

2. Οι διατάξεις των πρώτου και δεύτερου εδαφίων της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για τα ταμεία τα οποία χορηγούν εφάπαξ χρηματικές παροχές. Στην περίπτωση αυτή οι σχετικές εισφορές παρακρατούνται από το ποσό της εφάπαξ χρηματικής παροχής.

Άρθρο 5

1. Η παρ. 4 του άρθρου 11 του Α.Ν. 1854/1951, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 955/1979 (ΦΕΚ Α` 189) (εδάφιο πρώτο της παρ. 6 του άρθρου 11 του Π.Δ. 1041/1979) αντικαθίσταται ως εξής:
“4. Κατεξαίρεση, θεωρείται ως συντάξιμος χρόνος πραγματικής υπηρεσίας ο χρόνος κάθε κανονικής ή αναρρωτικής άδειας, ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας μέχρι μια τριετία, ο χρόνος της διαθεσιμότητας, εφόσον αυτή δεν οφείλεται σε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχικό παράπτωμα για τα οποία επακολούθησε οριστική απόλυση από την υπηρεσία, καθώς και ο χρόνος της απεργίας, εφόσον θεωρείται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας”.

2. Οι υπάλληλοι, που εξήλθαν ήδη της υπηρεσίας έχοντας χρόνο απεργίας, ο οποίος αναγνωρίζεται από τις διατάξεις του Ν. 643/1977 (ΦΕΚ Α` 200) και του καταργήσαντος αυτόν Ν. 1264/1982 (ΦΕΚ Α` 79) ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, μπορούν να ζητήσουν με σχετική αίτηση την προσμέτρηση του χρόνου αυτού στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία τους. Τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα του επόμενου της υποβολής της αίτησης. 3. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ).

Άρθρο 6

1. Οι παρ. 1 έως 7 του άρθρου 58 του Π.Δ. 1041/1979 αντικαθίστανται ως εξής:
” 1. Ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων από ίδιο δικαίωμα του δημοσίου που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις του δημοσίου τομέα, που ορίζεται στην παράγρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ Α` 65) και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμος, ούτε από το Δημόσιο ούτε και από τους άλλους ασφαλιστικούς φορείς. Η προηγούμενη διάταξη δεν ισχύει όταν η σύνταξη είναι προσωπική ή πολεμική ή γενικά στρατιωτική παθόντος στην υπηρεσία και ένεκά της υπηρεσίας ή εξομοιούμενη προς πολεμική.
2. Το συντάξιμο του χρόνου του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου δεν αίρεται αν ο συνταξιούχος περιορισθεί στη λήψη μόνο των αποδοχών, οπότε αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης. Η αναστολή της καταβολής της σύνταξης, καθώς και η επαναχορήγησή της, γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου προς την αρμόδια υπηρεσία και αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
3. Η αναστολή της σύνταξης για τους συνταξιούχους που υπάγονται στις μεταβατικές διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 1256/1982 ανατρέχει στη δημοσίευσή του, η δε σύνταξη που τυχόν τους έχει καταβληθεί επιστρέφεται με μηνιαίες δόσεις ίσες με τον αριθμό των μηνών στους οποίους αντιστοιχεί. Το ίδιο ισχύει και για όσους από τους συνταξιούχους υπηρετούν ή έχουν προσληφθεί σε θέσεις του δημόσιου τομέα που δεν προβλέπονταν από το Ν.Δ. 641/1970 (ΦΕΚ Α ` 174).
4. Σε περίπτωση αναστολής της σύνταξης, ο χρόνος της υπηρεσίας για την οποία ο συνταξιούχος δικαιώθηκε τη σύνταξη προσμετρείται στο χρόνο της νέας του θέσης, για την καταβολή των επιδομάτων που έχουν σχέση με το χρόνο υπηρεσίας, εφόσον η υπηρεσία αυτή υπολογίζεται για τη χορήγηση αυτών των επιδομάτων.
5. Όσοι από τους συνταξιούχους προτιμήσουν τη σύγχρονη λήψη αποδοχών και σύνταξης με συνέπεια τη μη αναγνώριση του συντάξιμου της υπηρεσίας τους, δεν υπόκεινται κατά τη διάρκεια αυτής σε ασφαλιστικές εισφορές για τον κλάδο συντάξεων.
6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή και για τους συνταξιούχους του Δημοσίου που υπηρετούν εκτός του δημόσιου τομέα, εφόσον η υπηρεσία τους αυτή αναγνωρίζεται ως συντάξιμη από το Δημόσιο. Επίσης έχουν εφαρμογή και γι’ αυτούς που ενώ υπηρετούν σε θέσεις της παρ. 1 γίνονται συνταξιούχοι μετά την πρόσληψη τους στις θέσεις αυτές.
7. Οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως δικαιούνται να επιλέγουν για υγειονομική περίθαλψη, είτε αυτή που δικαιούνται ως συνταξιούχοι, είτε αυτή που προβλέπεται για τη θέση στην οποία υπηρετούν”.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και για τους λοιπούς συνταξιούχους του δημόσιου τομέα που ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982, οι οποίοι υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις του τομέα αυτού.

3. Οι διατάξεις του Ν.Δ. 1209/1972 (ΦΕΚ Α` 124) εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του Ν. 1256/1982.

Άρθρο 7

1. Στο άρθρο 93 του Π.Δ. 1041/1979, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1271/1982 (ΦΕΚ Α` 97), προστίθεται παράγραφος 7, ως εξής:
“7. Το χρονικό διάστημα από την απόλυση μέχρι τον επαναδιορισμό των υπαλλήλων, που απολύθηκαν και επαναδιορίσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 1232/1982 (ΦΕΚ Α` 22), θεωρείται χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, εφόσον κατά το διάστημα αυτό οι υπάλληλοι αυτοί προσέφεραν πραγματική υπηρεσία”.

2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου έχει εφαρμογή και για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ και των άλλων ΝΠΔΔ που απολύθηκαν και επαναδιορίσθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 1232/1982.

Άρθρο 8

1. Η περιπτ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 4 του Β.Δ. της 12ης Δεκεμβρίου 1950 (ΦΕΚ Α` 280) (περιπτ. γ’ της παρ. 5 του άρθρου 22 του Π.Δ 1041/1979), η περιπτ. γ` της παρ. 1 του άρθρου 4 του Β.Δ. της 10ης Μαρτίου 1952 (ΦΕΚ Α` 62) η περιπτ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 3 του Β.Δ. της 9ης Φεβρουαρίου 1956 (ΦΕΚ Α` 49) (περ. γ’ της παρ. 3 του άρθρου 15 του Π.Δ. 850/1980) και η περιπτ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 5 του Β.Δ. 21/25.8.1955 (ΦΕΚ Α ` 229), αντικαθίσταται ως εξής:
“γ. Αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης γάμου ή πιστοποιητικό τέλεσης γάμου Ιεράς Μητρόπολης”.

2. Αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης γάμου απαιτείται και για τον κανονισμό ή τη μεταβίβαση χορηγίας στις οικογένειες αποβιούντων δημάρχων ή προέδρων κοινοτήτων.

Άρθρο 9

1. Η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή (ΑΤΑ) που αντιστοιχεί στο τελευταίο τετράμηνο του 1982 θα χορηγηθεί στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου καθώς και στους συνταξιούχους των ΟΤΑ και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ., η συνταξιοδότηση των οποίων διέπεται από τις διατάξεις του Δημοσίου κατά παραπομπή προς αυτές ή από ιδιαίτερα νομοθετήματα που περιλαμβάνουν παρόμοιες διατάξεις, ως εξής: α) Την 1.1.1983 καταβλήθηκε το 50% της ΑΤΑ και β) Την 1.5.1983 θα καταβληθεί το άλλο 50%.

2. Η ΑΤΑ που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από 1.1.1983 μέχρι 31. 8.1983 θα καταβληθεί την 1.9.1983. Για τον υπολογισμό του ποσού της ΑΤΑ θα ληφθεί υπόψη το ποσοστό μεταβολής του δέκτη τιμών καταναλωτή της αντίστοιχης περιόδου. 3. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται με τις προηγούμενες παραγράφους εφαρμόζονται οι διατάξεις της απόφασης Γ. 691/127/Μ13/3-36/25.1.1982 των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών που κυρώθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 1282/1982 (ΦΕΚ Α` 110), εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις αυτού του άρθρου, η ισχύς του οποίου άρχεται την 1.1.1983 και λήγει την 31.12.1983.

Άρθρο 10
Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 1305/1982 προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:
“Κατεξαίρεση για τη χρονική περίοδο από 1.1.1983 μέχρι 31.12.1983 η αναπροσαρμογή των όρων των μισθών και των τεκμαρτών ημερομισθίων των ασφαλιστικών κλάσεων θα γίνει με τον ακόλουθο τρόπο:
α) Από 1.1.1983 θα αναπροσαρμοσθούν κατά το 50% του ποσοστού μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή για το τετράμηνο 1.9.1982 μέχρι 31.12.1982.
β) Από 1.5.1983 θα αναπροσαρμοσθούν κατά το υπόλοιπο 50% του ποσοστού μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή για το πιο πάνω τετράμηνο.
γ) Από 1.9.1983 θα αναπροσαρμοσθούν κατά το ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή για το οχτάμηνο από 1.1.1983 μέχρι 31.8.1983.
Η ισχύς του παρόντος εδαφίου αρχίζει από 1.1.1983.

Άρθρο 11
Απαλλαγή Διεθνούς Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως
Οι φορολογικές απαλλαγές υπέρ του Διεθνούς Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως που προβλέπονται στο άρθρο ΥΙ τμήμα 9 της διεθνούς συμφωνίας για την ίδρυση του Οργανισμού αυτού που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 3759/1957 λογίζονται ότι ποτέ δεν καταργήθηκαν και κάθε ποσό φόρου δασμού ή τέλους από αυτά που αναφέρονται στην πιο πάνω διάταξη που παρακρατήθηκε σε βάρος του Οργανισμού αυτού και καταβλήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο με βάση γενικές διατάξεις φορολογικού περιεχομένου που ίσχυσαν μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος 1975 επιστρέφεται.
Η διάταξη αυτή καταλαμβάνει και τις σχετικές υποθέσεις φορολογικής φύσεως για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων και αυτού του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Άρθρο 12
Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός εάν διατάξεις του ορίζουν διαφορετικό χρόνο έναρξης.

Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήνα, 26 Ιουλίου 1983

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ