Νόμος 1390 ΦΕΚ Α΄ 117/7.9.1983
Έξοδος από την υπηρεσία δικαστικών λειτουργών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον
Άρθρο 1
1. Δικαστικοί λειτουργοί της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης από το βαθμό του Πρωτοδίκου ή Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών έως και το βαθμό του Αρεοπαγίτη ή Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και από το βαθμό του Ειρηνοδίκη Δ τάξης έως και το βαθμό του Ειρηνοδίκη Α τάξης που έχουν συμπληρώσει δώδεκα έτη πραγματική υπηρεσία μπορούν να ζητήσουν την έξοδο τους από την υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.
2. Για την έξοδο ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός από τη δημοσίευση του νόμου που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του παρόντος. Η αίτηση δεν ανακαλείται. Αίρεση προθεσμία ή όρος στην αίτηση λογίζονται σαν να μην υπάρχουν.
3. Το σύνολο των δικαστικών λειτουργών που θα εξέλθουν από την υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού δεν μπορεί να υπερβεί τους πενήντα.
4. Μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαβιβάζει όλες μαζί τις αιτήσεις στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Το Α Τμήμα του Συμβουλίου αυτού ή προκειμένου για τους Ειρηνοδίκες το Β Τμήμα κρίνει κάθε αίτηση της αρμοδιότητας του και αποφασίζει μέσα σε εύλογο χρόνο την παραδοχή ή την απόρριψη της. Ο Υπουργός έχει το δικαίωμα να διαφωνήσει με την απόφαση του Συμβουλίου για την παραδοχή ή την απόρριψη μιας ή περισσοτέρων αιτήσεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε ημερών από τότε που η απόφαση θα περιέλθει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η διαφωνία του Υπουργού διαβιβάζεται στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου που αποφασίζει τελειωτικά σε εύλογο χρόνο.
5. Σε περίπτωση που η κρίση κατά τη διαδικασία της προηγουμένης παραγράφου κατάληξε σε παραδοχή περισσοτέρων από 50 αιτήσεων η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επανακρίνει όλες τις αιτήσεις που έχουν γίνει δεκτές ώστε να τηρηθεί το αριθμητικό όριο της παραγράφου 3.
Άρθρο 2
1. Στους δικαστικούς λειτουργούς που θα εξέλθουν από την υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του παρόντος νόμου απονέμεται με την απόφαση που γίνεται αποδεκτή η σχετική αίτηση τους ο αμέσως επόμενος βαθμός που προβλέπεται γι` αυτούς εν ενεργεία εφόσον κατά την ημέρα που κρίνεται η αίτηση τους έχουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την προαγωγή τους στο βαθμό αυτόν. Αν η αίτηση εξόδου από την υπηρεσία δικαστικού λειτουργού γίνει αποδεκτή αλλά ο εξερχόμενος κριθεί μη προακτέος ελλείψει τυπικών ή ουσιαστικών προσόντων επιτρέπεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προσφυγή κατά της παραπάνω απόφασης στο μέρος που αφορά τη μη προαγωγή του εξερχομένου.
2. Με ειδικό νόμο θα ρυθμιστούν τα δικαιώματα των δικαστικών λειτουργών που θα εξέλθουν από την υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγουμένου άρθρου για σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο καθώς και για σύνταξη και εφάπαξ βοήθημα από το Ταμείο Νομικών και τα Ταμεία Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων και Αρωγής Προσωπικού αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης εφόσον μετέχουν σ αυτά. Κατά τη ρύθμιση των παραπάνω δικαιωμάτων θα ληφθεί υπόψη ο βαθμός που απονέμεται κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
3. Η δημόσια υπαλληλική σχέση των εξερχομένων δικαστικών λειτουργών λύνεται με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με το ίδιο διάταγμα απονέμεται ο κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού βαθμός.
Άρθρο 3
1. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης ή ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αν κρίνει ότι δικαστικοί λειτουργοί που δεν υπέβαλαν αίτηση εξόδου σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου αυτού δεν μπορούν να παραμείνουν στην υπηρεσία λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας και εφόσον ο οριζόμενος στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου αριθμός των εξερχομένων δικαστικών λειτουργών δεν έχει συμπληρωθεί προκαλεί τη διαδικασία οριστικής παύσης τους από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ή προκειμένου για τους Ειρηνοδίκες από το οικείο Πενταμελές Εφετείο. Η διαδικασία αυτή που διεξάγεται κατά τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους προκαλείται μέσα σε ένα μήνα από την τελειωτική κρίση κατά τις παραγράφους 4 ή 5 του παραπάνω άρθρου 1 ή σε περίπτωση που δεν υπάρξει τέτοια κρίση από την πάροδο δεκαπέντε ημερών από την περιέλευση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της τελευταίας απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης.
2. Ο Πρόεδρος του αρμοδίου δικαστηρίου ορίζει ένα από τα μέλη του ως εισηγητή για να ενεργήσει ειδική εξέταση.
3. Ο εισηγητής συλλέγει εγγράφως τις αναγκαίες αποδείξεις με τη σύμπραξη γραμματέα και υποβάλλει στον πρόεδρο έκθεση με αιτιολογημένη γνώμη του αφού προηγουμένως ο ενδιαφερόμενος δικαστικός λειτουργός κληθεί να λάβει γνώση των συλλεγέντων στοιχείων να δώσει εξηγήσεις προσκομίζοντας και τα δικά του στοιχεία και να υποβάλλει σχετικό υπόμνημα. Ο ενδιαφερόμενος δικαστικός λειτουργός δύναται να παρίσταται και με δικηγόρο στις διαδικασίες που προβλέπονται σ` αυτή και την επόμενη παράγραφο (παρ. 3 και 4).
4. Ο δικαστικός λειτουργός καλείται να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης του που γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση με κλήση η οποία πρέπει να περιέχει τα στοιχεία της υπηρεσιακής του ανεπαρκείας. Η κλήση επιδίδεται με επιμέλεια του Προέδρου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δέκα συμπληρωμένες ημέρες πριν από τη συζήτηση.
5. Το δικαστήριο προβαίνει σε γενικότερη εκτίμηση της συνολικής υπηρεσίας του δικαστικού λετουργού και αποφαίνεται αιτιολογημένα για τη διατήρησή του ή όχι στην υπηρεσία. Η απόφαση του Δικαστηρίου δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση και υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Αν είναι υπέρ της αυτής εκδίδεται σχετικό Προεδρικό Διάταγμα. 6. Η προδικασία που προβλέπεται στο άρθρο αυτό ολοκληρώνεται μέσα σε δυο μήνες και η απόφαση του Δικαστηρίου εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της προηγουμένης προθεσμίας.
Άρθρο 4
1. Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων έχουν ανάλογη εφαρμογή για την έξοδο από την Υπηρεσία μέχρι οκτώ (8) μελών και Παρέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Όπου σ` αυτές αναφέρεται ο Υπουργός και το Υπουργείο Δικαιοσύνης νοείται ο Πρωθυπουργός ή ο Υπουργός και το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης. Ομοίως αντί του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης νοείται το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου αντί της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αντί του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
2. Κρινόμενα, κατά τις διατάξεις του παρόντος μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου κωλύονται να συμμετέχουν στην ολομέλεια αυτού. Στην περίπτωση αυτή συμπληρώνεται η Ολομέλεια για το συνολικό αριθμό των οργανικών της θέσεων με ισάριθμα μ` αυτά που κωλύονται ή λείπουν μέλη του Συμβουλίου Επικρατείας και του Αρείου Πάγου που ορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Με την προσωρινή αυτή σύνθεση της η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα είναι αρμόδια α) για την εφαρμογή του νόμου αυτού και β) τόσο για την ολοκλήρωση της εκκρεμούς διαδικασίας πλήρωσης με διορισμό των κενών θέσεων Παρέδρων και των κενών θέσεων των Συμβούλων που πληρούνται με διορισμό κατά τα 2/3 μόνο του συνόλου των κενών οργανικών θέσεων των μελών του δικαστηρίου όσο και των θέσεων Παρέδρων και Συμβούλων που είναι κενές κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού και θα κενωθούν λόγω της εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου αυτού κατά το αυτό ποσοστό ως προς του Συμβούλους.
Μόνο για τις κρίσεις αυτές συγκροτείται απ` την προσωρινή αυτή Ολομέλεια κατά τις διατάξεις του Ν. 184/1975 και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσα σε δέκα μέρες απ` τη δημοσίευση των Π.Δ/των με τα οποία απολύονται αυτοί που κρίθηκαν απολυτέοι με τον παρόντα νόμο.
3. Όλες οι πειθαρχικές αρμοδιότητες στο διοικητικό προσωπικό του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκούνται στο εξής από το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας σ` αυτό. Οι Επιθεωρητές των Παρέδρων και Επιτροπών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και των Υπηρεσιών αυτών ορίζονται απ` το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύμφωνα με τις διατάξεις ορισμού των Επιθεωρητών της τακτικής δικαιοσύνης που εφαρμόζοντα ανάλογα και στην προκειμένη περίπτωση.
Άρθρο 5
Οι διατάξεις του άρθρου 42 του Κώδικος των Δικηγόρων δεν έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις ενυποθήκων στεγαστικών δανείων όταν αυτά χορηγούνται από οποιοδήποτε κρατικό ή δημόσιο οργανισμό του άρθρου 1 παραγρ. 6 του Ν. 1256/1982 “για την πολυθεσία την πολυαπασχόληση κλπ.” η από θυγατρικές εταιρείες των ανωτέρω νομικών προσώπων.
Άρθρο 6
1. Στην παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν. 670/1977 “περί του Κώδικος Συμβολαιογράφων” μετά την περίπτωση ζ προστίθενται οι περιπτώσεις “η) Αχαρνών θ) Ελευσίνας”.
2. Στο εδάφιο ζ της παρ. 2 του άρθρου 62 του Ν.Δ. 3026/1954 “περί του Κώδικος των Δικηγόρων” μετά τις λέξεις “Ταμείον Προνοίας αυτού” προστίθενται οι λέξεις “Συμβολαιογραφικόν Σύλλογον”.
Άρθρο 7
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του νόμου που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2.
Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.
Αθήνα, 03 Σεπτεμβρίου 1983
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ