Νόμος 1470 ΦΕΚ Α΄112/6.8.1984
Τροποποιήσεις στη νομοθεσία του Συμβουλίου της Επικρατείας και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον:

Άρθρο 1
Θέματα προσωπικού και οργανωτικά των σχηματισμών

1. Καταργείται η θέση αντιπροέδρου που συνέστησε το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν 1183/1981 (ΦΕΚ 191 ). Αντί γι` αυτήν συνιστάται μία θέση συμβούλου. Επίσης οι θέσεις των Συμβούλων αυξάνονται κατά μία από 1.7.1985.

2. Ο αριθμός των παρέδρων, ανερχόμενος κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 170/1973 (ΦΕΚ 229), όπως διαμορφώθηκε μετά το άρθρο 9 παρ. 3 του Ν. 1183/1981, διαμορφώθηκε μετά το άρθρο 9 παρ. 3 του Ν. 1183/1981, σε 34, αυξάνεται κατά έξι οριζόμενος σε 40. Η πλήρωση των δύο από τις νέες έξι θέσεις γίνεται μετά τη δημοσίευση του νόμου. Δύο θα πληρωθούν μέσα στο 1985 και οι υπόλοιπες δύο μέσα στο 1987.

3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 170/1973 προστίθενται τα εξής εδάφια:
“Η ολομέλεια μπορεί, αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις, να τοποθετεί, ύστερα από σχετική πρόταση του Προέδρου, συμβούλους και παρέδρους σε περισσότερα από ένα τμήματα συγχρόνως, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο.
Επίσης μπορεί, όταν κατανέμει το δικαστικό προσωπικό στα τμήματα, να τοποθετεί, αν συντρέχουν κατά την κρίση της σπουδαίοι λόγοι, αποκλειστικά στο Ε` Τμήμα έως έξι παρέδρους για δύο το πολύ χρόνια”.

4. Οι παράγραφοι 1-3 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 170/1973, όπως διαμορφώθηκαν με το άρθρο 13 του Ν. 702/1977 (ΦΕΚ 2268), αντικαθίστανται ως εξής:
“1. Τα τμήματα δικαστικών αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου της Επικρατείας (Α `, Β `, Γ ` και Δ `) συνεδριάζουν δημοσία και συντίθενται από τον πρόεδρό τους, δύο συμβούλους, δύο παρέδρους και το γραμματέα (πενταμελής σύνθεση). Κάθε Τμήμα συντίθεται από τον Πρόεδρο του, τέσσερις συμβούλους, δύο παρέδρους και το γραμματέα (επταμελής σύνθεση) μόνο στην περίπτωση που εκδικάζει υποθέσεις οι οποίες εισάγονται σ` αυτό από τον πρόεδρο του ή παραπέμπονται σ` αυτό από την πενταμελή σύνθεση.
2. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται λόγος για τριμελή ή πενταμελή σύνθεση νοείται αντίστοιχα ή πενταμελής ή επταμελής.
3. Το Ε` Τμήμα, αρμόδιο για την επεξεργασία των διαταγμάτων, την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας και την έγκριση της δαπάνης για τη γραφική ύλη, συντίθενται από τον προεδρεύοντα, έναν τουλάχιστο σύμβουλο, έναν τουλάχιστον πάρεδρο, ο οποίος κατά την άσκηση των καθηκόντων του σ` αυτό έχει αποφασιστική ψήφο και το γραμματέα. Καθήκοντα προεδρεύοντος στο τμήμα αυτό ασκεί ένας από τους αρχαιότερους συμβούλους, οριζόμενος με απόφαση της ολομέλειας για δύο χρόνια, που μπορεί να παραταθούν. Όταν ο προεδρεύων του τμήματος ελλείπει, κωλύεται ή απουσιάζει, τον αναπληρώνει ο αρχαιότερος από τους συμβούλους που μετέχουν στη συνεδρίαση. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των μετεχόντων διατηρείται περιττός. Το Ε` τμήμα μπορεί να λειτουργεί και να ασκεί τις αρμοδιότητες του και χωρίς να έχει τοποθετηθεί σ` αυτό μόνιμα και αποκλειστικά δικαστικό προσωπικό, εκτός από τον προεδρεύοντα. Για τη συγκρότηση του τμήματος μετέχουν με τη σειρά όλοι οι νεώτεροι του προεδρεύοντος σύμβουλοι και οι πάρεδροι, άσχετα από την τοποθέτηση τους σε έναν ή περισσότερους από τους δικαστικούς σχηματισμούς (Α`, Β`, Γ ` και Δ` Τμήματα) με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού. Η συμμετοχή γίνεται ύστερα από σχετική πρόσκληση του προεδρεύοντος συμβούλου, ο οποίος, εκτός από την κατάρτιση των πινάκων συμμετοχής των τακτικών και αναπληρωματικών συμβούλων και παρέδρων στις συνεδριάσεις του τμήματος κάθε εβδομάδας, καθορίζει κάθε φορά τους εισηγητές συμβούλους ή παρέδρους για τη διατύπωση των γνωμοδοτήσεων”.

5. Σημ.: όπως η παρ. 5 καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 19 του Ν. 1738/1987 (Α 200).

6. Η παράγραφος 5 του άρθρου 14 του Ν.Δ. 170/1973, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 702/1977, αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Ο Πρόεδρος του Τμήματος μπορεί για λόγους σπουδαιότητος να εισαγάγει υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του τμήματος. Και η πενταμελής μπορεί για τους ίδιους λόγους να παραπέμψει την υπόθεση στην επταμελή ορίζοντας εισηγητή και πάρεδρο. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται η αναπομπή της υπόθεσης στην πενταμελή. Το τμήμα με πενταμελή ή επταμελή σύνθεση μπορεί σε κάθε περίπτωση να παραπέμψει την υπόθεση στην ολομέλεια”.

7. Η παρ. 7 του ίδιου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:
“7. Εάν με το αυτό δικόγραφο προσβάλλονται πράξεις που ανήκουν στην αρμοδιότητα περισσότερων τμημάτων, η υπόθεση εισάγεται στο τμήμα που είναι αρμόδιο για τη χρονολογικά προηγούμενη πράξη και εκδικάζεται απ` αυτό. Οι διατάξεις για το απαράδεκτο λόγω έλλειψης συναφείας εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή”.
8. Η αόριστη μνεία στα δικόγραφα ως προσβαλλόμενης και κάθε συναφούς πράξης ή απόφασης δεν υποχρεώνει το δικαστήριο να ερευνήσει από την άποψη αυτή την υπόθεση.

Άρθρο 2
Ρυθμίσεις γενικού χαρακτήρα.

1 . Το άρθρο 19 του Ν.Δ. 170/1973, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 702/1977, αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 19.
1. Η κατάθεση του δικογράφου γίνεται με την παράδοση του πρωτοτύπου στη Γραμματεία και την άμεση καταχώρηση κατά τη χρονολογία και τη σειρά που παραδίνεται, σε ειδικό βιβλίο, στο οποίο υπογράφει ο καταθέτης.
2. Η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνει και σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή. Όταν ασκείται το ένδικο μέσο από δημόσια αρχή, η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε άλλη αρχή, όχι όμως στην ίδια. Το δικόγραφο όμως καταχωρίζεται στο πρωτόκολλο της αρχής. Για την κατάθεση συντάσσεται στο σώμα του δικογράφου πράξη με τον αριθμό του πρωτοκόλλου και τη χρονολογία, την οποία υπογράφουν ο υπάλληλος που παρέλαβε το δικόγραφο και ο καταθέτης.
3. Το δικόγραφο αποστέλλεται χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο της Επικρατείας και καταχωρίζεται στο παραπάνω βιβλίο, όπου και αναφέρονται τα στοιχεία του διαβιβαστικού εγγράφου στη θέση της υπογραφής του καταθέτη.
4. Με το πρωτότυπο του δικογράφου υποβάλλονται δύο αντίγραφα του και αντίγραφο της προσβαλλόμενης ατομικής διοικητικής πράξης ή της δικαστικής απόφασης εφόσον έχουν κοινοποιηθεί. Μέχρις ότου υποβληθεί το αντίγραφο μπορεί ν` αναβληθεί ο ορισμός της δικάσιμης.
5. Ειδικά οι αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων κατατίθενται στη Γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, η οποία συντάσσει στο πρωτότυπο του δικογράφου σχετική πράξη κατάθεσης και στη συνέχεια διαβιβάζει σε δέκα ημέρες το πολύ στο Συμβούλιο της Επικρατείας το δικόγραφο με το φάκελλο της υπόθεσης”.

2. Σημ.: όπως η παρ. 2  καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 14 του Ν. 1968/1991 (Α` 150)

3. Στο άρθρο 27 παρ.1 του Ν.Δ. 170/1973 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
“Στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου η πληρεξουσιότητα δίνεται από το νόμιμο εκπρόσωπο τους με προφορική δήλωση του στο ακροατήριο ή με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Όταν ο νόμος ή το καταστατικό απαιτεί για να ασκηθεί ένδικο μέσο προηγούμενη άδεια άλλου οργάνου, ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου τεκμαίρεται ότι ενεργεί με την άδεια του άλλου οργάνου. Η τυχόν έλλειψη της άδειας δεν επηρεάζει το κύρος της δίκης και δημιουργεί αποκλειστικά ευθύνη του εκπροσώπου απέναντι στο νομικό πρόσωπο”.

4. Στο άρθρο 30 του Ν.Δ.170/1973, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 22 του Ν. 702/1977, προστίθεται η ακόλουθη 6η παράγραφος:
“6. Για την παραίτηση του Δημοσίου από τις προφανώς απαράδεκτες ή αβάσιμες αιτήσεις αναίρεσης σε φορολογικές ή δασμολογικές υποθέσεις συγκροτούνται μια ή περισσότερες τριμελείς επιτροπές απαρτιζόμενες από α) έναν πάρεδρο της Διοίκησης, β) έναν υπάλληλο του εφοριακού ή του τελωνειακού κλάδου ανάλογα με το αντικείμενο της διαφοράς και γ) τον εισηγητή της υπόθεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ο οποίος, σε περιπτώσεις ιδίως κατάθεσης μεγάλου αριθμού όμοιων αιτήσεων αναίρεσης, μπορεί να οριστεί με πράξη του Προέδρου του που δεν περιέχει προσδιορισμό δικάσιμης και δεν κοινοποιείται.
Ο πάρεδρος της Διοίκησης και ο υπάλληλος ορίζονται από τον Υπουργό οικονομικών. Για τη γραμματειακή εξυπηρέτηση της Επιτροπής μεριμνά το Σ.τ.Ε.
Η Επιτροπή γνωμοδοτεί για το προφανώς απαράδεκτο ή αβάσιμο της αίτησης. Η γνωμοδότηση της περιέχει συνοπτική αντιπαράθεση της νομολογίας του Σ.τ.Ε. στα ζητήματα παραδεκτού ή τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης και αφού υπογραφεί και από τα τρία μέλη της διαβιβάζεται στον Υπουργό Οικονομικών ή το εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο.
Αποτελεί παραίτηση από το ένδικο μέσο η έγγραφη αποδοχή από τον Υπουργό Οικονομικών ή το εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο της γνωμοδότησης της Επιτροπής που θεωρεί επιβεβλημένη την παραίτηση. Αν ο Υπουργός Οικονομικών ή το εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο δεν διαφωνήσει μέσα σε τρεις μήνες από την περιέλευση σ` αυτόν ή στο εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο της γνωμοδότησης της Επιτροπής, η γνωμοδότηση αυτή αποτελεί την παραίτηση από το ένδικο μέσο η οποία γνωστοποιείται στον οικείο δικαστικό σχηματισμό του Σ.τ.Ε.
Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων της παραγράφου αυτής μπορεί να επεκταθούν προσαρμοζόμενες και σε άλλες κατηγορίες αιτήσεων αναίρεσης του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με προεδρικά διατάγματα εκδιδόμενα με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του αρμόδιου ή του εποπτεύοντος το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου Υπουργού ύστερα από γνώμη της ολομέλειας του Σ.τ.Ε.

5. Καταργείται η παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν.Δ. 170/1973, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 702/1977 και προστίθενται μετά την παράγραφο 6 αυτού οι εξής, 7η και 8η, παράγραφοι:
“7. Τα ουσιώδη περιστατικά της συζήτησης στο ακροατήριο καταχωρίζονται στην απόφαση του δικαστηρίου, εκτός αν, κατά την κρίση του προεδρεύοντος, συντρέχει λόγος να συνταχθεί ιδιαίτερο πρακτικό συζήτησης.
Πρακτικό διάσκεψης συντάσσεται μόνο αν διατυπωθεί μειοψηφία. Στη γνώμη της μειοψηφίας που καταχωρίζεται στην απόφαση μνημονεύεται και η γνώμη των παρέδρων.
8. Η δημοσίευση των αποφάσεων της ολομέλειας και των τμημάτων μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε νόμιμη σύνθεση ανεξάρτητα από τον αριθμό των δικαστών, που έχουν συμμετάσχει στην έκδοση της απόφασης, την τυχόν προαγωγή, αποχώρηση, ή θάνατο ενός από αυτούς χωρίς, στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις, να ανασυζητείται η υπόθεση.
Η σύνθεση και η χρονολογία δημοσίευσης των αποφάσεων αναγράφονται στο βιβλίο δημοσίευσης των αποφάσεων. Από το βιβλίο αυτό η Γραμματεία εκδίδει πιστοποιητικό της δημοσίευσης, αν ζητηθεί”.

6. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 36 του Ν.Δ. 170/1973, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 24 του Ν. 702/1977, αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο αν δεν καταβληθεί παράβολο από τον ασκούντα μαζί με την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης. Το παράβολο ορίζεται όταν πρόκειται για αίτηση ακύρωσης, έφεση, υπαλληλική προσφυγή, τριτανακοπή ή αίτηση αναίρεσης σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης σε 1500 δραχμές, όταν πρόκειται για αίτηση αναστολής της εκτέλεσης σε 1000 δραχμές και όταν πρόκειται για αίτηση αναίρεσης σε 2000 δραχμές. Το παράβολο στις αιτήσεις για ερμηνεία ή διόρθωση ορίζεται σε 1000 δραχμές. Από την υποχρέωση αυτή καταβολής παραβόλου απαλλάσσονται το Δημόσιο και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης”.
“2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσά των παραβόλων”.

7. Τα παράβολα και τέλη, που προβλέπονται στις παρ. 1 έως 4 του άρθρου 35 και το άρθρο 36 του Ν.Δ. 170/1973 “περί του Σ.τ.Ε.” για υποθέσεις που εκκρεμούν στο Σ.τ.Ε. και δεν έχουν ακόμα συζητηθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, μπορούν να κατατεθούν σε προθεσμία ενός μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

8. Στο άρθρο 39 παρ. 1 του Ν.Δ. 170/1973 προστίθεται το εξής εδάφιο:
“Η δικαστική δαπάνη περιλαμβάνει ανεξάρτητα από την ιδιότητα του διαδίκου, την αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη του κύριου δικογράφου ή της παρέμβασης και για την παράσταση σε κάθε συζήτηση, όπως η αμοιβή αυτή ορίζεται από την ισχύουσα διατίμηση, κάθε άλλη διάταξη που προβλέπει επιδίκαση μειωμένης αμοιβής καταργείται”.

9. Στο άρθρο 40 του Ν.Δ. 170/1973, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 702/1977, διαγράφεται η φράση “την κατάρτιση των πρακτικών και αποφάσεων”.

Άρθρο 3
Ακυρωτική διαδικασία.

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 32 του Ν.Δ. 170/1973 αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Καταργείται ομοίως η δίκη εάν μετά την άσκηση της αίτησης για ακύρωση και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός εάν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. Η παράγραφος αυτή δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για διαιτητικές αποφάσεις ή πράξεις που κηρύσσουν εκτελεστές συλλογικές συμβάσεις εργασίας”.

2. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Ν.Δ. 170/73, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 27 του Ν. 702/77, αντικαθίσταται ως εξής: “Με την αίτηση ακύρωσης που ασκείται παραδεκτώς κατά σιωπηρής άρνησης λογίζεται ότι συμπροσβάλλεται και η τυχόν μεταγενέστερη ρητή αρνητική πράξη της Διοίκησης η οποία μπορεί πάντως να προσβάλλεται και αυτοτελώς”.

3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 170/1973, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 28 του Ν. 702/1977, η φράση “των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 45 του παρόντος” αντικαθίσταται με τη φράση “των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 45 του παρόντος”.

4. Στο άρθρο 52 του Ν.Δ. 170/1973 προστίθεται η παρακάτω παράγραφος 4:
“4. Εκείνος που έχει δικαίωμα να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη δικαιούται να υποβάλει υπόμνημα στην Επιτροπή Αναστολών και πριν ακόμα ασκήσει την παρέμβαση. Το υπόμνημα υπόκειται στα μέλη της αίτησης αναστολής”.

Άρθρο 4
Αναιρετική διαδικασία.

1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 21 του Ν.Δ. 170/1973, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 20 του Ν. 702/1977, αντικαθίσταται ως εξής :
“4. Όταν το ασκούμενο ένδικο μέσο έχει το χαρακτήρα αναίρεσης, η Γραμματεία του οικείου σχηματισμού φροντίζει να κοινοποιηθεί εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμη πράξη του Προέδρου μαζί με ένα κυρωμένο αντίγραφο σε απλό χαρτί της αίτησης στο δικηγόρο ή τον εκπρόσωπο του δημοσίου δικαίου που υπογράφει, κατά το άρθρο 17 παρ. 3, το δικόγραφο, έστω και αν δεν είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Ο δικηγόρος, ο εκπρόσωπος του δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει αντίγραφα της πράξης του προέδρου και της αίτησης αναίρεσης στον αναιρεσίβλητο είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμη. Η κοινοποίηση γίνεται στην κατοικία που αναγράφει το σχετικό δικόγραφο του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 54 του Κ.Φ.Δ. (Ν. 4125/1960), ή σε περίπτωση μεταβολής της στην κατοικία που υπεχρεούτο ο αναιρεσίβλητος να δηλώσει στη γραμματεία του διοικ. δικαστηρίου και την έχει δηλώσει. Αν ο αναιρεσείων παραλείψει την υποχρέωση του αυτή ή η κοινοποίηση γίνει εκπροθέσμως και ο αναιρεσίβλητος απουσιάζει στη δίκη, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη”.

2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 53 του Ν.Δ. 170/1973 προστίθενται τα εξής εδάφια:
“Η κοινοποίηση μπορεί να γίνει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 56 και επ. του Κ.Φ.Δ. και από κάθε διάδικο, οπότε η προθεσμία τρέχει και κατ` αυτού.
Δικαίωμα να ασκήσει αίτηση αναίρεσης έχει κάθε διάδικος που μετέσχε στην ουσιαστική δίκη, για την οποία έχει εκδοθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και νικήθηκε εν όλω ή εν μέρει. Το δικαίωμα αυτό έχει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον το δικαιολογεί έννομο συμφέρον”.

3. Στην παράγραφο 3 του παραπάνω άρθρου προστίθεται το εξής εδάφιο:
“Δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση υπέρ του νόμου έχει και ο Υπουργός, που εποπτεύει το διάδικο νομικό πρόσωπο”.

4. Το άρθρο 55 του Ν.Δ. 170/1973 αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 55.
Στη δίκη της αναίρεσης δεν συγχωρείται παρέμβαση”

5. Το κείμενο του Άρθρου 56 του Ν.Δ. 170/1973 αριθμείται ως παράγραφος 1 και προστίθεται η εξής παράγραφος 2:
“2. Λόγοι που αφορούν σε πλημμέλεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης επειδή δε δόθηκε απάντηση σε προβληθέντα ισχυρισμό απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, αν δεν τον περιγράφουν σαφώς και δεν παραπέμπουν συγκεκριμένως στο δικόγραφο με το οποίο προβλήθηκε ο ισχυρισμός στο δικαστήριο της ουσίας”.

Άρθρο 5
Ειδική Επιτροπή

1. Η ολομέλεια του Συμβουλίου της επικρατείας σε συμβούλιο συγκροτεί, ύστερα από σχετική πρόταση του Προέδρου της, κάθε διετία, ειδική επιτροπή από τους αντιπροέδρους και ένα σύμβουλο από κάθε δικαστικό σχηματισμό.

2. Η επιτροπή καταρτίζει ευθύς μετά το τέλος κάθε δικαστικού έτους ειδική έκθεση για τις δραστηριότητες του Συμβουλίου. Στην έκθεση επισημαίνονται, ανάμεσα στα άλλα, οι ενδεικνυόμενες εν όψει της νομολογίας του δικαστηρίου ουσιαστικές, οργανωτικές ή διαδικαστικές μεταβολές στη νομοθεσία και τις κάθε μορφής κανονιστικές πράξεις. Η έκθεση εγκρίνεται από την ολομέλεια του σώματος και ανακοινώνεται στον Πρωθυπουργό και στον Υπουργό της Δικαιοσύνης.

3. Η επιτροπή παρακολουθεί αν συμμορφώνεται η Διοίκηση στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε κάθε περίπτωση που δεν εκτελείται ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να επιληφθεί είτε αυτεπάγγελτα είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου.

4. Οι διοικητικές αρχές είναι υποχρεωμένες να παρέχουν κάθε σχετική πληροφορία στην επιτροπή. Η επιτροπή αν διαπιστώσει αδικαιολόγητη καθυστέρηση, παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης προς τα κριθέντα συντάσσει κάθε φορά ιδιαίτερο πρακτικό που υποβάλλεται στον Πρωθυπουργό και στον Υπουργό της Δικαιοσύνης και γνωστοποιείται σ` εκείνον που υπέβαλε το αίτημα. 5. Με προεδρικό Διάταγμα εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη της ολομέλειας του Συμβουλίου της επικρατείας καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία εκπλήρωσης του έργου αυτού.

Άρθρο 6
Παρατείνεται, από τότε που έληξε, η ισχύς πινάκων επιτυχόντων υποψηφίων συμβολαιογράφων του Κράτους του διαγωνισμού του Φεβρουαρίου 1983, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1984.

Άρθρο 7
Τα προβλεπόμενα άρθρα 488 και 480 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ποσά αυξάνονται ως εξής:
α. Στο στοιχ. α` του άρθρου 488, από πέντε χιλιάδες σε δέκα χιλιάδες δραχμές.
β. Στο στοιχ. β ` του άρθρου 488, από είκοσι χιλιάδες σε σαράντα χιλιάδες δραχμές.
γ. Στο στοιχ. γ` του άρθρου 488, από σαράντα χιλιάδες σε ογδόντα χιλιάδες δραχμές.
δ. Στο στοιχ. α` της πρώτης παραγράφου του άρθρου 489, από δύο χιλιάδες εξακόσιες και πέντε χιλιάδες αντιστοίχως σε πέντε χιλιάδες και δέκα χιλιάδες δραχμές.
ε. Στο στοιχ. β ` της πρώτης παραγράφου του άρθρου 489, από έξι χιλιάδες πεντακόσιες και είκοσι χιλιάδες δραχμές αντιστοίχως σε δεκαπέντε χιλιάδες και σαράντα χιλιάδες δραχμές.
στ. Στο στοιχ. γ` της πρώτης παραγράφου του άρθρου 189, από τριαντατρείς χιλιάδες και σαράντα χιλιάδες δραχμές αντιστοίχως σε εξήντα χιλιάδες και ογδόντα χιλιάδες δραχμές.

Άρθρο 8
Τελικές διατάξεις.

1. Το άρθρο 35 του Ν. 702/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 35.
Με προεδρικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη της ολομέλειας του Σ.τ.Ε., μπορεί να κωδικοποιηθούν σε ενιαίο κείμενο μεταγλωτιζόμενες οι διατάξεις που ισχύουν για το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αν είναι αναγκαίο για την πληρότητα της κωδικοποίησης μπορεί να μεταβληθεί η σειρά, η αρίθμηση και η φραστική διατύπωση των άρθρων και παραγράφων”.

2. Καταργούνται από τη δημοσίευση του νόμου αυτού:
α. η παράγραφος 1 του άρθρου 9 του Ν. 1183/1981.
β. η παράγραφος 4 του άρθρου 32 του Ν. 702/1977.
γ. η παράγραφος 3 του άρθρου 33 του Ν. 702/1977, η οποία με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 733/1977 έλαβε τον αριθμό 4. Η κατάργηση δεν επηρεάζει το παραδεκτό προσφυγών, που έχουν κατατεθεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου.
δ. οι διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων 999/1977, (ΦΕΚ 339), 752/1978 (ΦΕΚ 175) και 1218/1981 (ΦΕΚ 302), κατά το μέρος που προβλέπουν κατανομή υποθέσεων μεταξύ των παλαιών πενταμελών (ήδη επταμελών) και τριμελών (ήδη πενταμελών) συνθέσεων.
ε. Η παράγραφος 6 του άρθρου 21 του προεδρικού διατάγματος 341/1978 (ΦΕΚ 71).

Άρθρο 9
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήνα, 03 Αυγούστου 1984

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ