Νόμος 1478 ΦΕΚ ΄145/26.9.1984
Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον:

Άρθρο 1
Στα άρθρα 14 παρ. 2 και 16 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.) το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών, που έχει οριστεί με το Π.Δ. 354/1983, αυξάνεται σε ένα εκατομμύριο δραχμές.

Άρθρο 2
Η παράγραφος 2 του άρθρου 115 του ίδιου Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται και προφορικά. Στον πρώτο βαθμό η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου και του ειρηνοδικείου καθώς και στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας”.

Άρθρο 3

1. Στο άρθρο 226 του Κ.Πολ.Δ. προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος που λαμβάνει τον αριθμό 2 και οι παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου λαμβάνουν τους αριθμούς 3 και 4.
“2. Ο γραμματέας σημειώνει επίσης στο πρωτότυπο της αγωγής, καθώς και σε κάθε αντίγραφό της, με ειδική ευδιάκριτη σφραγίδα, την υποχρέωση των διαδίκων να καταθέσουν προτάσεις και να κάνουν τις αμοιβαίες αντικρούσεις μέσα στις προθεσμίες, που ορίζονται στο άρθρο 237 παρ. 1 και 3″.

2. Το άρθρο 227 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 227.
1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο εφόσον, παρίσταται αυτοπροσώπως τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία.
2. Η πρόσκληση γίνεται και τηλεφωνικώς, ο δε γραμματέας βεβαιώνει με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλλου της δικογραφίας το χρόνο της ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την προθεσμία. Αν η τηλεφωνική πρόσκληση είναι αδύνατη ή δυσχερής, αποστέλλεται έγγραφο, αντίγραφο του οποίου τηρείται στο φάκελλο της δικογραφίας. Στο αντίγραφο αυτό σημειώνεται η ημερομηνία αποστολής του εγγράφου”.

Άρθρο 4
Το άρθρο 237 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 237.
1. Οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν προτάσεις πέντε τουλάχιστον πλήρες εργάσιμες ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Μαζί με τις προτάσεις πρέπει να καταθέσουν και: α) αντίγραφο των προτάσεων, ατελώς επικυρωμένο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου και β) όλα τα αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους.
2. Η κατάθεση γίνεται στον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας, που βεβαιώνει με επισημείωση τη χρονολογία της κατάθεσης των προτάσεων. Κάθε διάδικος δικαιούται να πάρει, ατελώς, με δική του δαπάνη, αντίγραφο των προτάσεων των αντιδίκων του και των εγγράφων που έχουν προσκομίσει. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί και από το δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, την παρέμβαση ή τις προτάσεις, ή από τρίτο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το δικηγόρο αυτόν. Αν ο αντίδικος είναι μόνο ένας, μπορεί να του δοθεί το αντίγραφο των προτάσεων που έχει κατατεθεί.
3. Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις τρεις τουλάχιστον πλήρεις εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση. Ο γραμματέας χρονολογεί την προσθήκη με επισημείωση.
4. Το αντίγραφο της αγωγής, που οφείλει να προσκομίσει ο ενάγων, οι προτάσεις και τα αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα αποτελούν τη δικογραφία. Όπου η συζήτηση γίνεται προφορικά, ο γραμματέας οφείλει να προσκομίσει τη δικογραφία στο ακροατήριο.
5. Μετά την περάτωση της δίκης οι διάδικοι οφείλουν να αναλάβουν όλα τα σχετικά έγγραφά τους. Ο γραμματέας βεβαιώνει στις προτάσεις κάθε διαδίκου ότι ανέλαβε τα έγγραφα του. Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου επιτρέπει στο διάδικο να αναλάβει ορισμένο έγγραφο και πριν από την περάτωση της δίκης. Αν το έγγραφο αυτό είναι αναγκαίο, η ανάληψη επιτρέπεται μόνο αφού κατατεθεί επικυρωμένο αντίγραφο. Οι προτάσεις παραμένουν στο αρχείο του δικαστηρίου”.

Άρθρο 5
Το άρθρο 238 του Κ.Πολ.Δ. καταργείται.

Άρθρο 6
Το άρθρο 239 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 239.
1. Ο διάδικος που δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του δικαιούται, μια μόνο φορά, να εμφανιστεί κατά τη συζήτηση και να ζητήσει προφορικά αναβολή λόγω σοβαρού κωλύματος που δικαιολογεί τη μη εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεών του. Η συζήτηση αναβάλλεται μόνο αν το κώλυμα πιθανολογηθεί. Η αναβολή γίνεται με επισημείωση στο πινάκιο και δεν μπορεί να υπερβεί τους δύο μήνες. Αν αυτό είναι απολύτως αδύνατο η αναβολή γίνεται στη συντομότερη δικάσιμο. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο διάδικος που δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του κατά το άρθρο 237 παρ. 1 δικάζεται ερήμην.
2. Αντικρούσεις που δεν προτάθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 237 είναι απαράδεκτες”.

Άρθρο 7
Το άρθρο 242 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 242.
1. Η συζήτηση αρχίζει μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και τη δήλωση των παραστάσεών τους. Οι διάδικοι που παρίστανται νόμιμα έχουν δικαίωμα να αναπτύξουν στο ακροατήριο προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ακόμη και όπου η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, κατά το άρθρο 115 παρ. 2.
2. Στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν με κοινή δήλωση, που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η δήλωση αυτή παραδίνεται από τον έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο τρεις τουλάχιστον πλήρεις εργάσιμες ημέρες πριν από τη δικάσιμο και σημειώνεται αμέσως το πινάκιο. Στην περίπτωση αυτή η συζήτηση περατώνεται με μόνη την εκφώνηση της υπόθεσης. Μόνο δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης είναι παραδεκτή. Μπορεί όμως το δικαστήριο, αν προβάλλονται άλλοι διαδικαστικοί ισχυρισμοί, να αναβάλει την υπόθεση σε σύντομη δικάσιμο, με πρακτικό στο οποίο καταχωρίζονται και οι ισχυρισμοί αυτοί. Στη δικάσιμο αυτή καλούνται όσοι διάδικοι δεν ήταν παρόντες κατά την αναβολή, ενώ οι παρόντες οφείλουν να εμφανιστούν χωρίς κλήτευση και αν δεν παραστούν κατά τη νέα δικάσιμο δικάζονται εξαρχής ερήμην”.

Άρθρο 8
Το άρθρο 243 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 243.
`Όλες οι συζητήσεις στο ακροατήριο γίνονται ενώπιον του ίδιου ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου που εκδίδει και την οριστική απόφαση. Αν ο δικαστής αυτός κωλύεται πρόσκαιρα, η συζήτηση αναβάλλεται για άλλη σύντομη δικάσιμο. Αν ο δικαστής έπαψε να υπηρετεί στο δικαστήριο ή βρίσκεται με άδεια που πρόκειται να διαρκέσει περισσότερο από ένα μήνα, ορίζεται αναπληρωτής και η συζήτηση γίνεται ενώπιόν του”.

Άρθρο 9

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 268 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Μετά την εκκρεμοδικεία ο εναγόμενος μπορεί να ασκήσει ανταγωγή”.

2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 268 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
“4. Η ανταγωγή ασκείται είτε με χωριστό δικόγραφο που επιδίδεται οκτώ τουλάχιστον πλήρεις εργάσιμες ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση είτε με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης, που στην περίπτωση αυτή κατατίθενται οκτώ τουλάχιστον πλήρεις εργάσιμες ημέρες πριν από τη δικάσιμο, είτε, όπου η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, προφορικά, κατά την πρώτη συζήτηση. Στην τελευταία περίπτωση η ανταγωγή καταχωρίζεται στα πρακτικά”.

Άρθρο 10
Η παράγραφος 1 του άρθρου 269 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Μέσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται κατά την πρώτη συζήτηση, με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 237, αλλοιώς απορρίπτονται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτα. Το απαράδεκτο αυτό δεν ισχύει για τους ισχυρισμούς που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα ή που μπορούν να προταθούν και σε κάθε στάση της δίκης”.

Άρθρο 11
Το άρθρο 270 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 270.
1. Ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου και του ειρηνοδικείου η συζήτηση είναι προφορική. Οι διάδικοι ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους οφείλουν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο:
α) να προσκομίσουν προαποδεικτικά όλα τα αποδεικτικά μέσα τους και
β) να εμφανιστούν αυτοπροσώπως εφόσον είναι δυνατό. Παράλειψη του διαδίκου ή του νόμιμου εκπροσώπου του να εμφανιστεί στο ακροατήριο, αν είναι αδικαιολόγητη κατά την κρίση του δικαστή, εκτιμάται ελεύθερα.
2. Ο δικαστής λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Ένορκες βεβαιώσεις στον ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο λαμβάνονται υπόψη μόνον αν έχουν συνταχθεί πριν από τη δικάσιμο και μετά προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση.
3. Ο δικαστής ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και διασαφήσεις από τους διαδίκους ή τους εκπροσώπους τους και τους εξετάζει, κατά την κρίση του, έστω κι αν δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 415. Οφείλει να εξετάσει έναν τουλάχιστον από τους προτεινόμενους και παριστάμενους μάρτυρες, χωρίς να απαιτείται να έχουν προηγουμένως γνωστοποιηθεί. Επιβάλλει τυχόν επαγόμενο όρκο μόνο αν είναι κατά την κρίση του απαραίτητο και αν αυτός στον οποίο γίνεται η επαγωγή είναι παρών. Εφόσον είναι αναγκαίο διατάζει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τριάντα ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο.
4. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνονται σε μια δικάσιμο. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται.
5. Έως τη δωδεκάτη ώρα της τρίτης ημέρα από τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων. Ο γραμματέας στο διάστημα αυτό υποχρεούται να επιδεικνύει στους διαδίκους τα πρακτικά της δίκης.
6. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο. Μπορεί όμως ο δικαστής, αν είναι κατά την κρίση του απαραίτητη η συμπλήρωση των αποδείξεων, να εκδώσει σχετική πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 341. Αν η συμπληρωματική απόδειξη διεξαχθεί στο ακροατήριο, ακολουθεί αμέσως συζήτηση, χωρίς άλλη κλήτευση. Αν η συμπληρωματική απόδειξη διεξαχθεί από εντεταλμένο δικαστή ή από προξενική αρχή, η συζήτηση επισπεύδεται με κλήση οποιουδήποτε διαδίκου”.

Άρθρο 12
Το άρθρο 341 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 341.
1. Ενώπιον των πολυμελών δικαστηρίων οι διάδικοι οφείλουν να προσκομίσουν προαποδεικτικώς όλα τα αποδεικτικά τους έγγραφα. Αν δεν υπάρχει περίπτωση να διαταχθεί απόδειξη με αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, μάρτυρες και εξέταση των διαδίκων, το πολυμελές δικαστήριο εκδίδει αμέσως οριστική απόφαση με βάση τα έγγραφα που έχουν προσκομιστεί προαποδεικτικώς. Στις λοιπές περιπτώσεις το δικαστήριο εκδίδει πράξη με την οποία τάσσει αποδείξεις. Η πράξη αυτή δεν περιέχει αιτιολογία ούτε οριστικές διατάξεις.
2. Η πράξη που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο αναφέρει το δικαστήριο που την εκδίδει, τη σύνθεσή του, τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων και των τυχόν εκπροσώπων τους, καθώς και τα ονοματεπώνυμα των δικαστικών πληρεξουσίων τους και ορίζει:
α) το θέμα που πρέπει να αποδειχθεί,
β) το διάδικο που βαρύνεται με την απόδειξη και τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται,
γ) την αρχή ενώπιον της οποίας θα γίνει η διεξαγωγή και
δ) το χρόνο της διεξαγωγής.
3. Η απόδειξη διεξάγεται ενώπιον του δικαστηρίου. Αν η διεξαγωγή απαιτεί πολύ χρόνο, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να γίνει ενώπιον μέλους του, που ορίζεται ως εισηγητής. Η διεξαγωγή γίνεται στο ακροατήριο, εκτός αν η πράξη ορίζει άλλο τόπο. Αν συντρέχει ειδικός λόγος μπορεί με την πράξη να ανατεθεί η διεξαγωγή ορισμένων αποδείξεων σε εντεταλμένο δικαστή ή στην αρμόδια προξενική αρχή. Ο χρόνος διεξαγωγής δεν επιτρέπεται να υπερβεί τους έξι μήνες. Αν η απόδειξη πρόκειται να διεξαχθεί στο εξωτερικό, έστω και κατά ένας μέρος, η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τους δέκα μήνες. Για την ενώπιον του δικαστηρίου απόδειξη ως χρόνος διεξαγωγής μπορεί να οριστεί και ρητή δικάσιμος μετά ορισμένο χρόνο από την επίδοση της πράξης.
4. Η πράξη χρονολογείται υπογράφεται κατά το άρθρο 306 και σημειώνεται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία μαζί με αλφαβητικό ευρετήριο. Με τη σημείωση αυτή ολοκληρώνεται η έκδοση της πράξης.
5. Αν το δικαστήριο παρέλειψε να ορίσει εισηγητή ή αν ανέκυψε ανάγκη να αντικατασταθεί ο εισηγητής, ο πρόεδρος του δικαστηρίου, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση διαδίκου, ορίζει, χωρίς κλήτευση των διαδίκων, ως εισηγητή ένα από τα μέλη της σύνθεσης ή αντικαθιστά τον εισηγητή με άλλο δικαστή, έστω και μη μέλος της σύνθεσης. Αντικατάσταση του εισηγητή επιτρέπεται αν έπαψε να υπηρετεί στο δικαστήριο ή βρίσκεται με άδεια που πρόκειται να διαρκέσει περισσότερο από ένα μήνα.
6. Αν το δικαστήριο παρέλειψε να ορίσει τόπο και χρόνο διεξαγωγής, εντεταλμένο δικαστή ή πρόξενο ή πραγματογνώμονα ή αν η πράξη έχει άλλες ελλείψεις, ο εισηγητής δικαιούται να συμπληρώσει τα στοιχεία αυτά. Δικαιούται επίσης να συμπληρώσει την πράξη του δικαστηρίου ως προς το θέμα, το βάρος, τα μέσα της απόδειξης και τον αριθμό των μαρτύρων. Η συμπλήρωση γίνεται με πράξη του εισηγητή που εκδίδεται αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση διαδίκου, χωρίς κλήτευση των διαδίκων, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 4. Η πράξη αυτή γνωστοποιείται στους διαδίκους είτε από τον εισηγητή πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, οπότε γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με επίδοση από ένα διάδικο στους λοιπούς. Αν η γνωστοποίηση δεν γίνει πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, κάθε διάδικος δικαιούται να ζητήσει αναβολή της διεξαγωγής.
7. Ο εισηγητής αποφασίζει για όλα τα σχετικά με την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα. Ιδίως:
α) διευθύνει τη διεξαγωγή των αποδείξεων,
β) εξετάζει τους μάρτυρες και αποφασίζει για κάθε ένσταση μη εξέτασης ή αμφισβήτησης της ταυτότητας των μαρτύρων και
γ) διορίζει ή αντικαθιστά τους διερμηνείς, αν υπάρχει νόμιμο κώλυμα. Οι αποφάσεις αυτές του εισηγητή καταχωρίζονται στα πρακτικά ή στην έκθεση.
8. Ο εισηγητής μετέχει στη σύνθεση κατά τη μετά την απόδειξη συζήτηση, εκτός αν έπαψε να υπηρετεί στο δικαστήριο ή έχει τοποθετηθεί σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου ή βρίσκεται σε άδεια.
9. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις πράξεις του προέδρου και του εισηγητή ούτε από τις κατά την παράγραφο 7 αποφάσεις του εισηγητή και δικαιούται να τις ανακαλεί ελεύθερα αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από πρόταση διαδίκου που υποβάλλεται κατά τη συζήτηση. Η ανάκληση γίνεται είτε με πράξη του δικαστηρίου, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4, σε κάθε στάση δίκης, έως την έκδοση της οριστικής απόφασης, είτε με την απόφαση αυτή, κατά τον ίδιο τρόπο το δικαστήριο μπορεί να ανακαλεί την πράξη με την οποία είχε τάξει απόδειξη.
10. Αν η απόδειξη διατάζεται με πράξη εφετείου ή του Αρείου Πάγου, ως εισηγητής μπορεί να οριστεί και πρωτοδίκης ή πάρεδρος”.

Άρθρο 13
Στην παραγρ. 1 του άρθρου 370 του Κ.Πολ.Δ. οι λέξεις “δι’ αποφάσεως” αντικαθίστανται με τις λέξεις “με πράξη”.

Άρθρο 14
Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 396 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται, ως εξής:
“`Όπου ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, η απόδειξη με μάρτυρες διεξάγεται έπειτα από έκδοση πράξης, η οποία, εκτός από τα αναφερόμενα στο άρθρο 341 παρ. 2, πρέπει να ορίζει και τον αριθμό των μαρτύρων που μπορεί να εξετάσει ο κάθε διάδικος”.

Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήνα, 25 Σεπτεμβρίου 1984

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ