Νόμος 1553 ΦΕΚ Α΄98/24.5.1985
Κύρωση της Σύμβασης Κοινωνικής Ασφάλειας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Σύμβαση Κοινωνικής Ασφάλειας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας, που υπογράφτηκε στην Αθήνα στις 12 Σεπτεμβρίου 1984, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην ελληνική και γαλλική γλώσσα έχει ως εξής:
ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας.
Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και Η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας
Επιθυμώντας να ρυθμίσουν τις σχέσεις των δύο χωρών στον τομέα της κοινωνικής ασφάλειας.
ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ να συνάψουν την παρούσα Σύμβαση Κοινωνικής Ασφάλειας με τους ακόλουθους όρους:
ΤΙΤΛΟΣ Ι.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο Ι.
α) Ο όρος “Ελλάδα” σημαίνει την Ελληνική Δημοκρατία.
β) Ο όρος “Βραζιλία” σημαίνει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας.
γ) Ο όρος “εργαζόμενος” σημαίνει τα πρόσωπα τα οποία έχουν διανύσει περιόδους ασφάλισης όπως αυτές προσδιορίζονται από τις νομοθεσίες που αναφέρονται στο άρθρο ΙΙ της παρούσας Σύμβασης.
δ) Ο όρος “μέλη της οικογένειας”, “επιζώντες” και “δικαιοδόχοι” θα έχουν τη σημασία σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία.
ε) Ο όρος “νομοθεσία” σημαίνει τους νόμους, τα διατάγματα, τους κανονισμούς και κάθε άλλη διάταξη, που ισχύουν ή που θα ισχύσουν στο μέλλον και που αφορούν τα συστήματα της κοινωνικής ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο ΙΙ της παρούσας Σύμβασης.
στ) Ο όρος “αρμόδια αρχή” σημαίνει την αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των νομοθεσιών που αναφέρονται στο άρθρο ΙΙ της παρούσας Σύμβασης και ειδικότερα:
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το Υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σε ό,τι αφορά τη Βραζιλία, το Υπουργείο Πρόνοιας και Κοινωνικής Βοήθειας. ζ) Ο όρος “αρμόδιο ίδρυμα” σημαίνει το ίδρυμα στην ασφάλιση του οποίου υπάγεται ο ενδιαφερόμενος κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για παροχή ή το ίδρυμα από το οποίο ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα σε παροχές ή θα είχε δικαίωμα αν ο ίδιος ή η οικογένειά του διέμεναν στο έδαφος στο οποίο βρίσκεται το ίδρυμα αυτό.
η) Ο όρος “αρμόδιο Κράτος” σημαίνει το Συμβαλλόμενο Κράτος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το αρμόδιο ίδρυμα.
θ) Ο όρος “οργανισμός συνδέσμου” σημαίνει τους οργανισμούς που ορίζονται από τις αρμόδιες αρχές για να επικοινωνούν μεταξύ τους και να μεσολαβούν στα αρμόδια ιδρύματα για το χειρισμό των υποθέσεων των σχετικών με τα αιτήματα χορήγησης παροχών.
ι) Ο όρος “οργανισμός διαχείρισης” σημαίνει το αρμόδιο ίδρυμα για την εφαρμογή των νομοθεσιών που αναφέρονται στο άρθρο ΙΙ της παρούσας Σύμβασης.
ια) Ο όρος “αυτοτελής δραστηριότητα” σημαίνει την αμειβόμενη επαγγελματική δραστηριότητα που ασκείται συνήθως από τον εργαζόμενο και για δικό του λογαριασμό.
ιβ) Ο όρος “περίοδοι ασφάλισης” σημαίνει τις περιόδους εισφορών ή απασχόλησης που ορίζονται ή θεωρούνται σαν περίοδοι ασφάλισης από τη νομοθεσία κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν, καθώς και τις περιόδους που εξομοιώνονται με αυτές στο μέτρο που αναγνωρίζονται από τη νομοθεσία αυτή σαν ισοδύναμες με περιόδους ασφάλισης.
ιγ) Οι λοιποί όροι της παρούσας Σύμβασης έχουν την έννοια που τους αρμόζει σύμφωνα με τη νομοθεσία των Συμβαλλόμενων Κρατών.
Άρθρο ΙΙ.
1. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται:
Α) Στην Ελλάδα: α) στη νομοθεσία του γενικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων που καλύπτει τα πρόσωπα που παρέχουν εξαρτημένη εργασία ή τα εξομοιούμενα με αυτά για τους κινδύνους γήρατος, θανάτου, αναπηρίας, ασθένειας – μητρότητας, εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών και οικογενειακών επιδομάτων
β) στη νομοθεσία των ειδικών συστημάτων κοινωνικών ασφαλίσεων που καλύπτουν, για τους καθοριζόμενους στην παραπάνω παράγραφο (α) κινδύνους, ορισμένες κατηγορίες προσώπων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία ή τα εξομοιούμενα με αυτό πρόσωπα και πρόσωπα που απασχολούνται αυτοτελώς ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα, με εξαίρεση το σύστημα ασφάλισης των ναυτικών της εμπορικής ναυτιλίας για το οποίο η Σύμβαση θα μπορεί να εφαρμοστεί μετά από συμφωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών.
Β) Στη Βραζιλία:
στη νομοθεσία που αφορά το Εθνικό Σύστημα Πρόνοιας και Κοινωνικής Βοήθειας – SINPAS, με εξαίρεση το σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων εκτός αν υπάρχει αμοιβαιότητα.
2. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται εξίσου στις νομοθεσίες των Συμβαλλόμενων Κρατών που επεκτείνουν την εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας σε νέες κατηγορίες εργαζόμενων ή που θεσπίζουν νέες διατάξεις κοινωνικής ασφάλειας, εκτός αν η Κυβέρνηση του Συμβαλλόμενου Κράτους που επεκτείνει τη νομοθεσία του ή θεσπίσει νέες διατάξεις γνωστοποιήσει στην Κυβέρνηση του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους την επιθυμία της για εξαίρεση των διατάξεων αυτών από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης, μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την ημέρα της επίσημης δημοσίευσης των διατάξεων αυτών.
Άρθρο ΙΙΙ.
Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στους εργαζόμενους, οι οποίοι, ανεξάρτητα από την υπηκοότητά τους, υπάγονται ή υπήγοντο στη νομοθεσία του ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών καθώς και στους δικαιοδόχους όταν αυτοί διαμένουν σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη.
Άρθρο ΙV.
Οι υπήκοοι καθενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη που διαμένουν στο έδαφος του άλλου Μέρους έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τους υπήκοους του Κράτους αυτού.
Άρθρο V.
1. Οι παροχές σε χρήμα που χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του ενός ή των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών δεν υπόκεινται σε μείωση, αναστολή ή παρακράτηση από μόνο το γεγονός ότι ο δικαιούχος διαμένει στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος. 2. Κοινωνικοασφαλιστικά πλεονεκτήματα που αναγνωρίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη σε ασφαλισμένους του, αν αυτοί διαμένουν στο έδαφος τρίτης χώρας, παρέχονται με τους ίδιους όρους και στους υπήκοους του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
Άρθρο VΙ.
Αν η νομοθεσία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη εξαρτά την προαιρετική υπαγωγή ή την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης από περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής, οι περίοδοι ασφάλισης ή απασχόλησης που πραγματοποιήθηκαν κατά τη νομοθεσία του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους λαμβάνονται υπόψη για το σκοπό αυτόν, στο μέτρο που απαιτείται, σαν να επρόκειτο για περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν κατά τη νομοθεσία του πρώτου Κράτους.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΖΟΜΕΝΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Άρθρο VΙΙ.
1. Ο εργαζόμενος στον οποίο εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση υπάγεται στη νομοθεσία του ενός μόνο από τα Συμβαλλόμενα Κράτη. Η νομοθεσία αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης:
α) ο εργαζόμενος που απασχολείται στο έδαφος του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη υπάγεται στη νομοθεσία του Κράτους αυτού ακόμη και αν έχει την κατοικία του στο έδαφος του άλλου Κράτους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης στον οποίο απασχολείται έχει την έδρα ή την κατοικία του στο έδαφος του άλλου Κράτους
β) τα μέλη του πληρώματος πλοίου που φέρει τη σημαία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα υπάγονται στην ισχύουσα νομοθεσία του ίδιου αυτού Κράτους. Κάθε άλλο πρόσωπο που απασχολείται από το πλοίο σε εργασίες φόρτωσης, εκφόρτωσης, επιδιόρθωσης, και επιτήρησης, όταν το εν λόγω πλοίο βρίσκεται στο λιμάνι, θα υπάγεται στη νομοθεσία του Κράτους στη δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται το πλοίο. 3. Το προσωπικό κίνησης των αεροπορικών μεταφορικών επιχειρήσεων υπάγεται στη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους στο έδαφος του οποίου έχει την έδρα της η επιχείρηση.
Άρθρο VΙΙΙ.
Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παρ. 2, εδάφ. α` του προηγούμενου άρθρου:
α) Τα μέλη των διπλωματικών και προξενικών αντιπροσωπειών, των διεθνών οργανισμών και οι άλλοι υπάλληλοι των αντιπροσωπειών αυτών καθώς και οι οικιακοί βοηθοί τους θα καλύπτονται σε ό,τι αφορά την κοινωνική ασφάλιση, από τη νομοθεσία, τις συνθήκες και συμβάσεις που εφαρμόζονται, σ` αυτούς
β) οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εξομοιούμενοι με αυτούς του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη που αποστέλλονται για την ενάσκηση των καθηκόντων τους στο έδαφος του άλλου Κράτους υπάγονται στη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο ανήκει η υπηρεσία στην οποία απασχολούνται
γ) ο εργαζόμενος μιας επιχείρησης που έχει την έδρα της σε καθένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, ο οποίος έχει αποσπασθεί στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους για περιορισμένη χρονική περίοδο, εξακολουθεί να υπάγεται στην ισχύουσα νομοθεσία του Κράτους προέλευσης, εφόσον η απασχόλησή του στο έδαφος της δεύτερης χώρας δεν παρατείνεται πέραν των δώδεκα (12) μηνών. Η κατάσταση αυτή θα μπορεί να συνεχιστεί, κατ` εξαίρεση, μετά από προηγούμενη συμφωνία της Κυβέρνησης της χώρας στην οποία ασκείται η ευκαιριακή αυτή εργασία
δ) αν η διάρκεια της εργασίας πρόκειται να παραταθεί για απρόβλεπτους λόγους πέραν της προβλεπόμενης προηγούμενα διάρκειας των δώδεκα (12) μηνών, η ισχύουσα νομοθεσία του Κράτους όπου εργάζεται συνήθως παραμένει κατ` εξαίρεση εφαρμοστέα εφόσον συμφωνεί η αρμόδια αρχή του Κράτους όπου απασχολείται προσωρινά
ε) οι κανόνες που ορίζονται στα εδάφια “γ” και “δ” του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται εξίσου στα πρόσωπα τα οποία ασκούν αυτοτελή δραστηριότητα στο έδαφος του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη και τα οποία μεταβαίνουν για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής στο έδαφος του άλλου Κράτους για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Άρθρο ΙΧ.
Οι αρμόδιες αρχές των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών μπορούν να προβλέπουν με κοινή συμφωνία εξαιρέσεις από τις διατάξεις των άρθρων VΙΙ και VΙΙΙ για ορισμένους εργαζόμενους ή για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΑΡΟΧΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι. ΑΣΘΕΝΕΙΑ – ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ
Άρθρο Χ.
Αν η νομοθεσία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη εξαρτά την απόκτηση, διατήρηση ή επανάκτηση του δικαιώματος παροχών σε χρήμα ή σε είδος από την πραγματοποίηση περιόδων ασφάλισης ή απασχόλησης, τότε το αρμόδιο ίδρυμα θα λάβει υπόψη, στο μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφάλισης ή απασχόλησης που πραγματοποιήθηκαν κατά τη νομοθεσία του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, σαν να επρόκειτο για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν κατά τη νομοθεσία του πρώτου Κράτους.
Άρθρο ΧΙ.
1. Ο δικαιούχος σύνταξης που οφείλεται σύμφωνα με τη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών καθώς και τα μέλη της οικογένειάς του που διαμένουν μόνιμα ή προσωρινά στο έδαφος του άλλου Κράτους, δικαιούνται παροχές σε είδος από μέρους του ιδρύματος του Κράτους στο οποίο διαμένουν μόνιμα ή προσωρινά, σε βάρος αυτού του ιδρύματος.
2. Ο δικαιούχος σύνταξης που οφείλεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του ενός μόνο από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, καθώς και τα μέλη της οικογένειάς του που διαμένουν μόνιμα ή προσωρινά στο έδαφος του άλλου Κράτους, δικαιούνται παροχές σε είδος από το ίδρυμα του τελευταίου αυτού Κράτους σύμφωνα με τη νομοθεσία που αυτό εφαρμόζει. Τα έξοδα των παροχών που χορηγήθηκαν αποδίδονται από το ίδρυμα που οφείλει τη σύνταξη στο ίδρυμα που τις χορήγησε.
Άρθρο ΧΙΙ.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ρυθμίσουν με διοικητική συμφωνία τη χορήγηση των παροχών ασθένειας και μητρότητας στους εργαζόμενους και τα μέλη οικογένειάς τους που μεταφέρουν την προσωρινή ή μόνιμη διαμονή τους στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους από εκείνο που είναι αρμόδιο και που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του τελευταίου αυτού Κράτους.
Άρθρο ΧΙΙΙ.
Οι δαπάνες των παροχών σε είδος, που χορηγούνται από το ίδρυμα του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη για λογαριασμό του ιδρύματος του άλλου Κράτους δυνάμει των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης, αποδίδονται κατά τον τρόπο που καθορίζεται στις Διοικητικές Συμφωνίες που προβλέπονται από το άρθρο ΧΧΙ.
Άρθρο ΧΙV.
Οι αρμόδιες αρχές των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών μπορούν να ρυθμίσουν με κοινή συμφωνία, σε σχέση με τις εθνικές τους νομοθεσίες, τα αναγκαία μέτρα για την έγκριση καταβολής των οικογενειακών επιδομάτων στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους από εκείνο που βρίσκεται το αρμόδιο ίδρυμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ.
ΑΝΑΠΗΡΙΑ, ΓΗΡΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ
Άρθρο ΧV.
1. α) Για την απόκτηση, διατήρηση και επανάκτηση του δικαιώματος σε παροχές συντάξεων, αν ο εργαζόμενος έχει υπαχθεί διαδοχικά ή αλληλοδιάδοχα στη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών, οι περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία καθενός από τα δύο κράτη συνυπολογίζονται, εφ` όσον δεν συμπίπτουν χρονικά.
β) Αν η νομοθεσία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη εξαρτά τη χορήγηση ορισμένων παροχών από την προϋπόθεση ότι οι περίοδοι ασφάλισης πραγματοποιήθηκαν σε επάγγελμα που υπάγεται σε ειδικές διατάξεις, οι περίοδοι που πραγματοποιήθηκαν κάτω από ανάλογες διατάξεις του άλλου Κράτους ή, εφ` όσον δεν υπάρχουν, στο ίδιο επάγγελμα ή στην ίδια απασχόληση, συνυπολογίζονται αποκλειστικά για τον καθορισμό του δικαιώματος στις παροχές αυτές, ακόμη, και όταν στο άλλο Κράτος δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις για το ίδιο επάγγελμα ή απασχόληση. Αν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των εν λόγω περιόδων ασφάλισης, ο ενδιαφερόμενος δεν συμπληρώνει τις προϋποθέσεις για την απόκτηση του δικαιώματος στις παροχές αυτές, οι περίοδοι αυτές λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του δικαιώματος σε παροχές σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις.
2. Όταν ο εργαζόμενος έχει τις καθορισμένες από τη νομοθεσία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη προϋποθέσεις για τη χορήγηση παροχών χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνει συνυπολογισμός των περιόδων ασφάλισης που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, το αρμόδιο ίδρυμα του Κράτους αυτού καθορίζει το ύψος των παροχών με βάση αποκλειστικά τις περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας που εφαρμόζει. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται εξίσου στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα σε παροχές από μέρους του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3.
3. Όταν ο εργαζόμενος δεν μπορεί να προβάλει δικαίωμα σε παροχές με βάση μόνο τις περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, το αρμόδιο ίδρυμα του Κράτους αυτού προσδιορίζει το δικαίωμα σε παροχές συνυπολογίζοντας, στο μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, για τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων που προβλέπονται από την δική του νομοθεσία και υπολογίζει το ποσό της παροχής σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
α) Καθορίζει το θεωρητικό ποσό της παροχής την οποία θα εδικαιούτο ο ενδιαφερόμενος, αν όλες οι περίοδοι ασφάλισης που συνυπολογίζονται είχαν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας που εφαρμόζει.
β) Καθορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της παροχής που δικαιούται ο ενδιαφερόμενος με βάση το θεωρητικό ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο α` κατά την αναλογία των περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν κατά τη νομοθεσία που εφαρμόζει, σε σχέση με τη διάρκεια των περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν και στα δύο Κράτη.
4. Αν η νομοθεσία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών γίνεται με βάση το μισθό ή τις εισφορές, το ίδρυμα που καθορίζει την παροχή δυνάμει του παρόντος άρθρου λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά τους μισθούς ή τις εισφορές που καταβλήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει.
5. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1, εδάφιο α`, αν η συνολική διάρκεια των περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν κατά τη νομοθεσία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη δεν φθάνουν το ένα έτος και αν λαμβανομένων υπόψη αυτών μόνο των περιόδων, δεν αποκτάται κανένα δικαίωμα παροχών σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας αυτής, το ίδρυμα του Κράτους αυτού δεν έχει υποχρέωση καταβολής ή, παροχών για τις εν λόγω περιόδους ασφάλισης. Αντίθετα, το αρμόδιο ίδρυμα του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους οφείλει να λάβει υπόψη αυτές τις περιόδους ασφάλισης, είτε για τη θεμελίωση του δικαιώματος είτε για τον υπολογισμό των παροχών.
Άρθρο ΧVΙ.
Το άθροισμα των παροχών που οφείλονται από τα αρμόδια ιδρύματα των Συμβαλλόμενων Κρατών δεν μπορεί να είναι κατώτερο από την ελάχιστη παροχή που ισχύει στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο έδαφος του οποίου διαμένει ο δικαιούχος.
Άρθρο ΧVΙΙ.
Αν η νομοθεσία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη εξαρτά τη χορήγηση παροχών από την προϋπόθεση ότι ο εργαζόμενος κατά το χρόνο επαλήθευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης για χορήγηση παροχών υπάγεται στη νομοθεσία της χώρας αυτής, η προϋπόθεση αυτή θεωρείται ότι πληρούται αν κατά την επαλήθευση αυτής της περίπτωσης υπάγεται στη νομοθεσία του άλλου Κράτους ή αν έχει δικαίωμα παροχών στο άλλο Κράτος.
ΤΙΤΛΟΣ ΙV.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο ΧVΙΙΙ.
1. Οι αρμόδιες αρχές, τα ιδρύματα και οι οργανισμοί συνδέσμου των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών γνωστοποιούν κάθε πληροφορία σχετική με:
α) τα μέτρα που λαμβάνονται για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης. β) τις τροποποιήσεις της νομοθεσίας τους που μπορούν να επεκτείνουν την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης.
2. Για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης οι αρχές και τα ιδρύματα των Συμβαλλόμενων Κρατών πρέπει να παρέχουν αμοιβαία τη συνδρομή τους και να ενεργούν σαν να επρόκειτο για την εφαρμογή της δικής τους νομοθεσίας. Η βοήθεια παρέχεται δωρεάν. 3. Για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, οι αρχές και τα ιδρύματα των Συμβαλλόμενων Κρατών μπορούν να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους, καθώς και με τους ενδιαφερόμενους ή τους εντολοδόχους τους.
4. Οι αρχές, τα ιδρύματα και τα δικαστήρια του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη δεν μπορούν να απορρίψουν τις αιτήσεις ή άλλα έγγραφα που τους υποβάλλονται από το γεγονός ότι αυτά έχουν συνταχθεί στην επίσημη γλώσσα του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
Άρθρο ΧΙΧ.
1. Οι εξαιρέσεις ή εκπτώσεις από φόρους χαρτοσήμου ή άλλους φόρους ή δικαιώματα, που προβλέπονται από τη νομοθεσία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη για τα πιστοποιητικά ή έγγραφα που πρέπει να υποβάλλονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας του Κράτους αυτού, επεκτείνονται και στα αντίστοιχα πιστοποιητικά ή έγγραφα που πρέπει να υποβάλλονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους ή της παρούσας Σύμβασης.
2. Όλες οι πράξεις, τα έγγραφα και τα οποιουδήποτε είδους πιστοποιητικά που πρέπει να υποβάλλονται για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης απαλλάσσονται της επικύρωσης από μέρους των διπλωματικών ή προξενικών αρχών. 3. Οι αιτήσεις και οι προσφυγές που θα έπρεπε να υποβάλλονται μέσα σε ορισμένη προθεσμία σε μια αρχή ή έναν οργανισμό της μιας από τις συμβαλλόμενες χώρες γίνονται δεκτές αν υποβληθούν στην ίδια προθεσμία σε αντίστοιχη αρχή ή οργανισμό της άλλης χώρας.
Άρθρο ΧΧ.
Οι αρχές, τα ιδρύματα και οι οργανισμοί των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών μπορούν να αλληλογραφούν απευθείας μεταξύ τους καθώς και με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην αγγλική ή στη γαλλική γλώσσα ή στην επίσημη γλώσσα τους.
Άρθρο ΧΧΙ.
1. Η εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης θα ρυθμιστεί με Διοικητικές Συμφωνίες των οποίων η επεξεργασία θα ανατεθεί από τις αρμόδιες αρχές σε Μικτή Επιτροπή αντιπροσώπων των Συμβαλλόμενων Μερών.
2. Οι Διοικητικοί Κανονισμοί που προβλέπονται στο παρόν άρθρο θα αρχίσουν να ισχύουν από την ανταλλαγή των επιστολών μεταξύ των δύο Κυβερνήσεων.
Άρθρο ΧΧΙΙ.
1. Το αρμόδιο ίδρυμα του ενός από τα Συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούται να διενεργεί, μετά από αίτηση του αρμόδιου ιδρύματος του άλλου Κράτους, τις αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις για τους δικαιούχους που βρίσκονται στο έδαφός του. 2. Οι δαπάνες των ιατρικών εξετάσεων καθώς και των αναγκαίων εξετάσεων για τη χορήγηση παροχών βαρύνουν τα ιδρύματα που πραγματοποίησαν τις εξετάσεις αυτές.
Άρθρο ΧΧΙΙΙ.
1. Για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, κάθε αίτηση, αποστολή εγγράφων, αίτηση απόδοσης ή αίτηση πληροφοριών γίνεται δια μέσου των οργανισμών συνδέσμου.
Οι οργανισμοί συνδέσμου είναι:
α) Για την Ελλάδα, Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ).
β) Για τη Βραζιλία, Το Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας (ΙΝΡS).
2. Οι οργανισμοί συνδέσμου θα συντάξουν ανάλογα με τις ανάγκες και με κοινή συμφωνία τα έντυπα και τα τυποποιημένα έγγραφα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης.
3. Οι οργανισμοί συνδέσμου μπορούν εξίσου να συμφωνήσουν για τα διοικητικά μέτρα εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης και του Διοικητικού Κανονισμού με σκοπό να επιτευχθεί πλήρης εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα αυτής.
Άρθρο ΧΧΙV.
1. Οι πληρωμές σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση πρέπει να γίνονται νόμιμα στο νόμισμα της συμβαλλόμενης χώρας που πραγματοποιεί την πληρωμή.
2. Σε περίπτωση που θεσπισθούν συναλλαγματικοί περιορισμοί στο ένα από τα δύο Συμβαλλόμενα Κράτη, οι δύο Κυβερνήσεις παίρνουν αμέσως και από κοινού μέτρα για να διασφαλίσουν τη μεταφορά μεταξύ των εδαφών τους των απαραίτητων χρηματικών ποσών για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο ΧΧV.
1. Η παρούσα Σύμβαση συνάπτεται για αόριστη διάρκεια εκτός αν καταγγελθεί από το ένα ή το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος. Η καταγγελία θα πραγματοποιείται από τη διπλωματική οδό και θα αρχίζει έξι μήνες μετά το μήνα που θα ακολουθήσει την ημερομηνία λήψης της γνωστοποίησης.
2. Σε περίπτωση καταγγελίας, οι όροι της παρούσας Σύμβασης συνεχίζουν να εφαρμόζονται για δικαιώματα που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου που η Σύμβαση ήταν σε ισχύ.
3. Τα δικαιώματα που είναι προς απόκτηση τη στιγμή που η παρούσα Σύμβαση θα παύσει να ισχύει θα προβλεφθούν με κοινή συμφωνία, από τα Συμβαλλόμενα Μέρη.
4. Οι προξενικές αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών θα μπορούν να εκπροσωπήσουν, χωρίς ειδική κυβερνητική εντολή, τους υπηκόους του δικού τους Κράτους στις αρμόδιες αρχές και τους οργανισμούς διαχείρισης κοινωνικών ασφαλίσεων του άλλου Κράτους.
Άρθρο ΧΧVΙ.
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα γνωστοποιήσει στο άλλο τη συμπλήρωση των όρων που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, η οποία θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα από εκείνο μέσα στον οποίο θα ανταλλαγούν τα όργανα επικύρωσης.
Άρθρο ΧΧVΙΙ.
1. Η παρούσα Σύμβαση δεν θεμελιώνει δικαίωμα καταβολής παροχών για τον προηγούμενο από την έναρξη της ισχύος της χρόνο.
2. Κάθε περίοδος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη νομοθεσία καθενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης αυτής. Ο κανόνας που καθιερώνεται στην προηγούμενη φράση δεν θίγει τις διατάξεις των νομοθεσιών των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών που αναφέρονται στο χρονικό πεδίο εφαρμογής των νομοθεσιών αυτών. Οι Διοικητικές Συμφωνίες που προβλέπονται στο άρθρο ΧΧΙ θα καθορίσουν τους τρόπους εφαρμογής της προηγούμενης διάταξης.
3. Τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων που έχουν αποκτηθεί πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης και συντάξεις που χορηγήθηκαν μπορούν να αναθεωρηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου. 4. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 οι παροχές θα χορηγούνται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Αλλά στην περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται σε προθεσμία ενός έτους μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης οι παροχές θα χορηγούνται από την ημερομηνία αυτή.
Άρθρο ΧΧVΙΙΙ.
Η παρούσα Σύμβαση θα επικυρωθεί και από τα δύο Συμβαλλόμενα Κράτη σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το καθένα από τα Κράτη και τα όργανα επικύρωσης θα ανταλλαγούν το ταχύτερο δυνατό.
ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΟΥΤΟΥ οι πληρεξούσιοι των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών υπόγραψαν την παρούσα Σύμβαση. ΕΓΙΝΕ στην Αθήνα στις 12 Σεπτεμβρίου 1984 σε δύο πρωτότυπα, στην πορτογαλική, ελληνική και γαλλική γλώσσα και η γαλλική γλώσσα υπερισχύει σε περίπτωση διαφορών στη μετάφραση.
Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλουμε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 20 Mαίου 1985
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤ. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ