Νόμος 1557 ΦΕΚ Α΄103/29.5.1985
Κύρωση της από 14 Σεπτεμβρίου 1984 Συμφωνίας για την τροποποίηση της από 5 Μαΐου 1978 Σύμβασης Κοινωνικής Ασφάλειας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Σουηδίας.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Συμφωνία που υπογράφτηκε στη Στοκχόλμη στις ι4 Σεπτεμβρίου 1984 για την τροποποίηση της από 5 Μαΐου 1978 Σύμβασης Κοινωνικής Ασφάλειας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και της οποίας το πρωτότυπο κείμενο στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:
ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Για την τροποποίηση της από 5 Μαΐου 1978 Σύμβασης Κοινωνικής Ασφάλειας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Σουηδίας.
Η Ελληνική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας, που στις 5 Μαΐου 1978 σύναψαν μια διμερή Σύμβαση Κοινωνικής Ασφάλειας καθώς επίσης και ένα Διοικητικό Κανονισμό για την εφαρμογή της Σύμβασης, συμφώνησαν να τροποποιήσουν τα άρθρα 1, 2, 6, 8, 15 – 18, 20 – 23 και 29 αυτής της Σύμβασης. Συμφωνήθηκε επίσης ότι το άρθρο 24 της Σύμβασης θα παύσει να ισχύει και ότι τα λοιπά μέρη της Σύμβασης και του Διοικητικού Κανονισμού θα μεταγλωττιστούν στην ελληνική γλώσσα.
Η Σύμβαση και ο Διοικητικός Κανονισμός θα έχουν με την παρούσα Συμφωνία τη διατύπωση που εμφανίζεται στο Παράρτημα αυτής της Συμφωνίας.
Οι διατάξεις του Άρθρου 41 της Σύμβασης εφαρμόζονται σε δικαιώματα που προκύπτουν από τη Συμφωνία αυτή.
Η παρούσα Συμφωνία χρειάζεται επικύρωση, τα όργανα επικύρωσης θα ανταλλαγούν στην Αθήνα.
Η Συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά την ανταλλαγή των οργάνων επικύρωσης.
Σε πίστωση αυτού οι υπογράφοντες δεόντως εξουσιοδοτημένοι από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν την παρούσα Συμφωνία.
` Έγινε σε δύο πρωτότυπα στη Στοκχόλμη στις 14 Σεπτεμβρίου 1984, στην ελληνική, σουηδική και αγγλική γλώσσα και κάθε κείμενο είναι εξίσου αυθεντικό.
ΣΥΜΒΑΣΗ
Μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Σουηδίας για την κοινωνική Ασφάλεια.
Η Ελληνική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας
επιθυμώντας να ρυθμίσουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο Κρατών στον τομέα της Κοινωνικής Ασφάλειας, συμφώνησαν να συνάψουν την ακόλουθη Σύμβαση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Γενικές διατάξεις.
Άρθρο 1.
1. Για το σκοπό της παρούσας Σύμβασης:
1) “Ελλάδα” σημαίνει την Ελληνική Δημοκρατία και “Σουηδία” το Βασίλειο της Σουηδίας.
2) “Νομοθεσία” σημαίνει τους ισχύοντες νόμους, διατάγματα και κανονισμούς, όπως ορίζεται στο άρθρο 2.
3) Αρμόδια αρχή” σημαίνει, σε σχέση με την Ελλάδα τον Υπουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή, σε σχέση με την ασφάλιση ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα, τον Υπουργό Εργασίας, σε σχέση με τη Σουηδία, την Κυβέρνηση ή την οριζόμενη από την Κυβέρνηση αρχή.
4) “Ασφαλιστικός φορέας” σημαίνει τον οργανισμό ή την αρχή που είναι αρμόδια για την εφαρμογή της αναφερόμενης στο άρθρο 2 νομοθεσίας (ή μέρους αυτής).
5) “Αρμόδιος ασφαλιστικός φορέας” σημαίνει τον αρμόδιο, σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία, ασφαλιστικό φορέα.
6) “Οργανισμός συνδέσμου” σημαίνει τον οργανισμό για σύνδεση και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ασφαλιστικών φορέων των δύο Συμβαλλόμενων Μερών για διευκόλυνση της εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης καθώς και για την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων προσώπων σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη Σύμβαση.
7) “Μέλος οικογένειας” σημαίνει το μέλος της οικογένειας σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους, στην περιοχή του οποίου έχει την έδρα του ο φορέας σε βάρος του οποίου χορηγούνται οι παροχές. 8) “Περίοδοι ασφάλισης” σημαίνει περιόδους εισφορών, περιόδους απασχόλησης, ή άλλες περιόδους, που θεωρούνται περίοδοι ασφάλισης ή εξομοιώνονται με τέτοιες σύμφωνα με τη νομοθεσία κατά την οποία διανύθηκαν, καθώς και ημερολογιακά έτη για τα οποία καταγράφτηκαν συντάξιμοι βαθμοί σύμφωνα με το σουηδικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για συμπληρωματική σύνταξη από απασχόληση ή άλλη οικονομική δραστηριότητα στη διάρκεια του παραπάνω αναφερόμενου έτους ή μέρους αυτού.
9) “χρηματική παροχή”, “σύνταξη”, “ετήσιο επίδομα” ή “αποζημίωση” σημαίνει χρηματική παροχή, σύνταξη, ετήσιο επίδομα ή αποζημίωση σύμφωνο με την εφαρμοστέα νομοθεσία συμπεριλαμβανομένων και όλων των τμημάτων αυτών τα οποία χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους, καθώς και τις προσαυξήσεις και τις πρόσθετες πληρωμές.
2. Οι λοιποί όροι στην παρούσα Σύμβαση έχουν τη σημασία που τους δίνεται από την εφαρμοστέα νομοθεσία.
Άρθρο 2.
1. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται: Α`. Σε σχέση με την Ελλάδα:
α) Στη γενική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας που καλύπτει τους μισθωτούς και τους εξομοιούμενους με αυτούς για τους κινδύνους γήρατος, αναπηρίας, θανάτου, ασθένειας, μητρότητας, εργατικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας.
β) Στη νομοθεσία των ειδικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, που καλύπτουν ορισμένες κατηγορίες μισθωτών ή εξομοιούμενους με αυτούς και τους αυτοτελώς απασχολούμενους και τους αγρότες και για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 5 της παρούσας Σύμβασης στα ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφάλειας που καλύπτουν τους ναυτικούς και τους δημόσιους υπαλλήλους.
γ) Στη νομοθεσία της ασφάλισης ανεργίας των μισθωτών.
δ) Στη νομοθεσία για τα οικογενειακά επιδόματα των μισθωτών, καθώς και για τα δημογραφικού χαρακτήρα επιδόματα τέκνων.
Β`. Σε σχέση με τη Σουηδία, στη νομοθεσία για
α) Ασφάλιση ασθένειας και ασφάλιση γονέων.
β) Λαϊκή σύνταξη.
γ) Συμπληρωματική σύνταξη.
δ) Γενικά επιδόματα τέκνων.
ε ) Ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών.
στ) Ασφάλιση ανεργίας και υποστήριξη στην αγορά εργασίας.
2. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες ορίζονται διαφορετικά από τη διάταξη της παραγράφου 4, η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται και στη νομοθεσία που κωδικοποιεί, τροποποιεί ή συμπληρώνει τη νομοθεσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του Άρθρου αυτού.
3. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται σε νομοθεσία που αναφέρεται σε νέο σύστημα ή νέο κλάδο κοινωνικής ασφάλειας πέρα από αυτές που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μόνον αν συναφθεί ιδιαίτερη συμφωνία μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών.
4. Η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται σε νομοθεσία η οποία επεκτείνει την εφαρμογή της νομοθεσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε νέες κατηγορίες προσώπων, αν η αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους γνωστοποιήσει στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία της δημοσίευσης της νέας νομοθεσίας, ότι δε σκοπεύεται επέκταση της Σύμβασης σ` αυτή.
5. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών μπορούν να συμφωνήσουν ότι η Σύμβαση αν σύνολο θα εφαρμόζεται επίσης στο ειδικό ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλειας που καλύπτει τους ναυτικούς.
Άρθρο 3.
Η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται εφόσον σ αυτή δεν ορίζεται διαφορετικά στους υπηκόους των Συμβαλλόμενων Μερών σε πρόσωπα για τα οποία ισχύει ή ίσχυσε η νομοθεσία του ενός από τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη και σε πρόσωπα που έλκουν τα δικαιώματά τους από τέτοια πρόσωπα.
Άρθρο 4.
Εφόσον στην παρούσα Σύμβαση δεν ορίζεται διαφορετικά, κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, εξομοιώνονται προς τους υπηκόους του Μέρους αυτού τα ακόλουθα πρόσωπα που διαμένουν στην περιοχή του:
α) Υπήκοοι του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
β) Πρόσφυγες και ανιθαγενείς σύμφωνα με την έννοια της Συνθήκης της 28ης Ιουλίου 1951 “Περί της Νομικής καταστάσεως των προσφύγων και του από 31 Ιανουαρίου 1967 πρωτόκολλου αυτής καθώς και της από 28 Σεπτεμβρίου 1954 Σύμβασης “περί του Καθεστώτος των Ανιθαγενών”.
γ) `Άλλα πρόσωπα που έλκουν τα δικαιώματά τους από υπήκοο του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους ή από πρόσφυγα ή ανιθαγενη, που αναφέρονται στο άρθρο αυτό,
Άρθρο 5.
1. Εφόσον στην παρούσα Σύμβαση δεν ορίζεται διαφορετικά, συντάξεις και άλλες χρηματικές παροχές, με εξαίρεση τις παροχές ανεργίας, δεν επιτρέπεται να μειωθούν, τροποποιηθούν, ανασταλούν ή ανακληθούν επειδή ο δικαιούχος, διαμένει στην περιοχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
2. Εφόσον στην παρούσα Σύμβαση δεν ορίζεται διαφορετικά, παροχές που πρέπει να καταβληθούν από ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη καταβάλλονται στους υπηκόους του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, που διαμένουν σε τρίτο κράτος, με τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση, όπως στους υπηκόους του πρώτου Συμβαλλόμενου Μέρους, που διαμένουν στο τρίτο αυτό κράτος.
Άρθρο 6.
1. ` Έτη για τα οποία έχουν καταγραφεί συντάξιμοι βαθμοί σύμφωνα με το σουηδικό σύστημα συμπληρωματικών συντάξεων, λαμβάνονται υπόψη όταν ο αρμόδιος ελληνικός ασφαλιστικός φορέας αποφασίζει για το δικαίωμα προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης στην Ελλάδα.
2. Οι προβλεπόμενες από την εφαρμοστέα νομοθεσία σύμφωνα με το άρθρο 2, από το ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, ρήτρες μείωσης ή αναστολής των παροχών, σε περίπτωση συρροής με άλλη παροχή ή εισόδημα από επικερδή εργασία εφαρμόζονται και στην περίπτωση κατά την οποία το δικαίωμα για την άλλη παροχή αποκτήθηκε σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου Μέρους ή αν το εισόδημα αποκτήθηκε στη διάρκεια της παραμονής στο έδαφος του άλλου Μέρους.
3. Σε περίπτωση αναστολής μιας παροχής σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ο αρμόδιος ελληνικός ασφαλιστικός φορέας λαμβάνει υπόψη άλλη παροχή ή εισόδημα από επικερδή εργασία μόνο κατά το τμήμα που αντιστοιχεί στην αναλογία μεταξύ της ελληνικής μερικής παροχής σύμφωνα με το εδάφιο (γ) της παραγράφου 1 του Άρθρου 21 και του θεωρητικού ποσού που μνημονεύεται στο εδάφιο (β) της ίδιας παραγράφου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ.
Διατάξεις για την εφαρμοστέα νομοθεσία.
Άρθρο 7.
Εφόσον στα άρθρα 8 και 9 δεν προβλέπεται διαφορετικά, τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα Σύμβαση υπάγονται:
1. Στη σουηδική νομοθεσία αν διαμένουν στη Σουηδία ή προκειμένου για εργατικά ατυχήματα ή επαγγελματικές ασθένειες, αν απασχολούνται στη Σουηδία.
2. Στην ελληνική νομοθεσία, αν απασχολούνται στην Ελλάδα.
Άρθρο 8.
1. Αν κάποιο πρόσωπο που απασχολείται στην περιοχή του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους σταλεί από τον εργοδότη του στην περιοχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, για εκτέλεση εργασίας στον ίδιο εργοδότη, εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία του πρώτου Μέρους, μέχρι το τέλος του 24ου ημερολογιακού μήνα μετά την αποστολή του, σαν να απασχολείτο ακόμη στην περιοχή αυτού του Μέρους.
2. Προσωπικό κίνησης, που απασχολείται σε σιδηροδρομικές ή αεροπορικές επιχειρήσεις ή σε επιχειρήσεις χερσαίων συγκοινωνιών και που εργάζεται στην περιοχή των δύο Συμβαλλόμενων Μερών, υπάγεται στη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στην περιοχή του οποίου η επιχείρηση έχει την έδρα της.
Αν όμως ο εργαζόμενος διαμένει στην περιοχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους εφαρμόζεται η νομοθεσία αυτού του Συμβαλλόμενου Μέρους.
3. Η νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους, με τη σημαία του οποίου πλέει ένα πλοίο, εφαρμόζεται για το πλήρωμα πλοίου και για άλλα πρόσωπα, τα οποία απασχολούνται μόνιμα στο πλοίο, εκτός, αν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 2Α (β). Πρόσωπο, που απασχολείται στη φόρτωση, εκφόρτωση, μεταφορά ή επισκευή πλοίου ή για φρούρηση πλοίου στη διάρκεια παραμονής του σε ένα λιμάνι, υπάγεται στη νομοθεσία του Μέρους στην περιοχή του οποίου βρίσκεται το λιμάνι.
4. Εργαζόμενος που υπάγεται στη νομοθεσία ενός Συμβαλλόμενου μέρους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καθώς και τα μέλη οικογένειάς του που τον ακολουθούν θεωρούνται για το σκοπό αυτόν ότι διαμένουν σ αυτό το Συμβαλλόμενο Μέρος.
Άρθρο 9.
1. Για τους διπλωμάτες και τους επαγγελματίες πρόξενους και για το διοικητικό και τεχνικό προσωπικό των αποστολών που διευθύνονται από διπλωμάτες και επαγγελματίες πρόξενους, καθώς και για τα μέλη του υπηρετικού οικιακού προσωπικού των αποστολών αυτών και για τους αποκλειστικά σαν διπλωμάτες, επαγγελματίες πρόξενους και τα μέλη των αποστολών που διευθύνονται από επαγγελματίες πρόξενους, απασχολούμενους ιδιωτικούς οικιακούς υπαλλήλους, ισχύουν, εφόσον ο κύκλος αυτός των προσώπων περιλαμβάνεται στη συμφωνία της Βιέννης για διπλωματικές σχέσεις ή στη συμφωνία της Βιέννης για προξενικές σχέσεις, οι διατάξεις αυτών των συμφωνιών.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 εφαρμόζονται σε κυβερνητικούς υπαλλήλους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος Άρθρου, όταν αποστέλλονται στην περιοχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
Άρθρο 10.
1. Μετά από κοινή αίτηση εργοδότη και εργαζομένου ή με αίτηση αυτοτελώς απασχολούμενου προσώπου, οι αρμόδιες αρχές των δύο Συμβαλλόμενων Μερών μπορούν να συμφωνήσουν για την εξαίρεση ορισμένων προσώπων ή κατηγοριών προσώπων από τις διατάξεις των άρθρων 7-9. Και χωρίς μια τέτοια αίτηση μπορούν να συμφωνήσουν οι αρμόδιες αρχές για μια τέτοια εξαίρεση μετά από συνεννόηση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 8 εφαρμόζονται αναλογικά στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ.
Ειδικές διατάξεις.
ΜΕΡΟΣ 1.
Ασθένεια, μητρότητα, γέννηση τέκνου.
Άρθρο 11.
Αν κάποιο πρόσωπο πραγματοποίησε σύμφωνα με τη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλόμενων Μερών χρόνους ασφάλισης, αυτοί συνυπολογίζονται για την απόκτηση δικαιώματος παροχής εφόσον δε συμπίπτουν χρονικά.
Άρθρο 12.
1. Πρόσωπο το οποίο διαμένει στην περιοχή του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους και έχει αξίωση για παροχές ασθένειας σε είδος σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους λαμβάνει κατά την προσωρινή διαμονή του στην περιοχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους τέτοιου είδους παροχές, εφόσον η κατάστασή του απαιτεί άμεσα τη χορήγηση αυτών των παροχών.
2. Οι παροχές χορηγούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει για τον ασφαλιστικό φορέα του τόπου προσωρινής διαμονής του δικαιούχου και σύμφωνα με τις διατάξεις που έχουν τεθεί στο Διοικητικό Κανονισμό.
3. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών καθορίζουν το ύψος των δαπανών που πρέπει να καταβληθούν από τον ασθενή με βάση τα τιμολόγια που ισχύουν επίσημα ή το μέσο κόστος (νοσηλείας).
Άρθρο 13.
1.Μέλη οικογενείων προσώπων, ασφαλισμένων στη Σουηδία που διαμένουν στην Ελλάδα, λαμβάνουν παροχές ασθένειας σε είδος από τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα του τόπου διαμονής τους. Οι παροχές χορηγούνται μετά από την καταβολή ενός ετήσιου κατ` αποκοπή ποσού, που καθορίζεται από την αρμόδια ελληνική αρχή.
2. Οι παροχές χορηγούνται σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή.
Άρθρο 14.
1. Πρόσωπο που λαμβάνει σύνταξη σύμφωνα με τη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλόμενων Μερών δικαιούται παροχές ασθένειας σε είδος σύμφωνα με τη νομοθεσία του μέρους στην περιοχή του οποίου αυτό διαμένει.
Οι παροχές χορηγούνται σε βάρος της αρμόδιας αρχής του Συμβαλλόμενου Μέρους στην περιοχή του οποίου αυτό διαμένει.
2. Πρόσωπο, που διαμένει στην Ελλάδα και λαμβάνει σύνταξη μόνο σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία, καθώς και τα μέλη οικογένειας που το ακολουθούν λαμβάνουν παροχές ασθένειας σε είδος από τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα του τόπου διαμονής τους.
Οι παροχές χορηγούνται μετά από την καταβολή ενός ετήσιου κατ` αποκοπή ποσού που καθορίζεται από την αρμόδια ελληνική αρχή.
3. Οι παροχές χορηγούνται σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή.
ΜΕΡΟΣ 2.
Γήρας, αναπηρία και επιζώντες. Εφαρμογή της σουηδικής νομοθεσίας.
`Άρθρο 15.
` Έλληνες υπήκοοι καθώς και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 4 (β) και (γ) εφόσον διαμένουν στη Σουηδία ή κάπου αλλού και που δεν συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις της σουηδικής νομοθεσίας που εφαρμόζεται σ` αυτούς σχετικά με το δικαίωμα για λαϊκή σύνταξη, έχουν δικαίωμα για λαϊκή σύνταξη σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται στους Σουηδούς υπηκόους που διαμένουν στο εξωτερικό.
Άρθρο 16.
Επιδόματα αναπηρίας, που δεν αποτελούν συμπλήρωμα της λαϊκής σύνταξης, επιδόματα για την επιμέλεια καθυστερημένων τέκνων, συμπληρωματικές παροχές στις συντάξεις και συμπληρωματικές παροχές συντάξεως, που εξαρτώνται από το εισόδημα καταβάλλονται – στα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 15, με την προϋπόθεση ότι διαμένουν στη Σουηδία εφαρμοζομένων αναλογικά των κανόνων υπολογισμού που αναφέρονται στο άρθρο αυτό.
Άρθρο 17.
Σε περίπτωση που υπήκοος ενός Συμβαλλομένου Μέρους ή ένα πρόσωπο του Άρθρου 4 (β) ή (γ) δεν έχει επαρκείς περιόδους ασφάλισης στη Σουηδία για να συμπληρώσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για θεμελίωση του δικαιώματος για λαϊκή σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στους Σουηδούς υπηκόους που διαμένουν εκτός Σουηδίας, περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν κατά την ελληνική νομοθεσία λαμβάνονται υπόψη εφόσον δεν συμπίπτουν με περιόδους ασφάλισης στη Σουηδία. Για το σκοπό αυτόν τριακόσιες ημέρες ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σε ελληνικό σύστημα ασφάλισης σύνταξης αντιστοιχούν σε ένα έτος κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος είχε εισόδημα υποκείμενο σε κρατική φορολογία εισοδήματος.
Άρθρο 18.
1. Η παρούσα Σύμβαση δεν επηρεάζει τις μεταβατικές διατάξεις της Σουηδικής νομοθεσίας που αφορούν τον υπολογισμό της λαϊκής σύνταξης για άτομα που γεννήθηκαν το 1929 ή ενωρίτερα.
2. Το δικαίωμα για λαϊκή σύνταξη Σουηδών υπηκόων που διαμένουν εκτός της Σουηδίας σύμφωνα με τις διατάξεις της σουηδικής νομοθεσίας δεν επηρεάζεται από το Άρθρο 5 της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 19.
Για τη χορήγηση συμπληρωματικών συντάξεων εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:
1. Για πρόσωπο που δεν έχει τη σουηδική υπηκοότητα μπορούν να καταγράφονται βαθμοί σύνταξης μόνο από βιοποριστική απασχόληση στη διάρκεια διαμονής στη Σουηδία ή από απασχόληση σε σουηδικά πλοία.
2. Εφόσον πραγματοποιήθηκαν περίοδοι ασφάλισης τόσο σύμφωνα με το σουηδικό σύστημα ασφάλισης συμπληρωματικής σύνταξης, όσο και σύμφωνα με το ελληνικό σύστημα ασφάλισης σύνταξης, οι περίοδοι αυτές συνυπολογίζονται στο μέτρο που χρειάζεται για την απόκτηση δικαιώματος συμπληρωματικής σύνταξης εφόσον δε συμπίπτουν.
Στην περίπτωση αυτή τριακόσιες ημέρες ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το ελληνικό σύστημα ασφάλισης σύνταξης αντιστοιχούν σε ένα ημερολογιακό έτος για το οποίο καταγράφτηκαν συντάξιμοι βαθμοί.
3. Κατά τον υπολογισμό του ποσού της συμπληρωματικής σύνταξης λαμβάνονται υπόψη μόνο περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία.
4. Οι μεταβατικές διατάξεις της σουηδικής νομοθεσίας που αναφέρονται στον υπολογισμό των συμπληρωματικών συντάξεων για πρόσωπα που γεννήθηκαν πριν από το 1924 δε θίγονται από την παρούσα Σύμβαση.
Εφαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας.
Άρθρο 20.
Συντάξεις αναπηρίας.
1. Εφόσον πραγματοποιήθηκαν περίοδοι ασφάλισης σύμφωνα με τη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλόμενων Μερών, οι περίοδοι αυτές συνυπολογίζονται για απόκτηση του δικαιώματος παροχών κατά την ελληνική νομοθεσία, εφόσον δε συμπίπτουν.
2. Αν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, αποκτηθεί δικαίωμα για παροχή, ο αρμόδιος ελληνικός ασφαλιστικός φορέας υπολογίζει το θεωρητικό ποσό που θα εχορηγείτο αν όλες οι περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το νομοθεσία των Συμβαλλόμενων Μερών, είχαν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα, το ποσό της παροχής θεωρούμενο σαν θεωρητικό ποσό, εφόσον είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια της περιόδου ασφάλισης.
3. Με βάση το ποσό που υπολογίστηκε με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ο ασφαλιστικός φορέας υπολογίζει στη συνέχεια τη μερική παροχή που πρέπει να καταβάλλει, κατά την αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στη διάρκεια των περιόδων ασφάλισης που θα ληφθούν υπόψη σύμφωνα με τη νομοθεσία του και τη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφάλισης που θα ληφθούν υπόψη σύμφωνα με τη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλόμενων Μερών.
4. Αν σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία υπάρχει δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας ανεξάρτητα από την παράγραφο 1 του παρόντος Άρθρου, ο αρμόδιος ελληνικός ασφαλιστικός φορέας πρέπει να καταβάλει σύνταξη με βάση μόνο τις περιόδους ασφάλισης που υπολογίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία που αυτός πρέπει να εφαρμόσει, εφόσον δεν υπάρχει αντίστοιχο δικαίωμα παροχής σύμφωνα με το σουηδικό σύστημα ασφάλισης συμπληρωματικής σύνταξης.
5. Σύνταξη, που καθορίστηκε όπως προβλέπεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, αναθεωρείται αν προκύψει αντίστοιχο δικαίωμα παροχής σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία.
Η αναθεώρηση αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί η παροχή σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία. Η τελεσιδικία προηγούμενων αποφάσεων δεν αποτελεί εμπόδιο για την αναθεώρηση.
6. Αν σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία υπάρχει δικαίωμα παροχής και ανεξάρτητα από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και η παροχή αυτή είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα της ελληνικής παροχής που υπολογίστηκε σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου και της σουηδικής συμπληρωματικής σύνταξης, ο ελληνικός ασφαλιστικός φορέας θα καταβάλει σαν τμηματική παροχή τη δική του παροχή, που υπολογίστηκε σύμφωνα με τον τρόπο που αναφέρεται πιο πάνω και αυξημένη κατά τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος αυτού και της παροχής που θα οφειλόταν από μόνη τη νομοθεσία που πρέπει να εφαρμόσει ο ασφαλιστικός φορέας.
Άρθρο 21.
Συντάξεις γήρατος και επιζώντων.
1. Οι περίοδοι ασφάλισης που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία συνυπολογίζονται με περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση του δικαιώματος συντάξεων γήρατος και επιζώντων σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία.
2. Εφόσον λαμβάνονται υπόψη για τη θεμελίωση του δικαιώματος κατά την προηγούμενη παράγραφο και περίοδοι ασφάλισης που έχουν διανυθεί σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία, η οφειλόμενη παροχή σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία καθορίζεται ως εξής:
α) Ο ασφαλιστικός φορέας υπολογίζει αρχικά το ποσό σύνταξης που θα εδικαιούτο ο ενδιαφερόμενος, αν οι περίοδοι ασφάλισης που διανύθηκαν σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία και που κατά την προηγούμενη παράγραφο λαμβάνονται υπόψη είχαν διανυθεί σύμφωνα με τη δική του νομοθεσία.
β) Με βάση το ποσό που υπολογίστηκε σύμφωνα με το εδάφιο (α) ο φορέας υπολογίζει στη συνέχεια τη μερική παροχή, που πρέπει να καταβληθεί από αυτόν κατά την αναλογία του υπάρχει μεταξύ της διάρκειας, των περιόδων ασφάλισης που διανύθηκαν σύμφωνα με τη δική του νομοθεσία και της συνολικής διάρκειας των περιόδων ασφάλισης που λήφθηκαν υπόψη.
3. Περίοδοι απασχόλησης σε μεταλλευτικές εργασίες στη Σουηδία συνυπολογίζονται με περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία τόσο για την εφαρμογή των ελληνικών διατάξεων που αναφέρονται σε σύνταξη προσώπων που εργάζονται σε υπόγειες στοές μεταλλείων και λιγνιτωρυχείων όσο και αυτών που αφορούν βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Άρθρο 22.
Κοινές διατάξεις για όλα τα είδη συντάξεων.
1. Αν η συνολική διάρκεια των περιόδων ασφάλισης που θα ληφθούν υπόψη σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία για τον υπολογισμό της παροχής, δεν φθάνει τους δώδεκα μήνες και με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει δικαίωμα για σύνταξη σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία χωρίς την εφαρμογή του άρθρου 20, δε χορηγείται καμιά παροχή κατά τη νομοθεσία αυτή. 2. Οι αρμόδιοι ελληνικοί ασφαλιστικοί φορείς κατά την εφαρμογή των άρθρων 20 και 21 θα ακολουθούν τους πιο κάτω κανόνες:
α) Για τον καθορισμό του κλάδου ασφάλισης και του αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα, λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά ελληνικοί χρόνοι ασφάλισης.
β) Περίοδοι ασφάλισης σύμφωνα με το σουηδικό σύστημα ασφάλισης συμπληρωματικής σύνταξης και έτη διαμονής πριν από το 1960, κατά τα οποία ο ενδιαφερόμενος είχε εισόδημα υποκείμενο σε κρατική φορολογία εισοδήματος, θεωρούνται σαν περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία.
γ) Κατά την εφαρμογή της παραγράφου (2) του άρθρου 20 σουηδικές περίοδοι ασφάλισης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και αν ακόμη δε θεωρούνται σαν περίοδοι ασφάλισης σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία.
δ) Κατά τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης λαμβάνονται υπόψη μόνο περίοδοι ασφάλισης σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία.
Κοινές διατάξεις για τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη.
Άρθρο 23.
Αν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος έχει συνάψει με ένα τρίτο κράτος σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας που περιλαμβάνει κανόνες συνυπολογισμού περιόδων ασφάλισης το Μέρος αυτό, εφόσον είναι αναγκαίο, λαμβάνει υπόψη περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του τρίτου αυτού κράτους για τη θεμελίωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.
Άρθρο 24.
Καταργείται.
ΜΕΡΟΣ 3.
Εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες.
Άρθρο 25.
1. Το δικαίωμα παροχών εξαιτίας εργατικού ατυχήματος καθορίζεται σύμφωνα με τη νόμοθεσία που εφαρμόζεται για το δικαιούχο κατά το χρόνο του ατυχήματος όπως προβλέπεται στα άρθρα 7-10,
2. Αποζημίωση για μεταγενέστερο εργατικό ατύχημα καθορίζεται από τον αρμόδιο φορέα ανάλογα με τη μείωση της ικανότητας για εργασία που προκλήθηκε από το μεταγενέστερο εργατικό ατύχημα και σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον πιο πάνω φορέα.
3. Αν, σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας, προγενέστερα εργατικά ατυχήματα ή επαγγελματικές ασθένειες, ο αρμόδιος ασφαλιστικός φορέας λαμβάνει εξίσου υπόψη για τον ίδιο σκοπό προγενέστερα εργατικά ατυχήματα ή επαγγελματικές ασθένειες, σαν συνέπεια εργασίας στην περιοχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους κατά τον ίδιο τρόπο σαν να ήταν εφαρμοστέα η νομοθεσία του πρώτου Συμβαλλόμενου Μέρους.
Άρθρο 26.
1. Παροχές για επαγγελματική ασθένεια καθορίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους του οποίου η νομοθεσία ήταν εφαρμοστέα κατά το χρόνο που ο δικαιούχος απασχολείτο σε εργασία που συνεπάγεται κίνδυνο επαγγελματικής ασθένειας και αν ακόμη η ασθένεια διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος.
2. Αν ο δικαιούχος είχε τέτοιου είδους απασχόληση στις περιοχές και των δύο Συμβαλλόμενων Μερών, θα εφαρμοσθεί η νομοθεσία του Μέρους στην περιοχή του οποίου απασχολείτο ο δικαιούχος τελευταία.
3. Αν, εξαιτίας επαγγελματικής ασθένειας, έχει εγκριθεί κάποια παροχή, σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, καταβάλλεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του ιδίου αυτού Μέρους αποζημίωση για επιδείνωση της ασθένειας που εκδηλώθηκε στην περιοχή του άλλου Μέρους. Αυτό όμως δεν ισχύει αν η επιδείνωση οφείλεται σε απασχόληση που συνεπάγεται κίνδυνο ασθένειας που συνέβη στην περιοχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
ΜΕΡΟΣ 4.
Ανεργία.
Άρθρο 27.
1. Αν κάποιο πρόσωπο υπάχθηκε στη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλόμενων Μερών, οι περίοδοι ασφάλισης ή απασχόλησης που λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τη νομοθεσία και των δυο Μερών, θα συνυπολογισθούν για την απόκτηση δικαιώματος για παροχές ανεργίας, εφόσον δε συμπίπτουν.
2. Η εφαρμογή της παραγράφου 1 προϋποθέτει, ότι ο ενδιαφερόμενος απασχολήθηκε στην περιοχή του Συμβαλλόμενου Μέρους σύμφωνα με τη νομοθεσία του οποίου έχει αξίωση για παροχή για τέσσερις (4) τουλάχιστον συνολικά εβδομάδες στη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών πριν από την προβολή της αξίωσης.
Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης και στην περίπτωση που η απασχόλησή του διακόπηκε πριν από την εκπνοή τεσσάρων εβδομάδων, εφόσον η διακοπή δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργαζόμενου και επρόκειτο να διαρκέσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Άρθρο 28.
Ο χρόνος για τον οποίο καταβάλλονται παροχές, για τις οποίες υπάρχει αξίωση, σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη με βάση το άρθρο 27 μειώνεται κατά το χρόνο για τον οποίο καταβλήθηκαν παροχές στον άνεργο από κάποιο φορέα στην περιοχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους στη διάρκεια των δώδεκα (12) τελευταίων μηνών, πριν από την υποβολή της αίτησης.
ΜΕΡΟΣ 5.
Οικογενειακές παροχές.
Άρθρο 29.
1. Το γενικό επίδομα τέκνων καταβάλλεται σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία σε τέκνο που διαμένει στη Σουηδία, το οποίο είναι Έλληνας υπήκοος, με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγείται σέ τέκνα σουηδικής υπηκοότητας.
2. Οικογενειακά επιδόματα και δημογραφικού χαρακτήρα επιδόματα τέκνων κατά την ελληνική νομοθεσία καταβάλλονται σε τέκνο σουηδό υπήκοο, που διαμένει στην Ελλάδα με τις ίδιες προϋποθέσεις και τους ιδίους όρους που ισχύουν για τέκνα που είναι Έλληνες υπήκοοι.
Άρθρο 30.
Εφόσον το δικαίωμα για παροχές σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία εξαρτάται από τη συμπλήρωση ορισμένων περιόδων απασχόλησης ή ασφάλισης τέτοιου είδους περίοδοι που πραγματοποιήθηκαν στη Σουηδία συνυπολογίζονται.
Άρθρο 31.
Διάφορες διατάξεις.

Οι ανώτατες διοικητικές αρχές πρέπει να καθορίζουν τις διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης. Εκτός αυτού θα παίρνουν μέτρα για εξασφάλιση της σύσπασης των απαραίτητων οργανισμών συνδέσμου στις αντίστοιχες περιοχές τους για τη διευκόλυνση της εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 32.
1. Για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης οι αρχές και οι φορείς των Συμβαλλόμενων Μερών θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους όπως και κατά την εφαρμογή της δικής τους νομοθεσίας. Τέτοια αμοιβαία διοικητική βοήθεια παρέχεται δωρεάν.
2. Η αλληλογραφία των αρχών και των οργανισμών καθώς επίσης οι επιστολές μεμονωμένων ατόμων μπορούν να συνταχθούν στην ελληνική, σουηδική, γαλλική ή αγγλική.
3. Οι διπλωματικές και προξενικές αντιπροσωπείες μπορούν να ζητούν πληροφορίες κατ` ευθείαν από τις αρχές και τους οργανισμούς στην περιοχή του άλλου Συμβαλλόμεναυ Μέρους με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των υπηκόων τους.
Άρθρο 33.
Οι ανώτατες διοικητικές αρχές των δύο Συμβαλλόμενων Μερών θα πληροφορούν η μία την άλλη χωρίς καθυστέρηση για κάθε τροποποίηση της νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 2 της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 34.
Οι ανώτατες διοικητικές αρχές των δύο Συμβαλλόμενων Μερών θα ενημερώνουν η μία την άλλη για τα μέτρα που παίρνονται στην περιοχή τους για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 35.
Κάθε απαλλαγή, που παρέχεται στην περιοχή του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη από φόρους χαρτόσημου, δικαστικά τέλη ή τέλη εγγραφής για πιστοποιητικά και έγγραφα που απαιτείται να υποβληθούν στις αρχές και τους οργανισμούς στην ίδια περιοχή, ισχύει επίσης για πιστοποιητικά και έγγραφα που για το σκοπό της παρούσας Σύμβασης πρέπει να υποβληθούν στις αρχές και τους οργανισμούς στην περιοχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
`Έγγραφα και πιστοποιητικά που απαιτούνται για το σκοπό της παρούσας Σύμβασης δε χρειάζονται επικύρωση από Διπλωματικές ή προξενικές αρχές.
Άρθρο 36.
1. Αιτήσεις, ενστάσεις και άλλα δικαιολογητικά, που σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη πρέπει να υποβληθούν σε αρμόδια αρχή ή οργανισμό μέσα σε ορισμένη περίοδο, γίνονται δεκτές αν υποβληθούν μέσα στην ίδια περίοδο σε αντίστοιχη αρχή ή οργανισμό του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
2. Αίτηση για παροχή που υποβλήθηκε σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη θεωρείται σαν αίτηση για αντίστοιχη παροχή σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους. Σε περίπτωση όμως συντάξεων γήρατος δεν ισχύει αυτό αν το πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση αναφέρει ότι η αίτηση αφορά μόνο παροχές σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του πρώτου Συμβαλλόμενου Μέρους.
Άρθρο 37.
1. Πληρωμές σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση μπορούν να γίνουν νόμιμα στο νόμισμα του Συμβαλλόμενου Μέρους που πραγματοποιεί την πληρωμή.
2. Σε περίπτωση που θα εισαχθούν περιορισμοί για το συνάλλαγμα σε ένα από τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη οι δύο Κυβερνήσεις παίρνουν αμέσως και από κοινού μέτρα για τη διασφάλιση της μεταφοράς μεταξύ των περιοχών τους των αναγκαίων χρηματικών ποσών για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 38.
1. Αν κάποιος ασφαλιστικός φορέας στην περιοχή ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη κατέβαλε προκαταβολή, τότε η προκαταβολή που καταβλήθηκε σύμφωνο με τη νομοθεσία του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους μέσα στην ίδια περίοδο μπορεί να αφαιρεθεί.
Αν κάποιος ασφαλιστικός φορέας ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη κατέβαλε μεγαλύτερο ποσό παροχής για περίοδο, κατά την οποία ο ασφαλιστικός φορέας του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους πρόκειται να καταβάλει αντίστοιχο ποσό αποζημίωσης, τότε το ποσό που καταβλήθηκε επιπλέον μπορεί όμοια να αφαιρεθεί.
2. Η προκαταβολή ή το επιπλέον ποσό αφαιρείται από την αποζημίωση που αναφέρεται στην ίδια περίοδο και καταβάλλεται αργότερα. Αν δεν υπάρχει τέτοια μεταγενέστερη πληρωμή ή αν η πληρωμή δεν αρκεί για την απαιτούμενη εκκαθάριση, πλήρης εκκαθάριση ή αφαίρεση για το ποσό που απομένει μπορεί να γίνει από τις παροχές που πρόκειται να καταβληθούν μέσα στο τρέχον χρονικό διάστημα, αλλά αυτό πρέπει να γίνεται κατά τον τρόπο και σύμφωνα με τις περιοριστικές διατάξεις που τέθηκαν στη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους που πρόκειται να κάνει την εκκαθάριση.
Άρθρο 39.
1. Διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης θα λύνονται με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ των ανώτατων διοικητικών αρχών των Συμβαλλόμενων Μερών.
2. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, η διαφορά λύεται με διαιτησία, όπως συμφωνείται από τις ανώτατες διοικητικές αρχές των δύο Συμβαλλόμενων Μερών.
Η διαιτησία βασίζεται στο πνεύμα και την έννοια της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 40.
Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης ο όρος ανώτατες διοικητικές αρχές” σημαίνει:
Στην Ελλάδα τον υπουργό τον υπεύθυνο για τους κλάδους κοινωνικής ασφάλειας που ορίστηκαν στο άρθρο 2Α.
Στη Σουηδία την κυβέρνηση ή την αρχή που καθορίζεται από αυτή.
Άρθρο 41.
1. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται επίσης σε ασφαλιστικές περιπτώσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της.
` Όμως σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση δεν καταβάλλονται παροχές για περιόδους που προηγούνται από την έναρξη ισχύος της, ενώ περίοδοι ασφάλισης ή διαμονής που πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του δικαιώματος σε παροχές.
2. Παροχή, που δεν χορηγήθηκε για λόγους εθνικότητας του ενδιαφερόμενου προσώπου ή παροχή που αναστάλθηκε για το λόγο ότι διέμενε στην περιοχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, χορηγείται ή καταβάλλεται πάλι από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της παρούσας Σύμβασης, μετά από αίτηση.
3. Μετά από σχετική αίτηση, παροχή που χορηγήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης ανακαθορίζεται με βάση τις διατάξεις της ίδιας. Τέτοιες παροχές μπορούν επίσης να ανακαθοριστούν χωρίς αίτηση. Ο ανακαθορισμός αυτός δεν επιτρέπεται να έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της παροχής που καταβλήθηκε.
4. Διατάξεις στις νομοθεσίες των Συμβαλλόμενων Μερών που αφορούν την παραγραφή ή διακοπή του δικαιώματος παροχών δεν ισχύουν για δικαιώματα που προκύπτουν από τις διατάξεις των παραγράφων 1 – 3 του παρόντος Άρθρου, με την προϋπόθεση πάντοτε ότι ο δικαιούχος υποβάλλει την αίτησή του για παροχή μέσα σε δύο χρόνια από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Σύμβασης. Αν η αίτηση υποβληθεί αργότερα, παροχές καταβάλλονται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης πάντοτε με τον όρο, ότι δεν ισχύουν ευνοϊκότερες διατάξεις σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους που πρόκειται να καταβάλλει την παροχή και ότι το δικαίωμα για παροχή δεν έχει παραγραφεί ή ανασταλεί.
Άρθρο 42.
1. Καθένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορεί να καταγγείλει την παρούσα Σύμβαση. Η καταγγελία ανακοινώνεται το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη του τρέχοντος ημερολογιακού έτους, οπότε η Σύμβαση παύει να ισχύει κατά τη λήξη του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο έγινε η καταγγελία.
2. Σε περίπτωση καταγγελίας της Σύμβασης οι διατάξεις της εξακολουθούν να ισχύουν για δικαιώματα παροχών που έχουν ήδη αποκτηθεί, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη διατάξεις στη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλόμενων Μερών, που αναφέρονται σε περιορισμούς του δικαιώματος παροχών λόγω διαμονής ή αποκτήσεως υπηκοότητας σε άλλες χώρες. Δικαίωμα για μελλοντικές παροχές, που τυχόν αι αποκτηθούν με βάση τη Σύμβαση, θα ρυθμιστούν με ειδική συμφωνία.
Άρθρο 43.
Η παρούσα Σύμβαση χρειάζεται επικύρωση και τα όργανα επικύρωσης πρέπει να ανταλλαγούν στη Στοκχόλμη.
Η παρούσα Σύμβαση αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του μεθεπόμενου μήνα μετά την ανταλλαγή των οργάνων επικύρωσης.
ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΑΥΤΟΥ οι υπογράφοντες, νόμιμα εξουσιοδοτημένοι από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.
Διοικητικός κανονισμός εφαρμογής της σύμβασης κοινωνικής ασφάλειας μεταξύ Ελλάδας και Σουηδίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 31 της Σύμβασης Κοινωνικής Ασφάλειας, που συνάφτηκε στις 5 Μαΐου 1978 μεταξύ Ελλάδας και Σουηδίας, οι Ανώτατες Διοικητικές Αρχές των δύο Κρατών συμφώνησαν τις ακόλουθες διατάξεις για την εφαρμογή της Σύμβασης.
ΜΕΡΟΣ Ι.
Γενικές διατάξεις.
Άρθρο 1.
1. Οργανισμοί Συνδέσμου σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης είναι:
Στην Ελλάδα:
Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, Ο.Α.Ε.Δ., ασφάλιση ανεργίας και οικογενειακά επιδόματα.
Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων, Ο.Γ.Α., ασφάλιση αγροτών.
` Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ι.Κ.Α., άλλες παροχές.
Στη Σουηδία:
Οργανισμός Αγοράς Εργασίας: ασφάλιση ανεργίας και υποστήριξη στην αγορά εργασίας.
Το Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφάλειας, άλλες παροχές.
2. Το έργο των οργανισμών συνδέσμου καθορίζεται στον παρόντα Κανονισμό.
Για την εφαρμογή της Σύμβασης, οι οργανισμοί συνδέσμου μπορούν να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους καθώς και με τους ενδιαφερόμενους ή με τους αντιπροσώπους τους.
Αυτοί θα αλληλοβοηθούνται κατά την εφαρμογή της Σύμβασης.
ΜΕΡΟΣ ΙΙ,
Εφαρμογή των διατάξεων στην εφαρμοστέα νομοθεσία.
Άρθρο 2.
Αποσπάσεις.
Στις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στο άρθρο 8 της Σύμβασης, η συνέχιση εφαρμογής της νομοθεσίας του Κράτους από το οποίο γίνεται η απόσπαση θα αποδείχνεται με βεβαίωση.
Η βεβαίωση αυτή θα εκδίδεται στην Ελλάδα:
από το αρμόδιο οργανισμό συνδέσμου από αυτούς που καθορίστηκαν στο άρθρο 1.
Στη Σουηδία:
από το Εθνικό `Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφάλειας.
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ.
Εφαρμογή των διατάξεων στις επιμέρους παροχές.
Κεφάλαιο 1.
Ασθένεια και Μητρότητα.
Άρθρο 3.
Συνυπολογισμός ασφαλιστικών περιόδων.
Κατά την εφαρμογή του άρθρου 11 της Σύμβασης από τον ασφαλιστικό φορέα ενός από τα κράτη – μέλη της Σύμβασης, ο ενδιαφερόμενος θα προσκομίσει στο φορέα αυτόν βεβαίωση που θα εμφανίζει τις ασφαλιστικές περιόδους, που λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου κράτους.
Με αίτηση του ενδιαφερόμενου η βεβαίωση αυτή θα εκδίδεται:
Στην Ελλάδα,
από τον αρμόδιο οργανισμό συνδέσμου από αυτούς που καθορίστηκαν στο άρθρο 1.
Στη Σουηδία,
από το Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφάλειας.
Άρθρο 4.
Διατάξεις για παροχές ασθένειας σε είδος.
1. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 12 της Σύμβασης, η βεβαίωση, που εκδόθηκε από τον αρμόδιο φορέα κοινωνικής ασφάλειας του τόπου διαμονής και που αποδείχνει το δικαίωμα για παροχές, θα προσκομίζεται στον Ασφαλιστικό φορέα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 αυτού του Άρθρου. Ασφαλιστικές κάρτες, που εκδόθηκαν από τους αρμόδιους ασφαλιστικούς φορείς, ισχύουν σαν τέτοιες βεβαιώσεις.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα παροχές ασθένειας σε είδος χορηγούνται από το ΙΚΑ αφού καταβληθούν οι δαπάνες που καθορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 της Σύμβασης. Διαφορετικά τέτοιες παροχές χορηγούνται από τα κρατικά νοσοκομεία.
2. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 της Σύμβασης, μέλη οικογένειας που διαμένουν στην Ελλάδα θα εγγράφονται στα μητρώα του ΙΚΑ. Αυτά Θα προσκομίζουν στο φορέα αυτόν βεβαίωση που εκδόθηκε από τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα, που να αποδείχνει ότι το πρόσωπο, από το οποίο αντλούν τα δικαιώματά τους, δικαιούνται παροχές ασθένειας σε είδος στη Σουηδία. Αυτή η βεβαίωση ισχύει, μέχρις ότου το ΙΚΑ πάρει ειδοποίηση ανάκλησής της.
3. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 14 της Σύμβασης, συνταξιούχος που διαμένει στην Ελλάδα θα εγγράφεται στα μητρώα του ΙΚΑ και θα προσκομίζει στο φορέα αυτόν βεβαίωση που εκδόθηκε από τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα και που αποδείχνει, ότι αυτός παίρνει σύνταξη από τη Σουηδία.
Ο συνταξιούχος ή τα μέλη οικογένειάς του θα ανακοινώνουν στο ΙΚΑ κάθε μεταβολή της κατάστασής τους, που μπορεί να επηρεάσει το δικαίωμά τους για παροχές ασθένειας σε είδος και ιδιαίτερα κάθε αναστολή ή διακοπή της σύνταξης και κάθε αλλαγή διεύθυνσης. Ο αρμόδιος ασφαλιστικός φορέας θα ανακοινώνει επίσης στο ΙΚΑ κάθε όμοια μεταβολή.
Κεφάλαιο 2.
Γήρας, αναπηρία και θάνατος (συντάξεις).
Άρθρο 5.
Διαδικασία για τις αιτήσεις συντάξεων.
1. Οι αρμόδιοι ασφαλιστικοί φορείς θα πληροφορούν ο ένας τον άλλον αμέσως για κάθε αίτηση σύνταξης στην οποία πρέπει να εφαρμοστεί το Μέρος ΙΙΙ, Κεφάλαιο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 36 παράγραφος 2 της Σύμβασης,
2. Οι αρμόδιοι ασφαλιστικοί φορείς θα πληροφορούν επιπλέον ο ένας τον άλλο για κάθε περιστατικό που είναι σημαντικό κατά τον καθορισμό της σύνταξης, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών ιατρικών γνωματεύσεων.
3. Οι αρμόδιοι ασφαλιστικοί φορείς θα πληροφορούν ο ένας τον άλλο για αποφάσεις που λήφθηκαν κατά τη διαδικασία της θεμελίωσης του δικαιώματος σύνταξης.
Άρθρο 6.
Καταβολή συντάξεων.
Συντάξεις καταβάλλονται απευθείας στους δικαιούχους.
Άρθρο 7.
Στατιστικές.
Οι αρμόδιοι ασφαλιστικοί φορείς θ` αποστέλλουν στους αντίστοιχους οργανισμούς συνδέσμου ετήσια στατιστικά στοιχεία για τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
Οι οργανισμοί συνδέσμου θα ανταλλάσσουν αυτά τα στοιχεία.
Κεφάλαιο 3.
Εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες.
Άρθρο 8
Καταβολή των ετήσιων επιδομάτων, στατιστικές.
Τα άρθρα 6 και 7 θα εφαρμόζονται αναφορικά με τα ετήσια επιδόματα.
Κεφάλαιο 4.
Ανεργία.
Άρθρο 9.
Διαδικασία.
Εφόσον ένα πρόσωπο, που αναφέρεται στα άρθρα 27 και 28 της Σύμβασης, ζητάει χρηματικές παροχές σε περίπτωση ανεργίας σε ένα κράτος – μέρος της Σύμβασης θα παίρνονται πληροφορίες, από τον οργανισμό συνδέσμου του άλλου κράτους, κάθε φορά που είναι αναγκαίο.
ΜΕΡΟΣ ΙV.
Τελικές διατάξεις.
Άρθρο 10.
Ιατρικός και διοικητικός έλεγχος.
1. Μετά από αίτηση του αρμόδιου φορέα ενός Συμβαλλόμενου Μέρους μέσω του οργανισμού συνδέσμου αυτού, οι φορείς του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους θα παρέχουν τη συνδρομή τους για τον ιατρικό και διοικητικό έλεγχο των προσώπων που διαμένουν στην περιοχή του.
2. Τα έξοδα που καταβλήθηκαν από τους φορείς για τον έλεγχο εκτός από τα διοικητικά έξοδα θα αποδίδονται από τον αρμόδιο φορέα.
Άρθρο 11.
` Έντυπα.
` Έντυπα βεβαιώσεων και άλλα έγγραφα, σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό, θα καθορίζονται από τους οργανισμούς συνδέσμου.
Άρθρο 12.
Γλώσσα αλληλογραφίας.
1. Οι οργανισμοί συνδέσμου των δύο Συμβαλλόμενων Μερών θα αλληλογραφούν στην αγγλική ή γαλλική.
2. Οι οργανισμοί συνδέσμου θα βοηθούν ο ένας τον άλλο για τη μετάφραση στην αγγλική ή γαλλική των αιτήσεων και λοιπών εγγράφων που έχουν γραφεί στις αντίστοιχες επίσημες γλώσσες τους, εφόσον είναι αναγκαίο.
Άρθρο 13.
` Έναρξη ισχύος.
Ο παρών Κανονισμός αρχίζει να ισχύει ταυτόχρονα με τη Σύμβαση.
ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΑΥΤΟΥ οι υπογράφοντες, νόμιμα εξουσιοδοτημένοι από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν τον παρόντα Κανονισμό.

Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλουμε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 16 Maίου 1985

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤ. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟI