Νόμος 1586 ΦΕΚ Α΄37/1.4.1986

Βαθμολογική διάρθρωση των θέσεων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 1
Κατάταξη θέσεων σε κατηγορίες.
Οι θέσεις του προσωπικού που διέπεται από τον υπαλληλικό κώδικα (π.δ. 611/1977 ΦΕΚ 198) και του προσωπικού των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που διέπεται από το ν. 1188/1981 (ΦΕΚ 204) κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:

α) κατηγορία θέσεων υποχρεωτικής εκπαίδευσης με χαρακτηριστικά στοιχεία ΥΕ.

β) κατηγορία θέσεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με χαρακτηριστικά στοιχεία ΔΕ.

γ) κατηγορία θέσεων τεχνολογικής εκπαίδευσης με χαρακτηριστικά στοιχεία ΤΕ.

δ) κατηγορία θέσεων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με χαρακτηριστικά στοιχεία ΠΕ.

ε) κατηγορία ειδικών θέσεων με χαρακτηριστικά στοιχεία ΕΘ.

Άρθρο 2
Θέσεις κατά κατηγορία-Τυπικά προσόντα.

1. Θέσεις της κατηγορίας ΥΕ είναι εκείνες, για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται απολυτήριος τίτλος υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή κατώτερης σχολής του ν.δ. 580/1970.

2. Θέσεις της κατηγορίας ΔΕ είναι εκείνες, για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται απολυτήριος τίτλος λυκείου ή εξαταξίου γυμνασίου ή άλλου ισότιμου σχολείου ή τεχνικής επαγγελματικής σχολής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή άλλης ισότιμης σχολής ή αναγνωρισμένης σχολής τυφλών τηλεφωνητών. Ο απολυτήριος τίτλος πρέπει να είναι ειδικότητας αντίστοιχης προς τον οικείο κλάδο, όπου υπάρχει τέτοια αντιστοιχία. Όπου για το διορισμό σε θέσεις της ΔΕ κατηγορίας προβλέπεται ως τυπικό προσόν διορισμού πτυχίο τεχνικής επαγγελματικής σχολής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, απαιτείται και τριετής εμπειρία μετά από την κτήση του απολυτηρίου τίτλου στην ειδικότητα ή σε συναφή ειδικότητα, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή της παρ.1 του άρθρου 16 του ν.1505/1984. Για την συμπλήρωση της τριετούς εμπειρίας συνυπολογίζεται και ο χρόνος στρατιωτικής θητείας κατά τον οποίο ο στρατεύσιμος απασχολήθηκε σε εργασίες της οικείας ειδικότητας ή συναφούς.

3. Θέσεις της κατηγορίας ΤΕ είναι εκείνες, για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται πτυχίο ή δίπλωμα σχολής, τεχνολογικού εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή ισοτίμων σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής ή πτυχίο Κ.Α.Τ.Ε.Ε. ή ισοτίμων σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής.

4. Θέσεις της κατηγορίας ΠΕ είναι εκείνες , για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται το πτυχίο ή δίπλωμα τμήματος ή σχολής ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή ισοτίμου της αλλοδαπής.

5. Θέσεις της κατηγορίας ΕΘ είναι οι θέσεις του γενικού ή ειδικού γραμματέα υπουργείου, του νομάρχη, καθώς και οι προβλεπόμενες από ειδικές διατάξεις.

6. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 16 και των παραγράφων 12 και 13 του άρθρου 17 του νόμου αυτού, απαγορεύεται ο διορισμός σε θέσεις των κατηγοριών ΥΕ, ΔΕ, ΤΕ, και ΠΕ προσώπων που δεν έχουν τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους 1,2,3, και 4 αντίστοιχα προσόντα.

7. Δε θίγονται οι διατάξεις που προβλέπουν ειδικά προσόντα διορισμού πέρα από τα οριζόμενα κατά κατηγορία στις προηγούμενες παραγράφους.

Άρθρο 3
Κατάταξη θέσεων σε κλάδους.
Η κατάταξη των θέσεων κάθε κατηγορίας σε κλάδους και ο καθορισμός των κατά κλάδο ειδικών τυπικών προσόντων διορισμού γίνονται με τις οργανικές διατάξεις κάθε υπηρεσίας.

Άρθρο 4
Σημ.: Το άρθρο 4 καταργήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 2085/1992 (ΦΕΚ Α 170).

Άρθρο 5
Σημ.: Το άρθρο 5 καταργήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 2085/1992 (ΦΕΚ Α 170).

Άρθρο 6
Σημ.: Το άρθρο 7 καταργήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 2085/1992 (ΦΕΚ Α 170).

Άρθρο 7
Προαγωγές.

1.Σημ.: η παρ.1 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 2085/1992 (ΦΕΚ Α 170).

2. Σημ.: η παρ.2 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 2085/1992 (ΦΕΚ Α 170).

3. Οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονται στους πίνακες προακτέων προάγονται υποχρεωτικά μέσα σε ένα μήνα από την κύρωση των πινάκων ή από την ημέρα που συμπληρώνουν τον απαιτούμενο για την προαγωγή χρόνο υπηρεσίας.

4. Η προαγωγή θεωρείται ότι συντελείται από την ημέρα που συμπληρώνει ο υπάλληλος το χρόνο υπηρεσίας που απαιτείται για να προαχθεί στον επόμενο βαθμό, ποτέ όμως πριν την έναρξη ισχύος του οικείου πίνακα προακτέων.

5. Οι αποφάσεις προαγωγών δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 8
Καταστάσεις υπαλλήλων.
Σημ.: όπως το άρθρο 8 καταργήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 2085/1992 (ΦΕΚ Α 170).

Άρθρο 9
Προϊστάμενοι.
Σημ.: όπως καταργήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 2085/1992 (ΦΕΚ Α 170).

Άρθρο 10
Μετακινήσεις – Μεταθέσεις – Αποσπάσεις προϊσταμένων.
Σημ.: όπως το άρθρο 10  καταργήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2085/1992 (ΦΕΚ Α 170).

Άρθρο 11
Ειδικοί γραμματείς-Συντονιστές διοίκησης.

1. Οι διοικητικοί τομείς και οι θέσεις των ειδικών γραμματέων του άρθρου 28 του ν. 1558/1985 συνιστώνται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και του αρμοδίου κατά περίπτωση υπουργού.

2. Δημόσιος υπάλληλος, από τους υπαγόμενους στο νόμο αυτόν, για να ορισθεί ειδικός γραμματέας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν.1558/1985, στο υπουργείο στο οποίο ανήκει, πρέπει να έχει το βαθμό Α” της κατηγορίας ΠΕ και να έχει επιλεγεί προϊστάμενος διεύθυνσης ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας. Οι διατάξεις της παραγράφου 8 εφαρμόζονται και για του προϊσταμένους διεύθυνσης που ορίζονται ειδικοί γραμματείς.

3. Ως υπάλληλοι Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 28 του ν. 1558/1985, νοούνται για την πλήρωση θέσεων με το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με σύμβαση εργασίας ή έμμισθης εντολής.

4. Με απόφαση του οικείου υπουργού μπορεί να ορίζεται ότι ορισμένες διευθύνσεις νομαρχιακού ή διανομαρχιακού επιπέδου συντονίζονται αντίστοιχα στις δραστηριότητές τους από συντονιστή διοίκησης. Συντονισμός διευθύνσεων νομαρχιακού επιπέδου διαφορετικών υπουργείων μπορεί να γίνεται με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, των οικείων υπουργών και του Υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης. Στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ο συντονισμός διευθύνσεων μπορεί να ορίζεται με τον οργανισμό του οικείου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.

5. Έργο του συντονιστή διοίκησης είναι κυρίως ο σχεδιασμός και ο συντονισμός των δραστηριοτήτων για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στο χώρο της ευθύνης του. Στο συντονιστή διοίκησης μπορεί να ανατίθενται και ειδικότερα καθήκοντα, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας.

6. Συντονιστής διοίκησης ορίζεται με απόφαση του αρμοδίου υπουργού ή του συλλογικού οργάνου διοίκησης του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάλληλος βαθμού Α` της κατηγορίας ΠΕ που έχει επιλεγεί ως προϊστάμενος διεύθυνσης ή αντιστοίχου επιπέδου οργανικής μονάδας. Στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 4 ο συντονιστής διοίκησης ορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και των οικείων υπουργών.

7. Συντονιστής διοίκησης στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης επιτρέπεται να προβλέπεται μόνο σε δήμους με πληθυσμό πάνω από 100.000 κατοίκους με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου που εγκρίνεται από τον οικείο νομάρχη. Ο συντονιστής διοίκησης ορίζεται με απόφαση του οικείου δημάρχου.

8. Η θέση του προϊσταμένου που ορίζεται διοίκησης καλύπτεται με την επιλογή προσωρινού προϊσταμένου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου

9. Έως ότου επιλεγεί προσωρινός προϊστάμενος εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 13. Ο προϊστάμενος που ορίζεται συντονιστής διοίκησης δεν δικαιούται το επίδομα προϊσταμένου διεύθυνσης ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας από την ανάληψη των καθηκόντων συντονιστή διοίκησης. Όταν παύσει να ασκεί καθήκοντα συντονιστή διοίκησης, επιστρέφει σε θέση προϊσταμένου εφόσον έχει λήξει η θητεία του.

9. Η άσκηση καθηκόντων συντονιστή διοίκησης παύει οποτεδήποτε με απόφαση του αρμοδίου, σύμφωνα με τις παραγράφους 6 και 7, οργάνου ή λήγει αυτοδίκαια όταν ο υπάλληλος παύσει να έχει την ιδιότητα του προϊσταμένου διεύθυνσης ή οργανικής μονάδας αντιστοίχου επιπέδου.

Άρθρο 12
Επίδομα θέσης.

1. Στους συντονιστές διοίκησης, στους προϊσταμένους διευθύνσεων, στους προϊσταμένους αυτοτελών γραφείων ή αντιστοίχου επιπέδου οργανικών μονάδων καταβάλλεται, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα αυτά, επίδομα ίσο με το 30%, 25%, 15%, και 8% αντίστοιχα, του βασικού μισθού κλιμακίου 1.

Το επίδομα αυτό καταβάλλεται και στην περίπτωση προσωρινής απουσίας των παραπάνω από τα καθήκοντά τους, αλλά όχι πέρα των δύο μηνών κάθε φορά.

2. Όπου από τις κείμενες οργανικές διατάξεις προβλέπεται ενδιάμεσο επίπεδο διοίκησης μεταξύ διεύθυνσης και τμήματος ή αντιστοίχου επιπέδου οργανικών μονάδων, με απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και του οικείου υπουργού, καθορίζεται το επίδομα θέσης σε ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ του ποσοστού της αμέσως κατώτερης και του ποσοστού της αμέσως ανώτερης βαθμίδας.

Άρθρο 13
Αναπλήρωση προϊσταμένων.

1. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος προϊσταμένου το αρμόδιο για το διορισμό όργανο μπορεί με απόφαση του να ορίσει αναπληρωτή προϊσταμένου έναν από τους προϊσταμένους των αμέσως υποκείμενων οργανικών μονάδων. Σε περίπτωση που δεν ορισθεί αναπληρωτής προϊσταμένου, τον προϊστάμενο που απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνει στα καθήκοντά του ο ανώτερος κατά βαθμό προϊστάμενος των υποκείμενων οργανικών μονάδων και επι ομοιοβάθμων ο προϊστάμενος που έχει τα περισσότερα χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό με την προϋπόθεση ότι ανήκει σε κλάδο του οποίου οι υπάλληλοι προβλέπεται από τις οικείες οργανικές διατάξεις ότι μπορεί να προΐστανται”. Αν δεν υπάρχει υποκείμενη οργανική μονάδα, τον προϊστάμενο αναπληρώνει ο ανώτερος κατά βαθμό υπάλληλος που υπηρετεί στην ίδια οργανική μονάδα με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 10 του άρθρου 9, και αν υπηρετούν περισσότεροι υπάλληλοι με τον ίδιο βαθμό, αυτός ορίζεται από τον προϊστάμενο της αμέσως υπερκείμενης οργανικής μονάδας ή αρχής.

2. Το αρμόδιο για το διορισμό όργανο ή ο οικείος νομάρχης, για τις υπηρεσίες που υπάγονται σ` αυτόν, μπορεί να ορίσει με απόφασή του ως αναπληρωτή προϊσταμένου διεύθυνσης, τμήματος ή αυτοτελούς γραφείου ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας τον προϊστάμενο άλλης οργανικής μονάδας του ιδίου επιπέδου.

3. Όταν η απουσία του προϊσταμένου υπερβαίνει τους δύο μήνες, ο αναπληρωτής δικαιούται, για το πέρα των δύο μηνών χρονικό διάστημα το επίδομα του άρθρου 12 που προβλέπεται για τον οικείο προϊστάμενο.

4. Όταν ο προϊστάμενος απουσιάζει νομίμως από τα καθήκοντά του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, επιλέγεται προσωρινός προϊστάμενος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 9.

5. Αν κενωθεί ή συσταθεί θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας, έως ότου το υπηρεσιακό συμβούλιο ορίσει νέο προϊστάμενο σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 9, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων 1 και 2. Ο αναπληρωτής προϊστάμενος οργανικής μονάδας κατά την παράγραφο αυτή δικαιούται το προβλεπόμενο για τη θέση επίδομα από την έναρξη της αναπλήρωσης.

Άρθρο 14
Υπηρεσιακά συμβούλια.

1. Τα υπηρεσιακά συμβούλια του προσωπικού, των δημόσιων υπηρεσιών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου είναι πενταμελή και αποτελούνται από:

α. Έναν αντιπρόεδρο, σύμβουλο ή πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου ή αρεοπαγίτη ή αντιπρόεδρο, σύμβουλο ή πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή έναν πρόεδρο εφετών ή εφέτη των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων ή ένα σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του ύστερα από πρόταση του προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του γενικού επιτρόπου της Επικρατείας των Διοικητικών Δικαστηρίων και του προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους κατά περίπτωση. Το αρμόδιο για τον ορισμό των μελών του υπηρεσιακού συμβουλίου όργανο απευθύνει σχετικό ερώτημα στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος απευθύνεται προς επιλογή στο προσφορότερο κατά την κρίση του για το συγκεκριμένο σκοπό Σώμα. Ο πρόεδρος του οικείου δικαστηρίου ή ο πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους υποχρεούται να απαντήσει εντός μηνός από την περιέλευση σ` αυτόν του ερωτήματος.

Στα υπηρεσιακά συμβούλια που εδρεύουν εκτός νομού Αττικής επιτρέπεται ο ορισμός και προέδρων πρωτοδικών ή πρωτοδικών των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων, ύστερα από πρόταση του προϊσταμένου του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται το όργανο που κατά τις ισχύουσες διατάξεις ορίζει τα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου, τηρουμένης της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου.

Ο δικαστικός λειτουργός ή ο σύμβουλος ή ο πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ορίζεται πρόεδρος του υπηρεσιακού συμβουλίου.

β. Δύο μόνιμους υπαλλήλους της οικείας υπηρεσίας με βαθμό Α`.

γ. Δύο αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων, που εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία. Ο τρόπος, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις της εκλογής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. Η γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. παρέχεται μέσα σε εύλογη προθεσμία που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 15 ημέρες. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής η απόφαση εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 40 παρ. Β.1 του Ν. 1884/1990 (Α 81).

2. Τα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου ορίζονται ή εκλέγονται, αντίστοιχα, με ισάριθμους αναπληρωτές. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση αιρετού μέλους του συμβουλίου, τακτικό μέλος καθίσταται το αναπληρωματικό και ως αναπληρωματικό μέλος ορίζεται ο επόμενος στη σειρά εκλογής για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της θητείας.

3. Τα υπό στοιχεία α` της παραγράφου 1 τακτικά μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου ορίζονται ως εξής:

Ο οικείος υπουργός ή το διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου επιλέγει ελεύθερα, χωρίς κρίση υπηρεσιακού συμβουλίου, “δύο” προϊσταμένους διευθύνσεων από υπαλλήλους που έχουν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 9. Οι υπάλληλοι αυτοί που επιλέγηκαν προϊστάμενοι διευθύνσεων αποτελούν αυτοδίκαια και τα υπό στοιχείο α` της παρ. 1 μέλη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.

Αν ο αριθμός των θέσεων προϊσταμένων διεύθυνσης της οικείας υπηρεσίας, οι οποίες υπάγονται για την πλήρωση τους στην αρμοδιότητα του ίδιου υπηρεσιακού συμβουλίου είναι μικρότερος των τεσσάρων, επιλέγεται ένας προϊστάμενος διεύθυνσης, ο οποίος αποτελεί αυτοδίκαια το ένα υπό στοιχείο α` της προηγούμενης παραγράφου μέλος του υπηρεσιακού συμβουλίου.

Ως δεύτερο μέλος ορίζεται είτε υπάλληλος άλλου κλάδου που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του ίδιου υπηρεσιακού συμβουλίου είτε υπάλληλος άλλης δημόσιας υπηρεσίας είτε, για τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, υπάλληλος άλλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή όταν από τους κλάδους που υπάγονται στην αρμοδιότητα του υπηρεσιακού συμβουλίου δεν επιλέγονται, σύμφωνα με τις οικείς οργανικές διατάξεις, προϊστάμενοι διευθύνσεων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 23 παρ. 20 του Ν. 1735/1987 (Α 195) και με το άρθρο 40 παρ. Β.2 του Ν. 1884/1990 (Α 81).

4. Στα υπηρεσιακά συμβούλια των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αν δεν υπάρχουν υπάλληλοι του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με βαθμό Α`, ορίζονται μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της προηγούμενης παρ.3. Αν το ένα μόνο ή τα δύο μέλη είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, οι διατάξεις της παραγράφου 3 εφαρμόζονται για την επιλογή δύο ή ενός κατά περίπτωση προϊσταμένων διεύθυνσης που θα αποτελέσουν μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου. Επίσης οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται στα κοινά υπηρεσιακά συμβούλια νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Στα κοινά υπηρεσιακά συμβούλια των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όταν κρίνουν πειθαρχικές υποθέσεις, προεδρεύει ο πρόεδρος του ν.π.δ.δ. που ορίζεται στην απόφαση συγκρότησης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 23 παρ. 21 του Ν. 1735/1987 (Α 195).

5. Αν τα αιρετά μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου περιλαμβάνονται μεταξύ αυτών που κρίνονται κατά την πρώτη συνεδρίαση και δεν μπορούν να συμμετάσχουν σ` αυτή για την κρίση που τους αφορά. Αν και τα αναπληρωματικά μέλη έχουν το ίδιο κώλυμα, το υπηρεσιακό συμβούλιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα μέλη.

6. Κατά τα λοιπά για τη σύσταση, συγκρότηση και λειτουργία των υπηρεσιακών συμβουλίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα, όπως αυτές ίσχυαν πριν από την ισχύ του ν. 1232/1982 (ΦΕΚ 22), κατά το μέρος που δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου αυτού, με δυνατότητα σύστασης και περιφερειακών υπηρεσιακών συμβουλίων. Με την απόφαση σύστασης περιφερειακών υπηρεσιακών συμβουλίων ορίζονται και τα θέματα της αρμοδιότητάς τους. Η συγκρότηση των περιφερειακών συμβουλίων διοικητικού προσωπικού του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων γίνεται από το νομάρχη και μπορεί και ορίζονται ως μέλη της περίπτωσης α` της παρ. 1 και εκπαιδευτικοί λειτουργοί με βαθμό Α`, εφόσον δεν υπάρχουν μόνιμοι υπάλληλοι της οικείας υπηρεσίας με βαθμό Α`.

Σε περίπτωση που δεν εκλέχθηκαν αιρετοί εκπρόσωποι των υπαλλήλων ή εκλέχθηκε μόνο ένας, για την ύπαρξη απαρτίας αρκεί η παρουσία τριών μελών του υπηρεσιακού συμβουλίου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών καθορίζεται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των ν. 1256/ 1982 και 1505/1984, αμοιβή για τους προέδρους, τα μέλη και τους γραμματείς των υπηρεσιακών συμβουλίων. Την ανωτέρω αμοιβή δικαιούνται μόνο όταν αυτά συνεδριάζουν εκτός του ωραρίου εργασίας .

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο με το άρθρο 40 του Ν.1884/1990, με το άρθρο 63 παρ. 1 του Ν. 1943/1991 (Α 50) και με την παρ.7 του άρθρου 7 του Ν.2043/1992 (ΦΕΚ Α 79)

7. Με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις που διέπουν τα υπηρεσιακά συμβούλια των εκπαιδευτικών λειτουργών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, της μέσης εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, του προσωπικού της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, των γραφείων του Ελεγκτικού Συνεδρίου των νομικών υπηρεσιών της διοίκησης, του ΕΚΕΦΕ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ, της Ακαδημίας Αθηνών, των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, της ΣΕΛΕΤΕ και της Σιβιτανιδείου Σχολής. Τα δύο μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου του προσωπικού συμβουλίου του προσωπικού της Ακαδημίας Αθηνών που προέρχονται από υπαλλήλους αντικαθίστανται με δύο αιρετούς εκπροσώπους, που εκλέγονται σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 και προέρχονται από υπαλλήλους αντικαθίστανται με δύο αιρετούς, εκπροσώπους, που εκλέγονται σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 και προέρχονται από το επιστημονικό προσωπικό της Ακαδημίας. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού ορίζονται από το όργανο που συγκροτεί, κατά τις οικείες διατάξεις, το υπηρεσιακό συμβούλιο.

8. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και του οικείου υπουργού επιτρέπεται η ανασυγκρότηση των υπηρεσιακών συμβουλίων της παραγράφου 7 με σκοπό την προσαρμογή τους στις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού.

9. Τα υπηρεσιακά συμβούλια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελούνται από: α) Ένα μόνιμο υπάλληλο με βαθμό Α` της διεύθυνσης εσωτερικών της νομαρχίας που ορίζεται από το νομάρχη ως πρόεδρο. β) Δύο δημοτικούς ή κοινοτικούς υπαλλήλους αδιακρίτως, με βαθμό Α` που ορίζονται από τον νομάρχη ενώ με τους δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης από το δήμαρχο. γ) Δύο αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων που εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία. Για τα υπηρεσιακά συμβούλια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, η απόφαση της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 του άρθρου εκδίδεται με σύμπραξη και του Υπουργού Εσωτερικών. Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζεται και για τα υπηρεσιακά συμβούλια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 εφαρμόζονται ανάλογα και για τα υπηρεσιακά συμβούλια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Κατά τα λοιπά για τη σύσταση, συγκρότηση και λειτουργία των υπηρεσιακών συμβουλίων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.1188/1981, όπως αυτές ίσχυαν πριν από την ισχύ του ν.1232/1982, κατά το μέρος που δεν αντίκειται στις διατάξεις της παραγράφου αυτής.

10. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού, τα μέλη της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 και της περίπτωσης γ` της παραγράφου 9 υποδεικνύονται από την ΑΔΕΔΥ, ύστερα από γνώμη των συνδικαλιστικών οργανώσεων των οποίων μέλη υπάγονται στην αρμοδιότητα του συγκεκριμένου υπηρεσιακού συμβουλίου εκπροσωπούνται από μία συνδικαλιστική οργάνωση αυτή προτείνει απευθείας τα παραπάνω μέλη χωρίς υπόδειξη της ΑΔΕΔΥ. Αν δεν εκπροσωπούνται από καμία συνδικαλιστική οργάνωση, τα παραπάνω μέλη ορίζονται από το όργανο που συγκροτεί το υπηρεσιακό συμβούλιο.

11. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού η θητεία των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων λήγει στις 31.12.1988.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 23 παρ. 18 του Ν. 1735/1987 (Α 195).

12. Έως τη συγκρότηση των υπηρεσιακών συμβουλίων του άρθρου αυτού, εξακολουθούν να λειτουργούν τα υπάρχοντα.

Άρθρο 15
Κατάταξη θέσεων και προσωπικού.

1. Οι υπάρχοντες γενικοί κλάδοι ΣΕ, ΜΕ, ΑΡ και ΑΤ μετονομάζονται αντίστοιχα σε κατηγορίες ΥΕ, ΔΕ, ΤΕ και ΠΕ. Οι ειδικές θέσεις μετονομάζονται σε κατηγορία ΕΘ.

2. Οι θέσεις των υπαλλήλων κάθε κλάδου διαβαθμίζονται ενιαία σε όλους τους βαθμούς του άρθρου της οικείας κατηγορίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμου αυτού.

3. Οι υπάλληλοι που υπηρετούν κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού κατατάσσονται αυτοδίκαια στους βαθμούς του άρθρου 4 ως ακολούθως:

α. Υπάλληλοι των κλάδων ΑΤ, ΑΡ και ΜΕ με βαθμό 5ο, 4ο,3ο και 2ο, κατατάσσονται στο βαθμό Α`της κατηγορίας ΠΕ, ΤΕ, και ΔΕ, αντίστοιχα. Στο βαθμό αυτόν κατατάσσονται και οι υπάλληλοι του κλάδου ΜΕ οι οποίοι έχουν τον 6ο βαθμό και τετραετή υπηρεσία στο βαθμό αυτόν. Ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί από την προαγωγή στον 5ο βαθμό ή από τη συμπλήρωση τριετίας ή τετραετίας στον 6ο βαθμό, για όσους κατατάσσονται από τον 6ο βαθμό των κλάδων ΑΤ και ΑΡ ή ΜΕ αντίστοιχα, έως την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό Α`. Σε καμία πάντως περίπτωση δεν μπορεί να προσμετρηθεί στο βαθμό Α` χρόνος υπηρεσίας υπαλλήλου μεγαλύτερος από το χρόνο υπηρεσίας άλλου υπαλλήλου του ίδιου κλάδου που κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού έχει βαθμό ανώτερο εκείνου.

β. Υπάλληλοι των κλάδων ΑΤ και ΑΡ ή ΜΕ με βαθμό 6ο, που δεν έχουν τριετή ή τετραετή, αντίστοιχα, υπηρεσία στο βαθμό αυτόν καθώς και υπάλληλοι με βαθμό 7ο κατατάσσονται στο βαθμό Β` της κατηγορίας ΠΕ, ΤΕ, και ΔΕ αντίστοιχα. Ο χρόνος που έχει διανυθεί έως την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού στον 7ο ή 6ο βαθμό κλάδου αντίστοιχου της κατηγορίας, στην οποία κατατάσσεται ο υπάλληλος, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό Β`. Για την προαγωγή στο βαθμό Α` των υπαλλήλων βαθμού Β`που κατατάγηκαν από τον 6ο βαθμό, ο χρόνος υπηρεσίας που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του νόμου αυτού μειώνεται στο μισό.

γ. Υπάλληλοι κλάδων ΑΤ, ΑΡ και ΜΕ με βαθμό 10ο, 9ο, ή 8ο κατατάσσονται στο βαθμό Γ` της κατηγορίας ΠΕ, ΤΕ, και ΔΕ αντίστοιχα. Ο χρόνος που έχει διανυθεί έως την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, στον 10ο, 9ο ή 8ο βαθμό κλάδου αντίστοιχου της κατηγορίας, στην οποία κατατάσσεται ο υπάλληλος, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό Γ` της ΔΕ κατηγορίας που κατατάγηκαν από τον 9ο βαθμό, ο χρόνος υπηρεσίας που προβλέπεται από την περίπτωση β` της παραγράφου 1 του άρθρου 6 μειώνεται κατά δύο έτη. Για την προαγωγή του βαθμού Β` υπαλλήλων των ΔΕ και ΤΕ κατηγοριών που κατατάγηκαν από τον 8ο βαθμό, ο χρόνος υπηρεσίας που προβλέπεται από τις περιπτώσεις β` και γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 6 μειώνεται κατά πέντε και δύο έτη αντίστοιχα.

δ. Υπάλληλοι του κλάδου ΣΕ με βαθμό 8ο και 7ο κατατάσσονται στο βαθμό Γ` της κατηγορίας ΥΕ. Ο χρόνος έχει διανυθεί από την κτήση του 8ου βαθμού έως την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού θεωρείται ότι έχει διανυθεί. στο βαθμό Γ`.

ε. Οι υπάλληλοι του κλάδου ΣΕ σε βαθμό 12ο έως και 9ο βαθμό κατατάσσονται στο βαθμό Δ` της κατηγορίας ΥΕ. Ο χρόνος έχει διανυθεί από την κτήση του 12ου βαθμού έως την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό Δ.

στ. Στο βαθμό 1ο και 2ο της κατηγορίας ΕΘ κατατάσσονται οι υπάλληλοι των βαθμών α` και β` των ειδικών θέσεων αντίστοιχα. Ο χρόνος που έχει διανυθεί στο βαθμό α`ή β` θεωρείται ότι έχει διανυθεί στον 1ο ή 2ο βαθμό, αντίστοιχα.

4. Για τις κατατάξεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου 3 εκδίδονται διαπιστωτικές πράξεις, που δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,

5. Για την κατάταξη και τον καθορισμό του χρόνου που σύμφωνα με την παράγραφο 3, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό στον οποίο κατατάσσεται ο υπάλληλος δεν υπολογίζεται:

α) ο χρόνος του άρθρου 160 του υπαλληλικού κώδικα και, για τους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ο χρόνος του άρθρου 137 του ν,1188/1981.

β) ο χρόνος στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή και

γ) ένα έτος για κάθε φορά που ο υπάλληλος κρίθηκε ως μη προακτέος.

Άρθρο 16
Τελικές διατάξεις.

1. Όπου στις διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα και στους συμπληρωματικούς αυτού νόμους γίνεται παραπομπή σε διατάξεις που καταργούνται, νοείται ως παραπομπή στις διατάξεις του νόμου αυτού που ρυθμίζουν το αντίστοιχο θέμα. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρονται κλάδοι ΑΤ, ΑΡ, ΜΕ, και ΣΕ νοούνται αντίστοιχα οι κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ του νόμου αυτού.

2. Με προεδρικό διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και των κατά περίπτωση αρμοδίων υπουργών, επιτρέπεται η προσαρμογή διατάξεων προς τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού, εφόσον αυτό επιβάλλεται λόγω της μεταβολής του βαθμολογικού συστήματος και τα σχετικά θέματα δεν ρυθμίζονται από το νόμο αυτόν. Η ισχύς των προεδρικών διαταγμάτων μπορεί να ανατρέχει στην έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου.

3. Θέσεις για τις οποίες προβλέπεται από ειδικές διατάξεις ως τυπικό προσόν διορισμού το πτυχίο των στρατιωτικών σχολών Ευέλπιδων, Ναυτικών Δοκίμων, Αεροπορίας (τμήματος Ικάρων Εκπαιδευτικού Κέντρου Εφέδρων Χειριστών, τμήματος Μηχανικών) και Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής ανήκουν στην κατηγορία ΠΕ. Θέσεις για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού προβλέπεται τίτλος σπουδών, ο οποίος, σύμφωνα με τη νομοθεσία που διέπει την οικεία σχολή, αντιστοιχεί με πτυχίο ή δίπλωμα ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, Κ.Α.Τ.Ε.Ε. και των ισοτίμων σχολών, ανήκουν στην κατηγορία ΠΕ ή ΤΕ αντιστοίχως. Θέσεις των κατηγοριών ΠΕ και ΤΕ είναι και όσες καθορίζονται από ειδικές οργανικές διατάξεις που ισχύουν κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

4. Τυφλοί υπάλληλοι κλάδων τηλεφωνητών του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κάτοχοι τυπικού προσόντος από αυτά που ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2, μετατάσσονται, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις σε θέσεις κλάδων της κατηγορίας ΤΕ ή ΠΕ, αντίστοιχα, χωρίς μεταβολή των καθηκόντων που ασκούν,

5. Οι διατάξεις των άρθρων 9 έως και 14 εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους του κλάδου Ειδικών Εισηγητών του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης. Αρμόδιο και γι` αυτούς υπηρεσιακό συμβούλιο της υπηρεσίας που υπηρετούν για όλα τα θέματα της υπηρεσιακής τους κατάστασης.

6. Οι διατάξεις του άρθρου 9 δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ειδικές διατάξεις προβλέπουν τον απευθείας διορισμό προϊσταμένων οργανικών μονάδων.

7. Δεν γίνεται επιλογή κατά το άρθρο 9 όταν, στον κλάδο από τον οποίο κατά τις οικείες διατάξεις λαμβάνεται ο προϊστάμενος , υπηρετεί μόνο υπάλληλος.

8. Η αντιστοιχία οργανικών μονάδων διαφορετικής ονομασίας ή ειδικών υπηρεσιών, με τις οργανικές μονάδες που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 9 του άρθρου 9 ορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και του κατά περίπτωση υπουργού.

9. Οι παράγραφοι 2 έως 4 του άρθρου 6 εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ που αποκτούν τους οικείους μεταπτυχιακούς τίτλους κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους. Αν δεν μειωθεί ολικά ή μερικά, σύμφωνα με τις παραγράφους αυτές, ο χρόνος της απαιτούμενης για την προαγωγή υπηρεσίας τους. Αν δεν μειωθεί ολικά ή μερικά σύμφωνα με τις παραγράφους αυτές, ο χρόνος της απαιτούμενης για την προαγωγή υπηρεσίας είτε λόγω του βαθμού που κατέχει ο υπάλληλος είτε λόγω του χρόνου που απομένει για τον προαγωγή του, το μη χρησιμοποιούμενο για τη μείωση χρονικό διάστημα επαυξάνει το χρόνο που θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό που κατέχει ο υπάλληλος ή στον επόμενο ή μεθεπόμενο βαθμό.

10. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους της κατηγορίας ΠΕ που κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 6.

11. Αν από τις οικείες οργανικές διατάξεις που ισχύουν κατά την έναρξη της ισχύος του νομού αυτού προβλέπεται ο απευθείας διορισμός προϊσταμένου οργανικής μονάδας με βαθμό 5 έως 2ο, στο εξής ο διορισμός γίνεται με το βαθμό Α`.

12. Οι θέσεις των διευθυντών των κέντρων της Ακαδημίας Αθηνών είναι θέσεις βαθμού Α` και η πλήρωσή τους γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά την έναρξη της ισχύος του νομού αυτού.

13. Με το νόμο αυτό δεν θίγονται οι διατάξεις που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, επιτρέπεται η προσαρμογή των διατάξεων αυτών προς τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου.

14. Αποσπασμένοι υπάλληλοι, που έχουν τοποθετηθεί ως προϊστάμενοι οργανικών μονάδων, μπορεί να εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως ότου λήξει ο χρόνος της απόσπασης ή ανακληθεί η απόσπαση. Παράταση της απόσπασης μπορεί να γίνει μόνο σε περίπτωση αδυναμίας πλήρωσης της θέσης.

15. Υπάλληλοι με οποιαδήποτε σχέση εργασίας του κατά άρθρο 1 παράγραφος 6 του ν. 1256/1982 δημοσίου τομέα, οι οποίοι πάσχουν ή έχουν παιδιά που πάσχουν από νόσημα, το οποίο απαιτεί τακτικές μεταγγίσεις αίματος, δικαιούνται έως 22 εργάσιμες μέρες το χρόνο επιπλέον κανονική άδεια, από τις οποίες οι 11 με αποδοχές και 11 χωρίς αποδοχές.

16. Στις διατάξεις του νόμου αυτού δεν υπάγονται οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και μέσης εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, καθώς και της παραγράφου 14 του άρθρου 17.

17. Όπου προβλέπεται από τις οργανικές διατάξεις του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ότι προΐστανται εκπαιδευτικοί λειτουργοί οποιασδήποτε βαθμίδας εκπαίδευσης, διευθύνσεων και τμημάτων της κεντρικής υπηρεσίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9. Αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο στην περίπτωση αυτή είναι το υπηρεσιακό συμβούλιο του διοικητικού προσωπικού της Κεντρικής Υπηρεσίας. Οι κατηγορίες ΑΤ, ΑΡ και ΜΕ που προβλέπονται στο ν. 1566/1985 (ΦΕΚ 167) μετονομάζονται σε κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και Δε αντίστοιχα. Στην έκδοση των αποφάσεων καθορισμού επιδόματος θέσης των εκπαιδευτικών λειτουργών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που προβλέπονται από το ν. 1566/1985 συμπράττει και ο Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης.

18. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 29 του ν. 993/1979 (ΦΕΚ 281) και στην παράγραφο 2 του άρθρου 280 του ν. 1188/1981 προστίθεται εδάφιο δεύτερο που έχει ως εξής:

“Με την ίδια απόφαση καθορίζεται το δικαίωμα ένστασης κατά των εκθέσεων ουσιαστικών προσόντων και η σχετική διαδικασία”.

19. Στις διατάξεις της παρ.5 του άρθρου 2 του ν. 1346/1983 “Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας και ρύθμιση διαφόρων θεμάτων” προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

” Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή σε περιπτώσεις εξετάσεων για την απόκτηση δευτέρου πτυχίου της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας. Οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές ημέρες άδειας χορηγούνται με αντιστοιχία δύο ημερών άδεια για καθεμία ημέρα εξετάσεων, χωρίς υπέρβαση του ανώτατου ορίου”.

Άρθρο 17
Μεταβατικές διατάξεις.

1. Έως ότου οριστούν προϊστάμενοι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού.

2. Κατά την πρώτη επιλογή προϊσταμένων διευθύνσεων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων κρίνονται μόνο οι υπάλληλοι που κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού έχουν τουλάχιστον τον 5ο βαθμό.

3. Προαγωγές, οι οποίες σύμφωνα με τις κείμενες κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού διατάξεις, ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο από την έναρξη της ισχύος του, διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις εκείνες και, αν συντρέχει περίπτωση, τροποποιείται ανάλογα η πράξη κατάταξης που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 15.

Σημ.: όπως η παρ.3 καταργήθηκε με το άρθρο 18 Ν.2738/1999.

4. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού οι πίνακες προακτέων για τους υπαλλήλους που συμπληρώνουν τον απαιτούμενο για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό υπηρεσίας κατά το διάστημα από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού έως και 30.4.1986 καταρτίζονται μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη της ισχύος του.

5. Μέσα σε δύο μήνες από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού οι αρμόδιες υπηρεσίες ενοποιούν, κατά τις διακρίσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 135 του υπαλληλικού κώδικα, σε έναν πίνακα τους ισχύοντες πίνακες των μεταθετέων υπαλλήλων διαφορετικών βαθμών, που κατατάσσονται στον ίδιο βαθμό του άρθρου 14.

6. Από τους υπαλλήλους του άρθρου 1 του νόμου αυτού, όσοι κατά την έναρξη της ισχύος του έχουν τυπικό προσόν άλλης κατηγορίας μετατάσσονται σε κενές θέσεις κλάδου της κατηγορίας αυτής, εφόσον το τυπικό προσόν που κατέχουν προβλέπεται κατά τις οικείες οργανικές διατάξεις, ως τυπικό προσόν διορισμού στον κλάδο που μετατάσσονται. Η μετάταξη γίνεται ύστερα από αίτηση, που υποβάλλεται από τους ενδιαφερομένους στην υπηρεσία τους μέσα σε τρείς μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις στον οικείο κλάδο, συνιστώνται αντίστοιχες προσωρινές με την απόφαση της μετάταξης. Οι κάτοχοι των προσωρινών θέσεων καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις που θα κενωθούν στον οικείο κλάδο, σε ποσοστό 75% κατ`έτος, οπότε οι προσωρινές θέσεις που κατέχουν καταργούνται αυτοδίκαια. Όσο χρονικό διάστημα οι μετατασσόμενοι κατέχουν προσωρινές θέσεις δεν πληρούται με διορισμό ίσος αριθμός θέσεων του κλάδου από τον οποίο διενεργήθηκαν οι μετατάξεις.

7. Για τις μετατάξεις της προηγούμενης παραγράφου τηρούνται και οι διατάξεις της περίπτωσης δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 135 του ν.1188/1981 όταν πρόκειται για υπαλλήλους οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, και της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 1400/1983. Όταν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων αυτών η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από τη συμπλήρωση του χρόνου υπηρεσίας που αποτελεί προϋπόθεση της μετάταξης.

8. Αν το τυπικό προσόν που κατέχουν οι υπάλληλοι δεν προβλέπεται για κανένα κλάδο της οικείας κατηγορίας της υπηρεσίας τους, η μετάταξη γίνεται σε κλάδο παρεμφερών ή συναφών, κατά την κρίση του υπηρεσιακού συμβουλίου, τυπικών προσόντων ή σε προσωρινές θέσεις προσωρινού κλάδου, που συνιστώνται με την απόφαση της μετάταξης και καταργούνται αυτοδίκαια με την αποχώρηση από την υπηρεσία του υπαλλήλου που τις καταλαμβάνει. Αν το τυπικό προσόν που κατέχει δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της υπηρεσίας του, ο υπάλληλος μετατάσσεται ύστερα από γνώμη των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων, σε κενή θέση αντιστοίχου κλάδου που συνιστάται με την απόφασή της μετάταξης και καταργείται αυτοδίκαια με την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία. Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, περιλαμβάνονται και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι μετατασσόμενοι μπορεί να διατηρήσουν τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας της υπηρεσίας από την οποία μετατάσσονται με δήλωσή τους που πρέπει να υποβληθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών από τη μετάταξή τους.

9. Για τη μετάταξη σε κλάδο της κατηγορίας ΤΕ το δίπλωμα ή πτυχίο ανώτερης σχολής που κατέχει ο υπάλληλος πρέπει να είναι διετούς τουλάχιστο φοίτησης.

10.Για τη μετάταξη σε άλλη κατηγορία εργατικού και τεχνικού ή φυλακτικού προσωπικού κλάδων κατηγορίας ΥΕ, που δεν έχει πτυχίο ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ή ανώτερης σχολής, εκτός από αμιγείς κλάδους κλητήρων, απαιτείται η ύπαρξη κενής θέσης.

11.Τυφλοί υπάλληλοι ΥΕ τηλεφωνητών του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης μετατάσσονται σε κλάδους ΔΕ που συνιστώνται αυτοδίκαια με το νόμο αυτόν και εντάσσονται σε βαθμό ανάλογο με το χρόνο υπηρεσίας τους στον κλάδο από τον οποίο μετατάσσονται. Η μετάταξη γίνεται με ταυτόχρονη μεταφορά της θέσης που κατέχουν. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7, του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 8 και της παραγράφου 9 εφαρμόζονται και για τους τυφλούς υπαλλήλους κλάδων τηλεφωνητών, χωρίς μεταβολή των καθηκόντων που ασκούν.

12.Για μια τριετία από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επιτρέπεται ο διορισμός προσωπικού κατηγορίας ΥΕ με τυπικό προσόν ορισμένη ειδικότητα ή εμπειρία, καθώς και τεχνικού προσωπικού κατηγορίας ΔΕ με τυπικό προσόν το πτυχίο κατώτερης σχολής ή εμπειρία, κάθε φορά που δεν καθίσταται δυνατή η πλήρωση των κενών θέσεων με προσωπικό που έχει το τυπικό προσόν των παραγράφων 1 ή 2, αντίστοιχα, του άρθρου 2. Επίσης επιτρέπεται χωρίς περιορισμό ο διορισμός σε θέσεις της κατηγορίας ΥΕ απολυτηριούχων δημοτικού σχολείου εφόσον έχουν αποφοιτήσει μέχρι και το έτος 1980.

13. Οι θέσεις κλάδων διοικητικού ή οικονομικού ή λογιστικού ή δακτυλογράφων της κατηγορίας ΔΕ καλύπτονται από δύο κατηγορίες υποψηφίων: α) κατά το ήμισυ από κατόχους απολυτήριου τίτλου κλάδων διοικητικών υπηρεσιών – γραμματέων ή οικονομίας ή τμημάτων υπαλλήλων διοίκησης ή υπαλλήλων λογιστηρίου οποιουδήποτε τύπου λυκείου ή άλλου ισότιμου τίτλου σχολικής μονάδας της ημεδαπής ή αλλοδαπής και

β) κατά το ήμισυ από κατόχους απολυτήριου τίτλου οποιουδήποτε τύπου λυκείου ή άλλου ισότιμου τίτλου σχολικής μονάδας της ημεδαπής ή αλλοδαπής.

Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η πλήρωση θέσεων μιας κατηγορίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται η κάλυψη των θέσεων που υπολείπονται από υποψηφίους της άλλης κατηγορίας.

Όταν ο αριθμός των προς πλήρωση θέσεων ανά νομό είναι περιττός, η απομένουσα θέση δίδεται στην πρώτη κατηγορία υποψηφίων.

Η πλήρωση των θέσεων των ανωτέρω κλάδων πραγματοποιείται με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2190/1994 και καταρτίζονται χωριστοί κατά νομό πίνακες επιτυχόντων για καθεμία από τις ανωτέρω δύο κατηγορίες. Οι προτιμήσεις ως προς το φορέα διορισμού των περιλαμβανομένων στον πρώτο πίνακα προηγούνται έναντι των επιτυχόντων του δεύτερου πίνακα.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και για το προσωπικό των Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού των κλάδων ΔΕ 1, ΔΕ 13, ΔΕ 14, ΔΕ 15, ΔΕ 23.

Τα προσόντα των λοιπών κλάδων εξακολουθούν να ορίζονται από τις διατάξεις των π.δ/των 37Α/1987 (ΦΕΚ 11 Α`) και 22/1990 (ΦΕΚ 7Α`).

Τα παραπάνω ισχύουν και για τους υπαγόμενους στις ρυθμίσεις του π.δ/τος 172/1992 φορείς του δημόσιου τομέα, καθώς και για τους φορείς του άρθρου 14 παρ. 1 και 4 του ν. 2190/1994″.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.9 άρθρ.18 Ν.2503/1997.

14α) Εκπαιδευτικοί των κλάδων ΜΕ1, ΑΡ1, ΑΤ17 και ΑΤ18 του Άρθρου 14 του ν. 1566/1985 της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι έχουν τα τυπικά προσόντα άλλου κλάδου της ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας, μετατάσσονται σε θέσεις του κλάδου αυτού. Η μετάταξη γίνεται ύστερα από αίτηση που υποβάλλεται από τους ενδιαφερόμενους μέσα σε τρείς μήνες από τη δημοσίευση αυτού του νόμου με σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και ισχύει από 1.1.1987.

β) Μετατάξη σε κενές οργανικές θέσεις άλλου κλάδου, σύμφωνα με την προηγούμενη περίπτωση α`, είναι επιτρεπτή εφόσον οι υποψήφιοι για μετάταξη έχουν αποκτήσει τα προσόντα διορισμού στον κλάδο στον οποίο μετατάσσονται ενωρίτερα από την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων διορισμού από υποψηφίους για διορισμό στον κλάδο. Στις περιπτώσεις που είτε οι υποψήφιοι για μετατάξη δεν έχουν αποκτήσει τα προσόντα ενωρίτερα από την ημερομηνία υποβολής αιτήσεων διορισμού είτε δεν υπάρχουν κενές θέσεις στον οικείο κλάδο, συνιστώνται αντίστοιχες προσωρινές προσωπικές θέσεις με την απόφαση της μετάταξης, στις οποίες μετατάσσονται οι παραπάνω υποψήφιοι.

γ) Όσοι μετατάσσονται σε προσωρινές προσωπικές θέσεις καταλαμβάνουν με την επιφύλαξη της προηγούμενης περίπτωσης β` τις πρώτες θέσεις που θα κενωθούν στον κλάδο οπότε καταργούνται αυτοδικαίως οι προσωρινές θέσεις που κατέχονται. Όσο χρονικό διάστημα κατέχονται προσωρινές θέσεις δεν πληρούνται ίσος αριθμός θέσεων του κλάδου, από τον οποίο διενεργήθηκαν οι μετατάξεις.

δ) Όσοι κατέχουν προσωρινές θέσεις εξακολουθούν να έχουν τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις και να προσφέρουν διδακτικό και λοιπό έργο , που προβλέπονται για τον κλάδο, από τον όποιο έχουν μεταταγεί.

ε) Οι μετατασσόμενοι επανακατατάσσονται σύμφωνα με το ν.1505/1984 σε μισθολογικό κλιμάκιο του νέου κλάδου.

στ)Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 της περίπτωσης Δ` “Μετατάξεις” του άρθρου 16 του ν.1566/1985 αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

” Μετά διετία από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου δεν επιτρέπεται μετάταξη εκπαιδευτικού που έχει μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερο από το 5ο”.

η) Εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που κατά την έναρξη ισχύος του ν.1566/1985 είχαν το Μ.Κ. 4 του ν. 309/1976 ή του ν.576/1977 και τριετή υπηρεσία από τη χορήγησή του, κατατάσσονται στο βαθμό Α` της κατηγορίας τους και όσοι έχουν το Μ.Κ. 3 κατατάσσονται στο βαθμό Β`. Για τους κατατασσόμενους στον Α` βαθμό ο πέραν της τριετίας χρόνος υπηρεσίας θεωρείται ότι διανύθηκε στο βαθμό Α` με επιφύλαξη της διατάξεως του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α` της παρ.3 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου. Όσοι δεν έχουν συμπληρωμένη τριετή υπηρεσία κατατάσσονται στο βαθμό Β` και για την προαγωγή τους στο βαθμό Α` ο προβλεπόμενος χρόνος υπηρεσίας στον ίδιο βαθμό μειώνεται στο μισό.

Άρθρο 18
Υπάλληλοι γραμματειών δικαστηρίων και εισαγγελιών, έμμισθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων.

1. Οι διατάξεις του νόμου αυτού, εκτός από την παρ.5 του άρθρου 17, εφαρμόζονται και στους υπαλλήλους των γραμματειών των δικαστηρίων και εισαγγελιών, των έμμισθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων.

2. Όπου στο νόμο αυτόν αναφέρονται υπηρεσιακά συμβούλια, νοούνται τα κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του Συντάγματος δικαστικά συμβούλια για το προσωπικό που υπάγεται σ` αυτά.

3. Οι υπάλληλοι της παρ.1 με βαθμό γραμματέα πρωτοδικών Β` τάξης (5ος) ή υποθηκοφύλακα Β` τάξης και ανώτερο καθώς και όσοι υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 965/1979 και του άρθρου 12 του ν.1042/1980 “καθώς και όσοι προέρχονται από τον ίδιο με τους τελευταίους διαγωνισμούς ανεξάρτητα από το χρόνο διορισμού τους”, κατατάσσονται στην ΠΕ κατηγορία. “Η εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου επεκτείνεται με, τη δημοσίευση του νόμου αυτού και στους δικαστικούς υπαλλήλους, που έχουν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1980 διορισθεί ως δικαστικοί υπάλληλοι ή ως δικαστικοί επιμελητές, εφόσον όμως οι τελευταίοι απέκτησαν μέχρι την ημερομηνία αυτή (31.12.1980) τα τυπικά προσόντα διορισμού σε θέσεις δικαστικών υπαλλήλων και έχουν μέχρι τη δημοσίευση του ν.1868/1989 μεταταγεί σε θέσεις δικαστικών υπαλλήλων.” Οι αρχειοθέτες και βιβλιοθέτες με βαθμό υποθηκοφύλακα Β` τάξης και ανώτερο κατατάσσονται στην κατηγορία ΔΕ και οι λοιποί στην κατηγορία ΥΕ. Οι επιμελητές δικαστηρίων κατατάσσονται στην κατηγορία ΠΕ ή ΤΕ ή ΔΕ ανάλογα με τα τυπικά τους προσόντα, σύμφωνα με το άρθρο 2. Κενές θέσεις επιμελητών κατατάσσονται στην κατηγορία ΥΕ. Λοιπές κενές θέσεις κατατάσσονται στις λοιπές κατηγορίες με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Οι θέσεις αρχειοθετών και βιβλιοθετών της κατηγορίας με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Οι θέσεις αρχειοθετών και βιβλιοθετών της κατηγορίας ΔΕ, όταν κενωθούν, μεταφέρονται αυτοδίκαια στον οικείο κλάδο της κατηγορίας ΥΕ.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1868/1989 (Α 230), το οποίο στη συνέχεια τροποποιήθηκε επίσης  με την παρ. 7 του άρθρου 20 του Ν. 2298/1995 (Α 62)

4. Στο βαθμό Α` της κατηγορίας ΠΕ κατατάσσονται και όσοι έχουν βαθμό ανώτερο του γραμματέα εφετών Α` τάξης (2ος) ή τον διευθυντή υποθηκοφυλακείου (2ος). Στο βαθμό Γ` της κατηγορίας ΥΕ κατατάσσονται και οι επιμελητές δικαστηρίων Α` τάξης (6ος).

5. Για την προαγωγή στο βαθμό Β` των υπαλλήλων της παρ.3 που κατατάσσονται στο βαθμό Γ` της κατηγορίας ΔΕ από το βαθμό του γραφέα (10ος), από το βαθμό του υπογραμματέα Β` (9ος)και από το βαθμό του υπογραμματέα (8ος), ο χρόνος υπηρεσίας της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 του άρθρου 6 μειώνεται κατά δύο, τέσσερα και έξι έτη, αντίστοιχα.

6. Η κατάταξη προσωπικού, σύμφωνα με τις παραγράφους 3, και 4, στην κατηγορία ΥΕ δεν συνεπάγεται μεταβολή των μισθολογικών κλιμακίων στα οποία αυτό υπάγεται σύμφωνα με το ν.1505/1984, πριν την ανωτέρω κατάταξη.

7. Όπου στο νόμο αυτόν γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα, νοούνται για τους υπάλληλους της παραγράφου 1, οι αντίστοιχες διατάξεις του ν.δ. 1025/1971 και των ν.294/1976, 724/1977, 965/1979 και 1042/1980.

Άρθρο 19

1. Οι  διατάξεις, της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1288/ 1982    αντικαθίστανται ως εξής:

1. Κάθε μισθωτός με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα λοιπά νομικά Πρόσωπα δημόσιου δικαίου μετά τη συμπλήρωση δώδεκα μηνών (βασικός χρόνος) συνεχούς απασχόλησης στην υπηρεσία που προσλαμβάνεται, δικαιούται, για κάθε ημερολογιακό έτος, κανονική άδικα απουσίας με πλήρεις αποδοχές είκοσι τέσσερις (24) εργάσιμες ημέρες και αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες, χωρίς να υπολογίζεται σ’ αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν, απασχολείται λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.

Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του βασικού χρόνου των δώδεκα μηνών και μέχρι είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες κα για μισθωτούς με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας μέχρι είκοσι δύο (2) εργάσιμες ημέρες» .

2. Οι διατάξεις, που ισχύουν για τη χορήγηση κανονικής άδειας απουσίας σε μόνιμους δημόσιους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους που υπηρετούν σε υπηρεσίες παραμεθόριων περιοχών, εφαρμόζονται και στα κατά το άρθρο 9 του ν. 993/ 1979 και το άρθρο 258 του ν. 1188/1981, όπως ισχύουν μετά το ν. 1476/1984, προσωπικό.

3. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 24 του V. 993/1979 αντικαθίσταται ως εξής:

«2 σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας επιτρέπουν, μπορεί να χορηγείται στο προσωπικό ταυ παρόντος Κεφαλαίου, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, άδεια απουσίας άνευ αποδοχών μέχρι έντεκα (11) ή δεκατρείς  (13) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος, εφόσον εφαρμόζεται ή μη σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας αντίστοιχα».

4. Τα ειδικά τυπικά προσόντα πρόσληψης του κατά το άρθρο 51 του ν. 993/1979 και το άρθρα 301 τον ν. 1188/ 1981 προσωπικού, όπου δεν προβλέπονται, καθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού  Προεδρίας της Κυβέρνησης και του οικείου υπουργού. Με όμοιες υπουργικές αποφάσεις τα ειδικά τυπικά προσόντα μπορεί να τροποποιούνται.

5. H αληθινή έννοια της περίπτωσης 6  της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 είναι ότι σ’ αυτή περιλαμβάνονται και οι οργανισμοί τοπικής  αυτοδιοίκησης.

Άρθρο 20

1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, επιτρέπεται η σύσταση επτά (7) θέσεων ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου στη μόνιμη ελληνική αντιπροσωπεία στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως στο Παρίσι. Με το ίδιο διάταγμα ρυθμίζονται η διάρθρωση των θέσεων αυτών, τα προσόντα που απαιτούνται γι` αυτές και για τις θέσεις του μόνιμου και αναπληρωτή αντιπροσώπου τα θέματα λειτουργίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια της εν λόγω μόνιμης ελληνικής αντιπροσωπείας.

2. Οι θέσεις των ειδικών συμβούλων, των γραμματέων του τεχνικού και του οικονομικού υπαλλήλου, που προβλέπονται στο άρθρο 3 του π.δ. 1202/ 1980, καταργούνται μετά την αυτοδίκαιη κατάταξη του προσωπικού που τις κατέχει στις συνιστώμενες θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, με βαθμό συμβούλου ή γραμματέα πρεσβείας Α` ή Β` ή Γ` τάξεως ή διοικητικού γραμματέα Γ ή Δ` τάξεως.

3. To σύνολο των θέσεων στη μόνιμη ελληνική αντιπροσωπεία στον Ο.Ο.Σ.Α. δε θα υπερβαίνει το συνολικό αριθμό θέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 3 του π.δ. 1202/1980.

Άρθρο 21
Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 6 του ν. 506/1976 “Περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών της Γενικής Γραμματείας τύπου και πληροφοριών” αντικαθίσταται ως εξής:

2. Το μόνιμο και με θητεία προσωπικό πλην των δακτυλογράφων και κλητήρων καθώς και οι προϊστάμενοι με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου των γραφείων τύπου εξωτερικού δικαιούνται το ειδικό επίδομα αλλοδαπής της χώρας στην οποία υπηρετούν που χορηγείται κάθε φορά στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου του Υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετούν στο εξωτερικό. Για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου η αντιστοιχία των βαθμών των υπαλλήλων των γραφείων τύπου εξωτερικού προς τους βαθμούς των υπαλλήλων του διπλωματικού κλάδου του Υπουργείου Εξωτερικών καθορίζεται “με κοινή απόφαση των Υπουργών Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών.

3. Για τις δακτυλογράφους, τους κλητήρες και το λοιπό προσωπικό με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, που υπηρετεί στα γραφεία τύπου εξωτερικού με οποιοδήποτε τρόπο, το επίδομα αλλοδαπής καθορίζεται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας κατά περίπτωση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 1 παρ. 49 του Ν. 2412/1996 (Α` 123).

Άρθρο 22
1. Κυρώνεται και αποκτά ισχύ νόμου από τότε που ίσχυσε η απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης αριθ. Γ.Υ. 1638/14.11.1988 (ΦΕΚ 687/ 15.11.1985 Β`), που έχει ως εξής:

“ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Αθήνα 14 Νοεμβρίου 1985 Αριθ. πρωτ. : Γ.Υ. 1638

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης

Έχοντας υπόψη τις διατάξεις του ν. 1388/1983 “Ίδρυση Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης” (ΦΕΚ 113).

Αποφασίζουμε:

1. Το προτελευταίο εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 17 του ν. 1388/1983 αντικαθίσταται ως εξής : ” Θεωρούνται ως επιτυχόντες κατά σειρά επιτυχίας διπλάσιοι του προκαθορισμένου αριθμού εισακτέων στη Σχολή, εφόσον έχουν πάρει τη βάση της βαθμολογίας”.

2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 17 του ν. 1388/1983 αντικαθίσταται ως εξής:

” 5. Η βαθμολογική κλίμακα των εισιτηρίων εξετάσεων για όλες τις δοκιμασίες (προκαταρκτικό και τελικό στάδιο) αρχίζει από τον αριθμό ένα και τελειώνει στον αριθμό πενήντα, με βάση, για μεν το μέσο όρο τον αριθμό είκοσι πέντε, για δε το κάθε μάθημα χωριστά τον αριθμό δεκαπέντε”.

3. Το εδάφιο β` της παρ. 6 του άρθρου 18 του ν.1388/1983 αντικαθίσταται ως εξής: ” β. Ως επόμενοι ορίζονται οι πρώτοι κατά σειρά επιτυχίας μετά τον αριθμό εισακτέων, εφόσον έχουν πάρει τη βάση της βαθμολογίας”.

4. Από το άρθρο 16 παρ. 2 του ν. 1388/1983 αντικαθίσταται η φράση ” τους εκπροσώπους των κατά τον Κανονισμό της βουλής των κομμάτων” με τη φράση “τους εκπροσώπους των κομμάτων της Βουλής που κατήλθαν αυτοτελώς στις εκλογές της 2.6.1985 και εξέλεξαν έστω και ένα βουλευτή”.

5. Η παραπάνω απόφαση να κυρωθεί με νόμο.”

2. Η εφαρμογή της παραγράφου 1 της κυρούμενης απόφασης καταλαμβάνει και τον πρώτο εισαγωγικό διαγωνισμό Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης.

3. Η παράγραφος 4 της κυρούμενης απόφασης ισχύει από της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού.

4. Κυρώνεται και αποκτά ισχύ νόμου από τότε που ίσχυσε η απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης αριθ. ΔΙΔΚ/Φ 543/22/13502/18.11.1985 (ΦΕΚ 740/9.12.85, τ. Β`), που έχει ως εξής:

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ

Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 1985

Αριθ. πρωτ. ΔΙΔΚ/Φ.543/22/13502

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης Έχοντας υπόψη:

α) Τις διατάξεις του ν.1388/1983 ” Ίδρυση Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης” σύμφωνα με τις οποίες η αρμοδιότητα του καθορισμού των προγραμμάτων επιμόρφωσης δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών ανήκει στο Ε.Κ.Δ.Δ.

β) Τις διατάξεις του ν. 232/1975 ” περί επιμορφώσεως δημοσίων υπαλλήλων”, από τις οποίες προβλέπεται η χρηματοδότηση των προγραμμάτων επιμόρφωσης από το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης.

Αποφασίζουμε:

1. Ορίζουμε ότι το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης θα εξακολουθεί και μετά τη δημοσίευση του ν. 1388/1983 να εγκρίνει τα ειδικά προγράμματα επιμόρφωσης των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών και υπαλλήλων ν.π.δ.δ. και ο.τ.α. μέχρι τις 31.3.1986. Η πληρωμή των κάθε είδους δαπανών και αποζημιώσεων θα βαρύνει τις πιστώσεις του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης.

2. Εκτός από τα προγράμματα της παρ.1 το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης εξακολουθεί να εγκρίνει και να χρηματοδοτήσει προγράμματα χορήγησης υποτροφιών για επιμόρφωση δημοσίων υπαλλήλων στην αλλοδαπή σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 232/1975.

3. Η απόφαση αυτή, η οποία ισχύει από τη δημοσίευση του ν.1388/1983, να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.

Άρθρο 23
Ρυθμίσεις θεμάτων του Εθνικού Κέντρου Δημοσίας Διοίκησης.
Τροποποιούνται ή συμπληρώνονται οι ακόλουθες διατάξεις του ν. 1388/ 1983 ” Ίδρυση Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης”.

α) Στο άρθρο 3 προστίθεται η εξής παράγραφος:

” 3. Με αποφάσεις του Δ.Σ., που εγκρίνονται από τον Υπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να καταργούνται ή ανασυγκροτούνται τα συλλογικά όργανα (συμβούλια και επιτροπές), που λειτουργούν στα πλαίσια του Ε.Κ.Δ.Δ., εκτός από το ίδιο το Δ.Σ. και να ανακαθορίζονται οι αρμοδιότητές τους. Με όμοιες αποφάσεις, οι οποίες προσυπογράφονται από τον Υπουργό Οικονομικών, μπορεί να συνιστώνται νέα συλλογικά όργανα για την υποστήριξη του Ε.Κ.Δ.Δ. να προσδιορίζεται η συγκρότηση και η σύνθεσή τους και να καθορίζονται οι αρμοδιότητές τους. Τόσο για τα συλλογικά όργανα που λειτουργούν ήδη στο Ε.Κ.Δ.Δ. όσο και για εκείνα που ενδέχεται να συσταθούν κατά το προηγούμενο εδάφιο, μπορεί να ορίζεται με τις αποφάσεις αυτές μειωμένη απαρτία για τη λειτουργία τους μέχρι το ένα τρίτο (1/3) του αριθμού των μελών τους”.

β) Στην παρ.3 του άρθρου 8 προστίθεται το εξής εδάφιο: ” Ειδικά, το διδακτικό προσωπικό για το Τμήμα Διοικητικής Δικαιοσύνης, αποτελούμενο κατά πλειοψηφία από δικαστές, ορίζεται με απόφαση της επιτροπής της παρ.9 του άρθρου 21 νόμου αυτού “.

γ) Στο άρθρο 11 προστίθεται η εξής παράγραφος:

” 3. Ειδικά η πλήρωση της θέσης του υπευθύνου του Τμήματος Διοικητικής Δικαιοσύνης, ο οποίος πρέπει απαραίτητα να είναι ανώτερος ή ανώτατος δικαστικός λειτουργός, ενεργείται με απόφαση της επιτροπής της παρ.9 του άρθρου 21 του νόμου αυτού κατά έναν από τους προβλεπόμενους στην προηγούμενη παράγραφο τόπους”.

δ) Αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παρ.7 του άρθρου 14, ως εξής:

” Η μεταβολή ισχύει από τη δημοσίευση της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν με την απόφαση αυτή ορίζεται προγενέστερος χρόνος, ώστε να καταλαμβάνεται και η εκπαιδευτική σειρά που άρχισε ή επόμενος, ο οποίος μπορεί να φθάνει μέχρι και τη μεθεπόμενη εκπαιδευτική σειρά”.

ε) Στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 προστίθεται το εξής εδάφιο:

” Ειδικά όσοι επιθυμούν να ενταχθούν στο Τμήμα Διοίκησης εξετάζονται γραπτά και προφορικά σε ύλη από το δίκαιο, κυρίως το δημόσιο, από τριμελή επιτροπή που αποτελείται από έναν αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας και ένα σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οριζόμενους από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου αντίστοιχα. Η εξεταστέα ύλη προσδιορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από πρόταση της επιτροπής της παρ.9 του άρθρου 21 του νόμου αυτού. Μόνον όσοι εξασφαλίσουν τη βάση στην εξέταση αυτή, καθώς επίσης και στην εξέταση (προκαταρκτικό στάδιο και τελική εξέταση) για την εισαγωγή στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης ( Ε.Σ.Δ.Δ.), μπορούν να ενταχθούν στο Τμήμα Διοικητικής Δικαιοσύνης, με σειρά επιτυχίας που προσδιορίζεται αποκλειστικά από τη βαθμολογία της ειδικής αυτής εξέτασης. Όσοι επιτύχουν στην εξέταση αυτή προχωρούν στην τελική εξέταση ανεξάρτητα από τον περιορισμό του διπλασίου από τον προκαθορισμένο αριθμό. Όσοι δεν επιτύχουν σε κάποιο άλλο τμήμα, όπως και οι λοιποί υποψήφιοι”.

στ) Αντικαθίσταται η παρ.6 του άρθρου 17 ως εξής:

” 6. Με απόφαση του Δ.Σ. του Κέντρου, που εγκρίνεται από τον Υπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης, μπορεί να μεταβάλλονται τα εξεταζόμενα μαθήματα, ο τόπος και η διαδικασία διεξαγωγής του διαγωνισμού, να προσδιορίζεται λεπτομερέστερα η εξεταστέα ύλη και να καθορίζονται συντελεστές για κάθε δοκιμασία”.

ζ) Η παράγραφος 9 του άρθρου 21 αντικαθίσταται ως εξής:

” 9. Ειδικά για το Τμήμα Διοικητικής Δικαιοσύνης το πρόγραμμα σπουδών της δεύτερης και της τρίτης φάσης καταρτίζεται από επιτροπή, που αποτελείται από τρεις συμβούλους της Επικράτειας και τρεις συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπό την προεδρία ενός αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας οριζόμενους από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, και τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου αντίστοιχα”.

η) Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 22 αντικαθίσταται ως εξής:

” Ειδικά για όσους εξέρχονται επιτυχώς, από το Τμήμα Διοικητικής Δικαιοσύνης, πριν το διορισμό, προηγείται γραπτή και προφορική εξέταση από επιτροπή αποτελούμενη από ανώτατους ή ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς, κατά τα ειδικότερα με προεδρικό διάταγμα οριζόμενα. Ο τελικός βαθμός κατά την εξέταση αυτή πρέπει τουλάχιστο να είναι ίσος με τη βάση, προστίθεται στον τελικό βαθμό επίδοσης στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (Ε.Σ.Δ.Δ),το δε άθροισμα συνιστά την οριστική σειρά επιτυχίας των διοριστέων, με βάση την οποία γίνεται η κατανομή στις θέσεις που επιλέγουν. Όσοι δεν συγκεντρώσουν τη βάση, κατά την τελική εξέταση, διορίζονται σε θέσεις διοικητικών στελεχών, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ., με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού”.

θ) Η παράγραφος 4 του άρθρου 25 αντικαθίσταται και προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:

” 4. Οι υπηρεσιακές μονάδες επιμόρφωσης των υπουργείων, ν.π.δ.δ. και ο.τ.α. μπορούν να εισηγούνται στο Ι.Δ.Ε. προγράμματα επιμόρφωσης που εξυπηρετούν ειδικές ανάγκες τους. Τα προγράμματα αυτά πραγματοποιούνται από το Ι.Δ.Ε. ή τις υπηρεσιακές μονάδες των παραπάνω φορέων, σύμφωνα με την απόφαση του Δ.Σ. για την έγκριση του οικείου προγράμματος, εντασσόμενα στον ετήσιο προγραμματισμό και προϋπολογισμό του Ε.Κ.Δ.Δ.

5. Το Ινστιτούτο μπορεί να συνεργάζεται και να οργανώνει προγράμματα με άλλους εκπαιδευτικούς φορείς ημεδαπής και αλλοδαπής. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών που εκδίδεται μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου, καθορίζονται ο τρόπος και οι όροι πραγματοποίησης και αποζημίωσης των προγραμμάτων αυτών”.

ι) Στο άρθρο 26 προστίθενται παράγραφοι 4, 5, 6, και 7 που έχουν ως εξής:

” 4. Στους υπάλληλους που συμμετέχουν στα προγράμματα Ι.Δ.Ε. και μετακινούνται για το σκοπό αυτόν εκτός έδρας εξασφαλίζεται η διανυκτέρευση και διατροφή ή καταβάλλεται αντίστοιχη ειδική αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή και ο τρόπος που καταβάλλεται ορίζεται με πράξη του Δ.Σ. του Ε.Κ.Δ.Δ. που εγκρίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών.

5. Οι υπάλληλοι, οι οποίοι μετακινούνται εκτός της έδρας της υπηρεσίας τους για να παρακολουθήσουν τα παραπάνω προγράμματα, δικαιούνται πέραν του μισθού τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις τα έξοδα αποζημίωσης και επιστροφής καθώς και ημερήσια εκτός έδρας αποζημίωση μέχρι τέσσερις (4) ημέρες. Οι σχετικές πιστώσεις για τις εκτός έδρας μετακινήσεις και την ημερήσια εκτός έδρας αποζημίωση εγγράφονται στον προϋπολογισμό του υπουργείου ή ν.π.δ.δ. στο οποίο ανήκουν οι μετεκπαιδευόμενοι υπάλληλοι.

6. Προκειμένου να πραγματοποιηθούν τα προγράμματα του ινστιτούτου εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης οι απαιτούμενες πιστώσεις για την αντιμετώπιση κάθε αναγκαίας δαπάνης, όπως ιδίως η καταβολή της αποζημίωσης της παρ.4 του άρθρου αυτού, η αμοιβή του διδακτικού προσωπικού, η αποζημίωση των μελών ομάδων εργασίας του άρθρου 27 παρ.4, η αμοιβή διερμηνέων και μεταφραστών, καθώς και η προμήθεια του απαραίτητου αναλωσίμου και μη υλικού. 7. Στον προϋπολογισμό του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.) μπορεί να μεταβιβάζονται πιστώσεις από άλλα υπουργεία για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών”.

Άρθρο 24
Διϋπουργικοί κλάδοι.

1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και των οικείων κατά περίπτωση υπουργών, επιτρέπεται κλάδοι της ιδίας κατηγορίας και ειδικότητας περισσοτέρων υπουργείων να συγχωνεύονται σε ενιαίο διϋπουργικό κλάδο ή θέσεις της ίδιας κατηγορίας διαφόρων κλάδων υπουργείων να συγκροτούν διυπουργικό κλάδο ειδικότητας.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.10 άρθρ.21 Ν.2085/1992.

2. Με τα ίδια προεδρικά διατάγματα καθορίζονται η διάρθρωση των θέσεων, τα προσόντα διορισμού στον εισαγωγικό βαθμό, η κατά την πρώτη εφαρμογή στελέχωση κλάδου, ο αρμόδιος για τη διοίκηση του διϋπουργικού κλάδου υπουργός, τα θέματα επικουρικής ασφάλισης και κάθε άλλο συναφές με την οργάνωση και λειτουργία του κλάδου θέμα. Η πλήρωση κενών θέσεων των διϋπουργικών κλάδων μπορεί να γίνεται και με μετάταξη από μόνιμους υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών που έχουν προσόντα διορισμού. Με τα διατάγματα της παραγράφου αυτής καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία της μετάταξης. Όταν με τα π.δ. της παραγράφου αυτής ρυθμίζονται θέματα επικουρικής ασφάλισης, συμπράττει και ο Υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.10 άρθρ.21 Ν.2085/1992.

3. Για διϋπουργικούς κλάδους της ίδιας ή διαφορετικών ειδικοτήτων ανεξάρτητα κατηγορίας μπορεί να συνίσταται ένα υπηρεσιακό συμβούλιο. Τα εξ υπαλλήλων μέλη της παρ.1 του άρθρου 14 του νόμου αυτού προέρχονται από υπαλλήλους των κλάδων τους οποίους εξυπηρετεί το υπηρεσιακό συμβούλιο. Το υπηρεσιακό συμβούλιο, πέρα από τις αρμοδιότητες που ορίζουν οι κείμενες διατάξεις, παρακολουθεί και εισηγείται στον αρμόδιο υπουργό σχετικά με την κατανομή των θέσεων στις υπηρεσίες που εξυπηρετούνται από τους υπαλλήλους των διϋπουργικών κλάδων, την εκπαίδευση και κάθε άλλο θέμα που έχει σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.10 άρθρ.21 Ν.2085/1992.

4. Η κατανομή των θέσεων διϋπουργικών κλάδων στις υπηρεσίες που εξυπηρετούνται απ` αυτούς γίνεται με κοινή απόφαση των οικείων υπουργών. Οι πιστώσεις για τις δαπάνες του προσωπικού των διϋπουργικών κλάδων εγγράφονται στους προϋπολογισμούς δαπανών των υπηρεσιών, ανάλογα με τη κατανομή των θέσεων.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.10 άρθρ.21 Ν.2085/1992.

5. Με όμοια κατά την παρ.1 προεδρικά διατάγματα επιτρέπεται η συγκρότηση νομαρχιακών διϋπουργικών κλάδων από θέσεις κλάδων των υπουργείων τις ίδιας κατηγορίας και ειδικότητας, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων. Οι αρμοδιότητες των υπουργών, που προβλέπουν οι κείμενες διατάξεις, στα θέματα καταστάσεως προσωπικού ασκούνται από τους νομάρχες.

6. Υπάλληλοι νομαρχιακών διϋπουργικών κλάδων επιτρέπεται να μετατάσσονται με αίτηση τους σε αντίστοιχες ειδικότητας κλάδους της αυτής κατηγορίας άλλης νομαρχίας ή υπουργείου , με απόφαση του υπουργού ή νομάρχη στην υπηρεσία του οποίου μετατάσσονται, μετά από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της ιδίας υπηρεσίας.

7. Μετάταξη υπαλλήλων νομαρχιακών διϋπουργικών κλάδων σε κλάδο άλλης κατηγορίας της ίδιας ή άλλης νομαρχίας ή υπουργείου επιτρέπεται με τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 155 του Υπαλληλικού Κώδικα.

8. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, ορίζονται κατά κλάδους και ειδικότητες τα προσόντα διορισμού σε θέσεις των δημόσιων υπηρεσιών και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Με τα ίδια προεδρικά διατάγματα καθορίζονται θέματα κατάταξης θέσεων σε κλάδους, τα καθήκοντα κάθε κλάδου ή ειδικότητας και κάθε άλλο συναφές με τη διάρθρωση των κλάδων θέμα. Με τους οργανισμούς ή με κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γίνεται η προσαρμογή των κλάδων της οικείας κατά περίπτωση υπηρεσίας προς το περιεχόμενο των διαταγμάτων του προηγούμενου εδαφίου και ορίζονται τα προσόντα διορισμού και τα καθήκοντα των κλάδων και ειδικοτήτων που δεν καλύπτονται από τα διατάγματα αυτά. Με τις πράξεις αυτές επιτρέπεται να συγχωνεύονται, καταργούνται, διαχωρίζονται, μετονομάζονται και ανακατανέμονται οι θέσεις κλάδων και ειδικοτήτων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 5 του Ν. Ν. 1735/1987 (Α 195).

Άρθρο 25
Μετάταξη ή απόσπαση υπαλλήλων στο Υπουργείο Οικονομικών

1. Με σκοπό την ενίσχυση των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών με προσωπικό για την αποτελεσματικότερη σύλληψη και πάταξη της φοροδιαφυγής και την ταχύτερη είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου, συνιστώνται στο Υπουργείο Οικονομικών χίλιες πεντακόσιες θέσεις, που με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών κατανέμονται στους Κλάδους ΑΤ1 Εφοριακών, ΑΤ1 Δημοσιονομικού, ΑΤ2 Ελεγκτικού ΜΕ1 Εφοριών, ME3 Ελεγκτικού του ίδιου Υπουργείου.

2. Η πλήρωση των κατά την προηγούμενη παράγραφο συνιστωμένων θέσεων, μετά την κατανομή τους στους κατά την ίδια παράγραφο κλάδους, γίνεται με μετάταξη υπαλλήλων από υπηρεσίες του δημοσίου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται με την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 τ.Α`) που έχουν συνολική υπηρεσία άνω των δυο ετών και μέχρι δεκαπέντε ετών και τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 των άρθρων 35 και 41 και των παραγράφων 5, 3, 3, και 2 των άρθρων 202, 203, 205 και αντίστοιχα, του προεδρικού διατάγματος 636/1977 ” Περί διαρθρώσεων του Υπουργείου Οικονομικών και Οργανισμού των υπηρεσιών αυτού”. (ΦΕΚ 209/1977 τ., Α`).

3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο μετάταξη πραγματοποιείται με αποφάσεις των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμοδίου, που εκδίδονται μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου που υποβάλλεται στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών και σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομικών που δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Η μετάταξη γίνεται, προκειμένου για υπαλλήλους του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των ο.τ.α. με το βαθμό τον οποίο έχει ο μετατασσόμενος στον κλάδο από τον οποίο μετατάσσεται. Προκειμένου για υπαλλήλους των λοιπών φορέων του δημοσίου τομέα, η μετάταξη γίνεται σε βαθμό ανάλογο με το συνολικό χρόνο υπηρεσίας, που έχει διανυθεί στο φορέα από τον οποίο γίνεται η μετάταξη, με τα τυπικά όμως προσόντα της θέσης του κλάδου στον οποίο γίνεται η μετάταξη.

5. Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους μετατασσόμενοι υπάλληλοι τοποθετούνται με την περί μετατάξεως απόφαση σε υπηρεσίες της προτίμησής τους, εφόσον οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν, διατηρούν τις κάθε φύσης αποδοχές των υπαλλήλων των υπηρεσιών στις οποίες μετατάσσονται και με δήλωσή τους επιλέγουν τον ασφαλιστικό τους φορέα. Η τοποθέτηση των υπαλλήλων γίνεται με δαπάνη του Δημοσίου.

6. Κατά τη διαδικασία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλων από υπηρεσίες του κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού δημοσίου τομέα στις οικονομικές εφορίες, τα δημόσια ταμεία και τις υπηρεσίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών, για μια διετία, που μπορεί κατά την ίδια διαδικασία να παραταθεί για ένα ακόμα χρόνο ή να ανακληθεί οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο. Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση που ο αποσπασμένος υπάλληλος κατέχει οργανικά. Κατά τη διάρκεια της απόσπασης ο υπάλληλος έχει γενικά όλα τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις αρμοδιότητες που απορρέουν από τη θέση στην οποία αποσπάται.

7. Στους αποσπασμένους καταβάλλεται το σύνολο των αποδοχών της θέσης από την οποία αποσπώνται. Σε περίπτωση που οι αποδοχές αυτές είναι μικρότερες από το σύνολο των αποδοχών της θέσης στην οποία αποσπώνται, καταβάλλεται στους αποσπώμενους η επιπλέον διαφορά. Η μισθοδοσία του αποσπώμενου υπαλλήλου βαρύνει τον προϋπολογισμό της υπηρεσίας από την οποία αποσπάσθηκε, μόνο δε στην περίπτωση του προηγουμένου εδαφίου βαρύνεται ο προϋπολογισμός του Υπουργείου Οικονομικών για την επιπλέον καταβλητέα διαφορά.

8. Με απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών ρυθμίζονται οι διαδικασίες και γενικά κάθε θέμα που αφορά την εφαρμογή και υλοποίηση του παρόντος άρθρου. Με όμοια απόφαση ανακατανέμονται οι ανωτέρω συνιστώμενες θέσεις, ανάλογα με τις υφιστάμενες κάθε φορά ανάγκες.

9. Αρμόδιος υπουργός προκειμένου για υπαλλήλους νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα είναι ο εποπτεύων αυτό.

Άρθρο 26
Όσοι πέτυχαν σε διαγωνισμούς για το διορισμό τους σε θέση προσωπική ΑΤ ή με ΜΕ με πρώτο εισαγωγικό βαθμό του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που έχουν διενεργηθεί προ της ισχύος του ν. 1320/1983 και δεν προσελήφθησαν γιατί θεωρήθηκαν μη νομιμόφρονες, διορίζονται από την ισχύ του παρόντος σε ισάριθμες θέσεις της υπηρεσίας που είχε προκηρύξει το διαγωνισμό στον οποίο πέτυχαν, εφόσον κατά το χρόνο του διαγωνισμού είχαν τα νόμιμα όρια ηλικίας.

Άρθρο 27
Στο άρθρο 1 του ν.δ. 110/1974 προστίθεται παράγραφος, όπως παρακάτω:

” Οι μισθωτοί της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.δ. 110/1974 των οποίων η σύμβαση εργασίας ή η σχέση εργασία λύθηκε πριν από την 21η Απριλίου 1967 έως 23 Ιουλίου 1974 και επιπρόσθετα οι μισθωτοί αυτοί διώχθηκαν για πολιτικούς λόγους από το δικτατορικό καθεστώς και παρέμειναν στη φυλακή και τη εξορία συνολικά επτά χρόνια στη χρονική διάρκεια της δικτατορίας, εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος”.

Άρθρο 28
Για τους επανελθόντες με το άρθρο 1 παρ.2 του ν.193/1975 “περί επαναφοράς εις την υπηρεσία απολυθέντων εκτάκτων επί θητεία ή επί σχέσει εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών του Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων” στην υπηρεσία υπαλλήλους που φυλακίστηκαν, κρατήθηκαν ή εξορίστηκαν για λόγους αντίθεσης στο δικτατορικό καθεστώς κατά το χρονικό διάστημα από 21.4.1967 έως 23.7.1974 και μονιμοποιηθέντες με το ν. 765/1978, το Δημόσιο αναλαμβάνει την εξαγορά των ασφαλιστικών τους ταμείων από την πρόσληψή τους μέχρι τη μονιμοποίηση τους.

Άρθρο 29
Καταργούμενες διατάξεις.
Καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 51, 62, 63, 64, 65, 155, παράγραφοι 1α και 2, 159, παράγραφοι 1α, 2 και 3, 161, 162, παράγραφοι 1, 163, 164, 165, 166, 167, 168, 169, 170, 171, 172, 173, παράγραφος 3, 174, 175 παράγραφος 2, 180 παράγραφοι 4, 5, 6, 7, και 9 εδάφιο δεύτερο, 183, 196, και 197 του υπαλληλικού κώδικα (π.δ. 611/1977), του άρθρου 13 παράγραφος 6 του ν. 1400/1983, των άρθρων 30, 40, έως και 85, 129, 135, παρ.1 εδαφ. α και παρ.3, 136 περίπτωση α, 138, 139 παρ. 3, 6, και 7, 140 έως και 143, 149 και 160 του ν. 1188/1981 των άρθρων 83, 91 και 92, του ν.δ. 1025/1971 των άρθρων 5 παράγραφος 2, 22, 25, 26, 27, 28, 29, παρ.2 και 3, 30, παράγραφος 1 και 31 του ν.294/1976, των άρθρων 10 παράγραφος 1 εδαφ.α 11 παρ.1,2,3 και 5 και 12 του ν.724/1977 καθως και κάθε γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από το νόμο αυτόν.

Άρθρο 30
Έναρξη ισχύος.
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 9, 10, 11 παράγραφοι 2 και 4 έως 9, 12, 13, και 14, των οποίων η ισχύς ορίζεται ως εξής:

α) Για τα υπουργεία, το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, τον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, τον Οργανισμό Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού, τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, Οργανισμό Εργατικής Εστίας, τον Οργανισμό Βάμβακος, το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων, τα επιμελητήρια που εδρεύουν στο νομό Αττικής και τους δήμους άνω των 100.000 κατοίκων, από την έκδοση του οργανισμού τους.

β) Για τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους λοιπούς οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, από την έκδοση του οργανισμού τους και πάντως από “1 Ιανουαρίου 1988”, εφόσον μέχρι τότε δεν έχει εκδοθεί ο οργανισμός τους.

γ) Για τα υπουργεία, τα ν.π.δ.δ. και τους ο.τ.α. της περίπτωσης α εφόσον δεν έχει εκδοθεί ο οργανισμός τους μέχρι “1 Ιανουαρίου 1988”, ισχύουν από την ημερομηνία αυτή, αλλά δεν καταβάλλεται το επίδομα του άρθρου 12 μέχρι να εκδοθεί ο οργανισμός τους.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 26 Μαρτίου1986

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤ. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 22 Απριλίου 1986

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΓΚΑΚΗΣ