Νόμος 1649 ΦΕΚ Α΄149/3.10.1986
Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα των Δικηγόρων και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο 1
1. Μετά το άρθρο 63Α του Κώδικα των Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), που προστέθηκε με τη διάταξη του άρθρου 16 του ν.δ. 1366/1983, προστίθεται άρθρο 63Β που έχει ως εξής:
” Άρθρο 638.
1. Δικηγόροι που ως άμεσα ασφαλισμένοι λαμβάνουν από το Δημόσιο ή οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό σύνταξη, κύρια ή επικουρική, βοήθημα Ταμείου Αρωγής, μέρισμα μετοχικού Ταμείου ή οποιαδήποτε άλλη τακτική παροχή, που το άθροισμά τους υπερβαίνει την καταβαλλόμενη κατά μήνα κατά τη δημοσίευσή του νόμου αυτού σύνταξη δικηγόρου με σαράντα συντάξιμα χρόνια από το Ταμείο Νομικών και τον κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης, οφείλουν, με δήλωσή τους, μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, να επιλέξουν την άσκηση της δικηγορίας ή την απόληψη των παροχών αυτών. Σε περίπτωση που θα επιλέξουν την άσκηση της δικηγορίας αναστέλλεται η καταβολή σ` αυτούς της σύνταξης και κάθε άλλης παροχής. Ειδικός νόμος θα ρυθμίσει την τύχη της σύνταξης και κάθε άλλης παροχής των οποίων η καταβολή αναστέλλεται.
2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται:
α) Στους δικηγόρους που λαμβάνουν σύνταξη αναπηρίας ή θύματος πολέμου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι τυφλοί οι αναφερόμενοι στο ν. 612/1977.
β) Στους συνταξιούχους που είναι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης ή πολεμιστές της γραμμής των προ του πολέμου 1940-1941 και σ` εκείνους που λαμβάνουν ή επαύξησαν σύνταξη λόγω αποκατάστασής τους σε θέσεις του δημόσιου τομέα, από τις οποίες είχαν απολυθεί ή εξαναγκασθεί σε παραίτηση κατά την 21.4.1967 έως 24.7.1974 περίοδο της δικτατορίας.
γ) Στους δικηγόρους που λαμβάνουν σύνταξη ή άλλη παροχή για υπηρεσίες που πρόσφεραν ή καθήκοντα που άσκησαν και δεν ήταν, κατά το χρόνο παροχής ή άσκησή τους ασυμβίβαστα με το λειτούργημα του δικηγόρου, ανεξάρτητα αν οι υπηρεσίες αυτές παρασχέθηκαν ή τα καθήκοντα ασκήθηκαν πριν ή μετά το διορισμό τους ως δικηγόρων. Στην εξαίρεση του εδαφίου αυτού δεν περιλαμβάνονται οι δικηγόροι των οποίων το ασυμβίβαστο έχει αρθεί με τα άρθρα 5 και 7 του ν.δ. 410/ 1974, όπως αυτά αντικαστάθηκαν με τα άρθρα 1 και 2 του ν.δ. 484/1974.
δ) Στους πολύτεκνους.
ε) Στις χήρες με ένα τουλάχιστον ανήλικο παιδί και μέχρι την ενηλικίωσή του.
Σημ.: όπως η περ. ε`προστέθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 1653/1986 (Α 173).
3. Η δήλωση επιλογής της παραγράφου 1 κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στο Δικηγορικό Σύλλογο, του οποίου ο δικηγόρος είναι μέλος και στους φορείς που οφείλουν τη σύνταξη ή τις άλλες παροχές. Αν ο υπόχρεος επιλέξει τη σύνταξη, θεωρείται ότι παραιτήθηκε από το δικηγορικό λειτούργημα από την επομένη της κοινοποιήσεως της δηλώσεως αυτής στο Δικηγορικό Σύλλογο.
4. Αν δεν κοινοποιηθεί εμπρόθεσμα δήλωση επιλογής, ο υπόχρεος σε δήλωση επιλογής διαγράφεται υποχρεωτικά από τα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει, ύστερα από απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου. Τα αποτελέσματα της διαγραφής επέρχονται από την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, ο δικηγόρος που με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο διαγράφηκε από τα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου δικαιούται στην απόληψη της σύνταξης και των άλλων παροχών από τον οφειλέτη ασφαλιστικό φορέα. Η απόληψη αρχίζει από την ημέρα που θα υποβάλει στον οικείο ασφαλιστικό φορέα του βεβαίωση του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει ότι διαγράφηκε από τα μητρώα του Συλλόγου.
6. Οι κείμενες διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκηση της δικηγορίας από τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς της τακτικής και της στρατιωτικής δικαιοσύνης εξακολουθούν να ισχύουν”.
2. Η παρ. 2 του άρθρου 47 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Δύο ή περισσότεροι δικηγόροι μπορούν να συγκροτούν εταιρεία μη κεφαλαιουχική με σκοπό την από κοινού παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων του Κράτους, καθορίζεται η μορφή της εταιρείας, οι προϋποθέσεις σύστασής της και τυχόν απόκτησης νομικής προσωπικότητας, ο τύπος και το περιεχόμενο του καταστατικού της, το τυχόν εταιρικό κεφάλαιο, ο τρόπος διοίκησης, διαχείρισης, λύσης και εκκαθάρισης της εταιρείας, καθώς και κάθε λεπτομέρεια που ανάγεται στη λειτουργία της”.
3. Στην έδρα του Πρωτοδικείου Κιλκίς συνιστάται Δικηγορικός Σύλλογος με την επωνυμία “ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΙΛΚΙΣ”. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης θα προκηρυχθούν αρχαιρεσίες για την ανάδειξη Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου και θα καθορισθεί κάθε λεπτομέρεια γι` αυτό το θέμα. Η διοίκηση του Συλλόγου θα ασκείται προσωρινά μέχρι τις αρχαιρεσίες από πενταμελή επιτροπή που θα ορισθεί με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και θα απαρτίζεται από δικηγόρους Θεσσαλονίκης που διατηρούν γραφείο στο Κιλκίς. Δικηγόροι, μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης που διατηρούν γραφείο στο Κιλκίς, δύνανται να μετατεθούν στο Δικηγορικό Σύλλογο Κιλκίς, ανεξάρτητα από το χρόνο δικηγορίας στο Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης. Η αίτηση για τη μετάθεσή τους υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Μέσα στην ίδια προθεσμία μπορούν με αίτησή τους να μεταγραφούν ασκούμενοι δικηγόροι του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης στο Δικηγορικό Σύλλογο Κιλκίς ανεξάρτητα από το χρόνο άσκησής τους, εφόσον ασκούνται σε δικηγόρο που διατηρεί γραφείο στο Κιλκίς. Δικηγόροι διορισμένοι στα Πρωτοδικεία Θεσσαλονίκης και Κιλκίς δύνανται να ασκούν τα καθήκοντά τους και να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις τόσο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης όσο και στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Κιλκίς. Οι διατάξεις της παρ. 2 εδ. α` και παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 196/1975 καταργούνται.
Άρθρο 2
1. Το άρθρο 96 του Κώδικα των Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), όπως ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 96
1. Οι διάδικοι στις ποινικές υποθέσεις ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων κάθε βαθμού δικαιοδοσίας, ο δε κατηγορούμενος και κατά την απολογία του ενώπιον του τακτικού ανακριτή, είναι υποχρεωμένοι, όταν παρίστανται με δικηγόρο ή εκπροσωπούνται από δικηγόρο, να προκαταβάλλουν στο Ταμείο του Δικηγορικού Συλλόγου το οριζόμενο στο νόμο αντίστοιχο ποσό ελάχιστης αμοιβής για την παράσταση δικηγόρου ή και για την σύνταξη υπομνήματος.
2. Οι διάδικοι στις πολιτικές υποθέσεις και ενώπιον τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωμένοι σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας και ενώπιον του εισηγητή και του εντεταλμένου δικαστή να προκαταβάλλουν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο στο Ταμείο του Δικηγορικού Συλλόγου το οριζόμενο στο νόμο αυτόν αντίστοιχο ποσό αμοιβής δικηγόρου για κάθε πράξη της προδικασίας και την παράσταση. Ειδικά για τις αγωγές, ανταγωγές, παρεμβάσεις αιτήσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και αιτήσεις έκδοσης διαταγών πληρωμής, η αμοιβή που προκαταβάλλεται υπολογίζεται κατά το άρθρο 100 παρ. 4.
3. Η υποχρεωτική προείσπραξη που προβλέπεται στις προηγούμενες παραγράφους ισχύει για κάθε νέα συζήτηση σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας και για τις ενδιάμεσες διαδικαστικές πράξεις που ασκούν οι διάδικοι.
4. Η προείσπραξη της αμοιβής που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 δεν είναι υποχρεωτική σε αιτήσεις παράτασης προθεσμιών, σε υποθέσεις που εκδικάζονται με τη διαδικασία ειρηνοδικείου και σε αιτήσεις για έκδοση διαταγής πληρωμής αρμοδιότητας ειρηνοδίκου.
5. Από την υποχρέωση προκαταβολής της δικηγορικής αμοιβής απαλλάσσονται: α) εκείνοι που αναγνωρίζονται ως “πένητες” σύμφωνα με τα άρθρα 194 έως 204 του Κ. Πολ. Δ., β) όσοι εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 175 παρ. 2 και 201 παρ. 6 αυτού του νόμου, γ) το ελληνικό Δημόσιο και δ) οι διάδικοι που αμείβουν το δικηγόρο τους με πάγια αντιμισθία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση προκαταβάλλεται από το διάδικο στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο το κατά την παρ. 8 ποσοστό δικηγορικής αμοιβής. Η συνδρομή των περιπτώσεων β`. γ` και δ` αποδεικνύεται με υπεύθυνη δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου, η οποία περιλαμβάνεται είτε στο έγγραφο που καταθέτει είτε σε χωριστό έγγραφο.
6. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων που επιβάλλουν την προκαταβολή της δικηγορικής αμοιβής δεν επιτρέπεται η παράσταση του δικηγόρου αν δεν κατατεθεί το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, ο δε διάδικος λογίζεται ερήμην δικαζόμενος. Εξ άλλου ο δικηγόρος που υπαίτια παραβίασε τις διατάξεις τιμωρείται πειθαρχικά και υποχρεώνεται να καταβάλει στο Ταμείο του Δικηγορικού Συλλόγου κάθε χρηματικό ποσό που έπρεπε να έχει προεισπραχθεί.
7. Ο Δικηγορικός Σύλλογος παρακρατεί από την αμοιβή που προεισπράττεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%), από το οποίο ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) προορίζεται για την κάλυψη των δαπανών προείσπραξης, ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) αποδίδεται στον “Κλάδο Επικουρικής Ασφαλίσεως” του Ταμείου Νομικών και ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) αποδίδεται στο οικείο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων”.
2. Στον Κώδικα των Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) προστίθεται άρθρο με τον αριθμό 96Α, που έχει ως εξής:
” Άρθρο 96Α.
1. Από τις αμοιβές που προεισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, κάθε Δικηγορικός Σύλλογος έχει δικαίωμα να παρακρατεί, πέρα από τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 8 του προηγούμενου άρθρου, ποσοστό, που θα περιέρχεται, μαζί με τα παρακρατούμενα ποσοστά αμοιβών που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 161 του νόμου αυτού και στα άρθρα 9 και 10 του ν. 1093/1980, σε ιδιαίτερο λογαριασμό για να διανέμονται μεταξύ μελών του Δικηγορικού Συλλόγου. Το ύψος του ποσοστού που θα παρακρατείται, τα κριτήρια συμμετοχής στο διανεμητικό λογαριασμό των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία του λογαριασμού αυτού ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η υπουργική απόφαση εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, που εκφράζεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του και επικυρώνεται από τη Γενική Συνέλευση του Συλλόγου που συγκαλείται ειδικά για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 3 του άρθρου 215 του νόμου αυτού. Η ψηφοφορία μπορεί να διεξάγεται επί μία έως τρεις συνεχείς ημέρες, σύμφωνα με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Η επικύρωση θεωρείται ότι έγινε, αν υπέρ της πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου ψηφίζουν τα 2/3 του συνόλου όσων ψηφοφόρησαν.
2. Στην απόφαση του Υπουργού ή σε ιδιαίτερη απόφασή του, που εκδίδεται κατά την προηγούμενη παράγραφο, είναι δυνατό να ορίζονται τα σχετικά με την παρακράτηση ποσοστών από αμοιβές δικηγόρων που διορίζονται σύμφωνα με το νόμο διαιτητές ή εκκαθαριστές κληρονομιών, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την προκαταβολή των αμοιβών, την περιέλευση του παρακρατούμενου ποσοστού σε ειδικό λογαριασμό και τα κριτήρια της συμμετοχής των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου στη διανομή του προϊόντος.
3. Μετά την αφαίρεση των ποσοστών που προαναφέρονται, το υπόλοιπο ποσό της αμοιβής αποδίδεται στο δικαιούχο δικηγόρο. 4. Η παρακράτηση αμοιβών υπέρ του διανεμητικού λογαριασμού αρχίζει από τη δημοσίευση των, κατά τις παρ. 1 και 2, υπουργικών αποφάσεων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και δεν αφορά τις εκκρεμείς δίκες, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκονται”.
Άρθρο 3
1. Το άρθρο 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 237.
1. Οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν προτάσεις το αργότερο έως την έναρξη της συζήτησης. Μαζί με τις προτάσεις οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν και α) αντίγραφο των προτάσεων ατελώς, επικυρωμένο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου και β) όλα τα αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους.
2. Η κατάθεση γίνεται στον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας, που βεβαιώνει με επισημείωση τη χρονολογία της κατάθεσης των προτάσεων. Κάθε διάδικος δικαιούται, να πάρει ατελώς με δική του δαπάνη αντίγραφα των προτάσεων των αντιδίκων του και των εγγράφων που έχουν προσκομίσει. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί και από το δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, την παρέμβαση ή τις προτάσεις ή από τρίτο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το δικηγόρο αυτόν. Αν ο αντίδικος είναι μόνο ένας, μπορεί να του δοθεί το αντίγραφο των προτάσεων που έχει κατατεθεί.
3. Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις έως τις 12 το μεσημέρι της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά από τη συζήτηση. Ο γραμματέας χρονολογεί την προσθήκη με επισημείωση. Με την προσθήκη νέοι ισχυρισμοί μπορούν να προταθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις.
4. Το αντίγραφο της αγωγής που οφείλει να προσκομίσει ο ενάγων, οι προτάσεις και τα αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα αποτελούν τη δικογραφία. Όπου η συζήτηση γίνεται προφορικά, ο γραμματέας οφείλει να προσκομίσει τη δικογραφία στο ακροατήριο.
5. Μετά την περάτωση της δίκης οι διάδικοι οφείλουν να αναλάβουν όλα τα σχετικά έγγραφά τους. Ο γραμματέας βεβαιώνει στις προτάσεις κάθε διαδίκου ότι ανέλαβε τα έγγραφά του. Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, ο Πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου επιτρέπει στο διάδικο να αναλάβει ορισμένο έγγραφο και πριν από τη περάτωση της δίκης. Αν το έγγραφο αυτό είναι αναγκαίο, η ανάληψη επιτρέπεται μόνο αφού κατατεθεί επικυρωμένο αντίγραφο. Οι προτάσεις παραμένουν στο αρχείο του δικαστηρίου “.
2. Προστίθεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας άρθρο 238 που έχει ως εξής:
” Άρθρο 238
Κατά τη διαδικασία ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου οι διάδικοι πρέπει να καταθέτουν τις προτάσεις, το αντίγραφο των προτάσεων και τα αποδεικτικά μέσα, τουλάχιστον τρεις πλήρεις εργάσιμες ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη μέχρι τις 12 το μεσημέρι της προηγούμενης της συζήτησης εργάσιμης ημέρας. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου”.
3. Το άρθρο 239 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 239.
Ο διάδικος, που δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του ή δεν κατέθεσε καθόλου σύμφωνα με τα άρθρα 237 παρ. 1 και 238, δικαιούται μία μόνο φορά να εμφανιστεί κατά τη συζήτηση και να ζητήσει προφορικά αναβολή λόγω σοβαρού κωλύματος που δικαιολογεί τη μη κατάθεση ή μη εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεών του. Η συζήτηση αναβάλλεται μόνο αν το κώλυμα πιθανολογηθεί. Η αναβολή γίνεται με επισημείωση στο πινάκιο και δεν μπορεί να υπερβεί τους δύο μήνες. Αν αυτό είναι απολύτως αδύνατο, η αναβολή γίνεται στη συντομότερη δικάσιμο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο διάδικος που δεν κατέθεσε καθόλου ή εμπρόθεσμα τις προτάσεις του δικάζεται ερήμην”.
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 242 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν. 1478/1984 (ΦΕΚ 145), τροποποιείται ως εξής:
” 2. Στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν με κοινή δήλωση, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους ότι δε θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξούσιους. Η δήλωση αυτή παραδίνεται στην περίπτωση κοινής δήλωσης από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο και στην περίπτωση μονομερούς δήλωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο. Στις παραπάνω περιπτώσεις η συζήτηση περατώνεται με μόνη την εκφώνηση της υπόθεσης. Μόνο δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης είναι παραδεκτή. Μπορεί όμως το δικαστήριο, αν προβάλλονται άλλοι διαδικαστικοί ισχυρισμοί, να αναβάλει την υπόθεση σε σύντομη δικάσιμο με πρακτικό στο οποίο καταχωρίζονται και οι ισχυρισμοί αυτοί. Στη δικάσιμο αυτή καλούνται όσοι διάδικοι δεν ήταν παρόντες κατά την αναβολή, ενώ οι παρόντες οφείλουν να εμφανιστούν χωρίς κλήτευση και αν δεν παραστούν κατά τη νέα δικάσιμο δικάζονται εξαρχής ερήμην”.
5. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 591 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται το εξής εδάφιο:
“Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται αλλιώς η κατάθεση των προτάσεων γίνεται στο ακροατήριο “.
6. Οι διατάξεις αυτού του Άρθρου εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού.
7. Στην παρ. 2 του Άρθρου 665 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθενται τα εξής:
” Ο τύπος αυτός της πληρεξουσιότητας ισχύει και για το Εφετείο”.
Άρθρο 4
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 84 του Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το ν. 1578/1985 (ΦΕΚ 219) αντικαθίσταται ως εξής: ” Προσφυγή στην ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά προαγωγή έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο δικαστικός λειτουργός που κρίθηκε και παραλείφθηκε από αυτή, εφόσον έλαβε, προκειμένου για απόφαση του επταμελούς Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, δύο ψήφους και προκειμένου για απόφαση του ενδεκαμελούς Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου τρεις ψήφους”.
2. Το εδάφιο πρώτο της παρ. 2 του Άρθρου 98 του Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το ν. 1578/1985 αντικαθίσταται ως εξής:
” Προσφυγή στην ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά διορισμό ή προαγωγή έχει δικαίωμα να ασκήσει και αυτός που κρίθηκε και παραλείφθηκε, εφόσον έλαβε δύο ψήφους”.
3. Το εδάφιο πρώτο της παρ. 2 του άρθρου 115 του Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το ν. 1578/1985, αντικαθίσταται ως εξής:
” Προσφυγή στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά προαγωγή έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο δικαστικός λειτουργός που κρίθηκε και παραλείφθηκε από αυτή, εφόσον έλαβε προκειμένου για απόφαση του επταμελούς Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου δύο ψήφους και προκειμένου για απόφαση του ενδεκαμελούς Ανώτατου Συμβουλίου τρεις ψήφους”.
4. Σημ.: Καταργήθηκε από 16.9.1988 δια του άρθρου 113 παρ. 1 περ. ιε) του Ν. 1756/1988, ΦΕΚ Α 35.
5. Σημ.: Καταργήθηκε από 16.9.1988 δια του άρθρου 113 παρ. 1 περ. ιε) του Ν. 1756/1988, ΦΕΚ Α 35.
6.Σημ.: Καταργήθηκε από 16.9.1988 δια του άρθρου 113 παρ. 1 περ. ιε) του Ν. 1756/1988, ΦΕΚ Α 35.
7. Η κατανομή κατά δικαστήριο και η πλήρωση των προβλεπόμενων από την παράγραφο 3 του άρθρου 20 του ν. 1406/1983 εξήντα θέσεων δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αναστέλλεται ως εξής: α) Για τους προέδρους εφετών και εφέτες μέχρι την 1 Οκτωβρίου 1988. β) Για τους προέδρους πρωτοδικών μέχρι την 1η Οκτωβρίου 1987. γ) Για τους πρωτοδίκες και παρέδρους μέχρι 15 Σεπτεμβρίου 1986.
8. Για μία τριετία από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, διοικητικοί εφέτες μπορούν, με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, να αποσπώνται για χρονικό διάστημα μέχρι δύο έτη σε διοικητικά πρωτοδικεία, μέχρι έξι για κάθε δικαστήριο, για να προεδρεύουν σε αυτά ή σε τμήματά τους.
9. Από τη διάταξη της περίπτ. β` της παραγρ. 1 του Άρθρου 1 του ν. 1587/1986 (ΦΕΚ 37) και από τη φράση “Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων” διαγράφεται η λέξη “Γενικός”.
10. Οι διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 1505/ 1984 (ΦΕΚ 194), από τότε που ίσχυσαν, έχουν εφαρμογή και στους δικαστικούς λειτουργούς της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στον Επίτροπο εφόσον συμπληρώσει ένα (1) χρόνο υπηρεσίας, χορηγείται ο μισθός του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και στους Αντεπιτρόπους, εφόσον συμπληρώσουν τρία (3) χρόνια υπηρεσίας, χορηγείται ο μισθός του Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στο χρόνο υπηρεσίας των Αντεπιτρόπων συνυπολογίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας τους ως προέδρων εφετών και εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή η διάταξη του εδαφ.γ` της παραγρ. 1 του Άρθρου 29 του ν. 1505/1984. Ο πιο πάνω μισθός παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης εφόσον οι δικαστικοί λειτουργοί δεν έχουν τιμωρηθεί πειθαρχικά στο βαθμό που κατέχουν.
11. Πάρεδροι πρωτοδικείου, εισαγγελίας και πρωτοδικείου τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, που υπηρετούσαν κατά την έναρξη ισχύος του ν. 1578/1985, καθώς και οι επιτυχόντες του διαγωνισμού παρέδρων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων της 22ης Απριλίου 1985 κρίνονται και διορίζονται σε θέσεις πρωτοδικών και αντεισαγγελέων πρωτοδικών μετά τη συμπλήρωση ενός έτους υπηρεσίας παρέδρου.
12. Οι κενές θέσεις παρέδρων πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων που υπάρχουν κατά τη δημοσίευση αυτού του νόμου, οι θέσεις που τυχόν θα κενωθούν μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, καθώς και οι νέες θέσεις παρέδρων που θα προκύψουν από την εφαρμογή του άρθρου 20 παράγρ. 3 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ 88) πληρούνται με διορισμό στο βαθμό αυτόν, από όσους έχουν επιτύχει στο διαγωνισμό της 22ης Απριλίου 1985 και μέχρι να εξαντληθεί ο πίνακας επιτυχόντων.
13. Για τη συμμετοχή του Συμβουλίου της Επικρατείας στη Διεθνή Οργάνωση των Ανώτατων Διοικητικών Δικαστηρίων (ASSOCIATION INTERNATIONALE DES HAUTES JURIDICTIONS ADMINISTRATIVES), που εδρεύει στο Παρίσι, καταβάλλεται από την 1.1.1984 κατ` έτος εισφορά, της οποίας το ύψος καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών, Δικαιοσύνης και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
14. Η μισθολογική προαγωγή που προβλέπεται στην παρ. 1α του άρθρου 29 του ν. 1505/1984, χορηγείται και στους ειρηνοδίκες Β` τάξης εφόσον έχουν συμπληρώσει στο βαθμό αυτόν τον απαιτούμενο χρόνο προαγωγής και η υπηρεσία τους κρίνεται ευδόκιμη με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου.
15. Αναστέλλεται η ισχύς της διάταξης “του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 5” του ν.1578/1985 “Κώδικας κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών” (ΦΕΚ 219) μέχρι τη σύνταξη και ψήφιση σε ενιαίο κείμενο του κώδικα με τον τίτλο “Οργανισμός των Πολιτικών, Ποινικών και Διοικητικών Δικαστηρίων και κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τις λέξεις “του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 5” με την παρ.1 του άρθρου 9 του Ν. 1653/1986 (Α 173).
Άρθρο 5
1. Το άρθρο 5 του ν.δ. 885/1971 (ΦΕΚ 105) αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 5
1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Δικαιοσύνης, Οικονομικών, Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μπορούν να συσταθούν ιατροδικαστικές υπηρεσίες στις έδρες των πρωτοδικείων του κράτους.
2. Με τα ίδια προεδρικά διατάγματα καθορίζονται, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε ιατροδικαστικής υπηρεσίας, ο αριθμός των θέσεων των ιατροδικαστών και του λοιπού επιστημονικού, διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού, ο τρόπος πλήρωσης των θέσεων αυτών, τα ειδικά τυπικά προσόντα πρόσληψης των ιατροδικαστών, μεταξύ των οποίων απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ειδικότητα της ιατροδικαστικής, τα ειδικά τυπικά προσόντα πρόσληψης του λοιπού προσωπικού, καθώς και κάθε λεπτομέρεια που αφορά τη σύσταση, οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών αυτών. Για τέσσερα χρόνια από τη δημοσίευση του παρόντος στις θέσεις που προβλέπονται στα πιο πάνω διατάγματα μπορεί να διορίζονται γιατροί χωρίς την ειδικότητα της ιατροδικαστικής, αλλά την πιο συναφή, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στα διατάγματα αυτά.
3. Οι θέσεις των ιατροδικαστών και του λοιπού προσωπικού, που συνιστώνται κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, μπορούν να πληρούνται και με απόσπαση ή μετάθεση από άλλες ιατροδικαστικές υπηρεσίες ή από άλλες υγειονομικές υπηρεσίες και νοσηλευτικά ιδρύματα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αναλόγως με τις υπηρεσιακές ανάγκες.
4. Η διενέργεια ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης με απόφαση του αρμόδιου για την ανάκριση υπαλλήλου ή του δικαστηρίου εκτός του νομού Αττικής μπορεί να ανατίθεται στα εργαστήρια ιατροδικαστικής των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του Εθνικού Συστήματος Υγείας, που εδρεύουν στην ίδια περιφέρεια ή σε περιφέρεια με την οποία συνδέονται με τον πιο εύκολο συγκοινωνιακά τρόπο. Η διενέργεια γίνεται από μέλη του διδακτικού επιστημονικού προσωπικού που έχουν ειδικότητα ιατροδικαστικής ή και ειδικότητα αντίστοιχη προς τη φύση του γεγονότος που καλούνται να διαγνώσουν και να αξιολογήσουν.
5. Όπου εκτός του νομού Αττικής, δεν υφίσταται ιατροδικαστική υπηρεσία και λειτουργεί σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα εργαστήριο ιατροδικαστικής, η διενέργεια ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης ανατίθεται υποχρεωτικά σε αυτό εφόσον απαιτείται νεκροτομή ή συντρέχει άλλος εξαιρετικός λόγος κατά την κρίση του αρμόδιου για την ανάκριση υπαλλήλου ή δικαστηρίου.
6. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου και εφόσον δεν απαιτείται η διενέργεια νεκροτομής ή το γεγονός είναι μικρότερης σημασίας ή συντρέχει άλλος ειδικός λόγος, τότε ο αρμόδιος για την ανάκριση υπάλληλος ή το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει τη διενέργειά της στο ιατρικό προσωπικό που υπηρετεί στην πλησιέστερη ή προσφορότερη νοσηλευτική μονάδα του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Το άρθρο 189 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζεται αναλόγως”.
2. Η προθεσμία διορισμού δικαστικών υπαλλήλων από τους πίνακες που καταρτίστηκαν από τις εξεταστικές επιτροπές του διαγωνισμού έτους 1984, η οποία ορίσθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 1478/1984 (ΦΕΚ 145), παρατάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 41 του ν. 1543/1985 (ΦΕΚ 73) και λήγει την 31η Μαΐου 1986, παρατείνεται από τότε που έληξε μέχρι 31 Μαΐου 1987.
Άρθρο 6
1. Η παρ. 2 του άρθρου 11 του π.δ. 341/1978 (ΦΕΚ 71 ) αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Στις διαφορές μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων σε αυτούς ή των διαδόχων τους ή των δικαιουμένων κατά το νόμο από τη σχέση ασφάλισης, οι ιδιώτες διάδικοι μπορούν να παρίστανται και αυτοπροσώπως ή με έναν από τους πληρεξουσίους που αναφέρονται στο άρθρο εικοστό δεύτερο παρ. 2 του ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 202). Εξαιρούνται οι διαφορές που αφορούν α) την υπαγωγή στην ασφάλιση και τη διάρκεια της και β) τις καταβλητέες εισφορές”.
2. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 11 του π.δ. 341/1978, όπως αντικαθίσταται με την προηγούμενη παράγραφο, εφαρμόζεται και σε κάθε περίπτωση που διατάξεις νόμων παραπέμπουν σε αυτή.
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Οι διάδικοι, εκτός από το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, παρίστανται, ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων και εφετείων αποκλειστικώς μαζί με πληρεξούσιο δικηγόρο ή εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 91 ισχύει και στην περίπτωση αυτή. Κατ` εξαίρεση, ενώπιον των μονομελών διοικητικών πρωτοδικείων στις περιπτώσεις που δεν είναι υποχρεωτική η υπογραφή των δικογράφων από δικηγόρο, οι ιδιώτες διάδικοι μπορούν να παρίστανται και αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο εικοστό δεύτερο παρ. 2 του ν. 4125/1960”.
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 15 του π.δ. 341 /1978 αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Στις διαφορές μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων σε αυτούς ή των διαδόχων τους ή των δικαιουμένων κατά το νόμο από τη σχέση ασφάλισης τα δικόγραφα μπορούν να υπογράφονται από τους διαδίκους ή έναν από τους πληρεξουσίους που αναφέρονται στο άρθρο εικοστό δεύτερο παρ. 2 του ν. 4125/1960. Εξαιρούνται οι διαφορές που αφορούν α) την υπαγωγή στην ασφάλιση και τη διάρκειά της και β) τις καταβλητέες εισφορές”.
5. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 15 του π.δ. 341/1978, όπως αντικαθίσταται με την προηγούμενη παράγραφο, εφαρμόζεται και σε κάθε περίπτωση που διατάξεις νόμων παραπέμπουν σε αυτή.
6. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται από το ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90) και από τις προηγούμενες παραγράφους 4 και 5, κάθε δικόγραφο που απευθύνεται σε οποιοδήποτε διοικητικό δικαστήριο είναι απαράδεκτο και απορρίπτεται εφόσον δεν υπογράφεται από δικηγόρο. Δεν είναι υποχρεωτική η υπογραφή από δικηγόρο
α) αν πρόκειται για το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου και
β) αν πρόκειται για υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, εφόσον
αα) στις υποθέσεις που αφορούν φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, το ποσό του αμφισβητούμενου φόρου δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές και
ββ) στις υποθέσεις οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου, το αμφισβητούμενο ποσό δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες (50.000) δραχμές. Τα ποσά αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
7. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 εφαρμόζονται για τα δικόγραφα που κατατίθενται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Η ισχύς της παραγράφου 6 για όσες υποθέσεις θεσπίζονται με το νόμο αυτόν υποχρεωτική υπογραφή των δικογράφων από δικηγόρο αρχίζει 3 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
8. Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού επαναφέρεται σε ισχύ η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του ν. 702/1977 (ΦΕΚ 268), που με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 733/1977 (ΦΕΚ 309) είχε λάβει τον αριθμό 4 και που είχε καταργηθεί με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 1470/1984 (ΦΕΚ 112).
9. Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού επαναφέρεται σε ισχύ η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 21 του π.δ. 341/2.5.1978 (ΦΕΚ 71 Α`) που είχε καταργηθεί με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 περίπτ. ε` του ν. 1470/ 1984.
Άρθρο 7
1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 1017/1971 (ΦΕΚ 209) προστίθεται τρίτο εδάφιο, που έχει ως εξής:
“Η χρηματοδότηση για την εκτύπωση εντύπων, την προμήθεια υλικού και την εκτέλεση κάθε είδους μηχανογραφικών εργασιών και προγραμμάτων πληροφορικής για τις δικαστικές και άλλες υπηρεσίες, ως και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης”.
2. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν.δ. 1017/1971, όπως συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 29 του ν. 1419/1984 (ΦΕΚ 28), προστίθεται η εξής φράση:
“Η χρήση του τυχόν διατηρητέου κτιρίου όπως και του τυχόν δημιουργηθησόμενου υπόγειου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων κλπ. παραμένει στο ΤΑΧΔΙΚ”.
3. Στο άρθρο 18 του ν.δ. 1017/1971 προστίθεται επίσης παράγραφος 2, που έχει ως εξής:
“2. Επιτρέπεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ύστερα από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΤΑΧΔΙΚ, η δωρεάν κατά κυριότητα παραχώρηση: α) στο ΥΠ.Π. του τμήματος του οικοδομικού τετραγώνου μεταξύ των οδών Β. Κωνσταντίνου, Σκουζέ, Λεωσθένους και Φιλελλήνων της πόλης του Πειραιά, το οποίο χαρακτηρίσθηκε αρχαιολογικός χώρος με τις αποφάσεις ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Α1/ΦΟ 2/30333/1023/ 19.7.1984 και ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Α1/ΦΟ 2/43859/ 1626/ 9.8.1985 του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών και β) του υπόλοιπου χώρου του ίδιου Ο.Τ. στο Δήμο Πειραιά, για τη δημιουργία, με δαπάνη του, περιβάλλοντος χώρου πρασίνου για το κοινό”.
Άρθρο 8
1. Συνιστώνται τρεις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, από πέντε έως εννέα μέλη η καθεμιά, για να εκτελέσουν τις εξής εργασίες:
α) Την αναθεώρηση, κατάρτιση και συγχώνευση σε ένα ενιαίο σχέδιο κώδικα με τίτλο “Οργανισμός των Πολιτικών, Ποινικών και Διοικητικών Δικαστηρίων και κατάσταση δικαστικών λειτουργών “.
αα) Του σχεδίου κώδικα Οργανισμού των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων.
ββ) Του σχεδίου κώδικα Πειθαρχικού Δικαίου των Δικαστικών Λειτουργών.
γγ) Του σχεδίου κώδικα Επιθεώρησης Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών, που έχουν συνταχθεί από συντακτικές επιτροπές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 1237/1982 (ΦΕΚ 34) και με σχετικές αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, καθώς και με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για τη σύσταση αναθεωρητικής επιτροπής για τη σύνταξη σχεδίου κώδικα Επιθεώρησης Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών και
δδ) Του Οργανισμού των Διοικητικών Δικαστηρίων. Στο ενιαίο αυτό σχέδιο θα ενταχθούν και οι διατάξεις του “κώδικα κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, που κυρώθηκε με το ν. 1578/1985 (ΦΕΚ 219). Η σχετική επιτροπή μπορεί να προτείνει την τροποποίηση και διατάξεων του ανωτέρω νόμου.
β) Τη σύνταξη σχεδίου νέου κώδικα δικαστικών επιμελητών και
γ) Τη σύνταξη σχεδίου κώδικα κτηματολογίου.
2. Ο Πρόεδρος και μέλη της επιτροπής υπό στοιχείο (α) ορίζονται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, δικαστικοί λειτουργοί, μέλη διδακτικού επιστημονικού προσωπικού νομικών τμημάτων ή νομικών μαθημάτων ελληνικών Α.Ε.Ι. και δικηγόροι. Γραμματέας της επιτροπής αυτής ορίζεται υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η επιτροπή πρέπει να περατώσει το έργο της, μέσα σε τρεις μήνες από τότε που θα αρχίσει να λειτουργεί.
3. Πρόεδρος και μέλη της υπό στοιχείο (β) επιτροπής ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, δικηγόροι, ανώτεροι υπάλληλοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης και δικαστικοί επιμελητές. Γραμματέας της επιτροπής αυτής ορίζεται υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η επιτροπή πρέπει να τελειώσει το έργο της μέσα σε δύο μήνες από την έναρξη των εργασιών της, αφού λάβει υπόψη της και το σχέδιο που καταρτίστηκε από προηγούμενη ειδική επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
4. Το σχέδιο κώδικα κτηματολογίου που θα συντάξει η υπό στοιχείο (γ) επιτροπή θα περιέχει προτάσεις, με τις οποίες θα εισάγεται κτηματοκεντρικό σύστημα ουσιαστικής δημοσιότητας των εμπράγματων σχέσεων στα ακίνητα και διασφάλισης της δημόσιας πίστης και θα προτείνονται ρυθμίσεις για ζητήματα σχετικά με τη μετάβαση από το ισχύον σύστημα μεταγραφών και υποθηκών σε σύστημα κτηματολογίου. Πρόεδρος και μέλη της επιτροπής αυτής ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων δικαστές, δικηγόροι, υποθηκοφύλακες, μέλη διδακτικού επιστημονικού προσωπικού Α.Ε.Ι. ή εκπαιδευτικού προσωπικού Τ.Ε.Ι. και τοπογράφοι ή άλλοι μηχανικοί, ύστερα και από γνώμη του Δ.Σ. του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων της Ελλάδας. Γραμματέας της επιτροπής αυτής ορίζεται υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η επιτροπή πρέπει να περατώσει το έργο της μέσα σε ένα έτος από τότε που θα αρχίσει τις εργασίες της, συνεργαζόμενη και με το Δ.Σ. του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων της Ελλάδας.
5. Το τελικό σχέδιο του Κώδικα που θα συντάξει καθεμιά από τις παραπάνω επιτροπές θα κυρωθεί από τη Βουλή κατά τη διαδικασία του άρθρου 76 παρ. 6 του Συντάγματος.
6. Στους προέδρους, τα μέλη και τους γραμματείς των επιτροπών αυτών καταβάλλεται εφάπαξ αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.
7. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να παρατείνονται οι προθεσμίες για την περάτωση του έργου των παραπάνω επιτροπών. Το ίδιο ισχύει και για τις προθεσμίες περάτωσης του έργου άλλων επιτροπών που έχουν συσταθεί από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Αν έχουν συσταθεί με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και άλλου υπουργού, η παράταση της προθεσμίας γίνεται με κοινή απόφασή της.
Άρθρο 9
1. Η διάταξη του άρθρου 11 του ν. 1406/1983 αριθμείται ως παράγραφος 1 και προστίθεται παράγραφος 2, που έχει ως εξής:
“2. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 10, από το χρόνο που ορίζεται στην περίπτ. α` της παραγρ. 1 του άρθρου 9, τα Διοικητικά Δικαστήρια Στρατιωτικών ή Αεροπορικών Επιτάξεων και η Μόνιμη Εκτιμητική Επιτροπή Ναυτικών Επιτάξεων και Ναυλώσεων, που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, λειτουργούν ως συλλογικά όργανα της διοίκησης και μετονομάζονται, αντιστοίχως, σε
α) Διοικητική Επιτροπή Στρατιωτικών Επιτάξεων,
β) Διοικητική Επιτροπή Αεροπορικών Επιτάξεων και
γ) Διοικητική Επιτροπή Ναυτικών Επιτάξεων και Ναυλώσεων,ενώ καταργούνται τα κατά των αποφάσεών τους τυχόν προβλεπόμενα ένδικα μέσα. Κατά των αποφάσεων των Επιτροπών αυτών επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Δικαίωμα προσφυγής έχει και το Ελληνικό Δημόσιο. Οι προβλεπόμενοι από τις κείμενες διατάξεις ποσοτικοί περιορισμοί στην αρμοδιότητα της Μόνιμης Εκτιμητικής Επιτροπής Ναυτικών Επιτάξεων και Ναυλώσεων δεν ισχύουν για τη Διοικητική Επιτροπή Ναυτικών Επιτάξεων και Ναυλώσεων”.
2. Προστίθεται δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 10 του ν. 1406/1983, το οποίο έχει ως εξής:
“Σε περίπτωση αναίρεσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσεων, των ειδικών διοικητικών δικαστηρίων, αρμόδια για τη μετ` αναίρεση εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων είναι τα αντίστοιχα τακτικά διοικητικά δικαστήρια”.
3. Όσοι, ως τη δημοσίευση, του νόμου αυτού, είχαν εγείρει, ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αγωγές αποζημίωσης για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου και οι αγωγές αυτές απορρίφθηκαν ή θα απορριφθούν για το λόγο ότι δεν είχε προηγηθεί η έκδοση, ύστερα από άσκηση προσφυγής, δικαστικής απόφασης που να διαπιστώνει ευθέως την παρανομία των ζημιογόνων αυτών διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων, μπορούν ήδη, ακόμη και αν έχει παρέλθει η σχετική προθεσμία, να ασκήσουν κατά των πράξεων ή παραλείψεων αυτών προσφυγή, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τεσσάρων μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο. Αν η απόφαση έχει ήδη επιδοθεί, η προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου. Το χρονικό διάστημα από την έγερση της αγωγής ως την άσκηση της προσφυγής δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της σχετικής αξίωσης για αποζημίωση.
4. Αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, ενόψει των ρυθμίσεων του ν. 1406/1983, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών, από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε. Αν η απορριπτική απόφαση είχε επιδοθεί πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραπάνω προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου. Το δικαστικό ένσημο, που τυχόν έχει καταβληθεί για το ένδικο βοήθημα που απορρίφθηκε, συνυπολογίζεται και για το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.
Άρθρο 10
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, δύναται να συσταθεί ειδικός λογαριασμός στην Τράπεζα της Ελλάδος με τίτλο “Λογαριασμός υποθηκοφυλακείων”. Σκοπός του λογαριασμού είναι η αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων που προκύπτουν από τη λειτουργία των υποθηκοφυλακείων στα οποία υπηρετούν άμισθοι υποθηκοφύλακες. Πόροι του λογαριασμού είναι ποσοστό από τα δικαιώματα που αποδίδει στο Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 153/1967 (ΦΕΚ 175), ο άμισθος υποθηκοφύλακας ή ο συμβολαιογράφος ή ο ειρηνοδίκης που ασκεί καθήκοντα υποθηκοφύλακα. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.
2. Οι πόροι του λογαριασμού διατίθενται: α) για την αντιμετώπιση αναγκαίων εξόδων που ανάγονται στην κανονική λειτουργία του υποθηκοφυλακείου, ιδίως την ανανέωση του αρχείου, την προμήθεια τεχνικού εξοπλισμού, τη μεταστέγαση και τη συμπλήρωση του μισθώματος, β) για τη συμπλήρωση του μισθού των υπαλλήλων και της αποζημίωσής τους, σύμφωνα με το ν. 2112/1920 (ΦΕΚ 67) σε περίπτωση που δεν έχουν αποδοθεί στο Δημόσιο δικαιώματα κατά τα προηγούμενα τρίμηνα ή τα αποδοθέντα δεν επαρκούν και γ) για τη συμπλήρωση των δικαιωμάτων που δικαιούται να παρακρατήσει ο άμισθος υποθηκοφύλακας ως αμοιβή του.
3. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της απόφασης της παρ. 1, καθορίζεται ο τρόπος κατάθεσης του κατά την παράγραφο 1 ποσοστού, ο χρόνος έναρξης καταβολής, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την οργάνωση, διαχείριση και λειτουργία του.
Άρθρο 11
1. Η πρόσληψη δικηγόρων με πάγια αντιμισθία ή η αποκλειστική ή συστηματική ανάθεση υποθέσεων με πάγια αμοιβή από νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στο άρθρο 9 του ν. 1232/1982 και στο άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, γίνεται με επιλογή ύστερα από προκήρυξη. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται για την πρόσληψη του προϊσταμένου νομικής ή δικαστικής υπηρεσίας ή του νομικού συμβούλου των παραπάνω νομικών προσώπων. Όσοι δικηγόροι υπηρετούν ήδη στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός αναφέρεται στο εδάφιο α` της παρ. 1 του άρθρου αυτού, με πάγια αντιμισθία ή με αποκλειστική ή συστηματική ανάθεση υποθέσεων με πάγια αμοιβή θα καταλαμβάνουν τις αντίστοιχες θέσεις που θα προβλέπονται από τους οικείους οργανισμούς χωρίς να τηρούνται οι διαδικασίες και προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό. Η προκήρυξη πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της απασχόλησης του δικηγόρου, τις τυχόν ειδικές ανάγκες του νομικού προσώπου, την έδρα και τους όρους αμοιβής, υπηρεσιακής εξέλιξης και ασφάλισης του δικηγόρου. Η προκήρυξη καθορίζει προθεσμία για την υποβολή των υποψηφιοτήτων, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 30 ούτε μεγαλύτερη από 60 ημέρες από την τελευταία δημοσίευση της προκήρυξης.
2. Η επιλογή γίνεται από πενταμελή επιτροπή που αποτελείται από: α) έναν πρόεδρο πρωτοδικών του πρωτοδικείου της έδρας του δικηγορικού συλλόγου, β) Τρεις δικηγόρους, από τους οποίους ο ένας με 15ετή τουλάχιστον δικηγορική υπηρεσία, που ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, του οικείου δικηγορικού συλλόγου, γ) έναν εκπρόσωπο του ενδιαφερόμενου νομικού προσώπου. Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο πρόεδρος πρωτοδικών, καθήκοντα δε γραμματέα αυτής ασκεί υπάλληλος του νομικού προσώπου. Υποψήφιοι μπορούν να είναι δικηγόροι μέλη του δικηγορικού συλλόγου του τόπου, όπου πρόκειται να παρασχεθούν οι υπηρεσίες.
Σημ.: όπως η παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρου 18 παρ. 1 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.
3. Η προκήρυξη για την πρόσληψη δικηγόρου κοινοποιείται με επιμέλεια του ενδιαφερόμενου νομικού προσώπου στον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου της έδρας του δικηγόρου που θα προσληφθεί και στον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, οι οποίοι επιμελούνται για την τοιχοκόλλησή της στο κατάστημα του Πρωτοδικείου και στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου αντίστοιχα. Επίσης η προκήρυξη δημοσιεύεται με πρόσκληση για την υποβολή υποψηφιοτήτων σε μία τουλάχιστον εφημερίδα, που εκδίδεται στην έδρα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, κατά προτίμηση ημερήσια. Μαζί με τις κοινοποιήσεις γνωστοποιείται και ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου που θα μετέχει στην επιτροπή επιλογής. Ο Πρόεδρος Πρωτοδικών συγκαλεί την επιτροπή μέσα σε πέντε ημέρες από την κοινοποίηση της προκήρυξης. Η επιτροπή με απόφασή της ορίζει τον τόπο και το χρόνο και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη διαδικασία της επιλογής και μπορεί κατά την κρίση της, να ορίσει συμπληρωματικές δημοσιεύσεις για τη γνωστοποίηση της προκήρυξης με δαπάνη του ενδιαφερόμενου νομικού προσώπου.
4. Οι υποψήφιοι υποβάλλουν στο ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο, μέσα στην προθεσμία που ορίζει η προκήρυξη, αίτηση συνδευόμενη από: α) πιστοποιητικό ποινικού μητρώου, β) πιστοποιητικό του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου από το οποίο να προκύπτει ότι ο υποψήφιος δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά και ότι δεν κατέχει άλλη έμμισθη θέση, γ) υπεύθυνη δήλωση ότι ο υποψήφιος δεν παρέχει τις υπηρεσίες του αποκλειστικά ή συστηματικά με αμοιβή κατά υπόθεση σε άλλο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα και δε λαμβάνει πάγια περιοδική αμοιβή από νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα, δ) βιογραφικό σημείωμα με τα στοιχεία της επιστημονικής και επαγγελματικής του δράσης
5. Δικηγόροι, που κατέχουν άλλη έμμισθη θέση ή που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άλλο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα, μπορούν να εμφανιστούν ως υποψήφιοι αν συνυποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση ότι εφόσον προσληφθούν θα παραιτηθούν από την άλλη έμμισθη θέση ή θα πάψουν να αναλαμβάνουν υποθέσεις άλλου νομικού προσώπου ή να λαμβάνουν πάγια περιοδική αμοιβή από νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορούν να αναλάβουν υπηρεσία αν δεν προσκομίσουν βεβαίωση του νομικού προσώπου στο οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους ότι παραιτήθηκαν από την έμμισθη θέση τους ή έπαψαν να αναλαμβάνουν υποθέσεις ή να λαμβάνουν περιοδική αμοιβή.
6. Με την αίτηση τους οι υποψήφιοι υποβάλλουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την απόδειξη των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων τους. Για την πρόσληψη λαμβάνονται υπόψη η προσωπικότητα του υποψηφίου, η επιστημονική του κατάρτιση, η εξειδίκευσή του στο αντικείμενο της απασχόλησης, η επαγγελματική του πείρα και επάρκεια και η γνώση ξένων γλωσσών, που συνεκτιμώνται με την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, τις βιοτικές του ανάγκες, την ηλικία του και την πρόβλεψη της εξέλιξής του. Κρίσιμος χρόνος για τον έλεγχο της συνδρομής των τυπικών προσόντων είναι ο χρόνος λήξης της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων. Προσλήψεις, που γίνονται ή έχουν γίνει από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης απ` αυτόν διαδικασίας, είναι άκυρες”. “Προσλήψεις δικηγόρων, που υπηρετούσαν ή υπηρετούν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στο άρθρο 9 του ν. 1232/1982 και στο άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, με πάγια αντιμισθία ή με αποκλειστική ή συστηματική ανάθεση υποθέσεων με πάγια αμοιβή, στις αντίστοιχες θέσεις που προέβλεπαν ο οικείοι οργανισμοί, χωρίς να τηρηθούν οι διαδικασίες και οι προϋποθέσεις του ν. 1649/1986, είναι έγκυρες και έχουν τις ίδιες συνέπειες.
Σημ.: όπως η παρ. 6 τροποποιήθηκε με το άρθρου 18 παρ. 1 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230
7. Η επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις και τα δικαιολογητικά των υποψηφίων και τους καλεί σε ατομική συνέντευξη. Μέσα σε ένα μήνα το πολύ από την τελευταία ατομική συνέντευξη εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με τη σειρά αξιολόγησης των υποψηφίων. Η απόφαση της επιτροπής είναι υποχρεωτική και ισχύει μόνο για την κατάληψη των θέσεων που προκηρύχθηκαν. Το νομικό πρόσωπο που προκήρυξε τη θέση οφείλει μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης να προσλάβει στις κενές θέσεις τους επιτυχόντες και να γνωστοποιήσει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο την ανάληψη υπηρεσίας ή την έναρξη της συνεργασίας με αμοιβή κατά υπόθεση μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δε θίγουν τις διατάξεις του Κώδικα των Δικηγόρων που ρυθμίζουν τις μεταθέσεις των δικηγόρων.
Άρθρο 12
1. Η διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου 54 του ν. 1329/1983 αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
“Οι διατάξεις αυτού του νόμου που αφορούν τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο, καθώς και την κατοικία των ίδιων και των ανηλίκων τέκνων τους εφαρμόζονται και στους γάμους που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του. Οι διατάξεις των άρθρων 1400 και 1402 του Αστικού Κώδικα, όπως αντικαθίστανται με το άρθρο 15 αυτού του νόμου, αφορούν και περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 1329/1983, εφόσον ο γάμος δεν είχε λυθεί ή ακυρωθεί μέχρι τότε”.
2. Αν η λύση ή η ακύρωση του γάμου επήλθε κατά το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983 μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, η παραγραφή του τρίτου εδαφίου του Άρθρου 1401 του Αστικού Κώδικα αρχίζει από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και επί εκκρεμών ενώπιον του πρωτοδικείου ή εφετείου υποθέσεων.
3. Γυναίκες, που έχουν τελέσει γάμο πριν αρχίσει να ισχύει ο ν. 1329/1983, μπορούν να ανακτήσουν το πατρικό τους επώνυμο σύμφωνα με το άρθρο 1388 του Αστικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, αφού υποβάλλουν σχετική δήλωση στον αρμόδιο ληξίαρχο. Η δήλωση αυτή καταχωρίζεται στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης γάμου.
Άρθρο 13
Στο τέλος του άρθρου 62 του ν. 1642/1986 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:
“Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει την 21.8.1986”.
Άρθρο 14
1. Οι διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 εδάφια γ` και δ` και παρ. 3, 9 παρ. 1, 316 παρ. 1, 371 παρ. 4 εδάφ. δ` και 551 παρ. 1 εδάφ.γ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από διατάξεις των νόμων 3681/1957 και 969/1979 και των νομοθετικών διαταγμάτων 409Ο/1960 και 1160/1972, καθώς και τα δύο τελευταία εδάφια του άρθρου 499 του ίδιου Κώδικα, που έχουν προστεθεί με το άρθρο δέκατο τέταρτο του ν. 969/1979, αντικαθίστανται ως εξής:
Άρθρο 8 παρ. 1 εδάφ. γ` και δ`:
“γ) Το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών η τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες.
δ) Το πενταμελές εφετείο συντίθεται από πρόεδρο εφετών και από τέσσερις εφέτες”.
Άρθρο 8 παρ. 3:
“3. Το τριμελές και το πενταμελές εφετείο λειτουργούν στην έδρα κάθε εφετείου “. Άρθρο 9 παρ. 1 :
“1. Το συμβούλιο των εφετών και το δικαστήριο των εφετών συντίθενται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες. Όταν το δικαστήριο των εφετών δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων του τριμελούς εφετείου, συντίθεται από πρόεδρο εφετών και από τέσσερις εφέτες”.
Άρθρο 316 παρ. 1 :
“1. Το συμβούλιο των εφετών συντίθεται όπως ορίζει το άρθρο 9. Αν ο κατηγορούμενος είναι ανήλικος εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3″.
Άρθρο 371 παρ. 4 εδάφ. δ`:
Όταν το δικαστήριο που επέβαλε την ποινή είναι το μικτό ορκωτό και η σύνοδος έχει λήξει, αρμόδιο για την αφαίρεση του χρόνου της προσωρινής κράτησης είναι το αρμόδιο τριμελές εφετείο, ενώ αν η απόφαση είναι του μικτού ορκωτού εφετείου, αρμόδιο είναι το πενταμελές εφετείο”.
Άρθρο 551 παρ. 1 εδάφ.γ` :
“Αν ένα από τα δικαστήρια που επέβαλαν τις ποινές είναι το μικτό ορκωτό δικαστήριο, αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο, και αν είναι το μικτό ορκωτό εφετείο, αρμόδιο είναι το πενταμελές εφετείο”.
Άρθρο 499 εδάφια ε` και στ` :
“Το μικτό Ορκωτό εφετείο εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μικτού ορκωτού δικαστηρίου. Το πενταμελές εφετείο εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του τριμελούς εφετείου”.
2. Στα άρθρα 109, 322, παρ. 3, 448 παρ. 1, 486 παρ. 2, 489 παρ. 1 εδάφ. στ 490 παρ. 2, 497 παρ. 6, όπως έχουν αντικατασταθεί ή προστεθεί με διατάξεις του ν. 969/1979, καθώς και σε κάθε άλλη διάταξη, όπου γίνεται λόγος για πενταμελές εφετείο, νοείται εφεξής το τριμελές εφετείο και, όπου γίνεται λόγος για επταμελές εφετείο, νοείται εφεξής το πενταμελές εφετείο.
3. Υποθέσεις, που έχουν παραπεμφθεί έως την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού στο πενταμελές εφετείο ως δικαστήριο πρώτου βαθμού και υπάγονται με το νόμο αυτόν στο τριμελές εφετείο, εκδικάζονται από το τριμελές εφετείο.
4. Εφέσεις κατά αποφάσεων του πενταμελούς εφετείου, που έχουν εκδοθεί έως την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, εκδικάζονται από το επταμελές εφετείο με τη σύνθεση που προβλέπεται από τις καταργούμενες διατάξεις “.
Άρθρο 15
1. Η αποκατάσταση του κτιριακού συγκροτήματος του Αρσακείου (οικοδομικό τετράγωνο Πανεπιστημίου, Πεσμαζόγλου, Σταδίου και Αρσάκη) αποτελεί αντικείμενο κρατικής προστασίας στα πλαίσια αναπλάσεως του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, κατά την έννοια του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος. Η αποκατάσταση γίνεται από το Δημόσιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 1469/1950, στο άρθρο 28 του ν. 1419/1984, στο π.δ. της 4.4./21.5.1984 και στις διατάξεις του νόμου αυτού.
2. Το κτιριακό συγκρότημα περιλαμβάνει το Αρσάκειο Μέγαρο (Καυταντζόγλειο) στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου – Πεσμαζόγλου, που έχει χαρακτηρισθεί ως κτίριο χρήζον ειδικής προστασίας με την αριθ. 21980/250/ 27.2.1952 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, και τα περιμετρικά του οικοδομικού τετραγώνου νεότερα κτίρια, που έχουν χαρακτηρισθεί διατηρητέα με το π.δ. της 4.4./ 21.5.1984. Στα περιμετρικά αυτά κτίρια περιλαμβάνεται και η πρώτη επέκταση του Αρσακείου επί της οδού Πεσμαζόγλου που έγινε το έτος 1880. Η αποκατάσταση του Αρσακείου Μεγάρου αφορά την ανάδειξη των εξωτερικών όψεων, καθώς και της αρχικής μορφής, του μεγέθους και της λειτουργικής διαρθρώσεως των εσωτερικών χώρων του υφισταμένου κτίσματος, ενώ η αποκατάσταση των περιμετρικών κτιρίων αναφέρεται στις τέσσερις εξωτερικές όψεις και στις όψεις της στοάς. Ειδικότερα τα εξωτερικά ανοίγματα του υπογείου του Αρσακείου Μεγάρου αποκαθίστανται στην αρχική τους μορφή (παράθυρα) και συμπληρώνεται το κιγκλίδωμα που περιέβαλε το κτίριο επί των οδών Πανεπιστημίου και Πεσμαζόγλου. Κάτω από τη στάθμη του ελεύθερου χώρου μεταξύ του κιγκλιδώματος και του Αρσακείου Μεγάρου επιτρέπεται η κατασκευή υπόγειων χώρων.
3. Στο Αρσάκειο Μέγαρο επιτρέπονται περιορισμένης εκτάσεως διαρρυθμίσεις των εσωτερικών χώρων για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της υπό στέγαση δικαστικής υπηρεσίας. Οι διαρρυθμίσεις αυτές γίνονται με κατασκευαστικούς τρόπους που επιτρέπουν την αποκατάσταση της αρχικής μορφής του κτιρίου μετά από ενδεχόμενη αφαίρεση των πρόσθετων κατασκευών. Στα περιμετρικά νεότερα κτίρια επιτρέπονται επεμβάσεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 4 του π.δ. της 4.4./ 21.5.1984, καθώς και περιορισμένης εκτάσεως κτιριακές προσθήκες στο εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της δικαστικής υπηρεσίας. Ακόμη επιτρέπεται η κατασκευή κλιμακοστασίου και ανελκυστήρων μεταξύ του Αρσακείου Μεγάρου και της παρακείμενης πτέρυγας της οδού Πανεπιστημίου. Τόσο στο Αρσάκειο Μέγαρο, όσο και στα περιμετρικά κτίρια επιτρέπεται η χρήση σύγχρονων υλικών για τη στατική ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων των κτιρίων (χώροι υγιεινής, ανελκυστήρες, κλιματισμός κλπ.) κατά τρόπο που να μην αλλοιώνεται ο γενικός αρχιτεκτονικός χαρακτήρας και οι βασικές αρχές σύνθεσης των κτιρίων.
4. Ο χαρακτηρισμός ως διατηρητέων και η αποκατάσταση των παραπάνω κτιρίων δεν περιλαμβάνει μεταγενέστερες προσθήκες που δεν εναρμονίζονται με τα αρχικά κτίρια, όπως τα διώροφα προσκτίσματα στα δώματα των καταστημάτων της υπάρχουσας εμπορικής στοάς. Το μεταγενέστερο κτίσμα του κινηματοθεάτρου “ΟΡΦΕΑΣ” με τις βοηθητικές εγκαταστάσεις του, που καταλαμβάνει τον εσωτερικό χώρο του οικοδομικού τετραγώνου, κατεδαφίζεται χάριν της αναδείξεως των εσωτερικών όψεων του Αρσακείου Μεγάρου, της αναδημιουργίας του παλιού αιθρίου και της υπομνήσεως της αρχικής μορφής του κτιρίου πριν από την κατεδάφιση της βορεινής πτέρυγας και του ναού. Τα καταστήματα στο ισόγειο των περιμετρικών κτιρίων και στην υπάρχουσα στοά αποκαθίστανται από το Δημόσιο στην αρχική τους εξωτερική μορφή. Η αποκατάσταση περιλαμβάνει και την αντικατάσταση των εξωτερικών πετασμάτων των προθηκών με νέα ξύλινα. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του π. δ/τος της 4.4./ 21.5.1984, ως προς την απομάκρυνση ή την αφαίρεση πρόσθετων στοιχείων και την τοποθέτηση επιγραφών. Τα καταστήματα μισθώνονται μόνο για χρήσεις, που συμβιβάζονται με τον παραδοσιακό χαρακτήρα των διατηρητέων κτιρίων και τη λειτουργία του από στέγαση δικαστηρίου. Οι επιτρεπόμενες χρήσεις ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Οι μισθωτές των καταστημάτων και άλλων χώρων έχουν υποχρέωση να ανέχονται κάθε αναγκαία όχληση για τη διεξαγωγή των εργασιών αποκατάστασης των κτιρίων του οικοδομικού τετραγώνου. Η παρεμβολή προσκομμάτων στις εργασίες της αποκατάστασης και η άρνηση συμμόρφωσης στις υποχρεώσεις που προβλέπει η μελέτη του έργου συνιστά λόγο εξώσεως. Η απόδοση του μισθίου επιδιώκεται από το Δημόσιο χωρίς αξίωση καταβολής οποιασδήποτε αποζημιώσεως του μισθωτή ή του εκμισθωτή. Οι μισθωτές κατεδαφιζόμενων κτισμάτων καθώς και όσοι κατέχουν χώρους που προορίζονται για κυκλοφορία του κοινού (έξοδοι κινδύνου, κοινόχρηστες στοές) ή χώρους του Αρσακείου Μεγάρου ή διατηρούν καταστήματα που δεν εμπίπτουν στις επιτρεπόμενες χρήσεις, αποβάλλονται από το μίσθιο μετά από αποζημίωση.
6. Ως αποζημίωση για την κατεδάφιση του κινηματοθέατρου “ΟΡΦΕΑΣ” με τις βοηθητικές εγκαταστάσεις του και για την απώλεια των εισοδημάτων από την εκμετάλλευση αυτού, το Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση κατασκευής στοάς με καταστήματα, που περιέρχονται στην ιδιοκτησία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Στη θέση των κατεδαφιζόμενων κτισμάτων θα διαμορφωθεί ελεύθερος χώρος προσπελάσιμος στο κοινό. Κάτω από τον ελεύθερο αυτόν χώρο θα κατασκευασθεί νέα εμπορική στοά, που θα συνδέει την υπάρχουσα στοά με την οδό Περσμαζόγλου. Κάτω από το επίπεδο της εμπορικής στοάς θα διαμορφωθούν βοηθητικοί χώροι καταστημάτων και χώροι ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων για την εξυπηρέτηση των περιμετρικών κτιρίων και των καταστημάτων του οικοδομικού τετραγώνου. Ο χώρος της εισόδου του κινηματοθέατρου επί της οδού Σταδίου θα διαμορφωθεί στην αρχική μορφή του με καταστήματα και θα μετατεθεί η είσοδος του Θεάτρου Τέχνης σε άλλη κατάλληλη θέση εντός της στοάς. Το έργο θα αποπερατωθεί με δαπάνη του Δημοσίου σε δύο έτη από την αποβολή του μισθωτή και την παράδοση του κινηματοθέατρου για κατεδάφιση. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να καθορίζονται, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, η ακριβής θέση όλων των κατασκευών που θα γίνουν μέσα στο χώρο που θα προκύψει από την κατεδάφιση του “ΟΡΦΕΑ” οι όροι και περιορισμοί δόμησης και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
7. Με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, που κοινοποιείται στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία μαζί με αντίγραφα των προσχεδίων της μελέτης, γνωστοποιείται η ανάληψη από το Δημόσιο της υποχρεώσεως κατασκευής της εμπορικής στοάς, ως αποζημίωση για την απώλεια της χρήσεως του κινηματοθεάτρου. “Η αποζημίωση αυτή σε είδος καλύπτει κάθε αξίωση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας για την αποστέρηση του προαναφερόμενου περιουσιακού στοιχείου (απώλεια μισθωμάτων κ.λπ.) από το χρόνο αποβολής και για μία διετία από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, αλλά επιφυλάσσονται οι αξιώσεις της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας λόγω ελλείψεων ή κακοτεχνιών από την εκτέλεση του έργου ή για την υπέρβαση του χρόνου της διετίας που αρχίζει όπως πιο πάνω ορίζεται”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 18 παρ. 6 του Ν. 1816/1988 (Α 251).
8. Εφόσον η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία δε συμφωνεί με το είδος αυτό αποζημιώσεως, μπορεί να επιδιώξει χρηματική αποζημίωση, που καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αίτηση καθορισμού της αποζημιώσεως κατατίθεται σε προθεσμία είκοσι ημερών από την κοινοποίηση της πράξεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, και εκδικάζεται, κατά προτίμηση, μέσα σε ένα μήνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του π. δ/ τος 341/1978. Για τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως το δικαστήριο εκτιμά ιδίως το ύψος του καταβαλλόμενου μισθώματος του κινηματοθεάτρου και την αξία των κτιριακών και λοιπών εγκαταστάσεων, συνυπολογίζοντας παράλληλα την υπεραξία από την αποκατάσταση των κτισμάτων και την ποιοτική αναβάθμιση με την ανάκτηση του ελεύθερου χώρου στο εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου (φωτισμός, αερισμός, θέα κλπ.). Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως είναι η πρώτη συζήτηση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο και μέχρι το χρόνο αυτόν προσάγονται υποχρεωτικά όλα τα αποδεικτικά μέσα των διαδίκων. Η απόφαση υπόκειται σε έφεση.
9. Η έγγραφη αποδοχή της υπουργικής πράξεως της παραγράφου 7 καθώς και η πάροδος άπρακτης της εικοσαήμερης προθεσμίας προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο παρέχει στο Δημόσιο το δικαίωμα καταλήψεως και κατεδαφίσεως των πρόσθετων κτισμάτων του κινηματοθέατρου και όλων των βοηθητικών του εγκαταστάσεων. Σε περίπτωση δικαστικού καθορισμού της αποζημιώσεως η κατεδάφιση επιτρέπεται με την ειδοποίηση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας ότι εκδόθηκε στο όνομα της ένταλμα πληρωμής του Δημόσιου Ταμείου ή γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων για το ποσό της αποζημιώσεως, όπως αυτό καθορίστηκε με την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Η προθεσμία και η άσκηση ένδικων μέσων δεν αναστέλλει την κατεδάφιση, ούτε επιτρέπεται χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της πρωτόδικης απόφασης.
10. Αν η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία αποδεχθεί ως αποζημίωση, την κατασκευή της εμπορικής στοάς και το έργο μετά την κατεδάφιση, δεν έχει αρχίσει να εκτελείται μέσα στη διετία κατά την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού, αναβιώνει η εικοσαήμερη προθεσμία προσφυγής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο για το δικαστικό καθορισμό της αποζημιώσεως για την κατασκευή της στοάς. Αν κατά την εκπνοή της διετίας το έργο δεν έχει αποπερατωθεί, η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία δικαιούται να ζητήσει το δικαστικό καθορισμό της αποζημιώσεως για την ολοκλήρωση του έργου από αυτή.
11. Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού παύει ισχύουσα οποιαδήποτε προστασία παρέχει η κείμενη νομοθεσία στο μισθωτή του από κατεδάφιση κινηματοθέατρου “Ορφέας” και καταγγέλλεται αυτοδικαίως η μίσθωση. Ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου ο μισθωτής υποχρεούται να παραδώσει ελεύθερο το μίσθιο. Με την παράδοση του μισθίου το Δημόσιο καταβάλλει ως αποζημίωση ποσό δώδεκα εκατομμυρίων (12.000.000) δραχμών.
12. Αν ο μισθωτής αρνείται να παραδώσει ελεύθερο το μίσθιο το Δημόσιο έχει δικαίωμα να ζητήσει την αποβολή του μισθωτή και την παράδοση της χρήσεως του μισθίου από το αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 648 επ. του Κώδ. Πολ. Δικονομίας. Η απόφαση του δικαστηρίου είναι υποχρεωτικά προσωρινώς εκτελεστή και δεν επιτρέπεται να ταχθεί προθεσμία για την απόδοση της χρήσης. Η προθεσμία και η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου, ακόμη και της ανακοπής ερημοδικίας, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Δεν συγχωρείται για οποιοδήποτε λόγο αναστολή εκτέλεσης της απόφασης.
13.”Οι αποβαλλόμενοι κατά την παρ. 5 του παρόντος άρθρου δικαιούνται αποζημίωσης ίσης με είκοσι μισθώματα, εκτός από εκείνους, που παρακωλύουν το έργο της αποκατάστασης, που εξώνονται χωρίς αποζημίωση”. Για την αποβολή από το μίσθιο εφαρμόζονται τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους με έναρξη της διαδικασίας την καταγγελία της μίσθωσης από το Δημόσιο. Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία υποχρεούται να παραδίδει στο Δημόσιο αντίγραφα των μισθωτηρίων συμβολαίων των αποβαλλόμενων για οποιοδήποτε λόγο μισθωτών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 3 παρ. 3 του Ν. 2073/1992, ΦΕΚ Α 126.
14. Οι δαπάνες που προκαλούνται από το άρθρο αυτό αντιμετωπίζονται από τις πιστώσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων για το έργο Αρσακείου.
Άρθρο 16
Στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 264/1976, “περί τροποποιήσεως του Κώδικα των Δικηγόρων, του Κώδικα Συμβ/φων και άλλων τινών διατάξεων”, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 723/1977 “περί τροποποιήσεως διατάξεων του ν. 3026/1954 “περί του Κώδικα των δικηγόρων και άλλων τινών διατάξεων” υπάγονται και οι φοιτητές των νομικών τμημάτων των νομικών σχολών των ημεδαπών πανεπιστημίων, που έγιναν πτυχιούχοι από 25.10.1984 μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού και δε λαμβάνουν σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή. Όσοι εμπίπτουν στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορούν να ζητήσουν μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη της ισχύος του νόμου την εγγραφή τους στα σχετικά βιβλία ασκουμένων, εφόσον έχουν σύμφωνη γνώμη του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Οι παραπάνω, μετά την επιτυχία τους στις εξετάσεις υποψήφιων δικηγόρων, θα διορισθούν δικηγόροι στους ίδιους Δικηγορικούς Συλλόγους που έχουν κάνει την άσκησή τους.
Άρθρο 17
Ο νόμος αυτός αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός από το άρθρο 3, που ισχύει από 1.9.1986.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 22 Σεπτεμβρίου 1986
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ