Νόμος 1655 ΦΕΚ Α΄183/28.11.1986
Κύρωση διεθνούς σύμβασης “για τον τρόπο καταχώρησης στα ληξιαρχικά βιβλία των επωνύμων και των κυρίων ονομάτων”.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 πρα. 1 του Συντάγματος η διεθνής σύμβαση για τον τρόπο καταχώρισης των επωνύμων και των κυρίων ονομάτων στα ληξιαρχικά βιβλία, που υπογράφτηκε στη Βέρνη στις 13 Σεπτεμβρίου 1973 και της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:
ΣΥΜΒΑΣΗ αριθμ. 14
Για την καταχώριση των επωνύμων και κυρίων ονομάτων στα ληξιαρχικά βιβλία, που υπογράφτηκε στη Βέρνη στις 13.9.1973. Τα Κράτη – μέλη της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης που υπογράφουν τη Σύμβαση αυτή, επιθυμώντας να διασφαλίσουν την ομοιόμορφη καταχώριση των επωνύμων και κυρίων ονομάτων στα ληξιαρχικά βιβλία, συμφώνησαν για τις ακόλουθες διατάξεις:
Άρθρο 1
Η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται για την καταχώριση στα ληξιαρχικά βιβλία επωνύμων και κυρίων ονομάτων κάθε προσώπου, οποιαδήποτε και αν είναι η ιθαγένειά του. Η Σύμβαση αυτή δε θίγει την εφαρμογή κανόνων δικαίου που ισχύουν στα Συμβαλλόμενα Κράτη και αφορούν τον καθορισμό των επωνύμων και κυρίων ονομάτων. Η Σύμβαση δε θίγει καθόλου όσες μεταβολές επήλθαν στα επώνυμα και κύρια ονόματα μετά τη σύνταξη των πράξεων και εγγράφων που προσάγονται με σκοπό τη σύνταξη μιας νέας πράξης. Η Σύμβαση δεν εμποδίζει την αρχή που καλείται να συντάξει μία νέα πράξη να διορθώσει τα φανερά σφάλματα σύνταξης που περιέχουν ως προς τα επώνυμα και τα κύρια ονόματα οι πράξεις ή τα έγγραφα που της προσάγονται.
Άρθρο 2
Όταν πρέπει να συνταχθεί μια πράξη σε ληξιαρχικό βιβλίο από Αρχή ενός συμβαλλόμενου Κράτους και προσάγεται για το σκοπό αυτόν αντίγραφο ή απόσπασμα μιας ληξιαρχικής πράξης ή κάποιο άλλο έγγραφο που φέρει τα επώνυμα και τα κύρια ονόματα γραμμένα με χαρακτήρες όμοιους με εκείνους της γλώσσας στην οποία πρέπει να συνταχθεί η πράξη, τα επώνυμα αυτά και τα κύρια ονόματα θα αντιγράφονται κατά γράμμα χωρίς τροποποίηση ούτε μετάφραση. Θα αντιγράφονται επίσης τα διακριτικά σημεία που συνοδεύουν αυτά τα επώνυμα και κύρια ονόματα, ακόμη και αν τα σημεία αυτά δεν υπάρχουν στη γλώσσα στην οποία πρέπει να συνταχθεί η πράξη.
Άρθρο 3
Όταν μια πράξη πρέπει να συνταχθεί σε ληξιαρχικό βιβλίο από Αρχή συμβαλλόμενου Κράτους και προσάγεται για το σκοπό αυτό αντίγραφο ή απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης ή άλλο έγγραφο στο οποίο τα επώνυμα και τα κύρια ονόματα είναι γραμμένα με χαρακτήρες άλλους από εκείνους της γλώσσας στην οποία πρόκειται να συνταχθεί η πράξη τα επώνυμα αυτά και τα κύρια ονόματα θα αντιγράφονται χωρίς καμία μετάφραση με μεταγραμματισμό σε όση έκταση αυτό είναι δυνατό. Εάν υπάρχουν κανόνες που τους συνιστά η Διεθνής Οργάνωση Τυποποίησης (I.S.O.) οι κανόνες αυτοί πρέπει να εφαρμόζονται.
Άρθρο 4
Σε περίπτωση που προσάγονται περισσότερα έγγραφα και υπάρχει μεταξύ τους διαφορά στη γραφή των επωνύμων ή των κυρίων ονομάτων ο ενδιαφερόμενος θα μνημονεύεται σύμφωνα με τις ληξιαρχικές πράξεις ή τα έγγραφα που βεβαιώνουν την ταυτότητα του και έχουν συνταχθεί στην πολιτεία της οποίας ήταν υπήκοος κατά τη σύνταξη της πράξης ή του εγγράφου. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής ο όρος “υπήκοος” περιλαμβάνει τα πρόσωπα που έχουν την υπηκοότητα ορισμένου κράτους καθώς και τους πρόσφυγες και τα πρόσωπα χωρίς ιθαγένεια των οποίων η προσωπική κατάσταση διέπεται από το δίκαιο του Κράτους αυτού.
Άρθρο 5
Αν το εσωτερικό δίκαιο δεν περιέχει αντίθετες σχετικές διατάξεις σε κάθε πράξη που συντάσσεται σε ληξιαρχικό βιβλίο από Αρχή συμβαλλόμενου Κράτους το πρόσωπο που δεν έχει επώνυμο ή το επώνυμό του είναι άγνωστο θα προσδιορίζεται μόνο με τα κύρια ονόματά του. Αν δεν έχει κύρια ονόματα ή αυτά είναι επίσης άγνωστα θα προσδιορίζεται στην πράξη με την ονομασία με την οποία το πρόσωπο είναι γνωστό.
Άρθρο 6
Όταν σε δύο ή περισσότερες πράξεις που έχουν καταχωριστεί σε ληξιαρχικά βιβλία από Αρχές των συμβαλλόμενων Κρατών το ίδιο πρόσωπο φέρεται σε διαφορετικά επώνυμα ή κύρια ονόματα οι αρμόδιες αρχές κάθε συμβαλλόμενου Κράτους θα λάβουν όταν ανακύψει περίπτωση μέτρα για την εξάλειψη των διαφορών. Προς το σκοπό αυτόν οι αρχές των συμβαλλομένων κρατών θα μπορούν να αλληλογραφούν απευθείας μεταξύ τους.
Άρθρο 7
Τα κράτη που υπογράφουν τη Σύμβαση θα γνωστοποιήσουν στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο την τήρηση των διαδικασιών που απαιτούνται για την εφαρμογή της σύμβασης αυτής στο έδαφός τους. Το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα ειδοποιεί τα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης για κάθε γνωστοποίηση κατά την προηγούμενη παράγραφο.
Άρθρο 8
Η Σύμβαση αυτή θα αρχίσει να ισχύει από την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης της δεύτερης γνωστοποίησης και θα παράγει από τότε αποτελέσματα μεταξύ των δυο Κρατών που θα έχουν εκπληρώσει αυτή τη διατύπωση. Για κάθε συμβαλλόμενο Κράτος που θα εκπληρώνει μεταγενέστερα τη διατύπωση που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο, η Σύμβαση αυτή θα παράγει αποτελέσματα την τριακοστή ημέρα ύστερα από την κατάθεση της γνωστοποίησής του.
Άρθρο 9
Η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται αυτοδικαίως σε όλη την έκταση του μητροπολιτικού εδάφους κάθε συμβαλλόμενου Κράτους. Κάθε Κράτος θα μπορεί, κατά την υπογραφή, τη γνωστοποίηση, την προσχώρηση ή και μεταγενέστερα, να δηλώσει με γνωστοποίηση που θα απευθύνεται στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, ότι οι διατάξεις αυτής της Σύμβασης θα εφαρμόζονται σε ένα ή περισσότερα από τα μη μητροπολιτικά εδάφη του ή σε Κράτη ή εδάφη των οποίων έχει αναλάβει τη διεθνή ευθύνη. Το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο Θα ειδοποιεί για την τελευταία αυτή γνωστοποίηση το καθένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης. Οι διατάξεις αυτής της Σύμβασης θα μπορούν να εφαρμοσθούν στο έδαφος ή στα εδάφη που καθορίζονται στη γνωστοποίηση από την εξηκοστή ημέρα ύστερα από την ημερομηνία όπου το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα έχει λάβει αυτή τη γνωστοποίηση. Κάθε Κράτος που θα έχει προωθεί σε δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου θα μπορεί ακολούθως να δηλώσει σε οποιοδήποτε χρόνο, με γνωστοποίηση που θα απευθύνεται στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, ότι η Σύμβαση αυτή θα παύσει να εφαρμόζεται σε ένα ή περισσότερα από τα Κράτη ή τα εδάφη που υποδείχθηκαν στη δήλωση. Το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα ειδοποιεί για τη νέα γνωστοποίηση το καθένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης. Η Σύμβαση θα παύσει να εφαρμόζεται στο παραπάνω Κράτος ή έδαφος την εξηκοστή ημέρα ύστερα από την ημερομηνία όπου το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα έχει λάβει αυτή τη γνωστοποίηση.
Άρθρο 10
Κάθε Κράτος μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Οργανισμού Ενωμένων Εθνών ή κάποιας ειδικευμένης οργάνωσης των Ενωμένων Εθνών θα μπορεί να προσχωρήσει στη Σύμβαση αυτή. Η πράξη προσχώρησης θα κατατίθεται στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Αυτό Θα ειδοποιεί το καθένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης για κάθε κατάθεση πράξης προσχώρησης. Η Σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει για το Κράτος που προσχώρησε την τριακοστή ημέρα ύστερα από την ημερομηνία κατάθεσης της πράξης προσχώρησης. Η κατάθεση της πράξης προσχώρησης δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μετά τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης αυτής.
Άρθρο 11
Η Σύμβαση αυτή θα παραμείνει σε ισχύ χωρίς περιορισμό διαρκείας. Το καθένα από τα συμβαλλόμενα κράτη θα έχει όμως την ευχέρεια να την καταγγείλει οποτεδήποτε με γνωστοποίηση που θα απευθύνεται με έγγραφο στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα πληροφορεί σχετικά τα άλλα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης. Αυτή η ευχέρεια για καταγγελία δεν θα μπορεί να ασκηθεί προτού παρέλθει η προθεσμία ενός έτους από τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 7 ή από την προσχώρηση. Η καταγγελία θα παράγει αποτελέσματα ύστερα από προθεσμία έξι μηνών μετά την ημερομηνία όπου το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα έχει λάβει τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο αυτού του άρθρου. Σε πίστωση των πιο πάνω οι παρακάτω υπογράφοντες αντιπρόσωποι έχοντας τη σχετική εξουσιοδότηση υπέγραψαν αυτή τη Σύμβαση. Έγινε στη Βέρνη στις 13 του Σεπτέμβρη 1973 σε ένα μόνο πρωτότυπο που θα κατατεθεί στα αρχεία του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Συμβουλίου και απ’ όπου ακριβές αντίγραφο θα σταλεί με τη διπλωματική οδό σε καθένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη κα στο Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Δηλώσεις επιφύλαξης
Για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρείται ως υπήκοος κατά την έννοια της Σύμβασης αυτής οποιοσδήποτε είναι Γερμανός κατά την έννοια του θεμελιώδους νόμου για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Για το Βασίλειο των Κάτω Χωρών οι όρο “μητροπολιτικό έδαφος” και “μη μητροπολιτικά εδάφη” που χρησιμοποιούνται στο Κείμενο της Σύμβασης σημαίνουν εν όψει της ισότητας που υπάρχει από την άποψη του Δημοσίου δικαίου μεταξύ των κάτω χωρών του Σουρινάμ και των Ολλανδικών Αντιλλών “έδαφος ευρωπαϊκό” και “εδάφη μη ευρωπαϊκά”.
Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1986
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ