Νόμος 1657 ΦΕΚ Α΄184/28.11.1986

Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης “για τη νομιμοποίηση των τέκνων με γάμο”.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η διεθνής σύμβαση για τη νομιμοποίηση των τέκνων με γάμο, και τα παραρτήματα αυτής Ι και ΙΙ, που υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 10 Σεπτεμβρίου 1970 και της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:

ΣΥΜΒΑΣΗ

Για τη νομιμοποίηση των τέκνων με γάμο, που υπογράφτηκε στη Ρώμη στης 10 Σεπτέμβρη 1970.

Τα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα Σύμβαση, μέλη της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Καταστάσεως, μέλη της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Καταστάσεως, έχοντας την επιθυμία να διευκολύνουν με την υιοθέτηση ομοιόμορφων κανόνων, τη νομιμοποίηση των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο καθώς και την αναγνώριση και δημοσιότητα των νομιμοποιήσεων που έλαβαν χώρα στην αλλοδαπή, συμφώνησαν στις ακόλουθες διατάξεις.

ΤΙΤΛΟΣ Ι

Άρθρο 1

Όταν, σύμφωνα με τις διατάξεις εσωτερικού δικαίου του δικαίου της ιθαγένειας του πατέρα ή της μητέρας ο γάμος τους έχει ως συνέπεια τη νομιμοποίηση ενός τέκνου, γεννημένου χωρίς γάμο, η νομιμοποίηση αυτή είναι έγκυρη στα συμβαλλόμενα Κράτη. Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται τόσο στις νομιμοποιήσεις που απορρέουν από μόνη την τέλεση του γάμου, όσο και τις νομιμοποιήσεις που διαπιστώνονται μεταγενέστερα με δικαστική απόφαση.

Άρθρο 2

Πάντως, κάθε συμβαλλόμενο Κράτος θα μπορεί κατά το χρόνο της υπογραφής, της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 11 ή της προσχώρησης να επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα να μη θεωρήσει τη νομιμοποίηση ως έγκυρη : α) αν έχει αποδειχθεί ότι το τέκνο δε γεννήθηκε από εκείνους που το νομιμοποίησαν, β) αν το δίκαιό του δεν αναγνωρίζει το κύρος του γάμου που τελέσθηκε στο έδαφός του, γ) αν το δίκαιό του δεν αναγνωρίζει το κύρος του γάμου του υπηκόου του. δ) ή αν το τέκνο που γεννήθηκε από έναν υπήκοό του προήλθε από μοιχεία του υπηκόου αυτού. Το δικαίωμα αυτό δε θα μπορεί ν` ασκηθεί στην περίπτωση που το εσωτερικό δίκαιο του κράτους αυτού δε θ`απαγόρευε τέτοια νομιμοποίηση.

Άρθρο 3

Το κύρος μιας νομιμοποίησης σύμφωνης με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου του δικαίου της ιθαγένείας του πατέρα ή της μητέρας δεν είναι δυνατόν ν` αμφισβητηθεί ούτε για λόγους δημόσιας τάξης κάτω από άλλες προϋποθέσεις εκτός από εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 2.

Άρθρο 4

Οι αποφάσεις που εκδόθηκαν σε διαφορές κατά την εφαρμογή του άρθρου 2 δεν είναι δυνατόν να γίνουν αντικείμενο επίκλησης παρά μόνο στο έδαφος του συμβαλλόμενου Κράτους, όπου εκδόθηκαν.

Άρθρο 5

Οι προηγούμενες διατάξεις είναι εφαρμοστέες ως προς όλα τα Κράτη, ακόμα και τα μη συμβαλλόμενα. Οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν την εφαρμογή κανόνων που ισχύουν στα συμβαλλόμενα Κράτη και που θα ήταν ευνοϊκότεροι για τη νομιμοποίηση.

Άρθρο 6

Όταν η ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου συντάχθηκε ή μεταγράφτηκε από το ληξίαρχο ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, ο ληξίαρχος αυτός μνημονεύει τη νομιμοποίηση στα βιβλία του, αφού θα έχει εξακριβωθεί από τον ίδιο ή από την αρχή όπου υπάγεται, ότι συντρέχουν ο όροι που προβλέπονται από την παρούσα Σύμβαση. Η εγγραφή αυτή δεν μπορεί να εξαρτηθεί από καμιά προηγούμενη δικαστική διαδικασία αναγνώρισης. Το ίδιο ισχύει και αν πρόκειται για νομιμοποίηση που διαπιστώθηκε μετά από γάμο με δικαστική απόφαση.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

Άρθρο 7

Όταν ένας γάμος έχει τελεσθεί σ` ένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη και οι σύζυγοι δήλωσαν ότι έχουν ένα η περισσότερα κοινά τέκνα των οποίων η ληξιαρχική πράξη γέννησης έχει συνταχθεί ή μεταγραφεί στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, ο ληξίαρχος του τόπου τέλεσης του γάμου ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή, στέλνει απ` ευθείας ή με τη διπλωματική οδό, στο ληξίαρχο του τόπου, όπου έχει συνταχθεί ή μεταγραφεί η ληξιαρχική πράξη γέννησης, ειδοποίηση, με σκοπό να γίνει μνεία της νομιμοποίησης που θα μπορούσε να προκύψει απ` αυτόν τον γάμο. Στην ειδοποίηση αυτή επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά έγγραφα που διαθέτει. Όταν η νομιμοποίηση διαπιστώθηκε μετά το γάμο με δικαστική απόφαση, η ειδοποίηση διαβιβάζεται με την επιμέλεια του εισαγγελέα ή κάθε άλλης αρμόδιας δημόσιας αρχής. Οι ειδοποιήσεις συντάσσονται σύμφωνα με ένα πολύγλωσσο πρότυπο, που υπόδειγμά του προσαρτάται στην παρούσει Σύμβαση. Οι ειδοποιήσεις αυτές καθώς και τα συνημμένα έγγραφα απαλλάσσονται, από κάθε επικύρωση στα αντίστοιχα εδάφη των συμβαλλόμενων Κρατών.

Άρθρο 8

Τα αποσπάσματα της ληξιαρχικής πράξης γέννησης νομιμοποιουμένου τέκνου πρέπει να έχουν την ίδια μορφή σαν να αφορούσαν νόμιμο τέκνο χωρίς να αφήνουν να φανεί η νομιμοποίηση.

Άρθρο 9

Η εφαρμογή του τίτλου αυτού δεν περιορίζεται στους υπηκόους των συμβαλλόμενων Κρατών.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

Άρθρο 10

Κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης πρέπει να νοείται ως δίκαιο της ιθαγένειας ενός προσώπου το δίκαιο του Κράτους, του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος ή, αν, πρόκειται για πρόσφυγα ή απάτριδα, το δίκαιο που ρυθμίζει την προσωπική του κατάσταση. Για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης εξομοιώνονται προς τους υπηκόους ενός Κράτους οι πρόσφυγες και απάτριδες των οποίων η προσωπική κατάσταση ρυθμίζεται από το δίκαιο του Κράτους αυτού.

Άρθρο 11

Τα συμβαλλόμενα Κράτη θα γνωστοποιούν στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο την τήρηση των διαδικασιών, οι οποίες απαιτούνται από το Σύνταγμά τους για να καταστεί η παρούσα Σύμβαση εφαρμόσιμη στο έδαφός τους. Το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα ειδοποιεί τα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Καταστάσεως για κάθε γνωστοποίηση κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου.

Άρθρο 12

Η παρούσα Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ από την τριακοστή ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία κατάθεσης της δεύτερης γνωστοποίησης και θα παράγει από τότε αποτελέσματα μεταξύ των Κρατών που έχουν εκπληρώσει αυτήν την διατύπωση. Για κάθε συμβαλλόμενο Κράτος που θα εκπληρώνει μεταγενέστερα τη διατύπωση που προβλέπεται από το προηγούμενο άρθρο, η παρούσα Σύμβαση θα παράγει αποτελέσματα από την τριακοστή ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία κατάθεσης της γνωστοποίησής του.

Άρθρο 13

Κάθε Κράτος θα μπορεί, κατά την υπογραφή, τη γνωστοποίηση ή την προσχώρηση, να δηλώνει ότι δε δεσμεύεται να εφαρμόσει τις διατάξεις του πρώτου Τίτλου της παρούσας Σύμβασης. Κάθε Κράτος που έκανε τη δήλωση σύμφωνα με τη διάταξη του 1ου εδαφίου του παρόντος άρθρου θα μπορεί μεταγενέστερα να δηλώσει κάθε στιγμή με γνωστοποίηση απευθυνόμενη προς το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο ότι κι αυτό δεσμεύεται να εφαρμόσει τις διατάξεις του πρώτου τίτλου της παρούσας Σύμβασης. Το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα ειδοποιεί για τη γνωστοποίηση καθένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης. Η δήλωση που προβλέπεται στο εδάφιο 2 του παρόντος άρθρου θα παράγει αποτελέσματα από την τριακοστή ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία κατά την οποία το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα έχει λάβει τη γνωστοποίηση που προαναφέρθηκε.

Άρθρο 14

Οι επιφυλάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 μπορούν ν` ανακληθούν ολικά ή μερικά σε κάθε στιγμή. Η ανάκληση θα γνωστοποιείται στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα ειδοποιεί τα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης για κάθε γνωστοποίηση κατά την έννοια του προηγούμενου εδάφιου.

Άρθρο 15

Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται αυτοδικαίως σε όλη την έκταση του μητροπολιτικού εδάφους κάθε συμβαλλόμενου Κράτους. Κάθε Κράτος θα μπορεί κατά την υπογραφή, τη γνωστοποίηση, την προσχώρηση ή μεταγενέστερα να δηλώσει με γνωστοποίηση απευθυνόμενη προς το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο ότι οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης θα εφαρμόζονται σε ένα ή περισσότερα μη μητροπολιτικά εδάφη του, σε Κράτη ή εδάφη των οποίων έχει τη διεθνή ευθύνη. Το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα ειδοποιεί για τη τελευταία αυτή γνωστοποίηση καθένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης. Οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης θ` αρχίσουν να εφαρμόζονται στο ή στα εδάφη που καθορίζονται στη γνωστοποίηση της εξηκοστή ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία κατά την οποία το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα έχει λάβει τη γνωστοποίηση που προαναφέρθηκε. Κάθε Κράτος που έχει προβεί σε δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου 2 του παρόντος άρθρου θα μπορεί μεταγενέστερα να δηλώσει σε κάθε στιγμή, με γνωστοποίηση απευθυνόμενη προς το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, ότι η παρούσα Σύμβαση θα παύσει να εφαρμόζεται σ` ένα ή περισσότερα Κράτη ή εδάφη υποδεικνυόμενα στη δήλωση. Το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα ειδοποιεί για τη νέα γνωστοποίηση καθένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης. Η Σύμβαση θα παύσει να εφαρμόζεται στο μνημονευόμενο έδαφος την εξηκοστή ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία κατά την οποία το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα έχει λάβει τη γνωστοποίηση που προαναφέρθηκε.

Άρθρο 16

Κάθε Κράτος Μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης ή της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης θα μπορεί να προσχωρεί στην παρούσα Σύμβαση. Η πράξη προσχώρησης θα κατατίθεται στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Αυτό θα ειδοποιεί καθένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης για κάθε κατάθεση πράξης προσχώρησης. Η Σύμβαση θα αρχίζει να ισχύει για το Κράτος που προσχωρεί την τριακοστή ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία κατάθεσης της πράξης προσχώρησης. Η κατάθεση της πράξης προσχώρησης δεν θα μπορεί να γίνει παρά μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης.

Άρθρο 17

Η παρούσα Σύμβαση θα παραμείνει σε ισχύ χωρίς χρονικό περιορισμό. Καθένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη θα έχει πάντως την ευχέρεια να την καταγγείλει σε κάθε στιγμή με έγγραφη γνωστοποίηση απευθυνόμενη στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο που θα πληροφορεί σχετικά τα άλλα συμβαλλόμενα Κράτη και το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης. Η ευχέρεια αυτή για καταγγελία δε θα μπορεί ν` ασκηθεί πριν περάσει προθεσμία ενός έτους υπολογιζόμενη από τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 11 ή την προσχώρηση. Η καταγγελία θα παράγει αποτελέσματα μετά πάροδο έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο θα έχει λάβει τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου. Σε πίστωση των παραπάνω οι υπογράφοντες αντιπρόσωποι, κατάλληλα εξουσιοδοτημένοι, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση. Έγινε στη Ρώμη στις 10 Σεπτεμβρίου 1970 σ` ένα μόνο πρωτότυπο που θα κατατεθεί στ` αρχεία του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Συμβουλίου και του οποίου ένα αντίγραφο θ` αποσταλεί με διπλωματική οδό σε κάθε συμβαλλόμενο Κράτος και στο Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

Δηλώσεις επιφύλαξης:

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δηλώνει σύμφωνα με το άρθρο 2, εδάφια α) και β) ότι επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα να μη θεωρήσει έγκυρη τη νομιμοποίηση:

α) Αν έχει αποδειχτεί ότι το τέκνο δε γεννήθηκε από εκείνους που το νομιμοποίησαν αλλά μόνο στην περίπτωση όπου η έλλειψη δεσμού καταγωγής πιστοποιείται είτε από γερμανική δικαστική απόφαση, είτε από αλλοδαπή δικαστική απόφαση που μπορεί να αναγνωρισθεί στη Γερμανία.

β) Αν σύμφωνα με το γερμανικό Δίκαιο ο γάμος του Γερμανού υπηκόου είναι ανυπόστατος. Η Αυστριακή Δημοκρατία δηλώνει σύμφωνα με το άρθρο 2 εκτός από άλλες ενδεχόμενες επιφυλάξεις κατά τη στιγμή της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 11 – ότι επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα να μη θεωρήσει έγκυρη τη νομιμοποίηση, αν έχει αποδειχθεί ότι το τέκνο δε γεννήθηκε από εκείνους που το νομιμοποίησαν. Το Βασίλειο της Ελλάδας δηλώνει σύμφωνα με το άρθρο 2 ότι επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να μη θεωρήσει έγκυρη τη νομιμοποίηση:

α) αν έχει αποδειχτεί ότι το τέκνο δε γεννήθηκε από εκείνους που το νομιμοποίησαν,

β) αν το ελληνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει το κύρος του γάμου που τελέσθηκε στο ελληνικό έδαφος,

γ) αν το ελληνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει το κύρος του γάμου που τελέσθηκε από έναν Έλληνα υπήκοο.

Η Ιταλική Δημοκρατία δηλώνει σύμφωνα με το άρθρο 13 ότι δεν δεσμεύεται να εφαρμόσει τις διατάξεις του πρώτου τίτλου της παρούσας Σύμβασης. Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δηλώνει σύμφωνα με το άρθρο 13 ότι δεν δεσμεύεται να εφαρμόσει τις διατάξεις του πρώτου τίτλου της παρούσας Σύμβασης. Όσον αφορά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών οι όροι “Μητροπολιτικό έδαφος” και “Μη Μητροπολιτικά εδάφη” που χρησιμοποιούνται στο κείμενο της Σύμβασης σημαίνουν, ενόψει της ισότητας που υπάρχει από άποψη δημοσίου δικαίου μεταξύ των Κάτω Χωρών του Σουρινάμ και των Ολλανδικών Αντιλλών, “Ευρωπαϊκό `Έδαφος” και “Μη ευρωπαϊκά εδάφη”. Όσον αφορά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών οι όροι “Μητροπολιτικό έδαφος” και “Μη Μητροπολιτικά εδάφη” που χρησιμοποιούνται στο κείμενο της Σύμβασης σημαίνουν, ενόψει της ισότητας που υπάρχει από άποψη δημοσίου δικαίου μεταξύ των Κάτω Χωρών, του Σουρινάμ και των Ολλανδικών Αντιλλών, “Ευρωπαϊκό Έδαφος” και “Μη ευρωπαϊκά εδάφη”. Η Ελβετική Ομοσπονδία δηλώνει κατ` εφαρμογή του άρθρου 2 ότι επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα να μη θεωρήσει έγκυρη τη νομιμοποίηση:

α) αν έχει αποδειχθεί ότι το τέκνο δε γεννήθηκε από εκείνους που το νομιμοποίησαν,

β) αν το ελβετικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει το κύρος του γάμου που τελέσθηκε στο ελβετικό έδαφος, γ) αν το ελβετικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει το κύρος του γάμου Ελβετού υπηκόου.

Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1986

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ