ΝΟΜΟΣ 539/1945
ΦΕΚ 229/Α/6.9.1945
Άρθρο 1
1. Αι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται υπέρ των αντί μισθού απασχολουμένων εις επιχειρήσεις ή εργασίας, ασκουμένας επί κέρδει βιομηχανικής, βιοτεχνικής και εμπορικής φύσεως, διενεργείας μεταφορών ή φορτοεκφορτώσεως, ασχέτως της μορφής ή του χαρακτήρος (δημοσίου ή ιδιωτικού) της οργανώσεώς των ως και εις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, εις νοσηλευτικά ή άλλα ιδρύματα ή οργανισμούς, ή οιαδήποτε άλλα έργα διεξαγόμενα δια λογαριασμόν ιδιωτών, νομικών προσώπων, οργανισμών δημοσίου δικαίου ή του Δημοσίου, εις σωματεία, συνεταιρισμούς, θεάματα και λέσχας.
2. Δια διαταγμάτων, προκαλουμένων υπό του Υπουργού Εργασίας, μετά σύμφωνον γνώμην του Συμβουλίου Εργασίας, δύναται να ορισθή ότι οι διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουν και υπέρ των προσώπων, των αντί μισθού απασχολουμένων εις τας ναυτιλιακάς, τας αλιευτικάς, τας γεωργικάς, κτηνοτροφικάς ή δασικάς επιχειρήσεις ως και υπέρ του οικοσίτου υπηρετικού ή άλλου προσωπικού και να εξασφαλισθή ειδικώτερον η υπέρ του οικοσίτου υπηρετικού ή άλλου προσωπικού και να εξασφαλισθή ειδικώτερον η υπέρ αυτών εφαρμογή του.
3. Δεν υπόκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος:
α) Τα πρόσωπα τ΄ απασχολούμενα εις επιχειρήσεις, εργασίας ασκουμένας επί κέρδει κλπ. της παραγράφου 1, εις τας οποίας απασχολούνται μόνον τα μέλη της οικογενείας του εργοδότου, και
β) Τα πρόσωπα, τα αντί μισθού απασχολούμενα εις δημοσίας ή δημοσίου χαρακτήρος υπηρεσίας ή εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, εφ΄ όσον οι σχετικοί κανονισμοί δίδουν εις αυτά δικαίωμα εις ετησίαν άδειαν μετ΄ αποδοχών, διαρκείας τουλάχιστον ίσης προς εκείνην της αδείας, της προβλεπομένης υπό του παρόντος Νόμου.
4. Εν τοις επομένοις οι όροι: α) υποκείμενη επιχείρησις, β) εργοδότης, γ) μισθωτός σημαίνουν αντιστοίχως, χάριν συντομίας:
α) Τας επιχειρήσεις, εργασίας ασκουμένας επί κέρδει κλπ. Της παραγράφου 1.
β) Τον κύριον, διευθυντήν εντεταλμένον ή επιτετραμμένον υποκειμένης επιχειρήσεως.
γ) Υπάλληλον, τεχνίτην, εργάτην, μαθητευόμενον ή υπηρέτην, αντί μισθού απασχολουμένου εις υποκειμένην επιχείρισιν.
Άρθρο 2
1. Κάθε μισθωτός, μετά από συνεχή απασχόληση τουλάχιστο δώδεκα μηνών (βασικός χρόνος) σε υπόχρεη επιχείρηση δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος άδεια με αποδοχές 24 εργάσιμες ήμέρες και αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας 20 εργάσιμες ημέρες, χωρίς να υπολογίζεται σ΄ αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μια εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του βασικού χρόνου μέχρι τις 26 εργάσιμες ημέρες και για τους προαναφερόμενους μισθωτούς επιχειρήσεων με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας μέχρι τις 22 εργάσιμες ημέρες.
2. Σε περίπτωση διαλείπουσας εργασίας ή εκ περιτροπής εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται, μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης σχέσης εργασίας στην επιχείρηση, κάθε ημερολογιακόν έτος, άδεια με αποδοχές ίση με το ένα δωδέκατο της άδειας που προβλέπεται από αυτόν το νόμο ή άλλη ειδικότερη διάταξη, για κάθε μήνα απασχόλησης από την πρόσληψή του, αν ή άδεια χορηγείται για πρώτη φορά, ή από τη λήψη της άδειας του προηγούμενου έτους, μέχρι την ημέρα έναρξης της άδειας.
Για την εφαρμογή του προηγουμένου εδαφίου ως μήνας λογίζονται 25 ημέρες απασχόλησης. Αν προκύπτει, κατά τον υπολογισμό αυτής της παραγράφου, κλάσμα χρόνου άδειας, που υπερβαίνει τη μισή ημέρα, το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα.
3. Δεν περιλαμβάνονται εις την ετησίαν άδειαν μετ΄ αποδοχών:
α) Αι επίσημοι ή αι κατά έθιμον εορτάσιμοι ημέραι και
β) Αι διακοπαί εργασίας, αι οφειλόμεναι εις ασθένειαν.
4. Τα ανώτατα όρια διαρκείας της αδείας μετ΄ αποδοχών, τα καθοριζόμενα εις την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου εις 26, 16, 18 και 12 εργασίμους ημέρας περιορίζονται αντιστοίχως μέχρι του τέλους του έτους 1946 εις 21, 13, 15 και 10 εργασίμους ημέρας.
5. ………………………………..
6. Δια τον υπολογισμόν του, περί του ανωτέρω, χρόνου απασχολήσεως, τα διαστήματα, καθ΄ ά ο μισθωτός απέσχεν ή απέχει της απασχολήσεώς του παρά τη υποκειμένη επιχειρήσει, λόγω βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθενείας στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας, δεν θεωρούνται ως χρόνος μη απασχολήσεως ουδέ συμψηφίζονται προς τας ημέρας αδείας, ών ούτοι δικαιούνται.
7. Τυχόν ευμενέστεροι όροι χορηγήσεως αδειών εις μισθωτούς, περιεχόμενοι εις συλλογικάς συμβάσεις, κανονισμούς ή άλλας διατάξεις, δεν θίγονται υπό του παρόντος.
8. Δια διατάγματος, προκαλουμένου υπό του Υπουργού Εργασίας, μετά γνώμην του Συμβουλίου Εργασίας, θέλουσιν ορισθή αι προϋποθέσεις χορηγήσεως αδειών εις τους μισθωτούς των εποχιακώς λειτουργουσών υποκειμένων επιχειρήσεων του άρθρου 1 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου.
Άρθρο 3
1. Κατά την διάρκειαν της αδείας ο μισθωτός δικαιούται, των συνηθών αποδοχών, ών θα εδικαιούτο εάν απησχολείτο παρά τη υποκειμένη επιχειρήσει κατά τον αντίστοιχον χρόνον ή των αποδοχών των τυχόν δια την περίπτωσιν ταύτην καθωρισμένων δια συλλογικής συμβάσεως.
2. Δια τον κατ΄ αποκοπήν ή κατ΄ άλλον σύστημα κυμαινομένων αποδοχών αμειβόμενον μισθωτόν, αι αποδοχαί, ών δικαιούται κατά την διάρκειαν της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιζομένων των κατά μέσον όρον από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ή προκειμένου περί αδείας χορηγουμένης το πρώτον, από της προσλήψεως, μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών αι οποίοι περιλαμβάνονται εις την χορηγηθείσαν αυτών άδειαν.
3. Εν τη εννοία των αποδοχών περιλαμβάνονται και αι παντός είδους πρόσθετοι ή συμπληρωματικαί τακτικαί παροχαί (αντίτιμον τροφής, επιδόματα κλπ.) (πλήν της τυχόν παρεχομένης κατοικίας).
4. Δια τους μισθωτούς, τους αμειβομένους επί ποσοστοίς, εις βάρος των πελατών των επιχειρήσεων,ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής εις αυτούς των αποδοχών, ων δικαιούνται κατά τον χρόνον της αδείας, θέλει ορισθή δια Διατάγματος, προκαλουμένου υπό του Υπουργού Εργασίας, μετά γνώμην του Συμβουλίου Εργασίας.
5. Δια Δ/τος προκαλουμένου παρά του Υπουργού Εργασίας μετά γνώμην του Συμβουλίου Εργασίας δύναται να συσταθή υπό τύπον αυτοτελούς λογαριασμού παρά των Ιδρύματι των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή παρά τη Εργατική Εστία ή άλλων ασφαλιστικών Οργανισμών ή εις ίδιον Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου “Κεφάλαιον υπέρ των αδειούχων μισθωτών “αποβλέπον εις την καταβολήν εις τους εις άδειαν μισθωτούς είτε του όλου ή μέρους των αποδοχών, ών θα δικαιούνται ούτοι κατά τον χρόνον της αδείας των δι΄ αντιστοίχου απαλλαγής του οικείου εργοδότου, είτε προσθέτου επιδόματος αδείας ουδέποτε ανωτέρου του τρίτου των προαναφερομένων αποδοχών είτε και εις αμφοτέρους τους εν λόγω σκοπούς.
6. Εις περίπτωσιν, καθ΄ ήν ήθελεν ορισθή, ότι το όλον των αποδοχών εις τους εις άδειαν μισθωτούς θα καταβάλληται υπό του Κεφαλαίου υπέρ των αδειούχων μισθωτών η δωδεκάμηνος συνεχής απασχόλησις του άρθρου 2 παράγ. 1 δεν είναι απαραίτητον να είχε διανυθή παρά των αυτώ εργοδότη.
7. Δια Διαταγμάτων, προκαλουμένων υπό του Υπουργού Εργασίας, θέλουσιν ορισθή τα της διοικήσεως και διαχειρίσεως και τρόπου λειτουργίας και εκπληρώσεως των σκοπών του Κεφαλαίου υπέρ των αδειούχων μισθωτών οι πόροι αυτού εξ εισφορών των εργοδοτών και τα της επ΄ αυτού ασκήσεως υπό του Υπουργού Εργασίας της πολιτειακής εποπτείας και του διαχειριστικού ελέγχου.
8. Αι αποδοχαί μετά του επιδόματος αδείας, προκαταβάλλονται εις τον μισθωτόν κατά την έναρξιν της αδείας”.
Άρθρο 4
1. Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήση την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως.
Πάντως το ήμισυ τουλάχιστον των κατ΄ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικιαουμένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος.
Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ΄ αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχη την άδειαν έστω και εάν δεν εζητήθη αύτη υπό του μισθωτού.
2. Επί πάσης διαφοράς, αφορώσης τον αριθμόν και την σειράν των δικαιουμένων αδείας μισθωτών, την διάρκειαν της εις έκαστον τούτων χορηγητέας αδείας, και την χρονικήν περίοδον χορηγήσεως ταύτης αποφαίνονται τριμελείς Επιτροπαί εκ του Επιθεωρητού ή Επόπτου Εργασίας και όπου δεν υφίστανται τοιούτοι, εξ ενός δημοσίου υπαλλήλου, εκ του οικείου εργοδότου ή του αντιπροσώπου του και εξ ενός αντιπροσώπου του προσωπικού της επιχειρήσεως ή της τοπικής γενικωτέρας ή σοβαρωτέρας επαγγελματικής οργανώσεως εργατών ή υπαλλήλων, αναλόγως.
Τας Επιτροπάς ταύτας συνιστούν ο Υπουργός Εργασίας, οι Γενικοί Διοικηταί και οι Νομάρχαι, επί τη αιτήσει των ενδιαφερομένων.
3. Δια να διευκολύνεται η πραγματική εφαρμογή του παρόντος νόμου,έκαστος εργοδότης οφείλει να εγγράφη εις ειδικόν βιβλίον τηρούμενον κατά τας υποδείξεις του Υπουργού Εργασίας:
α) την ημερομηνία εισόδου εις την υπηρεσίαν του των παρ΄ αυτών απασχολουμένων μισθωτών και την χρονικήν διάρκειαν της αδείας, της οποίας έκαστος τούτου δικαιούται,
β) τας χρονολογίας, κατά τας οποίας εχορηγήθη εις έκαστον τούτον η άδεια και εις έκαστον μισθωτόν, δια τον χρόνον της χορηγηθείσης εις αυτόν αδείας.
Το εν λόγω βιβλίον δέον να είναι εις την διάθεσιν των Επιθεωρητών και Εποπτών Εργασίας και των αρμοδίων Αστυνομικών οργάνων, των ασκούτων την εποπτείαν και τον έλεγχον της εφαρμογής του παρόντος.
Άρθρο 5
1. Πάσα συμφωνία μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, περιλαμβάνουσα την εγκατάλειψιν του εις άδειαν δικαιώματος του μισθωτού ή την παραίτησιν τούτου από του εν λόγω δικαιώματος, και εάν προβλέπη την καταβολήν εις αυτόν επηυξημένης αποζημιώσεως, θεωρείται ανύπαρκτος.
Επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ΄ έτος αδείας του, υποχρεούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας, ηύξημένας κατά 100%.
2. Εις πάντα μισθωτόν, αναλαμβάνοντα έμμισθον απασχόλησιν κατά την διάρκειαν της ετησίας αδείας του, ο απασχολήσας τούτον εργοδότη δικαιούται να μη καταβάλλη αμοιβήν δια το αντίστοιχον χρονικόν διάστημα.
3. ………………………
4. Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας με οποιοδήποτε τρόπο η λήξης της εποχιακής απασχόλησης προτού συμπληρωθεί δωδεκάμηνο στη σχέση εργασίας. Οι μισθωτοί δικαιούνται από τον εργοδότη τους 2 (δυο) ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης τους, ανεξάρτητα από τυχόν οφειλομένη σ΄ αυτούς αποζημίωση για άλλο λόγο.
Για απασχόληση μικρότερη από ένα μήνα καταβάλλεται ανάλογα κλάσμα.
Για την εφαρμογή των προηγουμένων εδαφίων, προκειμένου για μισθωτούς που παρέχουν εργασία εκ περιτροπής ή διαλείπουσα ως μήνας λογίζονται είκοσι πέντε (25) ημέρες απασχόλησης”.
5. Αν λυθεί η σχέση εργασίας μισθωτού με οποιοδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια.
Ειδικότερα για τους απασχολουμένους εποχιακά σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της χώρας, ορίζεται ότι κατά τη λήξη της εποχιακής τους απασχόλησης με οποιονδήποτε τρόπο δικαιούνται αποδοχών αδείας δύο (2) ημερών κατά μήνα απασχόλησης, ανεξάρτητα από τυχόν οφειλόμενη σε αυτούς αποζημίωση για άλλο λόγο. Για απασχόληση μικρότερη από μήνα καταβάλλεται ανάλογο κλάσμα.
Ο χρόνος της ετήσιας άδειας δεν θα υπερβαίνει τον ένα (1 ) μήνα ετησίως. Ο χρόνος της άδειας αυτής είναι χρόνος εν ασφαλίσει, οι δε αποδοχές υπόκεινται στις νόμιμες υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων κρατήσεις, αναγνωρίζονται δε ως ημέρες πού διανύθηκαν σε καθεστώς απασχόλησης από τον Ο.Α.Ε.Δ.
6. Απαγορεύεται εις τον εργοδότην ν΄ απολύση τον μισθωτόν, διαρκούσης της χορηγηθείσης εις τούτον αδείας.
7. Αι παραβάσεις των ορισμών του παρόντος νόμου εκδικάζονται, επί τη εγκλήσει των εποπτευόντων την εφαρμογήν του δημοσίων οργάνων ή παντός έχοντος συμφέρον, κατά τας διατάξεις του Ν. Διατάγματος της 25/11/1923 “περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τιμών απ΄ αυτοφώρω και τιμωρούνται κατά το άρθρον 3 του Νόμου ΓπΛΔ” “περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας ως ετροποποιήθη δια του άρθρου 13 του νόμου 2943 του 1922, του ποσού της εν αυτών οριζομένης χρηματικής ποινής δεκαπλασιαζομένης.
Άρθρο 6
1. Από της 1ης Ιανουαρίου 1946 το άρθρον 18 του νόμου 3502 του 1923 “περί χρονικών ορίων εις τα καταστήματα” καταργείται.
2. Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται είκοσιν ημέρας μετά την δημοσίευσίν του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.