Νόμος 1844 ΦΕΚ Α΄100/25.4.1989

Κύρωση σύμβασης για  τη ναυτική έρευνα, διάσωση και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδουμε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 1
Κύρωσις
Με την επιφύλαξη που αναφέρεται στο άρθρο 2 του νόμου αυτού,  κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του  Συντάγματος η “Διεθνής σύμβαση για τη ναυτική έρευνα και διάσωση  1979”, που υπογράφτηκε στου Αμβούργο της 27η Απριλίου 1979 μαζί με το  παράρτημα που επισυνάπτεται, τα κείμενα των οποίων σε πρωτότυπο στην  αγγλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχουν ως εξής:

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΩΣΗ, 1979

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ,  ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΟΝΤΑΣ τη μεγάλη σημασία που αποδίδεται σε διάφορες  συμβάσεις σχετικά με την παροχή βοήθειας σε άτομα που κινδυνεύουν στη  θάλασσα και την καθιέρωση από κάθε παράκτιο Κράτος επαρκών και  αποτελεσματικών ρυθμίσεων για επιτήρηση των ακτών και για υπηρεσίες  έρευνας και διάσωσης.

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη Σύσταση υπ` αριθ. 40 που υιοθετήθηκε από τη Διεθνή  Διάσκεψη για Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη θάλασσας, 1960, η οποία  αναγνωρίζει τη σκοπιμότητα συντονιστικών ενεργειών για την ασφάλεια  πάνω και υπεράνω της επιφάνειας της θάλασσας, μεταξύ ενός αριθμού  διακυβερνητικών οργανισμών.

ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να αναπτύξουν και να προάγουν τις δραστηριότητες αυτές  με την καθιέρωση ενός διεθνούς σχεδίου ναυτικής έρευνας και διάσωσης  που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ναυτιλιακής κίνησης για τη  διάσωση ατόμων που κινδυνεύουν στη θάλασσα.

ΕΥΧΟΜΕΝΑ την προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των οργανισμών έρευνας  και διάσωσης όλου του κόσμου και μεταξύ εκείνων που συμμετέχουν σε  επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης στη θάλασσα.

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τα ακόλουθα:

Άρθρο I

Γενικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση

Τα Μέρη αναλαμβάνουν να υιοθετήσουν όλα τα νομοθετικά ή άλλα  κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για να τεθεί σε πλήρη ισχύ η Σύμβαση  και το Παράρτημά της, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Σύμβασης. Αν  δεν προβλέπεται ρητά διαφορετικά αναφορά στη Σύμβαση αποτελεί  ταυτόχρονα αναφορά στο Παράρτημά της.

Άρθρο II

Άλλες συνθήκες ερμηνείας

1. Τίποτα μέσα στη Σύμβαση δεν θίγει την κωδικοποίηση και ανάπτυξη  του Δικαίου της θάλασσας από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το  Δίκαιο της θάλασσας, η οποία συγκλήθηκε σύμφωνα με την απόφαση 2750  (ΧΧV) της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων `Εθνών, ούτε τις παρούσες ή  τις μελλοντικές απαιτήσεις και νομικές απόψεις οποιουδήποτε Κράτους  αναφορικά με το δίκαιο της θάλασσας και τη φύση και έκταση της  δικαιοδοσίας του παράκτιου και του κράτους σημαίας.

2. Καμμιά διάταξη της σύμβασης δεν ερμηνεύεται ότι θίγει  υποχρεώσεις ή δικαιώματα σκαφών όπως αυτά προβλέπονται σε άλλα διεθνή  κείμενα.

Άρθρο III

Τροποποιήσεις

1. Η Σύμβαση μπορεί να τροποποιηθεί με οποιαδήποτε από τις  διαδικασίες που προορίζονται στις ακόλουθες παραγράφους (2) και (3).

2. Τροποποίηση μετά από εξέταση στα πλαίσια του Διακυβερνητικού  Ναυτιλιακού Συμβουλευτικού Οργανισμού (από δω και πέρα αποκαλουμένου  Οργανισμού):

(α) Κάθε τροποποίηση που προτείνεται από ένα Μέρος και διαβιβάζεται  στον Γεν. Γραμματέα του Οργανισμού (από δω και πέρα αποκαλούμενο  Γενικό Γραμματέα) ή κάθε τροποποίηση που θεωρείται αναγκαία από το  Γενικό Γραμματέα σαν αποτέλεσμα τροποποίησης σε μια αντίστοιχη διάταξη  του Παραρτήματος 12 της Σύμβασης για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία,  κοινοποιείται σ` όλα τα Μέλη του Οργανισμού και σ` όλα τα Μέρη έξι  τουλάχιστον μήνες πριν την εξέταση της από την Επιτροπή Ναυτικής  Ασφάλειας του Οργανισμού.

(β) Τα Μέρη, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι Μέλη του Οργανισμού,  δικαιούνται να συμμετέχουν στις εργασίες της Επιτροπής Ναυτικής  Ασφάλειας για την εξέταση και την υιοθέτηση των τροποποιήσεων.

(γ) Οι τροποποιήσεις υιοθετούνται με την πλειοψηφία των 2/3 των  Μερών που είναι παρόντα και ψηφίζουν στην Επιτροπή Ναυτικής Ασφαλείας  με τον όρο ότι τουλάχιστον το 1/3 των Μερών θα παρευρίσκεται κατά το  χρόνο υιοθέτησης της τροποποίησης.

(δ) Οι τροποποιήσεις που υιοθετούνται σύμφωνα με την υποπαράγραφο  (γ) κοινοποιούνται από το Γεν. Γραμματέα σ όλα τα Μέρη για αποδοχή.

(ε) Τροποποίηση σ` ένα άρθρο ή στις παραγράφους 2.1.4, 2.1.5,  2.1.7, 2.1.10, 3.1.2 ή 3.1.3,του Παραρτήματος θεωρείται ότι έγινε  αποδεκτή την ημερομηνία κατά την οποία ο Γενικός Γραμματέας έλαβε  έγγραφο αποδοχής από τα 2/3 των Μερών.

(στ) Τροποποίηση στο Παράρτημα εκτός των παραγράφων 2.1.4, 2.1.5,  2.1.7, 2.1.10, 3.1.2 ή 3.1.3, θα θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή μετά την  παρέλευση ενός έτους από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στα Μέρη για  αποδοχή. Όμως, αν μέσα στην περίοδο αυτή του ενός έτους περισσότερα  από το 1/3 των Μερών ανακοινώσουν στο Γενικό Γραμματέα ότι  αντιτίθενται στην τροποποίηση, η τροποποίηση θα θεωρηθεί ότι δεν έχει  γίνει αποδεκτή.

(ζ) Τροποποίηση ενός άρθρου ή στις παραγράφους 2.1.4, 2.1.5, 2.1.7,  2.1.10, 3.1.2 ή 3.1.3, του παραρτήματος τίθεται σε ισχύ:

(1) Σε σχέση με τα Μέρη που την έχουν αποδεχθεί, έξη μήνες μετά  την ημερομηνία που θεωρείται ότι έχει γίνει η αποδοχή.

(ii) Σε σχέση με τα Μέρη εκείνα τα όποια την αποδέχονται μετά την  πλήρωση του όρου της υποπαραγράφου (ε) και πριν αρχίσει η ισχύς της  τροποποίησης, την ημερομηνία που αρχίζει η ισχύς της τροποποίησης.

(iii) Σε σχέση με τα Μέρη εκείνα τα οποία την αποδέχονται μετά την  ημερομηνία που αρχίζει η ισχύς της τροποποίησης, 30 ημέρες μετά την  κατάθεση του εγγράφου αποδοχής.

(η) τροποποίηση στο Παράρτημα εκτός των παραγράφων 2.1.4, 2.1.5,  2.1.7, 2.1.10, 3.1.2 ή 3.1.3, τίθεται σε ισχύ σε σχέση με όλα τα Μέρη,  εκτός από εκείνα που έχουν αντιταχθεί στην τροποποίηση βάσει της  υποπαραγράφου (στ) και τα οποία δεν έχουν αποσύρει τις αντιρρήσεις,  έξι μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι έγινε η  αποδοχή. Όμως, πριν την ημερομηνία που καθορίστηκε για τη θέση σε  ισχύ, οποιοδήποτε Μέρος μπορεί να ειδοποιήσει το Γεν. Γραμματέα ότι  εξαιρεί τον εαυτόν του από την εφαρμογή τής τροποποίησης για μια  περίοδο μέχρι ενός έτους, από την ημερομηνία που αρχίζει η ισχύς της ή  για μεγαλύτερη χρονική περίοδο που θα καθορισθεί με πλειοψηφία 2/3 των  Μερών που είναι παρόντα και ψηφίζουν στην Επιτροπή Ναυτικής Ασφάλειας  κατά το χρόνο υιοθέτησης της τροποποίησης.

3. Τροποποίηση από διάσκεψη:

(α) Με αίτηση ενός Μέρους για την οποία συμφώνησε τουλάχιστον το  1/3 από τα Μέρη, ο Οργανισμός θα συγκαλεί διάσκεψη των Μερών για την  εξέταση τροποποιήσεων στη Σύμβαση. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις  κοινοποιούνται από το Γενικό Γραμματέα σ` όλα τα Μέρη 6 τουλάχιστον  μήνες πριν από την εξέταση τους από τη διάσκεψη.

(β) Οι τροποποιήσεις υιοθετούνται από μια τέτοια διάσκεψη από την  πλειοψηφία των 2/3 από τα Μέρη που είναι παρόντα και ψηφίζουν με τον  όρο ότι τουλάχιστον το 1/3 των Μερών θα παρευρίσκεται κατά το χρόνο  υιοθέτησης της τροποποίησης. Οι τροποποιήσεις που υιοθετήθηκαν με  αυτόν τον τρόπο, κοινοποιούνται από το Γενικό Γραμματέα σ όλα τα Μέρη  για αποδοχή.

(γ) Αν δεν αποφασίσει διαφορετικά η διάσκεψη, η τροποποίηση  θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή και τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με τις  διαδικασίες που περιγράφονται τις υποπαραγράφους (2)(ε), 2(στ), (2)(ζ)  και (2)(η) αντίστοιχα, με τον όρο ότι η αναφορά στην υποπαράγραφο  (2)(η) στην Επιτροπή Ναυτικής Ασφάλειας διευρυνθείσα σύμφωνα με τη  υποπαράγραφο (2)(β) εκλαμβάνεται ότι εννοεί αναφορά στη διάσκεψη.

4. Κάθε δήλωση αποδοχής ή αντίθεσης σε μια τροποποίηση ή οποιαδήποτε  ειδοποίηση που έχει δοθεί σύμφωνα με την παράγραφο (2)(η) υποβάλλεται  εγγράφως στο Γενικό Γραμματέα ο οποίος θα ενημερώνει όλα τα Μέρη για  οποιαδήποτε τέτοια υποβολή και για την ημερομηνία παραλαβής της.

5. Ο Γενικός Γραμματέας πληροφορεί τα Κράτη για όλες τις  τροποποιήσεις που τίθενται σε ισχύ, μαζί με την ημερομηνία κατά την  οποία κάθε τέτοια τροποποίηση τίθεται σε ισχύ.

Άρθρο IV

Υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση και προσχώρηση

1. Η Σύμβαση παραμένει ανοικτή για υπογραφή στα Κεντρικά Γραφεία  του Οργανισμού από την 1η Νοεμβρίου 1979 μέχρι 31 Οκτωβρίου 1980 και  μετέπειτα παραμένει ανοικτή για προσχώρηση. Τα Κράτη μπορούν να γίνουν  μέλη της Σύμβασης με:

(α) υπογραφή χωρίς επιφύλαξη ως προς την επικύρωση, αποδοχή ή  έγκριση, ή

(β) υπογραφή υποκείμενη σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση και  ακολουθούμενη από επικύρωση αποδοχή ή έγκριση ή

(γ) προχώρηση.

2. Η επικύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση θα επιτυγχάνεται με  την κατάθεση εγγράφου για το σκοπό αυτό στο Γενικό Γραμματέα.

3. Ο Γενικός Γραμματέας ενημερώνει τα Κράτη για κάθε υπογραφή ή  κατάθεση εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης και για  την ημερομηνία της κατάθεσης.

Άρθρο V

Θέση σε ισχύ

1. Η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ 12 μήνες μετά την ημερομηνία κατά την  οποία 15 Κράτη έγιναν Μέρη σ αυτή σύμφωνα με το άρθρο IV.

2. Η ισχύς για τα Κράτη τα οποία επικυρώνουν, αποδέχονται,  εγκρίνουν ή προσχωρούν στη Σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο IV και αφού ο  όρος της παραγράφου 1 έχει εκπληρωθεί και πριν ακόμα η Σύμβαση τεθεί  σε ισχύ, αρχίζει κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης.

3. Η ισχύς για τα Κράτη τα οποία επικυρώνουν, αποδέχονται,  εγκρίνουν ή προσχωρούν στη Σύμβαση μετά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ  της Σύμβασης, αρχίζει 30 ημέρες μετά την ημερομηνία κατάθεσης ενός  εγγράφου σύμφωνα με το άρθρο IV.

4. Οποιοδήποτε έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης  κατατίθεται, μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος μιας τροποποίησης της  Σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο III θα εφαρμόζεται στη Σύμβαση, όπως αυτή  τροποποιήθηκε, και η Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε, τίθεται σε ισχύ για  το Κράτος που καταθέτει τέτοιο έγγραφο 30 ημέρες μετά την ημερομηνία  κατάθεσής του.

5. Ο Γενικός Γραμματέας πληροφορεί τα Κράτη για την ημερομηνία που  θα αρχίσει να ισχύει η Σύμβαση.

Άρθρο VI

Καταγγελία

1. Η Σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί από οποιοδήποτε Μέρος σε  οποιοδήποτε χρόνο μετά παρέλευση πέντε ετών από την ημερομηνία που  αρχίζει να ισχύει η Σύμβαση για το Μέρος αυτό.

2. Η καταγγελία πραγματοποιείται με την κατάθεση εγγράφου  καταγγελίας στο Γεν. Γραμματέα που γνωστοποιεί στα Κράτη τη λήψη  οποιουδήποτε εγγράφου καταγγελίας και την ημερομηνία παραλαβής του,  καθώς επίσης και την ημερομηνία που αρχίζει να ισχύει η καταγγελία  αυτή.

3. Μια καταγγελία τίθεται σε ισχύ σ` ένα έτος ή και σε μεγαλύτερο  χρονικό διάστημα που θα μπορεί, να καθορίζεται στο έγγραφο  καταγγελίας, μετά την παραλαβή της από το Γενικό Γραμματέα.

Άρθρο VII

Κατάθεση και καταχώρηση

1. Η Σύμβαση κατατίθεται στο Γεν. Γραμματέα που διαβιβάζει  κυρωμένα αντίγραφά της στα Κράτη.

2. Μόλις η Σύμβαση τεθεί σε ισχύ, ο Γενικός Γραμματέας, διαβιβάζει  το κείμενό της στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για καταχώριση  και δημοσίευση σύμφωνα με το άρθρο 102 του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών.

Άρθρο VII

Γλώσσες

Η Σύμβαση διατυπώθηκε σ` ένα αντίτυπο στις γλώσσες κινέζικη,  αγγλική, γαλλική, ρώσικη και ισπανική, κάθε κείμενο είναι το ίδιο  αυθεντικό. Επίσημες μεταφράσεις στην αραβική, γερμανική και ιταλική  γλώσσα θα ετοιμαστούν και θα κατεβούν μαζί με το υπογραμμένο  πρωτότυπο.

ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΑΜΒΟΥΡΓΟ στις 27 Απριλίου 1979.

ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ οι υπογεγραμμένοι, δεόντως εξουσιοδοτημένη από  τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους για το σκοπό αυτόν, υπέγραψαν τη  Σύμβαση αυτή.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΓΕΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΙΓΗΡΙΑ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΡΒΗΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑ  ΓΙΑ ΤΟ ΒΕΛΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ  ΓΙΑ ΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΑΟΥΔΙΚΗ ΑΡΑΒΙΑ  ΓΙΑ ΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗ  ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΑΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ  ΓΙΑ ΤΗ ΧΙΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΥΒΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΥΛΑΝΔΗ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΝΙΝΤΑΝΤ και  ΓΙΑ ΤΗ ΔΑΝΙΑ ΤΟΜΠΑΓΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΙΛΑΝΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΥΝΗΣΙΑ  ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

ΓΙΑ ΤΗ ΓΚΑΜΠΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΣΟΒΙΕ-  ΓΙΑ ΤΗ Λ. Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΤΙΚΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ

ΓΙΑ ΤΗ Ο.Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΩΝ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΝΔΙΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΤΑΝΙΑΣ και  ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΡΛΑΝΔΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΜΕΝΗ ΔΗΜΟ-  ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΤΗ ΕΛΕΦΑ- ΚΡΑΤΙΑ ΚΑΜΕΡΟΥΝ  ΝΤΟΣΤΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙ-  ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΥΒΕΙΤ ΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑΓΟΥΑΗ  ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΒΕΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ  ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΞΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΑΝΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΖΑΙΡ  ΓΙΑ ΤΗ Ν. ΖΗΛΑΝΔΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Όροι και ορισμοί

1.1 “Θα” χρησιμοποιείται στο Παράρτημα για να προσδιορίσει μία  διάταξη, η ομοιόμορφη εφαρμογή της οποίας απ` όλα τα Μέρη απαιτείται  προς όφελος της ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα.

1.2. “Θα πρέπει” χρησιμοποιείται στο Παράρτημα για να προσδιορίσει  μια διάταξη, ομοιόμορφη εφαρμογή της οποίας απ` όλα τα Μέρη συνιστάται  προς όφελος της ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα.

1.3. Οι όροι που ακολουθούν χρησιμοποιούνται στο Παράρτημα με τις  εξής έννοιες:

1. “Περιοχή έρευνας και διάσωσης”. Περιοχή καθορισμένων διαστάσεων  μέσα στην οποία παρέχονται υπηρεσίες έρευνας και διάσωσης.

2. “Κέντρο Συντονισμού Διάσωσης”. Μονάδα υπεύθυνη για την  προαγωγή αποτελεσματικής οργάνωσης υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης και  για το συντονισμό της διεξαγωγής των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης  μέσα σε μία περιοχή έρευνας και διάσωσης. 3. “Υπό-κέντρο διάσωσης”. Μία μονάδα που υπάγεται στο Κέντρο  Συντονισμού Διάσωσης και που έχει ιδρυθεί για να συμπληρώσει το Κέντρο  σε μία καθορισμένη περιοχή μέσα στην περιοχή της έρευνας και διάσωσης. 4. “Μονάδα επιτήρησης” αυτής χερσαία μονάδα, μόνιμη ή κινητή, στην  οποία έχει ανατεθεί η επιτήρηση της ασφάλειας σκαφών σε παράκτιες  περιοχές.

5. “Μονάδα διάσωσης”. Μονάδα αποτελούμενη από εκπαιδευμένο  προσωπικό και εξοπλισμένο με κατάλληλα μέσα για την άμεση διεξαγωγή  επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης.

6. “Διοικητής χώρου ατυχήματος”. Ο διοικητής μιας μονάδας διάσωσης  στον οποίο έχει ανατεθεί ο συντονισμός επιχειρήσεων έρευνας και  διάσωσης επιφάνειας μέσα σε μια καθορισμένη περιοχή έρευνας.

7. “Συντονιστής έρευνας επιφάνειας”. Σκάφος που δεν είναι μονάδα  διάσωσης, στο οποίο έχει ανατεθεί ο συντονισμός επιχειρήσεων έρευνας  και διάσωσης επιφάνειας μέσα σε μια καθορισμένη περιοχή έρευνας.

8. “Φάση ανάγκης”. Γενικός όρος που σημαίνει ανάλογα με την  περίπτωση φάση αβεβαιότητας, φάση κινητοποιήσεως ή φάση κινδύνου.

9. “Φάση αβεβαιότητας”. Κατάσταση στην οποία υπήρχε αβεβαιότητα  ως προς την ασφάλεια του σκάφους και των επιβαινόντων.

10. “Φάση Συναγερμού”. Κατάσταση κατά την οποία υπάρχουν φόβοι για  την ασφάλεια του σκάφους και των επιβαινόντων.

11. “Φάση κινδύνου”. Κατάσταση κατά την οποία υπάρχει λογική  βεβαιότητα ότι ένα σκάφος ή άτομο απειλείται από σοβαρό και επικείμενο  κίνδυνο και χρειάζεται άμεση βοήθεια.

12. “Αναγκαστική προσθαλάσσωση”. Στην περίπτωση ενός αεροσκάφους  σημαίνει αναγκαστική προσθαλάσσωσή του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Οργάνωση

2.1. Ρυθμίσεις για την παροχή και τον συντονισμό υπηρεσιών έρευνας  και διάσωσης.

2.1.1. Τα Μέρη θα εξασφαλίσουν τη διενέργεια των αναγκαίων ρυθμίσεων  για την παροχή επαρκών υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης για άτομα σε  κίνδυνο στη θάλασσα γύρω από τις ακτές τους.

2.1.2. Τα Μέρη θα αποστείλουν στο Γενικό Γραμματέα πληροφορίες για  την οργάνωση που διαθέτουν σχετικά με την έρευνα και διάσωση, καθώς  επίσης και μετέπειτα σημαντικές αλλαγές, που θα περιλαμβάνουν: 1. Τις εθνικές υπηρεσίες θαλάσσιας έρευνας και διάσωσης. 2. Την τοποθεσία των κέντρων συντονισμού διάσωσης που έχουν  ιδρυθεί, τους αριθμούς των τηλεφώνων και των ΤΕΛΕΧ τους και των  περιοχών ευθύνης, και

3. Των κυριότερων μονάδων διάσωσης που υπάρχουν στη διάθεσή τους.

2.1.3. Ο Γενικός Γραμματέας θα διαβιβάσει με κατάλληλο τρόπο σε όλα  τα Μέρη τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.1.2. με  συμφωνία των ενδιαφερόμενων Μερών.

2.1.4. Κάθε περιοχή έρευνας και διάσωσης θα καθιερωθεί με συμφωνία  των ενδιαφερόμενων Μερών. Ο Γενικός Γραμματέας θα ενημερωθεί για τη  συμφωνία αυτή.

2.1.5. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία για τις ακριβείς  διαστάσεις μιας περιοχής έρευνας και διάσωσης από τα ενδιαφερόμενα  Μέρη, τα Μέρη αυτά θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να επιτύχουν  συμφωνία για κατάλληλες ρυθμίσεις με τις οποίες θα παρέχεται παντού  στην περιοχή ισοδύναμος συντονισμός υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης, ο  Γενικός Γραμματέας θα ενημερώνεται για τις ρυθμίσεις αυτές.

2.1.6. Ο Γενικός Γραμματέας θα ενημερώσει όλα τα Μέρη για τις  συμφωνίες ή ρυθμίσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2.1.4 και  2.1.5.

2.1.7. Η οριοθέτηση των περιοχών έρευνας και διάσωσης δεν  σχετίζεται και δεν θα θίγει την οριοθέτηση οποιουδήποτε συνόρου μεταξύ  Κρατών.

2.1.8 Τα Μέρη θα μεριμνήσουν ώστε οι υπηρεσίες τους έρευνας και  διάσωσης να μπορούν να δώσουν άμεση απάντηση σε σήματα κινδύνου.

2.1.9. Με τη λήψη πληροφορίας ότι ένα άτομο βρίσκεται σε κίνδυνο  στη θάλασσα σε μια περιοχή όπου ένα Μέρος μεριμνά για το συνολικό  συντονισμό των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης, οι υπεύθυνες αρχές  του Μέρους αυτού θα λάβουν άμεσα μέτρα για να παράσχουν την  καταλληλότερη διαθέσιμη βοήθεια.

2.1.10. Τα Μέρη θα εξασφαλίσουν την παροχή βοήθειας σε κάθε άτομο  που βρίσκεται σε κίνδυνο στη θάλασσα. Αυτό θα το πράττουν άσχετα από  την εθνικότητα ή την κατάσταση του ατόμου αυτού ή των περιστάσεων στις  οποίες το άτομο αυτό βρέθηκε. 2.2. Συντονισμός υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης.

2.2.1.Τα Μέρη θα μεριμνήσουν για το συντονισμό των απαιτούμενων  ευκολιών για την παροχή υπηρεσιών έρευνας και διασώσεως γύρω από της  ακτές τους.

2.2.2. Τα Μέρη θα καθιερώσουν έναν εθνικό μηχανισμό για συνολικό  συντονισμό υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης.

2.3. Ίδρυση κέντρων συντονισμού διάσωσης υποκέντρων διάσωσης.

2.3.1. Για την συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των παραγράφων

2.2.1. και

2.2.2. τα Μέρη θα ιδρύσουν κέντρα συντονισμού έρευνας για τις  υπηρεσίες τους έρευνας και διάσωσης καθώς επίσης και τα ανάλογα κατά  την κρίση τους υποκέντρα.

2.3.2. Οι αρμόδιες αρχές κάθε μέρους θα καθορίσουν την περιοχή για  την οποία ένα υπόκεντρο διάσωσης είναι υπεύθυνο.

2.3.3. Κάθε κέντρο συντονισμού διάσωσης και υπόκεντρο διάσωσης που  συγκροτείται σύμφωνα με την παράγραφο 2.3.1. θα έχει επαρκή μέσα για  τη λήψη επικοινωνιών κινδύνου μέσω ενός παράκτιου ραδιοσταθμού ή κατ`  άλλο τρόπο. Κάθε τέτοιο κέντρο και υπόκεντρο, ανάλογα, θα έχει επίσης  επαρκή μέσα για επικοινωνία με τις μονάδες του διάσωσης και τα κέντρα  συντονισμού διάσωσης και τα υποκέντρα διάσωσης, στις παρακείμενες  περιοχές.

2.4. Καθορισμός μονάδων διάσωσης.

2.4.1 Τα Μέρη θα ορίζουν είτε:

1. σαν μονάδες διάσωσης, κρατικές ή άλλες κατάλληλες δημόσιες ή  ιδιωτικές υπηρεσίες κατάλληλα εγκατεστημένες και εξοπλισμένες ή  τμήματα αυτών, είτε

2. σαν στοιχεία της οργάνωσης έρευνας και διάσωσης, κρατικές ή  άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες ή τμήματα αυτών, που δεν είναι  κατάλληλες για ορισμό σαν μονάδες διάσωσης αλλά που μπορούν να  συμμετέχουν σε επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης και θα καθορίσουν τις  λειτουργίες αυτών των στοιχείων.

2.5. Ευκολίες και εξοπλισμός των μονάδων διάσωσης.

2.5.1. Κάθε μονάδα διάσωσης θα διαθέτει ευκολίες και εξοπλισμό  κατάλληλο για το έργο της.

2.5.2. Κάθε μονάδα διάσωσης πρέπει να διαθέτει ταχέα και αξιόπιστα  μέσα επικοινωνίας με τις άλλες μονάδες ή στοιχεία που ασχολούνται στην  ίδια επιχείρηση.

2.5.3. Κιβώτια ή συσκευασίες, που περιέχουν εξοπλισμό επιβίωσης για  ρίψη στους ναυαγούς, θα πρέπει να φανερώνουν τη γενική φύση του  περιεχομένου τους μ ένα κώδικα χρωμάτων σύμφωνα με την παράγραφο  2.5.4. και με τυπωμένη ένδειξη και με αυτοεπεξηγηματικά σύμβολα, όταν  υπάρχουν τέτοια σύμβολα.

2.5.4. Το χρώμα αναγνώρισης του περιεχομένου των συσκευασμένων  κιβωτίων και δεμάτων που προορίζονται για ρίψη και που περιέχουν  εξοπλισμό διάσωσης θα πρέπει να έχει τη μορφή ταινιών χρωματισμένων  σύμφωνα με τον εξής κώδικα:

1. Κόκκινο – ιατρικές προμήθειες και εξοπλισμός Α` Βοηθειών.

2. Γαλάζιο – τρόφιμα και νερό.

3. Κίτρινο – κουβέρτες και προστατευτικά ρούχα και

4. Μαύρο – διάφορα είδη όπως θερμάστρες, τσεκούρια, πυξίδες και  μαγειρικά σκεύη.

2.5.5. Όταν ρίχνονται προμήθειες μικτής φύσης σ` ένα συσκευασμένο  κιβώτιο ή δέμα, θα πρέπει να χρησιμοποιείται συνδυασμός του κώδικα  χρωμάτων.

2.5.6. Οδηγίες του εξοπλισμού επιβίωσης πρέπει να εσωκλείονται σε  κάθε ένα από τα συσκευασμένα κιβώτια ή δέματα που προορίζονται για  ρίψη. Οι οδηγίες, αυτές θα πρέπει να είναι τυπωμένες στην αγγλική και  τουλάχιστον σε δύο άλλες γλώσσες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Συνεργασία

3.1. Συνεργασία μεταξύ Κρατών.

3.1.1. Τα Μέρη θα συντονίσουν τους Οργανισμούς τους έρευνας και  διάσωσης και θα πρέπει, όταν είναι αναγκαίο, να συντονίζουν τις  επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης με τις ανάλογες επιχειρήσεις των  γειτονικών Κρατών.

3.1.2. Εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των ενδιαφερομένων  Κρατών, ένα Μέρος Θα πρέπει να εξουσιοδοτεί, σύμφωνα με τους  εφαρμοστέους εθνικούς νόμους, κανόνες και κανονισμούς, την άμεση  είσοδο μέσα ή υπεράνω της χωρικής θάλασσας ή του εδάφους του των  μονάδων διάσωσης άλλων Μερών αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό  έρευνας του στίγματος του ναυτικού ατυχήματος και για τη διάσωση  επιζώντων απ ` αυτά τα ατυχήματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι  επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης θα συντονίζονται, όσον είναι  πρακτικά δυνατόν, από το αρμόδιο κέντρο συντονισμού διάσωσης του  Μέρους το οποίο εξουσιοδότησε την είσοδο, ή από άλλη τέτοια αρχή που  έχει οριστεί από το Μέρος αυτό.

3.1.3. Εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των ενδιαφερόμενων  Κρατών, οι αρχές ενός Μέρους το οποίο επιθυμεί οι μονάδες του διάσωσης  να εισέλθουν μέσα ή υπεράνω της χωρικής θάλασσας ή του εδάφους ενός  άλλου Μέρους με αποκλειστικό σκοπό την έρευνα του στίγματος των  ναυτικών ατυχημάτων και τη διάσωση των επιζώντων απ` αυτά τα  ατυχήματα, θα διαβιβάζουν μια αίτηση, δίνοντας πλήρη στοιχεία για την  αποστολή που έχει σχεδιασθεί και για τους λόγους που είναι αναγκαία,  προς το κέντρο συντονισμού διάσωσης του άλλου Μέρους ή σε άλλη τέτοια  αρχή η οποία έχει ορισθεί από το Μέρος αυτό.

3.1.4. Οι αρμόδιες αρχές των Μερών θα:

1. γνωρίζουν αμέσως τη λήψη μιας τέτοιας αίτησης και

2. υποδεικνύουν όσο το δυνατό συντομότερα τις συνθήκες, αν  υπάρχουν, με βάση τις οποίες η αποστολή που έχει σχεδιαστεί μπορεί ν`  αναληφθεί.

3.1.5. Τα Μέρη πρέπει να συνάψουν συμφωνία με τα γειτονικά κράτη  διατυπώνοντας τους όρους εισόδου των μονάδων διάσωσης τους ενός μέσα ή  πάνω από τα αντίστοιχα χωρικά ύδατα ή το έδαφος του άλλου. Οι  συμφωνίες αυτές θα πρέπει επίσης να προβλέπουν την άμεση είσοδο των  μονάδων αυτών με τις λιγότερες δυνατές διατυπώσεις.

3.1.6. Κάθε Μέρος θα πρέπει να εξουσιοδοτεί τα κέντρα του  συντονισμού διάσωσης:

1. Να ζητούν από τα άλλα κέντρα συντονισμού διάσωσης τέτοια βοήθεια  που θα περιλαμβάνει πλοία, αεροπλάνα, προσωπικό ή εφόδια που ίσως  χρειάζεται.

2. Να χορηγεί κάθε αναγκαία άδεια για την είσοδο τέτοιων πλοίων,  αεροπλάνων, προσωπικού ή εφοδίων μέσα ή πάνω από τη χωρική θάλασσα ή  το έδαφός τους, και

3. Να κάνουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις με τις αρμόδιες τελωνειακές,  μεταναστευτικές ή άλλες αρχές με σκοπό την επίσπευση της εισόδου  αυτής.

3.1.7. Κάθε Μέρος θα πρέπει να εξουσιοδοτεί τα κέντρα του  συντονισμού διάσωσης να παρέχουν, όταν ζητηθεί, βοήθεια σε άλλα κέντρα  συντονισμού διάσωσης, που θα περιλαμβάνει βοήθεια με τη μορφή πλοίων,  αεροπλάνων, προσωπικού ή εφοδίων.

3.1.8. Τα Μέρη θα πρέπει να συνάψουν συμφωνίες για έρευνα και  διάσωση με τα γειτονικά Κράτη σχετικά με κοινή χρησιμοποίηση ευκολιών,  καθιέρωση κοινών διαδικασιών, διεξαγωγή ενιαίας εκπαίδευσης και  ασκήσεως, τακτικών ελέγχων των διακρατικών διαύλων επικοινωνίας,  επισκέψεων γνωριμίας από το προσωπικό του κέντρου συντονισμού διάσωσης  και ανταλλαγή πληροφοριών για έρευνα και διάσωση.

3.2. Συντονισμός με αεροναυτικές υπηρεσίες.

3.2.1. Τα Μέρη θα εξασφαλίσουν το στενότερο δυνατό συντονισμό  μεταξύ των ναυτικών και αεροναυτικών υπηρεσιών έτσι ώστε να παράσχουν  τις αποτελεσματικότερες και επαρκέστερες υπηρεσίες έρευνας και  διάσωσης μέσα και πάνω από τις περιοχές τους έρευνας και διάσωσης.

3.2.2. Οποτεδήποτε είναι πρακτικά δυνατό, κάθε Μέρος θα πρέπει να  ιδρύσει ενιαία κέντρα συντονισμού διάσωσης και υποκέντρα διάσωσης για  την εξυπηρέτηση και των ναυτικών και των αεροναυτικών σκοπών.

3.2.3. Οποτεδήποτε ιδρύονται ξεχωριστά ναυτικά και αεροναυτικά  κέντρα συντονισμού διάσωσης ή υπόκεντρα διάσωσης για την εξυπηρέτηση  της ίδιας περιοχής, το ενδιαφερόμενο Μέρος θα εξασφαλίσει το στενότερο  δυνατό συντονισμό μεταξύ των κέντρων ή των υποκέντρων.

3.2.4. Τα Μέρη θα εξασφαλίσουν, όσο το δυνατόν περισσότερο, τη  χρήση κοινών διαδικασιών από τις μονάδες διάσωσης που ιδρύθηκαν για  ναυτικούς σκοπούς και εκείνες που ιδρύθηκαν για αεροναυτικούς σκοπούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Προπαρασκευαστικά μέτρα

4.1. Αιτήσεις πληροφόρησης.

4.1.1. Κάθε κέντρο συντονισμού διάσωσης και υποκέντρο διάσωσης θα  διαθέτει τις πιο πρόσφατες πληροφορίες για επιχειρήσεις έρευνας και  διάσωσης στην περιοχή του, που θα περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με  :

1. Μονάδα διάσωσης και μονάδα επιτήρησης αυτών.

2. Οποιαδήποτε άλλα δημόσια ή ιδωτικά μέσα, περιλαμβανομένων  μεταφορικών ευκολιών και προμήθειες καυσίμων, που είναι πιθανόν να  χρειαστούν σε επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης.

3. Μέσα επικοινωνίας που μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε επιχειρήσεις  έρευνας και διάσωσης.

4. Ονόματα, τηλεγραφικές και τηλετυπικές διευθύνσεις, αριθμούς  τηλεφώνου και τηλετύπου ναυτικών πρακτόρων, προξενικών αρχών, διεθνών  οργανισμών και άλλων υπηρεσιών που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην  απόκτηση σημαντικών πληροφοριών για σκάφη.

5. Τοποθεσίες, διακριτικά κλήσης ή στοιχεία αναγνώρισης ναυτικής  κινητής υπηρεσίας, βάρδιες και συχνότητες όλων των ραδιοσταθμών που  πιθανόν ν` απασχοληθούν σε επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης.

6. Τοποθεσίες, διακριτικά κλήσης ή στοιχεία αναγνώρισης ναυτικής  κινητής υπηρεσίας, βάρδιες και συχνότητες όλων των παρακτίων  ραδιοσταθμών που μεταδίδουν μετεωρολογικά δελτία και παραγγελίες για  την περιοχή έρευνας και διάσωσης.

7. Τις θέσεις και βάρδιες των υπηρεσιών ασυρμάτου και τις  συχνότητες που χρησιμοποιούν.

8. Αντικείμενα που πιθανόν να εκληφθούν εσφαλμένα σαν ναυάγιο που  δεν έχει εντοπισθεί ή αναφερθεί, και με

9. Τις θέσεις όπου αποθηκεύονται οι προμήθειες του υλικού ανάγκης  επιβίωσης που είναι για ρίψη.

4.1.2. Κάθε κέντρο συντονισμού διάσωσης και υποκέντρο διάσωσης θα  πρέπει να έχει άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με στίγμα,  πορεία, ταχύτητα και διακριτικά κλήσης ή στοιχεία αναγνώρισης σταθμού  των σκαφών μέσα στην περιοχή του τα οποία μπορούν να δώσουν βοήθεια σε  σκάφη ή άτομα που κινδυνεύουν στη θάλασσα. Οι πληροφορίες αυτές ή θα  τηρούνται στο κέντρο διάσωσης ή θα μπορούν να ληφθούν όταν χρειασθεί.

4.1.3. Ένας χάρτης μεγάλης κλίμακας θα υπάρχει σε κάθε κέντρο  εντοπισμού διάσωσης και υποκέντρο διάσωσης για το σκοπό επίδειξης και  υποτύπωσης των πληροφοριών που αναφέρονται στις επιχειρήσεις έρευνας  και διάσωσης στην περιοχή του.

4.2. Επιχειρησιακά σχέδια ή οδηγίες.

4.2.1. Κάθε κέντρο συντονισμού διάσωσης και υπόκεντρο διάσωσης θα  προετοιμάσει ή θα έχει διαθέσιμα λεπτομερή σχέδια ή οδηγίες για τη  διεξαγωγή επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης στην περιοχή του:

4.2.2. Τα σχέδια ή οδηγίες θα προσδιορίζουν κατά το δυνατόν τις  ρυθμίσεις για την εξυπηρέτηση και τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα πλοίων,  αεροπλάνων και οχημάτων απασχολουμένων σε επιχειρήσεις έρευνας και  διάσωσης, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διατίθενται από τα  Κράτη.

4.2.3. Τα σχέδια ή οδηγίες θα πρέπει να περιέχουν λεπτομέρειες  σχετικά με τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν από εκείνους που  ασχολούνται σε επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης στην περιοχή,  συμπεριλαμβανομένων:

1. του τρόπου με τον οποίο πρέπει να διεξαχθούν οι επιχειρήσεις  έρευνας και διάσωσης,

2. της χρήσης των διαθέσιμων συστημάτων επικοινωνιών και ευκολιών,

3. της ενέργειας που πρέπει να γίνει σε συνεργασία με τα άλλα  κέντρα συντονισμού διάσωσης ή τα υποκέντρα διάσωσης ανάλογα,

4. των μεθόδων κινητοποίησης πλοίων που ταξιδεύουν στη θάλασσα και  αεροπλάνων που βρίσκονται σε πτήση,

5. των καθηκόντων και εξουσιών του προσωπικού στο οποίο έχουν  ανατεθεί οι επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης,

6. της δυνατής ανακατάταξης του υλικού που γίνεται ίσως απαραίτητη  από τις μετεωρολογικές ή άλλες συνθήκες.

7. των μεθόδων λήψης ουσιαστικών πληροφοριών σχετικά με  επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, όπως είναι οι ανάλογες αγγελίες  προς τους ναυτιλομένους και οι αναφορές και προβλέψεις του καιρού και  της κατάστασης της θάλασσας,

8. των μεθόδων εξασφάλισης από άλλα κέντρα συντονισμού διάσωσης ή  υποκέντρα διάσωσης, ανάλογα της απαιτούμενης βοήθειας,  συμπεριλαμβανομένων πλοίων, αεροπλάνων, προσωπικού και εξοπλισμού,

9. των μεθόδων βοήθειας των σκαφών διάσωσης ή άλλων σκαφών για να  συναντηθούν με τα πλοία που κινδυνεύουν,

10. των μεθόδων βοήθειας αεροσκαφών που κινδυνεύουν και που  αναγκάζονται να κάνουν αναγκαστική προσθαλάσσωση για να συναντηθούν με  σκάφη επιφάνειας.

4.3. Ετοιμότητα μονάδων διάσωσης.

4.3.1. Κάθε διορισμένη μονάδα διάσωσης θα διατηρείται σε κατάσταση  ετοιμότητας ανάλογη με τα καθήκοντά της και θα πρέπει να ενημερώνει το  αρμόδιο κέντρο συντονισμού διάσωσης ή το υποκέντρο διάσωσης σχετικά με  την κατάσταση της ετοιμότητάς της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Επιχειρησιακές Διαδικασίες

5.1. Πληροφορίες σχετικά με έκτακτες ανάγκες.

5.1.1. Τα Μέρη θα εξασφαλίσουν τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας  του ασυρμάτου στις διεθνείς συχνότητες κινδύνου, ανάλογα με τις  δυνατότητες και τις ανάγκες. Παράκτιος ραδιοσταθμός που λαμβάνει  οποιοδήποτε σήμα κινδύνου ή μήνυμα θα:

1. Πληροφορεί αμέσως το αρμόδιο κέντρο συντονισμού διάσωσης ή  υποκέντρο διάσωσης.

2. Αναμεταδίδει στην αναγκαία έκταση για να πληροφορήσει τα πλοία  σε μία ή περισσότερες διεθνείς συχνότητες ή σε οποιαδήποτε άλλη  κατάλληλη συχνότητα.

3. Προτάσσει σ` αυτές τις αναμεταδόσεις τα κατάλληλα αυτόματα  σήματα συναγερμού, εκτός και αν αυτό έχει ήδη γίνει, και

4. Κάνει τις μετέπειτα ενέργειες που θ` αποφασισθούν από την  αρμόδια αρχή.

5.1.2. Κάθε αρχή ή στοιχείο της οργάνωσης έρευνας και διάσωσης, το  οποίο έχει λόγους να πιστεύει ότι ένα σκάφος βρίσκεται σε κατάσταση  ανάγκης, θα πρέπει να δίνει το συντομότερο δυνατό όλες τις διαθέσιμες  πληροφορίες στο αρμόδιο κέντρο συντονισμού διάσωσης ή στο υποκέντρο  διάσωσης.

5.1.3. Τα κέντρα συντονισμού διάσωσης ή τα υποκέντρα διάσωσης,  αμέσως μόλις λάβουν πληροφορίες για σκάφος σε κατάσταση έκτακτης  ανάγκης, θα εκτιμήσουν τις πληροφορίες αυτές και θα καθορίσουν τη φάση  της έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με την παράγραφο 5.2. και την έκταση της  επιχείρησης που απαιτείται.

5.2 Φάσεις κατάστασης ανάγκης.

5.2.1. Για λειτουργικούς σκοπούς, θα διακρίνονται οι ακόλουθες  φάσεις κατάστασης ανάγκης:

1. Φάση αβεβαιότητας:

1.1. όταν ένα σκάφος έχει αναφερθεί ότι έχει καθυστερήσει να φθάσει  στον προορισμό του, ή

1.2. όταν ένα σκάφος παρέλειψε να προβεί σε μια αναμενόμενη αναφορά  θέσης ή ασφάλειας.

2. Φάση κινητοποίησης.

2.1. όταν, μετά τη φάση αβεβαιότητας, οι απόπειρες για την επίτευξη  επαφής με το σκάφος έχουν αποτύχει και οι έρευνες που στράφηκαν προς  άλλες κατάλληλες κατευθύνσεις αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς ή

2.2. όταν έχουν ληφθεί πληροφορίες που δείχνουν ότι η λειτουργική  ικανότητα ενός σκάφους εξασθενεί αλλ` όχι σε έκταση που να είναι  πιθανή μια κατάσταση κινδύνου.

3. Φάση κινδύνου:

3.1. όταν λαμβάνονται θετικές πληροφορίες ότι ένα σκάφος ή ένα  άτομο βρίσκονται σε σοβαρό και επικείμενο κίνδυνο και έχουν ανάγκη  άμεσης βοήθειας, ή

3.2. όταν, μετά τη φάση κινητοποίησης, οι παραπέρα ανεπιτυχείς  προσπάθειες για την επίτευξη επαφής με το σκάφος και οι περισσότερο  εκτεταμένες ανεπιτυχείς έρευνες υπογραμμίζουν την πιθανότητα ότι το  σκάφος βρίσκεται σε κίνδυνο ή,

3.3. όταν λαμβάνονται πληροφορίες που δείχνουν ότι η λειτουργική  ικανότητα ενός σκάφους εξασθένησε σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι πιθανή  μια κατάσταση κινδύνου.

5.3. Διαδικασίες για κέντρα συντονισμού διάσωσης και υπόκεντρα  διάσωσης κατά τη διάρκεια φάσεων έκτακτης ανάγκης.

5.3.1. Με την κήρυξη της φάσης αβεβαιότητας, το κέντρο συντονισμού  διάσωσης ή το υποκέντρο διάσωσης ανάλογα, θ` αρχίσει έρευνες  προσδιορισμού της ασφάλειας του σκάφους ή θα κηρύξει τη φάση  κινητοποίησης.

5.3.2. Με την κήρυξη της φάσης κινητοποίησης, το κέντρο συντονισμού  διάσωσης ή το υποκέντρο διάσωσης ανάλογα, θα επεκτείνει τις έρευνες  για το αγνοούμενο σκάφος, κινητοποιώντας ανάλογα τις αρμόδιες  υπηρεσίες έρευνας και διάσωσης και θ` αναλάβει τις ενέργειες που  περιγράφονται στην παράγραφο 5.3.3. όσο είναι αναγκαίο κάτω από τις  περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

5.3.3. Με την κήρυξη τη φάσης κινδύνου, το κέντρο συντονισμού  διάσωσης ή το υποκέντρο διάσωσης ανάλογα, θα:

1. αναλάβει ενέργειες σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που αναφέρονται  στην παράγραφο 4.2

2. υπολογίσει, όπου χρειαστεί, το βαθμό αβεβαιότητας της θέσης του  σκάφους και θα καθορίσει την έκταση οποιασδήποτε περιοχής που πρέπει  να ερευνηθεί.

3. ειδοποιήσει τον πλοιοκτήτη του πλοίου ή τον πράκτορά του, αν  είναι δυνατόν και θα τον τηρεί ενήμερο των εξελίξεων

4. ειδοποιήσει τα άλλα κέντρα συντονισμού διάσωσης ή τα υποκέντρα  διάσωσης, η βοήθεια των οποίων είναι πιθανό ν` απαιτηθεί ή τα οποία  πιθανόν να ενδιαφέρονται για την επιχείρηση.

5. ζητεί σε πρώτο στάδιο οποιαδήποτε βοήθεια που θα μπορούσε να  διατεθεί από αεροπλάνο, πλοία ή υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται  ειδικά στην οργάνωση έρευνας και διάσωσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην  πλειονότητα των καταστάσεων κινδύνου σε περιοχές του ωκεανού, τα  παραπλέοντα πλοία αποτελούν σημαντικά στοιχεία για τις επιχειρήσεις  έρευνας και διάσωσης. 6. καταρτίσει ένα ευρύ σχέδιο για την διεξαγωγή των επιχειρήσεων  από τις πληροφορίες που υπάρχουν και θα κοινοποιήσει το σχέδιο αυτό  στις αρχές που ορίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 5.7. και 5.8 για  την καθοδήγησή τους.

7. τροποποιήσει, όπου χρειάζεται ανάλογα με τις περιστάσεις τις  οδηγίες που δίνονται στην παράγραφο 5.3.3.6.

8. ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές, προξενικές ή διπλωματικές ή, αν  το περιστατικό αφορά πρόσφυγα ή εκτοπισμένο άτομο, το γραφείο του  αρμόδιου οργανισμού.

9. ειδοποιήσει ανάλογα τις αρχές έρευνας ατυχημάτων και

10. ειδοποιήσει οποιοδήποτε αεροσκάφος, πλοίο ή άλλες Υπηρεσίες  που αναφέρονται στην παράγραφο 5.3.3.5 σε συνεργασία με τις αρχές που  ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5.7. ή 5.8, ανάλογα, όταν η  βοήθειά τους δεν χρειάζεται άλλο.

5.3.4. Ανάληψη επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης για σκάφος του  οποίου η θέση είναι άγνωστη.

5.3.4.1 . Σε περίπτωση που κηρυχθεί φάση έκτακτης ανάγκης σχετικά με  το σκάφος του οποίου η θέση είναι άγνωστη, θα εφαρμόζονται τ`  ακόλουθα:

1. όταν ειδοποιηθεί ένα κέντρο συντονισμού διάσωσης ή υποκέντρο  διάσωσης για την ύπαρξη φάσης κατάστασης ανάγκης και δεν γνωρίζει την  ανάληψη κατάλληλων ενεργειών από άλλα κέντρα, θα αναλάβει την ευθύνη  για την ανάληψη κατάλληλης ενέργειας και θα συσκεφθεί με τα γειτονικά  κέντρα με σκοπό τον καθορισμό του κέντρου που θ` αναλάβει την παραπέρα  ευθύνη 2. αν δεν αποφασισθεί διαφορετικά με συμφωνία μεταξύ των  ενδιαφερομένων κέντρων, το κέντρο που θα ορισθεί θα είναι το υπεύθυνο  κέντρο για την περιοχή στην οποία το σκάφος βρισκόταν σύμφωνα με τη  θέση που ανέφερε στην τελευταία αναφορά του και

3. μετά την κήρυξη της φάσης κινδύνου, το κέντρο που συντονίζει  τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης θα ενημερώσει, αν είναι ανάγκη,  τα άλλα αρμόδια κέντρα για όλες τις περιστάσεις κατάστασης έκτακτης  ανάγκης και για όλες τις μετέπειτα εξελίξεις.

5.3.5. Διαβίβαση πληροφοριών σε σκάφος για τα οποία έχει κηρυχθεί  φάση κατάστασης ανάγκης.

5.3.5.1. Οποτεδήποτε είναι δυνατό, το κέντρο συντονισμού διάσωσης ή  το υπόκεντρο διάσωσης θα είναι υπεύθυνο για τις επιχειρήσεις έρευνας  και διάσωσης θα είναι υπεύθυνο για τη διαβίβαση στο πλοίο, για το  οποίο έχει κηρυχθεί η φάση κατάστασης ανάγκης, πληροφοριών για την  επιχείρηση έρευνας και διάσωσης που έχει αναλάβει.

5.4. Συντονισμός σε περίπτωση που εμπλέκονται δύο ή περισσότερα  Μέρη.

5.4.1. Όπου η διεξαγωγή των επιχειρήσεων πάνω από ολόκληρη την  περιοχή έρευνας και διάσωσης είναι ευθύνη περισσότερων του ενός Μερών,  κάθε Μέρος θα προβεί στις κατάλληλες ενέργειες σύμφωνα με τα  επιχειρησιακά σχέδια ή οδηγίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4.2. όταν του ζητηθεί αυτό από το κέντρο συντονισμού διάσωσης της περιοχής.

5.5. Λήξη και αναστολή των επιχειρήσεων διάσωσης.

5.5.1. Φάση αβεβαιότητας και φάση κινητοποίησης.

5.5.1.1. Όταν κατά τη διάρκεια μιας φάσης αβεβαιότητας ή μιας φάσης  κινητοποίησης κινδύνου ένα κέντρο συντονισμού διάσωσης ή υποκέντρο  διάσωσης, ανάλογα, πληροφορείται ότι η κατάσταση ανάγκης δεν υπάρχει  πια, θα ενημερώσει σχετικά οποιαδήποτε αρχή, μονάδα ή υπηρεσία που  έχει ενεργοποιηθεί ή έχει ειδοποιηθεί.

5.5.2. Φάση κινδύνου.

5.5.2.1. Όταν κατά τη διάρκεια μιας φάσης κινδύνου ένα κέντρο  συντονισμού διάσωσης ή υποκέντρο διάσωσης, ανάλογα, πληροφορείται από  το πλοίο που κινδυνεύει ή από άλλες κατάλληλες πηγές ότι δεν υπάρχει  πλέον η έκτακτη ανάγκη, θα προβεί στης αναγκαίες ενέργειες για να  τερματίσει τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης και να ενημερώσει  οποιαδήποτε αρχή, μονάδα ή υπηρεσία, η οποία είχε δραστηριοποιηθεί ή  είχε ειδοποιηθεί.

5.5.2.2. Αν κατά τη διάρκεια μιας φάσης κινδύνου αποφασίστηκε ότι η  έρευνα θα πρέπει να διακοπεί, το κέντρο συντονισμού διάσωσης ή το  υποκέντρο διάσωσης ανάλογα, θ` αναστείλει τις επιχειρήσεις έρευνας και  διάσωσης και θα ενημερώσει σχετικά οποιαδήποτε αρχή, μονάδα ή υπηρεσία  που έχει ενεργοποιηθεί ή έχει ειδοποιηθεί. Μετέπειτα λαμβανόμενες  πληροφορίες θα εκτιμούνται και οι επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης θα  ξαναρχίζουν όταν δικαιολογούνται με βάση αυτές τις πληροφορίες.

5.5.2.3. Αν κατά τη διάρκεια μιας φάσης κινδύνου αποφασίστηκε ότι  δεν θα ωφελούσε η παραπέρα έρευνα, το κέντρο συντονισμού διάσωσης ή το  υποκέντρο διάσωσης, ανάλογα, θα τερματίσει τις επιχειρήσεις έρευνας  και διάσωσης και θα ενημερώσει σχετικά οποιαδήποτε αρχή, μονάδα ή  υπηρεσία που είχε ενεργοποιηθεί ή είχε ειδοποιηθεί.

5.6. Συντονισμός δραστηριοτήτων έρευνας και διάσωσης στο χώρο του  ατυχήματος.

5.6.1. Οι δραστηριότητες των μονάδων που ασχολούνται με  επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, είτε αυτές είναι μονάδες διάσωσης ή  άλλες βοηθητικές μονάδες, θα συντονίζονται ώστε να εξασφαλίσουν τα πιο  αποδοτικά αποτελέσματα.

5.7. Ορισμός διοικητικού χώρου ατυχήματος και οι ευθύνες τους.

5.7.1. Όταν μονάδες διάσωσης πρόκειται να ασχοληθούν σε επιχειρήσεις  έρευνας και διάσωσης, μια απ` αυτές πρέπει να ορισθεί διοικητής χώρου  ατυχήματος, το νωρίτερο δυνατό και κατά προτίμηση πριν την άφιξη στην  καθορισμένη περιοχή έρευνας.

5.7.2. Το αρμόδιο κέντρο συντονισμού διάσωσης ή το υποκέντρο  διάσωσης θα πρέπει να ορίσει ένα διοικητή του χώρου ατυχήματος. Αν  αυτό δεν είναι εφαρμόσιμο, οι μονάδες που εμπλέκονται θα πρέπει να  ορίσουν με κοινή συμφωνία ένα διοικητή χώρου ατυχήματος.

5.7.3. Μέχρι το διορισμό του διοικητή χώρου ατυχήματος, η πρώτη  μονάδα διάσωσης που φθάνει στο χώρο επιχειρήσεως θα πρέπει αμέσως να  αναλάβει τα καθήκοντα και τις ευθύνες διοικητού χώρου ατυχήματος.

5.7.4. Ο διοικητής χώρου ατυχήματος θα είναι υπεύθυνος για τα  ακόλουθα καθήκοντα όταν αυτά δεν έχουν εκτελεστεί από υπεύθυνο κέντρο  συντονισμού διάσωσης ή το υποκέντρο διάσωσης ανάλογα:

1. Καθορισμός της πιθανής θέσης του αντικείμενου της έρευνας, του  πιθανού περιθωρίου σφάλματος αυτής της θέσης και της περιοχής έρευνας.

2. Μέριμνα για το διαχωρισμό για λόγους ασφάλειας των μονάδων που  ασχολούνται στην έρευνα.

3. Καθορισμός των κατάλληλων μεθόδων έρευνας για τις μονάδες που  συμμετέχουν στην έρευνα και ανάθεση περιοχών έρευνας σε μονάδες ή  ομάδες μονάδων.

4. Καθορισμός κατάλληλων μονάδων για την επίτευξη διάσωσης όταν  εντοπισθεί το αντικείμενο της έρευνας και

5. Συντονισμός των επικοινωνιών της έρευνας και διάσωσης στο χώρο  του ατυχήματος.

5.7.5. Ένας διοικητής χώρου ατυχήματος θα είναι επίσης υπεύθυνος  για τα ακόλουθα:

1. Να κάνει περιοδικές αναφορές στο κέντρο συντονισμού διάσωσης ή  στο υποκέντρο διάσωσης το οποίο συντονίζει τις επιχειρήσεις έρευνας  και διάσωσης και

2. Να αναφέρει τον αριθμό και τα ονόματα των επιζώντων στο κέντρο  συντονισμού διάσωσης ή υποκέντρο διάσωσης το οποίο συντονίζει τις  επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, δίνοντας στο κέντρο τα ονόματα και  τον προορισμό των μονάδων που μεταφέρουν τους επιζώντες, αναφέροντας  ποιοι επιζώντες βρίσκονται σε κάθε μονάδα και ζητώντας πρόσθετη  βοήθεια από το κέντρο όταν υπάρχει ανάγκη, για παράδειγμα, μεταφορά  των σοβαρά τραυματισμένων επιζώντων.

5.8. Ορισμός του συντονισμού έρευνας επιφάνειας και οι ευθύνες του.

5.8.1. Αν δεν διατίθενται μονάδες διάσωσης (περιλαμβανομένων και  πολεμικών πλοίων) για να αναλάβουν καθήκοντα διοικητικού χώρου  ατυχήματος, αλλά ένας αριθμός εμπορικών σκαφών ή άλλων πλοίων  συμμετέχουν στις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, ένα απ` αυτά θα  πρέπει να ορισθεί με κοινή συμφωνία σαν συντονιστής έρευνας  επιφάνειας.

5.8.2. Ο συντονιστής έρευνας επιφάνειας θα πρέπει να ορισθεί το  νωρίτερο δυνατό και κατά προτίμηση πριν την άφιξη στην προσδιορισμένη  περιοχή έρευνας.

5.8.3. Ο συντονιστής έρευνας επιφάνειας θα πρέπει να είναι  υπεύθυνος για όσα από τα καθήκοντα, που αναγράφονται στις παραγράφους  5.7.4. και 5.7.5, μπορεί το σκάφος να εκτελέσει.

5.9. Αρχική ενέργεια.

5.9.1. Κάθε μονάδα που λαμβάνει πληροφορίες για ένα περιστατικό  κινδύνου θα κάνει οποιαδήποτε άμεση ενέργεια για να βοηθήσει στα  πλαίσια των δυνατοτήτων της ή θα κινητοποιήσει άλλες μονάδες που θα  μπορούσαν να βοηθήσουν και θα ειδοποιήσει το κέντρο συντονισμού  διάσωσης ή το υποκέντρο διάσωσης, στην περιοχή του οποίου έχει συμβεί  το περιστατικό.

5.10. Περιοχές έρευνας.

5.10.1. Οι περιοχές έρευνας, που καθορίζονται σύμφωνα με την  παράγραφο 5.3.3.2, 5.7.4.1 ή 5.8.3, μπορεί να αλλάξουν ανάλογα από το  διοικητή χώρου ατυχήματος ή τον συντονιστή της έρευνας επιφάνειας, ο  οποίος θα πρέπει να ειδοποιήσει το κέντρο συντονισμού διάσωσης ή το  υπόκεντρο διάσωσης για την ενέργειά του και για τους λόγους που έκανε  την ενέργεια αυτή.

5.11. Μέθοδοι έρευνας.

5.11.1 Οι μέθοδοι έρευνας που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο  5.3.3.6, 5.7.4.3. ή 5.8.3 μπορεί να μετατραπούν σ` άλλες μεθόδους αν  θεωρηθεί αυτό αναγκαίο από τον διοικητή χώρου ατυχήματος ή το  συντονιστή έρευνας επιφάνειας, ο οποίος θα πρέπει να ειδοποιήσει το  κέντρο συντονισμού διάσωσης ή το υποκέντρο διάσωσης για την ενέργειά  του και για του λόγους του που έκανε την ενέργεια αυτή.

5.12. Επιτυχής έρευνα.

5.12.1. Όταν η έρευνα έχει επιτύχει, ο διοικητής χώρου ατυχήματος ή  ο συντονιστής έρευνας επιφάνειας θα πρέπει να κατευθύνει τις  καταλληλότερα εξοπλισμένες μονάδες για τη διεξαγωγή της διάσωσης ή για  να δώσει άλλη αναγκαία βοήθεια.

5.12.2. Όπου χρειάζεται, οι μονάδες που διεξάγουν τη διάσωση θα  πρέπει να ειδοποιήσουν το διοικητή χώρου ατυχήματος ή το συντονιστή  έρευνας επιφάνειας, για τον αριθμό και ονόματα των επιζώντων που  επιβαίνουν, για το αν έχει περιληφθεί όλο το προσωπικό και αν  χρειάζεται περαιτέρω βοήθεια, για παράδειγμα, απομάκρυνση ασθενών  καθώς επίσης και για τον προορισμό των μονάδων.

5.12.3. Ο διοικητής χώρου ατυχήματος ή ο συντονιστής έρευνας  επιφάνειας θα πρέπει αμέσως να ειδοποιήσει το κέντρο συντονισμού  διάσωσης ή το υποκέντρο διάσωσης όταν η έρευνα είναι επιτυχής.

5.13. Ανεπιτυχής έρευνα.

5.13.1. Η έρευνα θα πρέπει να τερματισθεί μόνον όταν δεν υπάρχει  πιά εύλογη ελπίδα για διάσωση επιζώντων.

5.13.2. Το κέντρο συντονισμού διάσωσης ή το υπόκεντρο διάσωσης που  συντονίζει τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης θα πρέπει κανονικά να  είναι υπεύθυνο για τον τερματισμό της έρευνας.

5.13.3. Σε μακρινές περιοχές του ωκεανού που δεν υπάγονται στην  ευθύνη ενός κέντρου συντονισμού διάσωσης ή όπου το υπεύθυνο κέντρο δεν  είναι σε θέση να συντονίσει τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, ο  διοικητής χώρου ατυχήματος ή ο συντονιστής έρευνας επιφάνειας μπορούν  να αναλάβουν την ευθύνη για τον τερματισμό της έρευνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Συστήματα αναφοράς πλοίου

6.1. Γενικά.

6.1.1. Τα μέρη θα πρέπει να καθιερώσουν ένα σύστημα αναφοράς πλοίου  για εφαρμογή μέσα σε κάθε περιοχή έρευνας και διάσωσης για την οποία  ευθύνονται όπου τούτο θεωρείται αναγκαίο, για να διευκολύνει τις  επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης και κρίνεται εφαρμόσιμο.

6.1.2. Τα Μέρη τα οποία σχεδιάζουν την καθιέρωση ενός συστήματος  αναφοράς πλοίου θα πρέπει να λάβουν υπόψη τις σχετικές συστάσεις του  Οργανισμού.

6.1.3. Το σύστημα αναφοράς πλοίου θα πρέπει να παρέχει  εκσυγχρονισμένες πληροφορίες για τις κινήσεις των πλοίων έτσι ώστε σε  περίπτωση περιστατικού κινδύνου:

1. Να μειώσει το χρόνο μεταξύ της απώλειας επαφής με το πλοίο και  της ανάγκης των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης στις περιπτώσεις  όπου δεν έχει ληφθεί σήμα κινδύνου.

2. Να επιτρέπει το γρήγορο προσδιορισμό των πλοίων που μπορεί να  κληθούν για να δώσουν βοήθεια.

3. Να επιτρέπει την οριοθέτηση μιας περιοχής έρευνας περιορισμένης  έκτασης στην περίπτωση που η θέση ενός σκάφους σε κίνδυνο είναι  άγνωστη ή αβέβαιη και

4. Να διευκολύνει την παροχή άμεσης ιατρικής βοήθειας ή συμβουλών  σε πλοία που δεν έχουν γιατρό.

6.2. Επιχειρησιακές απαιτήσεις.

6.2.1. Για να επιτευχθούν οι στόχοι που θέτονται στην παράγραφο  6.1.3, το σύστημα αναφοράς πλοίου πρέπει να ικανοποιεί τις πιο κάτω  επιχειρησιακές απαιτήσεις:

1. Παροχή πληροφοριών, στις οποίες θα περιέχονται σχέδια πλου και  αναφοράς στίγματος, που θα μπορούσαν να κάνουν δυνατή την πρόβλεψη των  μελλοντικών θέσεων των πλοίων που συμμετέχουν.

2. Διατήρηση υποτύπωσης των πλοίων.

3. Παραλαβή αναφορών σε κανονικά χρονικά διαστήματα από τα πλοία  που συμμετέχουν.

4. Απλότητα στη σχεδίαση και εφαρμογή του συστήματος και

5. Χρήση ενός διεθνώς συμφωνημένου πρότυπου τύπου αναφοράς πλοίου  και διεθνώς συμφωνημένου πρότυπου διαδικασιών.

6.3. Τύποι αναφορών.

6.3.1. Ένα σύστημα αναφοράς πλοίων πρέπει να περιλαμβάνει τις πιο  κάτω αναφορές:

1. Σχέδιο πλου – με το όνομα, τα διακριτικά κλήσης ή τα στοιχεία  αναγνώρισης του σταθμού του πλοίου, την ημερομηνία και ώρα (σε GΜΤ)  αναχώρησης, στοιχεία για το σημείο αναχώρησης του πλοίου, επόμενο  λιμάνι προσέγγισης, προσεχή πορεία, ταχύτητα και αναμενόμενη  ημερομηνία και ώρα άφιξης (σε GΜΤ). Οι σημαντικές αλλαγές πρέπει να  αναφέρονται το συντομότερο δυνατό.

2. Αναφορά στίγματος – με το όνομα, τα διακριτικά κλήσης ή τα  στοιχεία αναγνώρισης του σταθμού του πλοίου, ημερομηνία και ώρα (σε  GΜΤ), στίγμα, πορεία και ταχύτητα.

3. Τελική αναφορά – με όνομα, τα διακριτικά κλήσης ή τα στοιχεία  αναγνώρισης του σταθμού του πλοίου, ημερομηνία και ώρα (σε GΜΤ) άφιξης  και προορισμό ή απομάκρυνσης από την περιοχή που καλύπτεται από το  σύστημα.

6.4. Χρήση συστημάτων.

6.4.1. Τα Μέρη θα πρέπει να ενθαρρύνουν όλα τα σκάφη ν` αναφέρουν  τις θέσεις τους όταν ταξιδεύουν σε περιοχές όπου έχουν γίνει ρυθμίσεις  για συλλογή πληροφοριών για θέσεις, με σκοπό την έρευνα και διάσωση.

6.4.2. Τα Μέρη που καταγράφουν πληροφορίες για θέση σκαφών θα πρέπει  να διαβιβάζουν, όσο είναι πρακτικά δυνατό, τις πληροφορίες αυτές σε  άλλα Κράτη όταν του ζητηθεί για σκοπούς έρευνας και διάσωσης”.

Άρθρο 2
Όρια περιοχής ευθύνης
Η περιοχή έρευνας και διάσωσης που αναφέρεται στις παραγράφους  2.1.4. και 2.1.5. του παραρτήματος της Σύμβασης αυτής είναι η περιοχή  εντός της οποίας η Ελλάδα έχει ήδη αναλάβει την ευθύνη για τους  σκοπούς της έρευνας και διάσωσης που έχει καθορισθεί σύμφωνα με τη  σχετική Σύμβαση του Σικάγου για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία της 7ης  Δεκεμβρίου 1944 και τα περιοχικά σχέδια του Διεθνούς Οργανισμού  Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) καθώς και τον Κανονισμό 15 του Κεφαλαίου ν  της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της ζωής στη θάλασσα της 17ης  Ιουνίου 1960 (SOLAS 1960). Η περιοχή αυτή, που αποτελεί την πλέον  κατάλληλη ρύθμιση κατά την έννοια της παραγράφου 2.1.5. του  παραρτήματος της Σύμβασης αυτής, ανακοινώθηκε στο Διεθνή Ναυτιλιακό  Οργανισμό (IMO) με το έγγραφο αρ. 44/7.1.1975 του Υπουργείου  Εμπορικής Ναυτιλίας και σ` αυτήν την περιοχή η Ελλάδα από μακρού  αδιαλείπτως διενεργεί επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης.

Άρθρο 3
Τροποποιήσεις της Σύμβασης

1. Τροποποιήσεις άρθρων της Σύμβασης και των παραγράφων 2.1.4.,  2.1.5., 2.1.7., 2.1.10., 3.1.2. και 3.1.3. του παραρτήματος της  Σύμβασης κυρώνονται με νόμο.

2. Τροποποιήσεις του παραρτήματος της Σύμβασης, εκτός των  παραγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κυρώνονται με προεδρικά  διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εξωτερικών  και Εμπορικής Ναυτιλίας.

Άρθρο 4
Αρμόδιες αρχές εφαρμογής
Αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή του νόμου αυτού και της Σύμβασης  είναι οι υπηρεσίες Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.

Άρθρο 5
Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης

1. Οι υπηρεσίες ναυτικής και αεροπορικής έρευνας και διάσωσης  παρέχονται αντίστοιχα από το Αρχηγείο Λιμενικού Σώματος και την  Πολεμική Αεροπορία με τη συνδρομή και συνεργασία εμπλεκομένων  υπηρεσιών και φορέων και συντονίζονται από ενιαίο κέντρο, Συντονισμού  Έρευνας και Διάσωσης (Κ.Σ.Ε.Δ.) του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.

2. Επόπτης του Κ.Σ.Ε.Δ ορίζεται ανώτατος ή ανώτερος αξιωματικός του  Λιμενικού Σώματος.

3. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Εμπορικής  Ναυτιλίας:

α) μπορεί να ιδρύονται υποκέντρα διάσωσης σε λιμενικές αρχές και να  ρυθμίζονται άλλα θέματα παροχής υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης από τις  αρχές αυτές

β) ρυθμίζονται τα θέματα οργάνωσης, λειτουργίας και αποστολής του  Κ.Σ.Ε.Δ. και των υποκέντρων διάσωσης, τα καθήκοντα των προϊστάμενων  των τομέων ναυτικής και αεροπορικής έρευνας και διάσωσης του Κ.Σ.Ε.Δ.,  καθώς και οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του επόπτη.

4. Για τη ρύθμιση των παραπάνω θεμάτων της παραγράφου 3 λαμβάνονται  υπόψη εγχειρίδια και οδηγίες διεθνών οργανισμών, αρμόδιων για τη  ναυτική και αεροπορική έρευνα και διάσωση.

Άρθρο 6
Μέσα έρευνας και διάσωσης

1. Από το Αρχηγείο Λιμενικού Σώματος και την Πολεμική Αεροπορία  διατίθενται πλωτά και εναέρια μέσα κατάλληλα επανδρωμένα και  εξοπλισμένα με κύρια αποστολή την έρευνα και διάσωση. Ο επιχειρησιακός  έλεγχος των παραπάνω μέσων ασκείται από το Κ.Σ.Ε.Δ. ή από τα υποκέντρα  διάσωσης της περιοχής έδρας τους.

2. Εφ` όσον απαιτηθεί, ενεργοποιούνται μέσα των Ενόπλων Δυνάμεων  και εμπλεκομένων υπηρεσιών και φορέων τα οποία συμμετέχουν στο έργο  έρευνας και διάσωσης ύστερα από αίτηση του Κ.Σ.Ε.Δ. και με συντονισμό  αυτού.

3. Για την απρόσκοπτη και αποτελεσματική διεξαγωγή των επικοινωνιών  κινδύνου και ασφάλειας μεταξύ Κ.Σ.Ε.Δ. ή υποκέντρων διάσωσης και  πλοίων ή αεροσκαφών, μπορεί να εγκαθίσταται και να χρησιμοποιούνται  από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και την Πολεμική Αεροπορία  επίγεια και δορυφορικά συστήματα και δίκτυα επικοινωνιών, ανεξάρτητα  από τα εγκατεστημένα δίκτυα εμπορικών επικοινωνιών.

4. Ο επιχειρησιακός έλεγχος των λοιπών πλωτών και εναέριων μέσων  του Λιμενικού Σώματος που συμμετέχουν σε επιχειρήσεις έρευνας και  διάσωσης ασκείται από το Κ.Σ.Ε.Δ.

Άρθρο 7
Εθελοντές ναυαγοσώστες

1. Στα υποκέντρα διάσωσης μπορούν να εντάσσονται και εθελοντές  ναυαγοσώστες, για να συνδράμουν στο έργο έρευνας και διάσωσης με  κρατικά ή ιδιωτικά μέσα που συμμετέχουν στις επιχειρήσεις.

2. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ρυθμίζονται θέματα  σχετικά με την εκπαίδευση, τις υποχρεώσεις, τα διακριτικά σήματα και  τις ηθικές αμοιβές των εθελοντών ναυαγοσωστών.

Άρθρο 8
Έκδοση προεδρικών διαταγμάτων
Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του  Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και του συναρμόδιου υπουργού, κατά  περίπτωση, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του νόμου  αυτού και της Σύμβασης.

Άρθρο 9
Έναρξη εφαρμογής
Η Σύμβαση τίθεται σε εφαρμογή τριάντα ημέρες μετά την κατάθεση του  σχετικού οργάνου προσχώρησης στο Γενικό Γραμματέα του IMΟ.

Άρθρο 10
Κύρωση αποφάσεων
Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από την ημερομηνία που ορίζεται σε  καθεμία απ` αυτές οι παρακάτω αποφάσεις:

α) Αριθ. 2007462/642/0022 (ΦΕΚ 175Β/8.3.1989). Αύξηση συντάξεων  Πλοιάρχων και Μηχανικών Α` τάξεως Ε.Ν.

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 23 του Κ.Ν. 792/1978 “περί  κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου των περί Ναυτικού Απομαχικού  Ταμείου (ΝΑΤ) κειμένων διατάξεων κλπ (ΦΕΚ 220/Α/1978).

2. Την υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του ΝΑΤ ληφθείσα απόφαση κατά  τη συνεδρίαση αυτού της 14.3.1988

3. Την Υ. 1006/7.12.88 απόφαση του Πρωθυπουργού “καθορισμός  αρμοδιοτήτων του Αναπληρωτή Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας” (ΦΕΚ 883/ Β`/88), αποφασίζουμε:

Την αύξηση, από της πρώτης του επομένου της δημοσιεύσεως της  παρούσας αποφάσεως μήνα, του ποσού των συντάξεων που παρέχονται ή που  θα απονεμηθούν από το Ναυτικό Ταμείο (ΝΑΤ) στους Πλοιάρχους και  Μηχανικούς Α` τάξεως κατά ποσοστό 5%. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί  στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.

Αθήνα, 3 Μαρτίου 1989

β) ΑΡΙΘ. 2311.1./18/89 (ΦΕΚ 168Β/8.3.1989)

Επικουρική Ασφάλιση Ναυτικών

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

α. Τις διατάξεις του Ν. 1482/84 “Επικουρική Ασφάλιση Ναυτικών και  άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 453Α`)

β. Την ανάγκη ενεργοποίησης του παραπάνω νόμου και ανανέωσης των  προβλεπόμενων προθεσμιών για την άσκηση από τους ασφαλισμένους του  δικαιώματος αναγνώρισης και εξαγοράς της συντάξιμης υπηρεσίας τους.

γ. Την γ. 1006/7.12.88 Απόφαση του Πρωθυπουργού για τον καθορισμό  αρμοδιοτήτων του Αναπληρωτή Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 883Β/ 9.12.88), αποφασίζουμε:

1. Οι οριζόμενες προθεσμίες στα άρθρα 8 παρ. 3. και 9 παρ. 5 του  Ν. 1482/1984 για την αναγνώριση ως συντάξιμου χρόνου επικουρικής  ασφάλισης ολοκλήρου ή μέρους του χρόνου της κυρίας ασφάλισής τους στο  ΝΑΤ, αρχίζουν από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης αυτής στην  Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αιτήσεις που έχουν υποβληθεί μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας, είτε  για την αναγώριση συντάξιμου χρόνου επικουρικής ασφάλισης, είτε για τη  χορήγηση επικουρικής σύνταξης λαμβάνονται υπόψη και θεωρούνται ότι  υποβλήθηκαν στις 31.1.1989.

2. Οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος επικουρικής  σύνταξης είναι οι παρακάτω:

α) Να έχει συνταξιοδοτηθεί ο ναυτικός σύμφωνα με το οριζόμενα στο  άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 1482/1984.

β) Να έχει συντάξιμο χρόνο επικουρικής ασφάλισης τουλάχιστον τον  απαιτούμενο για την απονομή συντάξεως από το ΝΑΤ για τον οποίο να  έχουν ολοσχερώς καταβληθεί οι εισφορές μίας πενταετίας.

γ) Να υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο σχετική αίτηση.

3. Η εξαγορά χρόνου υπηρεσίας τόσο στην περίπτωση της υποχρεωτικής  όσο και στην περίπτωση της προαιρετικής ασφάλισης γίνεται ως εξής:

α) Για τη συμπλήρωση του ελαχίστου χρόνου των πέντε (5) ετών με  εφάπαξ καταβολή.

β) Για τον υπολειπόμενο πέραν της πενταετίας συντάξιμο χρόνο  εφόσον η καταβολή πραγματοποιηθεί εφάπαξ εντός διμήνου από την έγγραφη  γνωστοποίηση του ποσού της εξαγοράς ο υπόχρεος δικαιούται έκπτωση 10%.

γ) Εάν η κατά την παρ. (β) καταβολή πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα (  1 ) χρόνο από τη γνωστοποίηση του ύψους της καταβλητέας εισφοράς το  ποσόν της εξαγοράς δεν επιβαρύνεται με πρόσθετα τέλη.

δ) Εάν ο ασφαλισμένος μετά την κατά τα άνω γνωστοποίηση του  λογαριασμού επιλέξει την τμηματική καταβολή των εισφορών εξαγοράς για  τον πέραν της πενταετίας χρόνον, υποχρεούται να προκαταβάλλει με άμεση  καταβολή το 1/4 του ποσού, το δε υπόλοιπο (3/4) σε μηνιαίες δόσεις, ο  αριθμός των οποίων καθορίζεται στις εβδομήντα δυο (72).

Το υπολειπόμενο αυτό ποσό που θα καταβληθεί τμηματικά, δηλαδή σε  μηνιαίες δόσεις, επιβαρύνεται με 1% μηνιαίως.

4. Η καταβολή της επικουρικής σύνταξης εφόσον δικαιωθεί ο  ασφαλισμένος επικουρικής σύνταξης, αρχίζει από τον επόμενο μήνα  υποβολής της σχετικής αίτησης από το δικαιούχο.

Σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου ναυτικού χορηγείται η  επικουρική σύνταξη στους δικαιούχους της κυρίας σύνταξης, από τον  επόμενο του θανάτου του μήνα.

5. Το ύψος της μηνιαίας εισφοράς για την εξαγορά της  προϋπηρεσίας που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 8  και παρ. 6 του άρθρου 9 Ν. 1482/84, καθορίζεται σε ποσοστό 4% επί του  μισθού που προβλέπεται από τη Σ.Σ. κατά το χρόνο έναρξης της εξαγοράς  και βάσει της ειδικότητας και του βαθμού που συνταξιοδοτήθηκε ο  ναυτικός από το ΝΑΤ.

6. Οι πάσης φύσεως εξαγορές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από  το ΝΑΤ και για τις οποίες γίνονται κρατήσεις υπέρ ΚΕΑΝ, λογίζονται ως  χρόνος ασφάλισης στο ΚΕΑΝ.

7. Κατά τα λοιπά εφόσον δεν τροποποιούνται με την παρούσα  απόφαση ισχύουν οι διατάξεις του Ν. 1482/84.  Η απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως και θα κυρωθεί με νόμο.

Πειραιάς, 27 Φεβρουαρίου 1989

Άρθρο 11

1. Σε όσους υπαλλήλους του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών  ανατίθεται η εκτέλεση του ειδικού έργου της πρακτικής εξέτασης των  υποψηφίων οδηγών αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών, των οδηγών αυτοκινήτου  που επιθυμούν επέκταση της αδείας τους σε ανώτερη κατηγορία καθώς και  των επανεξεταζόμενων για οποιοδήποτε λόγο οδηγών αυτοκινήτων ή  μοτοσυκλετών, είτε εκτελούν το έργο αυτό ως μέλη πρωτοβάθμιων ή  δευτεροβάθμιων επιτροπών, καταβάλλεται ειδική κατ` αποκοπή αμοιβή πέρα  και πλέον εκείνης που καθορίζεται από τις διατάξεις του ν. 1505/1984  (194/Α), όπως κάθε φορά ισχύει, εφ` όσον η εκτέλεση του έργου αυτού  πραγματοποιείται πέρα από το κανονικό ωράριο εργασίας.

“Το ήμισυ της κατά τ` ανωτέρω παρεχόμενης αποζημίωσης στους  εξεταστές υποψήφιων οδηγών ως καλύπτουσα έξοδα κίνησης προς  αντιμετώπιση των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται, λόγω των ειδικών  συνθηκών ασκήσεως του πρόσθετου έργου που τους ανατίθεται, δεν  υπόκειται σε φόρο εισοδήματος.

Για την καταβληθείσα από την 1η Μαϊου 1989 ή οφειλόμενη μέχρι την  έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου αποζημίωση, δεν αναζητούνται  κρατήσεις υπέρ τρίτων και φόροι, για το σύνολο της αποζημίωσης”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε διά του άρθρου 53 του Ν. 1914/1990 (Α` 178).

2. Με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζεται  το ύψος της κατ` αποκοπή αποζημίωσης, ο αριθμός των υποχρεωτικών  συμμετοχών των υπαλλήλων στο έργο της πρακτικής εξέτασης για την εξ`  ολοκλήρου καταβολή της αποζημίωσης καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια  για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.

3. Η κατά το άρθρο αυτό αμοιβή καταβάλλεται με ξεχωριστό τίτλο  πληρωμής και σε καμιά περίπτωση δεν περιλαμβάνεται στην έννοια των  τακτικών αποδοχών του υπαλλήλου.

4. Το ποσό της απαιτούμενης δαπάνης για την καταβολή της κατά το  άρθρο αυτό αμοιβής θα βαρύνει τον ειδικό λογαριασμό του ν.δ. 638/1970  (ΦΕΚ 173/ 1970), όπως ισχύει.

Άρθρο 12
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα  της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 13 Απριλίου 1989

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤ.ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ

Οι Υπουργοί