Νόμος 1897 ΦΕΚ Α΄Α’ 120/11.9.1990
Περί απονομής και παροχής βοηθείας σε θύματα τρομοκρατίας, τροποποιήσεως διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλων διατάξεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο 1
Πλήρης ανικανότητα.
1. Εμμισθοι ή άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, πολιτικοί ή στρατιωτικοί, που καθίστανται πλήρως ανίκανοι για την εκτέλεση των καθηκόντων τους εξαιτίας ή εξ αφορμής τρομοκρατικής πράξης «ή άλλου εγκλήματος βίας, από το οποίο προκλήθηκε αναπηρία σε ποσοστό 67% και άνω», που έγινε σε βάρος τους λόγω της ιδιότητάς τους, δικαιούνται, ανεξάρτητα από το βαθμό και τα έτη υπηρεσίας τους, συντάξεως από τον οικείο συνταξιοδοτικό φορέα που αντιστοιχεί στο καταληκτικό κλιμάκιο ή τον καταληκτικό βαθμό του κλάδου που ανήκαν και μέχρι του οποίου θα εξελίσσοντο ως εν ενεργεία βάσει των διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο του παθήματος με πλήρη συντάξιμη υπηρεσία και πλήρες χρονοεπίδομα. Το ίδιο ισχύει εάν η τρομοκρατική πράξη έγινε σε βάρος προσώπου, λόγω της προηγούμενης ιδιότητάς του ως έμμισθου ή άμισθου δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου πολιτικού ή στρατιωτικού ή λόγω της κατά τη διάρκεια της ιδιοτήτάς του αυτής άσκησης των καθηκόντων του.
Ως λειτουργοί και υπάλληλοι για την εφαρμογή του παρόντος θεωρούνται και οι υπουργοί, βουλευτές, δήμαρχοι, πρόεδροι κοινοτήτων, καθώς και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα και των τραπεζών.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως στους δημοσιογράφους που είναι μέλη αναγνωρισμένων δημοσιογραφικών ενώσεων, στους εκδότες εφημερίδων και περιοδικών καθώς και σε όλα τα μέλη των Δ.Σ. δεύτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εφόσον είναι ασφαλισμένοι. Για τους οπλίτες του στρατεύματος και όσους αντιστοιχούν προς αυτούς, καταληκτικός βαθμός θεωρείται ο του αρχιλοχία. Οι μη συνταξιοδοτούμενοι με μισθολογικό κλιμάκιο ή βαθμό δικαιούνται του ανωτάτου ορίου σύνταξης που προβλέπεται για την κατηγορία τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ.1 Ν.4285/2014,ΦΕΚ Α 191/10.9.2014.
2. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλόγως και για τη λήψη από τον παθόντα επικουρικής σύνταξης, μερίσματος ή βοηθήματος, εφάπαξ ή περιοδικώς καταβαλλομένων από μετοχικά ταμεία ή ταμεία επικουρικής ασφάλισης ή πρόνοιας που αντιστοιχεί στο βαθμό συνταξιοδότησης και με πλήρη ασφάλιση.
3. Για την εφαρμογή του παρόντος ως πλήρης αντικανότητα θεωρείται αυτή που ανέρχεται σε ποσοστό 67% και άνω. Το δικαίωμα για τη λήψη της κατά την προηγούμενη παράγραφο συντάξεως, μερίσματος ή βοηθήματος αρχίζει από της επομένης της λήξεως των τρίμηνων αποδοχών ή της συνταξιοδοτήσεως και όπου δεν καταβάλλονται τρίμηνες αποδοχές ή προκειμένου για όσους έχουν εξέλθει της υπηρεσίας τους από την ημέρα που επήλθε η ανικανότητα. Για το ποσοστό της ανικανότητας και το χρόνο που επήλθε αποφαίνονται οι οικείες υγειονομικές επιτροπές, προκειμένου δε για συνταξιοδοτούμενους από το Δημόσιο η Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή του Στρατού (ΑΣ.Υ.Ε.).
4. Η σύνταξη που κανονίζεται βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού καταβάλλεται στους δικαιούχους ανεξαρτήτως ηλικίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2227/1994 (Α` 129).
Άρθρο 2
Συνταξιοδότηση οικογενειών.
1. Αν από τρομοκρατική πράξη «ή άλλο έγκλημα βίας» επήλθε ο θάνατος προσώπου κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου η χήρα του φονευθέντος καθώς και τα τέκνα του, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του οικείου φορέα ή αν είναι ανίκανα κατά τις κείμενες περί ανικάνων τέκνων διατάξεις εκάστου φορέα, δικαιούνται συντάξεως, μερίσματος ή περιοδικού βοηθήματος ίσων με αυτά που θα καταβάλλονταν στο φονευθέντα κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, αν είχε καταστεί από την τρομοκρατική πράξη τελείως ανίκανος για τη εκτέλεση των καθηκόντων του ή της εργασίας του ή για την άσκηση του επαγγέλματός του.
2. Για τη συνταξιοδότηση των μελών της πατρικής οικογένειας του φονευθέντος εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες γενικές διατάξεις του οικείου φορέα συνταξιοδότησης, ως προς τη διαδικασία αναγνωρίσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η σύνταξη των μελών της οικογένειας αυτής υπολογίζεται με βάση το ποσό της συντάξεως που ορίζει το άρθρο 1 του παρόντος.
3. Μετά το θάνατο του συνταξιοδοτηθέντος κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του παρόντος η χήρα του, καθώς και τα τέκνα του σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του οικείου φορέα, δικαιούνται να παίρνουν ολόκληρη τη σύνταξη που θα έπαιρνε ο αποβιώσας, αν ζούσε. Για τα μέλη της πατρικής οικογένειας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί συνταξιοδοτήσεως του οικείου φορέα, ιδίως ως προς την καταβολή του ποσού της συντάξεως μεταξύ περισσότερων δικαιούχων, το δικαίωμα συντάξεως αγάμων θηλέων τέκνων για το μετά τη συμπλήρωση του 20ού έτους της ηλικίας τους διάστημα, τα δικαιολογητικά συνταξιοδότησης, την τηρούμενη διαδικασία για την αναγνώριση του δικαιώματος, το χαρακτηρισμό των καταβαλλομένων συντάξεων ως πολεμικών, τη σύγχρονη καταβολή μισθού και σύνταξης και την εν γένει άσκηση του δικαιώματος.
5. Το ποσό της σύνταξης, που προβλέπεται από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται σε ανάπηρο πολίτη από τον άμαχο πληθυσμό, ο οποίος φέρει ανικανότητα εκατό τοις εκατό (100 %).
Σημ.: όπως ηπαρ. 5 προστέθηκε με το άρθρου 6 παρ. 3 του Ν. 2227/1994 (Α` 129).
Άρθρο 3
Εφάπαξ βοήθημα λόγω θανάτου ή πλήρους ανικανότητας του υπαλλήλου.
1. Οσοι συνταξιοδοτούνται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 άρθρου 1 και των παραγραφων 1 και 2 του άρθρου 2 του παρόντος δικαιούνται διπλάσιου εφάπαξ βοηθήματος από τα οικεία ασφαλιστικά ταμεία, εφ` όσον ο παθών από την τρομοκρατική πράξη «ή άλλο έγκλημα βίας» ήταν ασφαλισμένος σε τέτοιο ταμείο. Το ποσό του βοηθήματος υπολογίζεται βάσει των αποδοχών του μισθολογικού κλιμακίου, ή του βαθμού, που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της σύνταξης, καθώς και των ετών υπηρεσίας, εργασίας ή ασκήσεως επαγγέλματος, που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της συντάξεως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ.2 Ν.4285/2014,ΦΕΚ Α 191/10.9.2014.
2. Αν ο παθών ήταν ασφαλισμένος σε περισσότερα ταμεία για εφάπαξ βοήθημα, το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου παρέχεται μόνο για ένα ταμείο, κατ` επιλογή του δικαιούχου.
Άρθρο 4
1. Εμμισθοι ή άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, πολιτικοί ή στρατιωτικοί, που καθίστανται διαρκώς μερικώς ανίκανοι εξαιτίας ή εξ αφορμής τρομοκρατικής πράξης «ή άλλου εγκλήματος βίας» και παραμένουν στην υπηρεσία τους ως ικανοί, δικαιούνται επιδόματος ανικανότητας σε ποσοστό επί του εκάστοτε βασικού μισθού του βαθμού ή του κλιμακίου τους ίσο με το ποσοστό της ανικανότητάς τους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται και μετά τη συνταξιοδότησή τους, υπολογιζόμενο επί του βασικού μισθού του βαθμού ή του κλιμακίου, με βάση το οποίο κανονίζεται η σύνταξή τους. Ομοιου επιδόματος δικαιούνται και τα πρόσωπα που κατέστησαν διαρκώς μερικώς ανίκανα προς εργασία από τρομοκρατική πράξη «ή άλλο έγκλημα βίας,από το οποίο προκλήθηκε αναπηρία σε ποσοστό 67% και άνω» που έγινε σε βάρος τους, λόγω της προηγούμενης ιδιότητάς τους ως δημόσιων λειτουργών ή υπαλλήλων, πολιτικών ή στρατιωτικών, ή λόγω της κατά τη διάρκεια της ιδιότητάς τους αυτής άσκησης των καθηκόντων τους. Οι διατάξεις των εδαφίων 3 και 4 της παραγράφου 1 του άρθρου 1 ισχύουν και εν προκειμένω.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ.3 Ν.4285/2014,ΦΕΚ Α 191/10.9.2014.
2. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 του άρθρου 1 και 4 του άρθρου 2 του παρόντος ισχύουν αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση.
3. Προκειμένου για έμμισθούς ή άμισθους δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους που δεν μισθοδοτούνται με μισθλογικο κλιμάκιο ή βασικό μισθό βαθμού κάποιας ιεραρχίας, το επίδομα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού υπολογίζεται επί του βασικού μισθού που αποτελεί τη βάση υπολογισμού της σύνταξης τους, ο οποίος, πάντως, δεν μπορεί να είναι ανώτερος του βασικού μισθού του Προέδρου του Αρείου Πάγου, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά με εξαίρεση τους λαμβάνοντες βουλευτική σύνταξη, καταβάλλεται δε για δε τους μεν τους εμμίσθους από την υπηρεσία τους, για δε του άμισθους από το φορέα της συνταξιοδότησής τους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται από το φορέα συνταξιοδότησης του λειτουργού και πρίν την έναρξη καταβολής της κύριας συντάξης, λόγω μη συμπλήρωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης του, εφόσον δεν ασκεί δημόσιο έμμισθο λειτούργημα.
Σημ.: όπως η παρ.3 προστέθηκε με το άρθρ.2 παρ.2 Ν.2227/1994 (Α` 129) που τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 Ν.2399/1996 (Α 90). Εναρξη ισχύος 1-1-1996 (άρθρ.15 Ν.2399/96).
Άρθρο 5
Εφάπαξ βοήθημα λόγω θανάτου ή πλήρους ή μερικής ανικανότητος συζύγου ή τέκνων των υπαλλήλων.
1. Αν σύζυγος ή τέκνα των αναφερομένων στην παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος προσώπων φονευθούν ή καταστούν πλήρως ανίκανοι για εργασία εξαιτίας ή εξ αφορμής τρομοκρατικής πράξεως « ή άλλου εγκλήματος βίας» σχετικής με την ιδιότητα του συζύγου ή πατρός τους, χορηγείται από το Δημόσιο εφάπαξ βοήθημα,που ανέρχεται στο ποσό του εφάπαξ βοηθήματος,το οποίο δικαιούται ο λειτουργός ή υπάλληλος του κλάδου που φέρει τον καταληκτικό βαθμό και έχει πλήρη χρόνο ασφαλίσεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ.4 Ν.4285/2014,ΦΕΚ Α 191/10.9.2014.
2. Το βοήθημα αυτό καταβάλλεται:
α) Στο σύζυγο ή τέκνο που κατέστη πλήρως ανίκανο για εργασία.
β) Στον επιζώντα σύζυγο και τα άγαμα τέκνα, κατ` ισομοιρίαν, εάν πρόκειται για θάνατο συζύγου.
γ) Στους γονείς και τα τυχόν απομένοντα άγαμα τέκνα, κατ` ισομοιρίαν, εάν πρόκειται για θάνατο τέκνου. Εάν δεν απομένουν άλλα τέκνα, το βοήθημα λαμβάνουν κατ` ισομοιρίαν οι γονείς.
3. Αν τα περιλαμβανόμενα στην παρ. 1 του παρόντος πρόσωπα καταστούν διαρκώς μερικώς ανίκανα προς εργασία για τους αναφερόμενους στην ίδια παράγραφο λόγους, χορηγείται σ` αυτούς ποσοστό του προβλεπόμενου στην παράγραφο αυτήν εφάπαξ βοηθήματος ανάλογο με το ποσοστό της ανικανοτητάς τους.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 του άρθρου 1 και 4 του άρθρου 2 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση.
Άρθρο 5α
Σημ.: όπως το άρθρο 5α προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ.4 Ν.4285/2014,ΦΕΚ Α 191/10.9.2014.
1. Σε περίπτωση που το θύμα, η σύζυγος ή τα ανήλικα τέκνα είχαν λάβει δάνειο για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών τους, το Δημόσιο αναλαμβάνει, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, την εξυπηρέτηση του έως την πλήρη αποπληρωμή του δανείου ή έως το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, εφόσον το ποσό αυτού υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκδιδόμενη εντός διμήνου από τη δημοσίευση του νόμου, καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
2. Η παρούσα διάταξη έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις τρομοκρατικών πράξεων ή εγκλημάτων βίας, που έλαβαν χώρα από 1ης Ιανουαρίου 2014 και εφεξής.
Άρθρο 6
Αποζημίωση παθόντων.
Αν τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος πρόσωπα υποστούν υλικές ζημίες εξαιτίας ή εξ αφορμής τρομοκρατικής πράξης, «ή άλλου εγκλήματος βίας» που έγινε σε βάρος τους λόγω της ιδιότητάς τους, έχουν δικαίωμα ν` αποζημιωθούν από το Δημόσιο. Αν το αντικείμενο που καταστράφηκε ή εβλάβη ήταν ασφαλισμένο, αξίωση αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου υπάρχει μόνο για το επιπλέον της καταβληθείσης ασφαλιστικής αποζημιώσεως ποσό. Υποκατάσταση της ιδιωτικής ασφαλιστικής εταιρίας στα δικαιώματα του ασφαλισμένου για το καταβληθέν ποσό του ασφαλίσματος αποκλείεται.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ.6 Ν.4285/2014,ΦΕΚ Α 191/10.9.2014.
Άρθρο 7
Νοσηλεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
1. Το Δημόσιο καταβάλλει τα έξοδα ιατροοφαρμακευτικής περίθαλψης και νοσηλείας των εξαιτίας ή εξ αφορμής τρομοκρατικής πράξης «ή άλλου εγκλήματος βίας» τραυματισθέντων ως άνω προσώπων κατά το μέρος της δαπάνης που δεν καλύπτεται από τον οικείο φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ.6 Ν.4285/2014,ΦΕΚ Α 191/10.9.2014.
2. Φορείς κοινωνικής ασφάλισης και πάσης φύσεως ταμεία, που κατ` εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κατέβαλαν συντάξεις, μερίσματα ή βοηθήματα επί πλέον εκείνων που θα κατέβαλαν κατά τις κοινές διατάξεις, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν από το Δημόσιο την πληρωμή του επί πλέον καταβληθέντος ποσού. Εάν όμως τα ασφαλισμένα θύματα είναι μέλη διοικητικών συμβουλίων ή υπάλληλοι τράπεζας, υποχρεούται για την πληρωμή του επί πλέον καταβληθέντος ποσού η τράπεζα.
Άρθρο 8
Για τη διαδικασία αναγνωρίσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ή οι διατάξεις των οικείων φορέων.
Ως προς τη φύση της πράξεως αποφαίνεται το δικαστικό συμβούλιο ύστερα από ανάκριση που θα διεξαχθεί.
Άρθρο 9
Διατήρηση ευνοϊκότερων διατάξεων.
Διατηρείται σε ισχύ κάθε τυχόν ευνοϊκότερη για τα θύματα τρομοκρατικής πράξης «ή άλλου εγκλήματος βίας» διάταξη της κείμενης νομοθεσίας, γενική ή ειδική.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ.6 Ν.4285/2014,ΦΕΚ Α 191/10.9.2014.
Άρθρο 10
Ευεργετήματα για τα παιδιά των θυμάτων της τρομοκρατίας.
1. Τα τέκνα των φονευθέντων ή καταστάντων πλήρως ανικάνων για την εκτέλεση των καθηκόντων τους προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του παρόντος:
α) Μεταγράφονται με αίτησή τους, εάν εισαχθούν σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή τεχνολογικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας με τις γενικές εισιτήριες εξετάσεις, στο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή τεχνολογικό εκπαιδευτικό ίδρυμα που είναι πλησιέστερο στην οικογενειακή κατοικία τους, καθ` υπέρβαση του εκάστοτε προβλεπόμενου αριθμού μετεγγραφομένων.
β) Μετεγγράφονται με αίτησή τους εάν φοιτούν σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή τεχνολογικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας ή του εξωτερικού, στο αναφερόμενο στο προηγούμενο εδάφιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, καθ` υπέρβαση του εκάστοτε προβλεπόμενου αριθμού μετεγγραφομένων.
γ) Γίνονται δεκτοί κατά προτίμηση, εάν είναι φοιτητές, στις φοιτητικές εστίες και λέσχες.
Σχετικό:παρ.4 του άρθρου 60 του ν.3966/2011
2. Τα τέκνα των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο προσώπων προσλαμβάνονται στο Δημόσιο, στα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα και στις τράπεζες καθ` υπέρβαση του προβλεπομένου από την προκήρυξη του διαγωνισμού αριθμού, εάν επιτύχουν στο σχετικό διαγωνισμό και δεν περιλαμβάνονται στον αριθμό αυτόν.
3. Για την αναγνώριση των ανωτέρω ευεργετημάτων απαιτείται η υποβολή από τους ενδιαφερόμενους αντιγράφου πράξεως συνταξιοδότησης και πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης.
Άρθρο 11
Αναπροσαρμογή συντάξεων, μερισμάτων και άλλων βοηθημάτων.
1. Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και για την αναπροσαρμογή των συντάξεων όσων κατέστησαν ανίκανοι από την ίδια αιτία από 24 Ιουλίου 1974 και μετά, καθώς και για τις οικογένειες όσων δολοφονήθηκαν.
2. Η αναπροσαρμογή της σύνταξης γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου στην αρμόδια υπηρεσία, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου της υποβολής της αιτήσεως μήνα.
3. Η αναπροσαρμογή των επικουρικών συντάξεων, μερισμάτων ή βοηθημάτων, περιοδικών ή εφάπαξ, γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου στα οικεία ταμεία. Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτεται κυρωμένο αντίγραφο της πράξης αναπροσαρμογής της σύνταξης. Η αναπροσαρμογή γίνεται βάσει της αναπροσαρμοσμένης κύριας σύνταξης ή των αποδοχών που λήφθηκαν υπόψη για την αναπροσαρμογή της.
4. Η αναπροσαρμογή των επικουρικών συντάξεων, μερισμάτων ή βοηθημάτων, περιοδικών ή εφάπαξ, γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου στα οικεία ταμεία. Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτεται κυρωμένο αντίγραφο της πράξης αναπροσαρμογής της σύνταξης. Η αναπροσαρμογή γίνεται βάσει της αναπροσαρμοσμένης κύριας σύνταξης ή των αποδοχών που λήφθηκαν υπόψη για την αναπροσαρμογή της.
Άρθρο 12
1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Τα κακουργήματα της πειρατίας και τα κακουργήματα κατά της ασφάλειας της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοϊας, που προβλέπεται στον ποινικό κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους, καθώς και τα συναφή με αυτά πολημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα”.
2. Στο άρθρο 123 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερη παράγραφος, που έχει ως εξής:
“2. Για τα προβλεπόμενα στον ποινικό κωδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους εγκλήματα κατά της ασφαλείας της αεροπλοϊας και τα συναφή προς αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό και τιμωρούνται στην Ελλάδα, αρμόδια είναι τα δικαστήρια και οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές της πρωτεύουσας”.
3. Μετά την παραγράφο 2 του άρθρου 287 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τίθεται παράγραφος με αριθμό 3, που έχει ως εξής:
“3. Ο χρόνος κράτησης εκζητουμένου ημεδαπού ή αλλοδαπού προς το σκοπό έκδοσης δεν συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση των ανωτάτων ορίων της προσωρινής κρατήσεως των προηγουμένων παραγράφων, αφαιρείται όμως σε περίπτωση καταδίκης από την ποινή που του επιβλήθηκε”.
4. Οι παράγραφοι 3 και 4 του ίδιου άρθρου λαμβάνουν αντιστοίχως τους αριθμούς 4 και 5.
5. Μετά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου τίθεται παράγραφος με αριθμό 6, που έχει ως εξής:
“6. Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με τη συμπλήρωση των ανωτάτων ορίων της προσωρινής κράτησης των παρ. 1 και 2 του παρόντος επιλύεται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο της παρ. 2 του ίδιου άρθρου μετά από κλήτευση του κρατουμένου προ 48 ωρών. Κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον κρατούμενο το ένδικο μέσο της αναιρέσεως”.
6. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 327 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται η φράση “ή αν ο μάρτυρας κατοικεί ή διαμένει στην αλλοδαπή”.
7. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 327 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
“Η κλήτευση των μαρτύρων που προτείνονται μπορεί να γίνει το αργότερο δύο ημέρες πριν από τη δικάσιμο και με τηλεγράφημα, οπότε επέχει θέση αποδεικτικού η βεβαίωση του υπαλλήλου του Ο.Τ.Ε., για την κατάθεσή του, που γράφεται κάτω από αντίγραφο του τηλεγραφήματος. Για την τήρηση της προθεσμίας των δύο ημερών λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία καταθέσεως του τηλεγραφήματος”.
8. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 452 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
Σε κάθε περίπτωση ο εκζητούμενος απολύεται, αν περάσουν δύο έτη από την ημέρα της συλλήψεώς του, η οποία προθεσμία δύναται να παραταθεί με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου κατά έξι ακόμη μήνες”.
9. Στο άρθρο 45η του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται τρίτη παράγραφος, που έχει ως εξής:
“3. Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με την κράτηση του εκζητούμενου επολύεται από το αρμόδιο για την έκδοση συμβούλιο εφετών ύστερα από κλήτευση του προ 24 ωρών. Κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον εκζητούμενο το ένδικο μέσο της αναιρέσεως”.
Άρθρο 13
1. Στο άρθρο 158 του ν. 1815/1988 προστίθεται τρίτη παράγραφος, που έχει ως εξής:
“3. Εκζητούμενος αλλοδαπός, του οποίου αποφασίζεται η μη έκδοση για να δικασθεί στην Ελλάδα, απολύεται των φυλακών ευθύς ως του επιδοθεί η σχετική απόφαση και πάντως το αργότερο εντός είκοσι ημερών από της εκδόσεώς της, αν δεν εκδοθεί στο διάστημα αυτό ένταλμα συλλήψεως ή προσωρινής κρατήσεώς του”.
2. Μετά το άρθρο 158 του ν. 1815/1988, προστίθεται άρθρο 158 Α, που έχει ως εξής:
“Αρθρο 158 Α
(Διαδικασία)
1. Στα κακουργήματα που αναφέρονται στο άρθρο 158 του παρόντος, η προθεσμία για απολογία του κατηγορουμένου στην ανάκριση δεν μπορεί να υπερβεί τις 48 ώρες. Η ανάκριση περατώνεται μέσα σε ένα μήνα, μπορεί όμως το συμβούλιο πλημμελειοδικών να παρατείνει την προθεσμία αυτή για έναν ακόμη μήνα, ύστερα από αίτηση του ανακριτή, που υποβάλλεται πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας. Η εισαγωγή των υποθέσεων αυτών στο ακροατήριο γίνεται με απευθείας κλήση, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 20 και 21 του ν. 663/1977.
2. Για την εκδίκαση των πιο πάνω κακουργημάτων η κλήρωση των ποινικών συνθέσεων μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, τουλάχιστον όμως δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Η κλήρωση γίνεται από το τριμελές ποινικό εφετείο του αρμόδιου δικαστηρίου, ακόμη και κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, μεταξύ των δικαστών που υπηρετούν στο τμήμα όπου ορίσθηκε η δικάσιμος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 17Β του ν. 1756/ 1988, που προσετέθη σ` αυτόν με το άρθρο 5 του ν. 1868/1989. Στις υποθέσεις αυτές η προθεσμία κλητεύσεως του κατηγορουμένου και των μαρτύρων στο ακροατήριο είναι πέντε ημέρες πριν υπό τη δικάσιμο”.
Άρθρο 14
1. Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημε- ρίδα της Κυβερνήσεως, πλην των διατάξεων των άρθρων 1 έως και 10, που εφαρμόζονται αναδρομικά από τις 24 Ιουλίου 1974″.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 1 του Ν. 1968/1991 (Α` 150).
2. Η αναγνωρισμένη σύνταξη στους ίδιους τους δικαιούχους ή στις οικογένειές τους είναι πληρωτέα υπό τους περιορισμούς του άρθρου 60 του π.δ. 1041/1979 , όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 10 του ν. 1489/1984, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις οικείες διατάξεις.