Νόμος 1902 ΦΕΚ 138/17.10.1990

Ρύθμιση    συνταξιοδοτικών και άλλων συναφών    θεμάτων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Συνταξιοδοτικές διατάξεις δημοσίων υπαλλήλων

Άρθρο 1
Δικαίωμα σύνταξης γυναικών υπαλλήλων,τέκνων και αδελφών

1. “Κατ` εξαίρεση για τις γυναίκες υπαλλήλους οι οποίες έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά, καθως και για τους άνδρες υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά και είναι χήροι ή διαζευγμένοι, εφ` όσον, οι τελευταίοι με δικαστική απόφαση έχουν την επιμέλεια των ανήλικων ή ανίκανων παιδιών αρκεί εικοσαετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, ανεξάρτητα από το χρόνο πρόσληψής τους”.       Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του         Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α 184).

2.  Στο  τέλος  του  άρθρου  5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών   Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 4 με το ακόλουθο περιεχόμενο:       “4. Τα θήλεα τέκνα και οι  άπορες  άγαμες  αδελφές,  που  έλκουν  το   συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα από γονείς ή αδέλφια που προσλήφθηκαν στο   Δημόσιο  από  1ης Ιανουαρίου 1983 και μετά, αποκτούν δικαίωμα σύνταξης   με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν  το  δικαίωμα  αυτό   και τα άρρενα τέκνα”.

3.  Στο  τέλος  του  άρθρου 31 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών   Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 5 με το ακόλουθο περιεχόμενο:       “5. Τα θήλεα τέκνα και οι  άπορες  άγαμες  αδελφές,  που  έλκουν  το   συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα από γονείς ή αδέλφια που κατατάχθηκαν στο   Δημόσιο  από  1ης Ιανουαρίου 1983 και μετά, αποκτούν δικαίωμα σύνταξης   με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν  το  δικαίωμα  αυτό   και τα άρρενα τέκνα”.

4.  Στο  τέλος  του  άρθρου  6 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών   Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 6 με το ακόλουθο περιεχόμενο:       “6. Οι άπορες άγαμες αδελφές,  που  έλκουν  το  συνταξιοδοτικό  τους   δικαίωμα  από  αδέλφια που προσλήφθηκαν στο Δημόσιο από 1ης Ιανουαρίου   1983 και μετά, παύουν να συνταξιοδοτούνται μετά την  ενηλικίωσή  τους,   εκτός  αν  σπουδάζουν ή είναι ανίκανες για εργασία, οπότε εφαρμόζονται   όσα ισχύουν για τα θήλεα τέκνα του προηγούμενου άρθρου”.

5. Στο τέλος του άρθρου 32 του  Κώδικα  Πολιτικών  και  Στρατιωτικών   Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 7 με το ακόλουθο περιεχόμενο:       “7.  Οι  άπορες  άγαμες  αδελφές,  που έλκουν το συνταξιοδοτικό τους   δικαίωμα από αδέλφια που κατατάχθηκαν στο Δημόσιο από  1ης  Ιανουαρίου   1983  και  μετά, παύουν να συνταξιοδοτούνται μετά την ενηλικίωσή τους,   εκτός αν σπουδάζουν ή είναι ανίκανες για εργασία,  οπότε  εφαρμόζονται   όσα ισχύουν για τα θήλεα τέκνα του προηγούμενου άρθρου”.

6.  Στο  τέλος  του  άρθρου  35 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων (π.δ.   1285/1981  ΦΕΚ  314)  προστίθεται  παράγραφος   6   με   το   ακόλουθο   περιεχόμενο:       “6.    Τα   θήλεα  τέκνα  και  οι  άγαμες  αδελφές,  που  έλκουν  το   συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα από  γονείς  ή  αδέλφια  που  έπαθαν  από   πολεμικό  ή  άλλο γεγονός εξομοιούμενο προς αυτό, το οποίο επήλθε μετά   την 1η Ιανουαρίου 1983 και θεμελειώνει δικαίωμα σύνταξης, αποκτούν  το   δικαίωμα  αυτό  με  τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το   ίδιο δικαίωμα και τα άρρενα τέκνα”.

7. Στο τέλος της παρ. 1 και μετά το τέταρτο εδάφιο της  παρ.  2  του   άρθρου 18 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθενται   εδάφια ως εξής:       “Αν  κάποιο  από  τα παιδιά όσων προσλαμβάνονται στο Δημόσιο από 1ης   Ιανουαρίου 1983 και μετά συνάψει γάμο ή πεθάνει ή  κηρυχθεί  άφαντο  ή   ενηλικιωθεί,  η  σύνταξη  των λοιπών δικαιούχων περιορίζεται αναλόγως,   σύμφωνα με όσα ορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής”.

8. Στο τέλος της παρ. 1 και μετά το τέταρτο εδάφιο της  παρ.  2  του   άρθρου 46 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθενται   εδάφια ως εξής:       “Αν  κάποιο  από  τα  παιδιά  όσων κατατάσσονται στο Δημόσιο από 1ης   Ιανουαρίου 1983 και μετά συνάψει γάμο ή πεθάνει ή  κηρυχθεί  άφαντο  ή   ενηλικιωθεί,  η  σύνταξη  των λοιπών δικαιούχων περιορίζεται αναλόγως,   σύμφωνα με όσα ορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής”.

9. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 19 του Κώδικα Πολιτικών και   Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:       “Προκειμένου για αδελφές, που έλκουν  το  δικαίωμα  από  υπάλληλο  ο   οποίος  διορίστηκε  στο  Δημόσιο  από 1ης Ιανουαρίου 1983 και μετά, αν   αποκατασταθούν ή εκλείψουν ή ενηλικωθούν, η μερίδα τους προσαυξάνει τη   μερίδα της μητέρας και των άλλων αδελφών”.

10.  Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 47 του  Κώδικα  Πολιτικών   και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:      “Προκειμένου  για  αδελφές, που έλκουν το δικαίωμα από στρατιωτικό ο   οποίος κατατάχθηκε από 1ης Ιανουαρίου 1983 και μετά και αποκατασταθούν   ή εκλείψουν ή ενηλικιωθούν, η μερίδα τους προσαυξάνει  τη  μερίδα  της   μητέρας και των άλλων αδελφών”.

Άρθρο 2
Ορια ηλικίας και έτη υπηρεσίας για συνταξιοδότηση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ. 2 του άρθρου 2 του       Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α 184)

1. Για την καταβολή της σύνταξης των υπαλλήλων, που υπάγονται στη συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου, θεσπίζεται ηλικία συνταξιοδότησης, η οποία ορίζεται ως εξής:

α) Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1997, το τεσσαρακοστό δεύτερο (42ο) έτος της ηλικίας τους συμπληρωμένο προκειμένου για γυναίκες, που έχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό από 50 % και άνω, ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67 % και άνω, το πεντηκοστό τρίτο (53ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τις λοιπές γυναίκες και το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος συμπληρωμένο προκειμένου για τους άνδρες.

β) Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1 Ιανουαρίου 1998 και μετά, το πεντηκοστό (50ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για γυναίκες που έχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό από 50% και άνω, ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67% και άνω, το πεντηκοστό όγδοο (58ο) έτος συμπληρωμένο προκειμένου για τις λοιπές γυναίκες και το εξηκοστό (6Οο) έτος συμπληρωμένο προκειμένου για τους άνδρες.

γ) Για όσους προσλαμβάνονται στο Δημόσιο από 1 Ιανουαρίου 1983 και μετά το πεντηκοστό (50ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο για τις γυναίκες που έχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό από 50% και άνω, ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67% και άνω, το πεντηκοστό όγδοο (58ο) έτος συμπληρωμένο προκειμένου για τις λοιπές γυναίκες και το εξηκοστό (60ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τους άνδρες.

Το δικαίωμα συντάξεως που θεμελιώνεται βάσει των διατάξεων των προηγουμένων περιπτώσεων, δεν θίγεται από ενδεχόμενες μεταβολές που επέρχονται στην προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου, κατά την παραμονή του στην υπηρεσία μετά τη θεμελίωση.

2. Η καταβολή της σύνταξης των πολιτικών υπαλλήλων της προηγούμενης παραγράφου, οι οποίοι αποχωρούν της υπηρεσίας λόγω παραίτησης ή για άλλους λόγους πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής.

Μετά τη λήξη της αναστολής αρχίζει η καταβολή της σύνταξης αναπροσαρμοσμένης με όλες τις αυξήσεις που έχουν χορηγηθεί μέχρι την έναρξη της καταβολής της.

3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή:

α) Για τους δικαστικούς λειτουργούς και στρατιωτικούς γενικά.     β) Για όσους από τους λοιπούς υπαλλήλους

αα) απολύονται της υπηρεσίας λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας, είτε αυτή οφείλεται στην υπηρεσία είτε όχι.     Το ίδιο ισχύει και όταν ο υπάλληλος, ενώ έχει θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης και αποχωρήσει πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, καταστεί εν τω μεταξύ ανίκανος κατά ποσοστό τουλάχιστον 67%.

Στην περίπτωση αυτήν η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που κατέστη ανίκανος. Το ποσοστό της ανικανότητας και η ημερομηνία που επήλθε αυτή, βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής.

ββ) Είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί, τετραπληγικοί ή πάσχουν από μεσογειακή και μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία.

γγ) Απολύονται χωρίς δική τους υπαιτιότητα.

δδ) Αποχωρούν της υπηρεσίας μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1997 και έχουν συμπληρώσει τριακονταπενταετή τουλάχιστο συντάξιμη υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζονται οι πλασματικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες που λογίζονται συντάξιμες με τις διατάξεις του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ 180 Α`), καθώς και οι προσαυξήσεις των συντάξεων με τριακοστά πέμπτα.

εε) Ανήκουν σε φυλακτικό προσωπικό των καταστημάτων κράτησης (γενικών, ειδικών, θεραπευτικών) που ασχολείται με την επίβλεψη και φύλαξη των κρατουμένων και που ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 97 του ν. 1851 /1989 (ΦΕΚ 122 Α`), καθώς και για τους παιδονόμους των ιδρυμάτων αγωγής ανηλίκων.          στστ) Ανήκουν στις γυναίκες και τους χήρους ή διαζευγμένους υπαλλήλους που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος.

ζζ) `Εχουν προσληφθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1982 και συμπληρώνουν, μετά τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος επταετή (7ετή) πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, στην οποία περιλαμβάνονται και οι προϋπηρεσίες του άρθρου 1 του ν. 1405/1983.

4. Για τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία γέννησης του υπαλλήλου, εκτός αν αυτή δεν αποδεικνύεται, οπότε λαμβάνεται υπόψη η 31 Δεκεμβρίου του έτους που γεννήθηκε.

Άρθρο 3
Ορια ηλικίας και έτη υπηρεσίας για συνταξιοδότηση
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 2 του        Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α 184)

1. Για την καταβολή της σύνταξης των υπαλλήλων, που υπάγονται στη συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου, θεσπίζεται ηλικία συνταξιοδότησης, η οποία ορίζεται ως εξής:

α) Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1997, το τεσσαρακοστό δεύτερο (42ο) έτος της ηλικίας τους συμπληρωμένο προκειμένου για γυναίκες, που έχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό από 50 % και άνω, ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67 % και άνω, το πεντηκοστό τρίτο (53ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τις λοιπές γυναίκες και το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος συμπληρωμένο προκειμένου για τους άνδρες.

β) Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1 Ιανουαρίου 1998 και μετά, το πεντηκοστό (50ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για γυναίκες που έχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό από 50% και άνω, ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67% και άνω, το πεντηκοστό όγδοο (58ο) έτος συμπληρωμένο προκειμένου για τις λοιπές γυναίκες και το εξηκοστό (6Οο) έτος συμπληρωμένο προκειμένου για τους άνδρες.

γ) Για όσους προσλαμβάνονται στο Δημόσιο από 1 Ιανουαρίου 1983 και μετά το πεντηκοστό (50ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο για τις γυναίκες που έχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό από 50% και άνω, ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67% και άνω, το πεντηκοστό όγδοο (58ο) έτος συμπληρωμένο προκειμένου για τις λοιπές γυναίκες και το εξηκοστό (60ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τους άνδρες.

Το δικαίωμα συντάξεως που θεμελιώνεται βάσει των διατάξεων των προηγουμένων περιπτώσεων, δεν θίγεται από ενδεχόμενες μεταβολές που επέρχονται στην προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου, κατά την παραμονή του στην υπηρεσία μετά τη θεμελίωση.

2. Η καταβολή της σύνταξης των πολιτικών υπαλλήλων της προηγούμενης παραγράφου, οι οποίοι αποχωρούν της υπηρεσίας λόγω παραίτησης ή για άλλους λόγους πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής.

Μετά τη λήξη της αναστολής αρχίζει η καταβολή της σύνταξης αναπροσαρμοσμένης με όλες τις αυξήσεις που έχουν χορηγηθεί μέχρι την έναρξη της καταβολής της.

3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή:

α) Για τους δικαστικούς λειτουργούς και στρατιωτικούς γενικά.     β) Για όσους από τους λοιπούς υπαλλήλους

αα) απολύονται της υπηρεσίας λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας, είτε αυτή οφείλεται στην υπηρεσία είτε όχι.     Το ίδιο ισχύει και όταν ο υπάλληλος, ενώ έχει θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης και αποχωρήσει πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, καταστεί εν τω μεταξύ ανίκανος κατά ποσοστό τουλάχιστον 67%.

Στην περίπτωση αυτήν η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που κατέστη ανίκανος. Το ποσοστό της ανικανότητας και η ημερομηνία που επήλθε αυτή, βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής.

ββ) Είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί, τετραπληγικοί ή πάσχουν από μεσογειακή και μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία.

γγ) Απολύονται χωρίς δική τους υπαιτιότητα.

δδ) Αποχωρούν της υπηρεσίας μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1997 και έχουν συμπληρώσει τριακονταπενταετή τουλάχιστο συντάξιμη υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζονται οι πλασματικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες που λογίζονται συντάξιμες με τις διατάξεις του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ 180 Α`), καθώς και οι προσαυξήσεις των συντάξεων με τριακοστά πέμπτα.

εε) Ανήκουν σε φυλακτικό προσωπικό των καταστημάτων κράτησης (γενικών, ειδικών, θεραπευτικών) που ασχολείται με την επίβλεψη και φύλαξη των κρατουμένων και που ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 97 του ν. 1851 /1989 (ΦΕΚ 122 Α`), καθώς και για τους παιδονόμους των ιδρυμάτων αγωγής ανηλίκων.          στστ) Ανήκουν στις γυναίκες και τους χήρους ή διαζευγμένους υπαλλήλους που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος.

ζζ) `Εχουν προσληφθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1982 και συμπληρώνουν, μετά τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος επταετή (7ετή) πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, στην οποία περιλαμβάνονται και οι προϋπηρεσίες του άρθρου 1 του ν. 1405/1983.

4. Για τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία γέννησης του υπαλλήλου, εκτός αν αυτή δεν αποδεικνύεται, οπότε λαμβάνεται υπόψη η 31 Δεκεμβρίου του έτους που γεννήθηκε.

Άρθρο 4
Τρίμηνες αποδοχές-συντάξιμος μισθός

1.  Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 57  του  Κώδικα  Πολιτικών   και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:       “Στο   μόνιμο   ή   ισόβιο   υπάλληλο   ή  μόνιμο  στρατιωτικό,  που   απομακρύνεται για οποιονδήποτε λόγο από  την  υπηρεσία,  καταβάλλονται   για  τρεις  μήνες  όλες  οι  αποδοχές  του,  ανεξάρτητα από το αν έχει   συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης”.

2. Στο τέλος της παρ. 2  του  άρθρου  9  του  Κώδικα  Πολιτικών  και   Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο με το εξής περιεχόμενο:      “Κατ` εξαίρεση τα μισθολογικά κλιμάκια ή οι προσαυξήσεις του μισθού,   που  χορηγούνται  στους υπαλλήλους ως κίνητρα παραμονής στην υπηρεσία,   δεν λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού και  την   αναπροσαρμογή  των συντάξεων σε όσους είχαν εξέλθει της υπηρεσίας κατά   το χρόνο χορήγησής τους και δεν τα είχαν δικαιωθεί ως εν ενεργεία”.

3.  Το μισθολογικό κλιμάκιο του άρθρου 17 του ν. 1810/1988 (ΦΕΚ  223   Α`) δεν παρέχεται στους υπαλλήλους που διορίστηκαν στο Δημόσιο από 1ης   Ιανουαρίου 1983 και μετά.

4.   Η  παρ.  3  του άρθρου 57 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών   Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:       “3. Οι τρίμηνες αποδοχές καταβάλλονται και  στη  χήρα  του  θανόντος   μόνιμου ή ισόβιου υπαλλήλου ή μόνιμου στρατιωτικού καθώς και στα τέκνα   του,  εφ` όσον γι` αυτά συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 5 και 31   του παρόντος”.

Άρθρο 5
Υπολογισμός σύνταξης

1. Στο τέλος του άρθρου 15 του  Κώδικα  Πολιτικών  και  Στρατιωτικών   Συντάξεων προστίθεται παρ. 10 με το ακόλουθο περιεχόμενο:      “10. Προκειμένου περί υπαλλήλων, που προσλήφθηκαν από 1ης Ιανουαρίου   1983 ή προσλαμβάνονται εφεξής, η σύνταξη υπολογίζεται ως εξής:       α.   Για  πραγματική  συντάξιμη  υπηρεσία  μέχρι  25  ετών  σε τόσα   πεντηκοστά του κατά το άρθρο 9 μηνιαίου συντάξιμου μισθού, όσα τα  έτη   της  πραγματικής  συντάξιμης υπηρεσίας τους, όπως αυτή καθορίζεται στα   άρθρα 11 και 12 του νόμου αυτού.       Μετά τη συμπλήρωση εικοσιπενταετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας   η  σύνταξη  αυτή  προσαυξάνεται  κατά  δύο  πεντηκοστά  του   παραπάνω   συντάξιμου  μισθού για κάθε έτος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, από   του εικοστού έτους μέχρι του τριακοστού συμπεριλαμβανομένου  και  κατά   τρία  πεντηκοστά του ίδιου μισθού για κάθε έτος πραγματικής συντάξιμης   υπηρεσίας, από του τριακοστού  πρώτου  μέχρι  του  τριακοστού  πέμπτου   συμπεριλαμβανομένου.       β.  Η κατά τα προηγούμενα εδάφια κανονιζόμενη σύνταξη προσαυξάνεται   κατά τόσα πεντηκοστά αυτής όσα είναι τα έτη της συντάξιμης πλασματικής   υπηρεσίας, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 11.       γ. Η σύνταξη, που παρέχεται σύμφωνα με τις κείμενες  διατάξεις  στο   προσωπικό  των  παρ. 3, προσαυξάνεται κατά 10/50 του συντάξιμου μισθού   του, εφ` όσον έχει συμπληρώσει εικοσαετή πραγματική  υπηρεσία  σε  μία   από τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτήν ειδικές υπηρεσίες.       δ.   Η  σύνταξη, που παρέχεται στους αναφερόμενους στην παράγραφο 5   πολιτικούς υπαλλήλους, προσαυξάνεται κατά 5/50 του  συντάξιμου  μισθού   τους,  εφ`  όσον  συντρέχουν  και  οι λοιπές οριζόμενες στην παράγραφο   αυτήν προϋποθέσεις πραγματοποίησης τετρακοσίων πεντήκοντα ωρών πτήσης,   για τις πέραν του αριθμού αυτού πραγματοποιούμενες ώρες πτήσης και  ως   τη συμπλήρωση δέκα, κατ` ανώτατο όριο, πεντηκοστών.       ε.  Η  σύνταξη των αναφερομένων στην παρ. 6 προσαυξάνεται κατά 1/50   του συντάξιμου μηνιαίου μισθού τους για  κάθε  πλήρες  έτος  υπηρεσίας   στις θέσεις αυτές.       Η  προσαύξηση  αυτή  δεν  μπορεί  να υπερβεί τα 15/50 του συντάξιμου   μισθού του βαθμού τους, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 1   του άρθρου 55 του νόμου αυτού.        στ. Οι διατάξεις της παρ. 5 εφαρμόζονται  και  για  το  αναφερόμενο   στην  παρ.  8  του  άρθρου  αυτού  πολιτικό  προσωπικό  του  πολεμικού   ναυτικού, το οποίο κατά την άσκηση των  καθηκόντων  του  πραγματοποιεί   καταδύσεις  επί  υποβρυχίων, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων   της παρ. 8.

ζ. Η σύνταξη των  τακτικών,  αναπληρωτών  και  επίκουρων  καθηγητών   Α.Ε.Ι.,  που  αποχωρούν  της υπηρεσίας λόγω ορίου ηλικίας ή λόγω λήξης   της θητείας τους, προσαυξάνεται κατά 10% του συντάξιμου μισθού τους”.

2. Στο τέλος του άρθρου 42 του  Κώδικα  Πολιτικών  και  Στρατιωτικών   Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 7 με το ακόλουθο περιεχόμενο:       “7.   Προκειμένου   περί  καταταχθέντων  ή  κατατασσομένων  από  1ης   Ιανουαρίου 1983 και μετά η μηνιαία σύνταξη υπολογίζεται ως εξής:       α. Για  πραγματική  συντάξιμη  υπηρεσία  μέχρι  25  ετών,  σε  τόσα   πεντηκοστά του κατά το άρθρο 34 μηνιαίου συντάξιμου μισθού, όσα τα έτη   της  πραγματικής  συντάξιμης υπηρεσίας τους, όπως αυτή καθορίζεται στα   άρθρα 36, 37, 40 και 41 του νόμου αυτού.      Μετά τη συμπλήρωση εικοσιπενταετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας   η  σύνταξη  αυτή  προσαυξάνεται  κατά  δύο  πεντηκοστά  του   παραπάνω   συντάξιμου  μισθού για κάθε έτος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, από   του εικοστού έκτου μέχρι του τριακοστού συμπεριλαμβανομένου  και  κατά   τρία  πεντηκοστά του ίδιου μισθού για κάθε έτος πραγματικής συντάξιμης   υπηρεσίας, από του τριακοστού  πρώτου  μέχρι  του  τριακοστού  πέμπτου   συμπεριλαμβανομένου.       β.  Η κατά τα προηγούμενα εδάφια κανονιζόμενη σύνταξη προσαυξάνεται   κατά  τόσα  πεντηκοστά  αυτής,  όσα  είναι  τα  έτη  της   πλασματικής   υπηρεσίας, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 36 του νόμου αυτού.       γ.  Η  σύνταξη, που παρέχεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις στο   προσωπικό της παρ. 3 και 4 προσαυξάνεται  κατά  10/50  του  συντάξιμου   μισθού τους, εφ` όσον έχουν συμπληρώσει εικοσαετή πραγματική συντάξιμη   υπηρεσία.

3. “Ανεξαρτήτως προς το χρόνο πρόσληψης ή κατάταξης, το επί του συντάξιμου μηνιαίου μισθού ποσοστό σύνταξης, για όσους παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση 35ετούς συντάξιμου και πράγματι διανυθέντος χρόνου, μη συμπεριλαμβανομένων σε αυτόν των υπηρεσιών των άρθρων 40 και 41 του π.δ/τος 1041/1979, αυξάνεται κατά 1/50 για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν του 35ου και μέχρι του 40ού.”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.4        άρθρ.5 Ν.2512/1997 (ΦΕΚ Α 138).

Στον κατά το προηγούμενο εδάφιο χρόνο για χορήγηση της προσαύξησης  υπολογίζεται και ο χρόνος κάθε υπηρεσίας, που παρέχεται εφ` όσον  αναγνωρίζεται ως συντάξιμος, ανεξάρτητα απο το αν λαμβάνεται υπόψη για  τη βαθμολογική ή μισθολογική εξέλιξη.  Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται για όσους εξέρχονται  της υπηρεσίας από την έναρξη της ισχύος της.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ. 1 του        άρθρου 4 του Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α 184).

4.  Οι  τυφλοί,  που  υπάγονται  στις διατάξεις του άρθρου 19 του ν.   1694/1987 (ΦΕΚ 35  Α`),  δικαιούνται  σύνταξη  ίση  με  τα  50/50  του   συντάξιμου μισθού τους, εφ`όσον αποχωρήσουν μετά από 20 έτη υπηρεσίας.   Το   χρονοεπίδομα  των  πιό  πάνω  προσώπων  χορηγείται  με  βάση  τον   πραγματικό χρόνο υπηρεσίας.      5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν ισχύουν για τους  γιατρούς  του   Ε.Σ.Υ.

Άρθρο 6
Κρατήσεις επί συντάξεων

1.  Ο  τίτλος του Κεφαλαίου Δ` του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών   Συντάξεων αναδιατυπώνεται ως εξής:

“ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ-ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ-ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΣ”

2. Το άρθρο 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών  Συντάξεων  που   καταργήθηκε  με την παρ. 9 του άρθρου 18 του ν. 1489/1984 (ΦΕΚ 170 Α`)   επανέρχεται σε ισχύ με τον τίτλο “Κρατήσεις  επί  των  συντάξεων”  και   έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:       “1.  Στους  δημοσίους  υπαλλήλους, πολιτικούς και στρατιωτικούς, που   διορίζονται ως τακτικοί υπάλληλοι ή κατατάσσονται ως στρατιωτικοί  από   1ης  Οκτωβρίου  1990  και  μετά,  καθώς  και  στους υπαλλήλους ειδικών   κατηγοριών,  που  προσλαμβάνονται  από   την   ίδια   ημερομηνία   και   συνταξιοδοτούνται   από  το  Δημόσιο,  επιβάλλεται  κράτηση  υπέρ  του   Δημοσίου για σύνταξη επί των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών τους ίση  με   το  ποσοστό  που  ισχύει  κάθε  φορά για τους ασφαλισμένους στην κοινή   ασφάλιση του Ι.Κ.Α. Η κράτηση αυτή επιβάλλεται και επί των  επιδομάτων   εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας.

2.  Ως συντάξιμες αποδοχές, επί των οποίων επιβάλλεται η κράτηση για   σύνταξη, νοούνται ο βασικός μισθός, το επίδομα  χρόνου  υπηρεσίας,  το   επίδομα ευδοκίμου παραμονής, όπου καταβάλλεται και η Α.Τ.Α.. Για όσους   αμείβονται  με  ειδικό  μισθολόγιο  ή  λαμβάνουν  αποζημίωση  ή  έξοδα   παράστασης  η  κράτηση  υπολογίζεται  επί  των  αποδοχών,  οι   οποίες   λαμβάνονται  υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξης ή της χορήγησής τους   ή επί των  αποδοχών  που  αντιστοιχούν  σε  αποδοχές  κλάδου  δημοσίων   υπαλλήλων, με τις οποίες συνταξιοδοτούνται.

3. Η ανωτέρω κράτηση για σύνταξη καταβάλλεται και για την αναγνώριση   ως συντάξιμης κάθε υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας που λογίζεται ως συντάξιμη   από  το  Δημόσιο.  Αν  κάποια  από  τις  υπηρεσίες  αυτές υπολογίζεται   αυξημένη στο διπλάσιο, οι εισφορές καταβάλλονται επίσης αυξημένες  στο   διπλάσιο.      Επίσης καταβάλλεται:

α.  Για τις πλασματικές υπηρεσίες,

β.  για  τις υπηρεσίες που προσαυξάνουν τη σύνταξη κατά πεντηκοστά.   Στην  περίπτωση  αυτή  για  τον  υπολογισμό  της  κράτησης  για   τους   υπαλλήλους,  που  έχουν  μέχρι  και  είκοσι  πέντε έτη υπηρεσίας, κάθε   πεντηκοστό αντιστοιχεί σε ένα χρόνο υπηρεσίας, για τους υπαλλήλους που   έχουν από είκοσι  έξι  μέχρι  και  τριάντα  έτη  υπηρεσίας  κάθε  έτος   αντιστοιχεί  σε  δύο  πεντηκοστά  και για όσους έχουν υπηρεσία άνω των   τριάντα ενός ετών κάθε έτος αντιστοιχεί σε τρία πεντηκοστά.

4. Η αναγνώριση των ανωτέρω υπηρεσιών ως συνταξίμων καθώς  και  κάθε   άλλης  υπηρεσίας,  για  την  οποία  δεν  έχει καταβληθεί η κράτηση της   παραγράφου 1 και η οποία υπηρεσία υπολογίζεται  στη  σύνταξη,  γίνεται   έπειτα  από  αίτηση  του  υπαλλήλου  με  πράξη της αρμόδιας Διεύθυνσης   Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που  εκδίδεται  σύμφωνα   με  τις  διατάξεις  του  άρθρου  66  του  παρόντος, μετά τη συμπλήρωση   πλήρους πενταετούς πραγματικής συντάξιμης  υπηρεσίας  που  πληροί  τις   προϋποθέσεις  των  άρθρων  11  και  36,  λαμβανομένων  υπόψη  και  των   εξαιρέσεων των άρθρων 13 και 38.

Η κράτηση ενεργείται  επί  των  αποδοχών  του  χρόνου  υποβολής  της   αίτησης  για  αναγνώριση. Η αναγνώριση πάντως μπορεί να γίνει και κατά   τον κανονισμό της σύνταξης, ύστερα πάντοτε από αίτηση του υπαλλήλου.

5. Σε περίπτωση αναγνώρισης των υπηρεσιών των παραγράφων 3 και 4 του   παρόντος άρθρου, για τις οποίες έχει γίνει η κράτηση της παραγράφου  1   ή   έχουν   καταβληθεί   εισφορές   κύριας   σύνταξης   (εργοδότη  και   ασφαλισμένου) σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας  ασφάλισης,   αυτή  αποδίδεται  στο  Δημόσιο  και  ο  υπάλληλος απαλλάσσεται από την   καταβολή της κράτησης αυτής.

6. Σε περίπτωση αποχώρησης του υπαλλήλου από  το  Δημόσιο  χωρίς  να   θεμελιώνει  συνταξιοδοτικό  δικαίωμα,  από αυτό, το ποσό των κρατήσεων   που του έχουν γίνει για  κύρια  σύνταξη  μεταφέρεται  σε  οποιονδήποτε   ασφαλιστικό  οργανισμό  κύριας  ασφάλισης,  στον  οποίο  ασφαλίστηκε ο   υπάλληλος μετά τη λύση της υπαλληλικής του σχέσης  ή  είχε  ασφαλιστεί   πριν το διορισμό του στο Δημόσιο.

7.  Ως  προς  τα  ένδικα  μέσα, τον τρόπο καταβολής των εισφορών των   προηγουμένων παραγράφων στο Δημόσιο, την απόδοση των εισφορών από τους   ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης στο Δημόσιο και  αντίστροφα   και  τις  λοιπές  λεπτομέρειες,  εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των   άρθρων 1 και 4 του ν. 1405/1983, οι  οποίες  εξακολουθούν  να  ισχύουν   προκειμένου για την αναγνώριση των προϋπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα.

8.  Η  κράτηση  της  παραγράφου  1  επιβάλλεται  και  στις  μηνιαίες   συντάξιμες αποδοχές των υπαλλήλων  των  νομικών  προσώπων  δημοσίου  ή   ιδιωτικού  δικαίου  γενικά, που έχουν δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο   καθώς και στις συντάξιμες αποδοχές οποιουδήποτε  δημόσιου  λειτουργού,   που δικαιούται σύνταξη ή χορηγία από αυτό και αποδίδεται κάθε μήνα στο   Δημόσιο”.

Άρθρο 7
Συντάξιμος μισθός γενικών διευθυντών.

1.   Στο  άρθρο  9  του  Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων   προστίθενται παράγραφοι 15 και 16 με το ακόλουθο περιεχόμενο:       “15. Ως μισθός για τον κανονισμό της σύνταξης των γενικών διευθυντών   του άρθρου 78 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101) λαμβάνεται  υπόψη  ο  βασικός   μισθός  του  μισθολογικού  κλιμακίου που έχουν κατά την έξοδό τους από   την υπηρεσία προσαυξημένος κατά το  ποσοστό  της  παρ.  8  του  άρθρου   αυτού,  καθώς  και  το  επίδομα  χρόνου υπηρεσίας που αντιστοιχεί στον   αυξημένο αυτό μισθό και  στα  έτη  υπηρεσίας  τους.  Τη  σύνταξη  αυτή   δικαιούνται   όσοι  διετέλεσαν  σε  θέση  γενικού  διευθυντή  επί  μία   τουλάχιστον τριετία, με εξαίρεση τις περιπτώσεις  θανάτου  ή  απόλυσης   λόγω  νόσου  ή  τριακονταπενταετίας  ή  ορίου ηλικίας ή κατάργησης της   θέσης του.      16.  Η σύνταξη των τέως γενικών διευθυντών του Δημοσίου  των  Ο.Τ.Α.   και  των  Ν.Π.Δ.Δ.  με  1ο  βαθμό  και  των  προς αυτούς εξομοιούμενων   εκπαιδευτικών υπαλλήλων  ή  λειτουργών  αναπροσαρμόζεται  με  βάση  το   βασικό  μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου προσαυξημένο κατά ποσοστό   της παρ. 8 του άρθρου 78 του ν. 1892/1990 καθώς και με το χρονοεπίδομα   των ετών υπηρεσίας τους, που αντιστοιχεί στο νέο αυξημένο αυτό  μισθό.   Προκειμένου  περί  αναπληρωτών  γενικών διευθυντών, το κατά τα ανωτέρω   ποσοστό μειώνεται κατά 10%”.

2.  Η αναπροσαρμογή  των  συντάξεων  των  ήδη  συνταξιούχων  γίνεται   αυτεπαγγέλτως  ή  και  ύστερα  από  αίτηση  των ενδιαφερομένων από τις   αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν   από την πρώτη του μήνα, κατά τον οποίο εκδίδεται  η  σχετική  πράξη  ή   απόφαση.

Άρθρο 8
Απόλυση υπαλλήλου λόγω ορίου ηλικίας ή τριακονταπενταετίας και όριο ηλικίας πρόσληψης

1.  Η  παράγραφος 1 του άρθρου 263 του Υπαλληλικού Κώδικα (π.δ. 611/  1977 ΦΕΚ 198) αντικαθίσταται ως εξής:       “1.  Οι  μόνιμοι  δημόσιοι  υπάλληλοι  απολύονται  αυτοδικαίως   της   υπηρεσίας  όταν  συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους. Η παραμονή   τους στην υπηρεσία παρατείνεται ως τη συμπλήρωση του 67ου  έτους,  εφ`   όσον δεν συμπληρώνουν 35ετή πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία”.

2.  Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 264 του Υπαλληλικού Κώδικα   επαναφέρεται σε ισχύ και αντικαθίσταται ως εξής:      “1.  Οι  μόνιμοι  δημόσιοι  υπάλληλοι  απολύονται  αυτοδικαίως   της   υπηρεσίας όταν συμπληρώσουν τριακονταπενταετή πραγματική καί συντάξιμη   δημόσια  υπηρεσία και πάντως όχι πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους   της ηλικίας τους”.

3. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 40 παρ. Α.5 του  ν.  1884/1990  (ΦΕΚ  Α`   81/16.6.1990)  αποκλειστική  προθεσμία  των  τριών  μηνών παρατείνεται   μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1990.

4. Εκκρεμείς αιτήσεις παραιτήσεως υπαλλήλων  μπορούν  να  ανακληθούν   μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

5.  Ως  όριο  ηλικίας, πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται πρόσληψη στο   Δημόσιο,  τα  Ν.Π.Δ.Δ.  και  τους  Ο.Τ.Α.,  ορίζεται  το   35ο   έτος,   προκειμένου δε για τους πτυχιούχους των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. το 37ο έτος.   Ευμενέστερες διατάξεις που ισχύουν σήμερα δεν θίγονται.

Άρθρο 9

1.  Συντάξεις που τυχόν έχουν αναγνωρισθεί σε βάρος του Δημοσίου για   δικαιώματα  που  γεννήθηκαν   από   υπαλλήλους   που   διορίστηκαν   ή   κατατάχθηκαν   μετά   την   1η   Ιανουαρίου   1983,   εξακολουθούν  να   καταβάλλονται.

2. Σε περιπτώσεις διαδοχικών προσλήψεων  υπαλλήλων  με  οιποιαδήποτε   σχέση  σε  φορείς, στους οποίους η υπηρεσία τους αυτή αναγνωρίζεται ως   συντάξιμη από το Δημόσιο, με εξαίρεση τις υπηρεσίες του ν.  1405/1983,   λαμβάνεται  υπόψη,  για  την εφαρμογή του παρόντος νόμου, η τελευταία,   εκτός αν η μία πρόσληψη είναι συνέχεια της άλλης ή  έγινε  έπειτα  από   μετάταξη,  μονιμοποίηση  κ.λπ.,  ή αν μεταξύ της λύσης της υπαλληλικής   σχέσης και της νέας πρόσληψης δεν μεσολάβησε  χρόνος  μεγαλύτερος  των   έξι (6) μηνών.       Ο  χρονικός  αυτός περιορισμός δεν ισχύει προκειμένου περί πολιτικών   υπαλλήλων, οι οποίοι επανέρχονται στην ενεργό υπηρεσία  κατ`  εφαρμογή   των διατάξεων του άρθρου 56 παρ. 1 του Συντάγματος.      Επίσης    ως    ημερομηνία    πρόσληψης   των   μονιμοποιηθέντων   ή   μονιμοποιούμενων υπαλλήλων του Δημοσίου ή  Ν.Π.Δ.Δ.  ή  Ν.Π.Ι.Δ.,  που   μετατράπησαν  ή  μετατρέπονται  σε  Ν.Π.Δ.Δ.,  θεωρείται  η ημερομηνία   αρχικής πρόσληψης.

3. Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων έχουν ανάλογη  εφαρμογή  και   για   τους   υπαλλήλους   των   Ο.Τ.Α.  και  των  άλλων  Ν.Π.Δ.Δ.  που   συνταξιοδοτούνται από  το  Δημόσιο  ή  δεν  συνταξιοδοτούνται  από  το   Δημόσιο,  διέπονται  όμως από το ίδιο νομικό καθεστώς βάσει ιδιαίτερων   νομοθετημάτων  που  είτε  παραπέμπουν  στις  διατάξεις  των   δημοσίων   υπαλλήλων είτε επαναλαμβάνουν κατά βάση τις διατάξεις αυτές.

4. Οι διατάξεις των παρ. 2, 4, 7 και 9 του άρθρου 1 του παρόντος  νόμου εχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα θήλεα τέκνα και τις άγαμες  αδελφές των βουλευτών, που απέκτησαν ή αποκτούν την δύναμη αυτήν, από 1  Ιανουαρίου 1983 και μετά.

Επίσης οι διατάξεις των παρ. 2 και 7 του άρθρου 1 του παρόντος εχουν  ανάλογη εφαρμογή και για τα θήλεα τέκνα των δημάρχων και προέδρων   κοινοτήτων, που απέκτησαν ή αποκτούν την ιδιότητα αυτήν από 1  Ιανουαρίου 1983 και μετά. Ως ηλικία συνταξιοδότησης των βουλευτών,  δημάρχων και προέδρων κοινοτήτων, που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης ή  χορηγίας από 1 Ιανουαρίου 1998 και μετά ή αποκτούν την ιδιότητα αυτήν  από 1 Οκτωβρίου 1990 και μετά, ορίζεται η συμπλήρωση του πεντηκοστού  ογδόου (58ου) έτους της ηλικίας τους προκειμένου για γυναίκες και του  εξηκοστού (60ου) έτους προκειμένου για άνδρες.

Οι διατάξεις των παραγράφων 3 υποπεριπτ. αα` και ββ` της περίπτ. β`  και 4 του άρθρου 56 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων  έχουν εφαρμογή και για τους βουλευτές, δημάρχους και προέδρους  κοινοτήτων.

Η κράτηση του άρθρου 6 επιβάλλεται μόνο σε όσους από τους βουλευτές  αποκτήσουν την ιδιότητα του βουλευτή για πρώτη φορά από 1 Οκτωβρίου  1990 και μετά.

Η ανωτέρω κράτηση δεν επιβάλλεται επί των εξόδων παραστάσεων των  δημάρχων και προέδρων κοινοτήτων για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει  η διάταξη της περίπτ. γ του αρθρου 2 του ν. 1518/1985 (ΦΕΚ 30 Α`)”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 3 του        Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α 184)

5.  Στο τέλος της παρ. 7 του  άρθρου  1  του  Κώδικα  Πολιτικών  και   Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο ως εξής:      “Οι  διατάξεις  των προηγουμένων εδαφίων έχουν εφαρμογή και για τους   επάρχους που διορίζονται ως μετακλητοί, σύμφωνα με τις  διατάξεις  του   ν. 1416/1984 (ΦΕΚ 18) καθώς και για τις οικογένειές τους”.      Η  διάταξη  της  παραγράφου  αυτής εφαρμόζεται ανάλογα και για όσους   έχουν διατελέσει στις θέσεις αυτές από την έναρξη ισχύος του ν.  1416/  1984 και έχουν εξέλθει ήδη της υπηρεσίας καθώς και για τις οικογένειες   όσων έχουν αποβιώσει. Τα οικονομικά αποτελέσματα από τον κανονισμό και   την αύξηση της σύνταξης αυτής αρχίζουν από την πρώτη του μήνα κατά τον   οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση.

6.  Η περίπτωση γ` της παραγράφου 2 του άρθρου 12 και η περίπτωση γ`   της παραγράφου 2 του άρθρου 37 του Κώδικα Πολιτικών  και  Στρατιωτικών   Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:       “γ.   Κάθε  προϋπηρεσία στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, αν και για όσο   χρονικό διάστημα αυτή απαιτείται ως προσόν για την πρόσληψη  υπαλλήλου   στη δημόσια υπηρεσία, εφ` όσον ο υπάλληλος αποχωρεί τελικά από τη θέση   αυτή. Σε περίπτωση διορισμού ή μετακίνησης του υπαλλήλου σε άλλη θέση,   ο  χρόνος  υπηρεσίας,  που  του  χρησίμευσε  ως  προσόν  διορισμού  σε   προηγούμενη θέση, σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζεται  ως  συντάξιμος   στη  νέα  θέση,  εκτός  αν  η  προηγούμενη  θέση  αποτελεί  προϋπόθεση   διορισμού στην τελευταία θέση.      Ως προϋπηρεσία για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής νοείται  και  η   δικηγορική,  η  ιατρική  κ.λπ. καθώς και ο χρόνος για την απόκτηση της   ειδικότητας που απαιτείται ως προσόν για την πρόσληψη του υπαλλήλου. Ο   χρόνος προϋπηρεσίας που  προσμετράται  δεν  μπορεί  να  υπερβαίνει  τη   δεκαετία”.       Η  ισχύς  της  παραγράφου  αυτής  ανατρέχει  στο χρόνο ισχύος του ν.   1813/1988 (ΦΕΚ 243).

7. Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 7 του  άρθρου  84  του   Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:       “Οι  διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν εφαρμογή και για όσους   από τους υπαλλήλους αυτούς έχουν μονιμοποιηθεί με τις διατάξεις του ν.   1476/1984 (ΦΕΚ 136) ή του ν. 1540/1985 (ΦΕΚ  67)  ή  άλλου  νόμου  που   παραπέμπει  στις διατάξεις τους, με την προϋπόθεση ότι, στην τελευταία   αυτήν περίπτωση, η μονιμοποίηση έγινε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1990.

Οσοι επιλέξουν τη  συνταξιοδότησή  τους  από  το  φορέα  στον  οποίο   προηγουμένως  έχουν ασφαλιστεί, εφ` όσον είχε διακοπεί η ασφάλισή τους   σ` αυτόν, κατ` εφαρμογή των διατάξεων  του  ν.δ.  874/1971  (ΦΕΚ  81),   θεωρείται  ότι  ουδέποτε  έπαψαν  να είναι ασφαλισμένοι σ` αυτόν, αφού   καταβληθούν οι προβλεπόμενες εισφορές του εργοδότη από το Δημόσιο  και   του  ασφαλισμένου  από  τους  ίδιους.  Οσοι  υπηρετούν  με  σύμβαση  ή   προσλαμβάνονται μετά την 31η Δεκεμβρίου 1990 στο Δημόσιο, τους  Ο.Τ.Α.    και  τα  άλλα  Ν.Π.Δ.Δ.   για  τα  οποία ισχύουν οι δημοσιοϋπαλληλικές   συνταξιοδοτικές διατάξεις και ακολούθως διοριστούν σε  μόνιμες  θέσεις   δεν  έχουν  δικαίωμα  επιλογής  συνταξιοδοτικού  φορέα, αλλά υπάγονται   υποχρεωτικά στο καθεστώς συνταξιοδότησης  των  μόνιμων  υπαλλήλων  του   κλάδου τους”.

8.  Οι  διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και για   τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α.  και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ.  που διέπονται  από   δημοσιοϋπαλληλικές συνταξιοδοτικές διατάξεις.      Επίσης  έχουν  εφαρμογή  και  για  τους  υπαλλήλους  των  Ο.Τ.Α. που   μονιμοποιούνται με τις διατάξεις του ν. 1874/1990 (ΦΕΚ 18).      Η προθεσμία για  την  επιλογή  του  συνταξιοδοτικού  φορέα  ορίζεται   εξάμηνη  για  όσους έχουν ήδη μονιμοποιηθεί και αρχίζει από την έναρξη   ισχύος  του  νόμου  αυτού  και  τρίμηνη   για   όσους   πρόκειται   να   μονιμοποιηθούν και αρχίζει από την ημέρα που μονιμοποιούνται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Συνταξιοδοτικές διατάξεις ασφαλισμένων σε Ειδικά Ταμεία Συντάξεων

Άρθρο 10
Συνταξιοδοτικό καθεστώς ασφαλισμένων σε Ειδικά Ταμεία Συντάξεων
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 του Ν. 1914/      1990 (Α` 178), αντικαταστάθηκε πάλι με τη παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α 184)

1 Στο παρόν άρθρο υπάγονται οι ασφαλισμένοι, για κύρια ή επικουρική σύνταξη, στα Ειδικά Ταμεία Συντάξεως του προσωπικού των Τραπεζών, του Τ.Α.Π. – Ο.Τ.Ε. του Τ.Σ.Π. – Η.Σ.Α.Π. και στη Διεύθυνση Ασφαλίσεως Προσωπικού της Δ.Ε.Η.

Ως επικουρικά ταμεία για την εφαρμογή του παρόντος νοούνται τα επικουρικά ταμεία ή κλάδοι ή λογαριασμοί, που λειτουργούν με τη μορφή ν.π.δ.δ., καθώς και κάθε άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που χορηγούν περιοδικές παροχές, υπό τύπο συντάξεων, βοηθημάτων ή μερισμάτων, εφ` όσον τα έσοδα αυτών από εργοδοτικές εισφορές, κοινωνικούς πόρους ή άλλη επιχορήγηση υπερβαίνουν τα έσοδα από εισφορές των ασφαλισμένων.

2. Συντάξιμος χρόνος, με τη συμπλήρωση του οποίου θεμελιώνεται δικαίωμα για σύνταξη γήρατος, κύριας και επικουρικής, παραμένει ο προβλεπόμενος από τα καταστατικά του κάθε ταμείου. `Οπου προβλέπεται θεμελίωση δικαιώματος με ασφάλιση άνω των είκοσι πέντε (25) ετών το δικαίωμα θεμελιώνεται και με τη συμπλήρωση της εικοσιπενταετίας.

3. Ο υπολογισμός και η απονομή της σύνταξης διέπονται από τις ισχύουσες κάθε φορά καταστατικές διατάξεις του κάθε ταμείου.

#####

4. Εξαιρετικώς για οσους εχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην υποχρεωτική ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα ασφάλισης από 1.1.1983 και μετά, ισχύουν τα ακόλουθα:

α) Καταργούνται οι διατάξεις κάθε ταμείου της παρ. 1 που τυχόν προβλέπουν θεμελίωση δικαιώματος συντάξεως γήρατος των γυναικών με 15ετή συντάξιμη υπηρεσία.

β) Η μηνιαία σύνταξη καθορίζεται σε πεντηκοστά επί του 80 % των αποδοχών, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη από τις καταστατικές διατάξεις κάθε ταμείου για τον υπολογισμό της σύνταξης.

ι. Μέχρι συμπληρώσεως 25 ετών υπηρεσίας ένα πεντηκοστό (1/50) για κάθε έτος.

ιι. Για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν των 25 και μέχρι συμπληρώσεως 30 ετών δύο πεντηκοστά (2/50).

ιιι. Για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν των 30 και μέχρι συμπληρώσεως 35 ετών τρία πεντηκοστά (3/50).

5. Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων των ειδικών ταμείων της παρ. 1 του άρθρου αυτού ορίζονται ως εξής, ανεξάρτητα αν από τα καταστατικά τους προβλέπεται συνταξιοδότηση με όριο ηλικίας ή χωρίς όριο ηλικίας:

α. Για όσους έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην υποχρεωτική ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης μέχρι την 31.12.1982 και συμπληρώνουν το συντάξιμο χρόνο μέχρι την 31.12.1997:

αα. Το τεσσαρακοστό δεύτερο (42ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για γυναίκες που εχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό από 50 % και άνω, ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67 % και άνω.

ββ. Το πεντηκοστό τρίτο (53ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο για τις λοιπές γυναίκες.

γγ. Το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τους άνδρες.

β. Για οσους εχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην υποχρεωτική ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης μέχρι την 31.12.1982 και συμπληρώνουν το συντάξιμο χρόνο από 1.1 1998 και μετά:

αα. Το πεντηκοστό (50ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για γυναίκες που εχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό από 50 % και άνω, ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67 % και άνω.

ββ.Το πεντηκοστό όγδοο (58ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τις λοιπές γυναίκες και

γγ. το εξηκοστό (60ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο, προκειμένου για τους άνδρες.

γ. Για όσους υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης από 1.1.1983 και μετά:

αα. Το πεντηκοστό (50ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για γυναίκες που εχουν ανήλικα ή σωματικως ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό από 50 % και άνω, ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67 % και άνω.

ββ. Το πεντηκοστό όγδοο (58ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τις λοιπές γυναίκες και

γγ. Το εξηκοστό (60ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο, προκειμένου για τους άνδρες.

δ. Τα όρια ηλικίας που ορίζουν οι διατάξεις των περ.  α και β` της παραγράφου αυτής δεν ισχύουν για όσους έχουν χρόνο πραγματικής ασφάλισης επτά (7) τουλάχιστον ετών, πέραν του απαιτουμένου, κατά περίπτωση για θεμελίωση του συντιοξιοδοτικού δικαιώματος, συντάξιμου χρόνου.

Για τη συμπλήρωση του κατά την περίπτωση αυτήν ορίου των 7 ετών συμπεριλαμβάνεται και ο χρόνος που θεωρείται και υπολογίζεται ως συντάξιμος σύμφωνα με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης που ισχύουν κάθε φορά.           Ειδικά κατά την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής οι άνδρες ασφαλισμένοι της Διεύθυνσης Ασφαλίσεως Προσωπικού της Δ.Ε.Η. δεν δικαιούνται σύνταξη πριν από τη συμπλήρωση του 50ου έτους της ηλικίας τους.

ε. Εφ` όσον ο δικαιούχος παραμένει στην υπηρεσία και μετά τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση απαιτουμενου συντάξιμου χρόνου το δικαίωμα σύνταξης που θεμελιώνεται δεν θίγεται απο την παραμονή ή απο ενδεχόμενες μεταβολές, που επέρχονται κατά τη διάρκεια της παραμονής αυτής.

στ. Η καταβολή της σύνταξης των υπαλλήλων, οι οποίοι παραιτούνται ή απολύονται με τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση απαιτούμενου συντάξιμου χρόνου, αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης.          Με τη λήξη της αναστολής αρχίζει η καταβολη της σύνταξης προσαυξημένης με τις αναπροσαρμογές που μεσολάβησαν στο μεταξύ στην περίπτωση αυτήν ο υπάλληλος δικαιούται να εισπράξει το εφάπαξ βοήθημα, κατά το χρόνο αποχώρησης του, από το φορέα πρόνοιας στον οποίο είναι ασφαλισμένος εφ` όσον πληροί και τις λοιπές προϋποθέσεις του καταστατικού του οικείου φορέα.

Ο αποχωρών υπαλληλος και τα προστατευόμενα σύμφωνα με το καταστατικό καθε ταμείου μέλη, εαν το επιθυμούν, μπορούν να συνεχίζουν την ασφάλιση τους για υγειονομική περίθαλψη στον ιδιο φορέα εφ οσον δεν υπαχθεί εξ` ιδίου δικαιώματος στην ασφάλιση άλλου φορέα ή κλάδου υγείας.

Για τη συνέχιση της ασφάλισης καταβάλλεται από τον αποχωρούντα υπάλληλο η εισφορά συνταξιούχου του κλάδου υγείας.

6. Οι περιορισμοί της παρ. 5 του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή:

α. Για όσους αποχωρούν ή απολύονται από την υπηρεσία λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας είτε αυτή οφείλεται στην υπηρεσία είτε όχι.

Το ίδιο ισχύει και όταν ο υπάλληλος, ενώ έχει θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης και αποχωρήσει πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, καταστεί εν τω μεταξύ ανίκανος κατά ποσοστό τουλάχιστον 67 %.

Στην περίπτωση αυτήν η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που κατέστη ανίκανος.

Το ποσοστό της ανικανότητας και η ημερομηνία που επήλθε αυτή, βεβαιώνεται με γνωμάτευση της υγειονομικής επιτροπής κάθε ταμείου. Σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου δικαιούνται σύνταξη τα, από τις καταστατικές διατάξεις εκάστου ταμείου, προβλεπόμενα μέλη οικογένειας αυτού, από την ημερομηνία θανάτου του.

β. Για όσους είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί, τετραπληγικοί η πάσχουν από μεσογειακή και μικροδερπανοκυτταρική αναιμία.

γ. Για όσους απολύονται χωρίς δική τους υπαιτιότητα.

δ. Για όσους αποχωρούν από την υπηρεσία μέχρι 31.12.1997 και εχουν συμπληρώσει τριακοπενταετή τουλάχιστον συντάξιμη υπηρεσία, στην οποία συνυπολογιζεται ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης, καθώς και κάθε άλλος χρόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος από τις καταστατικές διατάξεις εκάστου ταμείου.

7. Για όλους τους ασφαλισμένους και τους εφεξής ασφαλιζόμενους στους ασφαλιστικούς φορείς αυτού του άρθρου, τους υπαγόμενους στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, αντί των παραγράφων 2 εως και 6, εξακολουθούν να ισχύουν οι αντίστοιχες διατάξεις του καταστατικού κάθε φορέα, όπως αυτές εφαρμόζονταν πριν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου.

8. Γυναίκες ασφαλισμένες μέχρι 31.12.1992, των Φορέων και Κλάδων που  εντάσσονται στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με τα άρθρα 1 και 3 του νόμου αυτού, οι οποίες  έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά και άνδρες ασφαλισμένοι ομοίως, οι οποίοι  έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά και είναι χήροι ή διαζευγμένοι και οι  τελευταίοι έχουν την επιμέλεια των ανήλικων ή ανίκανων παιδιών με δικαστική  απόφαση, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 20ετούς  συντάξιμου χρόνου ανεξαρτήτως ηλικίας.

Προκειμένου για συνταξιοδοτικά δικαιώματα που θεμελιώνονται από 1.1.2011  απαιτείται η συμπλήρωση του 52ου έτους, από 1.1.2012 του 55ου και από  1.1.2013 του 65ου έτους της ηλικίας.

9.α. Από την έναρξη ισχύος του παρόντςς νόμου για την απονομή σύνταξης στα θήλεα παιδιά ή αδελφές των ασφαλισμένων ή συνταξιούχων των ασφαλιστικών φορέων της παραγράφου 1, καθώς και για τις προσαυξήσεις των συντάξεων των τελευταίων για τα θήλεα παιδιά ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται για τα άρρενα παιδιά ή αδελφούς.

β. Δικαιώματα συντάξεων ή προσαυξήσεων συντάξεων που εχουν θεμελιωθεί πριν από την ισχύ του παρόντος νόμου, δεν θίγονται με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου. Προκειμένου για διαζευγμένες θυγατέρες το συνταξιοδοτικό δικαίωμα θεμελιώνεται εφ` όσον ο θανατος του γονέα και η λύση του γάμου επήλθαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

γ. Κατ` εξαίρεση θυγατέρες ή αδελφές ασφαλισμένων ή συνταξιούχων, οι οποίες μέχρι την 17.10.1990 είχαν συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας τους δικαιούνται σύνταξη, σε περιπτώσεις θανάτου του πατέρα ή αδελφού, εφ` όσον δεν εργάζονται ή δεν λαμβάνουν σύνταξη από άλλη πηγή, με την προϋπόθεση ότι προβλεπόταν η συνταξιοδότηση αυτών από τις καταστατικές διατάξεις των οικείων φορέων πριν από την παραπάνω ημερομηνία και σύμφωνα με τους ειδικότερους περιορισμούς των διατάξεων αυτών.

Πάντως σε καμιά περιπτωση η συνταξιοδότηση δεν μπορεί να αρχίσει πριν από τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους.

Τα ανωτέρω ισχύουν και για θυγατέρες ή αδελφές των οποίων η συνταξιοδότηση προβλεπόταν ύπό γενικές διατάξεις. Στην περιπτωση αυτήν, η ηλικία συνταξιοδότησης είναι η προβλεπόμενη από τις γενικές αυτές διατάξεις.

δ. Οι διατάξεις αυτης της παραγράφου ισχύουν και για τις συντάξεις ή προσαυξήσεις συντάξεων, που απονέμονται από τους άλλους ασφαλιστικούς φορείς αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.8  άρθρου 9      Ν.1976/1991, αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ.6 άρθρ.144 Ν.3655/2008,     ΦΕΚ Α 58/3.4.2008,όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.17 ζ άρθρου 10      Ν.3863/2010,ΦΕΚ Α 115/15.7.2010.

10. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 435/1976 (ΦΕΚ 250 Α`) έχουν εφαρμογή και στους αποχωρούντες ή απομακρυνόμενους κατ` εφαρμογήν της περ. δ` της παρ. 5 του άρθρου αυτού.

11. Ανεξαρτητως από το χρόνο πρόσληψης, το επί του συντάξιμου μηνιαίου μισθού ποσοστό σύνταξης για οσους παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση 35ούς συντάξιμου χρόνου, αυξάνεται κατά 1/50ο για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν του 35ου και μέχρι του 40ου.

12. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται για ολους τους ασφαλισμένους των ειδικών ταμείων της παρ. 1, έστω και αν με τις προϊσχύουσες καταστατικές διατάξεις είχαν συμπληρώσει προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος”.

Άρθρο 11
Ασφαλιστικές εισφορές Ειδικών Ταμείων

1. Από 1.1.1996 το ασφάλιστρο που καταβάλλουν  οι  ασφαλισμένοι  στα   ταμεία  κύριας  ασφάλισης  μισθωτών  του άρθρου 10 δεν μπορεί να είναι   κατώτερο του 7,5%. Αν κατά την έναρξη  ισχύος  αυτού  του  νόμου  αυτό   είναι   μικρότερο,   αυξάνεται   προοδευτικά   το  λιγότερο  κατά  μία   εκατοστιαία μονάδα ανά έτος, προκειμένου να φθάσει σε 7,5%.

2.  Τυχόν  καταβολή  από  τον  εργοδότη  εισφοράς  ασφαλισμένου   με   οποιαδήποτε  μορφή και οποιονδήποτε τρόπο (καταβολή υπό του ιδίου αντί   αυξήσεως μισθού, επιδότηση ασφαλισμένου κ.λπ.)  μειώνεται  προοδευτικά   κατά  το  ποσοστό  που  αυξάνεται  η καταβαλλόμενη από τον ασφαλισμένο   εισφορά.

“Ο εργοδότης υποχρεούται να παρακρατεί και αποδίδει από τις αποδοχές των ασφαλισμένων το ασφάλιστρο της παρ 1 αυτού του άρθρου, καθώς επίσης και να καλύπτει τα τυχόν προκύπτοντα σε κάθε οικονομική χρηση ή κατά τη διάρκεια χρήσης ελλείμματα του αντίστοιχου φορέα.

Σε περίπτωση που υπάρχουν οργανισμοί – εργοδότες περισσότεροι του ενός, τα τυχον ελλείμματα επιμερίζονται σ` αυτούς ανάλογα με το  συνολικό ποσό των συντάξεων που καταβάλλεται σε κάθε ομάδα συνταξιούχων που προέρχονται από κάθε Οργανισμό. Του επιμερισμού εξαιρούνται οι οργανισμοί – εργοδότες, των οποίων η σχέση μεταξύ του συνόλου των καταβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών και των ακαθάριστων συντάξεων των συνταξιούχων, που προέρχονται από αυτούς, είναι πλεονασματική”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.       1 του άρθρου 10 του Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α 184). Η ισχύς του άρθρου       αρχίζει από την ισχύ του Ν. 1902/1990.

3.  Το  κατά τις διατάξεις της παρ. 1 αυτού του άρθρου κατώτατο όριο   δεν ισχύει στα  ταμεία  που  η  σχέση  εισφοράς  ασφαλισμένου-εργοδότη   εκφραζόμενη σε ποσοστά είναι 1 προς 2.

4.  Για το Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε. ως αφετηρία της προοδευτικής αύξησης του β`   εδαφίου της παρ. 1 αυτού του άρθρου ορίζεται η 1.1.1993.

5. Οι διατάξεις της παρ. 2 αυτού του  άρθρου  εφαρμόζονται  αναλόγως   και  για τις εισφορές που καταβάλλει η Εμπορική Τράπεζα στο Ι.Κ.Α. για   τους υπαλλήλους της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Αξιοποίηση της περιουσίας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης

Άρθρο 12
Συγκρότηση αμοιβαίων κεφαλαίων

1. Από τη δημοσίευση του παρόντος  νόμου  επιτρέπεται  στους  φορείς   κοινωνικής  ασφάλισης  να  συγκροτούν ίδια ή ομαδικά αμοιβαία κεφάλαια   σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις περί αμοιβαίων κεφαλαίων.     Οι περιορισμοί (του άρθρου 17 του ν.δ. 608/1970) ως  προς  τη  σύνθεση   του  ενεργητικού των ως άνω συγκροτουμένων αμοιβαίων κεφαλαίων ισχύουν   μετά παρέλευση τριετίας από τη συγκρότησή τους.    Πριν από την παρέλευση της πρώτης τριετίας οι τυχόν παρεκκλίσεις του  ” ως προς τη σύνθεση του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου” θα  πρέπει   να  τυγχάνουν  εγκρίσεως  της  Επιτροπής  Κεφαλαιαγοράς κατόπιν αιτήσεως  της  οικείας  εταιρίας  διαχείρισης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2 άρθρ.32 Ν.2778/1999,Α 295/30.12.199.

#####

2.  Οι  φορείς  κοινωνικής  ασφάλισης  δύνανται  να   αναθέτουν   τη   διαχείριση   των   ως   άνω   συγκροτουμένων  αμοιβαίων  κεφαλαίων  σε   οποιαδήποτε εταιρία διαχείρισης  αμοιβαίων  κεφαλαίων  που  λειτουργεί   νόμιμα στην Ελλάδα.

3.  Για  τη  συγκρότηση των αμοιβαίων κεφαλαίων της παραγράφου 1 του   παρόντος άρθρου οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης εισφέρουν:       α. Το όλον ή μέρος των κινητών αξιών πάσης φύσεως που κατέχουν,  με   εξαίρεση τις μετοχές τραπεζών, για τη συνεισφορά των οποίων απαιτείται   προηγούμενη κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών   και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

β.  Κάθε  αύξηση  που θα προκύψει, μετά τη δημοσίευση του παρόντος,   στα διαθέσιμά τους που υπάγονται στις διατάξεις του α.ν. 1611/1950.      4. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών,   Υγείας, Πρόνοιας  και  Κοινωνικών  Ασφαλίσεων  και  του  Διοικητή  της   Τράπεζας   της   Ελλάδος,   που   δημοσιεύονται   στην  Εφημερίδα  της   Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι  διαδικασίες  ανάληψης  από  τους  φορείς   κοινωνικής  ασφάλισης των διαθεσίμων τους που υπάγονται στις διατάξεις   του α.ν. 1611/1950 και που είναι  κατατεθειμένα  κατά  την  ημέρα  της   δημοσίευσης του παρόντος.

Άρθρο 13
Αξιοποίηση διαθεσίμων

1.  Από  τη  δημοσίευση του παρόντος και εφεξής οι φορείς κοινωνικής   ασφάλισης και λοιποί δημόσιοι οργανισμοί, όπως  αυτοί  ορίζονται  στον   α.ν.  1611/1950,  απολαμβάνουν  για τις καταθέσεις τους του α.ν. 1611/  1950  επιτόκιο  καταθέσεων  ταμιευτηρίου.  Ομοίως   επιτρέπεται   στις   τράπεζες   και   τραπεζικούς   οργανισμούς  να  καταβάλλουν  τόκο  στα   κατατεθειμένα υπόλοιπα της ταμιακής διαχείρισης των ως άνω φορέων  και   λοιπών δημόσιων οργανισμών. Πάσα αντίθετη διάταξη καταργείται.

2.   Από  τη δημοσίευση του παρόντος και εφεξής οι φορείς κοινωνικής   ασφάλισης επιτρέπεται όπως επενδύουν ελεύθερα  τα  διαθέσιμά  τους  σε   τίτλους  του  Ελληνικού  Δημοσίου και ομόλογα τραπεζών που λειτουργούν   νόμιμα στην Ελλάδα. Ομοίως επιτρέπεται σ` αυτούς η  αγορά  και  πώληση   μετοχών  πάσης φύσεως προηγούμενη κοινή εγκριτική απόφαση του Υπουργού   Υγείας, Πρόνοιας  και  Κοινωνικών  Ασφαλίσεων  και  του  Διοικητή  της   Τράπεζας της Ελλάδος.

3.  Με  αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που δημοσιεύονται   στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζονται οι αναγκαίες  λεπτομέρειες   για  τη συγκρότηση των αμοιβαίων κεφαλαίων της παραγράφου 1 του άρθρου   12 και γενικά για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Ρυθμίσεις για τη διαδοχική ασφάλιση

Άρθρο 14
Διαδοχική ασφάλιση

1. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2  του  ν.δ.   4202/1961,  όπως  τροποποιήθηκαν  με  το  άρθρο  9  του  ν. 1405/1983,   αντικαθίστανται ως ακολούθως:       “1.  Τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίστηκαν  διαδοχικά  σε  περισσότερους   από  έναν  ασφαλιστικούς  οργανισμούς,  δικαιούνται  σύνταξη  από  τον   τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα  κατά  την  τελευταία   χρονική  περίοδο  της  απασχόλησής  τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της   νομοθεσίας  του  οργανισμού  αυτού,  εφ`  όσον  πραγματοποίησαν  πέντε   ολόκληρα  έτη  ή χίλιες πεντακόσιες ημέρες εργασίας στην ασφάλισή του,   εκ των οποίων όμως 20 μήνες ή 500 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία   πενταετία, πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης.      Ως νομοθεσία του οργανισμού, για την εφαρμογή της  παραγράφου  αυτής   καθώς  και  των επομένων παραγράφων 2 και 3, νοούνται οι διατάξεις που   ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την  ηλικία,  την   αναπηρία και το θάνατο.

Ειδικές  διατάξεις,  που  αφορούν  στην  ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού   δεσμού, στη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με   το  χρόνο  διακοπής  της  απασχόλησης,  στην  παραγραφή   κ.λπ.,   δεν   λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2.  Αν  ο  ασφαλισμένος  πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου   οργανισμού τον αριθμό εργασίας ή των ετών ασφάλισης, που ορίζονται από   τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, αλλά  στην  περίπτωση  αυτή   δεν   έχει  πραγματοποιήσει  τον  απαιτούμενο  από  τη  νομοθεσία  του   τελευταίου οργανισμού χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή  του  λόγω   γήρατος ή αναπηρίας ή των μελών της οικογένειάς του λόγω θανάτου ή δεν   πραγματοποίησε  στην  ασφάλιση  του  τελευταίου  οργανισμού τον αριθμό   ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις  διατάξεις  της   προηγούμενης  παραγράφου,  δικαιούνται  σύνταξη  αυτός  ή  τα μέλη της   οικογένειάς  του  από  τον  οργανισμό,  στην   ασφάλιση   του   οποίου   πραγματοποίησε  τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, στον   οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφ` όσον:       α. Ο ασφαλισμένος που απαιτεί τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος  ή   αναπηρίας  έχει  συμπληρώσει  το  όριο  ηλικίας ή είναι ανάπηρος με το   ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται  από  τη  νομοθεσία  του  τελευταίου   οργανισμού,

β. πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει   η νομοθεσία του οργανισμού με τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.

3.   Αν   ο   ασφαλισμένος   δεν   συγκεντρώνει   τις   προϋποθέσεις   συνταξιοδότησης  που  προβλέπει  η  νομοθεσία  του  οργανισμού,   στην   ασφάλιση  του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή   έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του  ασφαλισμένου  κρίνεται  από  τους   άλλους  οργανισμούς,  στους  οποίους  ασφαλίσθηκε  κατά φθίνουσα σειρά   αριθμού ημερών εργασίας, εκτός από τον τελευταίο.       Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώσει τις προϋποθέσεις  συνταξιοδότησης   που   προβλέπει   η  νομοθεσία  όλων  των  οργανισμών,  στους  οποίους   ασφαλίσθηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι   αρμόδιος για την κρίση  του  δικαιώματος  σύνταξης  λόγω  γήρατος  και   αναπηρίας,  εφ`  όσον  ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του   1000 ημέρες εργασίας ή 40 μήνες ασφάλισης, εκ των  οποίων  300  ημέρες   εργασίας  ή 12 μήνες ασφάλισης αντιστοίχως την τελευταία πενταετία και   για την κρίση του  δικαιώματος  σύνταξης  λόγω  θανάτου,  εφ`  όσον  ο   ασφαλισμένος  έχει  πραγματοποιήσει  στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300   ημέρες εργασίας.

4.  Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον   αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε   στην  ασφάλισή  του,  τόσο  για  τη  θεμελίωση   του   συνταξιοδοτικού   δικαιώματος,  όσο  και  για  τον  καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι   δυνατή η  προσμέτρηση  μόνο  μέρους  του  χρόνου  που  διανύθηκε  στην   ασφάλιση του κάθε οργανισμού”.

2.  Περιπτώσεις,  που απορρίφθηκαν ή εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο   της  διοικητικής  διαδικασίας,  θα  επανεξετασθούν  σύμφωνα   με   τις   διατάξεις  των  παραγράφων  1,  2 και 3 του άρθρου 2 του ν. 4202/1961,   όπως τροποποιούνται με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.      Τα οικονομικά αποτελέσματα για τις  εκκρεμείς  περιπτώσεις  αρχίζουν   από  την  πρώτη  του  μήνα  του επομένου εκείνου από τη δημοσίευση του   νόμου αυτού και για τις περιπτώσεις που έχουν κριθεί οριστικά από  την   πρώτη  του  μήνα  του  επομένου  εκείνου  που  θα υποβάλουν αίτηση για   επανεξέταση.

Άρθρο 15
Υπολογισμός σύνταξης στη διαδοχική ασφάλιση
Η παράγραφος 3 του άρθρου 11 του ν. 1405/1983, όπως τροποποιήθηκε με   την παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1539/1985, αντικαθίσταται ως εξής:       “3. Καθένας από τους οργανισμούς ασφάλισης, μεταξύ  των  οποίων  και   αυτός  που απονέμει τη σύνταξη, υπολογίζει με τα αρμόδια όργανά του το   ποσό της σύνταξης που κατά τη νομοθεσία που τον διέπει αντιστοιχεί στο   σύνολο του χρόνου που πραγματοποιήθηκε διαδοχικά και  προσδιορίζει  το   τμήμα που αναλογεί στο χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή του.       Το  τμήμα  της  σύνταξης που προσδιορίζεται με τον παραπάνω τρόπο σε   καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο από  το  τμήμα  κατώτατου   ορίου σύνταξης του οργανισμού αυτού.

Το  τμήμα  αυτό  του  κατώτατου  ορίου  σύνταξης είναι το πηλίκο της   διαίρεσης του γινομένου του αριθμού των  μερών  που  πραγματοποιήθηκαν   στην  ασφάλιση  του  κάθε  οργανισμού  επί το ποσό του κατώτατου ορίου   σύνταξης που χορηγεί στους συνταξιούχους του δια του συνολικού αριθμού   των ημερών που πραγματοποιήθηκαν διαδοχικά σε όλους τους οργανισμούς.       Επίσης το τμήμα της σύνταξης  που  προσδιορίζεται  με  τον  παραπάνω   τρόπο, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ποσό της   σύνταξης  που  προκύπτει  από  τον υπολογισμό με βάση μόνο το χρόνο, ο   οποίος διανύθηκε στην ασφάλιση κάθε οργανισμού, εφ` όσον με τον  χρόνο   αυτόν  θεμελιώνεται  αυτοτελές  συνταξιοδοτικό δικαίωμα σύμφωνα με τις   διατάξεις που τον διέπουν, χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια σύνταξης.      Το άθροισμα  των  τμημάτων  της  σύνταξης  σύμφωνα  με  τα  παραπάνω   αποτελεί  το συνολικό ποσό σύνταξης που καταβάλλεται στο δικαιούχο από   τον απονέμοντα τη σύνταξη οργανισμό και δεν μπορεί να είναι  μικρότερο   από το κατώτατο όριο σύνταξης που χορηγεί ο οργανισμός αυτός.      Το ανωτέρω ποσό σύνταξης αυξάνεται με το ίδιο ποσοστό που αυξάνονται   οι συντάξεις του οργανισμού αυτού”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Γενικές ασφαλιστικές διατάξεις

Άρθρο 16
Ανώτατα όρια συντάξεων

1.  Το  ακαθάριστο ποσό σύνταξης ή το άθροισμα των ακαθάριστων ποσών   συντάξεων, που δικαιούται κάθε άμεσος ή έμμεσος  συνταξιούχος  από  το   Δημόσιο,  Ν.Π.Δ.Δ., ή οιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, δεν επιτρέπεται να   υπερβαίνει το 50πλάσιο του εκάστοτε τεκμαρτού ημερομισθίου της κατά το   άρθρο 37 του α.ν. 1846/1951 20ής ασφαλιστικής κλάσης,  εφ`  όσον  έστω   και  σε  έναν  από  τους  πιο  πάνω  φορείς  η  εισφορά  του  εργοδότη   υπερβαίνει, κατά τον χρόνο απονομής  της  σύνταξης,  την  εισφορά  του   ασφαλισμένου  ή  υπάρχει  υπέρ του φορέα κοινωνικός πόρος ή επιβάρυνση   τρίτων ή ο εργοδότης ενισχύει με οποιονδήποτε  τρόπο  τον  ασφαλιστικό   φορέα.

2.   Φορείς επικουρικής ασφάλισης για την εφαρμογή των διατάξεων της   προηγούμενης παραγράφου είναι αυτοί που προσδιορίζονται από το άρθρο 7   παρ. 2 του ν.δ. 4202/1961, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο  12  του   ν. 1405/1983.

3. Στην περίπτωση που οι κατά την παρ. 1 συντάξεις καταβάλλονται από   περισσότερους  από  ένα  φορείς,  το  επιπλέον του ανώτατου επιτρεπτού   ορίου ποσό εκπίπτει κατά σειρά απ` τη σύνταξη ή τις συντάξεις:

α) του Ι.Κ.Α., εφ` όσον τούτο περιλαμβάνεται  μεταξύ  των  εις  την   παρ. 1 αναφερομένων φορέων και

β) του Δημοσίου με την αυτή προϋπόθεση.      Σε κάθε περίπτωση που το Ι.Κ.Α. ή και το Δημόσιο δεν περιλαμβάνονται   μεταξύ  των  φορέων  που  αναφέρονται  στην  παρ. 1 ή μετά τις κατά το   προηγούμενο εδάφιο μειώσεις εναπομένει ποσό συντάξεων  μεγαλύτερο  του   κατά  την  παράγραφο  1  ανώτατου  ορίου, το επιπλέον εκπίπτει από τις   συντάξεις των λοιπών φορέων  με  επιμερισμό  αυτό  κατ`  αναλογία  του   καταβαλλόμενου από κάθε φορέα ποσού συντάξεως.

4.   Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας, Πρόνοιας και   Κοινωνικών   Ασφαλίσεων,   που   δημοσιεύεται   στην   Εφημερίδα   της   Κυβερνήσεως,   ορίζονται  η  διαδικασία  ελέγχου  και  τα  απαιτούμενα   δικαιολογητικά ή υπεύθυνες δηλώσεις για την εφαρμογή των διατάξεων των   παρ. 1-3 του παρόντος άρθρου.

5. Αμφισβητήσεις που προκύπτουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων  των   παρ.  1-3  επιλύονται  με  απόφαση  του  Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και   Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των τυχόν συναρμόδιων υπουργών.

6. Η ισχύς των διατάξεων του  άρθρου  αυτού  αρχίζει  από  1.1.1991,   καταργείται δε από την αυτή ημερομηνία το άρθρο 8 του ν. 1405/1983.

Άρθρο 17
Αναπροσαρμογή συντάξεων Ειδικών Ταμείων
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 66 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α 165).

Άρθρο 18
Επικουρική Ασφάλιση

1.    Εισφορές  ασφαλισμένου  από  τις  καταστατικές  διατάξεις  των   επικουρικών ταμείων  ή  κλάδων  ή  λογαριασμών  επικουρικής  ασφάλισης   μισθωτών,  που  λειτουργούν  με  τη  μορφή Ν.Π.Ι.Δ., ως και κάθε άλλου   φορέα επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής,   που χορηγούν υπό  τύπον  συντάξεων  περιοδικές  παροχές,  βοηθήματα  ή   μερίσματα,   εφ`   όσον  τα  έσοδα  αυτών  από  εργοδοτικές  εισφορές,   κοινωνικούς πόρους ή άλλη επιχορήγηση υπερβαίνουν  τα  έσοδα  από  τις   εισφορές  των  ασφαλισμένων,  δεν  μπορεί  να  καταβάλλονται  από  τον   εργοδότη με οποιαδήποτε μορφή και οποιονδήποτε τρόπο.

2.  Κάθε μεταβολή στη σχέση εργοδότη προς  ασφαλισμένο,  που  ισχύει   κατά   τη  δημοσίευση  του  παρόντος,  των  ταμείων  της  προηγούμενης   παραγράφου εγκρίνεται από τον Υπουργό Υγείας, Πρόνοιας και  Κοινωνικών   Ασφαλίσεων.

3.   Η  παράγραφος  1 του άρθρου 3 του ν. 997/1979 (ΦΕΚ 287 Α), όπως   ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:       “1. Στην ασφάλιση του ταμείου υπάγονται υποχρεωτικώς τα πρόσωπα,  τα   οποία  ασφαλίζονται,  δυνάμει των κειμένων περί υποχρεωτικής ασφάλισης   διατάξεων, στο Ι.Κ.Α ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης  μισθωτών  και  δεν   υπάγονται,  για την αυτή απασχόληση, στην ασφάλιση άλλου φορέα, κλάδου   ή λογαριασμού ασφαλίσεων που λειτουργεί με τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ.       Κατ` εξαίρεση τα επικουρικά ταμεία,  κλάδοι,  λογαριασμοί  ασφάλισης   μισθωτών  που  λειτουργούν  με  τη  μορφή  Ν.Π.Ι.Δ., ως και κάθε άλλος   φορέας  επικουρικής  ασφάλισης,  ανεξαρτήτως  ονομασίας  και   νομικής   μορφής,   που   έχουν  συσταθεί  μέχρι  τη  δημοσίευση  του  παρόντος,   εξακολουθούν να διέπονται από τις καταστατικές τους διατάξεις  και  τα   πρόσωπα  που  ασφαλίζονται  σ`  αυτά  εξαιρούνται από την ασφάλιση του   Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ.”.

4.  Ειδικώς για  το  Ταμείο  Επικουρικής  Ασφάλισης  Προσωπικού  της   Εμπορικής  Τραπέζης  της  Ελλάδος,  το  ασφάλιστρο  που καταβάλλουν οι   ασφαλισμένοι σ` αυτό  αυξάνεται  κατά  δύο  (2)  ποσοστιαίες  μονάδες,   μειουμένων αναλόγως των ποσοστών των εργοδοτών.      Η  αύξηση  αυτή  αρχίζει  από  1.1.1991  και γίνεται προοδευτικά, το   λιγότερο κατά μισή ποσοστιαία μονάδα ανά έτος.

Άρθρο 19
Συμμετοχή δικαιούχων περίθαλψης στα φάρμακα
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 του Ν.4025/2011 (ΦΕΚ Α 228 2.11.2011)

1. Στις δαπάνες εξωνοσοκομειακής φαρμακευτικής περίθαλψης που παρέχουν  στους ασφαλισμένους, συνταξιούχους και τα μέλη των οικογενειών τους οι Φορείς  Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), ανεξάρτητα από την ονομασία και τη νομική τους  μορφή, καθώς και ο Οίκος Ναύτη, καθορίζεται ποσοστό συμμετοχής του δικαιούχου  περίθαλψης είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της διατιμημένης αξίας του φαρμάκου.  Το ποσοστό συμμετοχής μπορεί να είναι μειωμένο στο δέκα τοις εκατό (10%) της  διατιμημένης αξίας του φαρμάκου ή μηδέν τοις εκατό (0%) για φάρμακα που  χορηγούνται για τη θεραπεία χρόνιων ή εξαιρετικά σοβαρών παθήσεων, βάσει των  ενδείξεων τους, οι οποίες αναγράφονται στα φύλλα περίληψης χαρακτηριστικών  του προϊόντος.

2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και  Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συντάσσεται κατάλογος με τις παθήσεις, τα  φάρμακα των οποίων χορηγούνται με μειωμένη (10%) ή μηδέν τοις εκατό (0%)  συμμετοχή του ασφαλισμένου στη διατιμημένη αξία του φαρμάκου. Ο Εθνικός  Οργανισμός Φαρμάκου (ΕΟΦ) μετά την έκδοση της προηγούμενης κ.υ.α. αναλαμβάνει  την υποχρέωση σύνταξης καταλόγου κατάταξης των φαρμάκων (δραστικές ουσίες με  τις αντίστοιχες εμπορικές ονομασίες τους) ανά θεραπευτική κατηγορία, σύμφωνα  με ο σύστημα κατάταξης «ανατομικής, θεραπευτικής κατηγοριοποίησης- ΑΤΟ του  Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αντιστοιχίζοντας στο κάθε φάρμακο το  προβλεπόμενο ποσοστό συμμετοχής και ο οποίος δημοσιοποιείται στην ιστοσελίδα  του ΕΟΦ και κοινοποιείται στη Διεύθυνση Ασφάλισης Ασθένειας και Μητρότητας  της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Γ.Γ. Κ.Α.) και στους ΦΚΑ στους  Φαρμακευτικούς Συλλόγους και στους Κατόχους Αδειας Κυκλοφορίας (ΚΑΚ)  φαρμακευτικών προϊόντων. Η ευθύνη επικαιροποίησης του καταλόγου λόγω εισόδου  στην κυκλοφορία νέων φαρμάκων ανήκει από κοινού στον ΕΟΦ, στη Διεύθυνση  Ασφάλισης Ασθένειας και Μητρότητας της Γ.Γ.Κ.Α. και στους ΦΚΑ.

3. Το ποσοστό συμμετοχής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου είναι δέκα  τοις εκατό (10%) της διατιμημένης αξίας του φαρμάκου για τους κάθε φορά  δικαιούχους επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης (ΕΚΑΣ) και τα προστατευόμενα  μέλη των οικογενειών τους. Η διαφορά που θα προκύψει για τους ΦΚΑ από την  προηγούμενη ρύθμιση καλύπτεται με επιχορήγηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.  Το ποσοστό συμμετοχής της παραγράφου 1 είναι μηδέν τοις εκατό (0%) για τις  ακόλουθες περιπτώσεις: για τις γυναίκες κατά την περίοδο κύησης και λοχείας,  για τα εργατικά ατυχήματα, για τους ασφαλισμένους του Εθνικού Οργανισμού  Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), για τα φάρμακα που προμηθεύονται μέσω των  φαρμακείων ή των αποθηκών του Οργανισμού, για τους ασφαλισμένους για τα  φάρμακα που προμηθεύονται από τα φαρμακεία των κρατικών νοσοκομείων, για τα  αντιρετροΐκά φάρμακα που χορηγούνται στους HIV θετικούς ασθενείς  ασφαλισμένους και συνταγογραφού-νται από τα αναγνωρισμένα κέντρα αναφοράς για  τη διάγνωση του συνδρόμου επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (AIDS) και τις  αναγνωρισμένες νοσοκομειακές μονάδες ειδικών λοιμώξεων.

4. Μέχρι την έκδοση της προβλεπόμενης από την παράγραφο 2 του παρόντος  άρθρου κ.υ.α., εξακολουθεί να εφαρμόζεται η ισχύουσα νομοθεσία για τα ποσοστά  συμμετοχής στις δαπάνες φαρμακευτικής περίθαλψης.

5. Το ποσοστό συμμετοχής, για τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 και στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, είναι μηδέν τοις εκατό (0%) για τα γενόσημα φάρμακα.
Όπως προστέθηκε με την Παρ.1 Άρθρο 26 ΝΟΜΟΣ 4549/2018 και ισχύει από 14/6/2018
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

Άρθρο 20
Συγχώνευση ταμείων αρωγής δημοσίων υπαλλήλων

1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών   Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μπορεί να  συγχωνεύονται σε ενιαίο ασφαλιστικό φορέα τα ταμεία αρωγής δημοσίων  υπαλλήλων, μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου τους.         Με τα παραπάνω Π.Δ/τα καθορίζονται: ο σκοπός, οι πόροι, τα ασφαλιστέα  πρόσωπα, οι προϋποθέσεις απονομής των παροχών, η έκταση και το ύψος τους,  οι προϋποθέσεις αναγνώρισης προϋπηρεσίας, τα της διοικητικής και  οικονομικής οργάνωσης, σύνθεσης των υπηρεσιών και διαχείρισης περιουσίας,  καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία του ενιαίου   φορέα.       Με τον ίδιο τρόπο καθορίζεται ο τρόπος μεταβίβασης της περιουσίας των   συγχωνευόμενων φορέων, η ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων και η  μεταφορά του προσωπικού τους.

2. Η  μεταβίβαση  ακίνητης  περιουσίας  των  συγχωνευομένων  ταμείων   αρωγής  στον ενιαίο φορέα απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του   φόρου μεταβίβασης υπέρ του Δημοσίου, όπως και  άλλων  φόρων,  τελών  ή   δικαιωμάτων δήμου ή κοινότητας ή άλλων τρίτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
Περιστολή εισφοροδιαφυγής

Άρθρο 21
Καθυστερούμενες εισφορές Ι.Κ.Α.

1. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951   αντικαθίσταται ως εξής:       “Εργοδότες,   που   απασχολούν   από   κοινού  τον  ίδιο  μισθωτό  ή   εκμεταλλεύονται  την  ίδια  επιχείρηση,  συμπεριλαμβανομένων  και  των   περιπτώσεων  που αναγράφονται στην παρ. 5 του άρθρου 8, ευθύνονται εις   ολόκληρον”.

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 26 του  α.ν.  1846/1951,  όπως  ισχύει,   αντικαθίσταται ως εξής:       “3.  Με τον Κανονισμό καθορίζεται ο χρόνος καταβολής των εισφορών. Ο   υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει εισφορές στο Ι.Κ.Α.  έως  το  τέλος  του   επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει οριστεί.

Για  το  Δημόσιο,  τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α. η προθεσμία καταβολής   ορίζεται έως το τέλος του μεθεπόμενου μήνα”.      Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων η   διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμόζεται και για τα κοινωφελή  ιδρύματα  του   ν. 2039/1939.

3. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του α.ν. 184/1951,   όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:       “Τα παραπάνω ποσοστά πρόσθετου τέλους αναπροσαρμόζονται σε 5% για το   πρώτο   δεκαήμερο   καθυστέρησης   και  στη  συνέχεια,  για  περαιτέρω   καθυστέρηση, 1% επιπλέον για κάθε 11η και 21η ημέρα  του  πρώτου  μήνα   και  για  κάθε  1, 11η και 21η ημέρα των επόμενων μηνών και μέχρι 120%   κατ` ανώτατο όριο  συνολικά.  Στη  ρύθμιση  αυτήν  υπάγονται  όλες  οι   οφειλόμενες  εισφορές,  ανεξάρτητα από τις μισθολογικές περιόδους στις   οποίες αναφέρονται. Στις οφειλές  αυτές  συμπεριλαμβάνονται  και  όσες   έχουν  επιβαρυνθεί  ήδη  με το προϊσχύον ανώτατο όριο πρόσθετου τέλους   75%.

4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951   αντικαθίσταται ως εξής:       “Οι κατά τον παρόντα νόμο απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. από  καθυστερούμενες   εισφορές,   πρόσθετα   τέλη,   επιβαρύνσεις   ή   επαυξήσεις  εισφορών   εισπράττονται με προτεραιότητα που  καθορίζεται  με  βάση  τη  χρονική   σειρά  βεβαίωσής  τους,  ανεξάρτητα  από τη χρονική περίοδο στην οποία   ανάγονται. Η είσπραξη γίνεται από  τα  ταμεία  είσπραξης,  εσόδων  του   Ι.Κ.Α.  ή  από  τις  ταμειακές  υπηρεσίες  του, κατά τις διατάξεις του   Κανονισμού του Ι.Κ.Α. και κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις  του   ν.δ.  356/1974 (ΦΕΚ 90). Η αρμοδιότητα αναστολής καταβολής οφειλομένων   ή τμηματικής καταβολής τους κατά το ν.δ. 356/1974 ασκείται από το κατά   τον Κανονισμό του Ι.Κ.Α. αρμόδιο όργανο”.

5.  Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης 5 του άρθρου 8  του  α.ν.  1846/  1951,  όπως  τροποποιήθηκε  με το άρθρο 6 του ν. 1239/1982 (ΦΕΚ 85 Α),   αντικαθίσταται ως εξής:       “Για εργασίες, επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις,  που  διεξάγονται  για   λογαριασμό  του  Δημοσίου,  Ν.Π.Δ.Δ.  και Ο.Τ.Α. μετά από παραχώρηση ή   εργολαβία, ως εργοδότες  θεωρούνται  οι  ανάδοχοι  ή  εργολάβοι.  Στις   περιπτώσεις   αυτές,   η  δημόσια  αρχή,  το  Ν.Π.Δ.Δ.  και  ο  Ο.Τ.Α.   υποχρεούται, πριν από κάθε εξόφληση ή οποιαδήποτε  τμηματική  καταβολή   χρημάτων,  να  απαιτεί  την  προσκόμιση  βεβαίωσης του Ι.Κ.Α., για την   καταβολή των οφειλόμενων  προς  αυτό  ασφαλιστικών  εισφορών  ή  άλλων   συναφών  οφειλών.  Στην αντίθετη περίπτωση θα παρακρατεί το αντίστοιχο   ποσό και θα το καταβάλλει απευθείας στο Ι.Κ.Α.”.

6. Η πρώτη περίοδος του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2  του  άρθρου  26   του α.ν. 1846/1951, η οποία προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 40 του   ν.δ. 2698/1953, αντικαθίσταται ως εξής:       “Ιδιο σύστημα υπολογισμού των κατ` ελάχιστον υποχρεωτικά καταβλητέων   εισφορών  βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και καταβολής αυτών μπορεί να   θεσπισθεί με κανονισμό και για την ασφάλιση των εργατών οικοδομικών  ή   τεχνικών εν γένει εργασιών και των υπεργολάβων”.

7.  Οι  διατάξεις  του  ν.  395/1976 (ΦΕΚ 199 Α`) “περί απαγορεύσεως   εξόδου εκ της χώρας, ένεκα χρεών προς το Δημόσιο” και  η  διάταξη  του   άρθρου  27  του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α`) “περί απαγορεύσεως εξόδου από   τη χώρα εκπροσώπων νομικών προσώπων”,  που  ισχύουν  για  το  Δημόσιο,   εφαρμόζονται ανάλογα και για το Ι.Κ.Α., ως προς τις απαιτήσεις του από   ασφαλιστικές εισφορές.

8.  Στο  τέλος  της  παρ.  6  του άρθρου 40 του α.ν. 1846/1951, όπως   αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 825/1978  (ΦΕΚ  189  Α`),   προστίθεται εδάφιο ως εξής:       “Μετά  πενταετία  παραγράφονται  και  οι  απαιτήσεις  για  επιστροφή   αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών που εισπράττει κατά νόμο το  Ι.Κ.Α.   για λογαριασμό άλλων οργανισμών και ταμείων”.

9.  Το  Ι.Κ.Α.  και  οι  λοιποί  οργανισμοί  αρμοδιότητας Υπουργείου   Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχουν όλα τα δικαστικά  και   δικονομικά  προνόμια  του Δημοσίου, δεν διατάσσεται προσωρινή εκτέλεση   κατ` αυτών, αναστέλλεται δε  η  δικαστική  εκτέλεση  κάθε  τελεσίδικης   απόφασης   κατ`  αυτών,  τόσο  κατά  την  προθεσμίαν  άσκησης  αίτησης   αναίρεσης, όσο και από την άσκησή της.      Εξαιρούνται   δικαστικές    αποφάσεις,    που    αναφέρονται    στην   πραγματοποίηση των ασφαλιστικών παροχών, την υπαγωγή στην ασφάλιση και   τη διάρκεια της ασφαλιστικής σχέσης.

10.  Στο  τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 27 του α.ν.   1846/1951 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:       “Με τον Κανονισμό Ασφάλισης του Ι.Κ.Α. καθορίζονται οι  προϋποθέσεις   και  η  διαδικασία  διαγραφής  από  το  Ι.Κ.Α. των οφειλών εκείνων που   προέρχονται από εισφορές, για την είσπραξη των οποίων εξαντλήθηκαν όλα   τα νόμιμα μέσα και λήφθηκαν όλα τα αναγκαστικά μέτρα  είσπραξης  χωρίς   αποτέλεσμα, εφ` όσον παρήλθε 10ετία από τη λήξη του οικονομικού έτους,   μέσα στο οποίο αυτές κατέστησαν απαιτητές”.

11.  Η παράγραφος 5 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, που προστέθηκε με   το άρθρο 31 του ν.δ. 1160/1972 (ΦΕΚ 77), αντικαθίσταται ως εξής:       “5. Αν, ως την προηγούμενη ημέρα της εκδίκασης της υπόθεσης σε πρώτο   βαθμό, αποδειχθεί από εξοφλητική απόδειξη ή άλλο έγγραφο  του  οικείου   ασφαλιστικού  οργανισμού ότι καταβλήθηκαν, αποδόθηκαν ή διαγράφηκαν οι   κατά τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου εισφορές, οι σχετικές   υποθέσεις αποσύρονται από τη δικάσιμο και τίθενται στο αρχείο με πράξη   του  αρμόδιου   εισαγγελέα.   Οι   οικείοι   ασφαλιστικοί   οργανισμοί   υποχρεούνται  να  ενημερώνουν  αμέσως  τον  αρμόδιο εισαγγελέα για την   καταβολή, απόδοση ή διαγραφή ολόκληρης της οφειλής ή  ότι  ο  μηνυθείς   δεν είναι υπεύθυνος”.

Άρθρο 22
Ασφάλιση απασχολουμένων με σύστημα φασόν

1.  Το  άρθρο  49 του ν. 1539/1985 (ΦΕΚ 64), όπως συμπληρώθηκε με το   άρθρο 41 του ν. 1654/1986 (ΦΕΚ 177), αντικαθίσταται ως ακολούθως:       “1. Στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., του Ο.Α.Ε.Δ.,  του  Ο.Ε.Κ.  καθώς  και   στην  ασφάλιση  του  Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ.,  αν  δεν  ασφαλίζονται  σε  άλλο   επικουρικό ταμείο, υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια οι ραπτεργάτες   και γενικά τα πρόσωπα που απασχολούνται αυτοπροσώπως  και  κατά  κύρια   απασχόληση  στις  διαδικασίες  παραγωγής  και  συσκευασίας προϊόντων ή   παροχής υπηρεσιών σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, αμείβονται με το   κομμάτι (φασόν) και εργάζονται στο σπίτι  τους  ή  σε  εργαστήρια  που   βρίσκονται  εκτός του χώρου λειτουργίας των επιχειρήσεων του εργοδότη,   έστω και αν χρησιμοποιούν δικά τους εργαλεία.       Εξαιρούνται από την ασφάλιση:       α) όσοι απασχολούν βοηθητικό προσωπικό, το  οποίο  ασφαλίζεται  στο   Ι.Κ.Α. ή σε άλλο ταμείο κύριας ασφάλισης μισθωτών και         β) όσοι συγκεντρώνουν αθροιστικά τις εξής προϋποθέσεις:        ι) δηλώνουν στην εφορία εισόδημα Δ` κατηγορίας,

ιι)  είναι γραμμένοι στο επιμελητήριο, στο οποίο υπάγεται ο κλάδος   τους και         ιι) διαθέτουν επαγγελματική εγκατάσταση εκτός της κατοικίας τους.      2. Εργοδότης των προσώπων της  παραγράφου  1,  για  τις  έναντι  του   Ι.Κ.Α.  υποχρεώσεις,  είναι  η επιχείρηση, για λογαριασμό της οποίας ή   των οποίων παράγει ή συσκευάζει τα  προϊόντα  ή  παρέχει  υπηρεσίες  ο   απασχολούμενος.

3. Οι εισφορές για την παραπάνω ασφάλιση βαρύνουν τους εργοδότες και   τους  ασφαλισμένους,  κατά την αναλογία που προβλέπεται από τη σχετική   νομοθεσία.

4. Οι εισφορές για κάθε μήνα απασχόλησης  υπολογίζονται  στο  σύνολο   της εργατικής αμοιβής, όπως αυτή προκύπτει μετά τη μείωση κατά 30% της   συνολικής  αμοιβής  που  αναφέρεται  στα τιμολόγια ή τα δελτία παροχής   υπηρεσι

ών και μέχρι το  ποσό  της  ανώτατης  ασφαλιστικής  κλάσης  της   παραγράφου 1 του άρθρου 37 του α.ν. 1846/1951 για κάθε εργοδότη.      5. Οι εισφορές καταβάλλονται από τους εργοδότες μέσα στις προθεσμίες   που  προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 26 του   α.ν. 1846/1951 και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του Κανονισμού   Ασφάλισης του Ι.Κ.Α.

6.  Ο αριθμός των ημερών εργασίας  των  προσώπων  της  παραγράφου  1   προκύπτει  από  τη  διαίρεση της εργατικής αμοιβής, που προσδιορίζεται   κατά  την  παράγραφο  4,  δια  του  τεκμαρτού  ημερομισθίου  της   9ης   ασφαλιστικής κλάσης του άρθρου 37 του α.ν. 1846/1951, όπως αυτό ισχύει   κάθε  φορά.  Οι  ημέρες  εργασίας δεν είναι δυνατό να υπερβούν τις 300   κατ`  έτος.  Σε  περίπτωση  αποδεδειγμένης   ασθένειας,   ανεργίας   ή   γενικότερα αδυναμίας απασχόλησης, οι μέρες εργασίας θα μειώνονται κατά   τόσα  τριακοστά, όσες και οι εργάσιμες ημέρες ασθενείας, ανεργίας ή μη   απασχόλησης. Αν από το πηλίκο της διαίρεσης προκύπτουν  λιγότερες  από   300  ημέρες  ασφάλισης  σε  κάποιο  έτος, οι ημέρες αυτές κατανέμονται   εξίσου στο σύνολο των μηνών του έτους.

7.  Στις περιπτώσεις που παρέχονται από τα πρόσωπα της παραγράφου  1   εργασία  μέσα  στην  ίδια  χρονική  περίοδο  σε περισσότερους από έναν   εργοδότες, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 25   του α.ν. 1846/1951 και του άρθρου  30  του  Κανονισμού  Ασφάλισης  του   Ι.Κ.Α.

8.  Αν  οι  εργοδότες  δεν  τηρούν  την υποχρέωσή τους αυτήν και τις   υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν.  1846/  1951,  εφαρμόζονται  οι  διατάξεις  της παρ. 11 του άρθρου 26 του α.ν.   1846/1951.

9.  Οι  διατάξεις  των  παραγράφων  3  έως  και  7   τροποποιούνται,   αντικαθίστανται   ή  καταργούνται  με  απόφαση  του  Υπουργού  Υγείας,   Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του   διοικητικού συμβουλίου του Ι.Κ.Α.”.

2. Πρόσωπα, που  κατά  την  έναρξη  ισχύος  του  ν.  1654/1986  ήταν   ασφαλισμένα  στο  Τ.Ε.Β.Ε. για απασχόλησή τους με το κομμάτι (φασόν) ή   ήταν εγγεγραμμένα στο αντίστοιχο προς το επάγγελμά τους  επιμελητήριο,   εξαιρούνται  από  την  ασφάλιση του Ι.Κ.Α. και υπάγονται στην ασφάλιση   του Τ.Ε.Β.Ε. για την περίοδο από 26 Νοεμβρίου 1986 έως  τη  δημοσίευση   του παρόντος νόμου.

Τυχόν  ασφάλιση  στο  Ι.Κ.Α.  των  προσώπων  αυτών κατά την παραπάνω   χρονική περίοδο θεωρείται ως μη γενόμενη, εκτός αν έχει ήδη  χορηγηθεί   σύνταξη.  Οι  εκκρεμείς  δίκες  καταργούνται και οι εισφορές που έχουν   ενδεχομένως καταβληθεί επιστρέφονται άτοκα στους ενδιαφερόμενους.

Άρθρο 23
Βιβλία ημερήσιων δελτίων σε οικοδομικά και τεχνικά έργα.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ί με το άρθρο 20 παρ.9 Ν.1976/1991,το οποίο (άρθρο 20) καταργήθηκε στη συνέχεια,από τότε που ίσχυσε, με το άρθρο 4 παρ.8 Ν.2556/1997.

1. Για την τήρηση των βιβλίων που προβλέπει το άρθρο 33 του ν. 1836/1989  υπόχρεος καθίσταται για οικοδομικές εργασίες, ανεγέρσεως, συμπληρώσεως,  επισκευής και κατεδαφίσεως κτισμάτων: α. Ο κύριος του έργου, όταν εκτελούνται  με αυτεπιστασία ή β. Τα μεσολαβούντα τρίτα πρόσωπα (εργολάβοι, υπεργολάβοι),  όταν εκτελούνται με τη μεσολάβηση τρίτων.

2. Τα βιβλία της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να ελέγχουν και τα κατά  τόπους αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. Στην περίπτωση αυτήν τα ίδια όργανα μπορεί  να επιβάλλουν και τα υπό της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του ν. 1836/1989  προβλεπόμενα πρόστιμα.

3. Σε περίπτωση ασκήσεως ενστάσεως στην Τοπική Διοικητική Επιτροπή  βεβαιώνεται αμέσως ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του προστίμου που  επιβλήθηκε και εισπράττεται σε δύο μηνιαίες δόσεις, της πρώτης καταβαλλόμενης εντός του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα.

Άρθρο 24
Αλλοδαποί.

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του α.ν. 1846/1951 καταργείται.

2. Σημ.: όπως hπαρ. 2 καταργήθηκε διά του άρθρου 11 παρ. 2 του Ν. 1976/1991 (Α` 184).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
Τροποποιήσεις νομοθεσίας Ι.Κ.Α.

Άρθρο 25
Αύξηση εισφορών.

1.  Η  υπό  του  άρθρου  25  παράγραφος  1  του α.ν. 1846/1951 “περί   κοινωνικών ασφαλίσεων” (ΦΕΚ 179 Α`), όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα,   προβλεπόμενη  εισφορά  εργοδότη  και  ασφαλισμένου  υπέρ  του   κλάδου   αναπηρίας,  γήρατος,  θανάτου  (συντάξεων)  του  Ιδρύματος  Κοινωνικών   Ασφαλίσεων αυξάνεται ως εξής:       α. Από 1ης Οκτωβρίου 1990  αυξάνεται  κατά  1,5  μονάδα,  ήτοι  μία   μονάδα  σε  βάρος  των  εργοδοτών  και μισή σε βάρος των ασφαλισμένων,   οριζόμενη σε 15,75%, εκ των οποίων 10,5 ποσοστιαίες  μονάδες  βαρύνουν   τους εργοδότες και 5,25 τους ασφαλισμένους.       β.  Από  1ης  Ιουλίου  1991  αυξάνεται κατά 1,5 μονάδα ακόμη με την   αυτήν ως το πιο πάνω εδάφιο α` αναλογία, οριζόμενη σε 17,25%,  εκ  των   οποίων  11,5 ποσοστιαίες μονάδες βαρύνουν τους εργοδότες και 5,75 τους   ασφαλισμένους.

2.  Οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. εξ ιδίας υπηρεσίας   και οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος, αποχωρήσεως και αναπηρίας των φορέων   κύριας ασφάλισης, οι οποίοι παρέχουν  οποιαδήποτε  εργασία  ασφαλιστέα   στο  Ι.Κ.Α.,  υπόκεινται,  επιπλέον  των  νομίμων  κρατήσεων  για  την   ασφάλισή τους, και σε κράτηση 3%  επί  των  αποδοχών  τους,  υπέρ  του   κλάδου  ανεργίας  του  Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού, ως   κοινωνικός πόρος αυτού.

Άρθρο 26
Ασφαλιστικές κλάσεις.

1. Στις είκοσι δύο (22) Ασφαλιστικές κλάσεις της παρ. 1  του  άρθρου   37  του  α.ν.  1846/1951,  όπως  τροποποιήθηκε,  προστίθενται έξι νέες   ασφαλιστικές όμοιες, αριθμούμενες αντιστοίχως  ως  ΧΧΙΙΙ,  ΧΧΙV,  ΧΧV,   ΧΧVΙ, ΧΧVΙΙ και ΧΧVΙΙΙ.

Οι  τρεις  πρώτες νέες Ασφαλιστικές κλάσεις ισχύουν από 1.1.1991 και   οι υπόλοιπες από 1.1.1992.      Τα όρια μισθών και το τεκμαρτό ημερομίσθιο κάθε ασφαλιστικής  κλάσης   θα  καθορισθεί  το  πρώτον  με  απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του   Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων,  αναπροσαρμοζόμενες  εφεξής  κατά  τα   οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 37 του α.ν. 1846/1951.      Το  τεκμαρτό  ημερομίσθιο  της εκάστοτε ανώτατης ΧΧVΙΙΙ ασφαλιστικής   κλάσης δεν δύναται να είναι  μεγαλύτερο  του  4πλασίου  του  τεκμαρτού   ημερομισθίου της εκάστοτε VΙ ασφαλιστικής κλάσης.

2.  Η  παράγραφος  4  του  άρθρου 37 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύει   σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:       “4. Τα όρια μισθών και  τα  τεκμαρτά  ημερομίσθια  των  ασφαλιστικών   κλάσεων  της  παραγράφου  1  αναπροσαρμόζονται  την 1η Ιανουαρίου κάθε   έτους κατά το μέσο ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών  καταναλωτή  του   προηγούμενου  έτους  με  απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ι.Κ.Α.   δημοσιευόμενη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.      Τα  ποσά  των  ορίων   μισθών   και   των   τεκμαρτών   ημερομισθίων   στρογγυλεύονται στην επόμενη ακέραια δεκάδα δραχμών.

3.  Το  δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του α.ν. 1846/  1951, όπως ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:       “Εισφορές για κάθε ημέρα εργασίας καταβάλλονται για  αποδοχές  μέχρι   του  ανώτατου  ορίου  του  ημερήσιου  μισθού της ανώτατης ασφαλιστικής   κλάσης της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του παρόντος, όπως  αυτή  ισχύει   κάθε φορά.      Οι  καταβλητέες  εισφορές  για  κάθε  μισθολογική περίοδο μπορεί, με   απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ι.Κ.Α.,  να  στρογγυλοποιούνται   σε   εκατοντάδες   δραχμών,   των   ποσών   μεν   μέχρι   και  πενήντα   παραλειπόμενων, των  δε  πάνω  από  πενήντα  στρογγυλοποιουμένων  στην   επόμενη εκατοντάδα δραχμών”.

Άρθρο 27
Σύνταξη γήρατος, αναπηρίας και θανάτου.

1.  Οι παράγραφοι 1-5 και η παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο και στοιχ. α`   του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύουν σήμερα, αντικαθίστανται   ως εξής:

1.α) Ο ασφαλισμένος στο Ιδρυμα δικαιούται σύνταξη λόγω γήρατος, εάν   κατά την υποβολή της αιτήσεως έχει συμπληρώσει το 65ό έτος της ηλικίας   του ή η  ασφαλισμένη  το  60ό  και  πραγματοποίησε  τέσσερις  χιλιάδες   πενήντα  (4.050)  τουλάχιστον  ημέρες  εργασίας. Το ως άνω όριο ημερών   εργασίας  αυξάνεται  προοδευτικά  σε  τέσσερις  χιλιάδες   πεντακόσιες   (4.500)  ημέρες  εργασίας,  με  την  προσθήκη  στις  τέσσερις χιλιάδες   πενήντα (4.050) ανά εκατόν πενήντα (150)  ημερών  κατά  μέσο  όρο  για   καθένα   επόμενο  ημερολογιακό  έτος,  αρχής  γενομένης  από  της  1ης   Ιανουαρίου 1992.      Για τους ασφαλισμένους, οι οποίοι μέχρι την 31/12/1991  συμπληρώνουν   το 63ο έτος της ηλικίας οι άνδρες και το 58ο οι γυναίκες, εφαρμόζονται   οι πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου διατάξεις.      Με  εξαίρεση  την  παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 612/1977 (ΦΕΚ 164   Α`)     και     τους     απασχολουμένους     σε     υπόγειες     στοές   μεταλλείων-λιγνιτορυχείων  (ν. 997/1979, άρθρο 20), κάθε άλλη διάταξη,   που προβλέπει απονομή συντάξεων γήρατος σε ασφαλισμένους  του  Ι.Κ.Α.,   με  λιγότερες  ημέρες  εργασίας  από  τις  κατά  περίπτωση  οριζόμενες   ανωτέρω, δεν ισχύει, εφαρμοζομένων αναλόγως των ανωτέρω διατάξεων.       β. Ο ασφαλισμένος, που συμπλήρωσε το 62ο έτος της ηλικίας του  ή  η   ασφαλισμένη   το   57ο  έτος,  δικαιούται  σύνταξη  λόγω  γήρατος,  αν   πραγματοποίησε δέκα χιλιάδες (10.000) ημέρες εργασίας κατά την υποβολή   της αίτησης.

2.

Αν ο ασφαλισμένος λαμβάνει σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από άλλο ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, πλην ΟΓΑ, και των αναπήρων και θυμάτων πολέμου και μητέρων, που συνταξιοδοτήθηκαν με το άρθρο 63 παρ. 4 του Ν. 1892/1990 (Α΄ 101) δικαιούται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ πλήρη σύνταξη γήρατος, εφόσον κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας που απαιτείται σε κάθε περίπτωση από τη νομοθεσία για την απονομή πλήρους σύνταξης και έχει πραγματοποιήσει τις αντίστοιχες προς το όριο ηλικίας πλήρους σύνταξης ελάχιστες ημέρες εργασίας, οι οποίες δεν μπορεί να είναι λιγότερες από 6.000.

Αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει 4.800 ημέρες ασφάλισης τουλάχιστον και έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά 50%. Προκειμένου για γυναίκες που έχουν πραγματοποιήσει τον ανωτέρω χρόνο ασφάλισης, το όριο ηλικίας των 60 ετών αυξάνεται κατά ένα έτος από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας. Η εκ μέρους των γυναικών άσκηση του δικαιώματος συνταξιοδότησης με τον ανωτέρω αριθμό ημερών ασφάλισης χωρεί, εφόσον συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010.

Στην ανωτέρω περίπτωση, οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας.

Η κατά το προηγούμενο εδάφιο μείωση σύνταξης επέρχεται και στην περίπτωση όπου απονέμεται σύνταξη αναπηρίας από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 5 (εδάφια α΄ – γ΄) του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) εκτός αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ 3.600 ημέρες εργασίας εκ των οποίων 600 την τελευταία πενταετία.»

Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή και στους λοιπούς πλην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, προκειμένου για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος και αναπηρίας. Ειδικά για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος απαιτείται η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, με εξαίρεση την περίπτωση άσκησης θεμελιωμένου συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, ταυτόχρονα ή μέσα σε διάστημα έξι (6) μηνών από την έναρξη της συνταξιοδότησης από τον πρώτο φορέα.

Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, όταν είναι ο φορέας στον οποίο θεμελιώνεται δεύτερο συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

Ειδικά για τη λήψη δεύτερης σύνταξης λόγω αναπηρίας από τους Τομείς των κλάδων κύριας και επικουρικής ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.) απαιτείται η συμπλήρωση τουλάχιστον δώδεκα ετών ασφάλισης.

Η ισχύς της ανωτέρω ρύθμισης αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 3863/2010.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5  του άρθρου 42 του ν.  3996/2011.

3.α)  Αν  ο  ασφαλισμένος  συμπλήρωσε τον αριθμό ημερών εργασίας της   παρ. 1, από τις οποίες ανά εκατό τουλάχιστον σε καθένα  από  τα  πέντε   ημερολογιακά  έτη  τα  αμέσως  προηγούμενα  του  έτους,  κατά το οποίο   υποβάλλεται η αίτηση, δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά  το  1/  200  της  πλήρους  μηνιαίας  σύνταξης, για κάθε μήνα που λείπει από τα   όρια ηλικίας, που ορίζονται στην παράγραφο  1  αντιστοίχως,  εφ`  όσον   συμπλήρωσε  το 60ό έτος της ηλικίας προκειμένου για ασφαλισμένο και το   55ο ομοίως προκειμένου για ασφαλισμένη.       β) Με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας οι άνδρες ή του 55ου   οι γυναίκες,  δικαιούνται  σύνταξη,  εφ`  όσον  πάντως  συντρέχουν  οι   προϋποθέσεις  της παραγράφου 1 και μάλιστα χωρίς τη μείωση του εδαφίου   α` της παρούσας παραγράφου, οι ασφαλισμένοι  οι  οποίοι  απασχολούνται   επί  μακρό  χρόνο σε ειδιαζόντως βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, που   ορίζονται στον οικείο Κανονισμό. Με τον Κανονισμό  αυτόν  καθορίζεται,   πλην  του χρόνου απασχολήσεως στα επαγγέλματα αυτά και κάθε σχετικό με   τη συνταξιοδότηση αυτή ζήτημα. Τα μικρότερα όρια ηλικίας, που  ισχύουν   για  ειδικές  κατηγορίες  προσώπων,  τα  οποία υπάγονται στα βαρέα και   ανθυγιεινά επαγγέλματα, δεν θίγονται.      Για τους ασφαλισμένους, οι οποίοι μέχρι την 31.12.1991  συμπληρώνουν   το 58ο έτος της ηλικίας οι άνδρες και το 53ο οι γυναίκες, εφαρμόζονται   οι πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου διατάξεις.      Ως  χρόνος  απασχόλησης  στα  πιο  πάνω  επαγγέλματα,  τόσο  για τον   υπολογισμό των εισφορών, όσο και για την  εφαρμογή  της  διάταξης  του   προηγούμενου εδαφίου β`, λαμβάνεται υπόψη και η αποχή από την εργασία,   που  οφείλεται  σε  κανονική  άδεια ή ασθένεια, και μέχρι ένα μήνα για   κάθε περίπτωση (άδεια ή ασθένεια) κατά  ανώτατο  όριο  το  χρόνο,  των   απασχολουμένων  στα  επαγγέλματα αυτά και κατά την οποία συνεχίζεται η   εργασιακή σχέση και η υπαγωγή στην ασφάλιση σύμφωνα  με  τις  κείμενες   διατάξεις.       γ)  Οι  διατάξεις  του  άρθρου  51  παρ.  9  του  ν. 1759/1988 περί   συνυπολογισμού των ημερών εργασίας των απασχολουμένων  σε  οικοδομικές   και  τεχνικές  εργασίες, που έχουν αναγνωρισθεί με το ν. 629/1977 (ΦΕΚ   Α` 280), ισχύουν για τη συμπλήρωση του οριζόμενου στην παράγραφο 1 του   παρόντος άρθρου απαιτούμενου κατά περίπτωση αριθμού ημερών.       δ) Ασφαλισμένη μητέρα  με  ανήλικα  παιδιά  καθώς  και  ασφαλισμένη   μητέρα  με  παιδιά  οποιασδήποτε  ηλικίας  που  είναι ανίκανα για κάθε   βιοποριστική εργασία, η οποία συμπληρώνει το 50ό έτος της ηλικίας  και   5.500 τουλάχιστον ημέρες εργασίας, δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη   κατά  1/200 της πλήρους μηνιαίας σύνταξης για κάθε μήνα που λείπει από   το 55ο έτος της ηλικίας της, το ποσό της οποίας δεν  μπορεί  να  είναι   μικρότερο από το κάθε φορά κατώτατο όριο συντάξεων.       Το  δικαίωμα  θεμελιώνεται εφ` όσον η γυναίκα δεν είναι συνταξιούχος   του Ι.Κ.Α. του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. ή άλλου οργανισμού κύριας ασφάλισης.        Το παρόν εδάφιο δ` εφαρμόζεται και στους λοιπούς  φορείς  κοινωνικής   ασφάλισης  αρμοδιότητας  Υπουργείου  Υγείας,  Πρόνοιας  και Κοινωνικών   Ασφαλίσεων, όπου  από  τις  κείμενες  διατάξεις  της  νομοθεσίας  τους   προβλέπεται η συνταξιοδότηση γυναικών με ανήλικα παιδιά.      Αν  από  άλλες  διατάξεις  αυτού  του  νόμου  ορίζονται ευνοϊκότερες   προϋποθέσεις, η ασφαλισμένη έχει δικαίωμα επιλογής της διάταξης, βάσει   της οποίας θα συνταξιοδοτηθεί. Το δικαίωμα αυτό ασκείται άπαξ  με  την   αίτηση για συνταξιοδότηση.

4.α)  Ο  ασφαλισμένος  έχει  δικαίωμα για σύνταξη λόγω αναπηρίας, αν   έγινε ανάπηρος κατά την έννοια της παραγράφου 5 του παρόντος και  έχει   πραγματοποιήσει  τον  αριθμό  ημερών  εργασίας  που  ορίζεται  από την   παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή τριακόσιες (300) ημέρες εργασίας και   δεν έχει συμπληρώσει το 21ο έτος  ηλικίας.  Οι  πιο  πάνω  300  ημέρες   εργασίας  αυξάνονται  προοδευτικά σε 4.200 ημέρες εργασίας με προσθήκη   ανά 120 ημερών εργασίας κατά μέσο όρο για κάθε έτος ηλικίας πέραν  του   21ου.      Από τις πιο πάνω κατά περίπτωση ημέρες εργασίας πρέπει οι τριακόσιες   (300)  να  έχουν  πραγματοποιηθεί στα αμέσως προηγούμενα πέντε (5) έτη   από εκείνο, στο οποίο κατέστη ανάπηρος ο ασφαλισμένος.       β)  Εφ`  όσον  ο  ασφαλισμένος  δεν   συγκεντρώνει   τις   χρονικές   προϋποθέσεις  του  προηγούμενου  εδαφίου,  δικαιούται σύνταξη, αν έχει   πραγματοποιήσει στην ασφάλιση τουλάχιστο  χίλιες  πεντακόσιες  (1.500)   ημέρες εργασίας, από τις οποίες τις εξακόσιες (600) μέσα στα πέντε (5)   έτη  τα  αμέσως προηγούμενα από εκείνο που έγινε ανάπηρος. Εάν κατά τη   διάρκεια των πέντε αυτών  ετών  ο  ασφαλισμένος  έχει  επιδοτηθεί  για   ασθένεια  ή  ανεργία ή έχει συνταξιοδοτηθεί, η περίοδος των πέντε ετών   επεκτείνεται για τον αντίστοιχο προς την  επιδότηση  ή  συνταξιοδότηση   χρόνο.

5.α)  Ο  ασφαλισμένος  θεωρείται  βαριά  ανάπηρος αν λόγω παθήσεως ή   βλάβης ή  εξασθένησης  σωματικής  ή  πνευματικής,  μεταγενέστερης  της   υπαγωγής  του στην ασφάλιση, ετήσιας τουλάχιστο διάρκειας κατά ιατρική   πρόβλεψη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που  ανταποκρίνεται  στις   δυνάμεις,  τις  δεξιότητες  και  τη μόρφωσή του περισσότερο από το ένα   πέμπτο (1/5) του ποσού που συνήθως κερδίζει  σωματικά  και  πνευματικά   υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης.       β)  Ο  ασφαλισμένος  θεωρείται ανάπηρος αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή   εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, μεταγενέστερης της  υπαγωγής  του   στην ασφάλιση, διάρκειας ενός έτους το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη,   δεν  μπορεί  να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις,   τις δεξιότητες,  τη  μόρφωση  και  τη  συνηθισμένη  επαγγελματική  του   απασχόληση,  περισσότερο  από το ένα τρίτο (1/3) του ποσού που συνήθως   κερδίζει στην ίδια επαγγελματική  κατηγορία  σωματικά  και  πνευματικά   υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης.       γ)  Ο  ασφαλισμένος  θεωρείται  μερικά  ανάπηρος  αν λόγω πάθησης η   βλάβης ή  εξασθένησης  σωματικής  ή  πνευματικής,  μεταγενέστερης  της   υπαγωγής του στην ασφάλιση, εξάμηνης το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη   διάρκειας,  δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις   δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνηθισμένη  επαγγελματική   του  απασχόληση,  περισσότερο  από το μισό (1/2) του ποσού που συνήθως   κερδίζει στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και   πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης.      «δ. Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος ή μερικά ανάπηρος κατά την έννοια των  προηγούμενων  εδαφίων, έστω και εάν η πάθηση ή βλάβη ή εξασθένηση σωματική ή πνευματική είναι  προγενέστερη της υπαγωγής του στην ασφάλιση, εφόσον όμως η μεταγενέστερη της ασφάλισης  αναπηρία φθάνει τουλάχιστον το 40% της κατά περίπτωση αναπηρίας.»

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τη παρ.1 του άρθρου 10 του Ν. 4331/2015    (ΦΕΚ Α΄  69/02.07.2015)

ε) Με κανονισμό, που εκδίδεται ύστερα  από  γνώμη  του  Πανελληνίου   Ιατρικού  Συλλόγου, προκαθορίζεται με εκατοστιαία αναλογία, σύμφωνα με   τα  δεδομένα  της  ιατρικής  επιστήμης,  το  ποσοστό   αναπηρίας   που   συνεπάγεται κάθε πάθηση ή βλάβη ή σωματική ή πνευματική εξασθένηση ή η   συνδυασμένη  εμφάνιση  τέτοιων παθήσεων ή βλαβών ή εξασθενήσεων. Μέχρι   την έκδοση του κανονισμού η αναπηρία προσδιορίζεται  ιατρικώς  σύμφωνα   με τις μέχρι σήμερα ισχύουσες διατάξεις.      Ειδικά  προκειμένου  περί  παθήσεων που οφείλεται κατά κύριο λόγο σε   νευροψυχιατρικά  αίτια  που   αποδεικνύονται   κλινικά,   η   αναπηρία   προσδιορίζεται   ιατρικώς   σύμφωνα  με  τις  μέχρι  σήμερα  ισχύουσες   διατάξεις.      Για την αναπηρία του ασφαλισμένου από άποψη ιατρική  γνωμοδοτούν  οι   αρμόδιες  κατά  τον  κανονισμό  ασφαλιστικής αρμοδιότητας υγειονομικές   επιτροπές, οι οποίες, εκτός από τη διαπίστωση της φύσεως, των  αιτιών,   της  εκτάσεως  και  της  διάρκειας  της  σωματικής  ή  της πνευματικής   παθήσεως του  ασφαλισμένου,  ερευνούν  και  την  επίδραση  αυτών  στην   καθολική   ικανότητά   του  για  άσκηση  του  συνήθους  ή  παρεμφερούς   επαγγέλματός του ή την ανάκτηση της ικανότητας αυτής.       στ) Κατά τον προσδιορισμό της βαθμίδας της αναπηρίας σύμφωνα με  τα   ανωτέρω  εδάφια  α`, β` και γ`, το ποσοστό αναπηρίας που δεν οφείλεται   σε ιατρικά κριτήρια δεν μπορεί να υπερβαίνει το 15% του  ποσοστού  που   οφείλεται σε ιατρικά κριτήρια.       ζ)  Εφ` όσον ο ασφαλισμένος κρίνεται βαριά ανάπηρος κατά την έννοια   του ανωτέρω εδαφίου α` δικαιούται σύνταξη ίση με την οριζόμενη κατά το   άρθρο 29 παρ. 1 του παρόντος νόμου. Εφ` όσον ο  ασφαλισμένος  κρίνεται   ανάπηρος  κατά  την  έννοια του ανωτέρω εδαφίου β`, δικαιούται τα τρία   τέταρτα (3/4)  της  σύνταξης  αυτής  και,  εφ`  όσον  κρίνεται  μερικά   ανάπηρος  κατά  την  έννοια του ανωτέρω εδαφίου γ`, δικαιούται το μισό   (1/2) της σύνταξης αυτής.       η) Ο ασφαλισμένος, που έχει συμπληρώσει έξι χιλιάδες (6.000) ημέρες   εργασίας και κρίνεται ανάπηρος κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφίου β`,   δικαιούται την ακεραία κατά τα ανωτέρω σύνταξη.      Επίσης ο ασφαλισμένος, του οποίου η αναπηρία  οφείλεται  κατά  κύριο   λόγο  σε  νευροψυχιατρικές  παθήσεις  και  κρίνεται  ανάπηρος κατά την   έννοια των ανωτέρω εδαφίων β ή γ`, δικαιούται την ακεραία ή τα 3/4 της   ακεραίας σύνταξης αντίστοιχα.

θ) Αν ο ασφαλισμένος κατέστη ανάπηρος από πρόθεση ή από πλημέλειμμα   ή κακούργημα, το οποίο ο ίδιος διέπραξε, η δε ενοχή  αποδεικνύεται  με   τελεσίδικη  δικαστική  απόφαση,  δεν  δικαιούται σύνταξη αναπηρίας. Αν   όμως υπάρχουν πρόσωπα από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 του παρόντος   άρθρου, αυτά δικαιούνται τη  σύνταξη,  την  οποία  θα  εδικαιούντο  σε   περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου.

6.   Σε  περίπτωση  θανάτου  συνταξιούχου  λόγω  γήρατος ή αναπηρίας   οποιασδήποτε  βαθμίδας,  ή   επιδοματούχου   λόγω   αναπροσαρμογής   ή   ασφαλισμένου  που  έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον χίλιες πεντακόσιες   (1.500) ημέρες εργασίας, από τις οποίες τριακόσιες  (300)  τουλάχιστον   κατά  τα  πέντε  (5)  έτη που προηγούνται άμεσα του έτους που επήλθε ο   θάνατος, ή ασφαλισμένου που έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο  κατά   περίπτωση  από την παράγραφο 4 εδάφιο α` αριθμό ημερών εργασίας, έχουν   δικαίωμα για σύνταξη κατά τα επόμενα εδάφια:       α) Η χήρα ή ο χήρος, του  οποίου  η  συντήρηση  εβάρυνε  κυρίως  τη   θανούσα  και  εφ` όσον είναι ανάπηρος κατά την έννοια της παραγράφου 5   εδάφιο β` του παρόντος.

2. Η παράγραφος 12 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951  αντικαθίσταται   ως εξής:       “12.  Ως  σύνταξη  του  θανόντος  (θανούσας)  για τον υπολογισμό των   ποσοστών των συντάξεων των μελών οικογένειας, περί των οποίων το παρόν   άρθρο, λογίζεται το ποσό της βασικής σύνταξης (άρθρο 29  παράγραφος  1   εδάφ.  α`  και  β`),  που ελάμβανε ο θανών (θανούσα) συνταξιούχος ή θα   εδικαιούτο, αν είχε κριθεί ανάπηρος κατά την έννοια της  παραγράφου  5   εδάφ.  α`  του παρόντος. Τυχόν προσαυξήσεις λόγω οικογενειακών βαρών ή   απολύτου αναπηρίας δεν συνυπολογίζονται”.

3. Με εξαίρεση αυτούς που πραγματοποιούν δέκα  χιλιάδες  πεντακόσιες   (10.500)  ημέρες εργασίας στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, το υπό   του άρθρου 10 του  ν.  825/1978  προβλεπόμενο  όριο  ηλικίας  για  την   απονομή  σύνταξης  λόγω  35ετίας προκειμένου περί των ανδρών που έχουν   υπαχθεί στην ασφάλιση από 1.1.83 και εφεξής αυξάνεται στο 60ό έτος.

Άρθρο 28
Συνέχιση προαιρετικής ασφάλισης.
Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 41 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύουν   σήμερα, αντικαθίστανται ως εξής:

“2.  Οι ασφαλισμένοι, που συνεχίζουν προαιρετικά την ασφάλισή  τους,   υποχρεούνται  να  καταβάλλουν  κατά  μήνα  ολόκληρο  το  ποσό εισφορών   εργοδότη και ασφαλισμένου της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία, κατά  τη   χρονολογία  υποβολής  της  αίτησης, κατατάσσονται με βάση τις αποδοχές   της ημέρας διακοπής της εργασίας τους.        Οι εισφορές αυτές δεν  μπορεί  να  είναι  κατώτερες  από  αυτές  που   αντιστοιχούν  στην  6η  ασφαλιστική  κλάση.  Με  βάση τις 3.000 ημέρες   εργασίας, οι συνεχίζοντες προαιρετικά την ασφάλισή τους  δύνανται,  με   έγγραφη  δήλωσή τους, να κατατάσσονται στην αμέσως ανώτερη ασφαλιστική   κλάση. Το δικαίωμα αυτό ασκείται μετά τη συμπλήρωση τριετίας  σε  κάθε   ασφαλιστική κλάση και πάντως πριν από τη συμπλήρωση του 55ου έτους της   ηλικίας τους.      Η νέα κατάταξη ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου  έτους  από   την υποβολή της σχετικής δήλωσης.      Ο συνεχίζων προαιρετικά την ασφάλισή του δεν υποχρεούται σε καταβολή   εισφορών κατά το χρόνο που λαμβάνει επίδομα ασθενείας.      Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής  της  εισφοράς  περισσότερο  από   τρεις  (3) μήνες από τότε που είναι απαιτητή, το ποσό της επιβαρύνεται   με τα ίδια πρόσθετα τέλη που επιβαρύνονται οι καθυστερούμενες εισφορές   του Ι.Κ.Α. Καθυστέρηση καταβολής της εισφοράς μεγαλύτερη από 24  μήνες   συνεπάγεται   την   απώλεια   του  δικαιώματος  για  τη  συνέχιση  της   προαιρετικής ασφάλισης.      3. Συνέχιση προαιρετικά της ασφάλισης δεν χωρεί  αν  ο  ασφαλισμένος   κατά  την  υποβολή της σχετικής αίτησης είναι ανάπηρος κατά την έννοια   του στοιχείου β` της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951”.

Άρθρο 29
Απασχόληση συνταξιούχων, αναπροσαρμογή συντάξεων Κατώτατα όρια.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 66 του ν. 2084/        1992 (ΦΕΚ Α` 165).

Άρθρο 30
Συντάξιμος μισθός
Η παρ.  2 του άρθρου 37 του  α.ν.  1846/1951,  όπως  ισχύει  σήμερα,   αντικαθίσταται ως εξής:        “2.  Για  τον  υπολογισμό  των  συντάξεων  λαμβάνεται  υπόψη σε κάθε   περίπτωση το τεκμαρτό ημερομίσθιο της ασφαλιστικής κλάσης, στην  οποία   κατατάσσεται  ο  ασφαλισμένος με βάση το πηλίκο διαιρέσεως του συνόλου   αποδοχών,  μετά  των  δώρων  των  εορτών,  που  έλαβε  κατά  τα  πέντε   ημερολογιακά  έτη  που  προηγούνται  του  έτους εκείνου, κατά το οποίο   υποβάλλεται η αίτηση για σύνταξη, δια του αριθμού των ημερών  εργασίας   που έχει πραγματοποιήσει εντός της χρονικής περιόδου αυτής.      Εάν   ο   ασφαλισμένος   στην   ίδια   χρονική   περίοδο   δεν  έχει   πραγματοποιήσει χίλιες (1.000) τουλάχιστο  ημέρες  εργασίας,  για  τον   προσδιορισμό  του  τεκμαρτού  ημερομισθίου  υπολογισμού  της  σύνταξης   συνυπολογίζονται  και  οι  αποδοχές   ημερών   εργασίας   της   αμέσως   προηγούμενης  χρονικής  περιόδου  μέχρι  να  συμπληρωθεί ο αριθμός των   χιλίων (1.000) ημερών.

Σε κάθε περίπτωση δεν λαμβάνονται υπόψη αποδοχές πέραν του τεκμαρτού   ημερομισθίου της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης, όπως αυτό  ισχύει  κατά   την καταβολή των εισφορών.      Για  τον  προσδιορισμό  των πιο πάνω συνολικών αποδοχών, οι αποδοχές   του ασφαλισμένου για κάθε έτος λαμβάνονται υπόψη αυξημένες  κατά  μέσο   ποσοστό μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή”.

Άρθρο 31
Αναπροσαρμογή συντάξεων Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. και Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Ε.Α.Μ.
Σημ.: όπως το άρθρο 31 καταργήθηκε με το άρθρο 66 του ν. 2084/1992          (ΦΕΚ Α 165).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
Ρυθμίσεις για τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.

Άρθρο 32
Σύσταση Επιτροπής Κρίσεως Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων.

1. Συνιστάται Επιτροπή Κρίσεως Βαρέων και  Ανθυγιεινών  Επαγγελμάτων   (Ε.Κ.Β.Α.Ε.),   με   αρμοδιότητα  τη  γνωμοδότηση  υπαγωγής  εργασιών,   ειδικοτήτων ή χώρων εργασίας στα βαρέα ή  ανθυγιεινά  επαγγέλματα  του   Ι.Κ.Α., της Δ.Ε.Η. ή άλλων φορέων κοινωνικής ασφάλισης.      Η  γνωμοδότηση  της  Επιτροπής  αποτελεί  τη  βάση της εισήγησης του   Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς το  Υπουργικό   Συμβούλιο,  το οποίο και αποφασίζει εφάπαξ για τον κατάλογο των βαρέων   και ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Η γνωμοδότηση της  Επιτροπής  πρέπει  να   υποβληθεί  εντός  αποκλειστικής  προθεσμίας  ενός έτους από την έναρξη   ισχύος του παρόντος, η οποία μπορεί να παραταθεί για πέντε  (5)  μήνες   με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

2. Η Επιτροπή αποτελείται από τα κατωτέρω μέλη:       α.  Ενα  μέλος  Δ.Ε.Π.  του  Τμήματος Ιατρικής της Σχολής Επιστημών   Υγείας  του  Πανεπιστημίου  Αθηνών   των   τριών   ανώτερων   βαθμίδων   ειδικότητας  υγιεινής  και  επιδημιολογίας,  που υποδεικνύεται, με την   αναπληρωτή του, από τον Πρόεδρο του Τμήματος.       β. Ενα μέλος Δ.Ε.Π. του Εθνικού Μετσόβιου  Πολυτεχνείου  των  τριών   ανώτατων  βαθμίδων,  που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από τον   Πρύτανη του Ε.Μ.Π.       γ. Ενα μέλος Δ.Ε.Π. της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης των  τριών   ανώτερων βαθμίδων, με ειδικότητα στη χημεία, που υποδεικνύεται, με τον   αναπληρωτή του, από τον Πρύτανη της Σχολής.       δ.  Το  διευθυντή  του  τομέα  κοινωνικής  ιατρικής του Εθνικού και   Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.       ε. Εναν καθηγητή της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών, που  ορίζεται,  με   τον  αναπληρωτή  του,  από τον Υπουργό Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών   Ασφαλίσεων.       στ.  Εναν  εκπρόσωπο  του  Υπουργείου  Εργασίας  ειδικό  σε  θέματα   υγιεινής  και ασφάλειας, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από   τον Υπουργό Εργασίας.       ζ. Εναν εκπρόσωπο, υποδεικνυόμενο, με τον αναπληρωτή  του,  από  τη   Γ.Σ.Ε.Ε., ειδικό σε θέματα υγιεινής και ασφάλειας.       η.  Εναν  εκπρόσωπο, υποδεικνυόμενο, με τον αναπληρωτή του, από τον   Σ.Ε.Β., ειδικό σε θέματα υγιεινής και ασφάλειας.       θ. Ενα  μέλος  του  Πανελλήνιου  Ιατρικού  Συλλόγου  (Π.Ι.Σ.),  που   ορίζεται από το Δ.Σ. του Συλλόγου.       ι.  Εναν  ιατρό  διευθυντή  του  Υπουργείου  Υγείας,  Πρόνοιας  και   Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που ορίζεται, με τον αναπληρωτή  του,  από  τον   Υπουργό Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.       ια. Εναν ιατρό του Ι.Κ.Α. ειδικό σε θέματα επαγγελματικών παθήσεων,   που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από το Διοικητή του Ι.Κ.Α.       ιβ.  Εναν ιατρό εργασίας, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του,   από τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο.       ιγ.  Εναν  εκπρόσωπο  της   ΓΕΝ.Ο.Π.-Δ.Ε.Η.,   ειδικό   σε   θέματα   επαγγελματικών παθήσεων, υποδεικνυόμενο, με τον αναπληρωτή του, από το   Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π.-Δ.Ε.Η.

3.  Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας   και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με την ίδια απόφαση  ορίζεται  ένα  από  τα   μέλη της ως πρόεδρος.

4. “Στον πρόεδρο, τα μέλη και τους γραμματείς της επιτροπής ορίζεται  αμοιβή είκοσι χιλιάδων (20.000) δρχ. κατά συνεδρίαση και μέχρι 4  συνεδριάσεις το μήνα. Η αμοιβή αυτή δεν υπόκειται στους περιορισμούς  των παρ. 1 και 4 του άρθρου 3 του ν. 1256/1982″.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 29 του άρθρου 23 του       Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α 184).

5.  Η Επιτροπή  μπορεί  να  ζητήσει  από  τα  μέλη  της  ή  ειδικούς   εμπειρογνώμονες   τη   διενέργεια   αυτοψίας   ή   πραγματογνωμοσύνης,   προκειμένου να διαπιστωθούν τα πραγματικά στοιχεία  των  συνθηκών  του   χώρου  εργασίας  των  εργαζομένων  και  να  ορίσει ειδικό εισηγητή από   αυτούς για κάθε υπόθεση.

6.   Στα  πρόσωπα  που  συμμετέχουν  στη   διενέργεια   αυτοψίας   ή   πραγματογνωμοσύνης  καταβάλλεται από το Ι.Κ.Α., τη Δ.Ε.Η. ή άλλο φορέα   κοινωνικής ασφάλισης για κάθε περίπτωση αποζημίωση και έξοδα  κίνησης,   τα  οποία  καθορίζονται  με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και   Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

7.   Η  διαδικασία  λειτουργίας  της  Επιτροπής,   ο   αριθμός   των   συνεδριάσεων κατά μήνα καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια, σχετική με την   εφαρμογή  του  άρθρου  αυτού,  θα  καθοριστούν με απόφαση του Υπουργού   Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

8.  Σε περίπτωση που  οι  ασφαλισμένοι,  οι  οποίοι  υπήχθησαν  στον   κανονισμό  βαρέων  και  ανθυγιεινών επαγγελμάτων και είτε λόγω αλλαγής   επαγγελματικής  ειδικότητας   είτε   λόγω   εξαίρεσης   εργασιών   και   ειδικοτήτων από τους οικείους πίνακες εδαφίων Α` και Β` της παρ. 1 του   άρθρου  104  του  Κανονισμού  Ασφάλισης  του  Ι.Κ.Α.  δεν  θεμελιώνουν   δικαίωμα συνταξιοδότησης κατά τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 28 παρ.   5 εδαφ. β` περ. α` του α.ν. 1846/1951 και του άρθρου 2 του  Κανονισμού   Βαρέων  και  Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, που εκδόθηκε σε εκτέλεση αυτών,   τα ποσοστά προσαύξησης της σύνταξης του  πίνακα  β`  της  παρ.  1  του   άρθρου  29  του  α.ν. 1846/1951 προσαυξάνονται κατά ποσοστό 20% για τα   ημερομίσθια ασφάλισης, για τα οποία καταβλήθηκαν οι πρόσθετες εισφορές   βαρέων επαγγελμάτων, οι προβλεπόμενες για τους υπαγόμενους στον ειδικό   αυτόν κανονισμό.       Ειδικά για τους ασφαλισμένους, των οποίων η εργασία ή  η  ειδικότητα   έχει  υπαχθεί  στον  κανονισμό Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων και   στη συνέχεια εξαιρείται του Κανονισμού αυτού, εφ` όσον κατά  το  χρόνο   της  εξαίρεσης η ηλικία τους υπολείπεται λιγότερο από 10 χρόνια από το   όριο  συνταξιοδότησης  του  καθεστώτος  των  βαρέων  και   ανθυγιεινών   επαγγελμάτων  στο  οποίο είχαν υπαχθεί και έχουν πραγματοποιήσει 2.000   ημέρες εργασίας σε βαριές  και  ανθυγιεινές  εργασίες,  εξακολουθεί  η   ασφάλισή  τους στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, με την προϋπόθεση   ότι συνεχίζουν την απασχόλησή τους στην εργασία ή στην ειδικότητα  που   εξαιρείται.

9. Οι διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 του ν. 237/1975, του άρθρου 22   του  ν.  1469/1984  της  παρ.  1  του  άρθρου  1 της κοινής υπουργικής   απόφασης 918/24.6.82 καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του  ν.   944/1979 καταργούνται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄
Ταμεία αυτοτελώς απασχολουμένων

Άρθρο 33
Αύξηση εισφορών Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α.

1.  Οι  ασφαλιστικές  εισφορές  των  Οργανισμών Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε. και   Τ.Σ.Α.  αυξάνονται  με  απόφαση  του  Υπουργού  Υγείας,  Πρόνοιας  και   Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά γνώμη των διοικητικών τους συμβουλίων.

2.  Οι  συντάξεις  των  ασφαλιστικών οργανισμών Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε. και   Τ.Σ.Α.  αυξάνονται  με  απόφαση  του  Υπουργού  Υγείας,  Πρόνοιας  και   Κοινωνικών  Ασφαλίσεων μετά γνώμη των διοικητικών τους συμβουλίων, εφ`   όσον υπάρχει οικονομική δυνατότητα για την αύξηση αυτή.  Με  την  ίδια   διαδικασία  καθορίζονται  τα  κατώτατα όρια σύνταξης που καταβάλλονται   από τους ανωτέρω Οργανισμούς.

3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι παρ. 2  και  3   του  άρθρου  7 του ν. 1027/1980 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του   ν. 1275/1982 (ΦΕΚ 100), η παρ. 4 του άρθρου 7 και οι παράγραφοι  1,  2   και  3  του  άρθρου  8  του  ίδιου νόμου, η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν.   1275/1982, η παρ. 1 του άρθρου 108 του π.δ/τος 668/1981 (ΦΕΚ 167)  και   το  εδάφιο  α`  παρ.  1  του άρθρου 12 του π. δ/τος 669/1981 (ΦΕΚ 169)   (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4  του  π.δ/τος  425/1983  (ΦΕΚ  158   καιτο άρθρο 2 του π.δ/τος 17/1985) (ΦΕΚ 8) και το εδάφιο α` της παρ. 1   του άρθρου 39 του π.δ/τος 669/1981 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9   του  π.  δ/τος 425/1983, το άρθρο 5 του π.δ/τος 17/1985 και το άρθρο 1   του π.δ/τος 418/1985) (ΦΕΚ 146).

4. Ο ασφαλισμένος του Τ.Ε.Β.Ε. ή του Τ.Α.Ε. ή του Τ.Σ.Α. υποχρεούται   να  καταβάλει  τη  βαρύνουσα  αυτόν  μηνιαία  ασφαλιστική  εισφορά  το   βραδύτερο  μέχρι  του  τέλους  του  επόμενου  μήνα  εκείνου στον οποίο   ανάγεται,  διαφορετικά  από  της   1ης   του   μεθεπόμενου   θεωρείται   καθυστερούμενη.

5.  Ολων των ειδών οι καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του   Τ.Ε.Β.Ε. ή του Τ.Α.Ε. ή του  Τ.Σ.Α.  αναπροσαρμόζονται  στο  ύψος  του   ασφαλίστρου  του  χρόνου καταβολής και επιβαρύνονται με πρόσθετο τέλος   1% για κάθε 10ήμερο καθυστέρησης και  ως  50%  του  ποσού  της  κύριας   οφειλής.      Τα   πρόσθετα   τέλη   υπολογίζονται  από  την  ημέρα  που  οι  νέες   αναπροσαρμοζόμενες εισφορές καθίστανται απαιτητές, δηλαδή από της 10ης   του μεθεπόμενου μήνα της αναπροσαρμογής.

6.  Με  τον  Κανονισμό που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του   επόμενου  άρθρου  είναι  δυνατόν  να  προβλέπεται   η   είσπραξη   των   ασφαλιστικών  εισφορών των Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε. και Τ.Σ.Α. με την εφαρμογή   μηχανογραφικού συστήματος. Στη περίπτωση αυτή, με τον ίδιο  Κανονισμό,   καθορίζεται  και  ο  τρόπος  και  ο  χρόνος είσπραξης των ασφαλιστικών   εισφορών, ως και οι συνέπειες από την καθυστέρηση καταβολής τους”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 6, παρ.1 του       Ν.2042/1992 (Α 75).

Άρθρο 34
Είσπραξη εισφορών Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α.

1.  Η  καταβολή  των  μηνιαίων  εισφορών από τους ασφαλισμένους των   Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε. και Τ.Σ.Α. γίνεται σε  μετρητά  στις  υπηρεσίες  κάθε   Ταμείου   ή  υποκαταστήματα  τραπεζών  που  συνεργάζονται  με  αυτά  ή   υποκαταστήματα άλλων υπηρεσιών, που λειτουργούν με τη μορφή ν.π.δ.δ. η   ν.π.ι.δ. ή  δημόσιας  επιχείρησης  ή  δημόσιου  οργανισμού  και  έχουν   σύμβαση με τα ανωτέρω Ταμεία για την είσπραξη των εσόδων τους.

Το  Ταμείο  αποστέλλει  στον υπόχρεο ασφαλισμένο του, μέσα στο τρίτο   δεκαήμερο κάθε μήνα, δελτίο ασφάλισης και εισφορών, το οποίο  περιέχει   όλα  τα  ατομικά και ασφαλιστικά στοιχεία του υποχρέου και το ύψος της   εισφοράς του μήνα αποστολής.

Ο ασφαλισμένος καταβάλλει την αναγραφόμενη στο δελτίο εισφορά, εντός   του επομένου μήνα από εκείνο στον οποίο ανάγεται αυτή,  στην  υπηρεσία   του   Ταμείου   ή  στις  συνεργαζόμενες  με  αυτό  τράπεζες  ή  άλλους   οργανισμούς.

Η μετά την πάροδο του μήνα καταβολή της  εισφοράς  γίνεται  μόνο  σε   υπηρεσίες του Ταμείου.

Σε όλες τις περιπτώσεις ένα απόκομμα του δελτίου αυτού παραμένει στα   χέρια του καταβάλλοντος”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 6, παρ.2       του Ν.2042/1992 (Α 75).

2.   Αντί   της  καταβολής  των  εισφορών  κατά  τη  διαδικασία  της   προηγούμενης παραγράφου, με απόφαση του  διοικητικού  συμβουλίου  κάθε   ταμείου, δύναται να επιτραπεί στους ασφαλισμένους του να παρέχουν στην   τράπεζα  με  την  οποία  συνεργάζονται ανέκκλητη εξουσιοδότηση για την   απευθείας χρέωση εισφορών κάθε μήνα από τους  λογαριασμούς  καταθέσεών   τους.

Στην  περίπτωση αυτήν το δελτίο (ατομικό ή ομαδικό) αποστέλλεται στο   υποκατάστημα της οικείας τράπεζας.

3.  Με  απόφαση  του  Υπουργού  Υγείας,  Πρόνοιας   και   Κοινωνικών   Ασφαλίσεων δύναται να συνιστώνται, σε καθένα από τα ταμεία της παρ. 1,   υπηρεσίες  οι  οποίες  θα  έχουν  ως  αντικείμενο  την ανάλυση και τον   προγραμματισμό  των   σχετικών   μηχανογραφικών   εφαρμογών   για   τη   διεκπεραίωση  των  εργασιών  της  παραγράφου  1  και  την  τήρηση  των   ασφαλιστικών λογαριασμών των ασφαλισμένων.      Επίσης το διοικητικό συμβούλιο καθενός από αυτά τα ταμεία δύναται να   αναθέτει σε τρίτους, τη διενέργεια μελετών συναφών προς  την  εφαρμογή   των οριζομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4. Με Κανονισμό, που εκδίδεται από  το  διοικητικό  συμβούλιο  κάθε   ταμείου και εγκρίνεται από τον Υπουργό Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών   Ασφαλίσεων,  καθορίζεται  η  διαδικασία  εφαρμογής των οριζομένων στην   παράγραφο 1, ο τύπος και το περιεχόμενο των μηχανογραφικών αποδείξεων,   καθώς και ο χρόνος αποστολής αυτών,  οι  αρμόδιες  υπηρεσίες  για  την   είσπραξη   των   αποδείξεων,   ο   τρόπος  τηρήσεως  των  ασφαλιστικών   λογαριασμών, η μηχανογραφική  παραγωγή  των  απαραίτητων  ασφαλιστικών   στοιχείων  προς χρήση των ασφαλισμένων και των υπηρεσιών κάθε Ταμείου,   ως και κάθε  σχετική  λεπτομέρεια.  Μέχρι  να  εφαρμοσθεί  το  σύστημα   καταβολής  των  εισφορών  σε  μετρητά, η είσπραξη των εισφορών σε κάθε   Ταμείο εξακολουθεί να πραγματοποιείται κατά τις ισχύουσες διατάξεις”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 6, παρ.3 του      Ν.2042/1992 (Α 75).

Άρθρο 35
Αναγκαστική είσπραξη εισφορών Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α.

1. Οι απαιτήσεις του  Τ.Ε.Β.Ε.   από  καθυστερούμενες  εισφορές  των   ασφαλισμένων  του,  πρόσθετα  τέλη  ή  προσαυξήσεις  αυτών,  επιστροφή   αχρεωστήτως   καταβληθεισών   παροχών,   δικαστικών    εξόδων    κ.λπ.   εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων   (Κ.Ε.Δ.Ε.)  από  όργανα  του ταμείου, ως ο Κανονισμός της παραγράφου 3   του παρόντος θέλει ορίσει.

Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των  εσόδων  του   Δημοσίου  εφαρμόζονται  αναλόγως  και  για την είσπραξη των εσόδων του   Τ.Ε.Β.Ε. Οπου δε σ` αυτές αναφέρεται ο υπουργός,  διευθυντής  δημόσιου   ταμείου  και  υπάλληλος  του Δημοσίου νοούνται αντιστοίχως ο Διοικητής   του Τ.Ε.Β.Ε., ο δ/ντής της ταμειακής υπηρεσίας η οποία θα  ορισθεί  με   τον  Κανονισμό  της  παραγράφου  3  αυτού του άρθρου και υπάλληλοι που   ασκούν αντίστοιχες αρμοδιότητες.

2. Ως τίτλοι  για  τη  βεβαίωση  και  είσπραξη  των  απαιτήσεων  της   παραγράφου 1 του παρόντος χρησιμεύουν καταστάσεις οφειλετών.

3.  Με  Κανονισμό,  που  θεσπίζεται  με απόφαση του Υπουργού Υγείας,   Πρόνοιας  και  Κοινωνικών  Ασφαλίσεων  μετά  γνώμη   του   διοικητικού   συμβουλίου  του  Τ.Ε.Β.Ε.,  συνιστώνται,  χωρίς  αύξηση  των οργανικών   θέσεων, ταμειακές υπηρεσίες σε  ορισμένες  ή  όλες  τις  περιφερειακές   μονάδες αυτού, οι οποίες θα έχουν τις κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. αρμοδιότητες.

Με  τον  ίδιο Κανονισμό μπορεί να προβλεφθεί η αναστολή, η τμηματική   καταβολή των οφειλών από καθυστερούμενες  εισφορές,  τα  αρμόδια  προς   τούτο  όργανα,  η  καταβολή  και  το  ύψος  του  παραβόλου  η  σχετική   διαδικασία και κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1-3 του παρόντος άρθρου έχουν ανάλογη   εφαρμογή στο Τ.Α.Ε. και στο Τ.Σ.Α., τόσο για τις απαιτήσεις αυτών, όσο   και για τις τυχόν συνεισπραττόμενες εισφορές υπέρ άλλων φορέων.      Οπου στον Κ.Ε.Δ.Ε.  αναφέρεται ο υπουργός, για τα ταμεία  αυτής  της   παραγράφου νοείται ο πρόεδρος του διοικητικού τους συμβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄
Λογαριασμός Αυτασφάλισης.

Άρθρο 36
Ειδικός λογαριασμός αυτασφάλισης.

1.  Συνιστάται  στο  Ι.Κ.Α.  λογαριασμός  προαιρετικής υπαγωγής στην   ασφάλιση με τον τίτλο “Λογαριασμός Αυτασφάλισης”, αποκαλούμενος εφεξής   “Λογαριασμός”.

2. Ο λογαριασμός διοικείται από τα όργανα της διοίκησης του Ι.Κ.Α. Η   διαχείριση του Λογαριασμού ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις για  τη   διαχείριση  της  περιουσίας  του  Ι.Κ.Α.  και  είναι  χωριστή  από  τη   διαχείριση των πόρων, δαπανών και παροχών του Ι.Κ.Α.       Ο προϋπολογισμός και απολογισμός και ο ισολογισμός  του  Λογαριασμού   συντάσσεται  χωριστά και εγκρίνεται όπως ο προϋπολογισμός, απολογισμός   και ισολογισμός του Ι.Κ.Α. Με την  ίδια  διαδικασία  ενεργούνται  κάθε   φορά και οι αναγκαίες μεταβολές στον προϋπολογισμό του Λογαριασμού.

Για  τον  έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης του Ειδικού Λογαριασμού   και  την  επένδυση  των  διαθέσιμων  κεφαλαίων  του  εφαρμόζονται   οι   διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α.      Το  ποσοστό  συμμετοχής  του  Λογαριασμού στις δαπάνες διοίκησης του   Ι.Κ.Α. καθορίζεται με τον αναφερόμενο στην παρ. 11 κανονισμό.

3. Δικαίωμα υπαγωγής στην ασφάλιση του Λογαριασμού έχουν οι `Ελληνες ή ομογενείς οι διαμένοντες στην Ελλάδα, εφόσον δεν ασφαλίζονται υποχρεωτικά ή προαιρετικά στον κλάδο συντάξεων του Ι.Κ.Α. ή άλλου φορέα κύριας ασφάλισης ή δεν παρέχουν εργασία λογιζόμενη συντάξιμη στο Δημόσιο ή δεν έχουν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού με άλλες διατάξεις ή δεν είναι ήδη συνταξιούχοι φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης οι οποίοι χορηγούν σύνταξη σε υποκατάσταση κύριας ασφάλισης”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.5 Ν.2556/1997       Α 270/24.12.1997.

4.  Η  ασφάλιση  καλύπτει  τους  κινδύνους  γήρατος,  αναπηρίας  και   θανάτου και μπορούν να προσχωρήσουν σε αυτήν πρόσωπα από τη συμπλήρωση   του  16ου έτους μέχρι του 63ου έτους ηλικίας οι άνδρες και του 58ου οι   γυναίκες και ειδικά για τον κίνδυνο της αναπηρίας μέχρι τη  συμπλήρωση   του 55ου έτους ηλικίας.

5.   Με  τον  προβλεπόμενο  στην  παρ.  11  κανονισμό  ορίζονται  οι   Ασφαλιστικές κλάσεις επί των οποίων πραγματοποιείται η προσχώρηση  στο   Λογαριασμό, με κατώτερη τη 14η.

6.  Εφ`  όσον  η προσχώρηση στην ασφάλιση αυτήν πραγματοποιείται στο   40ό έτος ηλικίας, καταβάλλεται  η  προβλεπόμενη  για  την  ασφαλιστική   κλάση  εισφορά  εργοδότη  και ασφαλισμένου με βάση το ισχύον κάθε φορά   ποσοστό εισφορών του κλάδου συντάξεων του Ι.Κ.Α. Εφ` όσον η προσχώρηση   πραγματοποιείται σε μικρότερη ή μεγαλύτερη από την ανωτέρω  ηλικία,  η   εισφορά  ορίζεται αυξημένη ή μειωμένη αντιστοίχως σε ποσοστό κατά έτος   ηλικίας, που καθορίζεται στον προβλεπόμενο από την παρ. 11 κανονισμό.      Εφ`  όσον  η  καταβολή  της  εισφοράς   διακοπεί   και   επαναρχίσει   μεταγενέστερα,   προσδιορίζεται   με   βάση   το   όριο   ηλικίας  της   επαναπροσχώρησης. Με το  μνημονευόμενο  στην  παράγραφο  11  κανονισμό   καθορίζονται  περιοριστικά οι λόγοι αναστολής ή διακοπής της ασφάλισης   και οι προϋποθέσεις επαναπροσχώρησης στο Λογαριασμό.      Η εισφορά μπορεί  να  καταβάλλεται  από  το  γονέα  ή  κηδεμόνα  για   λογαριασμό  άγαμων  τέκνων.  Η  καταβαλλόμενη  υπέρ των τέκνων εισφορά   εκπίπτει από την άμεση φορολογία.

7. Τα ασφαλιζόμενα κατά τις διατάξεις του  παρόντος  άρθρου  πρόσωπα   έχουν δικαίωμα για σύνταξη γήρατος, εφ` όσον:       α.  Συμπληρώνουν  τις  προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 28 παρ.   1β` του α.ν. 1846/1951.       β. Συμπληρώνουν το 65ο έτος ηλικίας και προκειμένου  περί  γυναικών   το 60ό και έχουν πραγματοποιήσει 6.000 ημέρες εργασίας.      Προκειμένου  περί  συντάξεων αναπηρίας και θανάτου απαιτούνται 3.000   ημέρες εργασίας.      Ως ημέρες εργασίας για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου νοούνται   τόσο  οι  ημέρες  εργασίας  που   πραγματοποιήθηκαν   στο   Λογαριασμό   αυτασφάλισης,  όσο  και  οι  ημέρες  εργασίας  που πραγματοποιήθηκαν ή   αναγνωρίσθηκαν σύμφωνα με άλλες διατάξεις της νομοθεσίας περί  Ι.Κ.Α.,   οι  οποίες  λαμβάνονται  υπόψη  κατά  τις  ισχύουσες  διατάξεις για τη   θεμελίωση του δικαιώματος.

8.   Ημέρες   εργασίας   που   πραγματοποιούνται   στο   “Λογαριασμό   Αυτασφάλισης”  δεν  λαμβάνονται υπόψη για τη θεμελίωση του δικαιώματος   κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 10  του  ν.  825/1978  ούτε  κατά  τις   διατάξεις του Ι.Κ.Α. για ειδικά καθεστώτα ή για μειωμένη σύνταξη.

9.α) Το ποσό της σύνταξης υπολογίζεται σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε   φορά διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α.       β)  Εφ`  όσον  οι  ημέρες  εργασίας  που πραγματοποιήθηκαν κατά τις   διατάξεις  του  παρόντος  άρθρου,  συνυπολογιζομένων  και  των  ημερών   εργασίας   που   πραγματοποιήθηκαν  σύμφωνα  με  άλλες  διατάξεις  της   νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., δεν φθάνουν τον οριζόμενο  κατά  κίνδυνο,  στην   παράγραφο  7, αριθμό ημερών εργασίας, αλλά αρκούν για τη θεμελίωση του   δικαιώματος για σύνταξη γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου αντιστοίχως  κατά   τις  διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1α, παρ. 4 και παρ. 6 του α.ν. 1846/  1951, οι διατάξεις περί κατώτατων ορίων  συντάξεων  δεν  εφαρμόζονται,   εκτός  αν  οι  ημέρες  εργασίας  υποχρεωτικής ασφάλισης ή προαιρετικής   συνέχισης της ασφάλισης είναι περισσότερες από 3.000.

10. Η παροχή που χορηγείται από το Λογαριασμό Αυτασφάλισης θεωρείται   ως σύνταξη κύριας ασφάλισης κατά την εφαρμογή του ν.δ. 4202/1961  περί   διαδοχικής ασφάλισης, όπως τροποποιήθηκε.

11.  Με  κανονισμό  θα  καθορισθούν  οι  όροι εφαρμογής του παρόντος   άρθρου και ιδίως: η έναρξη της ασφάλισης στο Λογαριασμό, η κατάταξη σε   κλάσεις, το ποσοστό  μείωσης  ή  αύξησης  της  εισφοράς,  εφ`  όσον  η   προσχώρηση  γίνεται  πριν  ή μετά το 40ό έτος ηλικίας κατά την ανωτέρω   παράγραφο 4,  η  συμμετοχή  του  Λογαριασμού  στις  δαπάνες  διοίκησης   Ι.Κ.Α.,  η διαδικασία αναγνώρισης ημερών εργασίας, η ενδεχόμενη συρροή   ασφάλισης κατά το παρόν άρθρο και  ασφάλιση  που  πραγματοποιείται  με   άλλες  διατάξεις  της περί Ι.Κ.Α. νομοθεσίας οι όροι της ασφάλισης και   επαναπροσχώρησης σ` αυτήν και κάθε τυχόν άλλη λεπτομέρεια.

12.  Η  διάταξη  του  άρθρου  1  του  ν.  4476/1965  περί  πρόσθετης   προαιρετικής ασφάλισης καταργείται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄
Λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις

Άρθρο 37

1.  Τα  άρθρα 1 και 3 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68), όπως τροποποιήθηκαν   και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4   του ν. 1287/1982 (ΦΕΚ 123), αντικαθίστανται ως εξής:

“Αρθρο 1

Χορήγηση σύνταξης σε ορφανά τέκνα       1.  Από  τον  Οργανισμό  Γεωργικών  Ασφαλίσεων  (Ο.Γ.Α.)  χορηγείται   μηνιαία  σύνταξη  στα  μη  συμπληρώσαντα  το 18ο έτος της ηλικίας τους   άγαμα τέκνα θανόντων ασφαλισμένων ή συνταξιούχων του Ο.Γ.Α., εφ` όσον:

α. Δεν συνταξιοδοτούνται από τον Ο.Γ.Α. για οποιονδήποτε άλλο λόγο,   ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή,  κατά  την  έννοια  του  εδαφίου  δ`  της   παραγράφου  1 του άρθρου 4 του ν. 4169/1961 (ΦΕΚ 81), όπως αυτό ισχύει   κάθε φορά και της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 1287/1982.       β.  Ο  αποβιώσας  γονέας  ήταν  κατά  το  χρόνο  του  θανάτου   του   συνταξιούχος  του Ο.Γ.Α.  ή αοφαλισμένος του Οργανισμού αυτού ολόκληρη   την τριετία πριν από το θάνατό του.      Αν ο θάνατος οφείλεται σε βίαιο συμβάν, αρκεί η ασφάλιση του  Ο.Γ.Α.    κατά την ημερομηνία του βίαιου συμβάντος.       Η  άσκηση  από  τον  αποβιώσαντα  γονέα  επαγγέλματος  πριν  από την   ολοκλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας του, για το  οποίο  θα  υπαγόταν   στην  ασφάλιση  του  Ο.Γ.Α.,  θεωρείται,  για  την εφαρμογή του άρθρου   αυτού, ως χρόνος ασφάλισης.      2.  Τα άγαμα  τέκνα,  τα  οποία  σπουδάζουν  σε  ανώτερα  ή  ανώτατα   εκπαιδευτικά  ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και έλαβαν σύνταξη   σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου,  δικαιούνται  τη   σύνταξη αυτή μέχρι τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους”.

“Αρθρο 3

Καταβολή σύνταξης

1.  Η σύνταξη καταβάλλεται από την 1η του επόμενου μήνα εκείνου, που   πέθανε ο γονέας, παύει δε να καταβάλλεται στο τέλος του μήνα  εκείνου,   που  πέθανε  το  τέκνο  ή  την 31η Δεκεμβρίου του έτους, κατά το οποίο   συμπληρώνει το τέκνο το 18ο έτος της ηλικίας του ή το  24ο  έτος,  εφ`   όσον  σπουδάζει.  Η  σύνταξη  δεν  καταβάλλεται  αναδρομικά  για χρόνο   μακρότερο  του  εξαμήνου  από  τη  χρονολογία  υποβολής  της  σχετικής   αίτησης.

2.   Η  σύνταξη,  καταβάλλεται  στον  επιζώντα  γονέα.  Σε περίπτωση   θανάτου,  αφάνειας,  δικαστικής  αντίληψης,   νόμιμης   ή   δικαστικής   απαγόρευσης  ή  έκπτωσης  του  επιζώντα,  η  σύνταξη καταβάλλεται στον   επίτροπο, που έχει ορισθεί,  σύμφωνα  με  τις  διατάξεις  του  Αστικού   Κώδικα.  Για  συντάξεις που έχουν καταβληθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις   του προηγούμενου εδαφίου, σε δικαιούχο πριν από την έναντι του  Ο.Γ.Α.    νομιμοποίηση   άλλου  τυχόν  δικαιούχου,  καμία  ευθύνη  δεν  φέρει  ο   Οργανισμός,  οι  δε  αιτούντες  μπορούν  να  στραφούν  μόνο  κατά  του   λαβόντος.      Η   σύνταξη   καταβάλλεται   απευθείας   στα  τέκνα,  των  οποίων  η   συνταξιοδότηση παρατείνεται πέραν του 18ου  έτους  της  ηλικίας  τους,   λόγω σπουδών.

3.  Οι πιστώσεις για τη χορήγηση από τον Ο.Γ.Α.  συντάξεων σε ορφανά   τέκνα ασφαλισμένων ή συνταξιούχων του  Οργανισμού  αυτού  αναγράφονται   κάθε χρόνο στον προϋπολογισμό του Ο.Γ.Α. σε ίδιο κεφάλαιο”.

2.  Στο  τέλος  της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 4169/1961, όπως   ισχύει σήμερα, προστίθεται εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:      “Η  προσαύξηση  της  σύνταξης  λόγω  οικογενειακών  βαρών,  η  οποία   προβλέπεται   από  την  ανωτέρω  παράγραφο,  όπως  ισχύει  κάθε  φορά,   χορηγείται κατά το ήμισυ για τη σύζυγο, εφ`  όσον  αυτή  δεν  λαμβάνει   σύνταξη  από  άλλη  πηγή  και  κατά  το  άλλο  ήμισυ  για  τα  παιδιά,   ανεξαρτήτως του αριθμού τους”.

Άρθρο 38
Ρυθμίσεις στο Τ.Ε.Α.Π.Ο.Κ.Α.

1. Οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 1469/1984 (ΦΕΚ 111), δεν  έχουν   εφαρμογή  από  της  ισχύος  τους  για το Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως   Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως (Τ.Ε.Α.Π.Ο.Κ.Α.).

2. Ως  αποδοχές  για  τον  υπολογισμό  των  τακτικών  εισφορών,  των   εισφορών  για  την  αναγνώριση κάθε χρόνου ως πραγματικής ή συντάξιμης   υπηρεσίας καθώς και των εισφορών  προαιρετικής  ασφάλισης  λαμβάνονται   υπόψη  ο  εκάστοτε  βασικός  μισθός  του  μισθολογικού  κλιμακίου  του   ασφαλισμένου, το επίδομα χρόνου υπηρεσίας του και το ποσό της  Α.Τ.Α.,   όπως αυτό διαμορφώνεται κάθε φορά μετά την 30.4.1984.

3.α) Ως τακτικές αποδοχές για τον υπολογισμό της σύνταξης θεωρούνται   ο εκάστοτε βασικός μισθός μισθολογικού κλιμακίου του ασφαλισμένου κατά   το  χρόνο  εξόδου του από την υπηρεσία και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας   που αντιστοιχεί στο χρόνο αυτόν.       β) Η Α.Τ.Α. καθώς και κάθε άλλο επίδομα δεν λαμβάνεται υπόψη γα τον   προσδιορισμό της σύνταξης.

4.  Αξιώσεις  κατά  του  Τ.Ε.Α.Π.Ο.Κ.Α.,  που  αφορούν  την   αύξηση   συντάξεων  από  την  έναρξη  ισχύος  του  άρθρου  39 του ν. 1469/1984,   παραγράφονται, εφ` όσον μέχρι την έναρξη ισχύος  του  παρόντος  άρθρου   δεν έχουν εκδοθεί αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.      Εκκρεμείς δίκες σε οποιονδήποτε βαθμό και στάδιο καταργούνται.      Επιπλέον   διαφορές,  που  καταβλήθηκαν  με  αμετάκλητες  δικαστικές   αποφάσεις κατ` εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1   του  παρόντος,  συμψηφίζονται  με  κάθε   μεταγενέστερη   αύξηση   των   συντάξεων.

5.   Αυξήσεις  συντάξεων,  που  έχουν χορηγηθεί κατά το χρονικό αυτό   διάστημα θεωρούνται ότι καταβλήθηκαν νόμιμα.

Οι  αυξήσεις  που  χορηγήθηκαν  μετά  την  30.4.84  καθώς  και  κάθε   μεταγενέστερη  αύξηση  προσαυξάνουν  αντίστοιχα και κατά ανάλογο τρόπο   και τη σύνταξη  του  ασφαλισμένου  του  ταμείου  που  συνταξιοδοτείται   εξερχόμενος από την υπηρεσία μετά την δημοσίευση του παρόντος άρθρου.

6.  Σε  καμιά  περίπτωση πάντως, το ποσό του καταβαλλόμενου μηνιαίου   βοηθήματος δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των  61.600  δρχ.  από  τη   δημοσίευση του παρόντος.

7.   Με  αποφάσεις  του  Υπουργού  Υγείας,  Πρόνοιας  και Κοινωνικών   Ασφαλίσεων, που εκδίδονται μετά από γνώμη του  διοικητικού  συμβουλίου   του  Ταμείου  Επικουρικής  Ασφαλίσεως Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής   Ασφαλίσεως (Τ.Ε.A.Π.Ο.Κ.Α.) δύναται να αυξάνονται οι χορηγούμενες  από   το  Ταμείο  συντάξεις, εφ` όσον επιτρέπει τούτο η οικονομική κατάσταση   του Ταμείου.

Με την ίδια απόφαση δύναται να αυξάνεται και  το  οριζόμενο  από  τη   διάταξη  της  παραγράφου  6  του  παρόντος  άρθρου  ποσό  του μηνιαίου   βοηθήματος.

8. Η ισχύς των παραγράφων 2, 3 και 5 του άρθρου  αυτού  αρχίζει  από   1.5.1985.      Η  ισχύς  όλων  των  άλλων παραγράφων αρχίζει από την ημερομηνία που   ορίζεται σε αυτές, άλλως από τη δημοσίευση του παρόντος.

Άρθρο 39
Παρατάσεις προθεσμιών

1. Η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 1469/1984  (ΦΕΚ   111)  προθεσμία  υποβολής  αίτησης αναγνώρισης χρόνου απασχόλησης στην   αλλοδαπή, που παρατάθηκε με το εδάφιο β` της παρ. 16 του άρθρου 38 του   ν. 1759/1988 (ΦΕΚ 50) μέχρι 17.3.1989, παρατείνεται για δύο χρόνια από   την ισχύ του παρόντος νόμου.

2. Η προθεσμία ισχύος των διατάξεων των  ν.δ.  4377/1964  (ΦΕΚ  174),   4378/1964  (ΦΕΚ 174), 4577/1966 (ΦΕΚ 230) και 4581/1966 (ΦΕΚ 236), που   έληξε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου  48  του  ν.  1469/1984  την   3.8.1989, παρατείνεται για τρία χρόνια από τη λήξη της.

3.  Η  προθεσμία,  που  προβλέπεται  από  το  τελευταίο  εδάφιο  της   παραγράφου 4 του άρθρου 13 του ν. 1759/1988, παρατείνεται για έναν (1)   ακόμη χρόνο από τη δημοσίευση  του  νόμου  αυτού  στην  Εφημερίδα  της   Κυβερνήσεως.

4. Η προβλεπόμενη από την παρ. 1 του άρθρου 48 του ν. 1539/1985 (ΦΕΚ   64)  προθεσμία παρατείνεται για έναν ακόμη χρόνο από τη δημοσίευση του   παρόντος νόμου.

5.  Στους  απασχοληθέντες  στις  διπλωματικές  αντιπροσωπείες  ξένων   κρατών  ή τις διεθνείς επιτροπές ή στις ξένες αποστολές που βρίσκονται   στην Ελλάδα παρέχεται νέα προθεσμία ενός έτους από τη  δημοσίευση  του   νόμου αυτού, για την αναγνώριση με εξαγορά του χρόνου απασχόλησής τους   από 1.8.1951 μέχρι 23.8.1980 σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2   του  άρθρου  20 του ν. 1027/1980 (ΦΕΚ 49) και εφ` όσον για την εργασία   τους στους παραπάνω εργοδότες υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.

6.  Οι προθεσμίες του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 3163/1955 (ΦΕΚ 71)  και   του  άρθρου  2 παράγραφοι 2 και 3 του ν.δ. 4579/1966 (ΦΕΚ 234) για την   υποβολή αιτήσεων από τους μόνιμους γιατρούς, τακτικούς υπαλλήλους  και   υπηρέτες  του  Ι.Κ.Α.,  που  υπηρετούν ή εξήλθαν ήδη από την υπηρεσία,   καταργούνται.

7. Οι προθεσμίες που ορίζονται από την παρ. 4 του άρθρου  1  του  ν.   68Ο/1977  (ΦΕΚ  245)  για την αναγνώριση στο Τ.Ε.Α.Π.Ο.Κ.Α. του χρόνου   προϋπηρεσίας στο Ι.Κ.Α. των γιατρών και ελεγκτών του Ι.Κ.Α. οι  οποίες   παρατάθηκαν  με  τις  διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 1393/1983 (ΦΕΚ 126   Α), παρατείνονται, για όσους μεν υπηρετούν,  για  δύο  χρόνια  από  τη   δημοσίευση του νόμου αυτού, για όσους δε θα μονιμοποιηθούν στο μέλλον,   επί δύο χρόνια από τη μονιμοποίησή τους.

Άρθρο 40

1.   Το  Ταμείο  Ασφαλίσεως  Προσωπικού  του Θεραπευτηρίου Αθηνών “Ο   ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ” θεωρείται ότι συστήθηκε νόμιμα από την ίδρυσή του.

2.  Το Ταμείο Ασφαλίσεως  Προσωπικού  του  Θεραπευτηρίου  Αθηνών  “Ο   ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”    μετονομάζεται   σε   “Ταμείο   Ασφάλισης   Προσωπικού   Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”.

3. Το άρθρο 37 του ν. 4491/1966 (ΦΕΚ 1) αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης, που αφορούν  την  απονομή   σύνταξης  και  εφάπαξ  βοηθήματος  ως και την αναγνώριση προϋπηρεσίας,   θεωρούνται εκτελεστές διοικητικές πράξεις και υπόκεινται  σε  προσφυγή   ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

2.   Κατά  των  αποφάσεων  αυτών  μπορεί  να  ασκηθεί  προσφυγή  στα   διοικητικά δικαστήρια και από τη διοίκηση της επιχείρησης”.

4. Οι ασφαλισμένοι του καταργημένου,  σύμφωνα  με  την  παρ.  1  του   άρθρου  2  του  ν.  163/1975  (ΦΕΚ 199), Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού   Η.Ε.Α.Π.-Ε.Η.Ε., οι οποίοι εξακολουθούν να διέπονται από τη  νομοθεσία   του  Ταμείου  αυτού, υπάγονται εφεξής για όλους τους κλάδους ασφάλισης   στις διατάξεις του ν.  4491/1966  (ΦΕΚ  1),  όπως  τροποποιημένες  και   συμπληρωμένες κάθε φορά ισχύουν”.

5.  Οι  διατάξεις του καταστατικού του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού   Ιονικής-Λαϊκής   Τράπεζας    αντικαθίστανται,    τροποποιούνται    και   συμπληρώνονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών   Ασφαλίσεων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ύστερα από   γνώμη  του  διοικητικού  συμβουλίου  του  Ταμείου  και  του συμβουλίου   κοινωνικής ασφάλειας.

6. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκαν:       α.  η  απόφαση  63596/Σ533/21.2.1967  (ΦΕΚ  167  Β`)  του  Υπουργού   Εργασίας.       β.  οι  αποφάσεις  Β2/48/3/5763/8.12.75  (ΦΕΚ  1485 Β`), 48/3/3395/  5.8.76 (ΦΕΚ 1022 Β`)  και  Β2/48/3/2552/14.12.1979  (122  Β/1980)  του   Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών.       γ.  οι  αποφάσεις  Β2/48/3/2561/31.1.1983  (ΦΕΚ  37  Β`),  Β2/48/3/  οικ.2464/8.12.1983 (ΦΕΚ 706 Β`), Β2/48/3/575/18.5.1984 (ΦΕΚ  313  Β`),   Β2/48/1045/5.7.1984 (ΦΕΚ 449 Β`) και Φ48/3/1525/29.5.1985 (ΦΕΚ 330 Β`)   του Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων και       δ. Οι αποφάσεις Φ48/3/758/27.7.1987 (ΦΕΚ 385 Β`, διόρθωση σφαλμάτων   ΦΕΚ  513 Β`), Φ48/165Ο/13.6.1987 (ΦΕΚ 430 Β`), Φ48/1201/27.5.1988 (ΦΕΚ   318 Β`), Φ48/1061/14.6.1988 (ΦΕΚ 380 Β`), Φ48/488/21.6.1988 (ΦΕΚ  414/  89  Β`),  διόρθωση  σφαλμάτων ΦΕΚ 552 Β`), Φ48/2531/4.10.1988 (ΦΕΚ 722   Β`, διόρθωση σφαλμάτων ΦΕΚ 826 Β`) και Φ48/390/3.4.89  (ΦΕΚ  334  Β`),   διόρθωση  σφαλμάτων  ΦΕΚ  467  Β`)  του  Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και   Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

7.  Στην παράγραφο 1 το άρθρου 3 του ν. 1284/1982 “Ρύθμιση ορισμένων   μισθολογικών και δημοσιολογικών θεμάτων” προστίθεται η φράση:       “και στους παραπληγικούς ή τετραπληγικούς υπαλλήλους  των  ν.π.δ.δ.,   εν  ενεργεία  και  συνταξιούχους, καθώς και στα πάσχοντα από τις αυτές   νόσους  μέλη  των  οικογενειών  τους.  Το  ύψος  και  οι  προϋποθέσεις   χορήγησης  είναι  ίδια  με αυτά του ανάλογου επιδόματος που χορηγείται   στους ασφαλισμένους του Ι.Κ.Α.”.

8. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 612/1977 εφαρμόζονται και  στους   παραπληγικούς  και  τετραπληγικούς τους ασφαλισμένους σε ασφαλιστικούς   οργανισμούς  αρμοδιότητας  του   Υπουργείου   Υγείας,   Πρόνοιας   και   Κοινωνικών Ασφαλίσεων.      Η παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 1759/1988 καταργείται.

9.  Τα  πρόσωπα, που επικαλέστηκαν τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.   1276/1982 και ζήτησαν να συνταξιοδοτηθούν από το  Ι.Κ.Α.,  σύμφωνα  με   τις  διατάξεις  του  εδαφίου  δ`  της  παραγράφου  1  του άρθρου 9 του   Καταστατικού του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού  Εταιρείας  Διαχειρίσεως   Ειδών  Μονοπωλίου Ελληνικού Δημοσίου, διότι απολύθηκαν λόγω λήξεως της   λειτουργίας της Ε.Δ.Ε.Μ.Ε.Δ., εφ` όσον έχουν πραγματοποιήσει το  χρόνο   ασφάλισης  που  ορίζεται  από  τις  πιο πάνω διατάξεις, θεωρούνται ότι   πληρούν  και  τις  υπόλοιπες  προϋποθέσεις  των  διατάξεων  αυτών  και   δικαιούνται  σύνταξη  από  το Ι.Κ.Α., ανεξάρτητα αν η μεταξύ αυτών και   της Ε.Δ.Ε.Μ.Ε.Δ. συλλογική σύμβαση εργασίας ήταν ορισμένου ή  αορίστου   χρόνου.

Την  παραπάνω  σύνταξη δικαιούνται και τα πρόσωπα για τα οποία έχουν   εκδοθεί απορριπτικές δικαστικές αποφάσεις. Εκκρεμείς δίκες με  σχετικό   περιεχόμενο καταργούνται.

Τα   οικονομικά  αποτελέσματα  από  την  εφαρμογή  των  προηγουμένων   παραγράφων αρχίζουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού  στην  Εφημερίδα   της  Κυβερνήσεως,  εφ` όσον ήδη εκκρεμεί σχετική αίτηση, άλλως από την   υποβολή της αίτησης.

10. Η προϋπηρεσία στους τέως Σ.Ε.Κ.  και  Ο.Σ.Ε.  των  διπλωματούχων   μηχανικών,  που  υπήχθησαν  στην  ασφάλιση  του Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε., από την   ημερομηνία εντάξεώς τους σε οργανικές θέσεις του  Ο.Σ.Ε.  δυνάμει  του   άρθρου   7   του   ν.δ.   1342/1973  αναγνωρίζεται  συντάξιμη  από  το   Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε.       Η αναγνώριση, ολόκληρης ή  μέρους  αυτής,  γίνεται  με  απόφαση  του   Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε. κατόπιν αιτήσεως του ασφαλισμένου.      Η εξαγορά του χρόνου που αναγνωρίζεται γίνεται κατόπιν καταβολής της   μηνιαίας  εισφοράς  ασφαλισμένου  και  εργοδότη,  από  τον  καθένα των   υποχρέων (εργοδότη ο Ο.Σ.Ε., ασφαλισμένου ο ασφαλισμένος), που  ισχύει   κατά  το  χρόνο  υποβολής  της  αίτησης  για  τον  κλάδο  σύνταξης του   Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε.      Το ποσό της μηνιαίας εισφοράς υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές  που   ο  ασφαλισμένος  έπαιρνε  κατά τον τελευταίο μήνα πριν από την υποβολή   της αίτησης.      Το ποσό της εξαγοράς του χρόνου που αναγνωρίζεται καταβάλλεται  είτε   εφάπαξ,  με  έκπτωση  10%,  είτε σε μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να   είναι περισσότερες από τον αριθμό  των  μηνών  που  αναγνωρίζονται.  Ο   χρόνος  που  αναγνωρίζεται  υπολογίζεται  τόσο  για την προσαύξηση του   ποσού της σύνταξης, όσο και για τη θεμελίωση του δικαιώματος σύνταξης.

11. Η περίπτωση α` της παρ. 1 του άρθρου 5 του β.δ. 5/28.1.1955 (ΦΕΚ   13 Α`), όπως ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:       “1.α) Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου του Τ.Ε.Β.Ε.,   δικαιούνται  σύνταξη  τα  μέλη  της  οικογένειάς  του,  εφ`   όσον   ο   ασφαλισμένος:       αα)  Είχε  χρόνο ασφάλισης 10 ετών, εκτός αν ασφαλίσθηκε στο Ταμείο   γα πρώτη φορά μετά τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας του, οπότε   πρέπει να είχε χρόνο ασφάλισης 15 ετών.      Αν ο θανών είχε διακόψει την άσκηση του επαγγέλματός του πριν από το   θάνατό του, τα μέλη της οικογένειάς του  δικαιούνται  σύνταξη  με  τις   προϋποθέσεις  του  προηγούμενου  εδαφίου,  εφ`  όσον  δεν  άσκησε άλλο   επάγγελμα ή εργασία για το οποίο ασφαλίσθηκε σε άλλο οργανισμό  κύριας   ασφάλισης, από τον οποίο δικαιούται να λάβει ή έλαβε σύνταξη.       ββ)  Είχε  χρόνο  ασφάλισης  20  ετών,  ανεξάρτητα  με το χρόνο που   διέκοψε την άσκηση του επαγγέλματός του.       γγ) Απέθανε από βίαιο συμβάν και  πληρούνται  οι  προϋποθέσεις  των   διατάξεων  της  περίπτωσης  γ`  της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του π.δ.   116/1988”.

12.  Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού τροποποιούνται ή   συμπληρώνονται με προεδρικά διατάγματα μετά από πρόταση  του  Υπουργού   Υγείας,  Πρόνοιας  και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και γνώμη του διοικητικού   συμβουλίου του Τ.Ε.Β.Ε. και του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως.

13. Τα μέλη οικογένειας θανόντων ασφαλισμένων του Τ.Ε.Β.Ε., τα οποία   είχαν υποβάλει αίτηση για συνταξιοδότηση και είχε απορριφθεί διότι δεν   πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν είχαν υποβάλλει  αίτηση,   μπορούν  να  ζητήσουν με αίτησή τους τη συνταξιοδότησή τους σύμφωνα με   τις διατάξεις του άρθρου αυτού.      Τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν  από  την  πρώτη  του  μήνα  του   επόμενου εκείνου, που θα υποβληθεί στη σχετική αίτηση.

14.  Γιατροί,  που υπηρετούσαν ως διευθυντές κλινικών στα νοσοκομεία   πριν από την  ισχύ  του  ν.  1397/1983  “Εθνικό  Σύστημα  Υγείας”  και   διορίστηκαν  πάλι  διευθυντές  κλινικών  κατά  την  πρώτη εφαρμογή του   παραπάνω νόμου  με  το  πρώτο  μισθολογικό  κλιμάκιο,  εάν  μέχρι  την   αποχώρησή  τους  λόγω  ορίου  ηλικίας  δεν  έχουν  υπαχθεί  στο  τρίτο   καταληκτικό μισθολογικό  κλιμάκιο,  παραμένουν  στην  ενεργό  υπηρεσία   μέχρι  τη  συμπλήρωση  του  χρόνου  κατάταξής  τους στο τελευταίο αυτό   κλιμάκιο, ανεξάρτητα από το όριο ηλικίας.

15. Οι μόνιμοι υπάλληλοι της ΕΤ2 (πρώην  Υ.Ε.Ν.Ε.Δ.  του  Υ.Ε.Θ.Α.),   που  απομονιμοποιήθηκαν  με  τις  διατάξεις του ν. 1730/1987, άρθρο 19   παρ. 15 και του ν. 1866/1989  άρθρο  17,  μπορούν  να  μεταφέρουν  τις   εισφορές  τους  από  το  Ταμείο  Αρωγής  Μονίμων  Πολιτικών  Υπαλλήλων   Υ.Ε.Θ.Α./Γ.Ε.Σ. (Τ.Α.Μ.Π.Υ./Υ.Ε.Θ.Α.) στο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης   και  Πρόνοιας  της  Υπηρεσίας  Ενημερώσεως  Ενόπλων  Δυνάμεων  και  να   ασφαλιστούν  εξ υπ` αρχής και συνέχεια σ` αυτό, αφού υποβάλλουν σ` ένα   μήνα από της ισχύος του παρόντος σχετική αίτηση.

Άρθρο 41
Κύρωση αποφάσεων
1. Κυρώνεται και  έχει  ισχύ  νόμου  από  τότε  που  ίσχυσε  η  Φ11/  οικ.1781/13.7.90  απόφαση  Υπουργού  Υγείας,  Πρόνοιας  και Κοινωνικών   Ασφαλίσεων, που έχει ως εξής:

“Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ                     ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ                                  ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Εχοντας υπόψη:

1. Την Φ11/οικ. 792/6.3.89 (ΦΕΚ 175) απόφαση  των  Υπουργών  Εθνικής   Οικονομίας,  Υγείας, Πρόνοιας και Κοιν. Ασφαλίσεων και Δικαιοσύνης που   κυρώθηκε με το ν. 1858/89 (ΦΕΚ 148).      2. Την  ανάγκη  υποβοήθησης  των  Οργανισμών  Κοιν.  Ασφάλισης  στην   είσπραξη των εσόδων τους από καθυστερημένες ασφαλιστικές εισφορές.      3. Αιτήματα των παραγωγικών τάξεων της χώρας, αποφασίζουμε:       Οφειλέτες  των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης που είχαν υπαχθεί στη   ρύθμιση της Φ11/οικ. 792/6.3.89  (ΦΕΚ  175)  απόφασης  και  έχασαν  το   δικαίωμα   γιατί  δεν  κατέβαλαν  εμπρόθεσμα  τις  δόσεις  μπορούν  να   συνεχίσουν  υπαγόμενοι  στη  ρύθμιση  της  παραπάνω  απόφασης   εφόσον   καταβάλλουν  μέχρι 31.8/90 τις δόσεις που προβλέπονται από την εν λόγω   απόφαση με  προσαύξηση  2%  για  τα  ποσά  που  έπρεπε  ήδη  να  είχαν   καταβληθεί.      Η  απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να   κυρωθεί με νόμο.      2.  Κυρώνεται η Φ.35/οικ.  256/8.2.1990  υπουργική  απόφαση  “Αύξηση   συντάξεων Τ.Ε.Β.Ε.”, που έχει ως εξής:

“ΑΠΟΦΑΣΗ                                Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ                   ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ      Εχοντας υπόψη:      1.  Τις  διατάξεις  των  άρθρων  23,  24,  27  και 29 του Ν. 1558/85   “Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Οργανα”  (ΦΕΚ  137/26.7.85  τ.Α`)  και  του   άρθρου   5  του  Π.  Δ/τος  437/85  “Καθορισμός  και  ανακατανομή  των   αρμοδιοτήτων των Υπουργείων” (ΦΕΚ 157/85, τ.Α`).      2. Τις  διατάξεις  του  Π.  Δ/τος  105/88  “Οργανισμός  της  Γενικής   Γραμματείας Κοινων. Ασφαλίσεων Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινων.   Ασφαλίσεων”  (ΦΕΚ  46/15.3.1988  τ.Α`)  και  το  Π.Δ.  570/89 (ΦΕΚ 21/  23.11.89 τ.Α`) “Διορισμός Υπουργών και Αναπληρωτών Υπουργών”.      3. Τις διατάξεις του άρθρου 30 του  Ν.  1027/80  (ΦΕΚ  Α`  49)  όπως   ισχύουν  μετά  την  αντικατάστασή τους με το αρ. 7 του Ν. 1275/82 (ΦΕΚ   100/1982 τ.Α`) καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 43  του  Ν.  1469/84   (ΦΕΚ 111/84, τ.Α`).      4.  Τη  γνώμη του Δ.Σ. του Ταμείου που διατυπώθηκε στην 3/165/8.1.90   απόφασή του, με την οποία θα  αυξηθούν  οι  συντάξεις  του  ΤΕΒΕ  κατά   ποσοστό 20% από 1.1.1990.      5.  Την  1256/1  Φεβρουαρίου  1990  απόφαση  της Επιτροπής Τιμών και   Εισοδημάτων, αποφασίζουμε:       1. Από 1.1.1990 αυξάνονται οι συντάξεις  που  καταβάλλει  το  ΤΕΒΕ,   κατά ποσοστό 2Ο%.       2.  Από  την  ίδια πιο πάνω ημερομηνία (1.1.1990) διαμορφώνονται τα   κατώτατα όρια των συντάξεων που καταβάλλει το ΤΕΒΕ στο ποσό των 36.290   δρχ. το μήνα για τις συντάξεις λόγω γήρατος ή αναπηρίας και  στο  ποσό   των 30.300 δρχ. το μήνα για τις συντάξεις λόγω θανάτου.      Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.      3.  Οι  συντάξεις του Ταμείου Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτεχνών   Ελλάδος,  που  καθορίζονται  από  τις   διατάξεις   της   προηγούμενης   παραγράφου,  αυξάνονται  σύμφωνα  με  τις διατάξεις της νομοθεσίας του   Ταμείου, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.      4. Κυρώνεται η Φ36/312/1.3.1990 υπουργική απόφαση  “Αύξηση  εισφορών   και συντάξεων του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων”, που έχει ως εξής:

“ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ                  ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ    Εχοντας υπόψη:      1.  Τις διατάξεις των άρθρων 23, 24, 27 και 29 του Ν. 1558/1985 (ΦΕΚ   Α 137) “Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Οργανα”, το  π.δ.  437/1985  (ΦΕΚ  Α   157)  “Καθορισμός και ανακατανομή των αρμοδιοτήτων των Υπουργείων” και   το π.δ. 570/1989 (ΦΕΚ  Α  241)  “Διορισμός  Υπουργών  και  Αναπληρωτών   Υπουργών”.      2.  Το  π.δ.  105/1988  (ΦΕΚ Α 46) “Οργανισμός της Γεν. Γραμμ. Κοιν.   Ασφαλίσεων”.       3. Τις διατάξεις του άρθρου 30  του  ν.  1027/80  (ΦΕΚ  Α  49)  όπως   ισχύουν  μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 7 του ν. 1275/82 (ΦΕΚ   Α 100) καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 43 του  ν.  1469/84  (ΦΕΚ  Α   111).

4. Τις 81, 82/5.2.1990 και 136/23.2.1990 αποφάσεις του Δ.Σ. του ΤΑΕ.      5.  Την  1256/1.2.1990  απόφαση της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων,   αποφασίζουμε:       Α.1. Η ατομική μηνιαία εισφορά  κάθε  ασφαλισμένου  για  τον  Κλάδο   Σύνταξης που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 61 και από την παρ.   5  του  άρθρου  110  του π. δ/τος 668/81, αυξάνεται, από 1.3.1990 κατά   ποσοστό 25% και ορίζεται κατά ασφαλιστική κατηγορία, στρογγυλοποιημένη   σε εκατοντάδα δραχμών, ως ακολούθως:         α)  Α   ασφαλιστική   κατηγορία δρχ.    4.800

β)  Β       >>           >>      >>     6.900          γ)  Γ       >>           >>      >>     9.100

δ)  Δ       >>           >>      >>    11.400

ε)  Ε       >>           >>      >>    14.000

στ) ΣΤ      >>           >>      >>    19.300

ζ)  Ζ       >>           >>      >>    21.600        2. Η ενιαία μηνιαία εισφορά και για τους δύο Κλάδους Ασφάλισης και   για κάθε ασφαλιστική κατηγορία ορίζεται, από 1.3.1990, ως ακολούθως:

α)  Γ   ασφαλιστική   κατηγορία δρχ.   10.300

β)  Δ       >>           >>      >>    12.600

γ)  Ε       >>           >>      >>    15.200

δ)  ΣΤ      >>           >>      >>    20.500

ε)  Ζ       >>           >>      >>    22.800

3. Η συμπληρωματική εισφορά που προβλέπεται από  την  παρ.  9  του   άρθρου  110,  του  π. δ/τος 668/81 αυξάνεται κατά 25% από 1.3.1990 και   ορίζεται κατά ασφαλιστική κατηγορία ως ακολούθως:         α)  Α   ασφαλιστική   κατηγορία δρχ.   22.200          β)  Β       >>           >>      >>    32.900         γ)  Γ       >>           >>      >>    44.000           δ)  Δ       >>           >>      >>    52.400         ε)  Ε       >>           >>      >>    60.200

Β.1. Αυξάνονται από 1.4.1990 οι συντάξεις  που  καταβάλλει  το  ΤΑΕ   κατά  ποσοστό  15%  και  ορίζεται  η  νέα  κλίμακα  συντάξεων με μικρή   στρογγυλοποίηση σε εκατοντάδα δραχμών, λόγω αναπηρίας  ή  γήρατος  για   35ετή  συντάξιμο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε εξ ολοκλήρου σε μία από   τις ασφαλιστικές κατηγορίες ως ακολούθως:

α)  Α   ασφαλιστική   κατηγορία δρχ.   39.100

β)  Β       >>           >>      >>    52.800

γ)  Γ       >>           >>      >>    66.000

δ)  Δ       >>           >>      >>    79.200

ε)  Ε       >>           >>      >>    92.100

στ) ΣΤ      >>           >>      >>   104.600

ζ)  Ζ       >>           >>      >>   117.100      Από 1.4.1990, καθορίζονται τα κατώτατα όρια:

α)  λόγω  γήρατος  ή  αναπηρίας  μαζί  με  όλα  τα  επιδόματα,   μη   συμπεριλαμβανομένης  και  της  προσαύξησης  για  απόλυτη  αναπηρία  σε   σαράντα εννέα χιλιάδες τετρακόσιες δρχ. (49.400) το μήνα και         β)  λόγω  θανάτου  σε  σαράντα  τέσσερις  χιλιάδες  εξακόσιες  δρχ.   (44.600) το μήνα.      Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.        5.   Οι  εισφορές  και οι συντάξεις του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων   που  καθορίζονται  με  τις  διατάξεις  της  προηγούμενης   παραγράφου,   αυξάνονται  σύμφωνα  με τις διατάξεις της νομοθεσίας του Ταμείου, όπως   αυτές ισχύουν κάθε φορά.        6.  Κυρώνεται η Φ22/οικ. 255/8.2.90 υπουργική απόφαση “Αύξηση  του   ποσού  της  βασικής  μηνιαίας  σύνταξης λόγω γήρατος και αναπηρίας των   δικαιούχων  ασφαλισμένων  του  ΤΣΑ-Καθορισμός  των   κατωτάτων   ορίων   συντάξεων του ΤΣΑ” που έχει ως εξής:                                     “ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ                ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Εχοντας υπόψη:      1.  Τις διατάξεις των άρθρων 23, 24, 27 και 29 του Ν. 1558/1985 (ΦΕΚ   137)  “Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Οργανα”, το π.δ. 437/1985 (ΦΕΚ Α 157)   “Καθορισμός και ανακατανομή των αρμοδιοτήτων των  Υπουργείων”  και  το   π.δ. 570/89 (ΦΕΚ Α 241) “Διορισμός Υπουργών και Αναπληρωτών Υπουργών”.      2.  Το  π.δ.  105/1988  (ΦΕΚ  Α 46) “Οργανισμός της Γεν. Γραμματείας   Κοινωνικών Ασφαλίσεων”.      3. Τις διατάξεις του άρθρου 30 του  ν.  1027/80  (ΦΕΚ  Α  49),  όπως   ισχύουν  μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 7 του ν. 1275/82 (ΦΕΚ   Α 100) καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 43 του  ν.  1469/84  (ΦΕΚ  Α   111).      4.  Την  1149/14.12.89  απόφαση  του  Δ.Σ.  του  ΤΣΑ με την οποία θα   αυξηθούν οι συντάξεις του ΤΣΑ κατά ποσοστό 3,08% από 1.4.1990.      5.  Την 1256/1 Φεβρουαρίου 1990  απόφαση  της  Επιτροπής  Τιμών  και   Εισοδημάτων, αποφασίζουμε:       1.  Από 1.1.1990 το ποσό της βασικής μηνιαίας σύνταξης λόγω γήρατος   ή αναπηρίας των δικαιούχων ασφαλισμένων του ΤΣΑ, που  προβλέπεται  από   τις  διατάξεις της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 39 του π.   δ/τος 669/81, όπως αυτό τροποποιήθηκε  μεταγενέστερα,  καθορίζεται  σε   δραχμές 34.800 που αντιστοιχούν σε 15 συντάξιμα έτη.       2. Από 1.1.1990 τα κατώτατα όρια των συντάξεων του ΤΣΑ καθορίζονται   στις  36.000 δρχ. το μήνα για τις συντάξεις λόγω γήρατος και αναπηρίας   και στις 30.000 δρχ. το μήνα για τις σύνταξεις λόγω θανάτου.      Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.      7. Το ποσό της βασικής μηνιαίας σύνταξης λόγω  γήρατος  ή  αναπηρίας   των  δικαιούχων  ασφαλισμένων  του  Τ.Σ.Α.  καθώς και τα κατώτατα όρια   συντάξεων  που  καθορίζονται  με  τις   διατάξεις   της   προηγούμενης   παραγράφου  αυξάνονται  σύμφωνα  με  τις  διατάξεις της νομοθεσίας του   Ταμείου, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.      8. Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου από τότε που ίσχυσε  η  945/2.10.89   (ΦΕΚ  738)  απόφαση  των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και   Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που έχει ως εξής:      “ΘΕΜΑ: Εξοδα κίνησης υπαλλήλων Δ/νσης Επιθεώρησης Υπουργείου Υγείας,   Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.                                     ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ                        ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ                              ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Εχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α. Του Π.Δ. 105/88  “Οργανισμός  της  Γεν.  Γραμματείας  Κοινωνικών   Ασφαλίσεων του Υπ. Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων”.       β. Του Ν. 1586/86 “Βαθμολογική διάρθρωση των θέσεων κ.λπ.”.       γ. Του Ν. 1505/84.       δ. Των Α.Ν. 591/37 και 4/67 όπως τροποποιήθηκαν με τον Ν. 1759/88.

2. Οτι με τα ανωτέρω 1α και 1β σχετικά καταργήθηκαν οι προβλεπόμενες   στους  προϊσχύσαντες  Οργανισμούς  της  Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών   Ασφαλίσεων  δεκαοκτώ  (18)  θέσεις   επιθεωρητών   φορέων   Κοινωνικών   Ασφαλίσεων  από  τις  οποίες  τρεις (3) με βαθμούς 3ο-2ο και δεκαπέντε   (15) με βαθμούς 5ο-4ο.      3.  Την  ανάγκη  διενέργειας  τακτικών  και  εκτάκτων  ελέγχων  στις   διαχειρίσεις  των  Ασφαλιστικών  Οργανισμών, διενέργειας ανακρίσων για   καταγγελίες  που  υποβάλλονται,  καθοδήγηση  των  Οργάνων  των  φορέων   Κοινωνικών  Ασφαλίσεων σε θέματα διοικητικά, οικονομικά, διαχειριστικά   και τεχνικά, ελέγχου της τήρησης διαδικασιών εκτέλεσης τεχνικών  έργων   των   Ασφαλιστικών   Οργανισμών  και  γενικότερα  την  ανάγκη  άσκησης   εποπτείας για την διασφάλιση της κανονικής  και  εύρυθμης  λειτουργίας   των  Οργανισμών  αυτών  προς επίτευξη των υπό της Κοινωνικής Ασφάλισης   επιδιωκόμενων σκοπών.      4. Οτι για την μετάβασή τους στους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς για την   εκτέλεση των αναφερομένων ανωτέρω εργασιών, οι  υπάλληλοι  της  Δ/νσης   Επιθεώρησης υποβάλλονται σε έξοδα κίνησης, αποφασίζουμε:

1.-Στους  υπαλλήλους της Γεν. Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του   Υπουργείου   Υγείας,   Πρόνοιας   και   Κοινωνικών   Ασφαλίσεων    που   απασχολούνται  αποκλειστικά  ολόκληρο  το  μήνα  σε εξωτερική υπηρεσία   ελέγχου και εποπτείας των Ασφαλιστικών Οργανισμών, καταβάλλονται έξοδα   κίνησης, οριζόμενα σε ποσοστό 30% επί του βασικού μισθού του κλιμακίου   10 του Ν. 1505/84. Για απασχόληση σε εξωτερική υπηρεσία  λιγότερη  από   μήνα, καταβάλλεται ανάλογο τμήμα.

2.-  Η  δαπάνη  θα βαρύνει τον Λ/σμό Βελτίωσης Κοινωνικής Ασφάλισης   (Λ.Β.Κ.Α.).       3.- Η ισχύς της παρούσας από 1.9.1989.      Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και  να   κυρωθεί με Νόμο.                       Αθήνα. 2 Οκτωβρίου 1989      9.  Η  ισχύς  της  Α3β/Φ.15/12129/1.8.90  (ΦΕΚ  545/90  τ.Β`) κοινής   απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών  Ασφαλίσεων  και   του Υφυπουργού Οικονομικών αρχιζει από την 1 Ιανουαρίου 1990.      10.  Κυρώνεται  η υπ` αριθμ. Φ951/16/449566 της 31ης Ιανουαρίου 1990   κοινή  απόφαση  των  Υπουργών  Εθνικής  Αμυνας  και  Οικονομικών,  που   δημοσιεύθηκε  στο  υπ`  αριθ.  99  (Τεύχος  Β`)  της  13.2.1990  Φύλλο   Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ’
Ποινικές ρυθμίσεις

Άρθρο 42
Ποινικές κυρώσεις Διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων και γενικοί διευθυντές ή άλλοι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες τραπεζών, δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, που παραβαίνουν τις διατάξεις των άρθρων 10, 11, 18 και 19 αυτού του νόμου, διώκονται και τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 259 του Π.Κ. για παράβαση καθήκοντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ΄
Τελικές και μεταβατικές διατάξεις

Άρθρο 43
Τελικές διατάξεις

1.  Από  την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου καταργείται κάθε άλλη   διάταξη της ισχύουσας κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, ανεξάρτητα από   τον τρόπο θέσπισης της, που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα, στα  οποία   αναφέρονται οι διατάξεις του νόμου αυτού.

2.  Από  την  έναρξη  ισχύος  αυτού  του  νόμου καταργούνται όλες οι   ισχύουσες  εξουσιοδοτικές  διατάξεις  για  τη  θέσπιση,   τροποποίηση,   συμπλήρωση και κατάργηση ασφαλιστικών διατάξεων, που ρυθμίζονται με τα   άρθρα 10, 11, 12, 13, 16, 17, 18 και 19 αυτού του νόμου.

3.  Στην  περίπτωση  3 του άρθρου 3 του ν. 1876/1990 προστίθενται τα   ακόλουθα:       “Στην  έννοια  των  συνταξιοδοτικών  θεμάτων,  που  δεν  μπορεί   να   αποτελέσουν  περιεχόμενο  συλλογικής σύμβασης εργασίας, περιλαμβάνεται   και η μεταβολή, αμέσως ή εμμέσως, της σχέσης  ασφαλίστρου  εργαζομένου   και  εργοδότη,  η  μεταβίβαση  του  βάρους εν λόγω ή εν μέρει τακτικών   εισφορών ή εισφορών για αναγνώριση προϋπηρεσιών από τον ένα στον  άλλο   καθώς  και  η  σύσταση  ειδικών  ταμείων  ή  λογαριασμών, που χορηγούν   περιοδικές παροχές  συντάξεων  ή  εφάπαξ  βοήθημα  με  επιβάρυνση  του   εργοδότη”.

4.  Κατά τα λοιπά εξακολουθούν οι ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις   του οικείου ασφαλιστικού φορέα.

5. Εντός μηνός από της ισχύος του νόμου  αυτού  συνιστάται  επιτροπή   για  τη μελέτη του προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης των τραπεζικών   υπαλλήλων που υπάγονται σε αντίστοιχα ειδικά ταμεία.       Στην επιτροπή μετέχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων και των εργοδοτών,   καθώς και ειδικοί επιστήμονες στον τομέα της οργάνωσης και λειτουργίας   των ασφαλιστικών ταμείων.      Με  κοινή  απόφαση  των  Υπουργών  Εθνικής  Οικονομίας  και  Υγείας,   Πρόνοιας  και  Κοινωνικών  Ασφαλίσεων  καθορίζονται  τα  κάθε  είδους,   ειδικότερα καθώς και λεπτομερειακά θέματα σχετικά με  τη  σύνθεση  και   συγκρότηση  της  επιτροπής  και την αμοιβή των μελών της και το χρόνο,   εντός του οποίου οφείλει να περατώσει το έργο της.

6.  Οι  διατάξεις  του  νόμου  αυτού  δεν  ισχύουν  για  το  Ναυτικό   Απομαχικό Ταμείο, τον Οίκο Ναύτου και γενικά για τους εργαζόμενους επί   πλοίων.  Στις περιπτώσεις αυτές εξακολουθεί να εφαρμόζεται η νομοθεσία   που ισχύει σήμερα.

Άρθρο 44
Εναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή  του   στην   Εφημερίδα   της   Κυβερνήσεως,   εκτός  αν  σ`  αυτές  ορίζεται   διαφορετικά.