Νόμος 1910 ΦΕΚ Α΄165/30.11.1990
Κύρωση της Σύμβασης μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την κοινωνική ασφάλεια και του Διοικητικού Κανονισμού εφαρμογής της.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Κυρώνεται και έχουν την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Σύμβαση μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την κοινωνική ασφάλεια και ο Διοικητικός Κανονισμός εφαρμογής της Σύμβασης κοινωνικής ασφάλειας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, που υπογράφτηκαν στη Λευκωσία στις 25 Απριλίου 1989 και των οποίων τα κείμενα σε πρωτότυπο στην ελληνική γλώσσα έχουν ως εξής:
Σύμβαση μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την Κοινωνική Ασφάλεια.
Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας οδηγούμενες από την επιθυμία να επεκτείνουν και τροποποιήσουν τη Σύμβαση Κοινωνικής Ασφάλειας που υπέγραψαν στη Λευκωσία στις 2 Μαρτίου 1978, ώστε να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές που έγιναν στο μεταξύ στις εθνικές νομοθεσίες κοινωνικής ασφάλειας των δύο Κρατών, αποφασίζουν τη σύναψη της ακόλουθης Σύμβασης.
ΜΕΡΟΣ Α`
Γενικές διατάξεις Αρθρο 1
Εννοιολογικοί προσδιορισμοί.
Στην παρούσα Σύμβαση οι όροι που χρησιμοποιούνται παρακάτω έχουν την αναγραφόμενη για καθένα απ` αυτούς αντίστοιχα έννοια:
1. “Περιοχή” όσον αφορά την Ελλάδα, το έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας: όσον αφορά την Κύπρο, το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
2. “Νομοθεσία” τους νόμους, τα διατάγματα, τους κανονισμούς και κάθε άλλη διάταξη που ισχύουν ή που θα ισχύσουν στο μέλλον και που αφορούν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρονται στο άρθρο 2 της παρούσας Σύμβασης.
3. “Αρμόδια αρχή” όσον αφορά την Ελλάδα, τον Υπουργό Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και για την ασφάλιση ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα τον Υπουργό Εργασίας: όσον αφορά την Κύπρο, τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικων Ασφαλίσεων.
4. “Αρμόδιος φορέας” τον αρμόδιο φορέα σύμφωνα με τις διατάξεις που θα εφαρμόζονται.
5. “Μέλος οικογένειας” το μέλος της οικογένειας σύμφωνα με τις διατάξεις του φορέα, σε βάρος του οποίου χορηγούνται οι παροχές.
6. “Βοήθημα κηδείας” όσον αφορά την Ελλάδα, το εφάπαξ βοήθημα για έξοδα κηδείας.
7. “Περίοδοι ασφάλισης” τις περιόδους εισφορών ή απασχόλησης που ορίζονται ή θεωρούνται ως περίοδοι ασφάλισης από τη νομοθεσία κατά την οποία πραγματοποίηθηκαν καΘώς και τις περιόδους που εξομοιώνονται με αυτές στο μέτρο που αναγνωρίζονται από τη νομοθεσία αυτήν ως ισοδύναμες με περιόδους ασφάλισης.
8. Οι υπόλοιποι όροι που χρησιμοποιούνται στην παρούσα Σύμβαση έχουν την έννοια που αποδίδεται σ` αυτούς από τη νομοθεσία του οικείου συμβαλλόμενου Κράτους.
Αρθρο 2 Νομοθεσίες στις οποίες έχει εφαρμογή η Σύμβαση.
1. Η παρούσα Σύμβαση έχει εφαρμογή: Ι) Στην Ελλάδα: α) Στη νομοθεσία του γενικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων που καλύπτει τα πρόσωπα που παρέχουν εξαρτημένη εργασία ή τα εξομοιούμενα με αυτά για τους κινδύνους ασθένειας και μητρότητας (για παροχές σε χρήμα), εργατικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, αναπηρίας, γήρατος και θανάτου. β) Στη νομοθεσία των ειδικών συστημάτων κοινωνικών ασφαλίσεων που καλύπτουν, για τους καθοριζόμενους στο παραπάνω εδάφιο (α) κινδύνους, ορισμένες κατηγορίες προσώπων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία ή τα εξομοιούμενα με αυτά πρόσωπα και πρόσωπα που απασχολούνται αυτοτελώς ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα.
γ) Στη νομοθεσία ασφάλισης των αγροτών.
δ) Στη νομοθεσία ασφάλισης ανεργίας και οικογενειακών επιδομάτων των μισθωτών. Η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται για την Ελλάδα:
α) Στην ειδική νομοθεσία που καλύπτει τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων και β) στην ειδική νομοθεσία που αφορά τους ναυτικούς. ΙΙ) Στην Κύπρο:
α) Στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων νόμους του 1980 έως 1988
β) Στον περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου νόμο του 1987. 2. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται επίσης σε όλες τις νομοθετικές ή κανονιστικές πράξεις που κωδικοποιούν, τροποποιούν ή συμπληρώνουν τις νομοθεσίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
3. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται και σε νομοθεσία που αναφέρεται σε κλάδο κοινωνικής ασφάλειας πέρα απ` αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου με την προϋπόθεση ότι θα συναφθεί γι` αυτό συμφωνία μεταξύ των συμβαλλόμενων Κρατών.
Αρθρο 3
1. Οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, εφ` όσον σ` αυτή δεν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται στους πολίτες των δύο συμβαλλόμενων Κρατών καθώς επίσης και στα μέλη της οικογένειας και στους επιζώντες τους.
2. Οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης εφαρμόζονται και στους πρόσφυγες με την έννοια της Συνθήκης της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 για τη Νομική Κατάσταση των Προσφύγων και του από 31 Ιανουαρίου 1967 Πρωτοκόλλου αυτής καθώς και στους ανιθαγενείς με την έννοια της διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης της 28ης Σεπτεμβρίου 1954 και του Παραρτήματος αυτής για το καθεστώς των ανιθαγενών.
Αρθρο 4
Ισότητα μεταχείρισης.
Οι πολίτες καθενός από τα δύο συμβαλλόμενα Κράτη υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαμβάνουν τα δικαιώματα των νομοθεσιών, που απαριθμούνται στο άρθρο 2, κάτω από τις ίδιες με τους πολίτες του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους προϋποθέσεις.
Αρθρο 5.
Καταβολή παροχών του ενός Κράτους στην περιοχή του άλλου Κράτους.
1. Συντάξεις και άλλες χρηματικές παροχές που οφείλονται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη καταβάλλονται, εφ` όσον στην παρούσα Σύμβαση δεν ορίζεται διαφορετικά, και όταν ο δικαιούχος διαμένει στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.
2. Οι συντάξεις και παροχές του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου καταβάλλονται στους πολίτες του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους και όταν διαμένουν στην περιοχή τρίτου κράτους με τις ίδιες προϋποθέσεις και στο ίδιο μέτρο, όπως στους πολίτες του πρώτου συμβαλλόμενου Κράτους που διαμένουν στην περιοχή του τρίτου κράτους.
ΜΕΡΟΣ Β`
Διατάξεις για εφαρμοστέα νομοθεσία
Αρθρο 6
Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 7 και 8 η ασφαλιστική υποχρέωση των προσώπων που ασκούν βιοποριστική εργασία ρυθμίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του συμβαλλόμενου Κράτους, στην περιοχή του οποίου ασκείται η βιοποριστική εργασία.
Αρθρο 7
1. Αν πρόσωπο που απασχολείται στην περιοχή του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη σταλεί από την επιχείρηση στην οποία συνήθως απασχολείται για εκτέλεση εργασίας στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, οι διατάξεις της νομοθεσίας του πρώτου συμβαλλόμενου Κράτους θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται για το εν λόγω πρόσωπο σαν να απασχολείτο ακόμη στην περιοχή του Κράτους αυτού, εφ` όσον η εργασία δεν προβλέπεται να διαρκέσει πέραν των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών.
2. Προκειμένου για το προσωπικό κίνησης οποιασδήποτε επιχείρησης που ενεργεί διεθνείς μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων αεροπορικά, είτε για δικό της λογαριασμό είτε για λογαριασμό άλλου, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (β) και (γ) της παρούσας παραγράφου οι υπηρετούντες σε οποιαδήποτε επιχείρηση, η οποία έχει την έδρα της στην περιοχή του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, υπάγονται στη νομοθεσία του Κράτους αυτού, έστω και αν εργάζονται στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.
(β) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (γ) της παρούσας παραγράφου όταν η επιχείρηση έχει υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία στην περιοχή του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, οι απασχολούμενοι στο υποκατάστημα αυτό ή την αντιπροσωπεία υπάγονται στη νομοθεσία του εν λόγω Κράτους.
(γ) Οταν πρόσωπο που έχει τη συνήθη διαμονή του στην περιοχή του ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη απασχολείται εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο στην εν λόγω περιοχή, θα υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, έστω και αν η επιχείρηση στην οποία υπηρετεί δεν έχει την έδρα της ή υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία στην εν λόγω περιοχή.
Αρθρο 8
1. Οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δεν εφαρμόζονται στα τακτικά μέλη της Διπλωματικής Υπηρεσίας καθενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι υπηρετούντες στη Δημόσια Υπηρεσία του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου του εν λόγω Κράτους, όταν αποσπώνται στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, υπάγονται στη νομοθεσία του πρώτου συμβαλλομένου Κράτους σαν να απασχολούνταν στην περιοχή του Κράτους αυτού.
3. Για τους διπλωμάτες και τους επαγγελματίες πρόξενους και για το διοικητικό και τεχνικό προσωπικό των αποστολών που διευθύνονται από διπλωμάτες και επαγγελματίες πρόξενους καθώς και για τα μέλη του υπηρετικού οικιακού προσωπικού των αποστολών αυτών και για τους αποκλειστικά σαν διπλωμάτες, επαγγελματίες πρόξενους και τα μέλη των αποστολών που διευθύνονται από επαγγελματίες πρόξενους, απασχολούμενους ιδιωτικούς οικιακούς υπαλλήλους, ισχύουν, εφ` όσον ο κύκλος αυτός των προσώπων περιλαμβάνεται στη συμφωνία της Βιέννης για διπλωματικές σχέσεις ή στη συμφωνία της Βιέννης για προξενικές σχέσεις, οι διατάξεις αυτών των συμφωνιών.
Αρθρο 9
1. Αν, σύμφωνα με τη νομοθεσία καθενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, ασφαλισμένος θα είχε δικαίωμα να υπαχθεί προαιρετικά στη νομοθεσία και των δύο συμβαλλόμενων Κρατών για την ίδια περίοδο, θα μπορεί να υπαχθεί μόνο στη νομοθεσία του Κράτους στην περιοχή του οποίου συνήθως διαμένει. Προκειμένου για ασφαλισμένο που διαμένει σε τρίτο κράτος αυτός θα δικαιούται να επιλέξει το συμβαλλόμενο Κράτος στη νομοθεσία του οποίου θα υπαχθεί.
2. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος ασφαλισμένου για προαιρετική ασφάλιση σύμφωνα με τη νομοθεσία του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, ο αρμόδιος φορέας του Κράτους αυτού λαμβάνει υπόψη και τις περιόδους ασφάλισης που πραγματοποίησε ο ασφαλισμένος σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.
Αρθρο 10
Οι αρμόδιες αρχές των δύο συμβαλλόμενων Κρατών μπορούν, με αίτηση των ενδιαφερόμενων προσώπων και, για τους παρέχοντες εξαρτημένη εργασία, με κοινή αίτηση εργαζομένου και εργοδότη, να συμφωνήσουν εξαιρέσεις από τους κανόνες που θέτουν τα άρθρα 6 έως 8.
ΜΕΡΟΣ Γ`
Ειδικές διατάξεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Παροχές ασθένειας και μητρότητας
Αρθρο 11
Επιδόματα ασθένειας και μητρότητας.
1. Για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό του δικαιώματος για επιδόματα ασθένειας και μητρότητας σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, εφ` όσον ο ασφαλισμένος έχει υπαχθεί διαδοχικά ή αλληλοδιάδοχα στη νομοθεσία και των δύο συμβαλλόμενων Κρατών, οι περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή του άλλου από τα συμβαλλόμενα Κράτη συνυπολογίζονται στις περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή του πρώτου συμβαλλόμενου Κράτους, εφ` όσον προηγούνται από αυτές και δε συμπίπτουν χρονικά.
2. Ασφαλισμένος που θα εδικαιούτο επίδομα ασθένειας ή μητρότητας σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, εάν βρισκόταν στην περιοχή του κράτους αυτού, θα δικαιούται να πάρει το επίδομα και όταν βρίσκεται στην περιοχή του άλλου από τα συμβαλλόμενα Κράτη, εφ` όσον:
(α) η κατάσταση του απαιτεί άμεση περίθαλψη στη διάρκεια της παραμονής του στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου κράτους και μέσα σε τρείς ημέρες από την έναρξη της ανικανότητας για εργασία, ή μέσα σε μεγαλύτερη περίοδο, όπως θα επέτρεπε ο αρμόδιος φορέας, υποβάλλει ιατρική βεβαίωση της ανικανότητας για εργασία, ή
(β) έχοντας θεμελιώσει δικαίωμα για επίδομα ασθένειας ή μητρότητας σύμφωνα με τη νομοθεσία του πρώτου συμβαλλόμενου Κράτους, μετά από έγκριση του αρμόδιου φορέα επιστρέφει στην περιοχή του συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο διαμένει ή μεταφέρει τη διαμονή του στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους ή
(γ) μετά από έγκριση του αρμόδιου φορέα του πρώτου συμβαλλόμενου Κράτους πηγαίνει στην περιοχή του δεύτερου συμβαλλόμενου Κράτους για να έχει την κατάλληλη ιατρική περίθαλψη.
3. Ασφαλισμένος που δικαιούται επίδομα ασθένειας σύμφωνα με τις νομοθεσίες και των δύο συμβαλλόμενων Κρατών για την ίδια περίοδο ανικανότητας για εργασία, είτε με βάση τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, είτε διαφορετικά, θα δικαιούται να πάρει επίδομα ασθένειας μόνο κατά τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου Κράτους σύμφωνα με την οποία πραγματοποίησε την τελευταία περίοδο ασφάλισης.
4. Ασφαλισμένη που δικαιούται επίδομα μητρότητας σύμφωνα με τις νομοθεσίες και των δύο συμβαλλόμενων Κρατών για τον ίδιο τοκετό και την ίδια περίοδο είτε με βάση τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης είτε διαφορετικά, θα δικαιούται να πάρει επίδομα μόνο κατά τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου Κράτους στην περιοχή του οποίου βρισκόταν κατά την έναρξη της περιόδου για την οποία καταβάλλεται το επίδομα.
Αρθρο 12
Βοήθημα κηδείας.
1. Για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό του δικαιώματος για βοήθημα κηδείας:
(α) Εφ` όσον ο ασφαλισμένος έχει υπαχθεί διαδοχικά ή αλληλοδιάδοχα στη νομοθεσία και των δύο συμβαλλόμενων Κρατών, οι περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή καθενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη συνυπολογίζονται εφ` όσον δε συμπίπτουν χρονικά. (β) Αν το πρόσωπο για το οποίο καταβάλλεται βοήθημα κηδείας σύμφωνα με τις διατάξεις του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη αποθάνει στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, θα θεωρείται ότι απέθανε στην περιοχή του πρώτου συμβαλλόμενου Κράτους.
2. Αν για την ίδια περίπτωση θανάτου θεμελιώνεται δικαίωμα για βοήθημα κηδείας σύμφωνα με τις νομοθεσίες και των δύο συμβαλλόμενων Κρατών είτε σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης είτε διαφορετικά:
(α) βοήθημα καταβάλλεται μόνο σύμφωνα με τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου Κράτους στην περιοχή του οποίου επήλθε ο θάνατος, ή
(β) αν ο θάνατος επήλθε στην περιοχή του τρίτου κράτους, βοήθημα καταβάλλεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου Κράτους στην οποία ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε την τελευταία πρίν από το θάνατο περίοδο ασφάλισης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Παροχές συντάξεων γήρατος, αναπηρίας και επιζώντων
Αρθρο 13
Συνυπολογισμός περιόδων ασφάλισης.
Εφ` όσον η νομοθεσία ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη απαιτεί για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος τη συμπλήρωση ορισμένων περιόδων ασφάλισης και εφ` όσον οι περίοδοι που ο ενδιαφερόμενος έχει διανύσει στο Κράτος αυτό δεν επαρκούν για τη θεμελίωση του δικαιώματος κατά τη νομοθεσία του, ο αρμόδιος φορέας συνυπολογίζει από τις περιόδους ασφάλισης που πραγματοποίησε ο ενδιαφερόμενος στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος τόσες, όσες απαιτούνται για τη θεμελίωση του δικαιώματος, με την προϋπόθεση ότι αυτές δεν συμπίπτουν χρονικά. Αρθρο 14
Αν ένα συμβαλλόμενο Κράτος έχει συνάψει με ένα τρίτο κράτος σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας που περιλαμβάνει κανόνες συνυπολογισμού περιόδων ασφάλισης, το Κράτος αυτό, εφ` όσον είναι αναγκαίο, λαμβάνει υπόψη περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του τρίτου αυτού κράτους για τη θεμελίωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.
Αρθρο 15
Καθορισμός του ποσού σύνταξης.
1. Στις περιπτώσεις που σύμφωνα με το άρθρο 13 συνυπολογίζονται περίοδοι ασφάλισης που ο ενδιαφερόμενος πραγματοποίησε στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, το ποσό της καταβλητέας παροχής καθορίζεται ως εξής:
(α) Ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει αρχικά το ποσό της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο ενδιαφερόμενος αν οι περίοδοι ασφάλισης, που διανύθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους και που κατά το άρθρο 13 λαμβάνονται υπόψη, είχαν διανυθεί σύμφωνα με τη δική του νομοθεσία.
(β) Με βάση το ποσό που υπολογίστηκε σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο (α) ο φορέας υπολογίζει στη συνέχεια τη μερική παροχή που πρέπει να καταβληθεί από αυτόν κατά την αναλογία που υπάρχει μεταξύ της διάρκειας των περιόδων ασφάλισης, που διανύθηκαν σύμφωνα με τη δική του νομοθεσία και της συνολικής διάρκειας των περιόδων ασφάλισης που λήφθηκαν υπόψη.
2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανεξάρτητα αν ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα για παροχή κατά τη μία μόνο ή κατά τις δύο νομοθεσίες.
3. Εφ` όσον ο ενδιαφερόμενος πραγματοποίησε κατά τη νομοθεσία ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη περιόδους ασφάλισης οι οποίες συνολικά υπολείπονται των δώδεκα μηνών και εφ` όσον σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές δεν θεμελιώνει δικαίωμα με βάση μόνο αυτές τις περιόδους, ο φορέας του συμβαλλόμενου αυτού Κράτους δεν καταβάλλει σύνταξη για τις περιόδους αυτές. Στις περιπτώσεις αυτές ο φορέας του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους καταβάλλει τη σύνταξη που υπολογίστηκε με βάση την παράγραφο 1 εδάφιο (α) του παρόντος άρθρου.
4. Το άθροισμα των συνταξιοδοτικών παροχών, που οφείλονται από τους αρμόδιους φορείς των συμβαλλόμενων Κρατών σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δε μπορεί να είναι κατώτερο από την ελάχιστη παροχή που ισχύει στο συμβαλλόμενο Κράτος στο έδαφος του οποίου διαμένει ο δικαιούχος.
Αρθρο 16
1. Οι διατάξεις για μείωση, αναστολή ή κατάργηση των συνταξιοδοτικών παροχών που προβλέπονται από τη νομοθεσία ενός συμβαλλόμενου Κράτους σε περίπτωση σώρευσης μιας συνταξιοδοτικής παροχής με άλλες συνταξιοδοτικές παροχές κοινωνικής ασφάλισης ή λόγω άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας εφαρμόζονται ακόμα και αν πρόκειται για παροχές ή εισοδήματα που αποκτήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους ή για επαγγελματική δραστηριότητα που ασκήθηκε στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει όταν ο δικαιούχος λαμβάνει παροχές της ίδιας φύσης για αναπηρία, γήρας, θάνατο (συντάξεις). Παροχές ίδιας φύσης θεωρούνται οι παροχές που βασίζονται στη δραστηριότητα του ίδιου προσώπου.
2. Σε περίπτωση μείωσης, αναστολής ή κατάργησης μιας παροχής σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο αρμόδιος φορέας λαμβάνει υπόψη παροχή ή εισόδημα μόνο κατά το τμήμα που αντιστοιχεί στην αναλογία μεταξύ της μερικής παροχής που πρέπει να χορηγηθεί από το φορέα αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 εδάφιο (β) της Σύμβασης και του θεωρητικού ποσού που αναφέρεται στο εδάφιο (α) της ίδιας παραγράφου.
Αρθρο 17
Περίοδοι απασχόλησης σε μεταλλευτικές εργασίες που χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του ενός συμβαλλόμενου Κράτους συνυπολογίζονται με περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους τόσο για την εφαρμογή των ελληνικών διατάξεων που αναφέρονται σε σύνταξη προσώπων που εργάζονται σε υπόγειες στοές μεταλλείων και λιγνιτορυχείων και αυτών που αφορούν βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα, όσο και για την εφαρμογή των διατάξεων της κυπριακής νομοθεσίας που αναφέρονται στη συνταξιοδότηση των μεταλλωρύχων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες. Αρθρο 18
1. Η χορήγηση των παροχών για εργατικά ατυχήματα αναλαμβάνεται από τον αρμόδιο φορέα του συμβαλλόμενου κράτους, στη νομοθεσία του οποίου υπαγόταν ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το εργατικό ατύχημα.
2. (α) Εφ` όσον σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, για να χαρακτηριστεί μια ασθένεια ως επαγγελματική, απαιτείται απασχόληση σε ένα επάγγελμα για ορισμένη χρονική περίοδο, για τη συμπλήρωση της προϋπόθεσης αυτής συνυπολογίζεται και η απασχόληση που έλαβε χώρα στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους σε επάγγελμα που μπορεί να προκαλέσει την ασθένεια αυτή.
(β) Τις χρηματικές παροχές λόγω επαγγελματικής ασθένειας υποχρεούται να καταβάλει ο αρμόδιος φορέας του συμβαλλόμενου Κράτους στην περιοχή του οποίου ο ενδιαφερόμενος πραγματοποίησε το μεγαλύτερο χρόνο απασχόλησης σε επάγγελμα που μπορεί να προκαλέσει ή να επιδεινώσει την επαγγελματική ασθένεια μέσα στο 12μηνο που προηγείται της εκδήλωσης της ασθένειας αυτής.
3. Αν, για τον υπολογισμό του βαθμού της αναπηρίας σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας με βάση τη νομοθεσία του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, η νομοθεσία αυτή προβλέπει ρητά ή σιωπηρά ότι λαμβάνονται υπόψη τα εργατικά ατυχήματα ή οι επαγγελματικές ασθένειες που έλαβαν χώρα προγενέστερα, το ίδιο θα συμβαίνει για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες που επήλθαν προγενέστερα σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Παροχές ανεργίας
Αρθρο 19
1. Για τη θεμελίωση δικαιώματος μισθωτού ο οποίος έχει πραγματοποιήσει περιόδους ασφάλισης μετά την τελευταία είσοδό του στην περιοχή ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη και αξιώνει παροχές ανεργίας σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, ο αρμόδιος φορέας συνυπολογίζει και τις περιόδους ασφάλισης, που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, εφ` όσον αυτές δε συμπίπτουν χρονικά.
2. Η διάρκεια επιδότησης για την οποία υπάρχει αξίωση σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός συμβαλλόμενου Κράτους, όπως ορίζεται στην παρ. 1, μειώνεται κατά το χρόνο για τον οποίο καταβλήθηκαν παροχές στον άνεργο, σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης.
3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20, οι παροχές ανεργίας τις οποίες δικαιούται μισθωτός κατά τη νομοθεσία του καθενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη καταβάλλονται για όσο χρόνο ο μισθωτός βρίσκεται στην περιοχή του Κράτους αυτού.
Αρθρο 20.
1. Κύπριος πολίτης που υπάγεται στην Ελλάδα στην ασφάλιση ανεργίας κατά την ελληνική νομοθεσία και γίνεται άνεργος ακουσίως ή αποχωρεί οικειοθελώς από την εργασία του στην Ελλάδα με σκοπό την επάνοδο και τη μόνιμη εγκατάστασή του στην Κύπρο δικαιούται τις παροχές ανεργίας κατά την κυπριακή νομοθεσία είτε με υπολογισμό μόνο των ελληνικών χρόνων ασφάλισης είτε με συνυπολογισμό των χρόνων ασφάλισης κατά τη νομοθεσία των δύο Κρατών.
2. Κύπριος πολίτης, που απέκτησε δικαίωμα για παροχές ανεργίας στην Ελλάδα κατά την ελληνική νομοθεσία και επιστρέφει στην Κύπρο με σκοπό την μόνιμη εγκατάσταση, διατηρεί το δικαίωμα τούτο στην Κύπρο και για τη χρονική περίοδο επιδότησης που προβλέπεται από την κυπριακή νομοθεσία, αφού αφαιρεθούν οι ημέρες επιδότησης που έλαβε στην Ελλάδα κατά την ελληνική νομοθεσία. Πριν από την επάνοδό του στην Κύπρο, ο άνεργος Κύπριος πολίτης υποχρεούται να γνωστοποιήσει την επάνοδό του αυτή στον αρμόδιο ελληνικό φορέα.
3. Για τον υπολογισμό του ύψους και της διάρκειας της επιδότησης ανεργίας που οφείλεται βάσει των διατάξεων των παρ. 1 και 2 εφαρμόζεται η κυπριακή νομοθεσία.
4. Οι ανωτέρω παροχές καταβάλλονται από τον αρμόδιο κυπριακό φορέα σε βάρος του αρμόδιου ελληνικού φορέα, ο οποίος οφείλει να αποδίδει τις παροχές που καταβλήθηκαν.
5. Κάθε συμβαλλόμενο Κράτος δύναται να καταγγείλει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Η καταγγελία ανακοινώνεται το αργότερο τρεις μήνες πρίν από τη λήξη του ημερολογιακού έτους, οπότε παύει να ισχύει από τη λήξη του ημερολογιακού έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταγγελία.
Αρθρο 21
Επιδόματα παιδιών
1. Επιδόματα παιδιών, που καταβάλλονται σε δικαιούχους σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός συμβαλλόμενου κράτους για παιδιά που είναι πολίτες του Κράτους αυτού, καταβάλλονται επίσης με τις ίδιες προϋποθέσεις σε δικαιούχους που έχουν παιδιά, πολίτες του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.
2. Για τον υπολογισμό του επιδόματος λαμβάνονται υπόψη και τα παιδιά που κατοικούν στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου κράτους, εφ` όσον δεν δικαιούνται να λαμβάνουν επιδόματα κατά τη νομοθεσία του Κράτους αυτού.
Αρθρο 22.
Εφ` όσον το δικαίωμα για επιδόματα παιδιών σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός συμβαλλόμενου Κράτους προϋποθέτει τη συμπλήρωση ορισμένων περιόδων ασφάλισης, τέτοιες περίοδοι που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους συνυπολογίζονται, εφ` όσον δε συμπίπτουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Διατάξεις που ισχύουν για όλες τις παροχές
Αρθρο 23
Χρόνος ασφάλισης.
1. Για την εφαρμογή των Κεφαλαίων 1-4:
(α) Μία εβδομάδα εισφορών σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία εξομοιώνεται με έξι ημέρες ασφάλισης σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία. (β) Ο αριθμός των εβδομάδων εισφορών σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία για περιόδους ασφάλισης που αρχίζουν την ή μετά την 6η Οκτωβρίου 1980 προσδιορίζεται από τη διαίρεση του συνόλου των ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου που πληρώθηκαν και πιστώθηκαν μέσα σε κάθε έτος εισφορών, σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία, δια του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών που ισχύει κατά το έτος αυτό. Ο αριθμός των εβδομάδων που προσδιορίζεται με τον τρόπο αυτόν δε μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των ημερολογιακών εβδομάδων οι οποίες εμπίπτουν μέσα στο οικείο έτος εισφορών ή μέσα στην τυχόν μικρότερη περίοδο ασφάλισης.
(γ) Εξι ημέρες ασφάλισης σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία εξομοιώνονται με ασφαλιστέες αποδοχές ίσες με το γινόμενο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία, επί 1,04. Με το γινόμενο αυτό εξομοιώνεται επίσης και τυχόν υπόλοιπο ημερών που προκύπτει από τη μετατροπή αυτή.
2. Σε περίπτωση σύμπτωσης περιόδων ασφάλισης στα δύο συμβαλλόμενα Κράτη, το κάθε Κράτος λαμβάνει υπόψη τις περιόδους που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
3. Οι περίοδοι ασφάλισης λαμβάνονται υπόψη όπως καθορίζεται από τη νομοθεσία σύμφωνα με την οποία πραγματοποιήθηκαν.
Αρθρο 24.
Αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη. 1. Οι χρηματικές παροχές σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία υπολογίζονται με βάση μόνο τις αποδοχές του ασφαλισμένου που αφορούν περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή.
2. Κατά τον υπολογισμό των συμπληρωματικών παροχών σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία λαμβάνονται υπόψη μόνο περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή.
Αρθρο 25
Μέλη οικογένειας.
Αν, σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, το ποσό των χρηματικών παροχών ποικίλει ανάλογα με την ύπαρξη ή τον αριθμό των μελών οικογένειας, ο αρμόδιος φορέας λαμβάνει υπόψη για τον υπολογισμό των παροχών και τα μέλη οικογένειας που κατοικούν στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.
ΜΕΡΟΣ Δ`
Διάφορες διατάξεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Διοικητική συνεργασία Αρθρο 26
Γενικά.
1. Οι αρμόδιες αρχές θα παίρνουν όλα τα αναγκαία διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης και θα ανακοινώνουν αμοιβαία κάθε πληροφορία σχετικά με τις τροποποιήσεις της νομοθεσίας τους, που μπορεί να επηρεάσουν ενδεχομένως την εφαρμογή της.
2. Το ευεργέτημα των απαλλαγών από τέλη ή χαρτόσημα, που προβλέπεται από τη νομοθεσία του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη για τα έγγραφα ή δικαιολογητικά που υποβάλλονται για την εφαρμογή της νομοθεσίας του Κράτους αυτού, επεκτείνεται και στα αντίστοιχα έγγραφα ή δικαιολογητικά, που εκδίδονται για την εφαρμογή της νομοθεσίας του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.
3. Ολα τα έγγραφα, που υποβάλλονται σε εκτέλεση της παρούσας Σύμβασης, απαλλάσσονται από τη θεώρηση νομιμοποίησης από τις διπλωματικές και προξενικές αρχές.
4. Για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης οι υπηρεσίες θα αλληλογραφούν μεταξύ τους στην ελληνική γλώσσα.
Αρθρο 27
Υποβολή αιτήσεων.
Οι αιτήσεις, δηλώσεις ή προσφυγές, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται για την εφαρμογή της νομοθεσίας ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη μέσα σε ορισμένη προθεσμία σε αρχή ή οργανισμό του Κράτους αυτού, γίνονται δεκτές αν υποβάλλονται μέσα στην ίδια προθεσμία σε αρχή ή οργανισμό του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
Αρθρο 28
Εξοφλήσεις χρηματικών παροχών – Προκαταβολές.
1. Ο αρμόδιος φορέας του ενός συμβαλλόμενου Κράτους, ο οποίος οφείλει χρηματικές παροχές, σε εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, σε δικαιούχους που διαμένουν στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου κράτους, εξοφλεί έγκαιρα τις παροχές αυτές στον τόπο διαμονής του δικαιούχου στο νόμισμα του πρώτου Κράτους ή σε οποιοδήποτε άλλο ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα.
2. Οι μεταφορές των ποσών σε εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης θα λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τις ισχύουσες σχετικές συμφωνίες μεταξύ των συμβαλλόμενων Κρατών.
3. Προκαταβολές, που έχουν καταβληθεί σε δικαιούχο από φορέα ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, παρακρατούνται με αίτηση του εν λόγω φορέα από τον αρμόδιο φορέα του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους από το ποσό που έχει να λάβει ο δικαιούχος από τον τελευταίο αυτόν φορέα.
4. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει προκειμένου και για παροχές που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως.
Αρθρο 29
Επίλυση αμφισβητήσεων. Κάθε αμφισβήτηση μεταξύ των συμβαλλόμενων Κρατών, σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης, θα αποτελεί αντικείμενο άμεσων διαπραγματεύσεων μεταξύ των αρμόδιων αρχών των συμβαλλόμενων Κρατών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Μεταβατικές και τελικές διατάξεις. Αρθρο 30.
1. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται επίσης σε ασφαλιστικές περιπτώσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της. Ομως σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση δεν καταβάλλονται παροχές για περιόδους που προηγούνται από την έναρξη της ισχύος της, ενώ περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν πρίν από την έναρξη ισχύος λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του δικαιώματος σε παροχές.
2. Μετά από σχετική αίτηση, παροχή, που χορηγήθηκε πρίν από την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης, ανακαθορίζεται με βάση τις διατάξεις αυτής. Τέτοιες παροχές μπορούν επίσης να ανακαθοριστούν χωρίς αίτηση. Ο ανακαθορισμός αυτός δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της παροχής που καταβάλλεται από κάθε συμβαλλόμενο Κράτος.
3. Διατάξεις στις νομοθεσίες των συμβαλλόμενων Κρατών που αφορούν την παραγραφή ή διακοπή του δικαιώματος παροχών δεν ισχύουν για δικαιώματα που προκύπτουν από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 με την προϋπόθεση πάντοτε ότι ο δικαιούχος υποβάλλει την αίτησή του για παροχή μέσα σε δύο χρόνια από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Σύμβασης. Αν η αίτηση υποβληθεί αργότερα, παροχές καταβάλλονται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης πάντοτε με τον όρο, ότι δεν ισχύουν ευνοϊκότερες διατάξεις σύμφωνα με τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου Κράτους που πρόκειται να καταβάλει την παροχή και ότι το δικαίωμα για παροχή δεν έχει παραγραφεί ή ανασταλεί.
4. Μέχρι την ημερομηνία που θα αρχίσει η εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, θα εξακολουθήσουν να ισχύουν οι διατάξεις της από 2 Μαρτίου 1978 Σύμβασης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την από 1 Δεκεμβρίου 1981 Σύμβαση μεταξύ των δύο Κρατών.
Αρθρο 31
1. Η παρούσα Σύμβαση θα επικυρωθεί σύμφωνα με τις αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις και θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο θα έχουν ανταλλαγεί τα όργανα επικύρωσης.
2. Τα όργανα επικύρωσης θα ανταλλαγούν το γρηγορότερο δυνατό στην Αθήνα.
3. Η Σύμβαση συνομολογείται για αόριστη διάρκεια αρχίζοντας από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της. Δύναται να καταγγελθεί από το ένα από τα συμβαλλόμενα Κράτη ύστερα από ειδοποίηση πρός το άλλο συμβαλλόμενο Κράτος. Η ισχύς της Σύμβασης τερματίζεται την 31η Δεκεμβρίου του έτους που ακολουθεί το έτος μέσα στο οποίο δίδεται η ειδοποίηση.
4. Αν η Σύμβαση παύσει να ισχύει κατόπιν καταγγελίας, τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν από ένα πρόσωπο με βάση τις διατάξεις της Σύμβασης εξακολουθούν να ισχύουν και γίνονται διαπραγματεύσεις με σκοπό τη διευθέτηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων που βρίσκονται στο στάδιο της απόκτησης με βάση τη Σύμβαση.
5. Διοικητικός Κανονισμός θα ρυθμίσει τα σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης θέματα. ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΑΥΤΟΥ, οι πληρεξούσιοι των δύο συμβαλλόμενων Κρατών υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.
Εγινε στη Λευκωσία στις 25 Απριλίου 1989, σε δύο πρωτότυπα στην ελληνική γλώσσα και τα δύο κείμενα έχουν την ίδια ισχύ.
Για την Κυβέρνηση της Για την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας Κυπριακής Δημοκρατίας
Διοικητικός Κανονισμός εφαρμογής της σύμβασης κοινωνικής ασφάλειας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 5 της Σύμβασης Κοινωνικής Ασφάλειας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας που υπογράφτηκε στη Λευκωσία στις 25 Απριλίου 1989, το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Ελλάδας και το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Κύπρου συμφώνησαν στις ακόλουθες διατάξεις για την εφαρμογή της Σύμβασης.
ΜΕΡΟΣ 1
Γενικές Διατάξεις
Αρθρο 1
Ορισμοί
Οι όροι και οι φράσεις που χρησιμοποιούνται στα επόμενα άρθρα έχουν την έννοια που αποδίδεται σ` αυτούς στο άρθρο 1 της Σύμβασης.
Αρθρο 2
Υπηρεσίες Σύνδεσμοι.
1. Υπηρεσίες Σύνδεσμοι αρμόδιες για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης είναι:
Α) Στην Ελλάδα:
α) Ο Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) για την ασφάλιση ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα. β) Ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) για την ασφάλιση των αγροτών.
γ) Το Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) για τα υπόλοιπα συστήματα ασφάλισης.
Β) Στην Κύπρο:
Το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 2. Για την εφαρμογή της Σύμβασης οι Υπηρεσίες Σύνδεσμοι επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους καθώς και με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Επίσης παρέχουν αμοιβαία τη βοήθειά τους και συντάσσουν σε συνεργασία τα απαραίτητα έντυπα σύνδεσης τα οποία υποκαθιστούν την αποστολή δικαιολογητικών εγγράφων με εξαίρεση τις ιατρικές γνωματεύσεις.
ΜΕΡΟΣ 2
Διατάξεις για την εφαρμοστέα νομοθεσία
Αρθρο 3
Στις περιπτώσεις των άρθρων 7 και 8 παρ. 2 και 3 πρέπει να βεβαιώνεται η συνέχιση εφαρμογής της νομοθεσίας του Κράτους που αποσπά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Η βεβαίωση εκδίδεται:
Στην Ελλάδα: Από το Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.). Στην Κύπρο: Από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Αρθρο 4 Προαιρετική ασφάλιση.
Για την εφαρμογή του άρθρου 9 παρ. 2 της Σύμβασης από αρμόδιο φορέα του ενός συμβαλλόμενου κράτους, εκδίδεται βεβαίωση σχετική με τις περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, μετά από αίτηση είτε του ενδιαφερομένου είτε του αρμόδιου φορέα.
Η βεβαίωση αυτή εκδίδεται:
Στην Ελλάδα: Από τον αρμόδιο φορέα Στην Κύπρο: Από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
ΜΕΡΟΣ 3
Εφαρμογή ειδικών διατάξεων για παροχές
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Παροχές Ασθένειας – Μητρότητας
Αρθρο 5 Συνυπολογισμός περιόδων ασφάλισης
Για την εφαρμογή του άρθρου 11 παρ. 1 και του άρθρου 12 παρ. 1 εδ. (α) της Σύμβασης από τον αρμόδιο φορέα του ενός συμβαλλόμενου Κράτους εκδίδεται βεβαίωση σχετική με τις περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους μετά από αίτηση είτε του ενδιαφερομένου είτε του αρμόδιου φορέα.
Η βεβαίωση αυτή εκδίδεται:
Στην Ελλάδα: Από τον αρμόδιο φορέα για την ασφάλιση ασθένειας. Στην Κύπρο: Από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Αρθρο 6
Χρηματικές παροχές ασθένειας – μητρότητας.
1. Για την εφαρμογή του άρθρου 11 παρ. 2 εδάφ. (α) της Σύμβασης, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ζητά από το φορέα του τόπου διαμονής βεβαίωση ανικανότητας για εργασία, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με την νομοθεσία του φορέα αυτού, γνωστοποιώντας επίσης τη διεύθυνση κατοικίας του και τον αρμόδιο φορέα στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος.
Η βεβαίωση αυτή στέλνεται αμέσως από το φορέα του τόπου διαμονής στον αρμόδιο φορέα του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.
2. Ο φορέας του τόπου διαμονής πραγματοποιεί σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του τον ιατρικό και διοικητικό έλεγχο των ενδιαφερομένων προσώπων και ειδοποιεί αμέσως τον αρμόδιο φορέα του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους για τη λήξη της ανικανότητας για εργασία.
3. Φορείς του τόπου διαμονής σύμφωνα με την έννοια των προηγούμενων διατάξεων είναι:
Στην Ελλάδα:
Στην Κύπρο: Το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 4. Ο αρμόδιος φορέας στέλνει απευθείας στο δικαιούχο τις παροχές σε χρήμα.
Αρθρο 7
Μεταφορά τόπου διαμονής δικαιούχου παροχών ασθένειας.
1. Στις περιπτώσεις του άρθρου 11 παράγραφος 2 εδάφ. (β) και (γ) της Σύμβασης, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να είναι εφοδιασμένο με βεβαίωση του αρμόδιου φορέα στην οποία θα αναγράφεται η έναρξη και η πιθανή διάρκεια της ανικανότητας για εργασία.
2. Οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του προηγούμενου άρθρου ισχύουν ανάλογα.
3. Σε περίπτωση παράτασης της ανικανότητας εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6.
Αρθρο 8
Συρροή αξιώσεων για παροχές ασθένειας – μητρότητας και για έξοδα κηδείας.
Για την εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφοι 3 και 4 καθώς και του άρθρου 12 παρ. 2 της Σύμβασης οι αρμόδιοι φορείς των δύο συμβαλλόμενων Κρατών ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πληροφορίες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Συντάξεις γήρατος – αναπηρίας – θανάτου.
Αρθρο 9
Υποβολή αιτήσεων για σύνταξη.
1. Πρόσωπο που διαμένει στην περιοχή του ενός συμβαλλόμενου Κράτους και ζητάει σύνταξη αποκλειστικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, υποβάλλει στην Υπηρεσία Σύνδεσμο της χώρας διαμονής του αίτηση με τα σχετικά δικαιολογητικά. Η Υπηρεσία Σύνδεσμος στέλνει χωρίς καθυστέρηση την αίτηση και τα δικαιολογητικά στον αρμόδιο φορέα του άλλου συμβαλλλόμενου Κράτους. 2. Εφ` όσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει πραγματοποιήσει περιόδους ασφάλισης κατά τις διατάξεις και των δύο συμβαλλόμενων Κρατών και ζητάει συνταξιοδοτικές παροχές, η αίτηση υποβάλλεται στον αρμόδιο φορέα του τόπου διαμονής.
3. Αν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διαμένει σε τρίτο κράτος, η αίτηση απευθύνεται στην Υπηρεσία Σύνδεσμο της χώρας, στη νομοθεσία της οποίας ήταν τελευταία ασφαλισμένος.
4. Τυχόν απαιτούμενες ιατρικές εξετάσεις πραγματοποιούνται από τον οριζόμενο στο άρθρο 6 παρ. 3 του Κανονισμού φορέα του τόπου διαμονής.
Αρθρο 10
Εξέταση αίτησης.
1. Οι αρμόδιοι φορείς και των δύο συμβαλλόμενων Κρατών χρησιμοποιούν έντυπο σύνδεσης στο οποίο συμπληρώνουν την ημερομηνία της αίτησης και τα προσωπικά στοιχεία καθώς και τις περιόδους ασφάλισης που διανύθηκαν σύμφωνα με τις νομοθεσίες τους – πραγματικές και εξομοιούμενες.
2. Οι αρμόδιοι φορείς παρέχουν οποιοδήποτε στοιχείο ή πληροφορία που είναι απαραίτητα για τον προσδιορισμό του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύμφωνα με τις νομοθεσίες τους καθώς και τις ιατρικές γνωματεύσεις.
3. Οι αρμόδιοι φορείς κοινοποιούν μεταξύ τους τις συνταξιοδοτικές αποφάσεις που εκδίδουν στέλνοντας παράλληλα την απόφαση τους και στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Αρθρο 11
Πληρωμές.
Ο αρμόδιος φορέας καταβάλλει τις συντάξεις απευθείας στους δικαιούχους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές
ασθένειες.
Αρθρο 12 Πληροφορίες μεταξύ των αρμόδιων φορέων.
Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 της Σύμβασης οι αρμόδιοι φορείς των δύο συμβαλλόμενων Κρατών ανταλλάσσουν τις απαραίτητες πληροφορίες.
Αρθρο 13
Καταβολή χρηματικών παροχών.
1. Για την καταβολή των χρηματικών παροχών ασθένειας από εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια εφαρμόζονται ανάλογα τα άρθρα 6 και 7 του παρόντος Κανονισμού.
2. Για την καταβολή των χρηματικών παροχών συντάξεων λόγω αναπηρίας ή θανάτου από εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια εφαρμόζονται ανάλογα τα άρθρα 9, 10 και 11 του παρόντος Κανονισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Παροχές ανεργίας
Αρθρο 14
1. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 19 της Σύμβασης από φορέα του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, εκδίδεται βεβαίωση για τις χρονικές περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν κατά τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, μετά από αίτηση είτε του ενδιαφερομένου προσώπου είτε της αρμόδιας Υπηρεσίας Συνδέσμου.
2. Για τον καθορισμό της διάρκειας της επιδότησης σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 19 της Σύμβασης από τον αρμόδιο φορέα του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη, εκδίδεται βεβαίωση για τον αριθμό των ημερών επιδότησης τις οποίες ο ενδιαφερόμενος έλαβε κατά τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες, μετά από αίτηση είτε του ενδιαφερόμενου προσώπου είτε της αρμόδιας Υπηρεσίας Συνδέσμου.
3. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 20 της Σύμβασης, εκδίδεται βεβαίωση από τον αρμόδιο ελληνικό φορέα για τις περιόδους ασφάλισης, τις οποίες ο ενδιαφερόμενος πραγματοποίησε στην Ελλάδα και για τον αριθμό των ημερών για τις οποίες έλαβε επίδομα ανεργίας κατά την ελληνική νομοθεσία, μετά απο αίτηση είτε του ενδιαφερόμενου προσώπου είτε της αρμόδιας Υπηρεσίας Συνδέσμου.
Αρθρο 15
Επιδόματα παιδιών.
1. Για την εφαρμογή των διατάξεων περί καταβολής επιδόματος παιδιών σε παιδιά που κατοικούν στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να προσκομίσει, μαζί με την αίτηση του, βεβαίωση οικογενειακής κατάσταση που εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους αυτού.
Επίσης οφείλει να πληροφορεί τον αρμόδιο φορέα για κάθε μεταβολή:
α) στην κατάσταση των μελών της οικογένειάς του που μπορεί να διαφοροποιήσει το δικαίωμα για επιδόματα παιδιών:
β) στον αριθμό των μελών της οικογένειάς του, για τα οποία οφείλονται επιδόματα παιδιών:
γ) για κάθε μεταφορά της κατοικίας ή της διαμονής των μελών της οικογένειας:
δ) για κάθε άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας λόγω της οποίας οφείλονται επιδόματα παιδιών στην περιοχή που έχουν τα μέλη της οικογένειας την κατοικία τους. 2. Από τον αρμόδιο φορέα του συμβαλλόμενου Κράτους όπου κατοικούν τα παιδιά βεβαιώνεται αν για τα παιδιά αυτά καταβάλλεται επίδομα σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού.
3. Για την εφαρμογή του άρθρου 22 της Σύμβασης από το φορέα του ενός από τα συμβαλλόμενα Κράτη εκδίδεται βεβαίωση περί των χρονικών περιόδων ασφάλισης κατά τη νομοθεσία του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, είτε μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου είτε της αρμόδιας Υπηρεσίας Συνδέσμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Διατάξεις που ισχύουν για όλες τις παροχές.
Αρθρο 16
Απόδοση δαπανών.
1. Δαπάνες για έξοδα διοίκησης και για την πραγματοποίηση ιατρικών εξετάσεων δεν αποδίδονται.
2. Η απόδοση των παροχών ανεργίας που προβλέπεται στο άρθρο 20 της Σύμβασης διενεργείται κάθε εξάμηνο από τον οφειλέτη ελληνικό φορέα στον αρμόδιο κυπριακό φορέα.
Αρθρο 17
Διαβίβαση αιτήσεων.
Οι αιτήσεις, δηλώσεις ή προσφυγές που υποβάλλονται για την εφαρμογή της νομοθεσίας του ενός συμβαλλόμενου Κράτους σε αρχή ή οργανισμό του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους διαβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση στον αρμόδιο φορέα του πρώτου συμβαλλόμενου Κράτους, αφού βεβαιωθεί και η ημερομηνία υποβολής τους.
Αρθρο 18
Στατιστικά στοιχεία.
Οι αρμόδιοι φορείς πρέπει να στέλνουν στην αρμόδια Υπηρεσία Σύνδεσμο ετήσιο στατιστικό πίνακα σχετικά με τις πληρωμές που έγιναν απ` αυτούς στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης.
Οι πίνακες ανταλλάσσονται από τις Υπηρεσίες Συνδέσμους.
ΜΕΡΟΣ 4
Τελικές διατάξεις
Αρθρο 19
Εναρξη ισχύος.
Ο παρών Κανονισμός τίθεται σε ισχύ ταυτόχρονα με τη Σύμβαση.
ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΑΥΤΟΥ οι πληρεξούσιοι των δύο συμβαλλόμενων Κρατών υπέγραψαν τον παρόντα Κανονισμό. Εγινε στη Λευκωσία στις 25 Απριλίου 1989, σε δύο πρωτότυπα στην ελληνική γλώσσα και τα δύο κείμενα έχουν την ίδια ισχύ.
Η ισχύς του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμβασης και του Διοικητικού Κανονισμού εφαρμογής της, που κυρώνονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 31 και 19 αυτών αντίστοιχα.