ΝΟΜΟΣ 1934/8.3.1991

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Τροποποίηση του ν. 703/1977 “Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού”.

Άρθρο 1
Το άρθρο 4 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 4

Συγκέντρωση επιχειρήσεων

1. Η συγκέντρωση επιχειρήσεων δεν εμπίπτει καθεαυτή στην  απαγόρευση       του άρθρου 1 παρ. 1 του παρόντος.

2. Συγκέντρωση πραγματοποιείται όταν:

α)  συγχωνεύονται  με  κάθε  τρόπο  δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις    οποιασδήποτε μορφής,

β) ένα ή περισσότερα πρόσωπα,  που  ελέγχουν  ήδη  τουλάχιστον  μία     επιχείρηση, ή μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, αποκτούν άμεσα ή έμμεσα       τον   έλεγχο   του  συνόλου  ή  τμημάτων  μιας  ή  περισσότερων  άλλων       επιχειρήσεων. Ως έλεγχος νοείται η δυνατότητα καθορισμού  της  δράσεως    μιας  επιχειρήσεως,  που  επιτυγχάνεται  με  την απόκτηση περιουσιακών       στοιχείων ή δικαιωμάτων συμμετοχής στην επιχείρηση.

3. Δεν θεωρείται ότι συντρέχει περίπτωση συγκεντρώσεως όταν:

α)  τράπεζες,  πιστωτικά  ιδρύματα   ή   άλλοι   χρηματοοικονομικοί    οργανισμοί  ή ασφαλιστικές εταιρείες, στις συνήθεις δραστηριότητες των   οποίων περιλαμβάνεται η εμπορία και  διαπραγμάτευση  τίτλων,  αποκτούν       δικαιώματα  συμμετοχής  σε  μία  επιχείρηση,  με  σκοπό  την περαιτέρω       διάθεσή τους, εφ` όσον η διάθεση αυτή πραγματοποιείται εντός έτους από  την  ημερομηνία  αποκτήσεως  και  στο  διάστημα  αυτό  δεν  ασκούν  τα   δικαιώματα  ψήφου  που  παρέχει  το  δικαίωμα  συμμετοχής, με σκοπό να  επηρεάσουν την ανταγωνιστική συμπεριφορά της επιχειρήσεως  αυτής  στην  αγορά.

β) η απόκτηση δικαιωμάτων συμμετοχής πραγματοποιείται από εταιρείες   επενδύσεων  χαρτοφυλακίου  και  τα  δικαιώματα  αυτά  ασκούνται για τη   διασφάλιση ακέραιας της αξίας των επενδύσεων αυτών  και  όχι  για  τον       επηρεασμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των σχετικών επιχειρήσεων”.

Άρθρο 2
Μετά  το  άρθρο  4 προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα 4α, 4β, 4γ, 4δ και       4ε:

“Αρθρο 4α

Γνωστοποίηση συγκεντρώσεων επιχειρήσεων.

1. Κάθε συγκέντρωση  επιχειρήσεων  πρέπει  να  γνωστοποιείται  εντός       μηνός  από  την  πραγματοποίησή  της  στην αρμόδια για τον ανταγωνισμό       υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου.

2. Κατ` εξαίρεση δεν απαιτείται γνωστοποίηση όταν:

α) το μερίδιο συμμετοχής στην αγορά των  αγαθών  ή  υπηρεσιών,  που       αφορά  η  συγκέντρωση,  αντιπροσωπεύει  στην  εθνική  αγορά  ή  σε ένα       σημαντικό τμήμα της μέχρι 10% του συνολικού κύκλου  εργασιών  ή

β)   ο   συνολικός  κύκλος  εργασιών  όλων  των  επιχειρήσεων,  που       συμμετέχουν στη συγκέντρωση, κατά  τα  οριζόμενα  στο  άρθρο  4ε,  δεν       υπερβαίνει   στην   εθνική  αγορά  το  σε  δραχμές  ισόποσο  των  δέκα       εκατομμυρίων (10.000.000) Ευρωπαϊκών Λογιστικών Μονάδων (ECU).

3. Υποχρεούνται σε γνωστοποίηση:

α) σε περίπτωση που η συγκέντρωση  αποτελεί  αντικείμενο  συμφωνίας       των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση, η καθεμία από αυτές,

β)  σε  όλες  τις  άλλες  περιπτώσεις τα πρόσωπα, οι επιχειρήσεις ή       ομάδες προσώπων ή επιχειρήσεων που αποκτούν έλεγχο  στο  σύνολο  ή  σε       τμήματα μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων.

4.  Με  απόφαση  του Υπουργού Εμπορίου, μετά από γνώμη της Επιτροπής       Ανταγωνισμού, καθορίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο της γνωστοποιήσεως       και κάθε άλλο σχετικό μ` αυτή θέμα.

5.  Ο  Υπουργός  Εμπορίου  μπορεί,  μετά  από  γνώμη  της  Επιτροπής       Ανταγωνισμού,  να  επιβάλλει  πρόστιμο  ύψους  μέχρι  3% του συνολικού       κύκλου εργασιών, όπως  αυτός  ορίζεται  στο  άρθρο  4ε,  σε  περίπτωση       υπαιτίου παραλείψεως της υποχρεώσεως προς γνωστοποίηση”.

“Αρθρο 4β

Συγκέντρωση ομοειδών επιχειρήσεων υπαγόμενη σε                               προληπτικό έλεγχο.

1.  Με  κοινή  απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου,       είναι δυνατό να υπαχθούν σε προληπτικό έλεγχο  συγκεντρώσεως  ομοειδών       επιχειρήσεων,  που  ανήκουν  σε  κλάδους, στους οποίους κρίνεται ότι η       αύξηση του βαθμού συγκεντρώσεως μπορεί  να  οδηγήσει  σε  παρεμπόδιση,       περιορισμό  ή  νόθευση  του  ανταγωνισμού  στο  σύνολο  ή σε μέρος της       εθνικής αγοράς, ιδιαίτερα, με τη δημιουργία ή την ενίσχυση δεσπόζουσας       θέσης.

2. Κάθε σχέδιο συγκεντρώσεως σε επιχειρηματικό κλάδο, για τον  οποίο       προβλέπεται  προληπτικός  έλεγχος συγκεντρώσεων, σύμφωνα με την παρ. 1       του παρόντος άρθρου, πρέπει να γνωστοποιείται  στην  αρμόδια  για  τον       ανταγωνισμό υπηρεσία πριν από την πραγματοποίησή του όταν:

α)  το μερίδιο συμμετοχής όλων των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη       συγκέντρωση, στη συνολική εθνική αγορά ή σε σημαντικό τμήμα αυτής, των       προϊόντων και υπηρεσιών της αυτής  χρήσης  αντιπροσωπεύει  τουλάχιστον       35% του συνολικού κύκλου εργασιών ή

β)   ο   συνολικός  κύκλος  εργασιών  όλων  των  επιχειρήσεων,  που       συμμετέχουν στη συγκέντρωση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4ε, φθάνει  ή       υπερβαίνει  το  σε  δραχμές  ισόποσο  των εβδομήντα πέντε εκατομμυρίων       (75.000.000) ECU.

3. Η συγκέντρωση, που αφορά σε επιχειρηματικούς κλάδους,  οι  οποίοι       έχουν  υπαχθεί  σε  προληπτικό έλεγχο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην       παρ. 1, απαγορεύεται, αν μπορεί να οδηγήσει σε παρεμπόδιση, περιορισμό       ή νόθευση του ανταγωνισμού στο σύνολο ή σε μέρος της  εθνικής  αγοράς,       ιδιαίτερα  με  τη  δημιουργία  ή  την  ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης. Στα       πλαίσια της εκτιμήσεως της δυνατότητας μιας συγκεντρώσεως επιχειρήσεων       να παρεμποδίσει, περιορίσει ή νοθεύσει  τον  ανταγωνισμό,  λαμβάνονται       υπόψη  ιδιαίτερα  το  μερίδιο  συμμετοχής  τους  στη  σχετική αγορά, η       χρηματοδοτική και οικονομική τους δύναμη, η  πρόσβασή  τους  σε  πηγές       εφοδιασμού  ή  στις αγορές νομικών ή πραγματικών εμποδίων εισόδου στην       αγορά και  η  εξέλιξη  της  προσφοράς  και  ζήτησης  των  προϊόντων  ή       υπηρεσιών που αφορά η συγκέντρωση”.

“Αρθρο 4γ

Διαδικασία προληπτικού ελέγχου συγκεντρώσεων.

1.  Αν  ο  Υπουργός  Εμπορίου,  μετά  από  γνωμοδότηση της Επιτροπής       Ανταγωνισμού,  κρίνει  ότι  μια  συγκέντρωση  απαγορεύεται  κατά   τις       διατάξεις  του  άρθρου 4β, παρ. 3, εκδίδει απόφαση εντός δύο (2) μηνών       από  την  ημερομηνία  γνωστοποιήσεως,  με  την  οποία  απαγορεύει  την       πραγματοποίηση  της  συγκεντρώσεως.  Κατ` εξαίρεση, ο Υπουργός μπορεί,       μετά απο γνωμοδότηση της  Επιτροπής  Ανταγωνισμού,  να  επιτρέπει  τις       συγκεντρώσεις που παρουσιάζουν γενικότερα οικονομικά πλεονεκτήματα, τα       οποία  αντισταθμίζουν  τον περιορισμό του ανταγωνισμού που θα προκύψει       από τη  συγκέντρωση  ή  που  είναι  απαραίτητες  για  την  εξυπηρέτηση       σημαντικών  συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου. Η ανωτέρω απόφαση περί       της χορηγήσεως εξαιρέσεως μπορεί να συνοδεύεται από την επιβολή όρων ή       υποχρεώσεων,  που  θα  αποβλέπουν  στη  διασφάλιση   συνθηκών   υγιούς       ανταγωνισμού.

2.  Εφ`  όσον  η  προθεσμία  της  προηγούμενης  παραγράφου  παρέλθει       άπρακτη, θεωρείται  ότι  χορηγήθηκε  η  έγκριση  πραγματοποιήσεως  της       συγκεντρώσεως.

3.  Η  προθεσμία της παραγράφου 1 μπορεί να παραταθεί με απόφαση του       Υπουργού εμπορίου:

α) αν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη  γνωστοποίηση  δεν  είναι       πλήρη ή

β) αν  η  γνωστοποίηση  είναι  λανθασμένη  ή  παραπλανητική.   Στις       περιπτώσεις  αυτές,  η προθεσμία της παρ. 1 αρχίζει από την ημερομηνία       της προσήκουσας γνωστοποιήσεως, μπορεί δε, επίσης, να  παραταθεί  μετά       από αίτηση των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση.

4. Ο Υπουργός Εμπορίου μπορεί, μετά από  γνωμοδότηση  της  Επιτροπής       Ανταγωνισμού, να ανακαλέσει την απόφαση περί χορηγήσεως εξαιρέσεως της       παρ.   1,   αν  η  έκδοσή  της  στηρίχθηκε  σε  ελλιπή,  λανθασμένα  ή       παραπλανητικά στοιχεία ή αν προκύψει παράβαση των όρων ή  υποχρεώσεων,       που συνοδεύουν την απόφαση.

5.   Αν  ο  Υπουργός  Εμπορίου,  μετά  από γνωμοδότηση της Επιτροπής       Ανταγωνισμού,  καταλήξει   στο   συμπέρασμα   ότι   η   κοινοποιηθείσα      συγκέντρωση  δεν  εμπίπτει  στο  πεδίο  εφαρμογής  του παρόντος νόμου,       εκδίδει σχετική απόφαση”.

“Αρθρο 4δ

Απαγόρευση πραγματοποιήσεως συγκεντρώσεων.

1. Μέχρι την έκδοση της υπουργικής αποφάσεως κατά το άρθρο 4γ παρ. 1       ή την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 4γ παρ.  3,  απαγορεύεται  η       πραγματοποίηση  της συγκεντρώσεως. Η παράβαση της απαγορεύσεως αυτής ή       κάποιου από τους όρους ή  υποχρεώσεις  του  άρθρου  4γ  παρ.  1  εδάφ.       τελευταίο  συνεπάγεται  την  επιβολή  προστίμου,  ύψους  μέχρι 15% του       συνολικού  κύκλου  εργασιών  των  επιχειρήσεων,  που  συμμετέχουν  στη       συγκέντρωση,  όπως  αυτός  ορίζεται  στο  άρθρο  4ε.  Το πρόστιμο αυτό       επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου.

2. Σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της  συγκεντρώσεως,  κατά  παράβαση       της προηγούμενης παραγράφου, ο Υπουργός Εμπορίου, μετά από γνωμοδότηση       της   Επιτροπής   Ανταγωνισμού,   διαπιστώνοντας   την  ακυρότητα  της       δικαιοπραξίας, με την οποία αποκτήθηκε ο έλεγχος, μπορεί ή να διατάξει       τη διάσπαση της επιχειρήσεως που  προέκυψε  από  τη  συγκέτρωση  ή  το       διαχωρισμό   των   περιουσιακών   στοιχείων,  που  αποκτήθηκαν  με  τη       συγκέντρωση ή τον τερματισμό του ελέγχου ή  όποιο  άλλο  μέτρο  κρίνει       πρόσφορο  για  την  αποκατάσταση  του ανταγωνισμού που παρεμποδίζεται,       περιορίζεται ή νοθεύεται με την πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως. Η μη       συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή συνεπάγεται επιβολή  προστίμου  ύψους       μέχρι   15%  του  συνολικού  κύκλου  εργασιών  των  επιχειρήσεων,  που       συμμετείχαν στη συγκέντρωση,  κατά  τα  οριζόμενα  στο  άρθρο  4ε.  Το       πρόστιμο αυτό επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου.

3.   Ο  Υπουργός  Εμπορίου  μπορεί,  μετά  από  αίτηση  και  κατόπιν       γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής Ανταγωνισμού, να επιτρέψει παρέκκλιση  από       την  απαγόρευση  πραγματοποιήσεως  της  συγκεντρώσεως,  προκειμένου να       αποφευχθούν σοβαρές ζημιές εις βάρος μιάς ή περισσότερων επιχειρήσεων,       τις οποίες αφορά η πράξη συγκέντρωσης, ή  εις  βάρος  ενός  τρίτου.  Η       παρέκκλιση  μπορεί  να συνοδεύεται από όρους και υποχρεώσεις που σκοπό       έχουν να εξασφαλίσουν συνθήκες ουσιαστικού ανταγωνισμού”.

“Αρθρο 4ε

Υπολογισμός των μεριδίων συμμετοχής και                         του συνολικού κύκλου εργασιών.

1. Το μερίδιο συμμετοχής στην αγορά, που αναφέρεται  στα  άρθρα  4α,       παρ.  2 περ. α`και β, παρ. 2 περ. α, αντιστοιχεί στο άθροισμα όλων των       μεριδίων αγοράς,  που  κατέχουν  οι  συμμετέχουσες  επιχειρήσεις  στην       εθνική αγορά ή στο τμήμα της εθνικής αγοράς, που αφορά η συγκέντρωση.

2.  Ο  συνολικός κύκλος εργασιών, που αναφέρεται στα άρθρα 4α παρ. 2       περ. β` και 4β παρ. 2 περ. β`, αντιστοιχεί  στο  άθροισμα  των  κύκλων       εργασιών  των  συμμετεχουσών  επιχειρήσεων για το σύνολο των προϊόντων       που  πωλήθηκαν  και  των  υπηρεσιών  του  υπό  εξέταση   κλάδου,   που       προσφέρθηκαν  κατά  την  τελευταία  οικονομική  χρήση,  πριν  από  την       αφαίρεση των  φόρων  και  λοιπών  τελών.  Στον  υπολογισμό  αυτόν  δεν       περιλαμβάνεται  ο  κύκλος  εργασιών  που  προκύπτει απο συναλλαγές που       πραγματοποιούνται μεταξύ επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου.

3. Τα ποσά του κύκλου εργασιών, που αναφέρονται στα άρθρα 4α, παρ. 2       περ. β` και 4β, παρ. 2  περ.  β`,  δύνανται  να  αναπροσαρμόζονται  με       απόφαση   του   Υπουργού  Εμπορίου  ύστερα  από  γνώμη  της  Επιτροπής       Ανταγωνισμού.

4. Στις περιπτώσεις που η συγκέντρωση συνίσταται στην απόκτηση μερών       μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το αν  τα       εν λόγω μέρη έχουν νομική προσωπικότητα, λαμβάνονται υπόψη, όσον αφορά       το  μεταβιβάζοντα,  μόνο  ο  κύκλος εργασιών και το μερίδιο συμμετοχής       στην αγορά, που αντιστοιχούν στο μεταβιβαζόμενο μέρος.

5. Αντί για κύκλο εργασιών, κατά την έννοια των άρθρων  4α  παρ.  2,       περ. β`, 4β παρ. 2, περ. β` και των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος       άρθρου, λαμβάνεται υπόψη:

α)    για   τράπεζες,   πιστωτικά   ιδρύματα,   χρηματοοικονομικούς       οργανισμούς και επιχειρήσεις επενδύσεων χαρτοφυλακίου  το  ένα  δέκατο       των  στοιχείων  του  ενεργητικού  τους,  όπως  αυτό  προκύπτει από τον       ισολογισμό της τελευταίας κλεισμένης χρήσης,

β)  για  ασφαλιστικές  επιχειρήσεις  το  σύνολο   των   ακαθάριστων       ασφαλίστρων της τελευταίας οικονομικής χρήσης.

6.  Με  την  επιφύλαξη  των  διατάξεων της παρ. 2 και της παρ. 4 του       παρόντος άρθρου για τον υπολογισμό του συνολικού κύκλου  εργασιών  και       του  συνολικού  μεριδίου  αγοράς των επιχειρήσεων, που συμμετέχουν στη       συγκέντρωση, αθροίζονται οι κύκλοι εργασιών και τα μερίδια αγοράς:

α) των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση,

β) των επιχειρήσεων που ελέγχουν, κατά την  έννοια  του  άρθρου  4,       παρ.  2, μία τουλάχιστο από τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν άμεσα στη       συγκέντρωση,

γ) των επιχειρήσεων που ελέγχονται, κατά την έννοια του  άρθρου  4,       παρ. 2, από μία από τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη συγκέντρωση”.

Άρθρο 3
Το άρθρο 7 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 7                    Η Διεύθυνση Ερευνας Αγοράς-Ανταγωνισμού.

1.  Για  την  εφαρμογή  και τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου,       αρμόδια είναι  η  Δ/νσηΕρευνας  Αγοράς-Ανταγωνισμού  του  Υπουργείου       Εμπορίου,  οι  αρμοδιότητες  της  οποίας περιγράφονται στο άρθρο 6 του  π.δ.  397/1988 (ΦΕΚ 185 Α`/25.8.88) “Οργανισμός Υπουργείου Εμπορίου”.

2.  Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του  Υπουργού       Εμπορίου, μετά γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μπορεί να ανατίθενται       στη  Δ/νσηΕρευνας  Αγοράς-Ανταγωνισμού  του  Υπουργείου Εμπορίου και       άλλες αρμοδιότητες συναφείς με τον παρόντα νόμο.

3.  Οπου  στον  παρόντα  νόμο  αναφέρεται  η   Υπηρεσία   Προστασίας       Ανταγωνισμού   νοείται   η   Δ/νσηΕρευνας  Αγοράς-Ανταγωνισμού  του       Υπουργείου Εμπορίου.

4. Οι  αρμοδιότητες  της  Δ/νσηςΕρευνας  Αγοράς-Ανταγωνισμού,  που       περιγράφονται  στο άρθρο 6 του π.δ. 397/1988 και αφορούν τις αποφάσεις       του  Υπουργού,  επεκτείνονται  και  στις   αποφάσεις   της   Επιτροπής       Ανταγωνισμού.

Σημ.: όπως το άρθρο 7 καταργήθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 3 Ν.2296/199

Άρθρο 4
Το  άρθρο  8  του ν. 703/1977, όπως αντικαταστάθηκε από τα άρθρα 5-8       της με αριθ. Β3/395/26-4-82 (ΦΕΚ Β 217) κοινής απόφασης  των  Υπουργών       Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εμπορίου, αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 8

Επιτροπή Ανταγωνισμού.

1.  Συνιστάται  στο  Υπουργείο  Εμπορίου  Επιτροπή  Ανταγωνισμού  με       αρμοδιότητα την έκδοση αποφάσεων  και  την  παροχή  γνώμης,  κατά  τις       διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. Η Επιτροπή αυτή είναι επταμελής και απαρτίζεται από:

α) έναν πρόεδρο πρωτοδικών της Διοικητικής Δικαιοσύνης, ως πρόεδρο,

β) έναν πρωτοδίκη της Πολιτικής Δικαιοσύνης,

γ)   έναν   καθηγητή  οποιασδήποτε  καθηγητικής  βαθμίδας  ανώτατου       εκπαιδευτικού  ιδρύματος,  του   εμπορικού   δικαίου   ή   οικονομικών       επιστημών,

δ) έναν εκπρόσωπο της Τράπεζας της Ελλάδος,

ε) έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών,

στ) έναν εκπρόσωπο της Ενωσης Εμπορικών Συλλόγων Ελλάδος και

ζ)  ένα  πρόσωπο  ανεγνωρισμένου  κύρους  και εμπειρίας επί θεμάτων       προστασίας του ανταγωνισμού, ως μέλη.

3.  Γενικός  εισηγητής  στην  Επιτροπή  είναι  ο  προϊστάμενος   της       Διευθύνσεως Ερευνας Αγοράς-Ανταγωνισμού, που συμμετέχει χωρίς ψήφο και  βοηθείται  από  τον  εισηγητή  ή  τους  εισηγητές  της  υπόθεσης,  που       συζητείται κάθε φορά.

4. Χρέη γραμματέα της Επιτροπής  εκτελεί  υπάλληλος  της  Διεύθυνσης  Ερευνας Αγοράς-Ανταγωνισμού.

5.  Ο  πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας της Επιτροπής Ανταγωνισμού       διορίζονται με τριετή θητεία με κοινή  απόφαση  των  Υπουργών  Εθνικής       Οικονομίας,  Δικαιοσύνης και Εμπορίου. Με την ίδια απόφαση ορίζονται ο       αναπληρωτής του προέδρου, ο  οποίος  πρέπει  να  είναι  ισόβαθμος  του       προέδρου,  αναπληρωτές των υπό στοιχεία β) μέχρι και ζ) της παραγράφου       2  των  προβλεπόμενων  μελών  και  ο  αναπληρωτής  του  γραμματέα.   Ο  προιστάμενος της Διευθύνσεως Ερευνας Αγοράς-Ανταγωνισμού, σε περίπτωση       κωλύματός   του,  αναπληρώνεται  από  τον  αναπληρωτή  του  στην  ίδια  διευθυνση.

6. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεδριάζει νομίμως εφ` όσον μετέχουν στη       συνεδρίαση ο πρόεδρος, ή ο αναπληρωτής του, τρία τουλάχιστο μέλη και ο       γραμματέας, αποφασίζει δε κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας  των       παρόντων, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

7.  Κατά  την  ενώπιον  της  Επιτροπής Ανταγωνισμού συζήτηση επί των       υποβαλλόμενων αιτήσεων και καταγγελιών σύμφωνα με  τον  παρόντα  νόμο,       δύνανται   να  παρίσταται  αυτοπροσώπως  ή  μετά  ή  δια  πληρεξουσίου       δικηγόρου οι υποβάλλοντες την  αίτηση  ή  καταγγελία,  οι  οποίοι  και       καλούνται  προς  τούτο  προ  δεκαπέντε  ημερών.  Το  ίδιο  ισχύει  και       προκειμένου περί των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων,  κατά  των       οποίων  κινήθηκε  η  ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού διαδικασία, οι       οποίες και καλούνται προ τριάντα ημερών.

8.  Σε  περίπτωση  παράλειψης,  μη  προσήκουσας  ή  μη   εμπρόθεσμης       κλήτευσης,  δικαιούται  αυτός που δεν παρέστη στη συζήτηση να υποβάλει       αίτηση επανασυζήτησης  ενώπιον  της  Επιτροπής  Ανταγωνισμού  μέσα  σε       προθεσμία  δεκαπέντε  (15)  ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της       αποφάσεως.

9. Στον πρόεδρο, τα μέλη, το γενικό εισηγητή, τους εισηγητές και  το       γραμματέα  της  Επιτροπής  Ανταγωνισμού,  καθώς  και στους αναπληρωτές       τους, χορηγείται κατά συνεδρίαση  αποζημίωση,  που  καθορίζεται,  κατά       παρέκκλιση  των  ισχυουσών  σχετικών  διατάξεων,  με κοινή απόφαση των       Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου.

10. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου, που εκδίδεται μετά  γνώμη  της       Επιτροπής  Ανταγωνισμού,  θεσπίζεται  κάθε  άλλο  θέμα  σχετικά με την       προδικασία των υποθέσεων που εισάγονται σ`αυτήν, τη διαδικασία ενώπιόν      της, τα κωλύματα και την εξαίρεση του  προέδρου,  των  μελών  και  του       γραμματέα  της, την κατάρτιση και δημοσίευση των αποφάσεών της και την       παροχή αντιγράφων ή αποσπασμάτων των αποφάσεων ή γνωμοδοτήσεών της.

11. Οι αποφάσεις και οι  γνωμοδοτήσεις  της  Επιτροπής  Ανταγωνισμού       κοινοποιούνται  με επιμέλεια της Δ/νσηςΕρευνας Αγοράς-Ανταγωνισμού σε       όσους δικαιούνται να ασκήσουν προσφυγή σύμφωνα με  τις  διατάξεις  του       παρόντος νόμου.

12.  Οι  εν  ενεργεία  δικαστικοί  λειτουργοί,  δημόσιοι λειτουργοί,       δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι ν.π.δ.δ., εφ` όσον διορίζονται μέλη της       Επιτροπής Ανταγωνισμού, μπορούν να απαλλάσσονται με  κοινές  αποφάσεις       του  Υπουργού  Εμπορίου και του προϊσταμένου τους υπουργού από τα άλλα       υπηρεσιακά τους καθήκοντα για το χρόνο που συμμετέχουν στην  Επιτροπή.       Ο χρόνος αυτός θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας τους για κάθε       συνέπεια,  σε  καμία  δε περίπτωση η συμμετοχή τους αυτή δεν μπορεί να       επηρεάσει δυσμενώς την υπηρεσιακή τους κατάσταση ή θέση.

Άρθρο 5

1. Μετά το άρθρο 8 του ν. 703/1977 προστίθεται άρθρο 8α ως εξής:

“Αρθρο 8α

1.  Οι αρμοδιότητες του Υπουργού Εμπορίου, που προβλέπονται από  την       περίπτωση  β  `  παράγρ.  11 του άρθρου 66 του π.δ. 397/1988 (ΦΕΚ 185/      25-8-88, τεύχος Α`), ασκούνται με  την  επιφύλαξη  των  διατάξεων  του       παρόντος  νόμου,  από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, όπως αυτή προβλέπεται       από το άρθρο 8 του παρόντος νόμου”.

2. Ο Υπουργός Εμπορίου μπορεί με  τη  σύμφωνη  γνώμη  της  Επιτροπής       Ανταγωνισμού   να  εκδίδει  αποφάσεις,  που  επιτρέπουν  την  εξαίρεση       συμπράξεων κατά κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3  του  παρόντος       νόμου.

3.  Ο  Υπουργός  Εμπορίου  μπορεί  με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής       Ανταγωνισμού να εκδίδει αποφάσεις που προσδιορίζουν κατηγορίες ή  είδη       συμπράξεων  που  δεν  εμπίπτουν  στη  ρύθμιση  του άρθρου 1 παρ. 1 του       παρόντος νόμου.

Άρθρο 6
Στο άρθρο 12 του ν. 703/1977 προστίθεται παράγρ. β`, ως εξής:

“β) Τα όρια των προστίμων και των χρηματικών ποινών, που αναφέρονται       στον παρόντα νόμο,  δύνανται  να  αναπροσαρμόζονται,  με  απόφαση  του       Υπουργού Εμπορίου, μέχρι του δεκαπλασίου αυτών.”

Άρθρο 7
Το άρθρο 14 του ν. 703/1977 τροποποιείται ως εξής:

“Αρθρο 14

Προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

1.  Κατά  των  αποφάσεων  της  Επιτροπής  Ανταγωνισμού  και κατά των       αποφάσεων του Υπουργού Εμπορίου, που εκδίδονται βάσει των  άρθρων  4α,       4γ  και 4δ του παρόντος νόμου, χωρεί προσφυγή σε είκοσι ημέρες από την       κοινοποίηση τους ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

2. Η άσκηση προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως  της       Επιτροπής  Ανταγωνισμού.  Σε περίπτωση όμως υπάρξεως αποχρώντος λόγου,       κατόπιν  αιτήσεως  του  ενδιαφερομένου,   δύναται   ο   Πρόεδρος   του       Διοικητικού  Εφετείου  Αθηνών να αναστείλει εν όλω ή εν εν μέρει ή υπό       όρους, την εκτέλεση της αποφάσεως κατά της οποίας  ασκήθηκε  προσφυγή,  εφαρμοζομένων  αναλόγως των διατάξεων του άρθρου 2, παράγρ. 2 του ν.δ.       4600/1966 “περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών φορολογικών δικαστηρίων”.

3. Προσφυγή δύναται να ασκηθεί:

α) από τις επιχειρήσεις ή ενώσεις  επιχειρήσεων,  κατά  των  οποίων       εκδόθηκε η απόφαση,

β)  από  εκείνον  που υπέβαλε καταγγελία για παράβαση των διατάξεων       του παρόνος νόμου,

γ) από το Δημόσιο δια του Υπουργού Εμπορίου.

4. Η προσφυγή πρέπει να εκδικάζεται εντός τριμήνου από την ημέρα που       περιήλθε στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών. Αναβολή της  συζητήσεως  είναι       δυνατή  μόνο  μία  φορά  για αποχρώντα λόγο σε δικάσιμο που δεν απέχει       πάνω από ένα  μήνα  από  την  αρχική  δικάσιμο,  εκτός  εάν  υφίσταται       περίπτωση συνεκδικάσεως περισσότερων προσφυγών”.

Άρθρο 8
Το άρθρο 15 του ν. 703/1977 τροποποιείται ως εξής:

“Αρθρο 15

Ενδικα μέσα.

1.   Κατά   των  αποφάσεων  του  Διοικητικού  Εφετείου  Αθηνών,  που       εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, επιτρέπεται αίτηση  αναιρέσεως       ενώπιον  του  Συμβουλίου της Επικρατείας στους διατελέσαντες διαδίκους       κατά την ενώπιον  του  Διοικητικού  Εφετείου  Αθηνών  δίκη.  Η  αίτηση       αναιρέσεως  ασκείται  και  συζητείται  σύμφωνα  με  τς  κείμενες  περί       αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διατάξεις.

2. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας επί των τακτικών  διοικητικών       δικαστηρίων δικαιούται σε άσκηση αναιρέσεως και αν δεν υπήρξε διάδικος       κατά  τη  δίκη  κατά  την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Στην       περίπτωση αυτήν η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου  είναι  τρίμηνη       από τη δημοσίευση της αποφάσεως.

3.  Η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να εκδικάζεται εντός τριμήνου από της       ημερομηνίας που περιήλθε στο αρμόδιο δικαστήριο.

Αναβολή της συζητήσεως επιτρέπεται μόνο μία φορά για αποχρώντα  λόγο       σε  δικάσιμο,  που  δεν απέχει περισσότερο από ένα μήνα από την αρχική       δικάσιμο, εκτός εάν  υφίσταται  περίπτωση  συνεκδικάσεως  περισσότερων       αιτήσεων (αναιρέσεως).

4. Οι διατάξεις του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989 (Α 8 Κωδ. Διατ. Νόμων       για  το  Σ.Τ.Ε.) για χορήγηση αναστολής εκτελέσεως διοικητικών πράξεων       που προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως εφαρμόζονται  αναλόγως  και  για       αναστολή   εκτελέσεως   των   αποφάσεων   των   τακτικών   διοικητικών       δικαστηρίων, σε περίπτωση άσκησης κατ` αυτών αναιρέσεως σύμφωνα με τον       νόμο αυτόν.

5.  Οπου  στον  παρόντα  νόμο  αναφέρονται  τα  τακτικά   διοικητικά       δικαστήρια  ή  το  Διοικητικό  Πρωτοδικείο  Αθηνών  και  το Διοικητικό       Εφετείο Αθηνών νοείται ότι η ρύθμιση αφορά μόνο το Διοικητικό  Εφετείο       Αθηνών”.

Άρθρο 9

1.  Η  παράγραφος  1 του άρθρου 18 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως       εξής:

“1. Οι αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και του Συμβουλίου       της Επικρατείας, που εκδίδονται κατόπιν προσφυγής σύμφωνα με αυτόν  το       νόμο, έχουν ισχύ δεδικασμένου. Αν δεν ασκήθηκε (εμπροθέσμως) προσφυγή,       οι  αποφάσεις  της  Επιτροπής  Ανταγωνισμού  και του Υπουργού Εμπορίου       ελέγχονται  από  τα  δικαστήρια   ως   προς   το   κύρος   των,   μόνο       παρεμπιπτόντως”.

2. Στο τέλος της  παραγράφου  3  του  άρθρου  18  του  ν.  703/1977,       προστίθεται  εδάφιο 3, ως εξής:

“Τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων  μπορεί  να  ζητήσει  και  ο  Υπουργός       Εμπορίου”.

Άρθρο 10

1. Η παρ. 2β) του άρθρου 21 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“β) Επιβολή προστίμου από  πεντακόσιες  χιλιάδες  (500.000)  δραχμές       μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές”.

2. Η παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 703/1977 καταργείται”.

Άρθρο 11
Στο  άρθρο  26  του  ν.   703/19-77, μετά την παράγρ. 4 προστίθενται       παράγραφοι 5 και 6, ως εξής:

“5. Οι εξουσίες των εντεταλμένων υπαλλήλων  της  Διεύθυνσης  Ερευνας      Αγοράς  και Ανταγωνισμού που περιγράφονται στο παρόν άρθρο ισχύουν και       για την εφαρμογή των άρθρων 4 έως και 4ε του νόμου αυτού.

6. Σε περίπτωση αρνήσεως ή καθ` οιονδήποτε τρόπο  παρεμποδίσεως  των       εντεταλμένων  υπαλλήλων της Υπηρεσίας στην άσκηση των καθηκόντων τους,       αυτοί μπορούν να ζητήσουν δια του αρμοδίου εισαγγελέως τη συνδρομή των       κατά τόπους αστυνομικών αρχών”.

Άρθρο 12
Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 29 του ν. 703/1977  αντικαθίστανται       ως εξής:

“1.  Οι  ατομικώς  ή  ως  εκπρόσωποι  νομικών  προσώπων  συνάπτοντες       συμφωνίες,  λαμβάνοντες   αποφάσεις   ή   εφαρμόζοντες   εναρμονισμένη       πρακτική,  από  τις  απαγορευόμενες  από  το άρθρο 1 παρ. 1, ως και οι  ενεργούντες κατά παράβαση  των  άρθρων  4-4δ,  καθώς  και  οι  με  τις       ιδιότητες  αυτές κατά παράβαση του άρθρου 2 καταχρώμενοι τη δεσπόζουσα       θέση αυτών στην αγορά ή της επιχειρήσεως που  εκπροσωπούν  τιμωρούνται       δια  χρηματικής ποινής τουλάχιστον ενός εκατομμμυρίου (1.000.000) δρχ.       διπλασιαζόμενου του ορίου αυτού σε περίπτωση υποτροπής.

2.  Με  φυλάκιση  τουλάχιστον  τριών  μηνών  και   χρηματική   ποινή       τουλάχιστον  ενός  εκατομμυρίου  (1.000.000)  δρχ. διπλασιαζόμενου του       ορίου αυτού σε περίπτωση υποτροπής τιμωρούνται:

α) Ο παρακωλύων με οποιοδήποτε τρόπο τον έλεγχο  για  την  εφαρμογή       των  διατάξεων του παρόντος νόμου εκ μέρους των κατά τα άρθρα 7 και 26       αρμόδιων οργάνων, ιδίως  με  την  παρεμβολή  προσκομμάτων  ή  απόκρυψη       στοιχείων.

β)  Ο  αρνούμενος  ή κωλυσιεργών στην παροχή των κατά του άρθρου 25       πληροφοριών στην Υπηρεσία Προστασίας του Ανταγωνισμού,  ή  τα  αρμόδια       για τον έλεγχο όργανα αυτής.

γ) ο παρέχων, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 25 και 26 στην       Υπηρεσία  Προστασίας  του  Ανταγωνισμού,  ή  τα αρμόδια για τον έλεγχο       όργανα αυτής, εν γνώσει, ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτων αληθείς και

δ) ο αρνούμενος, αν και έχει κληθεί γι` αυτό από  εντεταλμένο  κατά       το  άρθρο 26, παράγραφοι 1, 2 και 5, υπάλληλο της Υπηρεσίας Προστασίας       του Ανταγωνισμού να προβεί εις ένορκον  ή  ανώμοτον  κατάθεση  ενώπιόν      του,  σύμφωνα  με  τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 , ως και όποιος,       κατά τη διάρκεια τοιαύτης κατάθεσής

Άρθρο 13
Οι  διατάξεις  των άρθρων 3, 16 παρ. 3, 19, 20, 30 παρ. 1, 31 και 32       εφαρμόζονται και επί των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων.

Άρθρο 14
Εθνική Αρχή-Εφαρμογή Κοινοτικής Νομοθεσίας.

1. Το Υπουργείο  Εμπορίου  ορίζεται  ως  αρμόδια  Αρχή  Ανταγωνισμού       έναντι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των Διεθνών Οργανισμών.

2.  Με  αποφάσεις  του  Υπουργού  Εμπορίου και των τυχόν συναρμόδιων       υπουργών δύναται να λαμβάνεται κάθε αναγκαίο μέτρο  για  την  εφαρμογή       των κοινοτικών οδηγιών, κανονισμών, σχετικών με τον ανταγωνισμό και τη       συγκέντρωση επιχειρήσεων.

3. Με αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου, που εκδίδονται μετά από γνώμη       της  Επιτροπής  Ανταγωνισμού,  ρυθμίζονται  λεπτομέρειες εφαρμογής του       νόμου αυτού.

Άρθρο 15
Μετά το άρθρο 33 του ν. 703/1977 προστίθεται το άρθρο 33α, το  οποίο       έχει ως εξής:

Αρθρο 33α

Κωδικοποίηση διατάξεων.

Με  προεδρικό  διάταγμα,  που  εκδίδεται  με  πρόταση  του  Υπουργού       Εμπορίου,  μπορεί  οι   διατάξεις   της   κείμενης   νομοθεσίας   περί       ανταγωνισμού  να  κωδικοποιούνται  σε  ενιαίο κείμενο μεταγλωτιζόμενες επιτρεπομένης της αναμορφώσεως της σειράς των σχετικών άρθρων”.

Άρθρο 16
Μεταβατικές-καταργούμενες διατάξεις

1.  Μέχρι  της   συγκροτήσεως   και   ασκήσεως   των   αποφασιστικών       αρμοδιοτήτων  της  επιτροπής  Ανταγωνισμού  το  άρθρου  4 το παρόντος,       εξακολουθεί να λειτουργεί η υφιστάμενη επιτροπή  με  τις  αρμοδιότητες       που έχει κατά τη δημοσίευση αυτού.

Τις  αποφασιστικές  αρμοδιότητες  διατηρεί για το αντίστοιχο χρονικό       διάστημα ο Υπουργός Εμπορίου.

2. Προσφυγές κατ` αποφάσεων του Υπουργού Εμπορίου  της  προηγούμενης       παραγράφου κρίνονται με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις.

3. Η άσκηση και η εκδίκαση των ένδικων μέσων και οι εκκρεμείς δίκες,       που έχουν ως αφετηρία το προηγούμενο νομικό καθεστώς, κρίνονται από τα       δικαστήρια με βάση το καθεστώς αυτό.

4. Κάθε διάταξη που αντίκειται στον παρόντα νόμο καταργείται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Λοιπές διατάξεις

Άρθρο 17
Η παρ. 2 του άρθρου 4 το κωδικοποιημένου ν. 219Ο/1920 “Περί Ανωνύμων       Εταιρειών” τροποποιείται ως εξης:

“2.  Το καταστατικό τροποποιείται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης,       που εγκρίνεται από τον Υπουργό Εμπορίου”.

Άρθρο 18

1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του  άρθρου  6  του  α.ν.  1998/1939  “Περί       Σημάτων”,  όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3205/1955, το άρθρο       1 του ν. 164/1975 και το άρθρο 11 του ν. 1406/1983, τροποποιούνται  ως       εξής:

“1.  Για  την  παραδοχή ή την απόρριψη της δήλωσης κατάθεσης σήματος       αποφασίζει η διά του άρθρου 11 του ν. 1406/1983  οριζόμενη  Διοικητική       Επιτροπή Σημάτων.

2.  Η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων περιλαμβάνει οκτώ τμήματα, καθένα       από  τα  οποία  συντίθεται από έναν πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του       Κράτους, ως  πρόεδρο,  το  διευθυντή  ή  έναν  τμηματάρχη  της  Δ/νσης      Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας του Υπουργείου Εμπορίου και ένα       Βιομήχανο, ως μέλη.”

2. Οι παράγραφοι 3 και 4 εδάφ. 1 και 2 του αρθρου 7 του ν. 1380/1983       “Τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων  που  αφορούν  την  ιδιωτική       επιχείρηση  ασφάλισης”, οι οποίες είχαν τροποποιήσει τις παραγράφους 3       και 4 του άρθρου 6 του  α.ν.  1998/1939  “Περί  Σημάτων”,  όπως  αυτός       τροποποιήθηκε  με  το  άρθρο  3 του ν. 3205/1955 και το άρθρο 1 του ν.       164/1975, τροποποιούνται με την επιφύλαξη των διατάξεων του  ν.  1406/      1983 ως εξής:

“3.  Το  Δευτεροβάθμιο  Διοικητικό  Δικαστήριο  Σημάτων περιλαμβάνει       τέσσερα τμήματα.  Το  καθένα  από  αυτά  απαρτίζεται  από  ένα  Νομικό       Σύμβουλο του Κράτους, ως πρόεδρο, έναν εφέτη του Εφετείου Αθηνών, έναν       πάρεδρο   του  Συμβουλίου  Επικρατείας,  έναν  καθηγητή  ή  αναπληρωτή       καθηγητή ή επίκουρο καθηγητή του Εμπορικού ή Αστικού Δικαίου  ανώτατου       εκπαιδευτικού ιδρύματος και ένα βιομήχανο, ως μέλη.

4.   Τα  μέλη  των  τμημάτων  της  Διοικητικής  Επιτροπής  και  του       Δευτεροβάθμιου Διοικητικού Δικαστηρίου Σημάτων διορίζονται με ισάριθμα       αναπληρωματικά, με απόφαση του Υπουργού  Εμπορίου,  που  εκδίδεται  το       μήνα   Σεπτέμβριο   κάθε   δεύτερου  έτους,  ύστερα  από  πρόταση  που       υποβάλλεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για τα μέλη που  έχουν       την  ιδιότητα  του  παρέδρου  ή του νομικού συμβούλου του Κράτους, του       προϊσταμένου του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούν  τα  μέλη  που  έχουν       δικαστική  ιδιότητα,  του  αρμόδιου οργάνου του ανώτατου εκπαιδευτικού       ιδρύματος για τα μέλη που έχουν την ιδιότητα του καθηγητή ή αναπληρωτή       καθηγητή  ή  επίκουρου  καθηγητή,  του  Εμπορικού   και   Βιομηχανικού  Επιμελητρίου   της   Αθήνας   και   του   Εμπορικού  και  Βιομηχανικού       Επιμελητηρίου του  Πειραιά  για  τους  βιομηχάνους.   Αναπληρωτές  του       διευθυντή  ή  του  τμηματάρχη  της  Δ/νσης  Εμπορικής και Βιομηχανικής       Ιδιοκτησίας του Υπουργείου Εμπορίου στη  Διοικητική  Επιτροπή  Σημάτων       ορίζονται ανώτεροι υπάλληλοι της ίδιας Δ/νσης.

5.   Τα  με  απόφαση  του Υπουργού Εμπορίου διορισθέντα τακτικά και       αναπληρωματικά μέλη, οι γραμματείς και οι βοηθοί γραμματέων, των μέχρι       τη δημοσίευση  του  νόμου  αυτού  λειτουργούντων  τμημάτων,  τόσο  της       Διοικητικής  Επιτροπής Σημάτων, όσο και του Δευτεροβάθμιου Διοικητικού       Δικαστηρίου Σημάτων δικαιούνται για όλες  τις  πραγματοποιηθείσες  από       1-11-89  και  εφεξής  συνεδριάσεις  την οφειλόμενη και μη καταβληθείσα       αποζημίωση, η οποία, για μεν τα μέλη της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων       προβλέπεται από το ν. 1505/1984, για δε του Δευτεροβάθμιου Διοικητικού       Δικαστηρίου Σημάτων θα  καθορισθεί  από  κοινή  απόφαση  των  Υπουργών       Οικονομικών και Εμπορίου, που θα εκδοθεί με βάση το ν. 3205/1955, όπως       τροποποιήθηκε με το ν. 164/1975”.

Άρθρο 19
Στο  άρθρο  57α  του  ν.δ.  136/1946  περί Αγορανομικού Κώδικα, όπως       αντικαταστάθηκε τελευταία  με  το  άρθρο  1  του  ν.  1401  /1983  και       τροποποιήθηκε με το ν. 1732/1987, επιφέρονται οι ακόλουθες μεταβολές:

α) Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:

“4.   Σε  περίπτωση  νέας  παράβασης των διατάξεων, που αναφέρονται       στην παράγραφο 1 αυτού του άρθρου, μέσα σε δώδεκα (12) μήνες  από  την       προηγούμενη   παράβαση,   τα   όρια  των  κυρώσεων  της  παραγράφου  1       διπλασιάζονται”.

β) Προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:

“11. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου δύνανται να αναπροσαρμόζονται       τα όρια των προστίμων που προβλέπονται  στην  παράγραφο  1  μέχρι  του  δεκαπλασίου αυτών”.

Άρθρο 20

1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 16 του ν.  1746/1988  τροποποιείται  ως       κατωτέρω:

Η  παρ.1  του  άρθρου  3  του ν. 307/1976 (ΦΕΚ 101) διαμορφώνεται ως       εξής:

“1.  Συνιστάται  στο  Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών,       Επιτροπή αποτελούμενη από το Διευθυντή της Δ/νσης Εμπορικών Οργανώσεων       του Υπουργείου Εμπορίου, από τον  αρμόδιο  τμηματάρχη,  αναπληρουμένων      από   τους   νόμιμους   αναπληρωτές  τους  και  από  τρεις  εμπορικούς       αντιπρόσωπους   εισαγωγής-εξαγωγής   που   υποδεικνύονται   με    τους       αναπληρωτές  τους  ανά  ένας  από  τους  οικείους  Συνδέσμους  Αθηνών,       Πειραιώς και Βορείου Ελλάδος. Η Επιτροπή συγκροτείται με  απόφαση  του       Υπουργού  Εμπορίου,  η  οποία  ορίζει τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο, τα       μέλη και το γραμματέα της. Η Επιτροπή επικουρείται στο  έργο  της  από       διοικητικούς  υπαλλήλους  που τίθενται στη διάθεσή της από το Εμπορικό       και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών. Ο αριθμός των υπαλλήλων αυτών και       ο τρόπος εργασίας τους καθορίζονται με την προβλεπόμενη από την παρ. 3    υπουργική απόφαση”.

2.  Το  άρθρο  26  του  ν.δ.  3077/1954  “Περί   Γενικών   Αποθηκών”     καταργείται.

Άρθρο 21
Κύρωση απόφασης.
Κυρώνεται  η με αριθ. Κ1-5333/18-4-90 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου,  η οποία έχει δημοσιευτεί στο ΦΕΚ  288/Β/24-4-90  και  ισχύει  απο  την    ημερομηνία  δημοσίευσής  της,  σχετικά  με  την  αναβολή  εκλογών  στα       Επιμελητήρια.

Το κείμενο της κυρούμενης απόφασης έχει ως εξής:

“Θέμα: Αναβολή εκλογών στα Επιμελητήρια.

Απόφαση

Εχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις των άρθρων 6 και 20 του ν. 1746/1988

2. Τις διατάξεις του π.δ. 220/1988

3. Τις αποφάσεις μας Κ1-4228/7-11-88  (ΦΕΚ  822/Β/88)  και  Κ1-9448/  11-7-89  (ΦΕΚ  545/Β/89)  για  παράταση  εκλογών  στα Επιμελητήρια, οι  οποίες κυρώθηκαν με το ν. 1875/16-2-90, άρθρο 6 (ΦΕΚ 21/Α/90).

4. Το αίτημα της Κεντρικής `Ενωσης Επιμελητηρίων σχετικά με  αναβολή  των εκλογών στα Επιμελητήρια που διατυπώνεται στο έγγραφό της με αριθ.   248/13-2-90  λόγω  μη  πραγματοποίησης  τροποποίησης του ν. 1746/1988,       αποφασίζουμε: Η προθεσμία, που προβλέπεται από το άρθρο 20 παρ. 1  του    ν.  1746/1988  για τη διενέργεια εκλογών στα επιμελητήρια και που έχει  παραταθεί με τις αποφάσεις  μας  Κ1-4228/7-11-88  και  Κ1-9448/11-7-89 μέχρι 30 Νοεμβρίου 1989 και 30 Νοεμβρίου 1990 αντίστοιχα και οι οποίες   κυρώθηκαν  με το ν. 1875/6-2-90, παρατείνεται μέχρι 30 Νοεμβρίου 1991.   Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως  και  να   κυρωθεί με νόμο. Αθήνα, 18 Απριλίου 1990

Άρθρο 22
Εναρξη ισχύος
Η  ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του  στην  Εφημερίδα  της  Κυβερνήσεως,  εκτός   αν   σ`   αυτές   ορίζεται    διαφορετικά.