Νόμος 1949 ΦΕΚ Α΄83/31.5.1991
Κύρωση σύμβασης για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 26.11.1987, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας.
Τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπογράφουν αυτήν τη Σύμβαση,
Εχοντας υπόψη τις διατάξεις της Σύμβασης για την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Βασικών Ελευθεριών
Υπενθυμίζοντας ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 της ίδιας Σύμβασης “ουδείς επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε ποινές ή μεταχείριση απάνθρωπη ή εξευτελιστική”.
Διαπιστώνοντας ότι τα πρόσωπα που ισχυρίζονται ότι είναι θύματα παραβιάσεων του άρθρου 3 μπορούν να επικαλεσθούν το μηχανισμό που προβλέπεται στη Σύμβαση αυτή.
Με την πεποίθηση ότι η προστασία από τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία των προσώπων που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους θα μπορούσε να ενισχυθεί με ένα μη δικαστικό μηχανισμό προληπτικού χαρακτήρα ο οποίος θα στηρίζεται σε επισκέψεις,
Συμφώνησαν τα ακόλουθα:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Αρθρο 1
Συνιστάται Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (στο εξής θα αποκαλείται “Επιτροπή”).
Η Επιτροπή μέσω επισκέψεων, εξετάζει τη μεταχείριση προσώπων που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους, με σκοπό την ενίσχυση, αν υπάρχει ανάγκη, της προστασίας τους από βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία.
Αρθρο 2
Κάθε Μέρος επιτρέπει επισκέψεις σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή σε κάθε περιοχή της δικαιοδοσίας του, όπου κρατούνται πρόσωπα, τα οποία με εντολή δημόσιας αρχής, έχουν στερηθεί την ελευθερία τους.
Αρθρο 3
Η Επιτροπή και οι αρμόδιες εθνικές αρχές του ενδιαφερόμενου Μέρους συνεργάζονται για την εφαρμογή της Σύμβασης αυτής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Αρθρο 4
1. Η Επιτροπή απαρτίζεται από μέλη, ο αριθμός των οποίων είναι ίσος με τον αριθμό των Μερών.
2. Τα μέλη της Επιτροπής επιλέγονται μεταξύ προσωπικοτήτων υψηλού ήθους, αναγνωρισμένων για την ειδίκευσή τους στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή για την επαγγελματική τους εμπειρία σε τομείς, οι οποίοι καλύπτονται από την παρούσα Σύμβαση.
3. Η Επιτροπή δεν μπορεί να έχει ως μέλη της, περισσότερους από έναν υπηκόους του ίδιου Κράτους.
4. Τα μέλη μετέχουν με την προσωπική τους ιδιότητα, είναι ανεξάρτητα και αμερόληπτα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και διαθέσιμα για να εκπληρώσουν κατά τρόπο αποτελεσματικό τα καθήκοντά τους.
Αρθρο 5
Τα μέλη της Επιτροπής εκλέγονται από την Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης με απόλυτη πλειοψηφία, από κατάλογο ονομάτων που έχει καταρτίσει το Γραφείο της Συμβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η εθνική αντιπροσωπεία κάθε Μέρους στη Συμβουλευτική Συνέλευση προτείνει τρεις υποψηφίους από τους οποίους δύο τουλάχιστον είναι υπήκοοί της.
2. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται για την συμπλήρωση των θέσεων που θα κενωθούν.
3. Τα μέλη της Επιτροπής εκλέγονται για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών. Δεν επανεκλέγονται παρά μόνο μία φορά. Η θητεία όμως τριών από τα μέλη που εκλέγονται κατά την πρώτη εκλογή λήγει μετά παρέλευση δύο ετών. Τα μέλη των οποίων η θητεία λήγει στο τέλος της αρχικής περιόδου των δύο ετών, ορίζονται με κλήρωση, που πραγματοποιείται από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης ευθύς μετά την ολοκλήρωση της πρώτης εκλογής.
Αρθρο 6
1. Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής είναι μυστικές. Η πλειοψηφία των μελών αποτελεί απαρτία. Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται με την πλειοψηφία των παρόντων μελών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 10 παράγραφος 2.
2. Η Επιτροπή καταρτίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.
3. Η Γραμματεία της Επιτροπής ορίζεται από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Αρθρο 7
1. Η Επιτροπή οργανώνει επισκέψεις στις περιοχές που αναφέρονται στο άρθρο 2. Εκτός από περιοδικές επισκέψεις, η Επιτροπή μπορεί να οργανώσει κάθε άλλη επίσκεψη που, κατά τη γνώμη της απαιτείται από τις περιστάσεις.
2. Κατά γενικό κανόνα οι επισκέψεις πραγματοποιούνται από δύο τουλάχιστον μέλη της Επιτροπής. Η Επιτροπή μπορεί, αν το κρίνει απαραίτητο, να βοηθείται από εμπειρογνώμονες και διερμηνείς.
Αρθρο 8
1. Η Επιτροπή θα γνωστοποιεί στην κυβέρνηση του ενδιαφερόμενου Μέρους την πρόθεσή της να πραγματοποιήσει επίσκεψη. Μετά τη γνωστοποίηση αυτήν, η επιτροπή μπορεί να επισκέπτεται, οποτεδήποτε, τις περιοχές που αναφέρονται στο άρθρο 2.
2. Το Μέρος οφείλει να παρέχει στην Επιτροπή τις ακόλουθες διευκολύνσεις για την εκπλήρωση του σκοπού της:
α. πρόσβαση στο έδαφός του και το δικαίωμα να μετακινείται σ` αυτό χωρίς περιορισμούς
β. πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους τόπους όπου κρατούνται πρόσωπα, τα οποία έχουν στερηθεί την ελευθερία τους
γ. απεριόριστη πρόσβαση σε κάθε χώρο όπου κρατούνται πρόσωπα τα οποία έχουν στερηθεί την ελευθερία τους, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να μετακινείται στο εσωτερικό των χωρών αυτών χωρίς περιορισμούς
δ. κάθε άλλη πληροφορία, την οποία διαθέτει το Μέρος, και η οποία είναι αναγκαία στην Επιτροπή για την εκπλήρωση του σκοπού της. Αναζητώντας τις πληροφορίες αυτές, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τους κανόνες δικαίου και δεοντολογίας που εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο.
3. Η Επιτροπή μπορεί να συνομιλεί ιδιαιτέρως με τα πρόσωπα που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους.
4. Η Επιτροπή μπορεί να επικοινωνεί ελεύθερα με κάθε πρόσωπο, το οποίο πιστεύει ότι μπορεί να της δώσει χρήσιμες πληροφορίες.
5. Εάν συντρέχει περίπτωση η Επιτροπή μπορεί να ανακοινώνει αμέσως τις παρατηρήσεις της στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερομένου Μέρους.
Αρθρο 9
1. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερομένου Μέρους μπορούν να γνωστοποιούν στην Επιτροπή αντιρρήσεις τους ως προς την επίσκεψη, όσον αφορά το χρόνο πραγματοποίησής της, ή το συγκεκριμένο χώρο, τον οποίο η Επιτροπή προτίθεται να επισκεφθεί. Τέτοιες αντιρρήσεις δεν μπορούν να προβάλλονται παρά μόνο για λόγους εθνικής άμυνας ή δημόσιας ασφάλειας ή λόγω σοβαρών ταραχών στους χώρους όπου κρατούνται πρόσωπα, τα οποία έχουν στερηθεί την ελευθερία τους ή λόγω της κατάστασης της υγείας ενός προσώπου, ή σε περίπτωση που βρίσκεται σε εξέλιξη επείγουσα εξέταση σε διενεργούμενη ανάκριση, για σοβαρή ποινική παράβαση.
2. Μετά από τις αντιρρήσεις αυτές, η Επιτροπή και το Μέρος συνέρχονται αμέσως σε διαβουλεύσεις, προκειμένου να διευκρινιστεί η κατάσταση και να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά τις διευθετήσεις που θα επιτρέπουν στην Επιτροπή να ασκήσει τα καθηκοντά της το ταχύτερο δυνατό. Οι διευθετήσεις αυτές, μπορεί να περιλαμβάνουν τη μεταφορά σε άλλο χώρο κάθε προσώπου, το οποίο η Επιτροπή προτίθεται να επισκεφθεί. Μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η επίσκεψη, το Μέρος παρέχει στην Επιτροπή πληροφορίες για κάθε πρόσωπο για το οποίο ενδιαφέρεται.
Αρθρο 10
1. Μετά από κάθε επίσκεψη, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση για τα γεγονότα που διεπίστωσε κατά τη διάρκειά της, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παρατηρήσεις, οι οποίες ενδεχομένως έχουν διατυπωθεί από το ενδιαφερόμενο Μέρος. Διαβιβάζει σ` αυτό την έκθεσή της, που περιέχει τις συστάσεις, τις οποίες κρίνει απαραίτητες.
Η Επιτροπή μπορεί να αρχίσει διαβουλεύσεις με το Μέρος για να υποδείξει, εάν υπάρχει ανάγκη, βελτιώσεις στην προστασία των προσώπων, που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους.
2. Εάν το Μέρος δεν συνεργάζεται ή αρνείται να βελτιώσει την κατάσταση σύμφωνα με τις συστάσεις της Επιτροπής, η τελευταία μπορεί, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών της και αφού δώσει τη δυνατότητα στο Μέρος να εκθέσει τις απόψεις του, να αποφασίσει να κάνει δημόσια δήλωση σχετικά με το θέμα αυτό.
Αρθρο 11
1. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται από την Επιτροπή με την ευκαιρία μιας επίσκεψης, η έκθεσή της και οι διαβουλεύσεις της με το ενδιαφερόμενο Μέρος είναι απόρρητες.
2. Η Επιτροπή δημοσιεύει την εκθεσή της καθώς και κάθε σχόλιο του ενδιαφερόμενου Μέρους, εάν αυτό το ζητήσει.
3. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να δημοσιευθούν προσωπικά στοιχεία χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του προσώπου, το οποίο αφορούν.
Αρθρο 12
Κάθε χρόνο, η Επιτροπή υποβάλλει στην Επιτροπή Υπουργών, τηρώντας τους κανόνες απορρήτου, που προβλέπονται στο άρθρο 11, μία γενική έκθεση για τις δραστηριότητές της, η οποία διαβιβάζεται στη Συμβουλευτική Συνέλευση και δημοσιεύεται.
Αρθρο 13
Τα μέλη της Επιτροπής, οι εμπειρογνώμονες και τα άλλα πρόσωπα που τη βοηθούν, έχουν υποχρέωση κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά τη λήξη της, να τηρούν εχεμύθεια για τα γεγονότα ή τις πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Αρθρο 14
1. Τα ονόματα των προσώπων που βοηθούν την Επιτροπή πρέπει να αναφέρονται στη γνωστοποίηση που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1.
2. Οι εμπειρογνώμονες ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες, και με ευθύνη της Επιτροπής. Πρέπει να έχουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία στα θέματα που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή, δεσμεύονται με τις ίδιες υποχρεώσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και είναι διαθέσιμα για να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους όπως και τα μέλη της Επιτροπής.
3. Κατ` εξαίρεση, ένα Μέρος μπορεί να δηλώσει ότι ένας εμπειρογνώμονας ή άλλο πρόσωπο που βοηθά την Επιτροπή, δεν θα λάβει μέρος στην επίσκεψη μιας περιοχής που ανήκει στην δικαιοδοσία του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV
Αρθρο 15
Κάθε Μέρος ανακοινώνει στην Επιτροπή το όνομα και τη διεύθυνση της αρχής, που είναι αρμόδια να δέχεται τις κοινοποιήσεις εγγράφων που απευθύνονται στην κυβέρνησή του, καθώς και κάθε άλλου συνδέσμου που μπορεί να έχει ορίσει για το σκοπό αυτόν.
Αρθρο 16
Η Επιτροπή, τα μέλη της και οι εμπειρογνώμονες που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, απολαμβάνουν των προνομίων και ασυλιών, που προβλέπονται στο παράρτημα αυτής της Σύμβασης.
Αρθρο 17
1. Η Σύμβαση αυτή δεν θίγει τις διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας ή τις διεθνείς συμφωνίες, που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη προστασία στα πρόσωπα που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους.
2. Καμιά διάταξη αυτής της Σύμβασης, μπορεί να ερμηνευθεί ότι περιορίζει ή μειώνει τις αρμοδιότητες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή τις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί από τα Μέρη σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή.
3. Η Επιτροπή δεν θα επισκέπτεται τις περιοχές τις οποίες αντιπρόσωποι ή εκπρόσωποι προστατευτικών δυνάμεων ή της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού επισκέπτονται αποτελεσματικά και σε τακτικά διαστήματα, δυνάμει των Συμβάσεων της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 και των πρόσθετων Πρωτοκόλλων της 8ης Ιουνίου 1977.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
Αρθρο 18
Η Σύμβαση αυτή είναι ανοικτή για υπογραφή από τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα όργανα επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης θα κατατεθούν στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Αρθρο 19
1. Η Σύμβαση αυτή θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα μετά τη λήξη μιας περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επτά Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης θα έχουν εκφράσει τη συγκατάθεση τους να δεσμευθούν από τη Σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18.
2. Για κάθε Κράτος μέλος που θα εκφράσει μεταγενέστερα τη συγκατάθεσή του να δεσμευθεί από τη Σύμβαση, αυτή θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα μετά τη λήξη μιας περιόδου 3 μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης του οργάνου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης.
Αρθρο 20
1. Κάθε Κράτος μπορεί κατά τη στιγμή της υπογραφής ή της κατάθεσης του οργάνου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, να ορίσει την ή τις περιοχές στις οποίες θα εφαρμόζεται η Σύμβαση αυτή.
2. Κάθε Κράτος μπορεί, οποτεδήποτε μεταγενέστερα, με δήλωσή του προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να επεκτείνει την εφαρμογή της Σύμβασης αυτής, σε κάθε άλλη περιοχή που θα ορίζεται στη δήλωση.
Η Σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει, ως προς την περιοχή αυτήν, την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα μετά τη λήξη μιας περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης από το Γενικό Γραμματέα της δήλωσης αυτής.
3. Κάθε δήλωση που γίνεται σύμφωνα με τις δύο προηγούμενες παραγράφους μπορεί να αποσύρεται, ως προς κάθε περιοχή που καθορίζεται σ` αυτήν, με γνωστοποίηση προς το Γενικό Γραμματέα. Η ανάκληση θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα, μετά τη λήξη μιας περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης από το Γενικό Γραμματέα της γνωστοποίησης αυτής.
Αρθρο 21
Καμιά επιφύλαξη δε γίνεται δεκτή στις διατάξεις της Σύμβασης αυτής.
Αρθρο 22
1. Κάθε Μέρος μπορεί, οποτεδήποτε, να καταγγείλει την παρούσα Σύμβαση απευθύνοντας μια γνωστοποίηση προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου τους Ευρώπης.
2. Η καταγγελία θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα μετά τη λήξη μιας περιόδου δώδεκα μηνών από την ημερομηνία λήψης από το Γενικό Γραμματέα της γνωστοποίησης αυτής.
Αρθρο 23
Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα γνωστοποιεί στα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης:
α. κάθε υπογραφή
β. την κατάθεση κάθε οργάνου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης
γ. κάθε ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Σύμβασης σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 20
δ. κάθε άλλη πράξη, γνωστοποίηση ή ανακοίνωση που σχετίζεται με την παρούσα Σύμβαση εκτός από τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 8 και 10.
Για να πιστοποιηθούν τα ανωτέρω, οι υπογράφοντες, νόμιμα εξουσιοδοτημένοι για το σκοπό αυτόν, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.
Εγινε στο Στρασβούργο, στις 26 Νοεμβρίου 1987 στα γαλλικά και αγγλικά, δύο κείμενα που είναι εξίσου αυθεντικά, σε ένα μόνο αντίτυπο που θα κατατεθεί στα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα διαβιβάσει επικυρωμένα αντίγραφα σε καθένα από τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Προνόμια και ασυλίες
(Αρθρο 16)
1. Για τους σκοπούς αυτού του παραρτήματος, οι αναφορές στα μέλη της Επιτροπής, περιλαμβάνουν και τους εμπειρογνώμονες που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2.
2. Τα μέλη της Επιτροπής απολαμβάνουν των ακόλουθων προνομίων και ασυλιών κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους, καθώς επίσης και κατά τη διάρκεια των ταξιδίων που πραγματοποιούν για την άσκηση των καθηκόντων τους:
α. ασυλίες έναντι σύλληψης ή κράτησης και κατάσχεσης των προσωπικών τους αποσκευών και ασυλίες έναντι οιασδήποτε δικαιοδοσίας σε σχέση με ενέργειες που έκαναν με την επίσημη ιδιότητά τους, συμπεριλαμβανομένων των λόγων και των γραπτών κειμένων
β. απαλλαγή από κάθε περιοριστικό μέτρο σχετικό με την ελευθερία κινήσεώς τους: στην έξοδο από και στην επιστροφή στη χώρα διαμονής τους και στην είσοδο και έξοδο από τη χώρα στην οποία ασκούν τα καθήκοντά τους, καθώς επίσης και ως προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις δήλωσης αλλοδαπών στις χώρες τις οποίες επισκέπτονται ή από τις οποίες διέρχονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
3. Κατά τη διάρκεια των ταξιδίων που πραγματοποιούν για την άσκηση των καθηκόντων τους, παρέχονται στα μέλη της Επιτροπής, σε θέματα δασμών και ελέγχου συναλλάγματος:
α. από την κυβέρνησή τους, οι ίδιες διευκολύνσεις με αυτές που αναγνωρίζονται στους ανώτατους υπαλλήλους που μεταβαίνουν στο εξωτερικό σε επίσημη προσωρινή αποστολή
β. από τις κυβερνήσεις των άλλων Μερών, οι ίδιες διευκολύνσεις με αυτές που αναγνωρίζονται σε εκπροσώπους ξένων κυβερνήσεων σε επίσημη προσωρινή αποστολή.
4. Τα έγγραφα και οι σημειώσεις της Επιτροπής, εφ` όσον αφορούν τη δραστηριότητά της, είναι απαραβίαστα. Η επίσημη αλληλογραφία και άλλες επίσημες κοινοποιήσεις της Επιτροπής δεν μπορούν να παρακρατούνται ή να λογοκρίνονται.
5. Προκειμένου να εξασφαλισθεί στα μέλη της Επιτροπής πλήρης ελευθερία λόγου και πλήρης ανεξαρτησία στην άσκηση των καθηκόντων τους, ασυλία έναντι δικαιοδοσίας, θα συνεχίσει να τους παρέχεται ακόμη και μετά τη λήξη της θητείας τους όσον αφορά λόγους, γραπτά κείμενα ή ενέργειες που έκαναν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
6. Τα προνόμια και οι ασυλίες των μελών της Επιτροπής έχουν σκοπό όχι το προσωπικό τους όφελος, αλλά να τους διασφαλίσουν ανεξαρτησία στην άσκηση των καθηκόντων τους. Η Επιτροπή είναι μόνη αρμόδια να απαγγέλλει την άρση των ασυλιών. Εχει επίσης όχι μόνο το δικαίωμα αλλά το καθήκον να άρει την ασυλία ενός των μελών της σε περίπτωση που, κατά τη γνώμη της, η ασυλία θα εμπόδιζε την απονομή της δικαιοσύνης και όταν η άρση δεν θα προξενήσει βλάβη στο σκοπό για τον οποίο παραχωρήθηκε η ασυλία.
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της δε κυρουμένης Σύμβασης, από την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων που καθορίζονται στο άρθρο 19 αυτής.