Νόμος 1957 ΦΕΚ Α΄114/19.7.1991

Διαρρυθμίσεις στον ενιαίο  ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών προϊόντων  και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 1
Ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης πετρελαιοειδών προϊόντων

1. Ο ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης που προβλέπεται από τις  διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1038/1980, όπως αυτές τροποποιήθηκαν  και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα, για τα παρακάτω πετρελαιοειδή  προϊόντα ορίζεται από 10 Ιουνίου ως εξής:

2. Ο ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης για τα είδη των παραγράφων  1β, 1γ και 1δ εισπράττεται για τα τελωνιζόμενα στην περιοχή  Δωδεκανήσου μειωμένος κατά 1.200 δρχ. το χιλιόλιτρο.

3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 10 Ιουνίου 1991.

Άρθρο 2
Ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης πετρελαιοειδών προϊόντων

1. Ο ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης που προβλέπεται από τις  διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1038/1980, όπως αυτές τροποποιήθηκαν  και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα, για τα παρακάτω πετρελαιοειδή  προϊόντα ορίζεται από 25 Ιουνίου 1991 ως εξής:

2. Ο ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης για τα είδη των παραγράφων  1β, 1γ και 1δ εισπράττεται για τα τελωνιζόμενα στην περιοχή Δωδεκανήσου  μειωμένος κατά 1.200 δρχ. το χιλιόλιτρο.

3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 25 Ιουνίου 1991.

Άρθρο 3
Ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης πετρελαιοειδών προϊόντων

1. Ο ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης που προβλέπεται από τις  διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1038/1980, όπως αυτές τροποποιήθηκαν  και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα, για τα παρακάτω πετρελαιοειδή  προϊόντα ορίζεται από 4 Ιουλίου 1991 ως εξής:

2. Ο ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης για τα είδη των παραγράφων  1β, 1γ και 1δ εισπράττεται, για τα τελωνιζόμενα στην περιοχή  Δωδεκανήσου μειωμένος κατά 1.200 δρχ. το χιλιόλιτρο.

3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 4 Ιουλίου 1991.

Άρθρο 4
Είσπραξη ή επιστροφή διαφοράς τιμής βάσης πετρελαιοειδών προϊόντων

1. Η παράγραφος 9 του άρθρου 11 του ν. 1571/1985 (ΦΕΚ 192 Α`),  όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου τέταρτου του ν. 1769/1988 (ΦΕΚ 68 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“9. Σε περίπτωση μεταβολής των τιμών βάσης των πετρελαιοειδών  προϊόντων εισπράττεται ή επιστρέφεται κατά την ημερομηνία αποδοχής του  παραστατικού τελωνισμού σε ανάλωση και για τις ποσότητες που  αναφέρονται σ` αυτό, διαφορά μεταξύ της τιμής βάσης, η οποία ισχύει  κατά την ημερομηνία της αγοράς του προϊόντος και εκείνης που ισχύει  κατά την ημερομηνία αποδοχής του παραπάνω παραστατικού, εφ` όσον τα  προϊόντα αυτά πωλούνται στις εταιρείες εμπορίας και διανομής  πετρελαιοειδών από τη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου.

Ομοίως, σε περίπτωση μεταβολής της τιμής καταναλωτή των αγορανομικώς  διατιμημένων πετρελαιοειδών προϊόντων λόγω μείωσης ή αύξησης της τιμής  βάσης αυτών, εισπράττεται ή επιστρέφεται ανάλογα διαφορά μεταξύ της  τιμής βάσης, η οποία ισχύει κατά την ημερομηνία της αγοράς και  εκείνης, που ισχύει κατά την ημερομηνία εξόδου του προϊόντος από τον  τελωνειακό χώρο”.

2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Βιομηχανίας,  Ενέργειας και Τεχνολογίας καθορίζεται η διαδικασία, τα απαιτούμενα  δικαιολογητικά και λοιπά στοιχεία για την είσπραξη από τις εταιρείες  εμπορίας πετρελαιοειδών ή την επιστροφή σε αυτές της διαφοράς τιμής  βάσης.

Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής εξακολουθούν να εκδίδονται οι  αποφάσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 9 του άρθρου 11 του ν. 1571/1985, όπως ισχύει.

Άρθρο 5
Χρόνος υπολογισμού του ειδικού φόρου κατανάλωσης των πετρελαιοειδών προϊόντων.

1. Η περίπτωση α) του άρθρου 7 του ν. 1038/1980 (ΦΕΚ 67 Α`)  αντικαθίσταται ως εξής:

“α) Προκειμένου περί των εκ του εξωτερικού εισαγομένων ή των υπό των  εγχώριων διυλιστηρίων πετρελαίου και βιομηχανικών συμπλεγμάτων  παραγομένων, από την αρμόδια τελωνειακή αρχή κατά την ημερομηνία  αποδοχής του παραστατικού τελωνισμού σε ανάλωση.

Από την ίδια αρχή βεβαιώνεται και εισπράττεται κατά την αυτή  ημερομηνία ο προβλεπόμενος από τις κείμενες διατάξεις φόρος  προστιθέμενης αξίας, το υπέρ Λιμενικού Ταμείου επιβαλλόμενο τέλος,  καθώς και η ειδική εισφορά της παραγρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 1571/ 1985 (ΦΕΚ 192 Α`), όπως ισχύει”.

2. Σημ.: όπως η παρ. 2 καταργήθηκε από την παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2074/ 1992, ΦΕΚ Α 128. Η ισχύς του καταργήσαντος άρθρου 2, άρχεται από 5/3/92.

Άρθρο 6
Επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθέντων από τα τελωνεία και χρόνος παραγραφής αυτών.
Το άρθρο 30 του ν. 1165/1918 “Περί Τελωνειακού Κώδικος”, όπως ισχύει  αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 30

1. Τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα από τα τελωνεία ποσά, επιστρέφονται  άτοκα στο δικαιούχο, αν εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριών ετών από  της ημερομηνίας βεβαίωσης αυτών υποβληθεί υπό τούτου στην αρμόδια  τελωνειακή αρχή σχετική αίτηση μετά των απαιτούμενων δικαιολογητικών  εγγράφων.

Αν η διαπίστωση της αχρεωστήτου είσπραξης έγινε από την τελωνειακή  υπηρεσία, καλείται απ` αυτήν ο δικαιούχος να υποβάλει τη σχετική περί  επιστροφής αίτηση μετά δικαιολογητικών, εντός της αυτής ως ανωτέρω  προθεσμίας. Για την επιστροφή αυτήν οι τελωνειακές αρχές ενεργούν κατά  προτεραιότητα.

Αν η αχρεωστήτως είσπραξη έχει αναγνωριστεί ή βεβαιωθεί με απόφαση  του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, ο δικαιούχος οφείλει, εντός  έτους από της δημοσίευσης της ανωτέρω απόφασης, να υποβάλει στην  αρμόδια τελωνειακή αρχή σχετική περί επιστροφής αίτηση μετά των  απαιτούμενων δικαιολογητικών. Αν η αναγνώριση ή βεβαίωση της  αχρεωστήτου είσπραξης έγινε με απόφαση που εκδόθηκε, ύστερα από έφεση  ή αναίρεση, η ετήσια αυτή προθεσμία για την υποβολή της σχετικής  αίτησης μετά των δικαιολογητικών αρχίζει από της δημοσίευσης της  απόφασης αυτής.

2. Περί της επιστροφής εκδίδεται απόφαση:

– του προϊσταμένου της τελωνειακής αρχής, επιπέδου διεύθυνσης. – του προϊσταμένου της οικείας τελωνειακής περιφέρειας, προκειμένου  περί λοιπών τελωνειακών αρχών.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται τα απαιτούμενα για την  επιστροφή δικαιολογητικά, τα του τρόπου επιστροφής, καθώς και κάθε άλλη  αναγκαία λεπτομέρεια.

3. Αν εντός της κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προβλεπόμενης  περίπτωση προθεσμίας δεν υποβληθεί από το δικαιούχο ή τον αντιπρόσωπο  αυτού αίτηση μετά των απαιτούμενων δικαιολογητικών, οι απαιτήσεις  αχρεωστήτως εισπραχθέντων παραγράφονται.

4. Χρηματική αξίωση από αχρεώστητο είσπραξη επιβαρύνσεων και περί της  οποίας εκδόθηκε η υπό της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου  προβλεπόμενη απόφαση παραγράφεται μετά παρέλευση προθεσμίας ενός έτους  κοινοποίησης της απόφασης.

5. Η αναστολή ή η διακοπή της παραγραφής διέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού.

6. Ποσά από φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις μέχρι χίλιες (1000) δραχμές  κατά πράξη, που εισπράχθηκαν αχρεώστητα ή ελλιπώς βεβαιώθηκαν ή  εισπράχθηκαν, δεν επιστρέφονται ή δεν βεβαιώνονται συμπληρωματικά για  είσπραξη.

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών δύναται το ανωτέρω ποσό να αυξομειώνεται, μη δυνάμενο όμως να υπερβεί το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες συναφείς διατάξεις της κοινοτικής τελωνειακής  νομοθεσίας, αντίστοιχο για τους δασμούς, ποσό.

7. Θέματα παραγραφής αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών από τα τελωνεία της  ισχύος του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται από τις μέχρι της ισχύος του  παρόντος κείμενες διατάξεις”.

Άρθρο 7
Τελωνειακή επίβλεψη βιομηχανιών παραγωγής επισώτρων και αεροθαλάμων.
Μετά την περίπτωση π) της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του ν. 1731/ 1987 (ΦΕΚ. 161 Α`) προστίθεται περίπτωση ρ) ως ακολούθως:

“ρ. Επίσωτρα και αεροθαλάμους, από καουτσούκ, των δασμολογικών  κλάσεων 40.11, 40.12 και 40.13, καουτσούκ μη βουλκανισμένο των  δασμολογικών κλάσεων 40.05 και 40.06, καθώς και συγκολλητικά με βάση  το καουτσούκ ή τις πλαστικές ύλες της δασμολογικής διάκρισης  35.06.91.00 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας”.

Άρθρο 8
Απαλλαγές αλλοδαπών υπηκόων μόνιμων ανταποκριτών ξένου τύπου στην Ελλάδα και κληρονόμων αυτών.

1. Το ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο και τα είδη οικοσκευής,  που έχουν στην κυριότητά τους και κατέχουν με το καθεστώς προσωρινής  εισαγωγής, αντίστοιχα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 18 της Δ.  247/1988 απόφασης Υπουργού Οικονομικών, που κυρώθηκε με το ν. 1839/ 1989 (ΦΕΚ 90 Α`) και τις διατάξεις του άρθρου 2 της Δ. 1189/1987  απόφασης Υπουργού Οικονομικών, που κυρώθηκε με το ν. 1858/1989 (ΦΕΚ  148 Α`), οι αλλοδαποί υπήκοοι, μόνιμοι ανταποκριτές ξένου τύπου στην  Ελλάδα, επιτρέπεται να τεθούν σε ανάλωση με απαλλαγή από τους  οφειλομένους στην εισαγωγή εισαγωγικούς δασμούς, Φ.Π.Α. και λοιπούς  φόρους, όταν λόγω συνταξιοδότησης λήγει η ιδιότητα των ανταποκριτών  ξένου τύπου και εγκαθίστανται αυτοί μονίμως στην Ελλάδα, όπου  δημιουργούν πλέον τη συνήθη κατοικία τους.

2. Η αυτή απαλλαγή παρέχεται, σε περίπτωση θανάτου του αλλοδαπού  ανταποκριτή, όταν τα είδη οικοσκευής και το αυτοκίνητο που κατείχε  αυτός με το καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής σύμφωνα με την παράγραφο  1, περιέρχονται, στα πλαίσια κληρονομικής διαδοχής εκ διαθήκης ή εξ  αδιαθέτου, στον επιζώντα σύζυγο, τέκνα ή γονείς αυτού, που έχουν τη  συνήθη κατοικία τους στην Ελλάδα.

3. Η απαλλαγή των προηγούμενων παραγράφων παρέχεται, εφ` όσον το  αυτοκίνητο και τα είδη οικοσκευής τεθούν σε ανάλωση εντός έξι (6)  μηνών αντίστοιχα από τη λήξη της ιδιότητας του μόνιμου ανταποκριτή  ξένου τύπου στην Ελλάδα ή από του θανάτου αυτού, παρατεινομένης  αναλόγως της διάρκειας, του καθεστώτος προσωρινής εισαγωγής.

4. Για τη χορήγηση της απαλλαγής από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης,  στην περίπτωση θέσης σε ανάλωση του αυτοκινήτου σύμφωνα με τα  προαναφερόμενα, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2 του  άρθρου 39 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α`).

5. Για το αυτοκίνητο που τίθεται σε ανάλωση σύμφωνα με την παράγραφο  1 εφαρμόζονται ανάλογα οι περιορισμοί και οι διατάξεις των άρθρων 7, 8  και 9 της Δ. 245/1988 απόφασης Υπουργού Οικονομικών, που κυρώθηκε με  το ν. 1839/1989 και του άρθρου 18 του ν. 1921/1991 (ΦΕΚ 12 Α`).

6. Τα πρόσωπα, που ασκούν το δικαίωμα σύμφωνα με την παράγραφο 1,  δεν επιτρέπεται να τύχουν των απαλλαγών του ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Β` της Δ. 245/ 1988 ΑΥΟ και αντίστροφα.

7. Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για τη χορήγηση της απαλλαγής και  οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται με απόφαση  του Υπουργού Οικονομικών.

Άρθρο 9
Διαδικασία μεταβιβάσεως προσωρινά εισαχθέντων Ι.Χ. επιβατικών οχημάτων.
Οι διατάξεις της Δ. 247/13/1-3-88 ΑΥΟ, που κυρώθηκε με το ν. 1839/ 1989 (ΦΕΚ 90Α`/7-4-89), όπως ισχύουν σήμερα, τροποποιούνται ως  ακολούθως:

“1. Στην παράγραφο 2 στοιχείο (β) του άρθρου 9 καταργείται η φράση:

“Να μην είναι κυκλοφορίας μεγαλύτερης των έξι (6) ετών κατά το χρόνο  της μεταβίβασης”.

2. Το στοιχείο (γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 9 αντικαθίσταται από  το ακόλουθο κείμενο:

“γ. Κατά το χρόνο της μεταβίβασης θα πρέπει να παρίστανται  αυτοπροσώπως στην αρμόδια για τη μεταβίβαση τελωνειακή αρχή ο  αγοραστής και ο πωλητής ή ο νόμιμα εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του  τελευταίου”.

3. Στο άρθρο 9 καταργούνται η παράγραφος 4 και η παράγραφος 8, η  οποία είχε προστεθεί με την αριθμ. 1096107/3995/0018/6-8-89 ΑΥΟ, που  κυρώθηκε με το άρθρο 51 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43Α`/23-3-90).

Η αρίθμηση των παραγράφων 5, 6 και 7 του ίδιου άρθρου γίνεται  αντίστοιχα 4, 5 και 6″.

Άρθρο 10
Παράταση προθεσμίας για απόσυρση και καταστροφή αυτοκινήτων συμβατικής τεχνολογίας.
Η προβλεπόμενη από την παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 1921/1991 (ΦΕΚ  12 Α`), όπως ισχύει, προθεσμία για την απόσυρση και καταστροφή  επιβατικών ή φορτηγών αυτοκινήτων συμβατικής τεχνολογίας παρατείνεται  μέχρι 31.12.1992.

Άρθρο 11
Ρυθμίσεις τραπεζικών συναλλαγών και συναφών θεμάτων

1. Επιταγές, που προσκομίζονται στις τράπεζες για είσπραξη,  ενεχυρίαση ή φύλαξη, καταγράφονται υποχρεωτικά σε πινάκια, στα οποία  επιβάλλεται τέλος χαρτοσήμου δύο και μισό τοις χιλίοις (2,5%), που  υπολογίζεται στη συνολική αξία των καταχωριζόμενων εις αυτά επιταγών.

Καταργείται η υπ` αριθμ. 238/24-5-79 απόφαση της Νομισματικής οπής  (ΦΕΚ 180 Α`).

Οι διατάξεις του ν. 5960/1933 (ΦΕΚ 401 Α`) δεν θίγονται δια του  παρόντος άρθρου.

Άρθρο 12
Απαλλαγή φόρου επί των τόκων ομολόγων τραπεζών επενδύσεων.
Στην παράγραφο 7 του άρθρου 21 του ν. 1921/1991 (ΦΕΚ 12Α`)  προστίθεται περίπτωση θ`, που έχει ως εξής:

“θ. Ομόλογα, που εκδίδονται από τις ελληνικές τράπεζες επενδύσεων  και αγοράζονται από τράπεζες, που είναι νόμιμα εγκατεστημένες στην  Ελλάδα, με την προϋπόθεση ότι προέρχονται από ειδική έκδοση  αποκλειστικά διαπραγματεύσιμη στη διατραπεζική αγορά”.

Άρθρο 13
Μεταφορά εμπράγματων ασφαλειών στο Δημόσιο ατελώς.
Σε κάθε περίπτωση υποκατάστασης του Δημοσίου, ως εγγυητή, στα  δικαιώματα του δανειστή ο τηρών δημόσια βιβλία υποχρεούται να  σημειώσει ατελώς, και χωρίς οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση υπέρ του  Δημοσίου ή τρίτων, στα βιβλία που τηρεί τις μεταβολές που προέρχονται  από την υποκατάσταση αυτήν, τυχόν δε υφιστάμενες προσημειώσεις  τρέπονται αυτοδίκαια σε υποθήκες.

Οι παραπάνω μεταβολές, κατά το μέρος και το ποσό για το οποίο έχει  παρασχεθεί η εγγύηση, σημειώνονται στα βιβλία ατελώς, κατόπιν εγγράφου  της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής ή άλλης υπηρεσίας, στο οποίο  επισυνάπτονται τα παραστατικά έγγραφα της κατάπτωσης της εγγύησης.

Άρθρο 14
Αποδεικτικό ενημερότητας μετά τη συμφωνία πιστωτών και επιχείρησης.
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 63 του ν. 1249/1982, όπως συμπληρώθηκε  με το άρθρο 15 του ν. 1914/1990, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: “Στη  ρύθμιση αυτήν υπάγονται και οι επιχειρήσεις του άρθρου 44 του ν.  1892/1990, καθώς και του άρθρου 45 του ν. 1947/1991, εφ όσον έχει  επιτευχθεί η προβλεπόμενη από αυτό συμφωνία πιστωτών – επιχείρησης και  έχει επικυρωθεί από το αρμόδιο εφετείο. Η καταβολή από την επιχείρηση  με τον ανωτέρω τρόπο χρεών της προς το Δημόσιο δεν αποτελεί  καταδολίευση των λοιπών δια της συμφωνίας πιστωτών της”.

Άρθρο 15
Αντικατάσταση εκτελεστή διαθήκης.
Στο τέλος του άρθρου 86 του α.ν. 2089/1939 “Περί τροποποιήσεως,  συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των νόμων περί εκκαθαρίσεως και  διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων  κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών” (ΦΕΚ 455 Α`) προστίθεται νέα  παράγραφος με αριθμό 9, ως ακολούθως:

“9. Σε περίπτωση αποποίησης του οριζόμενου με τη συστατική πράξη  εκτελεστή της διαθήκης και εφ` όσον δεν ορίζεται με αυτήν ιδιαίτερος  τρόπος διορισμού νέου εκτελεστή διαθήκης, διορίζεται εκτελεστής αυτής  με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση του  Συμβουλίου Εθνικών Κληροδοτημάτων.

Με τον ίδιο ως άνω τρόπο διορίζεται εκτελεστής της διαθήκης, σε  περίπτωση που δεν ορίζεται στη συστατική πράξη εκτελεστής της διαθήκης  και αποποιηθεί το λειτούργημα αυτό ο κληρονόμος ή ο βαρυνόμενος με την  εκτέλεση του κοινωφελούς σκοπού ή έργου κληροδόχος της παραγράφου 2  του άρθρου 63 του παρόντος νόμου.

Η αυτή διαδικασία ακολουθείται επίσης και για το διορισμό εκτελεστή  διαθήκης, σε περίπτωση αποποίησης των κατά τα ανωτέρω διοριζόμενων  εκτελεστών”.

Άρθρο 16
Ιεροψαλτική προϋπηρεσία για μισθολογική εξέλιξη.

1. Στην περίπτ. γ` της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 1505/1984  “Αναδιάρθρωση μισθολογίου” (ΦΕΚ 194 Α`), όπως η διάταξη αυτή  αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 1810/1988 “Για τη  συμπλήρωση και βελτίωση του ν. 1505/1984” (ΦΕΚ 233 Α`), προστίθεται  τρίτο εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:

“Επίσης η προϋπηρεσία των υπαλλήλων ως ιεροψαλτών και νεωκόρων, εφ`  όσον παρεσχέθη κατά κύριο βιοποριστικό επάγγελμα και κατά το  προβλεπόμενο πλήρες ωράριο εργασίας και επί πλέον αναγνωρίζεται ως  συντάξιμη”.

2. Για την προϋπηρεσία των εφημερίων ως ιεροψαλτών και νεωκόρων  έχει εφαρμογή η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 1160/1981 “Περί αυξήσεως  των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ.” (ΦΕΚ 147 Δ`), η οποία  επαναφέρεται σε ισχύ από της δημοσιεύσεως του παρόντος.

Άρθρο 17
Παράταση προθεσμίας για μονιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων.
Παρατείνουμε την προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του ν. 1828/ 1989 (ΦΕΚ 2 Α`) για δύο μήνες ακόμη από την έναρξη ισχύος του  νόμου αυτού.

Άρθρο 18
Περί κατάργησης, ανασύστασης κ.λπ. τελωνειακών περιφερειών.
Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών  Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών, δύναται να καταργούνται οι  τελωνειακές περιφέρειες, που έχουν συσταθεί με την αριθμ. 1090443/ 2055/ 16.8.1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 686 Α`),  κυρωθείσα με το άρθρο 51 παράγρ. 1 περίπτ. στ` του ν. 1882/1990, να  συστήνονται νέες, να ανακαθορίζεται η καθ` ύλη και κατά τόπο  αρμοδιότητά τους, η έδρα τους, η διοικητική τους υπαγωγή και γενικά η  οργανωτική τους διάρθρωση.

Άρθρο 19
Επέκταση ρυθμίσεων στην κεφαλαιακή κατάσταση φορέων του δημόσιου τομέα.
Το άρθρο 25 του ν. 1914/1990 ισχύει και για τις επιχειρήσεις, των  οποίων αποκλειστικοί μέτοχοι είναι το Δημόσιο και άλλες ανώνυμες  εταιρείες, των οποίων το σύνολο των μετοχών ανήκει στο Δημόσιο.

Άρθρο 20
Παροχή δηλώσεων ή βεβαιώσεων Υπουργού Οικονομικών υπέρ φορέων δημόσιου τομέα.
Σημ.: όπως το άρθρο 20 καταργήθηκε διά του άρθρου 15 του Ν. 2322/1995 (Α` 143).

Άρθρο 21
Έννοια σκοπού Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ. Σύναψη ομολογιακού δανείου Σύνθεση Δ.Σ. Ο.Κ.Χ.Ε.

1.α. Η αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 2 περίπτ. α`  του ν. 1262/1972 “Περί ρυθμιστικών σχεδίων αστικών περιοχών”, όπως  αντικαταστάθηκε με την παράγρ. 1 του άρθρου 7 του ν.δ. 198/1973,  είναι ότι η “εφαρμογή ρυθμιστικών και πολεοδομικών σχεδίων”  περιλαμβάνει και τις σχετικές μελέτες ή έργα.

β. Η περ. β` της παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 1262/1972 “Περί  ρυθμιστικών σχεδίων αστικών περιοχών” αντικαθίσταται ως εξής:

“β. δανείου ή ομολογιακού δανείου, για τα οποία δύναται να  παρασχεθεί εγγύηση του Δημοσίου”.

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 1647/1986 “Οργανισμός  Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (Ο.Κ.Χ.Ε.) και άλλες  διατάξεις” (ΦΕΚ 141 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Ο Οργανισμός διοικείται από επταμελές διοικητικό συμβούλιο με  τριετή θητεία, που διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος,  Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. Με την ίδια απόφαση ορίζεται εκ των  μελών του Δ.Σ. ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος, καθώς και ο γραμματέας  του συμβουλίου από τους υπαλλήλους του Οργανισμού”.

Η παράγραφος 2 του άρθρου 2, καθώς και το τελευταίο εδάφιο της  παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, καταργούνται.

Άρθρο 22
Εκποίηση άχρηστων ειδών γραφειακού και εκπαιδευτικού εξοπλισμού Ο.Α.Ε.Δ.

1. Για μία πενταετία από την ισχύ του παρόντος εξαιρούνται της  εκποιήσεως από τον Ο.Δ.Δ.Υ. τα μηχανήματα, κινητά πράγματα και λοιπά  εφόδια, που ανήκουν κατά κυριότητα στον Οργανισμό Απασχολήσεως  Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ) και έχουν χαρακτηριστεί ως άχρηστα και  εκποιήσιμα κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 51 του β.δ.  256/1971 (ΦΕΚ 80Α`).

2. Η εκποίηση αυτών διενεργείται:

α) Με τακτικό πλειοδοτικό διαγωνισμό προκειμένου για εκποίηση αξίας  ανώτερης του ποσού των 1.500.000 δραχμών.

β) Με πρόχειρο πλειοδοτικό διαγωνισμό προκειμένου για εκποίηση  μέχρι του ποσού των 1.500.000 δραχμών.

3. Ο τακτικός πλειοδοτικός διαγωνισμός διενεργείται με προφορικές ή  με έγγραφες ανοιχτές ή ενσφράγιστες προσφορές μετά από προκήρυξη, που  συντάσσει η αρμόδια υπηρεσία.

4. Προκειμένου για τον πλειοδοτικό διαγωνισμό οι προσφορές  δεσμεύουν αυτούς που τις υπέβαλαν για τριάντα (30) ημέρες από την  επόμενη ημέρα του διαγωνισμού, εκτός αν στη διακήρυξη ορίζεται  διαφορετικά.

Σε περίπτωση επανάληψης του διαγωνισμού οι προσφορές ισχύουν για  τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα διεξαγωγής τούτου, εφ` όσον έλαβαν  μέρος σ` αυτόν οι ενδιαφερόμενοι.

Ανάκληση των προσφορών δεν επιτρέπεται.

5. Ως προς το περιεχόμενο, τη δημοσίευση και την κοινοποίηση της  ανακοίνωσης, το χρόνο γνωστοποίησης της προκήρυξης, τους όρους αυτής,  τη διαδικασία διεξαγωγής και την κατακύρωση του αποτελέσματος του  διαγωνισμού, την παράταση και τη λήξη της προθεσμίας εκτέλεσης και  τέλος τον αποκλεισμό από τους διαγωνισμούς και την επίλυση των  διαφορών εφαρμόζονται κατ` αναλογίαν και εδώ οι διατάξεις του π.δ/τος  173/1990 “Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου (Κ.Π.Δ.”, εφ` όσον δεν είναι  αντίθετες προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή δεν ορίζεται  διαφορετικά στην απόφαση, στη διακήρυξη ή στη σύμβαση.

6. Η με απ` ευθείας ιδιαίτερη συμφωνία εκποίηση άχρηστων εφοδίων και  υλικών διενεργείται από τριμελή επιτροπή, που συγκροτείται εκτάκτως με  απόφαση του διοικητού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 του β.δ/τος 803/ 1970, η οποία μπορεί να προβαίνει σε δημοσίευση πρόσκλησης των  ενδιαφερόμενων αγοραστών, μία φορά, σε μία μόνο εφημερίδα πολιτικού ή  εμποροοικονομικού περιεχομένου, από αυτές που εκδίδονται στην Αθήνα. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι απαραίτητη η κατάρτιση έγγραφης σύμβασης  και η κατάθεση εγγύησης από τον αγοραστή, εκτός εάν η αρμόδια υπηρεσία  του Ο.Α.Ε.Δ. κρίνει ότι είναι σκόπιμο.

7. Η παραλαβή των εκποιηθέντων άχρηστων εφοδίων και υλικών γίνεται  από τον πλειοδότη, στον οποίο κατακυρώθηκαν ή με τον οποίο συμφωνήθηκε  η εκποίηση ιδιαίτερα στις αποθήκες των κατά τόπους υπηρεσιών του  Ο.Α.Ε.Δ. και με την εποπτεία υπαλλήλων αυτού σταθμίζονται σε  πλάστιγγες του δήμου.

Η καταβολή του χρηματικού ποσού που αναλογεί γίνεται από τον  αγοραστή συγχρόνως με την παραλαβή των εκποιηθέντων, εφ` όσον δεν  ορίζεται διαφορετικά στη διακήρυξη ή στη σύμβαση.

Άρθρο 23
Ώρες λειτουργίας καταστημάτων και εργασίας του προσωπικού τους.
Οι παράγραφοι 1, 5, 7, 8 και 9 του άρθρου 42 του ν. 1892/1990  αντικαθίστανται ως εξής:

“1. Η λειτουργία των κατά τα άρθρα 1 και 2 παραγράφους 4 του ν.δ  1037/ 1971 “περί χρονικών ορίων λειτουργίας καταστημάτων και εργασίας  του προσωπικού αυτών” καταστημάτων δεν μπορεί να αρχίζει προ της  06.00` ώρας ούτε να συνεχίζεται μετά την 20.00` ώρα κάθε εργάσιμης  ημέρας, τα δε Σάββατα μετά τη 15.00` ώρα. Μια φορά την εβδομάδα, πλην  Σαββάτου, η λειτουργία του καταστήματος μπορεί να παρατείνεται μέχρι  την 22.00` ώρα. Κατά το χρονικό διάστημα από 15 Μαΐου μέχρι 30  Σεπτεμβρίου μπορεί να παρατείνεται η λειτουργία των καταστημάτων αυτών  μέχρι την 20.30` ώρα, πλην του Σαββάτου και της ημέρας που λειτουργούν  μέχρι την 22.00 ώρα.

Προκειμένου να ρυθμιστούν θέματα πλειόνων νομών, μπορεί ο Υπουργός  Εργασίας με κανονιστικές αποφάσεις του, που υπερισχύουν τυχόν τοπικών  ρυθμίσεων, ή ο αρμόδιος νομάρχης για το νομό του, να καθορίζουν  ιδιαίτερα και διαφορετικά ωράρια λειτουργίας, για τα καταστήματα  χονδρικής πώλησης οπωρολαχανικών, κρεάτων και ιχθύων των κεντρικών  αγορών και για τα καταστήματα του άρθρου 2 παράγραφοι 3 και 4 του ν.δ.  1037/1971. Οι αποφάσεις εκδίδονται μετά από γνώμη επαγγελματικών η  συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων, όπου υπάρχουν,  και γνωμοδότηση του Α.Σ.Ε.”.

5. Η ημέρα ανάπαυσης των εργαζομένων λόγω πενθημέρου καθορίζεται  κυλιόμενη, εκτός εάν ρυθμίζεται διαφορετικά από άλλες διατάξεις ή με  ατομική συμφωνία”.

7. Σε κάθε υπόχρεο, που παραβαίνει τις διατάξεις αυτού του άρθρου,  καθώς και των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται σε εφαρμογή του,  επιβάλλονται οι ποινές του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικα, κατόπιν  μηνύσεως του τοπικά αρμόδιου επιθεωρητή εργασίας ή των αστυνομικών  οργάνων και επιβάλλεται επίσης και πρόστιμο με αιτιολογημένη πράξη του  επιθεωρητή εργασίας για κάθε παράβαση, από είκοσι πέντε χιλιάδες  (25.000) μέχρι διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δραχμές.

Η πράξη επιβολής προστίμου του επιθεωρητή εργασίας κοινοποιείται με  απόδειξη στον παραβάτη, ο οποίος καταβάλλει το πρόστιμο που επιβλήθηκε  με κατάθεση του ποσού στο λογαριασμό του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας  (Α.Σ.Ε.), που τηρείται στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ο παραβάτης  μπορεί, μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από την κοινοποίηση, να προσφύγει  στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κοινοποιώντας (ο προσφεύγων), επί  ποινή απαραδέκτου, το δικόγραφο μέσα σε 10 ημέρες από την κατάθεση του  επιθεωρητή εργασίας που επέβαλε το πρόστιμο.

Μετά την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση και κοινοποίηση της  προσφυγής, τα σχετικά έγγραφα διαβιβάζονται στη Δ.Ο.Υ. της έδρας της  επιχείρησης, το ποσό του προστίμου βεβαιώνεται ως δημόσιο έσοδο, με  την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου και αποδίδεται κατά μήνα υπέρ  του λογαριασμού του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας (Α.Σ.Ε.) του  Υπουργείου Εργασίας.

Αν ασκηθεί δικαστική προσφυγή κατά της απόφασης επιβολής προστίμου,  αναστέλλεται η βεβαίωση του προστίμου στη Δ.Ο.Υ. μέχρι την  κοινοποίηση της οριστικής απόφασης επί της προσφυγής, η οποία πλέον  συνιστά και τον τίτλο βεβαιώσεως του δημόσιου ταμείου.

Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας ρυθμίζεται  κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.

Το πρόστιμο μπορεί να αναπροσαρμόζεται, όσον αφορά το ανώτατο όριο  αυτού, με κανονιστική απόφαση του Υπουργού Εργασίας.

“8. Από της ισχύος του παρόντος καταργούνται:

α) από το ν.δ. 1037/1971 οι υπό στοιχεία β`, γ`, δ` και ε`  περιπτώσεις του άρθρου 1, η παράγραφος 2 του άρθρου 2, τα άρθρα 4, 5,  6 και η παρ. 1 του άρθρου 10. Οι διατάξεις του άρθρου 3 διατηρούνται  σε ισχύ μόνο για την εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του αυτού  ν.δ/τος του παρόντος άρθρου.

β) από το άρθρο 1 της Π.Υ.Σ. 10/1988, που κυρώθηκε με το ν. 1788/ 1988, οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 και

γ) Από το ν. 1788/1988 τα άρθρα δεύτερο και τέταρτο”.

“9. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει δέκα ημέρες μετά τη δημοσίευσή του  στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”.

Άρθρο 24
Τέλος υπέρ Ν.Α.Τ.
Σημ.: όπως το άρθρο 24 καταργήθηκε με την περ. δ` του άρθρου 10 του Ν. 2575/1998 (Α 23)

Άρθρο 25
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα  της Κυβερνήσεως, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στα κατ` ιδίαν άρθρα.