Νόμος 1968 ΦΕΚ Α΄150/11.10.1991

Ρύθμιση  θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου  Δικαιοσύνης.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Άρθρο 1
Συμβούλιο της Επικρατείας

1. Η παρ. 1 του άρθρου 8 του ν.δ. 170/”1973″, όπως αντικαταστάθηκε με  το άρθρο 11 του ν. 702/1977, (άρθρο 8 παρ. 1 του Κωδ. Π.Δ. 18/1989)  αντικαθίσταται ως εξής:

1. “Η ολομέλεια του Συμβουλίου όταν συνεδριάζει δημόσια, ως  δικαστήριο, συντίθεται από τον Πρόεδρο, τους αντιπροέδρους, τους  συμβούλους, δύο παρέδρους και το γραμματέα. Για την ύπαρξη απαρτίας  απαιτείται πάντως να παρίστανται οι μισοί συν ένας από το συνολικό  αριθμό των μελών της, που έχουν δικαίωμα ψήφου. Ο αριθμός των μελών  πρέπει πάντοτε να διατηρείται περιττός. Αν τα προσερχόμενα στη  συνεδρίαση μέλη σχηματίζουν άρτιο αριθμό, αποχωρεί ο νεότερος  σύμβουλος και αν αυτός είναι εισηγητής στη δικαζόμενη υπόθεση, ο  αμέσως αρχαιότερός του, για να διατηρηθεί ο αριθμός περιττός”.

2. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 10 του ν.δ. 170/1973, όπως  ισχύει μετά το άρθρο 13 του ν. 702/1977 και το άρθρο 1 παρ. 4 του ν.  1470/1984 (άρθρο 10, παρ. 1, 2 και 3 του Κωδ. Π.Δ. 18/1989),  συγχωνευόμενες σε παράγραφο 1 αντικαθίστανται ως εξής: “1. Τα Α`, Β`,  Γ`, Δ` και Ε` τμήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας συνεδριάζουν  δημόσια και συντίθενται από τον πρόεδρό τους, δύο συμβούλους και δύο  παρέδρους και το γραμματέα (πενταμελής σύνθεση). Κάθε τμήμα συντίθεται  από τον πρόεδρό του, τέσσερις συμβούλους, δύο παρέδρους και τον  γραμματέα (επταμελής σύνθεση) μόνον όταν εκδικάζει υποθέσεις, που  εισάγονται σε επταμελή σύνθεση από τον πρόεδρό του ή παραπέμπονται με  απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται  λόγος για τριμελή ή πενταμελή σύνθεση νοείται αντίστοιχα ή πενταμελής  ή επταμελής”.

3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 10 του Κωδ. Π.Δ. 18/1989 λαμβάνει  αριθμό “2”.

4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 14 του ν.δ. 170/1973, όπως  αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του ν. 702/1977 (άρθρο 14 παρ. 1 του  Κωδ. Π.Δ. 18/1989) αντικαθίσταται ως εξής: “1. Με προεδρικά  διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά  από γνώμη της ολομέλειας του Συμβουλίου, καθορίζονται οι κατηγορίες  υποθέσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητα καθενός από τα τμήματα Α`,  Β`, Γ`, Δ` και Ε`”.

5. Στο άρθρο 14 του Ν.Δ.170/1973, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του Ν.702/1977 και το άρθρο 1 παρ.7 του ν.1470/1984, (άρθρο 14 Κωδ.Π.Δ.18/1989) προστίθεται παράγραφος 8 που έχει ως εξής:

“8. Στο Ε` Τμήμα με την επιφύλαξη της έκδοσης προεδρικών διαταγμάτων που προβλέπονται στην παρ.1 του άρθρου αυτού, υπάγονται οι κατηγορίες υποθέσεων που αφορούν:

α)στη νομοθεσία περί προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, των δασών και δασικών εκτάσεων, των υδάτων της αυτοφυούς χλωρίδας και της άγριας πανίδας,

β)στη νομοθεσία περί προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, των αρχαιοτήτων και αρχαιολογικών χώρων, των μνημείων, των διατηρητέων κτιρίων και των παραδοσιακών οικισμών,

γ)στη νομοθεσία περί μεταλλείων και λατομείων,

δ) στη νομοθεσία περί αιγιαλού και παραλίας,

ε)στη νομοθεσία περί χωροταξίας, περί εγκρίσεως, τροποποιήσεως και επεκτάσεως σχεδίων πόλεων, γενικών πολεοδομικών σχεδίων και μελετών, επιβολής όρων και περιορισμών δομήσεως καθορισμού ζωνών ενεργού πολεοδομίας και αστικού αναδασμού, ζωνών ειδικής ενίσχυσης και ειδικών κινήτρων και ζωνών οικιστικού ελέγχου, πλην των αφορωσών σε οικοδομικές άδειες και πράξεις χαρακτηρισμού αυθαιρέτων, στ)στη νομοθεσία περί αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας, βιομηχανιών, βιοτεχνιών και ξενοδοχείων εν γένει και μηχανολογικών εγκαταστάσεων και

ζ)στην οργάνωση και λειτουργία της διοικήσεως, των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Επίσης στο Ε` Τμήμα υπάγονται:

η) η επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων,

θ) η άσκηση πειθαρχικής εξουσίας κατά νόμο και ι) η έγκριση κάθε διαχωριστικής δαπάνης.

Σημ.: όπως η παρ.5 καταργήθηκε με την παρ.10 του άρθρου 12 του Ν.2145/1993 (ΦΕΚ Α 88)

6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 15 του ν.δ. 170/1973, όπως  αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 702/1977 (άρθρο 15 παρ. 1 του  Κωδ. Π.Δ. 18/1989) αντικαθίσταται ως εξής: “Όλα τα κανονιστικά  διατάγματα (εκτός από εκείνα που ορίζουν απλώς το χρόνο έναρξης της  ισχύος του νόμου) αποστέλλονται στο Συμβούλιο από τη Γραμματεία του  Υπουργικού Συμβουλίου, σε σχέδιο για να γίνει η κατά το Σύνταγμα  επεξεργασία τους. Τα σχέδια των κανονιστικών αυτών διαταγμάτων πρέπει  να υπογράφονται από τον αρμόδιο ή τους συναρμόδιους υπουργούς ή τη  νόμιμη πλειοψηφία των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, ανάλογα με το  αν η έκδοση τους γίνεται ύστερα από πρόταση ενός ή περισσοτέρων  αρμόδιων υπουργών ή του Υπουργικού Συμβουλίου, αντίστοιχα. Ο  αποκλειστικά ή κυρίως αρμόδιος υπουργός μπορεί να τάξει προθεσμία,  ανάλογη με τη σπουδαιότητα και το τυχόν κατεπείγον του διατάγματος, η  οποία αρχίζει από την περιέλευση του σχεδίου στο Συμβούλιο. Η ισχύς  της διάταξης αυτής αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως του διατάγματος του άρθρου 37 του παρόντος νόμου.

7. Στο τέλος του άρθρου 15 του ν.δ. 170/1973, όπως ισχύει μετά το  άρθρο 17 του ν. 702/1977 (άρθρο 15 του Κωδ. Π.Δ. 18/1989) προστίθεται  παράγραφος 4, που έχει ως εξής: “4. Το Ε` τμήμα κατά την επεξεργασία  των κανονιστικών διαταγμάτων συντίθεται από τον πρόεδρο και  τουλάχιστον ένα σύμβουλο και ένα πάρεδρο και το γραμματέα. Οι πάρεδροι  στην περίπτωση αυτήν έχουν αποφασιστική ψήφο”.

8. Η παράγραφος 1 του άρθρου 16 του ν.δ. 170/1973, (άρθρο 16, παρ. 1  του Κωδ. Π.Δ. 18/1989) αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Για την επεξεργασία  των κατά το προηγούμενο άρθρο σχεδίων διαταγμάτων ο πρόεδρος του Ε`  τμήματος ορίζει εισηγητή, σύμβουλο ή πάρεδρο και ημέρα συνεδριάσεως,  δίνει δε εντολή για την αποστολή αντιγράφου του σχεδίου σε όσους  μετέχουν στη συνεδρίαση”.

9. Η παράγραφος 4 του άρθρου 16 του ν.δ. 170/1973 (άρθρο 16 παρ. 4  του Κωδ. Π.Δ. 18/1989) αντικαθίσταται ως εξής: “4. Η γνωμοδότηση του  τμήματος, η οποία συντάσσεται από τον εισηγητή, περιλαμβάνει την  εισήγησή του και τις γνώμες που διατυπώθηκαν, υπογράφεται δε από τον  πρόεδρο και από το γραμματέα. Θεωρείται ότι επικράτησε η γνώμη με την  οποία τάχθηκε η πλειοψηφία των μετεχόντων στη συνεδρίαση”.

10. Μετά την παράγραφο 5 του άρθρου 19 του ν.δ. 170/1973, όπως  αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. Ι του ν. 1470/1984 (ήδη μετά την  παράγραφο 6 του Κωδ. Π.Δ. 18/1989), προστίθεται παράγραφος 6  (παράγραφος 7 στον Κωδ. Π.Δ. 18/1989), που έχει ως εξής:

“6. Η πράξη  καταθέσεως των δικογράφων που προβλέπεται από τις προηγούμενες  παραγράφους, είναι έγκυρη και όταν συντάσσεται με ιδιαίτερο έγγραφο.  Στην περίπτωση αυτήν, αν υπάρχει διαφορά μεταξύ της ημερομηνίας που  αναγράφεται στην πράξη και εκείνης που προκύπτει από το βιβλίο  καταθέσεως ενδίκων μέσων ή από το πρωτόκολλο ή το βιβλίο  διεκπεραιώσεως (εισερχομένων εξερχομένων εγγράφων) της αρχής ή του  δικαστηρίου, στο οποίο έγινε η κατάθεση ή στο οποίο διαβιβάστηκε το  δικόγραφο. Το εμπρόθεσμο του δικογράφου κρίνεται από το σχετικό βιβλίο  καταθέσεως.

11. Η τελευταία περίοδος της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.δ. 170/”1973”  (άρθρο 21 παρ. 4 του Κωδ. Π.Δ. 18/1989) αντικαθίσταται ως εξής:

“Αν ο  αναιρεσείων παραλείψει την υποχρέωσή του αυτήν ή η κοινοποίηση δεν  γίνει εμπροθέσμως και νομοτύπως, ο δε αναιρεσίβλητος δεν παραστεί κατά  τη συζήτηση της υποθέσεως, η συζήτηση αναβάλλεται αυτεπαγγέλτως για  εύλογο χρόνο, κατά τη νέα δε δικάσιμο, αν ο αναιρεσείων και πάλι έχει  παραλείψει την υποχρέωσή του αυτήν και ο αναιρεσίβλητος δεν παραστεί,  η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη”.

12. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν.δ. 170/1973 (άρθρο 22 παρ.  1 Κωδ. Π.Δ. 18/1989) διαγράφεται η λέξη “εμπεριστατωμένη” και αντί  αυτής τίθεται η λέξη “συνοπτική” και ακολούθως προστίθεται τρίτο  εδάφιο, που έχει ως εξής: “Εάν δεν έχει επισυναφθεί κατά τα ανωτέρω η  έκθεση αυτή, η υπόθεση, εφ` όσον υποβληθεί σχετική αίτηση από κάποιο  διάδικο, αναβάλλεται υποχρεωτικώς σε μεταγενέστερη δικάσιμο,  προκειμένου να επισυναφθεί η έκθεση εμπροθέσμως στο φάκελο”.

13. Η παράγραφος 3 του άρθρου 27 του ν.δ. 170/1973 (άρθρο 27 Κωδ.  Π.Δ. 18/1989) αντικαθίσταται ως εξής: “Το δικαστήριο, κατ` αίτηση του  διαδίκου ή του εμφανιζομένου ως πληρεξουσίου, είτε αναβάλλει τη  συζήτηση σε άλλη δικάσιμο είτε χορηγεί εύλογη προθεσμία για τη  νομιμοποίηση, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας απορρίπτει το ένδικο  μέσο. Εάν ανακύψει μεταγενεστέρως αμφιβολία ως προς τη νομιμοποίηση  του πληρεξουσίου ή του διαδίκου, ο ενδιαφερόμενος ειδοποιείται δια της  γραμματείας να προσκομίσει τα ελλείποντα στοιχεία εντός τακτής  προθεσμίας. Για την ειδοποίηση αυτήν ο γραμματέας συντάσσει πράξη επί  του φακέλου της δικογραφίας. Το δικαστήριο πάντως δύναται να διατάξει  τη συμπλήρωση των στοιχείων της νομιμοποιήσεως. Τα στοιχεία αυτά  επιτρέπεται, σε κάθε περίπτωση, να είναι και μεταγενέστερα της  συζητήσεως”.

14. Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του ν. 1470/1984 (άρθρο 25 παρ. Ι,  εδάφ. τελευταίο του Κωδ. Π.Δ. 18/1989) καταργείται. Η κατάργηση  καταλαμβάνει και τις υποθέσεις, που είναι εκκρεμείς ενώπιον του  Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν έχουν συζητηθεί κατά την έναρξη  ισχύος του παρόντος νόμου. Εκκρεμείς νοούνται και οι υποθέσεις, που  δεν έχουν συζητηθεί σε περίπτωση παραπομπής, από το τμήμα της  παραπομπής ή την ολομέλεια ή που δεν έχουν συζητηθεί, λόγω εκδόσεως  αναβλητικής αποφάσεως.

Άρθρο 2
Ελεγκτικό Συνέδριο.

1. Η παρ. 2 του άρθρου 7 του π.δ. 774/1980 “Περί κωδικοποιήσεως εις  ενιαίον κείμενον των περί ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων υπό  τον τίτλο “Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου”, όπως ισχύει,  αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Η ολομέλεια του Σώματος συντίθεται από τον  Πρόεδρο, τους αντιπροέδρους και τους συμβούλους. Για την ύπαρξη  απαρτίας απαιτείται να παρίστανται οι μισοί συν ένας από το συνολικό  αριθμό των υπαρχόντων μελών του, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου ή  του νόμιμου αναπληρωτή του. Ο αριθμός των μελών διατηρείται περιττός  με την αποχώρηση του νεότερου συμβούλου ή αν αυτός είναι και εισηγητής  στη δικαζόμενη υπόθεση με την αποχώρηση του αμέσως αρχαιοτέρου του”.

2. Η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 70 του ν. 1756/1988, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 13 του ν. 1877/1990, αντικαθίσταται ως εξής: “6. Πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορούν να διορισθούν οι δικαστικοί λειτουργοί, που έχουν συμπληρώσει τα προσόντα προαγωγής σε πάρεδρο του Συμβουλίου της επικρατείας, εφέτη και αντεισαγγελέα εφετών, εφέτη των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Για μια 5ετία από της ισχύος του παρόντος νόμου, πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορούν να διορισθούν και οι έχοντες πτυχίο νομικού τμήματος πανεπιστημίου υπάλληλοι του ελεγκτικού Συνεδρίου, της υπηρεσίας σ` αυτό του γενικού επιτρόπου της Επικρατείας, των Υπουργείων Δικαιοσύνης και Οικονομικών, οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του ν. 1586/1986 κατείχαν βαθμό 2ο ή 3ο (διευθυντές) της Κατηγορίας ΠΕ, ως και υπάλληλοι της Κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α` που μετά την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1586/1986 τους έχουν ανατεθεί και ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου διευθύνσεως ή ισοδύναμης υπηρεσιακής μονάδας, στις υπηρεσίες αυτές”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 1999/1991 (ΦΕΚ Α 206).

3. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα των προηγούμενων  παραγράφων καταργείται.

Άρθρο 3
Δικαστικοί λειτουργοί

1. Η περίπτωση α` της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κώδικα Οργανισμού  Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), που  κυρώθηκε με τον ν. 1756/1988 και τροποποιήθηκε με τον ν. 1868/1989,  αντικαθίσταται ως εξής: “α. Το ειρηνοδικείο και το πταισματοδικείο,  από ειρηνοδίκη και πταισματοδίκη αντιστοίχως”.

2. Οι περιπτώσεις δ` και ε` της παραγράφου 17 του άρθρου 5 του  Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. αντικαθίστανται ως εξής:

“δ. Ένας μόνο πρωτοδίκης  πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου από πάρεδρο ή  ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του.

ε. Ο ειρηνοδίκης που υπηρετεί στο ειρηνοδικείο ή πταισματοδικείο  από άλλο ειρηνοδίκη οριζόμενο από τον πρόεδρο του πολυμελούς  πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια στα  οποία ανέκυψε η ανάγκη αναπλήρωσης”.

3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 11 του Κ.Ο Δ.Κ.Δ.Λ. αντικαθίσταται ως  εξής:

“3. Κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών συγκροτούνται ένα ή  περισσότερα τμήματα, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου ή της  εισαγγελίας. Προκειμένου περί ειρηνοδικείων ή πταισματοδικείων, τα  τμήματα των διακοπών συγκροτούνται για όλη την περιφέρεια του οικείου  πρωτοδικείου από τους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες που υπηρετούν σ`  αυτά και οι οποίοι αναπληρούνται αμοιβαίως. Η κατάρτιση των τμημάτων  των διακοπών των ειρηνοδικών και πταισματοδικών γίνεται στα μεν  ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας των Πρωτοδικών  Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από τις ολομέλειες των ειρηνοδικείων  και πταισματοδικείων της έδρας, στα δε λοιπά από τις ολομέλειες των  οικείων πρωτοδικείων”.

Άρθρο 4

1. Η περίπτωση β` της παρ. 1 του άρθρου 15 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.  αντικαθίσταται ως εξής: “β. από τον ειρηνοδίκη το ειρηνοδικείο και τον  πταισματοδίκη το πταισματοδικείο και, αν είναι περισσότεροι, από τον  αρχαιότερο”.

2. Η περίπτωση α` της παρ. 4 του άρθρου 15 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., όπως  αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 1868/1989, αντικαθίσταται ως  εξής: “α. έχουν παραλειφθεί από προαγωγή τουλάχιστον δύο φορές στον  ίδιο βαθμό ή έχουν τιμωρηθεί με οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, εκτός  από επίπληξη, μέχρι τη συμπλήρωση του χρόνου διαγραφής της ποινής κατά  το άρθρο 106 παρ. 4”

3. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. προστίθεται  εδάφιο δ`, που έχει ως εξής: “δ. του ειρηνοδικείου ή πταισματοδικείου  στο οποίο υπηρετεί ένας ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, από το δικαστή  αυτόν”.

4. Η περίπτωση δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.,  όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 1868/1989, αντικαθίσταται ως  εξής: “δ. Ο γενικός επίτροπος της επικρατείας των τακτικών διοικητικών  δικαστηρίων στα δικαστήρια αυτά και στις γραμματείες τους”.

5. Η περίπτωση β` του άρθρου 29 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., όπως  αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 1868/1989,  αντικαθίσταται ως εξής: “β. Επιβλέπει τις εργασίες όλων των τακτικών  διοικητικών δικαστηρίων. Ιδίως παρακολουθεί την εύρυθμη λειτουργία  τους, διαπιστώνει τις τυχόν υπάρχουσες ελλείψεις και προβαίνει στις  απαιτούμενες, ενέργειες για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προς  εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της δικαστικής υπηρεσίας”.

6. Το εδάφιο β` του άρθρου 33 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. αντικαθίσταται ως  εξής: “β. Στον Πρόεδρο, στον Εισαγγελέα στους αντιπροέδρους του Αρείου  Πάγου, στους αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, στους  πρόεδρους και εισαγγελείς εφετών στους εφέτες και αντεισαγγελείς  εφετών, στους προέδρους και εισαγγελείς πρωτοδικών, στους πρωτοδίκες  και αντεισαγγελείς πρωτοδικών, στους παρέδρους πρωτοδικείων και  παρέδρους εισαγγελίας, στους ειρηνοδίκες, πταισματοδίκες και δόκιμους  ειρηνοδίκες”.

7. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.  προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής: “Κατ` εξαίρεση, για τους  προέδρους πρωτοδικών, πρωτοδίκες και παρέδρους των τακτικών  διοικητικών δικαστηρίων, ισχύει μόνο το κώλυμα της προηγούμενης  παραγράφου προκειμένου για τα Διοικητικά Πρωτοδικεία Ιωαννίνων και  Κοζάνης”.

8. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 44 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.  αντικαθίσταται ως ακολούθως: “6. Στους δικαστικούς λειτουργούς μπορεί,  ύστερα από αίτησή τους, να χορηγείται ειδική κανονική άδεια, χωρίς  αποδοχές, και για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, προκειμένου να  αναλάβουν θέση στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή σε άλλο νομικό πρόσωπο  δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που λειτουργεί στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών  κοινοτήτων για παροχή νομικών υπηρεσιών με οποιαδήποτε σχέση. Με  απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης η άδεια αυτή μπορεί να παραταθεί επί  όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η πιο πάνω σχέση”.

9. Η παρ. 9 του άρθρου 44 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. αντικαθίσταται ως εξής:  “9. Στους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες η άδεια της προηγούμενης  παραγράφου χορηγείται:

1) από τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου για το ειρηνοδικείο  Αθηνών, 2) από το διευθύνοντα το δικαστήριο, αν υπηρετούν πέντε τουλάχιστον  ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες σ` αυτό και 3) από τον πρόεδρο του οικείου πρωτοδικείου στις λοιπές  περιπτώσεις”.

10. Η αληθινή έννοια τη περίπτωσης η` της παρ. 2 του άρθρου 55 του  Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. είναι ότι η βαθμολογική εξομοίωση των ειρηνοδικών Γ`  τάξεως με τους αναφερόμενους στην περίπτωση αυτή λοιπούς δικαστικούς  λειτουργούς ενέχει και μισθολογική εξομοίωση.

11. Η περίπτωση δ` της παρ. 4 του άρθρου 55 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.  αντικαθίσταται ως εξής: “δ. Τις έδρες ειρηνοδικείων, έξω από την έδρα  του πρωτοδικείου, ο ειρηνοδίκης που υπηρετεί εκεί”.

12. Στο άρθρο 55 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. προστίθεται παράγραφος 5, που έχει  ως εξής: “5. Οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών, καθώς και οι  πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων εξομοιώνονται μισθολογικά με  τους δικαστικούς λειτουργούς, που αναφέρονται στο εδάφιο γ` της  παραγράφου 2 του παρόντος”.

Άρθρο 5

1. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 61 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.  προστίθεται περίπτωση δ`, που έχει ως εξής: “δ) κάτοχοι πτυχίου  αμφοτέρων των τμημάτων της Νομικής Σχολής (Πολιτικού και Νομικού), εφ`  όσον τουλάχιστον το ένα από τα πτυχία αυτά έχουν λάβει με βαθμό  τουλάχιστον λίαν καλώς”.

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 64 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., όπως  αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 1868/1989,  αντικαθίσταται ως εξής: “3. Στο διαγωνισμό έχουν δικαίωμα συμμετοχής:

α) δικαστικοί λειτουργοί,

β) δικηγόροι με διετή τουλάχιστο δικηγορία,

γ) όσοι έχουν διατελέσει δικηγόροι ή δικαστικοί λειτουργοί για δύο  τουλάχιστον έτη,

δ) πτυχιούχοι νομικού τμήματος ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της  ημεδαπής ή ισότιμου της αλλοδαπής, εφ` όσον είναι κάτοχοι διδακτορικού  διπλώματος νομικών ή πολιτικών επιστημών ή κάτοχοι μεταπτυχιακού  διπλώματος των ίδιων επιστημών που απονέμεται από ανώτατο εκπαιδευτικό  ίδρυμα της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής, μετά από παρακολούθηση  τουλάχιστον ενός έτους μεταπτυχιακών μαθημάτων και εξετάσεις,

ε) κάτοχοι πτυχίου αμφοτέρων των τμημάτων της Νομικής Σχολής  (πολιτικού και νομικού), εφ` όσον τουλάχιστον το ένα από τα πτυχία  αυτά έχουν λάβει με βαθμό τουλάχιστον λίαν καλώς και

στ) δικαστικοί υπάλληλοι αφού συμπληρώσουν δύο έτη υπηρεσίας μετά  τη λήψη πτυχίου νομικού τμήματος πανεπιστημίου ή ένα έτος, εφ` όσον  έχουν τριετή συνολική υπηρεσία δικαστικού υπαλλήλου”.

Άρθρο 6

1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 67 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., όπως  αυτό τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 1868/1989,  αντικαθίσταται ως εξής: “Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των  τακτικών διοικητικών δικαστηρίων συμμετέχει στις συνεδριάσεις του  Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης, καθώς και της  ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά από πρόσκληση του  προέδρου κάθε φορά που συζητούνται θέματα, που αφορούν τους δικαστές  των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και τους δικαστικούς  λειτουργούς της γενικής επιτροπείας των ίδιων δικαστηρίων και αποχωρεί  προ της ψηφοφορίας”.

2. Μετά την παράγραφο 12 του άρθρου 68 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. προστίθεται  παράγραφος με αριθμό 13 που έχει ως εξής: “13. Η ολομέλεια του  Συμβουλίου της Επικρατείας επιλύει τελειωτικώς το ζήτημα που φέρεται  ενώπιόν της και τα περαιτέρω ζητήματα που δημιουργούνται από την ολική  ή μερική αποδοχή της διαφωνίας του Υπουργού ή της προσφυγής δικαστικού  λειτουργού, αποκλείεται δε η οποιαδήποτε αναπομπή στο Ανώτατο  Δικαστικό Συμβούλιο”.

Άρθρο 7
Η παράγραφος 4 του άρθρου 75 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., όπως αντικαταστάθηκε  με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 1868/1989, αντικαθίσταται ως εξής:  “4. Γίνονται δεκτοί στο διαγωνισμό

α) δικαστικοί λειτουργοί,

β) δικηγόροι με διετή τουλάχιστο δικηγορία,

γ) όσοι έχουν διατελέσει δικηγόροι ή δικαστικοί λειτουργοί για δύο  τουλάχιστον έτη,

δ) πτυχιούχοι νομικού τμήματος ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της  ημεδαπής ή ισότιμου της αλλοδαπής, εφ` όσον είναι κάτοχοι διδακτορικού  διπλώματος νομικών ή πολιτικών επιστημών ή κάτοχοι μεταπτυχιακού  διπλώματος των ίδιων επιστημών, που απονέμονται από ανώτατο  εκπαιδευτικό ίδρυμα της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής, μετά από  παρακολούθηση τουλάχιστον ενός έτους μεταπτυχιακών μαθημάτων και  εξετάσεις,

ε) κάτοχοι πτυχίου αμφοτέρων των τμημάτων της Νομικής Σχολής  (πολιτικού και νομικού), εφ` όσον τουλάχιστον το ένα από τα πτυχία  αυτά έχουν λάβει με βαθμό τουλάχιστο λίαν καλώς και

στ) δικαστικοί υπάλληλοι, αφού συμπληρώσουν δύο έτη υπηρεσίας μετά  τη λήψη πτυχίου νομικού τμήματος πανεπιστημίου ή ένα έτος, εφ` όσον  έχουν τριετή συνολική υπηρεσία δικαστικού υπαλλήλου”.

Άρθρο 8

1. Οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του άρθρου 76 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.  καταργούνται.

2. Η παράγραφος 8 του άρθρου 76 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. λαμβάνει τον αριθμό  5 και αντικαθίσταται ως εξής: “5. Σε περίπτωση υπηρεσιακής ανάγκης  μπορεί να ασκήσει προσωρινώς καθήκοντα σε πρωτοδικείο ειρηνοδίκης ή  πταισματοδίκης οριζόμενος από τον πρόεδρο πρωτοδικών της περιφέρειάς  του”.

Άρθρο 9

1. Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται από τότε  που ίσχυσαν οι διατάξεις του άρθρου 109 του “Κώδικα Οργανισμού των  Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών” (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), όπως  ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με την παρ. 7 του άρθρου 14 του ν.  1868/1989. Ο βαθμός του ειρηνοδίκη, καθώς και όλες οι σχετικές με τους  ειρηνοδίκες διατάξεις που ίσχυσαν μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.  1578/1985 θεωρούνται ότι δεν καταργήθηκαν ποτέ, εφ` όσον δεν  αντιτίθενται στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης  δικαστικών λειτουργών”.

2. Στον πρώτο μετά τη δημοσίευση του παρόντος διαγωνισμό για την  πλήρωση κενών θέσεων παρέδρων πολιτικών δικαστηρίων και εισαγγελιών οι  ήδη υπηρετούντες ειρηνοδίκες λαμβάνουν μέρος ασχέτως ηλικίας. Με το  διορισμό του επιτυχόντος ειρηνοδίκη σε θέση παρέδρου δεν μεταβάλλεται  σε βάρος του η μέχρι τότε μισθολογική του κατάσταση.

3. Στους δύο πρώτους μετά τη δημοσίευση του παρόντος διαγωνισμούς  για την πλήρωση κενών θέσεων ειρηνοδικών, γίνονται δεκτοί όσοι έχουν  συμπληρώσει το 25ο έτος και δεν έχουν υπερβεί το 42ο έτος της ηλικίας  τους.

Άρθρο 10
Μετά το άρθρο 77 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. προστίθενται άρθρα 77Α και 77Β,  που έχουν ως εξής:

“Άρθρο 77Α

1. Στη θέση ειρηνοδίκη Δ` τάξεως διορίζεται αυτός που πέτυχε σε  διαγωνισμό για πρόσληψη ειρηνοδικών. Ο διαγωνισμός γίνεται από  επιτροπή, που αποτελείται από τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή τον υπ`  αυτού οριζόμενο αντιπρόεδρο, από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ή  τον υπ` αυτού οριζόμενο αντεισαγγελέα του Αρείου πάγου, από έναν  αρεοπαγίτη που ορίζει με τον αναπληρωτή του η ολομέλεια του Αρείου  Πάγου και δύο καθηγητές του Νομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών,  έναν του εμπορικού και έναν του αστικού ή του αστικού δικονομικού  δικαίου, που ορίζει με τους αναπληρωτές τους η Γενική Συνέλευση του  Νομικού Τμήματος. Της επιτροπής προεδρεύει ο πρόεδρος ή ο εισαγγελέας  ή ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου. Χρέη γραμματέα της επιτροπής  εκτελεί ο γραμματέας της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ή ο νόμιμος  αναπληρωτής του.

2. Γίνονται δεκτοί στο διαγωνισμό όσοι έχουν συμπληρώσει το 25ο και  δεν έχουν υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας τους, πληρούν τις λοιπές  προϋποθέσεις για το διορισμό τους ως δικαστικών λειτουργών κατά τον  Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών  και:

α) είναι δικηγόροι ή

β) έχουν διατελέσει δικηγόροι ή

γ) είναι οποιουδήποτε βαθμού και κλάδου υπάλληλοι της γραμματείας  των δικαστηρίων και εισαγγελιών και έχουν συμπληρώσει δύο έτη  υπηρεσίας μετά τη λήψη πτυχίου νομικού τμήματος πανεπιστημίου ή ένα  έτος, εφ` όσον έχουν τριετή συνολική υπηρεσία δικαστικού υπαλλήλου ή

δ) είναι ασκούμενοι δικηγόροι επί ένα τουλάχιστον έτος ή

ε) είναι πτυχιούχοι νομικού τμήματος ανώτατου εκπαιδευτικού  ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμου της αλλοδαπής, εφ` όσον είναι  κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος νομικών ή πολιτικών επιστημών ή  κάτοχοι διπλώματος μεταπτυχιακών νομικών σπουδών που απονέμεται από  ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής μετά  από παρακολούθηση τουλάχιστον ενός έτους μεταπτυχιακών μαθημάτων και  εξετάσεις και

στ) κάτοχοι πτυχίου αμφοτέρων των τμημάτων της Νομικής Σχολής  (πολιτικού και νομικού), εφ` όσον τουλάχιστον το ένα από τα πτυχία  αυτά έχουν λάβει με βαθμό τουλάχιστον λίαν καλώς. Ο διαγωνισμός  περιλαμβάνει γραπτή και προφορική εξέταση στα εξής μαθήματα:

α) αστικό δίκαιο, β) εμπορικό δίκαιο, γ) πολιτική δικονομία,

δ) ποινικό δίκαιο,

ε) ποινική δικονομία και

στ) στοιχεία ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου.

3. Για τους επιτυχόντες καταρτίζεται κατά σειρά επιτυχίας πίνακας,  που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύει από τη  δημοσίευσή του μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου του επόμενου έτους. Οι  επιτυχόντες διορίζονται κατά τη σειρά αναγραφής τους στον πίνακα αυτόν  και τοποθετούνται στις κενές ή κενούμενες κατά τη διάρκεια της ισχύος  του πίνακα θέσεις ειρηνοδικών με προεδρικό διάταγμα.

4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού της  Δικαιοσύνης, καθορίζεται ο τρόπος προκηρύξεως και διενέργειας του  διαγωνισμού, οι αναγκαίες δημοσιεύσεις, ο έλεγχος των προσόντων των  υποψηφίων, ο βαθμός που πρέπει να λάβει ο υποψήφιος για να θεωρηθεί  επιτυχών, ο συντελεστής βαθμολογίας κάθε μαθήματος, η εξαγωγή των  αποτελεσμάτων, η σειρά επιτυχίας σε περίπτωση ισοβαθμίας και κάθε άλλη  αναγκαία λεπτομέρεια. Μέχρις εκδόσεως του διατάγματος αυτού  εφαρμόζονται αναλόγως οι κείμενες διατάξεις για τους διαγωνισμούς  παρέδρων πρωτοδικείων και εισαγγελιών.

Άρθρο 77 Β

1. Οι διοριζόμενοι ειρηνοδίκες Δ` τάξεως διανύουν δοκιμαστική  υπηρεσία ενός έτους ως δόκιμοι.

2. Οι δόκιμοι ειρηνοδίκες από του διορισμού τους υποβάλλονται σε  εξάμηνη ειδική άσκηση στο πρωτοδικείο της τοποθετήσεώς τους και  διατελούν υπό την άμεση ευθύνη και εποπτεία του προέδρου πρωτοδικών,  χρησιμοποιούμενοι διαδοχικώς σε όλα τα τμήματα και σε όλες τις  αρμοδιότητες του πρωτοδικείου, ως αναπληρωτές πρωτοδικών, σύμφωνα με  τις κείμενες διατάξεις, αναπλήρωσης πρωτοδικών με ειρηνοδίκες. Χρησιμοποιούνται επίσης ως β` ανακριτικοί υπάλληλοι για έναν  τουλάχιστο μήνα, με την υποχρέωση να παρακολουθούν και τη λειτουργία  εν γένει της γραμματείας του πρωτοδικείου και των ειρηνοδικείων και  πταισματοδικείων που βρίσκονται στην έδρα του.

3. Κατά τους δύο τελευταίους μήνες της άσκησης ο πρόεδρος πρωτοδικών  μπορεί να αναθέσει στο δόκιμο ειρηνοδίκη, με ειδική κάθε φορά  παραγγελία, την εκτέλεση καθηκόντων ειρηνοδίκη και πταισματοδίκη στα  ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας και της έδρας του  πρωτοδικείου.

4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης η ειδική άσκηση στο  πρωτοδικείο του δόκιμου ειρηνοδίκη παρατείνεται για δύο ακόμη μήνες  μετά από γνώμη της ολομέλειας του οικείου πρωτοδικείου, η οποία  προκαλείται από τον πρόεδρό του πριν να συμπληρωθεί το εξάμηνο, εάν  διαπιστωθεί ότι η επίδοση δεν κρίνεται απολύτως επαρκής για την  ικανοποιητική άσκηση των καθηκόντων του ειρηνοδίκη. Μετά τη συμπλήρωση  της κανονικής ή συμπληρωματικής άσκησης στο πρωτοδικείο οι δόκιμοι  ειρηνοδίκες υποχρεούνται να εμφανισθούν μέσα σε δεκαπέντε ημέρες στο  ειρηνοδικείο της τοποθέτησής τους.

5. Μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας οι δόκιμοι  ειρηνοδίκες διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με  πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από απόφαση του Ανώτατου  Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία, μετά από γνώμη της ολομέλειας της  οικείου πρωτοδικείου, διαπιστώνει ότι ο κρινόμενος έχει την αναγκαία  επιστημονική κατάρτιση και την ικανότητα προσαρμογής στις απαιτήσεις  της αποστολής του ειρηνοδίκη, καθώς και την επιμέλεια, το χαρακτήρα  και το ήθος που αρμόζουν σε δικαστικό λειτουργό. Με όμοιο προεδρικό  διάταγμα απολύονται υποχρεωτικώς της υπηρεσίας όσοι κρίνονται μη  ικανοί.

6. Οι δόκιμοι ειρηνοδίκες λαμβάνουν τις αποδοχές του ειρηνοδίκη Δ`  τάξεως”.

Άρθρο 11

1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. η φράση “και  αντεισαγγελέων πρωτοδικών” αντικαθίσταται με τη φράση “αντεισαγγελέων  πρωτοδικών και ειρηνοδικών”.

2. Από την παράγραφο 3 του άρθρου 81 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. απαλείφεται η  φράση “όταν αυτά συγκροτούνται μόνο από ειρηνοδίκες”.

3. Η περίπτωση ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.  αντικαθίσταται ως εξής: “ε. Ο πρόεδρος του εφετείου (πολιτικού ή  διοικητικού) ή ο προϊστάμενος του εφετείου για τους προέδρους  πρωτοδικών, πρωτοδίκες, παρέδρους, ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες”.

Άρθρο 12

1. Η αληθινή έννοια της διατάξεως του άρθρου 84 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.  είναι ότι δεν επιθεωρούνται οι πρόεδροι εφετών και οι εισαγγελείς  εφετών.

2. Το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 84 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.  αντικαθίσταται ως εξής: “Ο Πρόεδρος και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου  μπορούν να ενεργήσουν οποτεδήποτε, οι ίδιοι ή με αρεοπαγίτη ή  αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, επιθεώρηση όλων των  δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και των δικαστικών υπηρεσιών  και εισαγγελιών. Την επιθεώρηση αυτή μπορεί επίσης να ενεργήσει ο μεν  Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, όσον αφορά τους δικαστές και τα καταστήματα  των πρωτοδικείων, ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων και με πρόεδρο  εφετών, ο δε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, όσον αφορά τους  εισαγγελικούς λειτουργούς και τα καταστήματα των εισαγγελιών  πρωτοδικών και με εισαγγελέα εφετών”.

3. Η παράγραφος 8 του άρθρου 77 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. αντικαθίσταται ως  ακολούθως: “8. Σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου προάγεται εισαγγελέας  εφετών. Επίσης στον βαθμό αυτόν προάγεται μετατασσόμενος ύστερα από  αίτησή του πρόεδρος εφετών ή εφέτης που έχει τρία τουλάχιστον έτη  υπηρεσίας στο βαθμό του. Με προαγωγή προέδρων εφετών και εφετών  επιτρέπεται η πλήρωση μόνον μέχρι τεσσάρων θέσεων αντεισαγγελέων του  Αρείου Πάγου”.

Άρθρο 13

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 108 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. αντικαθίσταται ως  εξής:

“1. Δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου Επικρατείας και του  Ελεγκτικού Συνεδρίου, πάρεδρο πρωτοδικείου των πολιτικών και των  τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, πάρεδροι εισαγγελίας και δόκιμοι  ειρηνοδίκες, οι οποίοι μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής τους  υπηρεσίας κρίνονται από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μη  διοριστέοι σε θέση ισόβιου δικαστικού λειτουργού, διορίζονται χωρίς  διαγωνισμό σε ανάλογη προς τα προσόντα τους θέση διοικητικού  υπαλλήλου, εφ` όσον έχουν τα προσόντα που προβλέπονται από τον  Υπαλληλικό Κώδικα και κρίνονται επαρκείς προς τούτο με την περί  απολύσεώς τους απόφαση τους Α.Δ.Σ. Το οικείο ανώτατο δικαστικό  συμβούλιο οφείλει να διαλάβει στην απόφασή του αν ο κρινόμενος είναι  επαρκής για την άσκηση διοικητικής φύσεως δημόσιας υπηρεσίας. Σε  καταφατική περίπτωση ο κρινόμενος δικαιούται να ζητήσει εντός μηνός  από της κοινοποιήσεώς σ` αυτόν της αποφάσεως του συμβουλίου με αίτησή  του προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης το διορισμό του στη γραμματεία των  δικαστηρίων ή των εισαγγελιών ή σε δημόσια διοικητική θέση. Η αίτηση  γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή εντός τριών μηνών από την υποβολή της. Με  προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας  της Κυβέρνησης, Δικαιοσύνης και Οικονομικών, καθορίζονται οι δημόσιες  υπηρεσίες στις οποίες μπορεί να διορισθεί ο αιτών, συνιστώμενης  αναλόγου θέσεως εφ` όσον δεν υπάρχει κενή, ο βαθμός με τον οποίο  διορίζεται, ανάλογα με τα προσόντα του, ο τρόπος καθορισμού της σειράς  που λαμβάνει και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Ο απολυόμενος  δικαιούται να διορισθεί δικηγόρος στην Αθήνα-Πειραιά-Θεσσαλονίκη ή  στην περιφέρεια οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου επιθυμεί, εκτός από  εκείνα στα οποία υπηρέτησε μέχρι την απόλυσή του, εφ` όσον είχε  αποκτήσει την ιδιότητα του δικηγόρου προ του διορισμού του”.

2. Στο άρθρο 108 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. προστίθεται παράγραφος 2, που έχει  ως εξής και οι παράγραφοι 2 και 3 λαμβάνουν τους αριθμούς 3 και  αντιστοίχως:

“2. Εισηγητής του Συμβουλίου Επικρατείας και του  Ελεγκτικού Συνεδρίου πρωτοδίκης των πολιτικών και των τακτικών  διοικητικών δικαστηρίων και αντεισαγγελέας πρωτοδικών, που  παραλείπεται να προαχθεί για τρίτη τουλάχιστον φορά λόγω ανεπαρκείας,  εάν μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας παραλείψεως μεσολαβεί χρονικό  διάστημα μεγαλύτερο του έτους, παραπέμπεται υποχρεωτικώς με το ερώτημα  της οριστικής παύσεως λόγω ανεπάρκειας στο δικαστήριο που είναι  αρμόδιο για την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσεως, τηρούμενης  της διαδικασίας του άρθρου 60 του παρόντος. Αν το δικαστήριο  αποφασίσει την οριστική παύση, οφείλει συγχρόνως να διαλάβει στην  απόφασή του, αν ο κρινόμενος επαρκεί για την άσκηση δημόσιας,  διοικητικής φύσεως υπηρεσίας. Σε καταφατική περίπτωση ισχύουν αναλόγως  τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο”.

Άρθρο 14

1. Ο μηνιαίος βασικός μισθός των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων,  του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του γενικού επιτρόπου της  Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του γενικού επιτρόπου της  Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αυξάνεται κατά το  ποσό των δραχμών εβδομήντα χιλιάδων. Στους παραπάνω χορηγείται  μηνιαίως ποσό δραχμών εξήντα χιλιάδων λόγω εξόδων παραστάσεως.

2. Ο μηνιαίος βασικός μισθός των αντιπροέδρων των ανώτατων  δικαστηρίων και του επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών  δικαστηρίων αυξάνεται κατά το ποσό των δραχμών τριάντα πέντε χιλιάδων.  Στους παραπάνω χορηγείται μηνιαίως ποσό δραχμών τριάντα χιλιάδων λόγω  εξόδων παραστάσεως.

3. Δικαστικοί λειτουργοί που συμπλήρωσαν τον αναγκαίο κατά νόμο  χρόνο για την προαγωγή τους και στο μεθεπόμενο βαθμό, εφ` όσον έχουν  λάβει ήδη το μισθό του επόμενου βαθμού, λαμβάνουν το μισθό του  μεθεπόμενου βαθμού. Ο χρόνος που απαιτείται για τη χορήγηση του μισθού  του μεθεπόμενου βαθμού αρχίζει να υπολογίζεται από τότε που  συμπληρώθηκε ο χρόνος για τη χορήγηση του μισθού του επόμενου βαθμού  (άρθρο 29 παρ. 1 εδ. γ` ν. 1505/1984). Για τους αντεισαγγελείς του  Αρείου Πάγου και τους εισαγγελείς εφετών μεθεπόμενος βαθμός θεωρείται  ο βαθμός του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Για τους προέδρους εφετών  και τους εφέτες των τακτικών πολιτικών και ποινικών και διοικητικών  δικαστηρίων μεθεπόμενος βαθμός θεωρείται, αντιστοίχως, ο βαθμός του  προέδρου και του αντιπροέδρου των ανώτατων δικαστηρίων. Κατά το λοιπά  εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου  αυτής. Οι πρόεδροι πρωτοδικών, εισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρωτοδίκες,  αντεισαγγελείς πρωτοδικών και οι εξομοιούμενοι με αυτούς δικαστικοί  λειτουργοί, που λαμβάνουν τις αποδοχές του μεθεπόμενου βαθμού,  διατηρούν το επίδομα εξομάλυνσης της υποπεριπτώσεως αα` της  περιπτώσεως ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 1587/1986. Το  επίδομα εξομαλύνσεως αυξάνεται κατά δραχμές 15.000 για τους  δικαστικούς λειτουργούς του προηγούμενου εδαφίου, οι οποίοι  δικαιούνται τις αποδοχές του μεθεπόμενου βαθμού λόγω ελλείψεως του  απαιτούμενου χρόνου προϋπηρεσίας στον αυτό βαθμό. Η αύξηση αυτή του  επιδόματος εξομαλύνσεως παύει να παρέχεται ευθύς ως συμπληρωθεί ο  χρόνος αυτός. `Ομοίως το επίδομα εξομάλυνσης αυξάνεται κατά το παραπάνω ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων δραχμών για τους ειρηνοδίκες Α`, Β` και Γ`  τάξης`.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την περ. α` της παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2207/1994 (ΦΕΚ Α 65).

4. Το επίδομα εξομάλυνσης της υποπερίπτωσης αα` της περίπτωσης ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 1587/1986 (ΦΕΚ 37 Α`), όπως αυξήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 14 του ν. 1968/1991, ανερχόμενο στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) δραχμών το μήνα, καταβάλλεται και στους παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αντεισαγγελείς, παρέδρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στους εξομοιούμενους μισθολογικά με αυτούς, οι οποίοι λαμβάνουν το βασικό μισθό του βαθμού τους. Το επίδομα αυτό εξακολουθεί να καταβάλλεται μειωμένο κατά δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) δραχμές στους παραπάνω, μετά τη λήψη μισθολογικής προαγωγής στον επόμενο βαθμό και μέχρι τη λήψη μισθολογικής προαγωγής στο μεθεπόμενο βαθμό, οπότε και παύει να καταβάλλεται.

Η παράγραφος αυτή ισχύει από την έναρξη ισχύος του άρθρου 14 του ν. 1968/1991.

Σημ.: όπως η παρ.4 προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 3 του Ν.2198/1994  (ΦΕΚ Α 43)

5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφον εφαρμόζονται αναλόγως  και στον πρόεδρο, τους αντιπροέδρους και το κύριο προσωπικό του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 3 του Ν.2198/1994  (ΦΕΚ Α 43)

6.Στους ειρηνοδίκες Α` τάξης. που συμπληρώνουν είκοσι έξι (26) έτη πραγματικής υπηρεσίας από το διορισμό τους και λαμβάνουν τις αποδοχές του εφέτη, χορηγούνται οι αποδοχές του προέδρου εφετών.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 3 του Ν.2198/1994  (ΦΕΚ Α 43)

7.Στους ειρηνοδίκες Β` τάξης που λαμβάνουν τις αποδοχές του επόμενου βαθμού, χορηγείται προσαύξηση 10% στο βασικό μισθό τους, μόλις συμπληρώσουν δεκαέξι (16) έτη πραγματικής υπηρεσίας από το διορισμό τους. Η προσαύξηση αυτή χορηγείται και στους ειρηνοδίκες Α` τάξης έως ότου χορηγηθούν σε αυτούς οι αποδοχές του εφέτη.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 3 του Ν.2198/1994  (ΦΕΚ Α 43) και τροποποιήθηκε  με την περ.β` της παρ.3 του άρθρου 6 του Ν.2207/1994 (ΦΕΚ Α 65)

8. Ως προς τη διαδικασία και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της  μισθολογικής προαγωγής της παραγράφου 3 και των προσαυξήσεων των  παραγράφων 5 και 6, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 29 του ν.  1505/1984.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 3 του Ν.2198/1994  (ΦΕΚ Α 43)

9. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή στους παρέχοντες  οποιασδήποτε φύσεως υπηρεσίες στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός  επαναοριοθετήθηκε με το άρθρο 51 του ν. 1892/1990.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 3 του Ν.2198/1994  (ΦΕΚ Α 43)

10. Το ποσό των εξόδων παραστάσεως της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού δεν  υπολογίζεται στις ακαθάριστες αποδοχές του προέδρου του Αρείου Πάγου,  όταν αυτές χρησιμεύουν για τον καθορισμό του ανώτατου ορίου των  αποδοχών άλλων δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων ή των πάσης φύσεως  αποδοχών, αμοιβών ή αποζημιώσεων για τη συμμετοχή σε συμβούλια και  επιτροπές για την κατοχή δεύτερης θέσης στο δημόσιο τομέα.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 3 του Ν.2198/1994  (ΦΕΚ Α 43)

11. Η αύξηση του βασικού μισθού της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού δεν  υπολογίζεται στις ακαθάριστες αποδοχές του προέδρου της Αρείου Πάγου  όταν αυτές χρησιμεύουν για τον καθορισμό του ανώτατου ορίου των πάσης  φύσεως αποδοχών, αμοιβών ή αποζημιώσεων για τη συμμετοχή σε συμβούλια  και επιτροπές ή για την κατοχή δεύτερης θέσης στο δημόσιο τομέα.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 3 του Ν.2198/1994  (ΦΕΚ Α 43)

12. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών θα  καθορισθεί το ύψος και ο τρόπος εξοφλήσεως των οφειλομένων ποσών προς  τους δικαστικούς λειτουργούς και το κύριο προσωπικό του Νομικού  Συμβουλίου του Κράτους, λόγω της διαφοράς των αποδοχών τους με τις  αποδοχές των διευθυντών γιατρών του Ε.Σ.Υ. είτε έχουν εγείρει αγωγές  είτε όχι.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 3 του Ν.2198/1994  (ΦΕΚ Α 43)

Άρθρο 15
Από 1.12.1991 αυξάνονται ως εξής οι οργανικές θέσεις των δικαστικών  λειτουργών:

Α. Του Συμβουλίου της επικρατείας

α. Των συμβούλων κατά 3 και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε  37.

β. Των παρέδρων κατά 2 και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε 45.

Β. Των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων

α. Των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου κατά 2 και ο συνολικός  αριθμός τους ορίζεται σε 11.

β. Των προέδρων εφετών κατά 10 και ο συνολικός αριθμός τους  ορίζεται σε 61.

γ. Των εισαγγελέων εφετών κατά 2 και ο συνολικός αριθμός τους  ορίζεται σε 33.

δ. Των εφετών κατά 25 και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε 326.

ε. Των αντεισαγγελέων εφετών κατά 7 και ο συνολικός αριθμός τους  ορίζεται σε 80.

στ. Των προέδρων πρωτοδικών κατά 5 και ο συνολικός αριθμός τους  ορίζεται σε 143.

ζ. Των εισαγγελέων πρωτοδικών κατά 5 και ο συνολικός αριθμός τους  ορίζεται σε 104.

η. Των αντεισαγγελέων πρωτοδικών κατά 5 και ο συνολικός αριθμός  τους ορίζεται σε 175.

Γ. Των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

α. Των προέδρων εφετών κατά 3 και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται  σε 38.

β. Των εφετών κατά 10 και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε 152.

γ. Των προέδρων πρωτοδικών κατά 4 και ο συνολικός αριθμός τους  ορίζεται σε 78.

δ. Των πρωτοδικών κατά 20 και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε  343.

Δ. Του Ελεγκτικού Συνεδρίου Των αντιπροέδρων κατά 1 και ο  συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα και άλλες ποινικές διατάξεις

Άρθρο 16

1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα  αντικαθίστανται ως εξής: “1. Όσοι καταδικάστηκαν σε ποινή στερητική  της ελευθερίας, αφού εκτίσουν τα τρία πέμπτα (3/5) της ποινής τους και  πάντως τουλάχιστον ένα έτος και, προκειμένου για ισόβια κάθειρξη,  είκοσι έτη, μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης κατά τις  κατωτέρω διατάξεις.

2. Το χρονικό διάστημα των τριών πέμπτων περιορίζεται στο μισό της  ποινής που επιβλήθηκε, αν ο κατάδικος έχει υπερβεί το 70ό έτος”.

2. Στο άρθρο 106 του Ποινικού κώδικα προστίθεται παράγραφος 3, που  έχει ως εξής: “3. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως και 4 του άρθρου  100Α εφαρμόζονται αναλόγως”.

3. Μετά το άρθρο 106 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 106Α, που  έχει ως εξής:

“Άρθρο 106 Α

Όσοι εκτίουν το τελευταίο εξάμηνο ποινής φυλάκισης άνω των τριών  ετών, το τελευταίο έτος ποινής κάθειρξης μέχρι 15 ετών και τους  τελευταίους δεκαοκτώ μήνες ποινής κάθειρξης ανώτερης των 15 ετών  μπορούν να απολυθούν, υπό όρο, χωρίς τη συνδρομή των όρων του άρθρου  106 Π.Κ., με μόνη την προσδοκία εντίμου κοινωνικού βίου”.

Άρθρο 17
Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που κρίνει την  αίτηση για τη χορήγηση απόλυσης υπό όρο, επιτρέπεται έφεση από τον  εισαγγελέα ή τον κατάδικο, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των  άρθρων 473 έως και 476 Κ.Π.Δ.

Άρθρο 18
Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 27 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  αντικαθίσταται η φράση “που ορίζονται από τον εισαγγελέα” με τη φράση  “που ορίζονται από τον πρόεδρο πρωτοδικών μετά από σχετικό έγγραφο του  εισαγγελέα πρωτοδικών”.

Άρθρο 19

1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ν. 1941/1991 (ΦΕΚ 41 Α`) η  φράση “Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 113 του Ποινικού  Κώδικα” διατυπώνεται ως εξής: “Η παράγραφος 2 του άρθρου 113 του  Ποινικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 4  του ν. 1738/1987”.

2. Όπου στα άρθρα 3 και 29 του ν. 1941/1991 αναγράφεται η φράση  “κατώτερη των δύο (2) ετών”, αυτή αντικαθίσταται με τη φράση “που δεν  υπερβαίνει τα δύο έτη”.

3. Όπου στα άρθρα 15 και 29 του ν. 1941/1991 αναγράφεται ο αριθμός  104Α, αυτός αντικαθίσταται με τον αριθμό 100Α.

4. Όπου στο άρθρο 31 του ν. 1941/1991 αναγράφονται οι αριθμοί 370α  και 370β, αυτοί αντικαθίστανται αντιστοίχως με τους αριθμούς 370γ και  370δ.

5. Το άρθρο 37 του ν. 1941/1991 αναδιατυπώνεται ως εξής:

“Άρθρο 37

Η διάταξη του εδαφίου στ` της παραγράφου 1 του άρθρου 489 του  Κ.Π.Δ.Δ ισχύει και για αυτούς που καταδικάστηκαν κατά την περίοδο από  21/4/1967 έως 23/7/1974. Οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να ασκήσουν  μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος έφεση κατά  των παραπάνω καταδικαστικών αποφάσεων”.

6. Στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 “Μέτρα για την περιστολή της  φοροδιαφυγής κ.λπ.” προστίθεται παράγραφος 7, που έχει ως εξής:

“7. Οι  αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται από το άρθρο αυτό υπάγονται στην  αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου”.

7. Το άρθρο 38 του ν. 1941/1991 καταργείται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές

Άρθρο 20

1. Συνιστώνται νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για τη σύνταξη των  ακόλουθων σχεδίων νόμων:

1. Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών  Λειτουργών

2. Σωφρονιστικού Κώδικα

3. Εμπορικού Κώδικα-Πτωχευτικού Κώδικα-Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού  Δικαίου

4. Κώδικα Δικηγόρων

5. Κώδικα Συμβολαιογράφων

6. Κώδικα Υποθηκοφυλάκων

7. Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών

8. Κώδικα Προστασίας Περιβάλλοντος

9. Κώδικα Πνευματικής Ιδιοκτησίας

10. Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων.

2. Τα μέλη των κατά την προηγούμενη παράγραφο επιτροπών, ο αριθμός  των οποίων δεν μπορεί να υπερβεί τα εννέα, ορίζονται με απόφαση του  Υπουργού Δικαιοσύνης και των κατά περίπτωση συναρμόδιων υπουργών από  δικαστικούς λειτουργούς και καθηγητές ελληνικών πανεπιστημίων εν  ενεργεία ή μη, ύστερα από πρόταση του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας  και της οικείας σχολής του Πανεπιστημίου αντιστοίχως, η οποία  περιλαμβάνει διπλάσιο αριθμό υποψηφίων, ως και δικηγόρους, ύστερα από  όμοια πρόταση του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών και υπαλλήλους του  Υπουργείου Δικαιοσύνης. Καθήκοντα γραμματέα καθεμιάς από τις επιτροπές  ανατίθενται με την ίδια απόφαση σε υπάλληλο του Υπουργείου  Δικαιοσύνης.

3. Οι επιτροπές πρέπει να περατώσουν το έργο τους μέσα στην  προθεσμία που καθορίζει η υπουργική απόφαση για τη συγκρότησή τους. Η  προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί.

4. Οι κώδικες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου κυρώνονται κατά  τη διαδικασία του άρθρου 76 παρ. 6 του Συντάγματος.

5. Στις περιπτώσεις καταρτίσεως επαγγελματικών κωδίκων μετέχουν στις  αρμόδιες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές ως μέλη δύο εκπρόσωποι κάθε  κλάδου, που ορίζονται από το Δ.Σ. των οικείων συλλόγων.

6. Στους προέδρους, τα μέλη και τους γραμματείς των επιτροπών, καθώς  και στα πρόσωπα που συμμετέχουν σ` αυτές καταβάλλεται αποζημίωση που  ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών “και  κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 18 του ν. 1505/1984 και 8 του ν. 1810/1988”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ. 2 του άρθρου 50 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α 207)

7. Στο άρθρο 7 του ν.δ. 908/1971 “Περί μονίμου Νομοπαρασκευαστικής  Επιτροπής παρά τω Υπουργείω Δικαιοσύνης” προστίθεται παράγραφος 4: “4.  Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να ορίζει ότι στις ειδικές επιτροπές  μετέχουν με ή χωρίς ψήφο σύμβουλοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή του  Υπουργού, καθώς και πρόσωπα των οποίων η συμμετοχή λόγω ειδικών  γνώσεων και εμπειρίας κρίνεται απαραίτητη για την επεξεργασία  ορισμένων σχεδίων νόμων, κωδίκων ή διεθνών συμβάσεων”.

Άρθρο 21
Σημ.: όπως το άρθρο 21 αντικαταστάθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 50 του Ν.2172/1993 (ΦΕΚ Α 207)

1. Συνιστάται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης νομοπαρασκευαστική Επιτροπή Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, “αποτελούμενη από έναν αντιπρόεδρο ή σύμβουλο της Επικρατείας, ως πρόεδρο” δύο συμβούλους της Επικρατείας, έναν πρόεδρο εφετών και έναν εφέτη των διοικητικών δικαστηρίων, δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου και έναν δικηγόρο, ως μέλη, χρέη γραμματέα εκτελεί δικαστικός υπάλληλος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την περ.α`της παρ.10 του άρθρου 16 του Ν.2298/1995 (Α 62)

2. Στην Επιτροπή αυτήν, που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ανατίθεται η αναθεώρηση και συμπλήρωση του σχεδίου που επεξεργάζεται η Επιτροπή που συγκροτήθηκε με την 377/22.1.1993 απόφαση. Η επιτροπή οφείλει να περατώσει το έργο της μέσα στην προθεσμία που ορίζει η απόφαση, η οποία μπορεί να παραταθεί.

3.Σημ.: όπως ηπαρ.3 καταργήθηκε με την περ.β` της παρ.5 του άρθρου 6 του Ν.2207/1994 (ΦΕΚ Α 65)

4. Η κύρωση του Κώδικα αυτού θα γίνει κατά τη διαδικασία του  άρθρου 76 παράγραφος 6 του Συντάγματος.

Σημ.: όπως ηπαρ.4 προστέθηκε με την περ.β` της παρ.10 του άρθρου 16 του Ν.2298/1995 (Α 62)

Άρθρο 22

1. Συνιστάται νομοπαρασκευαστική επιτροπή, αποτελούμενη από πέντε  μέλη κατ` ανώτατο όριο για την κωδικοποίηση των διατάξεων του  Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου και του  Ινστιτούτου Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων  Θεσσαλονίκης, με σκοπό τη συγκέντρωση, βελτίωση και ενοποίηση των  διατάξεων που έχουν εισαχθεί με διάφορα νομοθετήματα.

2. Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής ορίζονται με απόφαση του  Υπουργού Δικαιοσύνης και είναι δικαστικοί λειτουργοί, μέλη του  διδακτικού επιστημονικού προσωπικού νομικών τμημάτων των ελληνικών  Α.Ε.Ι., δικηγόροι, καθώς και εξειδικευμένοι υπάλληλοι των Ινστιτούτων.  Γραμματέας της επιτροπής αυτής ορίζεται υπάλληλος του Ινστιτούτου.

3. Η επιτροπή οφείλει να τελειώσει το έργο της μέσα στην προθεσμία  που ορίζει η απόφαση για την συγκρότησή της και που μπορεί να  παραταθεί.

4. Στον πρόεδρο, τα μέλη και το γραμματέα καταβάλλεται αποζημίωση,  που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και  Οικονομικών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Λοιπές διατάξεις

Άρθρο 23
Ιατροί καταστημάτων κράτησης.
Στους ιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό που υπηρετούν στα  καταστήματα κράτησης και το νοσοκομείο κρατουμένων, χορηγείται επίδομα  ειδικών συνθηκών. Το ύψος του επιδόματος καθορίζεται με κοινή απόφαση  των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.

Άρθρο 24
Δικηγόροι

1. Τυφλοί δικηγόροι προκειμένου να συνταξιοδοτηθούν από το Ταμείο  Νομικών, σύμφωνα με τις ευεργετικές διατάξεις του άρθρου 1 του ν.  612/1977, δεν απαιτείται να παραιτηθούν από το δικηγορικό λειτούργημα.  Οι ανωτέρω διατηρούν τη δικηγορική ιδιότητα και δεν έχουν δικαίωμα  απολήψεως συντάξεως για το χρόνο ασκήσεως δικηγορικής υπηρεσίας πέραν  του προβλεπομένου προς συνταξιοδότηση από το ν. 612/1977.

2. Το εδάφιο γ` του άρθρου 4 του ν. δ. 3026/1954 “Περί του Κώδικα  Δικηγόρων”, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του ν. 723/1977,  αντικαθίσταται ως εξής: “Δεν μπορεί να γραφτεί στο ειδικό βιβλίο  ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου αυτός που συμπλήρωσε το  33ο έτος της ηλικίας του, εκτός αν πρόκειται για τυφλούς που έχουν  αναπηρία 100% ή για ομοεθνείς φυγάδες προερχόμενους από την Αλβανία  για τους οποίους η εγγραφή επιτρέπεται μέχρι τη συμπλήρωση και του  45ου έτους”.

3. Για την πραγματοποίηση των αναφερομένων στην παράγραφο 3 του  άρθρου 1 του ν. 1649/1986 ενεργειών παρέχεται νέα προθεσμία τριών  μηνών, που αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος.

4. Στο τέλος του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 70 του ν.δ. 3026/1954  “Περί του Κώδικος των Δικηγόρων” η φράση “όπερ δύναται και να επαυξήση  την ποινήν” αντικαθίσταται με τη φράση “το οποίο μπορεί μόνο να  επαυξήσει την ποινή”.

5. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 76 του ν.δ. 3026/1954 “Περί  του Κώδικος των Δικηγόρων” προστίθενται εδάφια ως εξής: “Εάν η απόφαση  αυτή δεν εκδοθεί μέχρι το τέλος Ιανουαρίου εκάστου έτους, το ποσόν του  προστίμου ορίζεται σε 10.000 δρχ. το κατώτατο και 200.000 δρχ. το  ανώτατο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης  αναπροσαρμόζονται τα πιο πάνω ποσά”.

6. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 24 του ν. 1868/1989, διαγράφονται οι  λέξεις “μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος” και αντί  αυτών τίθενται οι λέξεις “μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1991”.

Άρθρο 25
Συμβολαιογραφεία-Υπάλληλοι συμβολαιογραφικών συλλόγων.

1. Στην παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 670/1977 “περί κώδικος  Συμβολαιογράφων”, όπως ισχύει σήμερα, μετά την περίπτωση ιστ`  προστίθενται οι εξής περιπτώσεις: “ιζ) Ειδυλλείας (Βίλλια) και ιη)  Σαλαμίνας”.

2. Για το διορισμό συμβολαιογράφου στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου  ειδυλλίας, με έδρα τα Βίλλια και Σαλαμίνας, με έδρα τη Σαλαμίνα,  απαιτούνται τα προσόντα της περιπτ. α` της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν.  670/1977.

3. Μετάθεση συμβολαιογράφων για την πλήρωση θέσεων στην  ειρηνοδικειακή περιφέρεια Ειδυλλίας (Βίλλια) και Σαλαμίνας δεν  επιτρέπεται.

Άρθρο 26
Υπάλληλοι υποθηκοφυλακείων.

1. Ο διορισμός προϊσταμένων των εκτός Αθηνών, Πειραιώς και  Θεσσαλονίκης υποθηκοφυλακείων, καθώς και του προϊσταμένου του  Κτηματολογικού γραφείου Κω και των υποθηκοφυλάκων Α` και Β` τάξεως του  Κτηματολογικού Γραφείου Ρόδου, που προβλέπεται από τις διατάξεις του  άρθρου 5 παρ. 1 περ. δ` του ν. 724/1977 “Περί του προσωπικού των  έμμισθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων κ.λπ.”, γίνεται  από της δημοσιεύσεως του ν. 1586/1986 και εφεξής απευθείας στον Α`  βαθμό και στο 12ο μισθολογικό κλιμάκιο.

2. Το επίδομα του άρθρου 12 του ν. 1586/1986 καταβάλλεται και στους  προϊσταμένους που υπηρετούν στις υπάρχουσες οργανικές θέσεις, των  έμμισθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων.

3. Ο χρόνος υπηρεσίας του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού  δικαίου αορίστου χρόνου των υποθηκοφυλακείων τα οποία έγιναν έμμισθα  με το ν. 1805/1988 (άρθρ. 29) που έχει διανυθεί σε άμισθα  υποθηκοφυλακεία με την ίδια σχέση εργασίας αποτελεί πραγματική δημόσια  υπηρεσία για κάθε συνέπεια.

Άρθρο 27
Προσωπικό καταστημάτων κράτησης και ιδρυμάτων αγωγής ανηλίκων-Επιμελητές ανηλίκων

1. Το άρθρο 119 του ν. 1851/1989 “Κώδικας βασικών κανόνων για τη  μεταχείριση των κρατουμένων και άλλες διατάξεις” αντικαθίσταται ως  εξής:

“Άρθρο 119

1. Το προσωπικό των καταστημάτων κράτησης, των σωφρονιστικών και των  θεραπευτικών καταστημάτων και της Κ.Α.Υ.Φ., όλων των κλάδων και  ειδικοτήτων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, φέρει υποχρεωτικώς  στολή, εκτός από τους προϊσταμένους των διευθύνσεων, οι οποίοι  δύνανται κατά περίπτωση να φέρουν ή να μη φέρουν στολή.

2. Το ύφασμα της στολής, τα εξαρτήματά της και τα υποδήματα  χορηγούνται με δαπάνες του Κράτους.

3. Ο τύπος της στολής και οι ειδικότερες λεπτομέρειες που αφορούν σ`  αυτήν και τα εξαρτήματά της ορίζονται με απόφαση του Υπουργού  Δικαιοσύνης”.

2. Στο προσωπικό της παραγράφου 1 του άρθρου 119 του ν. 1851/1989  παρέχεται μηνιαίως επίδομα στολής ίσο με το 6% επί του 16ου  μισθολογικού κλιμακίου.

3. Στο προσωπικό που υπηρετεί στα καταστήματα κράτησης (γενικά,  ειδικά, θεραπευτικά), στα ιδρύματα αγωγής ανηλίκων, χορηγείται επίδομα  επιφυλακής και ετοιμότητας δεκατεσσάρων χιλιάδων (14.000) δραχμών κάθε  μήνα από 1.1.1991.

4. Στο προσωπικό που υπηρετεί στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού  χορηγείται επίδομα ειδικών συνθηκών εργασίας εκ δέκα χιλιάδων (10.000)  δραχμών κάθε μήνα από 1.7.1991.

5. α) Οι οργανικές θέσεις του κλάδου ΔΕ φύλαξης καταστημάτων  κράτησης, σωφρονιστικών και θεραπευτικών καταστημάτων και Κ.Α.Υ.Φ.  αυξάνονται κατά διακόσιες, ήτοι από χίλιες τετρακόσιες ογδόντα  γίνονται χίλιες εξακόσιες ογδόντα.

β) Οι οργανικές θέσεις του κλάδου ΔΕ διοικητικού λογιστικού  καταστημάτων κράτησης, σωφρονιστικών και θεραπευτικών καταστημάτων και  Κ.Α.Υ.Φ. αυξάνονται κατά πενήντα, ήτοι από εκατόν πενήντα γίνονται  διακόσιες.

6. Τα ποσά που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος  άρθρου μπορούν να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών  Οικονομικών και Δικαιοσύνης.

Άρθρο 28
Δικαστικοί υπάλληλοι

1. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 294/1976  προστίθεται η φράση: “πτυχίο επιστήμης των υπολογιστών ή ηλεκτρολόγου  μηχανικού ή ηλεκτρονικού μηχανικού ή μηχανικού Η/Υ ή πληροφορικής ή  φυσικού ή μαθηματικού τμήματος ή φιλολογίας ελληνικής ή ξένης  ελληνικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ή ισότιμου αλλοδαπού”.

2. Η παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 294/1976 “Περί ρυθμίσεως θεμάτων  τινών της νομοθεσίας περί δικαστικών υπαλλήλων και άλλων τινών  διατάξεων” αντικαθίσταται ως εξής: “2. Ο δικαστικός υπάλληλος, που  παραλείφθηκε να προαχθεί ή που μετατέθηκε χωρίς αίτησή του ή  αποσπάστηκε, δικαιούται εντός προθεσμίας δέκα ημερών από της εις αυτόν  κοινοποιήσεως της αποφάσεως του συμβουλίου να προσφύγει στο αρμόδιο  για την κρίση του σε δεύτερο βαθμό συμβούλιο. Η κοινοποίηση γίνεται με  επιμέλεια του γραμματέα του συμβουλίου εντός προθεσμίας πέντε ημερών  από της εκδόσεως της αποφάσεως, η δε προσφυγή του ενδιαφερομένου  κατατίθεται στο γραμματέα του συμβουλίου, που υποχρεούται να την  υποβάλλει αμέσως δια του Υπουργείου Δικαιοσύνης στο αρμόδιο συμβούλιο.  Δικαίωμα επίσης προσφυγής έχει και ο δικαστικός υπάλληλος, που, ενώ  είχε τα προσόντα, δεν επελέγη σε θέση προϊσταμένου διευθύνσεως ή  τμήματος. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από  της τοιχοκολλήσεως της αποφάσεως που γίνεται με επιμέλεια του  γραμματέα στα γραφεία του δικαστικού συμβουλίου που εξέδωσε την  απόφαση. Για την τοιχοκόλληση που γίνεται εντός πέντε ημερών από της  εκδόσεως της αποφάσεώς συντάσσεται έκθεση. Η προσφυγή κατατίθεται στον  προϊστάμενο του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ο προσφεύγων και  διαβιβάζεται αμέσως δια του Υπουργείου Δικαιοσύνης στο αρμόδιο  δευτεροβάθμιο συμβούλιο”.

3. Η υπό των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 27 του ν. 1805/ 1988 και 5 του άρθρου 15 του ν. 1835/1989 θεσπιζόμενη δεκαετής  υπηρεσία ορίζεται σε πενταετή.

4. Στους επιμελητές των πολιτικών, ποινικών δικαστηρίων και των  εισαγγελικών αυτών, των διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού  Συνεδρίου, οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά με την επίδοση  δικογράφων, χορηγείται μηνιαίως το ποσόν των έξι χιλιάδων δραχμών ως  έξοδα κινήσεως.

Άρθρο 29
Περί χάριτος
Στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν.δ. 68/1968 προστίθεται δεύτερο  εδάφιο, που έχει ως εξής: “Αν αυτός που ζητά χάρη ποινής ή άρση  συνεπειών καταδίκης έχει καταδικαστεί με περισσότερες από μία  αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικές αξιόποινες  πράξεις από διαφορετικά δικαστήρια, αρμόδιοι για να γνωμοδοτήσουν  είναι ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που επέβαλε τη βαρύτερη ποινή ή,  αν πρόκειται για ομοειδείς ποινές, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που  επέβαλε την ποινή μεγαλύτερης διάρκειας, καθώς και ο εισαγγελέας του  δικαστηρίου που εξέδωσε τη νεότερη απόφαση. Αν περισσότερες από μία  ποινές επιβλήθηκαν από στρατιωτικό δικαστήριο, αρμόδιος για να  γνωμοδοτήσει είναι ο επίτροπος του αναθεωρητικού δικαστηρίου”.

Άρθρο 30
Μισθώσεις αστικών ακινήτων Καλαμάτας
Η αληθινή έννοια της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν.  1685/1987 (ΦΕΚ 1 Α`/8.1.1987), με τον οποίο κυρώθηκε η από 14  Νοεμβρίου 1986 πράξη νομοθετικού περιεχομένου “Επιβολή αγορανομικού  ελέγχου στις μισθώσεις αστικών ακινήτων του Νομού Μεσσηνίας”, είναι  ότι από 1 Ιανουαρίου 1989 για τη σεισμόπληκτη περιοχή Καλαμάτας ισχύουν  οι κείμενες περί εμπορικών μισθώσεων διατάξεις. Το ίδιο ισχύει και για  τις εμπορικές μισθώσεις επί ακινήτων, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί  διατηρητέα.

Άρθρο 31
Παράβολο συμμετοχής σε διαγωνισμό.
Η παράγραφος 2 του άρθρου 81 του ν.δ. 962/1971 αντικαθίσταται ως  εξής: “2. Οι γενόμενοι δεκτοί στο διαγωνισμό οφείλουν πριν εξετασθούν  να καταθέσουν στο γραμματέα του Αρείου Πάγου το οριζόμενο με την  απόφαση προκηρύξεως του διαγωνισμού ποσό, το οποίο δεν μπορεί να είναι  μικρότερο των πέντε χιλιάδων δραχμών”.

Άρθρο 32
Χρονικά όρια ισχύος νόμου

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 14 του ν. 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α`/ 11.9.1990) αντικαθίσταται ως εξής: “1. Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει  από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην των  διατάξεων των άρθρων 1 έως και 10, που εφαρμόζονται αναδρομικά από τις  24 Ιουλίου 1974”.

2. Η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 έως και 15 του κεφαλαίου Β`  του ν. 1805/1988 “Εκσυγχρονισμός του θεσμού του Ποινικού Μητρώου  κ.λπ.” αναστέλλεται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992.

Άρθρο 33
Δικαστικοί επιμελητές.

1. Για τις εκδόσεις, εκτελέσεις και άλλες πράξεις που ενεργεί ο  δικαστικός επιμελητής έξω από τα διοικητικά όρια του δήμου ή της  κοινότητας, που έχει την έδρα του το πρωτοδικείο στο οποίο είναι  διορισμένος, δικαιούται εκτός από τα απαιτούμενα οδοιπορικά έξοδα και  πρόσθετη αμοιβή για κάθε χιλιόμετρο απόστασης, υπολογιζομένης και της  επιστροφής.

2. Στην έννοια των ορίων κάθε δήμου ή κοινότητας δεν περιλαμβάνονται  άλλοι αυτοτελείς δήμοι ή κοινότητες που αποτελούν συνέχεια ή παρέκταση  αυτών.

3. Η χιλιομετρική απόσταση υπολογίζεται από το κέντρο κάθε δήμου ή  κοινότητας της έδρας του πρωτοδικείου ή ειρηνοδικείου που έχει γραφείο  ο δικαστικός επιμελητής, σύμφωνα με τους πίνακες χιλιομετρικών  αποστάσεων, που καθορίζει η αρμόδια υπηρεσία.

Άρθρο 34
Παραπομπή διοικητικών υποθέσεων.

1. Στις διοικητικές διαφορές ουσίας ή ακύρωσης αν το διοικητικό  δικαστήριο κρίνει ότι στερείται αρμοδιότητας, επειδή η υπόθεση  υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου ή του  Συμβουλίου της επικρατείας, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο  αυτό. Η απόφαση περί παραπομπής είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο  στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση εφ` όσον τούτο είναι ισόβαθμο ή  κατώτερο του παραπέμποντος. Το αυτό ισχύει, και για το Συμβούλιο της  Επικρατείας, όταν κρίνει ότι το ενώπιόν του εισαγόμενο ένδικο μέσο  ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου. Η απόφαση του  Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο στο  οποίο γίνεται η παραπομπή. Στις ακυρωτικές υποθέσεις, για τις οποίες  προβλέπει ειδικώς το άρθρο 1 του ν. 702/1977 το Συμβούλιο της  Επικρατείας, εάν κρίνει ότι η υπόθεση είναι της αρμοδιότητας του  διοικητικού εφετείου, μπορεί να παραπέμψει σε αυτό ή να κρατήσει την  υπόθεση και να τη δικάσει κατ` ουσίαν.

2. Όταν συντρέχει περίπτωση παραπομπής κατά την προηγούμενη  παράγραφο, η κρίση περί της νομιμοποιήσεως ή παραστάσεως των διαδίκων  ή των πληρεξουσίων, περί της καταβολής τελών και παραβόλου και γενικώς  περί της εγκυρότητας του δικογράφου ή του παραδεκτού του ενδίκου μέσου  ανήκει στο αρμόδιο δικαστήριο.

3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 42 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας  (π.δ. 331/1985) αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Το δικαστήριο, κατ` αίτηση  του διαδίκου ή του εμφανιζόμενου ως πληρεξουσίου, είτε αναβάλλει τη  συζήτηση σε άλλη δικάσιμο είτε χορηγεί εύλογη προθεσμία για τη  νομιμοποίηση, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας απορρίπτεται το  ένδικο μέσο ή βοήθημα. Εάν ανακύψει μεταγενεστέρως αμφιβολία ως προς  τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου ή του διαδίκου, ο ενδιαφερόμενος  ειδοποιείται δια της γραμματείας να προσκομίσει τα ελλείποντα στοιχεία  εντός τακτής προθεσμίας. Για την ειδοποίηση αυτήν ο γραμματέας  συντάσσει πράξη επί του φακέλου της δικογραφίας. Το δικαστήριο πάντως  δύναται να διατάξει τη συμπλήρωση των στοιχείων της νομιμοποιήσεως. Τα  στοιχεία αυτά επιτρέπεται, σε κάθε περίπτωση, να είναι και  μεταγενέστερα της συζητήσεως”.

Άρθρο 35
Χρηματοδότηση και λειτουργία ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ

1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 1017/1971.

α) προστίθεται η εξής φράση στο τέλος της περίπτ. γ. “καθώς και για  τον εφοδιασμό των δικαστικών υπηρεσιών και υποθηκοφυλακείων του  Κράτους με τα απαραίτητα έντυπα και εκτυπωτικό υλικό” και

β) προστίθεται περίπτ. ε` ως εξής:

ε) “για την αποκομιδή των βοθρολυμάτων των κτιρίων των δικαστικών  υπηρεσιών και φυλάκων, καθώς και το βιολογικό καθαρισμό των λυμάτων  αυτών”.

2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν.δ. 1017/ 1971 αντικαθίσταται ως εξής: “Όταν ο πρόεδρος δεν υπάρχει, είναι απών  ή κωλύεται αναπληρώνεται από τον αντιπρόεδρο, στον οποίο και  περιέρχονται κατά το στάδιο αυτό οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στο  άρθρο 6 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή με την ίδια απόφαση του  Υπουργού Δικαιοσύνης ορίζεται ως νέος του διοικητικού συμβουλίου του  Ταμείου, για το χρονικό διάστημα της αναπλήρωσης, ένας από τους  γενικούς διευθυντές του Υπουργείου Δικαιοσύνης”.

3. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 5 του ν.δ. 1017/1971  αντικαθίσταται ως εξής: “Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί με απόφαση του  να αναθέτει την άσκηση ορισμένων αρμοδιοτήτων του στον πρόεδρο ή σε  άλλο μέλος του ή σε δικαστικούς λειτουργούς ή σε προϊσταμένους  υπηρεσιών αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης ή και να εξουσιοδοτεί  αυτούς προς ενέργεια ορισμένων πράξεων”.

4. Στο άρθρο 8 του ν.δ. 1017/1971, προστίθεται παράγραφος 2, που  έχει ως εξής: “2. Σε δίκες ενώπιον των δικαστηρίων των επαρχιών, η  εκπροσώπηση και η δικαστική υπηρεσία του ταμείου, ανατίθεται στα κατά  τόπους δικαστικά γραφεία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπου δε  δεν υπάρχουν τέτοια, σε δικηγόρους, που ορίζονται από τον πρόεδρο του  Ταμείου, μετά από πρόταση του Νομικού Συμβουλίου του κράτους”

5. Η περίπτωση Ι της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν.δ. 1017/1971  “περί συστάσεως Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων”  αντικαθίσταται ως εξής: “Ι. Το Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών  Κτιρίων επιχορηγείται από το Δημόσιο δια της χορηγήσεως πιστώσεων του  Κρατικού προϋπολογισμού από το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για την  εκτέλεση του προγράμματος μελετών, αγορά οικοπέδων, ανέγερση και  επισκευή κτιρίων αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, περιλαμβανομένων  φυλακών και αναμορφωτηρίων. Η διαχείριση και διάθεση της επιχορήγησης  αυτής γίνεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., για έργα και μελέτες που θα  επιλέγονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, βάσει του προγράμματος που  υποβάλλεται κατ` έτος στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας”.

6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν.δ. 1017/ 1971 αντικαθίσταται ως εξής: “Για κάθε δαπάνη αποφασίζει το διοικητικό  συμβούλιο του ταμείου, το οποίο μπορεί με απόφασή του να  εξουσιοδοτήσει τον πρόεδρό του να αποφασίζει για δαπάνες ύψους μέχρι  του ποσού που ισχύει κάθε φορά για την προμήθεια υλικού με απευθείας  ανάθεση”.

7. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν. 1816/1988 “τροποποίηση  διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τη διαιτησία και άλλες  διατάξεις”, προστίθεται περίπτωση δ` η οποία έχει ως εξής: “δ. για την  απονομή βραβείων σε δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους  και υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης για έργα τους στους τομείς  νομικής επιστήμης, εικαστικών τεχνών ναι λογοτεχνίας”.

8. Η παράγραφος 2 του άρθρου 6 του ν. 1816/1988 αντικαθίσταται ως  εξής:

“2. Οι διατάξεις αυτού του νόμου για τη διαιτησία ισχύουν και  όταν διαιτητής ή επιδιαιτητής ορίζεται, σύμφωνα με την ισχύουσα  νομοθεσία, μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Σε ειδικό  λογαριασμό, χωριστό από το λογαριασμό του άρθρου 4, που συνιστάται  επίσης στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., καταχωρίζονται τα ποσοστά αμοιβών διαιτησίας τα  προερχόμενα από τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου  του Κράτους. Τα κεφάλαια αυτά διατίθενται για την παροχή έκτακτης  χρηματικής ενίσχυσης σε μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού  Συμβουλίου του Κράτους ή στις οικογένειές τους σε περίπτωση θανάτου ή  ασθενείας αυτών ή των προστατευομένων μελών της οικογένειάς τους για  την αντιμετώπιση δαπανών που δεν καλύπτονται από το Δημόσιο ή από  οποιονδήποτε φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης, καθώς και για την ίδρυση  και λειτουργία εντευκτηρίων και την έκδοση επιστημονικών μελετών και  νομικών περιοδικών. Η διαχείριση του ειδικού αυτού λογαριασμού  ασκείται από επιτροπή στην οποία μετέχει ο πρόεδρος του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., ο  Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ένας σύμβουλος, ένας  πάρεδρος και ένας δικαστικός αντιπρόσωπος Α` τάξης, που θα ορίζονται  με θητεία δύο ετών από τον Υπουργό Δικαιοσύνης”.

Άρθρο 36
Εφημερίδες, καθημερινές και εβδομαδιαίες, οι οποίες κατά το χρονικό  διάστημα από 21.4.1967 μέχρι 24.7.1974 και λόγω των τότε πολιτικών  συνθηκών υπέστησαν ζημίες από βλάβη στις εγκαταστάσεις τους, ή  ανεστάλη η λειτουργία τους, μπορούν να αξιώσουν την αποκατάσταση των  ζημιών τους αυτών από το Δημόσιο μέσα σε 6 μήνες από τη δημοσίευση του  παρόντος, έστω και αν η σχετική αξίωση έχει παραγραφεί.

Άρθρο 37
Οργανωτικά θέματα της Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου

1. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του νόμου 1558/1985  προστίθεται περίοδος γ`, η οποία έχει ως εξής: “Τα καθήκοντα του  γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου μπορεί να ανατίθενται με όμοια  απόφαση και σε ανώτατο δημόσιο λειτουργό, παράλληλα ή μη με την άσκηση  των κυρίων καθηκόντων του”.

2. Στην περίοδο α` του εδαφίου α` της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του  ν. 1558/1985 η φράση “Με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, που  εκδίδεται” αντικαθίσταται με τη φράση “Με διάταγμα, που αποτελεί τον  Οργανισμό της Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου και εκδίδεται”.  Στο τέλος της περιόδου α` του εδαφίου α` της παραγράφου 3 του άρθρου 7  του ν. 1558/1985 προστίθεται η φράση “η ανάθεση καθηκόντων σε  πανεπιστημιακούς και δικαστικούς λειτουργούς ή στο κύριο προσωπικό του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους παράλληλα ή μη με την άσκηση των κυρίων  καθηκόντων τους, και η υπηρεσιακή-μισθολογική κατάσταση του προσωπικού  της εν γένει”.

3. Η περίοδος β` του εδαφίου α` και το εδάφιο β` της παραγράφου 3  του άρθρου 7 του ν. 1558/1985 καταργούνται.

4. Στο άρθρο 7 του ν. 1558/1985 προστίθεται παράγραφος 4 (η  υφιστάμενη ταυτάριθμη παράγραφος αναριθμείται σε παράγραφο 5), η οποία  έχει ως εξής:

“4. Με το ίδιο ή διαφορετικό διάταγμα είναι δυνατόν:

α) να μεταβάλλεται ο τίτλος της Γραμματείας του Υπουργικού  Συμβουλίου,

β) να ρυθμίζεται η μεταφορά αρμοδιοτήτων και υπηρεσιών προς τη  Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, κατ` ανάλογη εφαρμογή των  διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 4 εδάφιο β` του ν. 1558/11985,

γ) να προβλέπεται η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και δικαιώματος  υπογραφής σε διοικητικής και οικονομικής φύσης θέματα από τον  Πρωθυπουργό στο Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου και από τον  τελευταίο στους προϊσταμένους των Διευθύνσεων και των Τμημάτων, κατ`  ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 29 του ν. 1558/1985 και

δ) να παρέχεται εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο, στον  Πρωθυπουργό ή στο Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου για την  ειδικότερη ρύθμιση των Θεμάτων που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και  4 του άρθρου 7 του ν. 1558/1Θ85, όπως διαμορφώθηκαν από τις διατάξεις  αυτού του άρθρου”.

5. Μέχρι την έκδοση του διατάγματος που προβλέπεται από την  παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, η Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου  εξακολουθεί να διέπεται από τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές  διατάξεις.

Άρθρο 38
Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ν. 663/1977 “περί  τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του Κώδικος Ποινικής  Δικονομίας κ.λπ.”, Προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής: “Τα έξοδα της  παραγράφου 2 του άρθρου 583 του Κ.Π.Δ. όπως αυτή αντικαταστάθηκε με  την παράγραφο 5 του άρθρου 14 του ν. 1941/1991 ορίζονται σε 10.000  δραχμές μέχρι 200.000 δραχμές”.

Άρθρο 39

1. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 3 του ν. 1895/1990 (ΦΕΚ 116 τ.  Α`/3.9.90) αντικαθίσταται ως εξής: “2. Οι υπάλληλοι που διατίθενται  στα γραφεία των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή ή στα γραφεία  των βουλευτών και Ελλήνων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή  αποσπώνται στο πολιτικό γραφείο του Πρωθυπουργού, στη γραμματεία του  Υπουργικού Συμβουλίου, στα πολιτικά γραφεία μελών της Κυβέρνησης,  υφυπουργών ή γενικών γραμματέων, μπορεί να προέρχονται και από φορείς  του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτό οριοθετείτο πριν την ισχύ του  άρθρου 51 παρ. 1 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 τ.Α`/1.7.1990). Αποσπάσεις  υπαλλήλων που είχαν γίνει από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα στις ανωτέρω  υπηρεσίες πριν από την ισχύ του ν. 1892/1990, εφ` όσον δεν έχουν  αρθεί, εξακολουθούν να ισχύουν”.

2. Η αληθής έννοια των διατάξεων της παραγράφου 1 τη 19/8.2.1990  Π.Υ.Σ. όπως εκυρώθη με το άρθρο 6 του ν. 1876/1990 είναι ότι στους  διατιθέμενους υπαλλήλους για υποστήριξη του έργου των βουλευτών και  των κομμάτων υπάγονται και οι απασχολούμενοι στον ευρύτερο δημόσιο  τομέα με πάγια αντιμισθία δικηγόροι. Για την απόσπαση και διάθεση  απαιτείται και η συναίνεση του διατιθέμενου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Μεταβατικές διατάξεις

Άρθρο 40

1. Η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 14 αρχίζει από 1ης Δεκεμβρίου  1991.

2. Ένδικα μέσα ή βοηθήματα, που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτα από το  Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα διοικητικά δικαστήρια είτε λόγω  ελλείψεως αρμοδιότητας είτε λόγω συντάξεως της πράξεως καταθέσεως σε  ιδιαίτερο έγγραφο είτε λόγω μη καταχωρίσεως της καταθέσεως στο βιβλίο  δικογράφων ή το πρωτόκολλο ή το βιβλίο διεκπεραιώσεως είτε λόγω μη  καταβολής παραβόλου είτε λόγω μη νομιμοποιήσεως του ασκήσαντος αυτά  διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου συνεπεία μη παραστάσεως  αυτών ή μη προσκομίσεως εγγράφων νομιμοποιήσεως (πληρεξούσια κ.λπ.)  είτε λόγω μη υπογραφής των οικείων δικογράφων από δικηγόρο, ως και  εκείνα από την εκδίκαση των οποίων απέσχε το δικαστήριο λόγω ελλείψεως  αρμοδιότητας επιτρέπεται, να ασκηθούν εκ νέου εντός προθεσμίας  τεσσάρων μηνών από της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού.

3. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του άρθρου αυτού  εφαρμόζεται και επί υποθέσεων που είναι εκκρεμείς μέχρι της  δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου.

Άρθρο 41
Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου από τότε που προβλέπει έναρξη ισχύος  της η 69868/2005/22.7.1987 (ΦΕΚ 451 Β`/21.8.87) κοινή απόφαση των  Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που έχει ως εξής: “Καθορισμός  του ποσού αποζημίωσης που χορηγείται στο προσωπικό Φυλακών,  Σωφρονιστικών και Θεραπευτικών Καταστημάτων του Υπουργείου  Δικαιοσύνης, που εργάζεται πλέον του πενθήμερου την εβδομάδα.

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 1157/1981 (ΦΕΚ) “περί  καθιερώσεως πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας των δημοσίων εν γένει  υπηρεσιών κ.λπ.”.

2. Την 6809/1983 απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως και  Δικαιοσύνης “για την καθιέρωση πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και  προσωπικού φυλακών…” (ΦΕΚ 456 Β`/8.8.1983).

3. Την 86040/2143/1983 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και  Δικαιοσύνης “για την καθιέρωση αποζημίωσης για το προσωπικό  φυλακών…” (ΦΕΚ 442 Β`/1.8.1983).

4. Την ιδιοτυπία των συνθηκών λειτουργίας των σωφρονιστικών  υπηρεσιών η οποία επιβάλλει την απασχόληση ορισμένου προσωπικού πέραν  του πενθημέρου την εβδομάδα.

5. Την αριθμ. 2389/13.2.87 (ΦΕΚ 81 Β`) απόφαση Πρωθυπουργού και  Υπουργού Οικονομικών. Αποφασίζουμε: Άρθρο μόνο

1. Αυξάνεται κατά ποσοστό 30% το ποσό της ειδικής αποζημίωσης των  χιλίων (1.000) δραχμών, που χορηγείται στο προσωπικό φυλακών  Σωφρονιστικών και Θεραπευτικών Καταστημάτων για μία επιπλέον ημέρα  εργασίας την εβδομάδα, καθορίζεται δηλαδή η εν λόγω αποζημίωση σε  χίλιες τριακόσιες (1.300) δραχμές. Η αμοιβή για εργασία Κυριακών και  εξαιρεσίμων ημερών χορηγείται σύμφωνα με το ν. 1505/1984 “Ενιαίο  Μισθολόγιο”.

2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της αποφάσεως αυτής ρυθμίζονται με  διαταγή του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Η απόφαση αυτή ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 1988.

Αθήνα, 22 Ιουλίου 1987

Άρθρο 42
Η ισχύς του νόμου αυτού, αν άλλως δεν ορίζεται στις προηγούμενες  διατάξεις, αρχίζει από την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα  της Κυβερνήσεως.