Νόμος 1977 ΦΕΚ Α΄185/5.12.1991
Προστασία παθόντων από βίαιο συμβάν και θυμάτων τρομοκρατών και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδουμε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή
Άρθρο 1
1. Στο τέλος του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, ΦΕΚ 292 Α ) προστίθεται παράγραφος 18, που έχει ως εξής:
“18. Ως μισθός για τον κανονισμό της σύνταξης του υπαλλήλου, ο οποίος, κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο, καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία, λαμβάνεται υπόψη ο μισθός του προκαταληκτικού κλιμακίου ή προκαταληκτικού βαθμού, στον οποίο θα εξελίσσονταν μισθολογικά ή βαθμολογικά, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του παθήματος, προσαυξημένος με επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τυχόν ευδόκιμης παραμονής, που αντιστοιχεί σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και για όποιον καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία συνεπεία δολοφονικής επίθεσης από μεμονωμένο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή λόγω της ιδιότητάς του ως εν ενεργεία ή εν συντάξει υπαλλήλου”.
2. Στο τέλος του άρθρου 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 17, που έχει ως εξής:
“17. Ως μισθός για τον κανονισμό της σύνταξης του στρατιωτικού, ο οποίος, κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο, καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία και δεν μετατάσσεται για την αιτία αυτή σε ειδικές καταστάσεις διαθεσιμότητας, αποστρατείας ή υπηρεσίας γραφείου, λαμβάνεται υπόψη ο μισθός του προκαταληκτικού βαθμού, στον οποίο θα εξελίσσονταν μισθολογικά ή βαθμολογικά, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του παθήματος, προσαυξημένος με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τυχόν ευδόκιμης παραμονής, που αντιστοιχεί σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία ο βαθμός αυτός σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανώτερός του:
α) λοχαγού, προκειμένου περί υπαξιωματικών και των προς αυτούς αντιστοιχούντων.
β) ταγματάρχη, προκειμένου περί ανθυπασπιστών και των προς αυτούς αντιστοιχούντων.
γ) αντισυνταγματάρχη, προκειμένου περί ανθυπολοχαγών και των προς αυτούς αντιστοιχούντων.
δ) συνταγματάρχη, προκειμένου περί υπολοχαγών και των προς αυτούς αντιστοιχούντων.
ε) ταξιάρχου, προκειμένου περί λοχαγών και ταγματαρχών και των προς αυτούς αντιστοιχούντων.
στ) υποστρατήγου, προκειμένου περί αντισυνταγματαρχών και συνταγματαρχών και των προς αυτούς αντιστοιχούντων.
ζ) αντιστρατήγου, προκειμένου περί ταξιαρχών και υποστρατήγων και των προς αυτούς αντιστοιχούντων.
η) βαθμού, τον οποίο έφεραν, προκειμένου περί λοιπών ανώτατων αξιωματικών και των προς αυτούς αντιστοιχούντων.
θ) επί οπλιτών, το ποσό της συντάξεως δεν μπορεί να είναι, σε καμιά περίπτωση, κατώτερο του ποσού της συντάξεως, που ανήκει σε ανάπηρο πολέμου οπλίτη με το ίδιο ποσοστό ανικανότητας. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όποιον καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία συνεπεία δολοφονικής επίθεσης από μεμονωμένο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή λόγω της ιδιότητάς του ως εν ενεργεία ή εν συντάξει στρατιωτικού”.
3. Τα πρόσωπα των προηγούμενων παραγράφων, που καθίστανται πλήρως ή μερικώς ανίκανα για την άσκηση των καθηκόντων τους, δικαιούνται του επιδόματος ανικανότητας της παρ. 3 του άρθρου 2 του παρόντος”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 του άρθρου 2 του Ν.2320/1995 (Α 133)
4. Στο τέλος του άρθρου 20 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 4, που έχει ως εξής:
“4. Ως απονεμητέα σύνταξη στον υπάλληλο που πεθαίνει κατά την εκτέλεση υπηρεσίας, που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο ή δολοφονείται ή τραυματίζεται θανάσιμα από μεμονωμένο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή λόγω της ιδιότητάς του ως εν ενεργεία ή εν συντάξει υπαλλήλου λογίζεται αυτή, που ανήκει στο μισθό του προκαταληκτικού κλιμακίου ή προκαταληκτικού βαθμού, στον οποίο θα εξελίσσονταν μισθολογικά ή βαθμολογικά ο θανών ή ο δολοφονηθείς, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του θανάτου ή της δολοφονίας, προσαυξημένο με επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τυχόν επίδομα ευδοκίμου παραμονής, που αντιστοιχεί σε τρακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία”.
5. Στο τέλος του άρθρου 48 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 4, που έχει ως εξής:
“4. Ως απονεμητέα σύνταξη στο στρατιωτικό που πεθαίνει κατά την εκτέλεση υπηρεσίας, που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο ή δολοφονείται ή τραυματίζεται θανάσιμα από μεμονωμένο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή λόγω της ιδιότητάς του ως εν ενεργεία ή εν συντάξει στρατιωτικού λογίζεται αυτή, που ανήκει στο μισθό του βαθμού που ορίζεται στην παράγραφο 17 του άρθρου 34 του παρόντος, προσαυξημένο με επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τυχόν επίδομα ευδοκίμου παραμονής, που αντιστοιχεί σε τρακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία, με συνυπολογισμό, εάν συντρέχει περίπτωση, και της προσαύξησης του άρθρου 43. Επί οπλιτών, το ποσό συντάξεως των οικογενειών δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να είναι κατώτερο της συντάξεως που ανήκει, κάθε φορά στην οικογένεια φονευθέντος στον πόλεμο οπλίτη”.
6. Οι διατάξεις του ν. 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α` ) “περί απονομής συντάξεως και παροχής βοηθείας σε θύματα τρομοκρατίας, τροποποιήσεως διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλων διατάξεων” εξακολουθούν να ισχύουν.
7. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή και για δικαιώματα, που ρυθμίζονται από αυτό και στηρίζονται σε γεγονότα, που συνέβησαν στο παρελθόν μέχρι την έναρξη της ισχύος του.
Άρθρο 2
1. `Έλληνες πολίτες, που καθίστανται πλήρως ανίκανοι για εργασία από τρομοκρατική πράξη στρεφόμενη κατά των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1897/1990 ή άλλων προσώπων ή στόχων των τρομοκρατών, δικαιούνται από το φορέα συνταξιοδότησής τους σύνταξη, που αντιστοιχεί σε 35 χρόνια υπηρεσίας ή ασφάλισης.
Η σύνταξη υπολογίζεται με βάση τον ανώτατο βαθμό ή το κλιμάκιο, που προβλέπουν για την κατηγορία ή τον κλάδο τους οι διατάξεις, που ισχύουν κατά την ημερομηνία του παθήματος. Προκειμένου για ασφαλιστικούς οργανισμούς η σύνταξη υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές, που ελάμβαναν ή τον ασφαλιστέο μισθό ή την ασφαλιστική κατηγορία ή κλάση, στην οποία είχαν καταταγεί οι παθόντες κατά την ημερομηνία του ατυχήματος. Σε περίπτωση, που οι πολίτες είναι ανασφάλιστοι δικαιούνται από το δημόσιο ταμείο μηνιαίου βοηθήματος ίσου με τη μηνιαία σύνταξη, που προβλέπουν οι διατάξεις του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων (π.δ. 1285/ 1981, ΦΕΚ 314 Α`) για τους ανάπηρους πολίτες εκ του αμάχου πληθυσμού, που φέρουν το ίδιο ποσοστό ανικανότητας. Στους ασφαλισμένους του Ο.Γ.Α. καταβάλλεται, με τις ίδιες προϋποθέσεις, από τον οργανισμό αυτόν, το ποσό του βοηθήματος του προηγούμενου εδαφίου.
2. Ποσοστό της ανωτέρω συντάξεως ή του βοηθήματος δικαιούνται και τα πρόσωπα της οικογένειας του φονευθέντος, υπό τις συνθήκες της προηγούμενης παραγράφου, πολίτη, καθώς και του θανόντος μετά την απόκτηση της ιδιότητας του συνταξιούχου ή βοηθηματούχου. “Μέλη της οικογένειας του πολίτη, που δικαιούνται σύνταξη ή βοήθημα, είναι αυτά που προβλέπουν οι διατάξεις του οικείου συνταξιοδοτικού φορέα ή, προκειμένου για τους ανασφάλιστους, τα αναφερόμενα στα άρθρα 5 και 6 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων έστω και αν δεν συντρέχουν για την πατρική οικογένεια οι προϋποθέσεις ηλικίας, απορίας και συντηρήσεως”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2129/1993 (ΦΕΚ Α 57)
Οι χρονικές προϋποθέσεις, που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης μελών οικογένειας, δεν ισχύουν προκειμένου για ασφαλισμένους ασφαλιστικών οργανισμών. Ως προς τα μέλη της οικογένειας και το ποσοστό σύνταξής τους εφαρμόζονται οι διατάξεις της νομοθεσίας του κάθε φορέα και, ειδικά για τον Ο.Γ.Α., οι ισχύουσες προϋποθέσεις του Ι.Κ.Α.
“Το ποσό της σύνταξης, που προβλέπεται από την παράγραφο αυτή για τις οικογένειες όσων φονεύονται από τρομοκρατικές πράξεις, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται σε ανάπηρο πολίτη από τον άμαχο πληθυσμό, ο οποίος φέρει ανικανότητα εκατό τοις εκατό (100 %)”.
“Ειδικά για τη συνταξιοδότηση των μελών οικογενείας δεν απαιτείται η προϋπόθεση της νομοθεσίας των ασφαλιστικών οργανισμών που προβλέπει τη συντήρησή τους από το θανόντα ασφαλισμένο ή συνταξιούχο”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2163/1993 (ΦΕΚ Α 125) και με το άρθρο 6 παρ. 4 του Ν. 2227/1994 (Α` 129).
3. Τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, που καλύπτονται ασφαλιστικά από το Δημόσιο ή καθεστώς παρόμοιο με αυτό των δημόσιων υπαλλήλων και καθίστανται μερικώς ανίκανα για εργασία, αλλά εξακολουθούν να εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι, δικαιούνται προσωπικού και αμεταβίβαστου επιδόματος ανικανότητας ίσου με το ποσοστό της ανικανότητάς τους. Το επίδομα αυτό, που εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά την έξοδο από την υπηρεσία, υπολογίζεται, κατά περίπτωση, επί του εκάστοτε βασικού μισθού του βαθμού ή του κλιμακίου, με το οποίο μισθοδοτείται ή συνταξιοδοτείται ο υπάλληλος. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και επί εκείνων που συνταξιοδοτούνται ως πλήρως ανίκανοι για εργασία κατά την παρ. 1. Επί συρροής επιδομάτων, ο δικαιούχος μπορεί να επιλέξει ή το οριζόμενο στην παράγραφο αυτήν ή τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των οικείων φορέων συνταξιοδότησης.
4. Τα πρόσωπα, που καλύπτονται ασφαλιστικά από ασφαλιστικούς οργανισμούς και καθίστανται πλήρως ή μερικώς ανάπηρα, εξακολουθούν δε να εργάζονται ή να συνταξιοδοτούνται από αυτούς λόγω γήρατος και αναπηρίας, δικαιούνται μηνιαίου επιδόματος ανάλογα με το ποσοστό της αναπηρίας τους, ως κατωτέρω:
Ποσοστό αναπηρίας 5 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη 25% -33% 6 ” ” ” 34% -41% 7 ” ” ” 42% -49% 8 ” ” ”
50% -57% 9 ” ” ”
58% -66% 10 ” ” ”
67% και άνω Το επίδομα είναι προσωπικό και καταβάλλεται εφ` όρου ζωής από τον ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, στον οποίο ασφαλίζεται ή συνταξιοδοτείται ο παθών κατά το χρόνο του ατυχήματος και δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε μεταβολή του ποσοστού αναπηρίας.
Σε περίπτωση, που ο παθών είναι ασφαλισμένος σε περισσότερους του ενός ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης, το επίδομα καταβάλλεται από τον οργανισμό, στον οποίο έχει διανύσει τον περισσότερο χρόνο. “Το επίδομα ανικανότητας της παραγράφου αυτής καταβάλλεται από τον οργανισμό κύριας ασφάλισης του ασφαλισμένου, έστω και αν ασφαλίστηκε σε αυτόν μετά την ανικανότητά του”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2227/1994 (Α` 129).
5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, που αφορούν συνταξιοδοτικό δικαίωμα ασφαλισμένων ή συνταξιούχων ασφαλιστικών οργανισμών, εφαρμόζονται και επί πολιτών ξένων κρατών, που εργάζονται και ασφαλίζονται στους οργανισμούς αυτούς.
6. Ως προς μεν το χαρακτήρα της πράξης ως τρομοκρατικής ή του στόχου, εκδίδεται πόρισμα από τον κατά τόπο αρμόδιο πρόεδρο πρωτοδικών, έπειτα από ανάκριση που θα διεξαχθεί, ως προς δε τον τόπο, το χρόνο και τις συνθήκες γενικά, που επήλθε ο τραυματισμός ή ο θάνατος αποφαίνονται τα συνταξιοδοτικά όργανα, που δικαιοδοτούν ή αποφασίζουν για τις συντάξεις με βάση το κατά τα ανωτέρω πόρισμα του προέδρου πρωτοδικών και οποιοδήποτε άλλο ανακριτικό και αποδεικτικό υλικό έχει συγκεντρωθεί μέχρι της εκδόσεως του πορίσματος του προέδρου πρωτοδικών.
7. Για το ποσοστό ανικανότητας και την αιτιώδη σχέση του τραυματισμού ή του θανάτου με την τρομοκρατική πράξη αποφαίνεται η οικεία υγειονομική επιτροπή και προκειμένου για ανασφαλίστους ή δημόσιους υπαλλήλους ή λειτουργούς, που καλύπτονται ασφαλιστικά από το Δημόσιο η Ανωτάτη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή.
8. Για τα θέματα, που δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των οικείων φορέων συνταξιοδότησης ή προκειμένου για ανασφαλίστους οι διατάξεις του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων που αφορούν τους αναπήρους πολίτες από τον άμαχο πληθυσμό.
9. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή και επί δικαιωμάτων που στηρίζονται σε γεγονότα, τα οποία έλαβαν χώρα από 24 Ιουλίου 1974 μέχρι την έναρξη ισχύος του.
10. Το επίδομα, που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1897/1990 καταβάλλεται και στα πρόσωπα του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, τα οποία καθίστανται πλήρως ανίκανα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου έχουν εφαρμογή και επί των υπαγομένων στο ν. 1897/ 1990.
11. Κατ` εξαίρεση οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1897/1990 έχουν εφαρμογή και σε ασφαλισμένους των ειδικών ταμείων του άρθρου 10 του ν. 1902/1990, οι οποίοι έχουν 25ετή τουλάχιστον πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και υπέστησαν μερική ανικανότητα από τρομοκρατική πράξη στρεφόμενη κατά του προσώπου τους.
Άρθρο 3
1. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται ο όρος “φορέας συνταξιοδότησης” σε αυτόν περιλαμβάνεται και το Δημόσιο, όπου “ασφαλιστικοί οργανισμοί” νοούνται οι φορείς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εμπορικής Ναυτιλίας, όπου “πλήρης ανικανότητα” αναπηρία 65% και άνω, ή, προκειμένου περί ασφαλιστικών οργανισμών, 67% και άνω και όπου “μερική ανικανότητα” ποσοστό αναπηρίας από 25% μέχρι 64% και για ασφαλιστικούς οργανισμούς από 25% μέχρι 66,6%.
2. Όσοι συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφ` όσον καλύπτονται και από φορέα επικουρικής ασφάλισης, δικαιούνται αυξημένης επικουρικής σύνταξης ή βοηθήματος με τις ίδιες προϋποθέσεις απονομής, που ισχύουν στον κύριο φορέα.
3. Η αναγνώριση των δικαιωμάτων κατά τις διατάξεις των άρθρων του νόμου αυτού γίνεται έπειτα από αίτηση των δικαιούχων και των οικογενειών, όσων από αυτούς έχουν πεθάνει, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα, κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη.
4. Η αναπροσαρμογή των επικουρικών συντάξεων, μερισμάτων ή βοηθημάτων, περιοδικώς καταβαλλομένων, γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου στα οικεία ταμεία. Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτεται αντίγραφο της πράξης αναπροσαρμογής της σύνταξης. Η αναπροσαρμογή ή χορήγηση της επικουρικής σύνταξης πραγματοποιείται από την ημερομηνία αναπροσαρμογής ή χορήγησης της σύνταξης του κύριου φορέα.
5. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί:
α) υπαλλήλων και συνταξιούχων των ο.τ.α και των άλλων ν.π.δ.δ., που συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή δεν συνταξιοδοτούνται μεν από αυτό, διέπονται όμως από το ίδιο νομικό καθεστώς βάσει ιδιαίτερων νομοθετημάτων, που είτε παραπέμπουν στις διατάξεις των δημόσιων υπαλλήλων είτε επαναλαμβάνουν κατά βάση τις διατάξεις αυτές.
β) δημόσιων λειτουργών κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1897/1990 εν ενεργεία και εν συντάξει, καθώς και υπαλλήλων και συνταξιούχων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται κάθε φορά.
γ) των σιδηροδρομικών υπαλλήλων και συνταξιούχων, που συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του π.δ. 850/1980, και
δ) των υπαλλήλων και συνταξιούχων των ΕΛ.ΤΑ. 6. Το άρθρο 22 του νόμου “Αντικατάσταση και συμπλήρωση διατάξεων της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και άλλες διατάξεις” καταργείται από τότε που ίσχυσε.
Άρθρο 4
Η αληθής έννοια του άρθρου 36 του ν. 1968/1991 είναι ότι αξίωση προς αποζημίωση έχουν εβδομαδιαίες και καθημερινές εφημερίδες, που αναγκάστηκαν επί δικτατορίας να διακόψουν την έκδοσή τους, αρνούμενες να συμμορφωθούν προς εντολές του καθεστώτος ως προς το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων τους και κατόπιν τούτου οι εγκαταλειφθείσες εγκαταστάσεις τους υπέστησαν ζημία. Η αξίωση αυτή πρέπει να κριθεί δικαστικώς έστω και αν έχει παραγραφεί.
Άρθρο 5
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις.