Νόμος 1981 ΦΕΚ 187/9.12.1991
Κύρωση Σύμβασης Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών μεταξύ των Κρατών και Διεθνών Οργανισμών ή μεταξύ Διεθνών Οργανισμών.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδουμε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή

Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών μεταξύ Κρατών και Διεθνών Οργανισμών ή μεταξύ Διεθνών Οργανισμών, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 21 Μαρτίου 1986, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:
ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ` Η ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ Τα Μέρη της παρούσας Συμβάσεως: Λαμβάνοντας υπόψη το θεμελιώδη ρόλο των συνθηκών στην ιστορία των διεθνών σχέσεων. Συνειδητοποιώντας το συναινετικό χαρακτήρα των συνθηκών και τη συνεχώς αυξανόμενη σημασία τους ως πηγή διεθνούς δικαίου.
Διαπιστώνοντας ότι οι αρχές της ελεύθερης συναινέσεως και της καλής πίστεως καθώς και ο κανόνας pacta sunt serbanda αναγνωρίζονται διεθνώς.

Βεβαιώνοντας τη σημασία ενισχύσεως της διαδικασίας κωδικοποιήσεως και προοδευτικής αναπτύξεως του διεθνούς δικαίου σ` όλο τον κόσμο.
Πεπεισμένα ότι η κωδικοποίηση και η προοδευτική ανάπτυξη των κανόνων που διέπουν τις συνθήκες μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών είναι μέσα για την εδραίωση της έννομης τάξεως στις διεθνείς σχέσεις και για την εξυπηρέτηση των σκοπών των Ηνωμένων Εθνών. Συνειδητοποιώντας τις αρχές του διεθνούς δικαίου που είναι ενσωματωμένες στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπως οι αρχές που αφορούν την ισότητα των δικαιωμάτων των λαών και το δικαίωμα αυτοδιαθέσεώς τους, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία όλων των Κρατών, τη μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των Κρατών, την απαγόρευση της απειλής ή της χρήσεως βίας και τον οικουμενικό σεβασμό καθώς και την τήρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών για όλους.
`Έχοντας υπόψη τις διατάξεις της Συμβάσεως της Βιέννης του 1969 για το δίκαιο των συνθηκών.
Συνειδητοποιώντας τους δεσμούς μεταξύ του δικαίου των συνθηκών μεταξύ κρατών αφ` ενός και του δικαίου των συνθηκών μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών αφ` ετέρου.
Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των συνθηκών μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών ως αποτελεσματικό μέσο αναπτύξεως των διεθνών σχέσεων και δημιουργίας των προϋποθέσεων ειρηνικής συνεργασίας μεταξύ των εθνών, οποιαδήποτε και αν είναι τα συνταγματικά και κοινωνικά τους καθεστώτα. `Έχοντας υπόψη τα ιδιαίτερα στοιχεία των συνθηκών στις οποίες είναι μέρη διεθνείς οργανισμοί ως υποκείμενα διεθνούς δικαίου ξεχωριστά από τα κράτη. Σημειώνοντας ότι οι διεθνείς οργανισμοί έχουν τη δυνατότητα συνάψεως συνθηκών, η οποία τους είναι απαραίτητη προκειμένου να ασκήσουν τα καθήκοντά τους και να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Συνειδητοποιώντας ότι η πρακτική των διεθνών οργανισμών κατά τη σύναψη συνθηκών με κράτη ή μεταξύ τους θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις καταστατικές τους πράξεις.
Βεβαιώνοντας ότι καμιά διάταξη της παρούσας Συμβάσεως δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι θίγει τις σχέσεις εκείνες μεταξύ ενός διεθνούς οργανισμού και των μελών του, οι οποίες ρυθμίζονται από τους κανόνες του οργανισμού.
Βεβαιώνοντας επίσης ότι οι διαφορές ως προς τις συνθήκες πρέπει να ρυθμίζονται, όπως και οι άλλες διεθνείς διαφορές, σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών με ειρηνικά μέσα και σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης και του διεθνούς δικαίου.
Βεβαιώνοντας επίσης ότι οι κανόνες του διεθνούς εθιμικού δικαίου θα συνεχίσουν να διέπουν τα μη ρυθμιζόμενα στις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως θέματα.
Συμφώνησαν τα εξής:
ΜΕΡΟΣ Ι
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής της παρούσας Συμβάσεως
Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται: α) σε συνθήκες μεταξύ ενός ή περισσότερων κρατών και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών, και β) σε συνθήκες μεταξύ διεθνών οργανισμών.
Άρθρο 2
Χρησιμοποιούμενοι όροι
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Συμβάσεως: α) ο όρος “συνθήκη” σημαίνει διεθνή συμφωνία που διέπεται από το διεθνές δίκαιο και συνάπτεται εγγράφως.
ί) μεταξύ ενός ή περισσότερων κρατών και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών, ή
ιί) μεταξύ διεθνών οργανισμών ανεξαρτήτως του αν η συμφωνία αυτή είναι ενσωματωμένη σ` ένα μοναδικό έγγραφο ή σε δύο ή περισσότερα συναφή έγγραφα και ανεξαρτήτως της ειδικής της ονομασίας β) ο όρος “επικύρωση” σημαίνει την κατ` αυτόν τον τρόπο αποκαλούμενη διεθνή πράξη με την οποία ένα Κράτος συναινεί στο διεθνές πεδίο να δεσμευθεί από συνθήκη
β δις) ο όρος “πράξη επίσημης βεβαιώσεως” σημαίνει διεθνή πράξη αντίστοιχη με εκείνη της επικυρώσεως από ένα Κράτος και με την οποία ένας διεθνής οργανισμός συναινεί στο διεθνές πεδίο να δεσμευθεί από συνθήκη
β τρις) οι όροι “αποδοχή”, “έγκριση” και “προσχώρηση” σημαίνουν, ανάλογα με την περίπτωση, την κατ’ αυτό τον τρόπο αποκαλούμενη διεθνή πράξη με την οποία Κράτος ή διεθνής οργανισμός συναινεί στο διεθνές πεδίο να δεσμευθεί από συνθήκη
γ) ο όρος “πληρεξούσιο” σημαίνει έγγραφο που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή Κράτους ή από το αρμόδιο όργανο διεθνούς οργανισμού και που καθορίζει ένα ή περισσότερα πρόσωπα για την αντιπροσώπευση του Κράτους ή του οργανισμού για τη διαπραγμάτευση, την υιοθέτηση ή χαρακτηρισμό ως αυθεντικού του κειμένου συνθήκης, για την έκφραση συναινέσεως του Κράτους ή του οργανισμού να δεσμευθεί από συνθήκη ή για την τέλεση οποιασδήποτε άλλης πράξεως σχετικής με τη συνθήκη.
δ) ο όρος στεπιφύλαξη” σημαίνει μονομερή δήλωση, ανεξαρτήτως ονομασίας ή διατυπώσεως, που γίνεται από κράτος ή διεθνή οργανισμό κατά την υπογραφή, την επικύρωση, την πράξη επίσημης βεβαιώσεως, την αποδοχή ή την έγκριση μιας συνθήκης ή κατά την προσχώρηση σε αυτήν, με την οποία το Κράτος ή ο οργανισμός αυτός αποσκοπεί στον αποκλεισμό ή στην τροποποίηση των εννόμων αποτελεσμάτων ορισμένων διατάξεων της συνθήκης κατά την εφαρμογή τους στο Κράτος αυτό ή στον οργανισμό αυτόν
ε) ο όρος “διαπραγματευόμενο Κράτος” και ο όρος “διαπραγματευόμενος οργανισμός σημαίνουν αντίστοιχα:
ί) ένα Κράτος,
ιί) ένα διεθνή οργανισμό που έχει συμμετάσχει στην εκπόνηση και στην υιοθέτηση του κειμένου της συνθήκης .
στ) ο όρος “Συμβαλλόμενο Κράτος” και ο όρος Συμβαλλόμενος Οργανισμός” σημαίνουν αντίστοιχα:
ί) ένα Κράτος,
ιί) ένα διεθνή οργανισμό που συνήνεσε να δεσμευθεί από τη συνθήκη, ανεξαρτήτως του αν η συνθήκη ετέθη σε ισχύ ή όχι`
ζ) ο όρος “μέρος” σημαίνει Κράτος ή διεθνή οργανισμό που συνήνεσε να δεσμευθεί από τη συνθήκη και έναντι του οποίου η συνθήκη ισχύει
η) ο όρος τρίτο Κράτος” και ο όρος “τρίτος οργανισμός” σημαίνουν αντίστοιχα:
ί) ένα Κράτος,
ιί) ένα διεθνή οργανισμό που δεν είναι μέρος στη συνθήκη
θ) ο όρος “διεθνής οργανισμός” σημαίνει διακυβερνητικό οργανισμό. ι) ο όρος “κανόνες του οργανισμού” σημαίνει συγκεκριμένα τις καταστατικές πράξεις του οργανισμού, τις αποφάσεις που υιοθετήθηκαν σύμφωνα με τις πράξεις αυτές και την πάγια πρακτική του οργανισμού.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1, που αφορούν τους χρησιμοποιούμενους όρους της παρούσας Συμβάσεως, δεν θίγουν τη χρήση των όρων αυτών ούτε στην έννοια την οποία ενδεχομένως προσλαμβάνουν στο εσωτερικό δίκαιο Κράτους ή στους κανόνες διεθνούς οργανισμού.
Άρθρο 3
Διεθνείς συμφωνίες μη εμπίπτουσες στο πλαίσιο της παρούσας Συμβάσεως
Το γεγονός ότι η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται: .
ί) ούτε σε διεθνείς συμφωνίες στις οποίες είναι μέρη ένα ή περισσότερα Κράτη, ένας ή περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί και ένα ή περισσότερα υποκείμενα διεθνούς δικαίου πλην των Κρατών ή των οργανισμών
ίί) ούτε στις διεθνείς συμφωνίες στις οποίες είναι μέρη ένας ή περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί και ένα ή περισσότερα υποκείμενα διεθνούς δικαίου πλην των Κρατών ή των οργανισμών
ίίί) ούτε στις άγραφες διεθνείς συμφωνίες μεταξύ ενός ή περισσότερων Κρατών και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών
ίν) ούτε στις διεθνείς συμφωνίες μεταξύ υποκειμένων διεθνούς δικαίου πλην Κρατών ή διεθνών οργανισμών, δεν θίγει
α) τη νομική ισχύ τέτοιων συμφωνιών
β) την εφαρμογή επί των συμφωνιών αυτών όλων των κανόνων που θεσπίζονται στην παρούσα Σύμβαση στους οποίους θα υπήγοντο βάσει του διεθνούς δικαίου, ανεξαρτήτως της εν λόγω Συμβάσεως
γ) την εφαρμογή της Συμβάσεως στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και διεθνών οργανισμών ή στις σχέσεις μεταξύ οργανισμών, όταν οι εν λόγω σχέσεις διέπονται από διεθνείς συμφωνίες στις οποίες είναι επίσης μέρη και άλλα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου.
Άρθρο 4
Μη αναδρομικότης της παρούσας Συμβάσεως
Μη θιγόμενης της εφαρμογής όλων των κανόνων που θεσπίζονται στην παρούσα Σύμβαση, στους οποίους θα υπήγοντο οι συνθήκες μεταξύ ενός ή περισσότερων Κρατών και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών βάσει του διεθνούς δικαίου ανεξαρτήτως της παρούσας Συμβάσεως, αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικά σε συνθήκες αυτού του είδους που συνάπτονται μετά τη θέση της σε ισχύ έναντι των Κρατών και των οργανισμών αυτών.
Άρθρο 5
Ιδιωτικές συνθήκες διεθνών οργανισμών και συνθήκες υιοθετημένες στα πλαίσια διεθνούς οργανισμού
Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται σε κάθε συνθήκη μεταξύ ενώ ή περισσότερων Κρατών και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών, η οποία είναι η ιδρυτική πράξη διεθνούς οργανισμού και σε κάθε συνθήκη που υιοθετήθηκε στα πλαίσια διεθνούς οργανισμού, με την επιφύλαξη κάθε σχετικού κανόνα του οργανισμού.
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΣΥΝΑΨΗ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΣΕ ΙΣΧΥ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
ΤΜΗΜΑ 1
ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
Άρθρο 6
Ικανότητα των διεθνών οργανισμών προς σύναψη συνθηκών
Η ικανότητα διεθνούς οργανισμού να συνάπτει συνθήκες διέπεται από τους κανόνες του οργανισμού αυτού.
Άρθρο 7
Πληρεξουσιότης
1. Πρόσωπο θεωρείται αντιπρόσωπος Κράτους για την υιοθέτηση ή την επικύρωση κειμένου συνθήκης ή για την έκφραση της συναινέσεως του Κράτους να δεσμευθεί με συνθήκη:
α) εάν το πρόσωπο αυτό επιδείξει το κατάλληλο πληρεξούσιο έγγραφο, ή
β) εάν προκύπτει από την πρακτική ή από άλλες περιστάσεις, ότι ήταν πρόθεση των ενδιαφερομένων Κρατών και διεθνών οργανισμών να αναγνωρίζουν το πρόσωπο αυτό ως αντιπρόσωπο του Κράτους για το σκοπό αυτό χωρίς την επίδειξη πληρεξουσίου εγγράφου.
2. Ως εκ της θέσεώς τους θεωρούνται αντιπρόσωποι Κράτους και δεν χρειάζεται να επιδείξουν πληρεξούσιο έγγραφο:
α) οι Αρχηγοί Κράτους, οι Πρόεδροι Κυβερνήσεως και οι Υπουργοί Εξωτερικών, για όλες τις πράξεις τις σχετικές με τη σύναψη συνθήκης μεταξύ ενός ή περισσότερων Κρατών και μεταξύ ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών
β) οι διαπιστευμένοι αντιπρόσωποι των Κρατών σε διεθνή διάσκεψη για την υιοθέτηση του κειμένου συνθήκης μεταξύ Κρατών και διεθνών οργανισμών
γ) οι διαπιστευμένοι αντιπρόσωποι των Κρατών σε διεθνή οργανισμό ή σ` ένα από τα όργανα αυτού, για την υιοθέτηση κειμένου συνθήκης στα πλαίσια του οργανισμού ή του οργάνου αυτού
δ) οι Αρχηγοί των μόνιμων αντιπροσωπειών σε διεθνή οργανισμό, για την υιοθέτηση κειμένου συνθήκης μεταξύ των Κρατών διαπιστεύσεως και του οργανισμού αυτού.
3. Πρόσωπο θεωρείται αντιπρόσωπος διεθνούς οργανισμού για την υιοθέτηση ή τον χαρακτηρισμό ως αυθεντικού κειμένου συνθήκης ή για την έκφραση της συναινέσεως του οργανισμού αυτού να δεσμευθεί από συνθήκη:
α) εάν το πρόσωπο αυτό επιδείξει το κατάλληλο πληρεξούσιο έγγραφο ή
β) εάν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι ήταν πρόθεση των ενδιαφερόμενων Κρατών και διεθνών οργανισμών να αναγνωρίζουν το πρόσωπο αυτό ως αντιπρόσωπο του οργανισμού για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τους κανόνες του εν λόγω οργανισμού, χωρίς την επίδειξη πληρεξουσίου εγγράφου.
Άρθρο 8
Μεταγενέστερη επιβεβαίωση πράξεως που έγινε χωρίς εξουσιοδότηση
Πράξη σχετική με τη σύναψη συνθήκης, που έγινε από πρόσωπο που δεν μπορεί, βάσει του άρθρου 7, να θεωρείται εξουσιοδοτημένο να αντιπροσωπεύει Κράτος ή διεθνή οργανισμό για το σκοπό αυτόν, δεν έχει έννομο αποτέλεσμα, εκτός αν επιβεβαιωθεί μεταγενεστέρως από το Κράτος ή τον οργανισμό αυτόν.
Άρθρο 9
Υιοθέτηση κειμένου
1 . Η υιοθέτηση κειμένου συνθήκης πραγματοποιείται με τη συναίνεση όλων των Κρατών και όλων των διεθνών οργανισμών ή, ανάλογα με την περίπτωση όλων των οργανισμών που μετέχουν στην εκπόνησή του, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2.
2. Η υιοθέτηση κειμένου συνθήκης σε διεθνή διάσκεψη πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που έχει συμφωνηθεί από τους συμμετέχοντες στην εν λόγω διάσκεψη. Εάν, εν τούτοις, δεν επιτευχθεί συμφωνία ως προς τη διαδικασία από τους συμμετέχοντες, η υιοθέτηση του κειμένου πραγματοποιείται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των παρόντων και ψηφιζόντων μερών, εκτός αν αποφασίσουν, με την ίδια πλειοψηφία, να εφαρμόσουν διαφορετικό κανόνα.
Άρθρο 10
Χαρακτηρισμός του κειμένου ως αυθεντικού
1. Το κείμενο συνθήκης μεταξύ ενός ή περισσότερων Κρατών και ενός ή περισσοτέρων διεθνών οργανισμών θεωρείται αυθεντικό και οριστικό
α) κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο κείμενο αυτό ή που συμφωνείται από τα Κράτη και τους οργανισμούς που μετέχουν στην εκπόνηση της συνθήκης, ή
β) ελλείψει τέτοιας διαδικασίας, με την υπογραφή, την υπογραφή ad referemdum ή τη μονογραφή, εκ μέρους των αντιπροσώπων των Κρατών και των οργανισμών αυτών, του κειμένου της συνθήκης ή της τελικής πράξεως της διασκέψεως, στην οποία ενσωματώνεται το κείμενο.
2. Το κείμενο συνθήκης μεταξύ διεθνών οργανισμών θεωρείται αυθεντικό και οριστικό
α) κατά διαδικασία που ορίζεται στο κείμενο αυτό ή που συμφωνείται από τους οργανισμούς που μετέχουν στην εκπόνησή του, ή
β) ελλείψει τέτοιας διαδικασίας, με την υπογραφή, την υπογραφή ad teferendum ή τη μονογραφή, εκ μέρους των αντιπροσώπων των οργανισμών αυτών, του κειμένου της συνθήκης ή της τελικής πράξεως της διασκέψεως, στην οποία ενσωματώνεται το κείμενο.
Άρθρο 11
Τρόπος εκφράσεως της συναινέσεως προς δέσμευση από συνθήκη
1. Η συναίνεση Κράτους να δεσμευθεί από συνθήκη μπορεί να εκφρασθεί με την υπογραφή, την ανταλλαγή εγγράφων που αποτελούν συνθήκη, την επικύρωση, την αποδοχή, την έγκριση ή την προσχώρηση ή με κάθε άλλο συμφωνηθέντα τρόπο.
2. Η συναίνεση διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από συνθήκη μπορεί να εκφρασθεί με την υπογραφή, την ανταλλαγή εγγράφων που αποτελούν συνθήκη, με πράξη επίσημης βεβαιώσεως, με την αποδοχή, την έγκριση ή την προσχώρηση ή με κάθε άλλο συμφωνηθέντα τρόπο.
Άρθρο 12
Έκφραση συναινέσεως προς δέσμευση από συνθήκη με την υπογραφή
1. Η συναίνεση κράτους ή διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από συνθήκη εκφράζεται με την υπογραφή του αντιπροσώπου του Κράτους ή του οργανισμού αυτού:
α) εφ` όσον η συνθήκη προβλέπει ότι η υπογραφή θα έχει το αποτέλεσμα αυτό
β) εφ όσον προκύπτει κατ άλλον τρόπο ότι τα Κράτη και οι οργανισμοί ή, ανάλογα με την περίπτωση, οι οργανισμοί που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις, είχαν συμφωνήσει ότι η υπογραφή θα είχε το αποτέλεσμα αυτό ή
γ) εφ` όσον η πρόθεση του Κράτους ή του οργανισμού να προσδώσει τέτοιο αποτέλεσμα στην υπογραφή προκύπτει από τα πληρεξούσια έγγραφα του αντιπροσώπου του ή δηλώθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις:
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:
α) η μονογραφή του κειμένου αποτελεί υπογραφή της συνθήκης, εφ` όσον επιβεβαιωθεί ότι τα Κράτη και οι οργανισμοί ή, ανάλογα με την περίπτωση, οι οργανισμοί που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις, είχαν έτσι συμφωνήσει
β) η υπογραφή ad teferendum συνθήκης από τον αντιπρόσωπο Κράτους ή διεθνούς οργανισμού, εφ όσον επιβεβαιωθεί από το Κράτος ή τον οργανισμό αυτόν, αποτελεί οριστική υπογραφή της συνθήκης.
Άρθρο 13
`Έκφραση συναινέσεως προς δέσμευση από συνθήκη με την ανταλλαγή εγγράφων που αποτελούν συνθήκη
Η συναίνεση των Κρατών ή των διεθνών οργανισμών να δεσμευθούν από συνθήκη που αποτελείται από έγγραφα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους εκφράζεται μ` αυτήν την ανταλλαγή: α) εφ` όσον τα έγγραφα προβλέπουν ότι η ανταλλαγή τους θα έχει το αποτέλεσμα αυτό ή
β) εφ όσον προκύπτει κατ άλλον τρόπο ότι τα Κράτη και οι οργανισμοί αυτοί ή, ανάλογα με την περίπτωση, οι οργανισμοί αυτοί είχαν συμφωνήσει ότι η ανταλλαγή των εγγράφων θα είχε το αποτέλεσμα αυτό.
Άρθρο 14
` Έκφραση συναινέσεως προς δέσμευση υπό συνθήκη με επικύρωση, πράξη
επίσημης βεβαιώσεως ή αποδοχή ή έγκριση
1. Η συναίνεση Κράτους να δεσμευθεί από συνθήκη εκφράζεται με επικύρωση:
α) εφ` όσον η συνθήκη προβλέπει ότι η συναίνεση αυτή εκφράζεται με την επικύρωση
β) εφ` όσον προκύπτει κατ’ άλλον τρόπο ότι τα Κράτη και οι οργανισμοί που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις, είχαν συμφωνήσει ότι θα απαιτείται η επικύρωση
γ) εφ` όσον ο αντιπρόσωπος του Κράτους αυτού υπέγραψε τη συνθήκη με την επιφύλαξη της επικυρώσεως ή
δ) εφ` όσον η πρόθεση του Κράτους αυτού να υπογράψει τη συνθήκη με την επιφύλαξη της επικυρώσεως προκύπτει από τα πληρεξούσια έγγραφα του αντιπροσώπου του ή δηλώθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις.
2. Η συναίνεση διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από συνθήκη εκφράζεται με πράξη επίσημης βεβαιώσεως:
α) εφ` όσον η συνθήκη προβλέπει ότι η συναίνεση αυτή εκφράζεται με πράξη επίσημης βεβαιώσεως
β) εφ όσον προκύπτει κατ’ άλλον τρόπο ότι τα Κράτη και οι οργανισμοί ή, ανάλογα με την περίπτωση, οι οργανισμοί που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις είχαν συμφωνήσει ότι θα απαιτείται πράξη επίσημης βεβαιώσεως
γ) εφ όσον ο αντιπρόσωπος του οργανισμού αυτού υπέγραψε τη συνθήκη με την επιφύλαξη πράξεως επίσημης βεβαιώσεως ή
δ) εφ` όσον η πρόθεση του οργανισμού αυτού να υπογράψει τη συνθήκη με την επιφύλαξη πράξεως επίσημης βεβαιώσεως προκύπτει από τα πληρεξούσια έγγραφα του αντιπροσώπου του ή δηλώθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις.
3. Η συναίνεση Κράτους ή διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από συνθήκη εκφράζεται με την αποδοχή ή την έγκριση υπό όρους ανάλογους με εκείνους που εφαρμόζονται στην επικύρωση ή ανάλογα με την περίπτωση, στην πράξη επίσημης βεβαίωσης.
Άρθρο 15
` Έκφραση συναινέσεως προς δέσμευση από συνθήκη με προσχώρηση
Η συναίνεση Κράτους ή διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από συνθήκη εκφράζεται με την προσχώρηση:
α) εφ όσον η συνθήκη προβλέπει ότι η συναίνεση αυτη μπορεί να εκφρασθεί από το Κράτος ή τον οργανισμό αυτόν με την προσχώρηση
β) εφ όσον προκύπτει κατ άλλον τρόπο ότι τα Κράτη και οι οργανισμοί ή, ανάλογα με την περίπτωση, οι οργανισμοί που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις είχαν συμφωνήσει ότι η συναίνεση μπορεί να εκφρασθεί από το Κράτος ή τον οργανισμό αυτόν με την προσχώρηση.
γ) εφ` όσον όλα τα μέρη συμφώνησαν μεταγενεστέρως ότι η συναίνεση αυτή μπορεί να εκφρασθεί από το Κράτος ή τον οργανισμό αυτόν με την προσχώρηση.
Άρθρο 16
Ανταλλαγή ή κατάθεση εγγράφων επικυρώσεως, επίσημης βεβαιώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως
1. Πλην της περιπτώσεως όπου η συνθήκη προβλέπει διαφορετικά, τα έγγραφα επικυρώσεως, τα έγγραφα τα σχετικά με πράξη επίσημης βεβαιώσεως ή τα έγγραφα αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως αποδεικνύουν τη συναίνεση Κράτους ή διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από συνθήκη μεταξύ ενός ή περισσότερων Κρατών και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών κατά τη στιγμή:
α) της ανταλλαγής τους μεταξύ των συμβαλλόμενων Κρατών και των συμβαλλόμενων οργανισμών
β) της καταθέσεώς τους στο θεματοφύλακα ή
γ) της γνωστοποιήσεώς τους στα συμβαλλόμενα Κράτη και στους συμβαλλόμενους οργανισμούς ή στο θεματοφύλακα, εφ` όσον έχει έτσι συμφωνηθεί.
2. πλην της περιπτώσεως όπου η συνθήκη προβλέπει διαφορετικά, τα έγγραφα τα σχετικά με πράξη επίσημης βεβαιώσεως ή τα έγγραφα αποδοχής, εγκρίσεως η προσχωρήσεως αποδεικνύουν τη συναίνεση διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από συνθήκη μεταξύ διεθνών οργανισμών κατά τη στιγμή:
α) της ανταλλαγής τους μεταξύ των συμβαλλόμενων οργανισμών
β) της καταθέσεώς τους στο θεματοφύλακα ή
γ) της γνωστοποιήσεώς τους στους συμβαλλόμενους οργανισμούς ή στο θεματοφύλακα, εφ` όσον έχει έτσι συμφωνηθεί.
Άρθρο 17
Συναίνεση προς δέσμευση από μέρος της συνθήκης και επιλογή μεταξύ διαφορετικών διατάξεων
1. Μη θιγόμενων των άρθρων 19 έως 23, η συναίνεση Κράτους ή διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από μέρος της συνθήκης δεν επιφέρει αποτελέσματα παρά μόνον εάν η συνθήκη το επιτρέπει ή εφ` όσον τα συμβαλλόμενα Κράτη και οι συμβαλλόμενοι οργανισμοί, ή, ανάλογα με την περίπτωση, οι συμβαλλόμενοι οργανισμοί συναινούν σ` αυτό.
2. Η συναίνεση Κράτους ή διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από συνθήκη που επιτρέπει την επιλογή μεταξύ διαφορετικών διατάξεων δεν επιφέρει αποτελέσματα παρά μόνον εάν καθίσταται σαφές σε ποιες από τις διατάξεις αναφέρεται η συναίνεση.
Άρθρο 18
Υποχρέωση περί μη αποστερήσεως της συνθήκης από το αντικείμενό της και το σκοπό της πριν τη θέση της σε ισχύ
Κράτος ή διεθνής οργανισμός πρέπει να απέχει από πράξεις που θα αποστερούσαν τη συνθήκη από το αντικείμενο και το σκοπό της:
α) εφ όσον το Κράτος ή ο οργανισμός αυτός υπέγραψε τη συνθήκη ή αντάλλαξε τα έγγραφα που αποτελούν τη συνθήκη με επιφύλαξη επικυρώσεως, πράξεως επίσημης βεβαιώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως, και εν όσω το Κράτος ή ο οργανισμός αυτός δεν εξεδήλωσε την πρόθεσή του να μη γίνει μέρος στη συνθήκη ή
β) εφ` όσον το Κράτος ή ο οργανισμός αυτός εξέφρασε τη συναίνεσή του να δεσμευθεί από συνθήκη εντός της περιόδου που προηγείται της θέσεως σε ισχύ της συνθήκης και με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν καθυστέρησε αδικαιολόγητα.
ΤΜΗΜΑ 2
ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ
Άρθρο 19
Διατύπωση επιφυλάξεων
Κράτος ή διεθνής οργανισμός κατά το χρόνο της υπογραφής της επικυρώσεως, της επίσημης βεβαιώσεως, της αποδοχής, της εγκρίσεως, συνθήκης ή της προσχωρήσεως σ` αυτήν μπορεί να διατυπώσει επιφύλαξη, εκτός εάν:
α) η επιφύλαξη απαγορεύεται από τη συνθήκη
β) η συνθήκη προβλέπει ότι μόνο συγκεκριμένες επιφυλάξεις, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται η εν λόγω επιφύλαξη, μπορεί να διατυπωθούν ή
γ) σε περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στα εδάφια α) και β), η επιφύλαξη είναι ασυμβίβαστη με το αντικείμενο και το σκοπό της συνθήκης.
Άρθρο 20
Αποδοχή των επιφυλάξεων και αντιρρήσεις σ` αυτές
1. Επιφύλαξη ρητά επιτρεπόμενη από συνθήκη δεν χρειάζεται μεταγενέστερη αποδοχή εκ μέρους των συμβαλλόμενων Κρατών και των συμβαλλόμενων οργανισμών, ή, ανάλογα με την περίπτωση, των συμβαλλόμενων οργανισμών, εκτός εάν το προβλέπει η συνθήκη.
2. ` Όταν προκύπτει από τον περιορισμένο αριθμό Κρατών και οργανισμών ή, ανάλογα με την περίπτωση, των οργανισμών που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις, καθώς επίσης και από το αντικείμενο και το σκοπό της συνθήκης, ότι η εφαρμογή της συνθήκης στο σύνολό της μεταξύ όλων των μερών είναι ουσιώδης προϋπόθεση της συναινέσεως καθενός από αυτά να δεσμευθεί από τη συνθήκη, η επιφύλαξη πρέπει να είναι αποδεκτή από όλα τα μέρη.
3. `Όταν συνθήκη είναι ιδρυτική πράξη διεθνούς οργανισμού και, πλην αντιθέτου διατάξεώς της η επιφύλαξη απαιτεί την αποδοχή του αρμόδιου οργάνου του οργανισμού αυτού.
4. Σε άλλες περιπτώσεις, πλην εκείνων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους και, πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης,
α) η αποδοχή επιφυλάξεως από συμβαλλόμενο Κράτος ή από συμβαλλόμενο οργανισμό καθιστά το Κράτος ή το διεθνή οργανισμό που διετύπωσε την επιφύλαξη μέρος στη συνθήκη σε σχέση με το Κράτος ή τον οργανισμό που αποδέχθηκε την επιφύλαξη, εάν η συνθήκη είναι σε ισχύ ή εφ` όσον τίθεται σε ισχύ για το κράτος ή τον οργανισμό που διετύπωσε την επιφύλαξη και για το Κράτος ή τον οργανισμό που αποδέχτηκε την επιφύλαξη
β) η αντίρρηση που διατυπώνεται σε μία επιφύλαξη από συμβαλλόμενο Κράτος ή συμβαλλόμενο οργανισμό δεν εμποδίζει τη συνθήκη από το να τεθεί σε ισχύ μεταξύ του Κράτους ή του διεθνούς οργανισμού που διετύπωσε την αντίρρηση και του Κράτους ή του οργανισμού που διετύπωσε την επιφύλαξη, εκτός αν διατυπώθηκε ρητά αντίθετη πρόθεση εκ μέρους του Κράτους ή του οργανισμού που διετύπωσε την αντίρρηση
γ) πράξη, που εκφράζει τη συναίνεση Κράτους ή διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από τη συνθήκη και που περιέχει επιφύλαξη, επιφέρει αποτελέσματα από τη στιγμή που ένα τουλάχιστον συμβαλλόμενο Κράτος ή συμβαλλόμενος οργανισμός αποδεχθεί την επιφύλαξη.
5. Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 4 και, πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης, μία επιφύλαξη θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή από Κράτος ή διεθνή οργανισμό, εφ όσον αυτοί δεν έχουν διατυπώσει αντίρρηση στην επιφύλαξη είτε μέχρι της εκπνοής 12 μηνών μετά την ημερομηνία κατά την οποία αυτή τους γνωστοποιήθηκε, είτε κατά την ημερομηνία που διετύπωσαν τη συναίνεσή τους να δεσμευθούν από τη συνθήκη, εφ` όσον αυτή είναι μεταγενέστερη.
Άρθρο 21
`Έννομες συνέπειες των επιφυλάξεων και των αντιρρήσεων σ` αυτές
1. επιφύλαξη που διατυπώθηκε σε σχέση με άλλο μέρος σύμφωνα με τα άρθρα 19, 20 και 23:
α) τροποποιεί για το Κράτος ή το διεθνή οργανισμό, που διετύπωσε την επιφύλαξη στις σχέσεις του με το άλλο αυτό μέρος, τις διατάξεις της συνθήκης στις οποίες αναφέρεται η επιφύλαξη, στο μέτρο που προβλέπεται από την επιφύλαξη αυτή και
β) τροποποιεί τις διατάξεις αυτές κατά το ίδιο μέτρο για το άλλο εκείνο μέρος στις σχέσεις του με το Κράτος ή το διεθνή οργανισμό που διετύπωσε την επιφύλαξη.
2. Η επιφύλαξη δεν τροποποιεί τις διατάξεις της συνθήκης για τα άλλα μέρη στην συνθήκη στις μεταξύ τους σχέσεις.
3. `Οταν Κράτος ή διεθνής οργανισμός που διετύπωσε αντίρρηση σε επιφύλαξη δεν αντιτάχθηκε στη θέση σε ισχύ της συνθήκης μεταξύ αυτού και του Κράτους ή οργανισμού που διετύπωσε την επιφύλαξη, οι διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η επιφύλαξη δεν εφαρμόζονται μεταξύ εκείνου που διετύπωσε την επιφύλαξη και του κράτους ή του οργανισμού που διετύπωσε την αντίρρηση, στο μέτρο που προβλέπεται από την επιφύλαξη.
Άρθρο 22
Ανάκληση επιφυλάξεων και αντιρρήσεων στις επιφυλάξεις
1. Πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης, μια επιφύλαξη μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακληθεί χωρίς να είναι απαραίτητη για την ανάκληση της η συναίνεση του Κράτους ή του διεθνούς οργανισμού που αποδέχθηκε την επιφύλαξη.
2. Πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης, μια αντίρρηση στην επιφύλαξη μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.
3. Πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης ή πλην αντιθέτου συμφωνίας:
α) η ανάκληση επιφυλάξεως δεν επιφέρει αποτελέσματα ως προς συμβαλλόμενο Κράτος ή συμβαλλόμενο οργανισμό, παρά μόνο εφ` όσον η γνωστοποίησή της έχει ληφθεί από το Κράτος ή τον οργανισμό αυτόν
β) η ανάκληση αντιρρήσεως σε επιφύλαξη δεν επιφέρει αποτελέσματα παρά μόνο εφ` όσον η γνωστοποίηση της ανακλήσεως αυτής έχει ληφθεί από το κράτος ή το διεθνή οργανισμό που διετύπωσε την επιφύλαξη.
Άρθρο 23
Διαδικασία σχετική με τις επιφυλάξεις
1. Η επιφύλαξη, η ρητή αποδοχή επιφυλάξεως και αντίρρηση σε επιφύλαξη πρέπει να διατυπώνονται εγγράφως και να ανακοινώνονται στα συμβαλλόμενα Κράτη και στους συμβαλλόμενους οργανισμούς και στα άλλα κράτη και στους άλλους διεθνείς οργανισμούς που δικαιούνται να γίνουν μέρη στη συνθήκη.
2. Εφ` όσον διατυπώνεται κατά την υπογραφή της συνθήκης με επιφύλαξη επικυρώσεως, πράξεως επίσημης βεβαιώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως, η επιφύλαξη πρέπει να επιβεβαιώνεται επίσημα από το Κράτος ή το διεθνή οργανισμό που τη διετύπωσε, κατά τη στιγμή που εκφράζει τη συναίνεσή του να δεσμευθεί από τη συνθήκη. Στην περίπτωση αυτήν η επιφύλαξη θεωρείται ότι έγινε κατά την ημερομηνία που αυτή επιβεβαιώθηκε.
3. Ρητή αποδοχή επιφυλάξεως ή αντιρρήσεως σε επιφύλαξη, εφ` όσον είναι προγενέστερη της επιβεβαιώσεως, δεν χρειάζεται επιβεβαίωση.
4. Η ανάκληση επιφυλάξεως ή αντιρρήσεως σε επιφύλαξη πρέπει να διατυπωθεί εγγράφως.
ΤΜΗΜΑ 3
ΘΕΣΗ ΣΕ ΙΣΧΥ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Άρθρο 24
Θέση σε ισχύ
1. Συνθήκη τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με τον τύπο και κατά την ημερομηνία που ορίζονται από τις διατάξεις της ή δια συμφωνίας μεταξύ των κρατών και των οργανισμών ή, ανάλογα με την περίπτωση, μεταξύ των οργανισμών που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις.
2. Ελλείψει τέτοιων διατάξεων ή τέτοιας συμφωνίας, συνθήκη τίθεται σε ισχύ ευθύς μόλις δοθεί η συναίνεση για δέσμευση από τη συνθήκη από όλα τα Κράτη και τους οργανισμούς ή, ανάλογα με την περίπτωση, από όλους τους οργανισμούς που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις.
3. Όταν η συναίνεση Κράτους ή διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από συνθήκη δοθεί σε ημερομηνία μεταγενέστερη της θέσεως σε ισχύ της εν λόγω συνθήκης, αυτή, πλην αντιθέτου διατάξεως, τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία αυτήν έναντι του Κράτους ή του οργανισμού αυτού.
4. οι διατάξεις της συνθήκης, που ρυθμίζουν το χαρακτηρισμό του κειμένου ως αυθεντικού, την παροχή της συναινέσεως για δέσμευση από τη συνθήκη, τον τύπο ή την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ, τις επιφυλάξεις, τα καθήκοντα του θεματοφύλακα καθώς και τα άλλα θέματα που κατ` ανάγκη ανακύπτουν πριν από τη θέση σε ισχύ της συνθήκης, εφαρμόζονται ευθύς μετά την υιοθέτηση του κειμένου.
Άρθρο 25
Προσωρινή εφαρμογή
1. Συνθήκη ή μέρος συνθήκης εφαρμόζεται προσωρινά εν αναμονή της θέσεώς της σε ισχύ:
α) εάν η ίδια η συνθήκη το προβλέπει ή β) εάν τα Κράτη και οι οργανισμοί ή, ανάλογα με την περίπτωση, οι οργανισμοί που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις είχαν έτσι συμφωνήσει κατ’ άλλον τρόπο.
2. Πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης ή αντιθέτου συμφωνίας των Κρατών και των διεθνών οργανισμών που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις ή, ανάλογα με την περίπτωση, των οργανισμών που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις η προσωρινή εφαρμογή συνθήκης ή μέρους συνθήκης ως προς ένα Κράτος ή οργανισμό λήγει εάν το Κράτος ή ο οργανισμός αυτός γνωστοποιήσει στα Κράτη και στους οργανισμούς, μεταξύ των οποίων η συνθήκη εφαρμόζεται προσωρινά, την πρόθεσή του να μη γίνει μέρος στη συνθήκη.
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ
ΤΗΡΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
ΤΜΗΜΑ 1
ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
Άρθρο 26
Pacta sunt servanda
Κάθε συνθήκη εν ισχύει δεσμεύει τα μέρη και πρέπει να εκτελείται από αυτά με καλή πίστη.
Άρθρο 27
Εσωτερικό δίκαιο των κρατών, κανόνες των διεθνών οργανισμών και τήρηση των συνθηκών
1. Κράτος μέρος σε συνθήκη δεν μπορεί να επικαλεσθεί τους κανόνες του εσωτερικού του δικαίου για να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή της συνθήκης.
2. Διεθνής οργανισμός μέρος σε συνθήκη δεν μπορεί να επικαλεσθεί τους κανόνες του οργανισμού για να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή της συνθήκης.
3. Οι κανόνες που περιέχονται στις προηγούμενες παραγράφους δεν θίγουν το άρθρο 46.
ΤΜΗΜΑ 2
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
Άρθρο 28
Μη αναδρομικότητα των συνθηκών
Εκτός από την περίπτωση όπου προκύπτει από τη συνθήκη ή κατ’ άλλο τρόπο διαφορετική πρόθεση, οι διατάξεις συνθήκης δεν δεσμεύουν ένα μέρος σχετικά με πράξη ή γεγονός προγενέστερο της ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της συνθήκης αυτής όσον αφορά το μέρος αυτό ή σχετικά με κατάσταση που είχε πάψει να υπάρχει την ημερομηνία αυτή.
Άρθρο 29
Εδαφική εφαρμογή των συνθηκών
Εκτός από την περίπτωση όπου προκύπτει από τη συνθήκη ή κατ άλλο τρόπο διαφορετική πρόθεση, συνθήκη μεταξύ ενός ή περισσότερων Κρατών και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών δεσμεύει καθένα από τα Κράτη μέρη επί ολοκλήρου του εδάφους του.
Άρθρο 30
Εφαρμογή διαδοχικών συνθηκών που αναφέρονται στο ίδιο θέμα
1. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των Κρατών και διεθνών οργανισμών που είναι μέρη σε διαδοχικές συνθήκες που αναφέρονται στο ίδιο θέμα καθορίζονται σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους.
2. Όταν συνθήκη ορίζει ρητά ότι είναι υποκείμενη σε συνθήκη προγενέστερη ή μεταγενέστερη ή ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί ασυμβίβαστη προς αυτή, οι διατάξεις της τελευταίας αυτής συνθήκης υπερισχύουν.
3. Όταν όλα τα μέρη σε συνθήκη προγενέστερη είναι επίσης μέρη σε συνθήκη μεταγενέστερη χωρίς η προγενέστερη συνθήκη να έχει λήξει ή να έχει ανασταλεί η εφαρμογή της βάσει του Άρθρου 59, η προγενέστερη συνθήκη δεν εφαρμόζεται παρά μόνο στο μέτρο που οι διατάξεις της συμβιβάζονται με εκείνες της μεταγενέστερης συνθήκης.
4. ` Όταν τα μέρη σε προγενέστερη συνθήκη δεν είναι όλα μέρη σε μεταγενέστερη συνθήκη:
α) στις σχέσεις μεταξύ δύο μερών, που το καθένα είναι μέρος στις δύο συνθήκες, ο εφαρμοστέος κανόνας είναι εκείνος της παραγράφου 3,
β) στις σχέσεις μεταξύ μέρους στις δύο συνθήκες και μέρους σε μία μόνο συνθήκη, η συνθήκη στην οποία και οι δύο είναι μέρη διέπει τα αμοιβαία δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
5. Η παράγραφος 4 εφαρμόζεται, χωρίς να θίγεται το άρθρο 41, οποιοδήποτε θέμα περί λήξεως ή αναστολής συνθήκης βάσει του άρθρου 60 ή οποιοδήποτε άλλο θέμα ευθύνης που μπορεί να προκύψει για Κράτος ή διεθνή οργανισμό από τη σύναψη ή την εφαρμογή συνθήκης, της οποίας οι διατάξεις είναι ασυμβίβαστες με τις υποχρεώσεις που έχει έναντι Κράτους ή οργανισμού δυνάμει άλλης συνθήκης.
6. Οι προηγούμενες παράγραφοι δεν θίγουν το γεγονός ότι, σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και των υποχρεώσεων που απορρέουν από συνθήκη, υπερισχύουν οι πρώτες.
ΤΜΗΜΑ 3
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
Άρθρο 31
Γενικός κανόνας ερμηνείας
1. Μία συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται με καλή πίστη σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που αποδίδεται στους όρους της συνθήκης στο σύνολό τους και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της.
2. Για το σκοπό της ερμηνείας της συνθήκης, το σύνολο της συνθήκης περιλαμβάνει, εκτός από το κείμενο, συμπεριλαμβανομένων του προοιμίου και των παραρτημάτων:
α) κάθε συμφωνία που αναφέρεται στη συνθήκη και που έγινε μεταξύ όλων των μερών επ` ευκαιρία της συνάψεως της συνθήκης,
β) κάθε έγγραφο που συνετάγη από ένα η περισσότερα μέρη επ` ευκαιρία της συνάψεως της συνθήκης και που έχει γίνει αποδεκτό από τα άλλα μέρη ως έγγραφο που έχει σχέση με τη συνθήκη.
3. Μαζί με το σύνολο της συνθήκης, θα λαμβάνεται υπόψη:
α) κάθε μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ των μερών σχετική με την ερμηνεία της συνθήκης ή την εφαρμογή των διατάξεών της
β) κάθε μεταγενέστερη πρακτική που ακολουθείται κατά την εφαρμογή της συνθήκης, από την οποία προκύπτει συμφωνία των μερών ως προς την ερμηνεία της συνθήκης.
γ) κάθε σχετικός κανόνας διεθνούς δικαίου εφαρμοστέος στις σχέσεις μεταξύ των μερών.
4. Ειδική έννοια θα δίδεται σ` έναν όρο, εάν προκύπτει ότι τέτοια ήταν η πρόθεση των μερών.
Άρθρο 32
Συμπληρωματικά μέσα ερμηνείας
Είναι δυνατό να αναζητηθούν συμπληρωματικά μέσα ερμηνείας και ιδιαίτερα οι προκαταρκτικές εργασίες και οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η συνθήκη, ώστε είτε να επιβεβαιωθεί η έννοια που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 31 είτε να καθορισθεί ή έννοια όταν η ερμηνεία που δίδεται βάσει του Άρθρου 31
α) αφήνει την έννοια ασαφή ή αφανή ή
β) οδηγεί σε αποτέλεσμα που είναι προδήλως άτοπο ή παράλογο.
Άρθρο 33
Ερμηνεία συνθηκών που έχουν χαρακτηρισθεί σε δύο ή περισσότερες γλώσσες ως αυθεντικές
1. ` Όταν συνθήκη έχει χαρακτηρισθεί ως αυθεντική σε δύο ή περισσότερες γλώσσες, το κείμενό της έχει την ίδια ισχύ και στις δύο γλώσσες, εκτός εάν η συνθήκη ορίζει ή εάν τα Κράτη συμφωνήσουν ότι σε περίπτωση διαστάσεως υπερισχύει καθορισμένο κείμενο.
2. Συνθήκη σε γλώσσα άλλη από εκείνες, στις οποίες έχει χαρακτηρισθεί ως αυθεντικό το κείμενο, δεν θεωρείται αυθεντική, εκτός εάν η συνθήκη το προβλέπει ή εάν τα μέρη συμφώνησαν έτσι.
3. Οι όροι συνθήκης θεωρούνται ότι έχουν την ίδια έννοια στα διάφορα αυθεντικά κείμενα.
4. Εκτός της περιπτώσεως που ορισμένο κείμενο υπερισχύει σύμφωνα με την παράγραφο 1, όταν η σύγκριση των αυθεντικών κειμένων αποκαλύπτει εννοιολογική διαφορά, την οποία δεν μπορεί να εξαλείψει η εφαρμογή των άρθρων 31 και 32, υιοθετείται η έννοια η οποία, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου και του σκοπού της συνθήκης, συμβιβάζει καλύτερα τα κείμενα αυτά.
ΤΜΗΜΑ 4
ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΑ ΚΡΑΤΗ ` Η ΤΡΙΤΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
Άρθρο 34
Γενικός κανόνας που αφορά τα τρίτα Κράτη ή τους τρίτους οργανισμούς
Συνθήκη δεν δημιουργεί ούτε υποχρεώσεις ούτε δικαιώματα για τρίτο Κράτος ή για τρίτο οργανισμό χωρίς τη συναίνεση του κράτους ή του οργανισμού αυτού.
Άρθρο 35
Συνθήκες που προβλέπουν υποχρεώσεις για τρίτα Κράτη ή τρίτους οργανισμούς
Δημιουργείται υποχρέωση για τρίτο Κράτος ή τρίτο οργανισμό από διάταξη συνθήκης, εάν τα μέρη στη συνθήκη αυτήν έχουν την πρόθεση να δημιουργήσουν υποχρέωση με τη διάταξη αυτήν και εάν το τρίτο κράτος ή ο τρίτος οργανισμός αποδεχθεί ρητά και εγγράφως την υποχρέωση αυτήν. Η αποδοχή από τρίτο οργανισμό τέτοιας υποχρεώσεως διέπεται από τους κανόνες του οργανισμού αυτού.
Άρθρο 36
Συνθήκες που προβλέπουν δικαιώματα για τρίτα Κράτη ή τρίτους οργανισμούς
1. Δικαίωμα δημιουργείται για τρίτο Κράτος από διάταξη συνθήκης εάν τα μέρη στη συνθήκη αυτήν έχουν την πρόθεση με τη διάταξη αυτή να εκχωρήσουν το δικαίωμα αυτό είτε στο τρίτο Κράτος ή σε ομάδα κρατών στην οποία τούτο ανήκε, είτε σε όλα τα κράτη και εφ` όσον το τρίτο Κράτος συγκατατίθεται σ` αυτό.
Η συναίνεση αυτή τεκμαίρεται εφ` όσον δεν υπάρχει αντίθετη ένδειξη, πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης.
2. Δικαίωμα δημιουργείται για τρίτο οργανισμό από διάταξη συνθήκης, εάν τα μέρη στη συνθήκη αυτή έχουν την πρόθεση, με τη διάταξη αυτή, να εκχωρήσουν το δικαίωμα αυτό είτε σε τρίτο οργανισμό ή σε ομάδα διεθνών οργανισμών, στην οποία αυτός ανήκει, είτε σε όλους τους οργανισμούς και εφ` όσον ο τρίτος οργανισμός συγκατατίθεται σ αυτό. Η συναίνεση διέπεται από τους κανόνες του οργανισμού.
3. Κράτος ή διεθνής οργανισμός που ασκεί δικαίωμα κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 ή 2 έχει υποχρέωση να σέβεται, για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, τους όρους που προβλέπονται στη συνθήκη ή που καθιερώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της.
Άρθρο 37
Ανάκληση ή τροποποίηση υποχρεώσεων ή δικαιωμάτων τρίτων Κρατών ή τρίτων οργανισμών
1. Σε περίπτωση που δημιουργείται υποχρέωση για τρίτο Κράτος ή τρίτο οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 35, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί ή να τροποποιηθεί παρά μόνο με τη συναίνεση των μερών στη συνθήκη και του τρίτου Κράτους ή του τρίτου οργανισμού, εκτός εάν προκύπτει ότι είχαν συμφωνήσει διαφορετικά.
2. Σε περίπτωση που δικαίωμα δημιουργείται για τρίτο Κράτος ή τρίτο οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 36, το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να ανακληθεί ή να τροποποιεί από τα μέρη, εάν προκύπτει ότι τούτο δεν υπόκειται σε ανάκληση ή τροποποίηση χωρίς τη συναίνεση του τρίτου Κράτους ή του τρίτου οργανισμού.
3. Η συναίνεση διεθνούς οργανισμού μέρους στη συνθήκη ή τρίτου οργανισμού, που προβλέπεται στις προηγούμενες παραγράφους, διέπεται από τους κανόνες του οργανισμού αυτού.
Άρθρο 38
Κανόνες συνθήκης που γίνονται υποχρεωτικοί για τρίτα Κράτη ή τρίτους οργανισμούς από τη δημιουργία διεθνούς εθίμου.
Καμία διάταξη των άρθρων 34 – 37 δεν αποκλείει όπως κανόνας εξαγγελλόμενος σε συνθήκη καταστεί υποχρεωτικός για τρίτο Κράτος ή τρίτο οργανισμό ως εθιμικός κανόνας διεθνούς δικαίου αναγνωρισμένος σαν τέτοιος.
ΜΕΡΟΣ ΙV
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
Άρθρο 39
Γενικός κανόνας σχετικός με την τροποποίηση των συνθηκών
1. Συνθήκη μπορεί να τροποποιηθεί με συμφωνία μεταξύ των μερών. Εκτός εάν η συνθήκη ορίζει διαφορετικά, οι κανόνες που εξαγγέλλονται στο Μέρος ΙΙ εφαρμόζονται σε τέτοια συμφωνία.
2. Η συναίνεση διεθνούς οργανισμού στη συμφωνία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 διέπεται από τους κανόνες του οργανισμού αυτού.
Άρθρο 40
Τροποποίηση πολυμερών συνθηκών
1. Η τροποποίηση των πολυμερών συνθηκών διέπεται από τις επόμενες παραγράφους.
2. Κάθε πρόταση που αποσκοπεί στο να τροποποιήσει πολυμερή συνθήκη στις σχέσεις μεταξύ όλων των μερών πρέπει να γνωστοποιείται σε όλα τα συμβαλλόμενα Κράτη και σε όλους τους συμβαλλόμενους οργανισμούς και καθένα δικαιούται να συμμετέχει:
α) στην απόφαση επί της συνεχείας που θα δοθεί στην πρόταση αυτήν
β) στις διαπραγματεύσεις και στη σύναψη κάθε συμφωνίας που έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση της συνθήκης.
3. Κάθε Κράτος ή κάθε διεθνής οργανισμός, που δικαιούται να γίνει μέρος της στη συνθήκη, δικαιούται επίσης να γίνει μέρος στη συνθήκη, όπως αυτή τροποποιήθηκε.
4. Η τροποποιητική συμφωνία δεν δεσμεύει τα Κράτη ή τους διεθνείς οργανισμούς που είναι ήδη μέρη στη συνθήκη και που δεν γίνονται μέρη στη συμφωνία αυτή. Το εδάφιο β) της παραγράφου 4 του άρθρου 30 εφαρμόζεται ως προς τα Κράτη ή τους οργανισμούς αυτούς.
5. Κάθε Κράτος ή κάθε διεθνής οργανισμός που γίνεται μέρος στη συνθήκη μετά τη θέση σε ισχύ της τροποποιητικής συμφωνίας θεωρείται, εφ` όσον δεν εκφράζει διαφορετική πρόθεση:
α) μέρος στη συνθήκη όπως αυτή τροποποιήθηκε και
β) μέρος στη μη τροποποιηθείσα συνθήκη ως προς κάθε μέρος στη συνθήκη, το οποίο δεν δεσμεύεται από την τροποποιητική συνθήκη.
Άρθρο 41
Συμφωνίες που αποσκοπούν στη μεταβολή των πολυμερών συνθηκών στις σχέσεις μεταξύ ορισμένων μόνο μερών
1. Δύο ή περισσότερα μέρη σε πολυμερή συνθήκη μπορούν να συνάψουν συμφωνία που αποσκοπεί στη μεταβολή της συνθήκης ως προς τις αμοιβαίες σχέσεις τους μόνο
α) εάν η δυνατότητα τέτοιας μεταβολής προβλέπεται από τη συνθήκη ή
β) εάν η εν λόγω μεταβολή δεν απαγορεύεται από τη συνθήκη, υπό τον όρο ότι:
i) δεν θίγει ούτε δικαιώματα τα οποία τα άλλα μέρη έχουν δυνάμει της συνθήκης ούτε την εκτέλεση των υποχρεώσεών τους και
ii) δεν αναφέρεται σε διάταξη, απόκλιση από την οποία είναι ασυμβίβαστη με την αποτελεσματική τήρηση του αντικειμένου και του σκοπού της συνθήκης στο σύνολό της.
2. Εκτός εάν, στην περίπτωση του εδαφίου α) της παραγράφου 1, η συνθήκη ορίζει διαφορετικά, τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να γνωστοποιούν στα άλλα μέρη την πρόθεσή τους να συνάψουν συμφωνία και τις μεταβολές που η συμφωνία αυτή επιφέρει στη συνθήκη.
ΜΕΡΟΣ V
ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ, ΛΗΞΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
ΤΜΗΜΑ 1
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 42
Εγκυρότητα και τήρηση σε ισχύ των συνθηκών
1. Η εγκυρότητα συνθήκη ή της συναινέσεως Κράτους ή διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο κατ εφαρμογή της παρούσας Συμβάσεως.
2. Η λήξη της συνθήκης, η καταγγελία της ή η αποχώρηση μέρους από αυτή μπορούν να επέλθουν μόνο κατ εφαρμογή των διατάξεων των συνθηκών ή της παρούσας Συμβάσεως. Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για την αναστολή της εφαρμογής της Συνθήκης.
Άρθρο 43
Υποχρεώσεις που επιβάλλονται από το διεθνές δίκαιο ανεξαρτήτως της συνθήκης
Η ακυρότητα, η λήξη και η καταγγελία της συνθήκης, η αποχώρηση μέρους από αυτήν ή η αναστολή εφαρμογής της συνθήκης, που πραγματοποιούνται δυνάμει της παρούσας Συμβάσεως ή των διατάξεων της συνθήκης, δεν θίγουν με κανέναν τρόπο το καθήκον του Κράτους ή του διεθνούς οργανισμού να εκπληρώνει κάθε υποχρέωση που εξαγγέλλεται στη συνθήκη και την οποία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έχει το Κράτος ή ο οργανισμός αυτός ανεξαρτήτως της εν λόγω συνθήκης.
Άρθρο 44
Δυνατότης διαχωρισμού διατάξεων συνθήκης
1. Δικαίωμα μέρους, που προβλέπεται από τη Συνθήκη ή που απορρέει από το άρθρο 56, να καταγγείλει τη Συνθήκη, να αποχωρήσει ή να αναστείλει την εφαρμογή της, μπορεί να ασκηθεί μόνο σε σχέση με το σύνολο της Συνθήκης, εκτός αν αυτή ορίζει ή τα μέρη συμφώνησαν διαφορετικά.
2. Είναι δυνατή η επίκληση λόγου ακυρότητας ή λήξεως συνθήκης, αποχωρήσεως ενός των μερών ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης, που αναγνωρίζεται από τους όρους της παρούσας Συμβάσεως, μόνο ως προς το σύνολο της Συνθήκης, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παρακάτω παραγράφους ή στο άρθρο 60.
3. Εάν ο επικαλούμενος λόγος αναφέρεται μόνο σε ορισμένες διατάξεις, μπορεί να γίνει επίκληση αυτού μόνο ως προς τις διατάξεις αυτές, εφ` όσον
α) οι διατάξεις αυτές είναι δυνατό να διαχωριστούν από το υπόλοιπο της συνθήκης όσον αφορά την εφαρμογή τους
β) προκύπτει από τη συνθήκη ή κατ’ άλλο τρόπο ότι η αποδοχή των διατάξεων αυτών δεν απετέλεσε για το άλλο συμβαλλόμενο μέρος ή τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη ουσιώδη βάση της συναινέσεώς τους να δεσμευθούν από τη Συνθήκη στο σύνολό τους και
γ) δεν είναι άδικη η συνεχιζόμενη εφαρμογή του υπολοίπου της συνθήκης.
4. Σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στα άρθρα 49 και 50 το Κράτος ή ο διεθνής οργανισμός, που δικαιούται να επικαλεσθεί απάτη ή δωροδοκία, μπορεί να το πράξει είτε σε σχέση με ολόκληρη τη συνθήκη είτε, στην περίπτωση της παραγράφου 3, σε σχέση μόνο με ορισμένες συγκεκριμένες διατάξεις.
5. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 51, 52 και 53 ο διαχωρισμός των διατάξεων της συνθήκης δεν επιτρέπεται.
Άρθρο 45
Απώλεια δικαιώματος επικλήσεως λόγου ακυρότητας ή λήξεως συνθήκης
αποχωρήσεως ή αναστολής εφαρμογής συνθήκης
1. Κράτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί λόγο ακυρότητας ή λόγο λήξεως συνθήκης, αποχωρήσεως ή αναστολής εφαρμογής της σύμφωνα με τα άρθρα 46 έως 5ο ή τα άρθρα 60 και 62 εάν, αφού έλαβε γνώση των γεγονότων, το Κράτος αυτό:
α) ρητά συμφώνησε ότι η συνθήκη ανάλογα με την περίπτωση είναι έγκυρη ή παραμένει σε ισχύ ή συνεχίζει να εφαρμόζεται ή
β) πρέπει να θεωρηθεί ότι συναίνεσε, όπως προκύπτει από την συμπεριφορά του, ότι η συνθήκη, ανάλογα με την περίπτωση, είναι έγκυρη ή παραμένει σε ισχύ ή εφαρμόζεται.
2. Διεθνής οργανισμός δεν μπορεί να επικαλεσθεί λόγο ακυρότητας ή λήξεως της συνθήκης ή λόγο αποχωρήσεως ή αναστολής εφαρμογής της σύμφωνα με τα άρθρα 46 έως 50 ή τα άρθρα 60 και 2, εάν, αφού έλαβε γνώση των γεγονότων, ο οργανισμός αυτός:
α) ρητά συμφώνησε ότι η συνθήκη, ανάλογα με την περίπτωση, είναι έγκυρη ή παραμένει σε ισχύ ή συνεχίζει να εφαρμόζεται ή
β) πρέπει να θεωρηθεί ότι, όπως προκύπτει από τη συμπεριφορά του αρμόδιου οργάνου, παραιτήθηκε του δικαιώματος επικλήσεως της αιτίας ή του λόγου αυτού.
ΤΜΗΜΑ 2
ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
Άρθρο 46
Διατάξεις εσωτερικού δικαίου Κράτους και κανόνες διεθνούς οργανισμού σχετικά με την αρμοδιότητα συνομολογήσεως των συνθηκών
1. Κράτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί το γεγονός ότι η συναίνεσή του να δεσμευθεί από τη συνθήκη εδόθη κατά παραβίαση διατάξεως του εσωτερικού του δικαίου, σχετικής με την αρμοδιότητα συνομολογήσεως συνθηκών ως ελάττωμα της συναινέσεώς του, εκτός εάν η παραβίαση αυτή ήταν έκδηλη και αφορούσε κανόνα εσωτερικού δικαίου θεμελιώδους σημασίας.
2. Διεθνής οργανισμός δεν μπορεί να επικαλεσθεί το γεγονός ότι η συναίνεσή του να δεσμευθεί από τη συνθήκη εδόθη κατά παραβίαση των κανόνων του οργανισμού των σχετικών με την αρμοδιότητα συνομολογήσεως συνθηκών ως ελάττωμα της συναινέσεώς του, εκτός εάν η παραβίαση αυτή ήταν έκδηλη και αφορούσε κανόνα θεμελιώδους σημασίας.
3. Η παραβίαση είναι έκδηλη όταν παρουσιάζεται αντικειμενικά προφανής για κάθε Κράτος ή για κάθε διεθνή οργανισμό συμπεριφερόμενο εν προκειμένω κατά τη συνήθη πρακτική των Κρατών και, ανάλογα με την περίπτωση, των διεθνών οργανισμών, με καλή πίστη.
Άρθρο 47
Ειδικός περιορισμός της αρμοδιότητας εκφράσεως της συναινέσεως Κράτους ή διεθνούς οργανισμού
Εάν η αρμοδιότητα του αντιπροσώπου να εκφράσει τη συναίνεση Κράτους ή διεθνούς οργανισμού, όπως δεσμευθεί από συγκεκριμένη συνθήκη, ετέθη υπό ειδικό περιορισμό, η απ` αυτόν παράλειψη σεβασμού του περιορισμού αυτού δεν μπορεί να επιφέρει ακύρωση της συναινέσεως που δόθηκε απ αυτόν, εκτός εάν ο περιορισμός αυτός γνωστοποιήθηκε στα άλλα Κράτη και οργανισμούς που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις πριν την έκφραση της συναινέσεως αυτής.
Άρθρο 48
Πλάνη
1. Κράτος ή διεθνής οργανισμός μπορεί να επικαλεσθεί πλάνη σε συνθήκη, η οποία ακυρώνει τη συναίνεσή του να δεσμευθεί από αυτήν, εάν η πλάνη αυτή αναφέρεται σε γεγονός ή κατάσταση, την οποία το Κράτος ή ο διεθνής οργανισμός θεωρούσε ότι υπήρχε κατά το χρόνο συνομολογήσεως της συνθήκης και η οποία αποτελούσε ουσιαστική βάση της συναινέσεως του Κράτους αυτού ή του διεθνούς οργανισμού αυτού να δεσμευθούν από τη συνθήκη.
2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν το εν λόγω Κράτος ή ο εν λόγω διεθνής οργανισμός συνέβαλε με τη συμπεριφορά του στην πλάνη αυτήν ή εάν οι περιστάσεις ήταν τέτοιες, ώστε να είχαν προειδοποιηθεί για το ενδεχόμενο υπάρξεως πλάνης.
3. Πλάνη που αφορά μόνο τη διατύπωση του κειμένου συνθήκης δεν θίγει την εγκυρότητά της. Στην περίπτωση αυτήν εφαρμόζεται το άρθρο 80.
Άρθρο 49
Απάτη
Κράτος ή διεθνής οργανισμός που οδηγήθηκε σε συνομολόγηση συνθήκης ένεκα δολίας συμπεριφοράς Κράτους ή οργανισμού που έχει συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις, μπορεί να επικαλεσθεί την απάτη σαν λόγο ακυρώσεως της συναινέσεώς του να δεσμευθεί από τη συνθήκη.
Άρθρο 50
Δωροδοκία αντιπροσώπου Κράτους ή διεθνούς οργανισμού
Κράτος ή διεθνής οργανισμός, του οποίου η έκφραση συναινέσεως να δεσμευθεί από συνθήκη εξασφαλίσθηκε κατόπιν δωροδοκίας του αντιπροσώπου του, που προκλήθηκε άμεσα ή έμμεσα από ενέργειες Κράτους η οργανισμού που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις, μπορεί να επικαλεσθεί τη δωροδοκία αυτήν ως λόγο ακυρώσεως της συναινέσεώς του να δεσμευθεί από τη συνθήκη.
Άρθρο 51
Εξαναγκασμός ασκηθείς σε αντιπρόσωπο Κράτους ή διεθνούς οργανισμού
Στερείται οποιασδήποτε νομικής ισχύος η έκφραση της συναινέσεως Κράτους η διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από συνθήκη, εάν αυτή εξασφαλίστηκε κατόπιν εξαναγκασμού ασκηθέντος επί του αντιπροσώπου του Κράτους ή του οργανισμού αυτού, δια πράξεων ή απειλών.
Άρθρο 52
Εξαναγκασμός ασκηθείς σε Κράτος ή διεθνή οργανισμό με απειλή ή χρήση βίας
Κάθε συνθήκη είναι άκυρη εάν η σύναψή της έγινε με απειλή ή χρήση βίας κατά παράβαση των αρχών του διεθνούς δικαίου, όπως αυτές περιέχονται στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 53
Συνθήκες σε σύγκρουση με αναγκαστικό κανόνα γενικού διεθνούς δικαίου (jus cogens)
`Άκυρη είναι κάθε συνθήκη που κατά το χρόνο συνομολογήσεώς της συγκρούεται με αναγκαστικό κανόνα του γενικού διεθνούς δικαίου. Για τους σκοπούς της Συμβάσεως αυτής, αναγκαστικός κανόνας του γενικού διεθνούς δικαίου είναι κανόνας αποδεκτός και αναγνωρισμένος από τη διεθνή κοινότητα των Κρατών, στο σύνολό της, ως κανόνας από τον οποίο δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση και που δεν μπορεί να τροποποιηθεί, παρά μόνο από νέο κανόνα του γενικού διεθνούς δικαίου, που να έχει τον ίδιο χαρακτήρα.
ΤΜΗΜΑ 3
ΛΗΞΗ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗ
ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥΣ
Άρθρο 54
Λήξη συνθήκης ή αποχώρηση από συνθήκη, δυνάμει διατάξεών της ή με τη συναίνεση των μερών
Η λήξη συνθήκης ή η αποχώρηση μέρους μπορούν να λάβουν χώρα:
α) σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης ή
β) οιαδήποτε στιγμή, με την συναίνεση όλων των μερών, αφού προηγουμένως ερωτηθούν σχετικά τα συμβαλλόμενα Κράτη και οι συμβαλλόμενοι οργανισμοί.
Άρθρο 55
Ελάττωση των μερών σε πολυμερή συνθήκη κάτω του αριθμού του αναγκαίου για τη θέση αυτής σε ισχύ
Πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης, πολυμερής συνθήκη δεν λήγει από μόνο το γεγονός ότι o αριθμός των μερών αυτής ελαττώθηκε κάτω του αριθμού του αναγκαίου για τη θέση αυτής σε ισχύ.
Άρθρο 56
Καταγγελία ή αποχώρηση από συνθήκη που δεν περιλαμβάνει διατάξεις αναφερόμενες στη λήξη, καταγγελία ή αποχώρηση.
1. Συνθήκη, που δεν περιέχει διατάξεις αναφερόμενες στη λήξη της και δεν προβλέπει την καταγγελία ή αποχώρηση από αυτή, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο καταγγελίας ή αποχωρήσεως, εκτός εάν:
α) αποδεικνύεται ότι υπήρχε πρόθεση των μερών να δεχθούν τη δυνατότητα καταγγελίας ή αποχωρήσεως από αυτήν ή
β) το δικαίωμα καταγγελίας ή αποχωρήσεως από αυτήν μπορεί να συνταχθεί από τη φύση της συνθήκης.
2. ` Ένα μέρος οφείλει να γνωστοποιήσει τουλάχιστο 12 μήνες ενωρίτερα την πρόθεσή του να καταγγείλει τη συνθήκη ή να αποχωρήσει από αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1
Άρθρο 57
Αναστολή της εφαρμογής της συνθήκης δυνάμει των διατάξεών της ή με τη συναίνεση των μερών
Η εφαρμογή συνθήκης σε σχέση με όλα τα μέρη ή σε σχέση με ένα συγκεκριμένο μέρος μπορεί να ανασταλεί:
α) σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης ή
β) οποιαδήποτε στιγμή με τη συναίνεση όλων των μερών, αφού προηγουμένως ερωτηθούν σχετικά τα συμβαλλόμενα κράτη και οι συμβαλλόμενοι οργανισμοί.
Άρθρο 58
Αναστολή εφαρμογής πολυμερούς συνθήκης με συμφωνία ορισμένων μόνο μερών
1. Δύο ή περισσότερα μέρη σε πολυμερή συνθήκη μπορούν να συνομολογήσουν συμφωνία, που να έχει ως αντικείμενο την προσωρινή και μόνο μεταξύ αυτών αναστολή της εφαρμογής των διατάξεων της συνθήκης:
α) εάν η δυνατότητα μιας τέτοιας αναστολής προβλέπεται από τη συνθήκη ή
β) εάν η εν λόγω αναστολή δεν απαγορεύεται από τη συνθήκη με την προϋπόθεση ότι:
ί. δεν θίγει την απόλαυση, από τα άλλα μέρη, των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συνθήκη ή την εκτέλεση των υποχρεώσεών τους και
ίί. δεν είναι ασυμβίβαστη με το αντικείμενο και το σκοπό της συνθήκης.
2. Πλην αντιθέτου διατάξεως της Συνθήκης, στην περίπτωση του εδαφ. α της παρ. 1, τα εν λόγω μέρη οφείλουν να γνωστοποιήσουν στα άλλα μέρη την πρόθεσή τους να συνάψουν τη συμφωνία και τις διατάξεις της συνθήκης, των οποίων την εφαρμογή έχουν την πρόθεση να αναστείλουν.
Άρθρο 59
Λήξη συνθήκης ή αναστολή εφαρμογής της που προκύπτει από το γεγονός συνομολογήσεως μεταγενέστερης συνθήκης
1. Συνθήκη θεωρείται ότι έχει λήξει όταν όλα τα μέρη σ` αυτήν τη συνθήκη συνάψουν μεταγενέστερη συνθήκη που αναφέρεται στο ίδιο θέμα και
α) εάν προκύπτει από μεταγενέστερη συνθήκη ή αποδεικνύεται κατ’ άλλον τρόπο ότι τα μέρη είχαν την πρόθεση το εν λόγω θέμα να διέπεται από τη συνθήκη αυτήν ή
β) εάν οι διατάξεις της μεταγενέστερης συνθήκης είναι ασυμβίβαστες με εκείνες της προγενέστερης συνθήκης σε τέτοιο σημείο, ώστε είναι αδύνατο να εφαρμόζονται οι δύο συνθήκες ταυτοχρόνως.
2. Η προγενέστερη συνθήκη θεωρείται ότι έχει απλώς ανασταλεί, εάν προκύπτει από τη μεταγέστερη συνθήκη ή αποδεικνύεται κατ’ άλλο τρόπο ότι τέτοια ήταν η πρόθεση των μερών.
Άρθρο 60
Λήξη συνθήκης ή αναστολή εφαρμογής της ως συνέπεια παραβιάσεώς της
1. Ουσιαστική παραβίαση διμερούς συνθήκης από ένα μέρος παρέχει το δικαίωμα στο άλλο μέρος να επικαλεσθεί την παραβίαση αυτήν ως λόγο λήξεως της συνθήκης ή αναστολής της εφαρμογής της εν όλω ή εν μέρει.
2. Ουσιαστική παραβίαση πολυμερούς συνθήκης από ένα μέρος παρέχει το δικαίωμα:
α) στα άλλα μέρη να αναστείλουν κατόπιν ομόφωνης συμφωνίας την εφαρμογή της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει ή να τερματίσουν αυτήν
ί. είτε ως προς τις σχέσεις μεταξύ των ιδίων και του Κράτους ή του διεθνούς οργανισμού που παραβίασε τη συνθήκη,
ίί. είτε ως προς όλα τα μέρη
β) στο μέρος που ιδιαίτερα εθίγη από την παραβίαση, να την επικαλεσθεί ως λόγο αναστολής εφαρμογής της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει ως προς τις σχέσεις του με το Κράτος ή το διεθνή οργανισμό που παραβίασε τη συνθήκη
γ) σε οποιοδήποτε μέρος, εκτός από το Κράτος ή το διεθνή οργανισμό που παραβίασε τη συνθήκη, να επικαλεσθεί την παραβίαση ως λόγο αναστολής εφαρμογής της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει ως προς ό,τι αφορά, εάν η συνθήκη είναι τέτοιας φύσεως ώστε μία ουσιαστική παραβίαση των διατάξεών της από ένα μέρος να μεταβάλει ριζικά τη θέση καθενός από τα μέρη όσον αφορά την περαιτέρω εκτέλεση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της συνθήκης.
3. Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ουσιαστική παραβίαση συνθήκης αποτελεί:
α) απόρριψη συνθήκης μη επιτρεπόμενη από την παρούσα Σύμβαση ή
β) παραβίαση διατάξεως ουσιαστικής για την πραγματοποίηση του αντικειμένου ή του σκοπού της συνθήκης.
4. Οι προηγούμενες παράγραφοι δεν θίγουν καμία διάταξη της συνθήκης εφαρμοζομένη σε περίπτωση παραβιάσεως.
5. Οι παράγραφοι 1 έως 3 δεν εφαρμόζονται στις διατάξεις τις σχετικές, με την προστασία της ανθρώπινης προσωπικότητας που περιέχονται σε συνθήκες ανθρωπιστικού χαρακτήρα, ιδιαίτερα σε διατάξεις που αποκλείουν κάθε μορφή αντιποίνων εναντίον προσώπων που προστατεύονται από τις εν λόγω συνθήκες.
Άρθρο 61
Αιφνίδια κατάσταση που καθιστά την εκτέλεση αδύνατη
1. Μέρος σε συνθήκη μπορεί να επικαλεσθεί αδυναμία εκτελέσεως συνθήκης ως λόγο λήξεως ή αποχωρήσεως από αυτήν, εάν η αδυναμία αυτή είναι αποτέλεσμα οριστικής εξαλείψεως ή καταστροφής αντικειμένου απαραίτητου για την εκτέλεση της συνθήκης. Εάν η αδυναμία είναι προσωρινή, το μέρος μπορεί να επικαλεσθεί αυτή μόνο ως λόγο αναστολής εφαρμογής της συνθήκης.
2. Μέρος δεν μπορεί να επικαλεσθεί αδυναμία εκτελέσεως ως λόγο λήξεως της συνθήκης ή αποχωρήσεως από αυτήν ή αναστολής εφαρμογής της εάν η αδυναμία αυτή απορρέει από παραβίαση από το μέρος που την επικαλείται, είτε από υποχρέωση που θεσπίστηκε από τη συνθήκη είτε από οποιαδήποτε άλλη διεθνή υποχρέωση έναντι οποιουδήποτε άλλου μέρους στη συνθήκη.
Άρθρο 62
Θεμελιώδης αλλαγή των περιστάσεων
1 . Δεν μπορεί να γίνει επίκληση θεμελιώδους αλλαγής των περιστάσεων, η οποία επήλθε σε σχέση με τις υπάρχουσες περιστάσεις κατά τη στιγμή της συνομολογήσεως της συνθήκης και οι οποίες δεν είχαν προβλεφθεί από τα μέρη, ως λόγος λήξεως της συνθήκης ή αποχωρήσεως από αυτήν, εκτός εάν:
α) η ύπαρξη αυτών των περιστάσεων συνιστούσε ουσιώδη βάση για τη συναίνεση των μερών να δεσμευθούν από τη συνθήκη και
β) η αλλαγή αυτή είχε σαν αποτέλεσμα τη ριζική μεταβολή της εκτάσεως των υποχρεώσεων, που απομένουν προς εκπλήρωση δυνάμει της συνθήκης.
2. Δεν μπορεί να γίνει επίκληση θεμελιώδους αλλαγής των περιστάσεων ως λόγου λήξεως της συνθήκης μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών ή αποχωρήσεως από αυτήν, εάν πρόκειται για συνθήκη που καθορίζει σύνορο.
3. Δεν μπορεί να γίνει επίκληση θεμελιώδους αλλαγής των περιστάσεων ως λόγου λήξεως της συνθήκης ή αποχωρήσεως από αυτήν, εάν η θεμελιώδης αλλαγή προκύπτει από παραβίαση από το μέρος που την επικαλείται, είτε από υποχρέωση που θεσπίστηκε από την συνθήκη είτε από οποιαδήποτε άλλη διεθνή υποχρέωση έναντι οποιουδήποτε άλλου μέρους στη συνθήκη.
4. Εάν ένα μέρος μπορεί, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, να επικαλεσθεί θεμελιώδη αλλαγή των περιστάσεων ως λόγο λήξεως της συνθήκης ή αποχωρήσεως από αυτή, μπορεί επίσης να την επικαλεσθεί για την αναστολή εφαρμογής της συνθήκης.
Άρθρο 63
Διακοπή διπλωματικών ή προξενικών σχέσεων
Η διακοπή των διπλωματικών ή προξενικών σχέσεων μεταξύ των Κρατών μερών σε συνθήκη, μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών ή ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών δεν επηρεάζει τις νομικές σχέσεις που έχουν θεσπισθεί μεταξύ των Κρατών αυτών από τη συνθήκη, παρά μόνο στο μέτρο που η ύπαρξη των διπλωματικών ή προξενικών σχέσεων είναι απαραίτητη για την εφαρμογή της συνθήκης.
Άρθρο 64
Επέλευση νέου αναγκαστικού κανόνα του διεθνούς δικαίου (jus cogens)
Εάν επέλθει αναγκαστικός κανόνας του γενικού διεθνούς δικαίου, κάθε υπάρχουσα συνθήκη συγκρουόμενη με τον κανόνα αυτόν καθίσταται άκυρη και τερματίζεται.
ΤΜΗΜΑ 4
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρο 65
Διαδικασία που εφαρμόζεται σε περίπτωση ακυρότητας συνθήκης, λήξεως, αποχωρήσεως μέρους ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης
1. Το μέρος που, βάσει των διατάξεων της παρούσας Συμβάσεως, επικαλείται είτε ελάττωμα της συναινέσεώς του να δεσμευθεί από τη συνθήκη είτε λόγο για να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της συνθήκης, να τερματίσει αυτήν, να αποχωρήσει από αυτήν ή να αναστείλει την εφαρμογή της, οφείλει να το γνωστοποιήσει στα άλλα μέρη. Η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να αναφέρει τα μέτρα που προτίθεται να πάρει ως προς τη συνθήκη και τους λόγους λήψεως αυτών.
2. Εάν, μετά από προθεσμία, η οποία εκτός από ιδιαίτερα επείγουσα περίπτωση δεν θα έπρεπε να είναι μικρότερη των τριών μηνών από τη λήψη της γνωστοποιήσεως, κανένα μέρος δεν προβάλει αντίρρηση, το μέρος που έκανε τη γνωστοποίηση μπορεί να πάρει τα προτιθέμενα μέτρα σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπεται στο άρθρο 67.
3. Εάν, εν τούτοις, προεβλήθη αντίρρηση από οποιοδήποτε άλλο μέρος, τα μέρη οφείλουν να αναζητήσουν επίλυση σύμφωνα με τα μέσα που υποδεικνύονται στο άρθρο 33 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
4. Η γνωστοποίηση ή η αντίρρηση που προέρχεται από διεθνή οργανισμό ρυθμίζεται από τους κανόνες του οργανισμού αυτού.
5. Τίποτε από τα περιλαμβανόμενα στις προηγούμενες παραγράφους δεν θίγει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από κάθε διάταξη σε ισχύ μεταξύ τους που αφορά την επίλυση των διαφορών.
6. Μη θιγομένου του Άρθρου 45, το γεγονός ότι Κράτος ή διεθνής οργανισμός δεν απηύθυνε προηγουμένως, την προβλεπόμενη στην παρ. 1 γνωστοποίηση δεν το εμποδίζει να προβεί στη γνωστοποίηση αυτή με μορφή απαντήσεως σε άλλο μέρος που απαιτεί την εκτέλεση της συνθήκης ή που ισχυρίζεται ότι αυτή παραβιάσθηκε.
Άρθρο 66
Διαδικασία δικαστικού διακανονισμού, διαιτησίας και συνδιαλλαγής
1. Εάν, εντός των δώδεκα μηνών που ακολούθησαν την ημερομηνία κατά την οποία προεβλήθη η αντίρρηση, δεν είναι δυνατή η επίτευξη λύσεως σύμφωνα με την παρ. 3 του Άρθρου 65, θα εφαρμόζονται οι επόμενες διαδικασίες σύμφωνα με τις παρακάτω παραγράφους.
2. Προκειμένου για διαφορά που αφορά την εφαρμογή ή την ερμηνεία των άρθρων 53 ή 64:
α) κάθε κράτος μέρος στη διαφορά, στην οποία ένα ή περισσότερα άλλα Κράτη είναι μέρη, μπορεί, κατόπιν αιτήσεως, να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο για να αποφανθεί επί της διαφοράς.
β) κάθε Κράτος μέρος στη διαφορά, στην οποία ένας ή περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί είναι μέρη, μπορεί εν ανάγκη μέσω ενός Κράτους μέλους του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών να απευθύνει αίτηση στη Γενική Συνέλευση ή στο Συμβούλιο Ασφαλείας ή, ενδεχομένως, στο αρμόδιο όργανο διεθνούς οργανισμού που είναι μέρος στη διαφορά και εξουσιοδοτημένο, σύμφωνα με το άρθρο 96 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, να ζητήσει γνωμοδότηση από το Διεθνές Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 65 του Καταστατικού του Δικαστηρίου
γ) εάν ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ή διεθνής οργανισμός εξουσιοδοτημένος σύμφωνα με το άρθρο 96 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών είναι μέρη στη διαφορά, μπορούν να ζητήσουν γνωμοδότηση από το Διεθνές Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 65 του Καταστατικού του Δικαστηρίου.
δ) κάθε διεθνής οργανισμός, εκτός των οργανισμών των αναφερόμενων στο εδάφιο (γ), που είναι μέρος στη διαφορά, μπορεί, με τη μεσολάβηση Κράτους μέρους του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, να ακολουθήσει τη διαδικασία που υποδεικνύεται στο εδάφιο (β)
ε) η γνωμοδότηση του Δικαστηρίου, δυνάμει των εδαφίων (β), (γ) ή (δ), θα γίνει αποδεκτή ως οριστική από όλα τα μέρη στη διαφορά
στ) εάν δεν ήσκησε το δικαίωμα να ζητήσει γνωμοδότηση βάσει των εδαφ. (β), (γ) ή (δ), κάθε μέρος στη διαφορά μπορεί, με γραπτή γνωστοποίηση στο άλλο μέρος ή στα άλλα μέρη, να υποβάλλει τη διαφορά σε διαιτησία σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος της παρούσας Συμβάσεως.
3. Οι διατάξεις της παρ. 2 εφαρμόζονται, εκτός εάν όλα τα μέρη σε μία διαφορά που εμπίπτει στην εν λόγω παράγραφο αποφασίσουν με κοινή συμφωνία να την υποβάλουν σε διαδικασία διαιτησίας, ειδικά στη διαδικασία που καθορίζεται από το Παράρτημα της παρούσας Συμβάσεως.
4. Σε περίπτωση διαφοράς σχετικής με την εφαρμογή ή την ερμηνεία ενός οποιουδήποτε Άρθρου του Τμήματος V της παρούσας Συμβάσεως, εκτός από τα άρθρα 53 και 64, κάθε μέρος στη διαφορά μπορεί να θέσει σε ενέργεια τη διαδικασία συνδιαλλαγής, που προβλέπεται στο Παράρτημα της Συμβάσεως, απευθύνοντας σχετική αίτηση προς το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 67
`Έγγραφα που έχουν σκοπό την κήρυξη της συνθήκης ως άκυρης, τη λήξη της, την αποχώρηση από αυτήν ή την αναστολή εφαρμογής της συνθήκης
1. Η προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 65 γνωστοποίηση πρέπει να διατυπώνεται εγγράφως
2. Οποιαδήποτε πράξη με την οποία κηρύσσεται η ακυρότητα συνθήκης, η λήξη αυτής, η αποχώρηση από αυτήν ή η αναστολή εφαρμογής της, με βάση τις διατάξεις της ή τις παραγράφους 2 και 3 του Άρθρου 65, πρέπει να περιέχεται σε έγγραφο το οποίο κοινοποιείται στα άλλα μέρη. Εάν το έγγραφο που προέρχεται από Κράτος δεν έχει υπογραφεί από τον Αρχηγό του Κράτους, τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως ή τον Υπουργό των Εξωτερικών, ο αντιπρόσωπος του Κράτους που το κοινοποιεί μπορεί να κληθεί να παρουσιάσει το πληρεξούσιο έγγραφό του. Εάν το έγγραφο προέρχεται από διεθνή οργανισμό, ο αντιπρόσωπος του οργανισμού που το κοινοποιεί μπορεί να κληθεί να παρουσιάσει το πληρεξούσιο έγγραφό του.
Άρθρο 68
Ανάκληση γνωστοποιήσεων και εγγράφων που προβλέπονται στα άρθρα 65 και 67
Γνωστοποίηση ή έγγραφο που προβλέπονται στα άρθρα 65 και 67 μπορούν να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή πριν αρχίσουν να ισχύουν.
ΤΜΗΜΑ 5
ΣΥΝΕΠΕΙΕΙΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ, ΛΗΞΕΩΣ ` Η ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ
Άρθρο 69
Συνέπειες ακυρότητας συνθήκης
1. Είναι ανίσχυρη συνθήκη, της οποίας η ακυρότητα διαπιστώνεται δυνάμει της παρούσας Συμβάσεως. Οι διατάξεις άκυρης συνθήκης δεν έχουν νομική ισχύ.
2. Εάν κατ` εφαρμογή τέτοιας συνθήκης έχουν εν τούτοις λάβει χώρα πράξεις
α) κάθε μέρος μπορεί να ζητήσει από οποιοδήποτε άλλο μέρος να δημιουργήσει, όσο είναι δυνατό, στις αμοιβαίες σχέσεις τους, την κατάσταση που θα υπήρχε εάν δεν είχαν γίνει οι παραπάνω πράξεις,
β) οι πράξεις που τελέσθηκαν καλή τη πίστει πριν την επίκληση της ακυρότητας, δεν καθίστανται παράνομες από μόνο το γεγονός της ακυρότητας της συνθήκης.
3. Στις περιπτώσεις των άρθρων 49, 5Ο, 51 ή 52, η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται ως προς το μέρος στο οποίο καταλογίζεται η απάτη, η πράξη δωροδοκίας ή ο εξαναγκασμός.
4. Στην περίπτωση της ακυρότητας της συναινέσεως ορισμένου Κράτους ή διεθνούς οργανισμού να δεσμευθεί από πολυμερή συνθήκη, οι προηγούμενοι κανόνες εφαρμόζονται στις σχέσεις του εν λόγω Κράτους ή οργανισμού και των μερών στη συνθήκη.
Άρθρο 70
Συνέπειες λήξεως της συνθήκης
1. Πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης ή διαφορετικής συμφωνίας των μερών, το γεγονός ότι η συνθήκη έληξε δυνάμει των διατάξεών της ή σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση:
α) απαλλάσσει τα μέρη από την υποχρέωση εξακολουθήσεως εκτελέσεως της συνθήκης
β) δεν θίγει οποιοδήποτε δικαίωμα, υποχρέωση ή νομική κατάσταση των μερών που δημιουργήθηκαν από την εφαρμογή της συνθήκης, πριν τη λήξη της.
2. Εάν Κράτος ή διεθνής οργανισμός καταγγείλει πολυμερή συνθήκη ή αποχωρήσει απ` αυτήν, η παρ. 1 εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ του Κράτους ή του οργανισμού αυτού με καθένα από τα άλλα μέρη στη συνθήκη από την ημερομηνία που η καταγγελία ή η αποχώρηση επιφέρει αποτελέσματα.
Άρθρο 71
Συνέπειες ακυρότητας συνθήκης που συγκρούεται με αναγκαστικό κανόνα του γενικού διεθνούς δικαίου
1. Σε περίπτωση συνθήκης άκυρης σύμφωνα με το άρθρο 53, τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται:
α) να εξαλείψουν, όσο είναι δυνατόν, τις συνέπειες κάθε πράξεως η οποία έγινε βάσει διατάξεως που συγκρούεται με αναγκαστικό κανόνα του γενικού διεθνούς δικαίου και
β) να καταστήσουν τις αμοιβαίες τους σχέσεις σύμφωνες με τον αναγκαστικό κανόνα του γενικού διεθνούς δικαίου.
2. Σε περίπτωση συνθήκης που καθίσταται άκυρη και λήγει δυνάμει του άρθρου 64, η λήξη της συνθήκης
α) απαλλάσσει τα μέρη από την υποχρέωση εξακολουθήσεως εκτελέσεως της συνθήκης,
β) δεν θίγει οποιοδήποτε δικαίωμα, υποχρέωση ή νομική κατάσταση των μερών, που δημιουργήθηκε κατά την εκτέλεση της συνθήκης, πριν τη λήξη της. Εν τούτοις, τα παραπάνω δικαιώματα, υποχρεώσεις ή καταστάσεις δεν μπορούν μετά να διατηρηθούν παρά μόνο στο μέτρο που η διατήρησή τους δεν έρχεται σε σύγκρουση με το νέο αναγκαστικό κανόνα του γενικού διεθνούς δικαίου.
Άρθρο 72
Συνέπειες αναστολής εφαρμογής συνθήκης
1. Πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης ή διαφορετικής συμφωνίας των μερών, η αναστολή της εφαρμογής συνθήκης βάσει των διατάξεών της ή σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση:
α) απαλλάσσει τα μέρη μεταξύ των οποίων ανεστάλη η εφαρμογή της συνθήκης από την υποχρέωση να εκτελέσουν τη συνθήκη στις αμοιβαίες τους σχέσεις κατά τον χρόνο της αναστολής
β) δεν επηρεάζει κατ’ άλλο τρόπο τις νομικές σχέσεις μεταξύ των μερών που δημιουργήθηκαν από τη συνθήκη.
2. Κατά το χρόνο της αναστολής τα μέρη οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια, η οποία τείνει να παρεμποδίσει την εκ νέου εφαρμογή της συνθήκης.
ΜΕΡΟΣ VΙ
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 73
Σχέση με τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών `
Όσον αφορά τα Κράτη μέρη στις Συμβάσεις της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969, οι σχέσεις τους στο πλαίσιο συνθήκης μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών και ενός ή περισσότερων οργανισμών ρυθμίζονται από τη Σύμβαση αυτή.
Άρθρο 74
Θέματα μη θιγόμενα από την παρούσα Σύμβαση
1. Οι διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως δεν θίγουν κανένα θέμα που θα μπορούσε να προκύψει σε σχέση με συνθήκη μεταξύ ενός ή περισσότερων Κρατών και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών από τη διαδοχή Κρατών ή από τη διεθνή ευθύνη Κράτους ή από την έναρξη εχθροπραξιών μεταξύ Κρατών.
2. Οι διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως δεν θίγουν κανένα θέμα που θα μπορούσε να προκύψει σε σχέση με συνθήκη από τη διεθνή ευθύνη ενός διεθνούς οργανισμού, από τη λήξη υπάρξεώς του ή από τη λήξη συμμετοχής ενός Κράτους ως μέλους στον οργανισμό.
3. Οι διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως δεν θίγουν κανένα θέμα που θα μπορούσε να προκύψει σε σχέση με την καθιέρωση υποχρεώσεων και δικαιωμάτων για Κράτη μέλη διεθνούς οργανισμού όσον αφορά τη συνθήκη στην οποία ο οργανισμός αυτός είναι μέρος.
Άρθρο 75
Διπλωματικές ή προξενικές σχέσεις και συνομολόγηση των συνθηκών
Η διακοπή ή η ανυπαρξία διπλωματικών ή προξενικών σχέσεων μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών δεν εμποδίζει τη συνομολόγηση συνθηκών μεταξύ δύο ή περισσότερων από τα Κράτη αυτά και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών. Η συνομολόγηση τέτοιας συνθήκης αυτή καθ` εαυτή δεν επηρεάζει τις διπλωματικές ή προξενικές σχέσεις.
Άρθρο 76
Περίπτωση επιτιθέμενου Κράτους
Οι διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως δεν θίγουν συμβατικές υποχρεώσεις που πιθανόν προκύπτουν από συνθήκη μεταξύ ενός ή περισσότερων Κρατών και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών για ένα επιτιθέμενο Κράτος ένεκα μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την επιθετική ενέργεια του Κράτους αυτού.
ΜΕΡΟΣ VΙΙ
ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ, ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ,
ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΣΗ
Άρθρο 77
Θεματοφύλακες συνθηκών
1. Ο καθορισμός θεματοφύλακα συνθήκης μπορεί να γίνεται από τα Κράτη και τους οργανισμούς ή, ανάλογα με την περίπτωση, από τους οργανισμούς που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις, είτε σ` αυτήν καθ` εαυτήν τη συνθήκη είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Ο θεματοφύλακας μπορεί να είναι ένα ή πολλά Κράτη, ένας διεθνής οργανισμός ή ο κύριος διοικητικός λειτουργός τέτοιου οργανισμού.
2. Τα καθήκοντα του θεματοφύλακα συνθήκης έχουν διεθνή χαρακτήρα και ο θεματοφύλακας υποχρεούται να εκτελεί τα καθήκοντά του αμερόληπτα. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η συνθήκη δεν ετέθη σε ισχύ ως προς ορισμένα μέρη ή ότι εκδηλώθηκε διαφορά μεταξύ Κράτους ή διεθνούς οργανισμού και θεματοφύλακα ως προς την άσκηση από το δεύτερο των καθηκόντων του δεν θίγει την παραπάνω υποχρέωση.
Άρθρο 78
Καθήκοντα θεματοφύλακα
1. Πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης ή διαφορετικής συμφωνίας των συμβαλλόμενων Κρατών και οργανισμών ή, ανάλογα με την περίπτωση, των συμβαλλόμενων οργανισμών, τα καθήκοντα του θεματοφύλακα είναι κυρίως τα εξής:
α) η φύλαξη του πρωτοτύπου της συνθήκης και των πληρεξουσίων εγγράφων που επιδόθηκαν στο θεματοφύλακα
β) η έκδοση κυρωμένων αντιγράφων του πρωτοτύπου της συνθήκης και οποιωνδήποτε άλλων κειμένων συνθήκης σε άλλες γλώσσες, που πιθανόν να προβλέπονται απ’ τη συνθήκη και η διαβίβαση αυτών στα μέρη στη συνθήκη και στα Κράτη και στους διεθνείς οργανισμούς, που έχουν την ικανότητα να είναι μέρη
γ) η συγκέντρωση όλων των υπογραφών της συνθήκης και η λήψη και η φύλαξη όλων των εγγράφων, γνωστοποιήσεων και κοινοποιήσεων σε σχέση με τη συνθήκη
δ) η εξέταση κατά πόσο η υπογραφή, το έγγραφο, η γνωστοποίηση ή η κοινοποίηση που έχουν σχέση με τη συνθήκη διενεργούνται δεόντως και ενδεχομένως η θέση του ζητήματος υπόψη του ενδιαφερομένου Κράτους ή διεθνούς οργανισμού
ε) η πληροφόρηση των μερών στη συνθήκη όπως και των Κρατών και διεθνών οργανισμών που έχουν την ικανότητα να γίνουν μέρη στη συνθήκη για τις πράξεις, γνωστοποιήσεις και κοινοποιήσεις τις σχετικές με τη συνθήκη
στ) η πληροφόρηση των Κρατών και διεθνών οργανισμών που έχουν την ικανότητα να γίνουν μέρη στη συνθήκη για την ημερομηνία παραλαβής του αριθμού των υπογραφών ή των εγγράφων επικυρώσεως, των εγγράφων σχετικών με πράξη επίσημης βεβαιώσεως ή των εγγράφων αποδοχής εγκρίσεως ή προσχωρήσεως, ο οποίος απαιτείται για τη θέση σε ισχύ της συνθήκης
ζ) η πρωτοκόλληση της συνθήκης στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών
η) η εκτέλεση των καθηκόντων που προσδιορίζεται σε άλλες διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως. 2. Σε περίπτωση προκύπτουσας διαφοράς μεταξύ κράτους ή διεθνούς οργανισμού και του θεματοφύλακα σχετικής με την από τον τελευταίο εκτέλεση των καθηκόντων του, ο θεματοφύλακας οφείλει να θέσει το ζήτημα υπόψη:
α) των Κρατών και οργανισμών που υπέγραψαν τη συνθήκη και των συμβαλλόμενων Κρατών και οργανισμών ή
β) ενδεχομένως του αρμοδίου οργάνου του ενδιαφερόμενου διεθνούς οργανισμού.
Άρθρο 79
Γνωστοποιήσεις και κοινοποιήσεις
Πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης ή της παρούσας Συμβάσεως, γνωστοποίηση ή κοινοποίηση που πρόκειται να γίνει από Κράτος ή διεθνή οργανισμό δυνάμει των διατάξεων της παρούσας Συμβάσεως:
α) εάν δεν υπάρχει θεματοφύλακας, διαβιβάζεται απ’ ευθείας στα Κράτη και τους οργανισμούς προς τα οποία απευθύνεται ή στο θεματοφύλακα, εάν υπάρχει
β) δεν θεωρείται γενομένη απ’ το εν λόγω Κράτος ή οργανισμό παρά μόνο από τη στιγμή κατά την οποία παραλήφθηκε από το Κράτος ή τον οργανισμό στον οποίο διαβιβάσθηκε ή, ενδεχομένως, από τη στιγμή κατά την οποία παραλήφθηκε από το θεματοφύλακα
γ) εάν διαβιβάζεται σε θεματοφύλακα, δεν θεωρείται ότι έχει παραληφθεί υπό το Κράτος ή τον οργανισμό προς τον οποίο απευθύνεται παρά μόνο από τη στιγμή κατά την οποία το Κράτος ή ο οργανισμός αυτός έχει ειδοποιηθεί από το θεματοφύλακα σύμφωνα με την παράγραφο 1 (ε) του άρθρου 78.
Άρθρο 80
Διόρθωση λαθών στα κείμενα ή στα κυρωμένα αντίγραφα συνθηκών
1. Εάν μετά την πιστοποίηση της αυθεντικότητας του κειμένου συνθήκης τα Κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί που υπογράφουν και τα συμβαλλόμενα Κράτη και συμβαλλόμενοι οργανισμοί διαπιστώνουν με κοινή συμφωνία ότι το κείμενο αυτό περιέχει κάποιο λάθος, το λάθος αυτό διορθώνεται με έναν από τους πιο κάτω τρόπους, εκτός εάν τα εν λόγω κράτη και οι οργανισμοί αποφασίζουν άλλο τρόπο διορθώσεως:
α) διόρθωση του κειμένου ώστε να έχει την κατάλληλη έννοια και μονογραφή της διορθώσεως από τους δεόντως εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους
β) κατάρτιση εγγράφου ή ανταλλαγή εγγράφων, μέσα στα οποία καταχωρίζεται η διόρθωση, η οποία συμφωνήθηκε να γίνει στο κείμενο
γ) κατάρτιση διορθωμένου κειμένου του συνόλου της συνθήκης, σύμφωνα με τη διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε για το αρχικό κείμενο.
2. Όταν πρόκειται για συνθήκη για την οποία υπάρχει θεματοφύλακας, αυτός γνωστοποιεί στα Κράτη και στους διεθνείς οργανισμούς που υπέγραψαν τη συνθήκη και στα συμβαλλόμενα Κράτη και διεθνείς οργανισμούς το λάθος και την πρόταση διορθώσεώς του και ορίζει κατάλληλη προθεσμία μέσα στην οποία μπορεί να διατυπωθεί αντίρρηση ως προς την προτεινόμενη διόρθωση. Εάν, κατά την εκπνοή της προθεσμίας:
α) δεν έχει διατυπωθεί καμία αντίρρηση, ο θεματοφύλακας πραγματοποιεί και μονογραφεί τη διόρθωση στο κείμενο, συντάσσει πρακτικό διορθώσεως του κειμένου και κοινοποιεί αντίγραφό του στα μέρη στη συνθήκη και στα Κράτη που έχουν την ικανότητα να γίνουν μέρη
β) έχει διατυπωθεί αντίρρηση, ο θεματοφύλακας γνωστοποιεί την αντίρρηση στα Κράτη και στους οργανισμούς που υπέγραψαν τη συνθήκη και στα συμβαλλόμενα Κράτη και οργανισμούς.
3. Οι κανόνες που περιέχονται στις παραγράφους 1 και 2 εφαρμόζονται επίσης εφ` όσον το κείμενο χαρακτηρίσθηκε ως αυθεντικό σε δύο ή περισσότερες γλώσσες και διαφαίνεται έλλειψη συμφωνίας την οποία πρέπει να διορθώσουν τα Κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί, που υπέγραψαν τη συνθήκη και τα συμβαλλόμενα Κράτη και οργανισμοί.
4. Το διορθωμένο κείμενο αντικαθιστά ΑΒ ΙΝΙΤΙΟ το λανθασμένο κείμενο, εκτός εάν τα Κράτη και οι οργανισμοί που υπέγραψαν τη συνθήκη και τα συμβαλλόμενα Κράτη και οργανισμοί αποφασίσουν διαφορετικά.
5. Η διόρθωση του κειμένου συνθήκης, που έχει ήδη πρωτοκολληθεί, γνωστοποιείται στη Γραμματεία του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών.
6. ` Όταν ένα λάθος εξακριβωθεί σε κυρωμένο αντίγραφο συνθήκης, ο θεματοφύλακας συντάσσει πρακτικό διορθώσεως και αποστέλλει αντίγραφο στα Κράτη και τους οργανισμούς που υπέγραψαν τη συνθήκη και στα συμβαλλόμενα Κράτη και οργανισμούς.
Άρθρο 81
Πρωτοκόλληση και δημοσίευση των συνθηκών
1. Οι συνθήκες, αφού τεθούν σε ισχύ, διαβιβάζονται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για πρωτοκόλληση ή αρχειοθέτηση και εγγραφή στο ευρετήριο, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και για δημοσίευση.
2. Ο καθορισμός του θεματοφύλακα συνιστά και εξουσιοδότηση του να διενεργεί τις αναφερόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις.
ΜΕΡΟΣ VΙΙΙ
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 82
Υπογραφή
Η παρούσα Σύμβαση θα είναι ανοικτή προς υπογραφή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1986 στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Αυστρίας, και στη συνέχεια, μέχρι την 30ή Ιουνίου 1987, στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη από:
α) όλα τα Κράτη
β) τη Ναμίμπια, αντιπροσωπευόμενη από το Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών για τη Ναμίμπια γ) τους διεθνείς Οργανισμούς που έχουν Κληθεί να συμμετάσχουν στη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο των Συνθηκών μεταξύ Κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών.
Άρθρο 83
Επικύρωση ή πράξη επίσημης βεβαιώσεως
Η παρούσα Σύμβαση υπόκειται σε επικύρωση από Κράτη και από τη Ναμίμπια, αντιπροσωπευόμενη από το Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών για τη Ναμίμπια, και σε πράξεις επίσημης βεβαιώσεως από διεθνείς οργανισμούς. Τα έγγραφα επικυρώσεως και εκείνα που σχετίζονται με πράξεις επίσημης βεβαιώσεως κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 84
Προσχώρηση
1. Η παρούσα Σύμβαση θα παραμείνει ανοικτή για προσχώρηση από κάθε Κράτος, από τη Ναμίμπια, αντιπροσωπευόμενη από το Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών για τη Ναμίμπια, και από κάθε διεθνή οργανισμό, ο οποίος έχει την ικανότητα για συνομολόγηση συνθηκών.
2. Το έγγραφο προσχωρήσεως διεθνούς οργανισμού περιλαμβάνει δήλωση ότι έχει την ικανότητα να συνομολογεί συνθήκες.
3. Τα έγγραφα προσχωρήσεως κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 85
Θέση σε ισχύ
1. Η παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την 3οή ημέρα από την ημερομηνία καταθέσεως του 35ου εγγράφου επικυρώσεως ή προσχωρήσεως από τα Κράτη ή από τη Ναμίμπια, αντιπροσωπευόμενη από το Σύμβουλο των Ηνωμένων Εθνών για τη Ναμπίμπια.
2. Για κάθε Κράτος ή για τη Ναμίμπια, αντιπροσωπευόμενη από το Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών για τη Ναμίμπια, που θα επικυρώσει ή θα προσχωρήσει στη Σύμβαση μετά την πλήρωση του καθορισμένου όρου στην παράγραφο 1, η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την 30ή ημέρα μετά την κατάθεση από το Κράτος αυτό ή από τη Ναμίμπια του εγγράφου επικυρώσεως ή προσχωρήσεως.
3. Για κάθε διεθνή οργανισμό, που καταθέτει έγγραφο σχετικό με πράξη επίσημης βεβαιώσεως ή έγγραφο προσχωρήσεως, η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ στη μεταγενέστερη από τις δύο παρακάτω ημερομηνίες: την 30ή ημέρα μετά την εν λόγω κατάθεση ή την ημερομηνία κατά την οποία η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 86
Αυθεντικά κείμενα
Το πρωτότυπο της παρούσας Συμβάσεως, του οποίου το αραβικό, κινέζικο, αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό και ισπανικό κείμενο είναι εξ ίσου αυθεντικά, κατατίθεται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
Σε περίπτωση των παραπάνω, οι υπογράφοντες πληρεξούσιοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι από τις οικείες Κυβερνήσεως τους, και οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι του Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών για τη Ναμίμπια και των διεθνών οργανισμών υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.
`Έγινε στην Βιέννη στις είκοσι μία Μαρτίου 1986.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗΣ
ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΕΣ
ΚΑΤ` ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΆΡΘΡΟΥ 66
Ι. ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
` Η ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗΣ
1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών συντάσσει και τηρεί κατάλογο δικαστών που έχουν υποδειχθεί, μεταξύ των οποίων τα μέρη σε μια διαφορά μπορούν να διαλέξουν τα πρόσωπα τα οποία θα συνθέσουν ένα διαιτητικό δικαστήριο ή ανάλογα με την περίπτωση, μια επιτροπή συνδιαλλαγής. Για το σκοπό αυτόν, κάθε Κράτος που είναι μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και κάθε μέρος στην παρούσα Σύμβαση καλούνται να ορίσουν δύο πρόσωπα και τα ονόματα των προσώπων που ορίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο θα συνθέσουν τη λίστα, της οποίας αντίγραφο θα απευθυνθεί στον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου. Ο καθορισμός των προσώπων που αναγράφονται στη λίστα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ορίσθηκαν να πληρώσουν μια ενδεχομένως κενή θέση, γίνεται για περίοδο πέντε ετών η οποία μπορεί να ανανεωθεί. Κατά τη λήξη της περιόδου, για την οποία διορίσθηκαν τα προαναφερθέντα πρόσωπα, θα συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά για τα οποία επιλέχθηκαν σύμφωνα με τις ακόλουθες παραγράφους.
2 Σε περίπτωση που γίνει γνωστοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 2 εδάφιο στ του άρθρου 66 ή μία συμφωνία επιτευχθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 για τη διαδικασία που καθορίζεται στο παρόν Παράρτημα, η διαφορά υποβάλλεται σε διαιτητικό δικαστήριο. Σε περίπτωση που αίτηση υποβάλλεται στο Γενικό Γραμματέα σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Άρθρου 66, ο Γενικός Γραμματέας υποβάλλει τη διαφορά ενώπιον επιτροπής συνδιαλλαγής. Το Διαιτητικό Δικαστήριο και η επιτροπή συνδιαλλαγής συντίθενται ως εξής:
Τα Κράτη, οι διεθνείς οργανισμοί ή, ανάλογα με την περίπτωση, τα Κράτη και οι οργανισμοί που συνιστούν ένα από τα μέρη στη διαφορά ορίζουν με κοινή συμφωνία:
α) ένα διαιτητή ή, ανάλογα με την περίπτωση, ένα συνδιαλλακτή εκλεγμένο ή όχι απ’ τον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 1
β) ένα διαιτητή ή, ανάλογα με την περίπτωση, ένα συνδιαλλακτή εκλεγμένο από τα πρόσωπα που αναγράφονται στη λίστα, ο οποίος να μην έχει την εθνικότητα κανενός από τα Κράτη και να μην έχει καθορισθεί από έναν από τους οργανισμούς που αποτελούν μέρος στη διαφορά, δεδομένου ότι μία διαφορά μεταξύ δύο διεθνών οργανισμών δεν μπορεί να εξετασθεί από τους υπηκόους ενός μόνο και του ιδίου Κράτους.
Τα Κράτη, οι διεθνείς οργανισμοί, ή, ανάλογα με την περίπτωση, τα Κράτη και οι οργανισμοί που αποτελούν το άλλο μέρος στη διαφορά διορίζουν με τον ίδιο τρόπο δύο διαιτητές ή, ανάλογα με την περίπτωση, δύο συνδιαλλακτές. Τα τέσσερα πρόσωπα που εκλέχθηκαν από τα μέρη οφείλουν να διορισθούν μέσα σε διάστημα εξήντα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το άλλο μέρος στη διαφορά έλαβε τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 εδάφιο στ του άρθρου 66 ή από την ημερομηνία κατά την οποία μεσολάβησε ρύθμιση συμφωνίας για τη διαδικασία στο παρόν Παράρτημα βάσει της παραγράφου 3 ή κατά την οποία ο Γενικός Γραμματέας λάβει την αίτηση συνδιαλλαγής.
Τα τέσσερα κατ` αυτόν τον τρόπο εκλεγμένα πρόσωπα θα ορίσουν, μέσα σε εξήντα ημέρες που ακολουθούν την ημερομηνία του τελευταίου διορισμού τους, από τη λίστα έναν πέμπτο διαιτητή ή, ανάλογα με την περίπτωση, ένα συνδιαλλακτή, ο οποίος θα εκτελεί χρέη Προέδρου.
Εάν ο διορισμός το Προέδρου ή οποιουδήποτε από τους υπόλοιπους διαιτητές ή, ανάλογα με την περίπτωση, συνδιαλλακτές δεν έγινε μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία που αναφέρεται πιο πάνω για τέτοιο διορισμό, θα γίνει από το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών μέσα στις εξήντα ημέρες που ακολουθούν την εκπνοή της προθεσμίας αυτής. Ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να διορίσει ως Πρόεδρο είτε ένα από τα πρόσωπα που αναγράφονται στη λίστα είτε ένα από τα μέλη της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου. Όλες οι προθεσμίες, μέσα στις οποίες μπορεί να γίνουν διορισμοί, μπορούν να παραταθούν κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των μερών στη διαφορά. Εάν ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών είναι μέρος ή περιλαμβάνεται σε ένα από τα μέρη στη διαφορά, ο Γενικός Γραμματέας διαβιβάζει την αναφερόμενη πιο πάνω αίτηση στον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου, που ασκεί τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο Γενικό Γραμματέα δια του παρόντος εδαφίου.
Κάθε κενή θέση θα πληρώνεται με τον τρόπο που περιγράφεται για τον αρχικό διορισμό.
Ο διορισμός των διαιτητών ή των συνδιαλλακτών από έναν διεθνή οργανισμό, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, ρυθμίζεται από τους σχετικούς κανόνες του οργανισμού αυτού.
ΙΙ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
3. Πλην διαφορετικής συμφωνίας των μερών στη διαφορά, το Διαιτητικό Δικαστήριο αποφασίζει το ίδιο τη δική του διαδικασία, εγγυώμενο σε καθένα από τα μέρη στη διαφορά την πλήρη δυνατότητα να εισακούεται και να προβαίνει στην υπεράσπισή του.
4. Το Διαιτητικό Δικαστήριο, με προγενέστερη συγκατάθεση των μερών στη διαφορά, μπορεί να προσκαλέσει κάθε ενδιαφερόμενο Κράτος ή διεθνή οργανισμό να υποβάλει σ` αυτό τις απόψεις του προφορικά ή γραπτά.
5. Αποφάσεις του Διαιτητικού Δικαστηρίου θα υιοθετούνται με πλειοψηφία των μελών. Σε περίπτωση ισότητας των ψήφων, η ψήφος του Προέδρου επικρατεί.
6. ` Όταν ένα από τα μέρη στη διαφορά δεν εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου ή απέχει της υπερασπίσεώς του, το άλλο μέρος μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να συνεχίσει τη διαδικασία και να εκδώσει την απόφασή του. Πριν εκδώσει την απόφαση του, το Δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει όχι μόνο ότι είναι αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς, αλλά ότι η αίτηση είναι ουσία και νόμω βάσιμη.
7. Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στο θέμα της διαφοράς και πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Κάθε μέλος του Δικαστηρίου μπορεί να εκφράσει γνώμη προσωπική ή γνώμη αντίθετη με την απόφαση.
8. Η απόφαση είναι οριστική και δεν υπόκειται σε έφεση. Όλα τα μέρη στη διαφορά οφείλουν να συμμορφωθούν με την απόφαση.
9. Ο Γενικός Γραμματέας παρέχει στο Δικαστήριο τη βοήθεια και τις διευκολύνσεις τις οποίες έχει ανάγκη. Τα έξοδα του Δικαστηρίου βαρύνουν τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών.
ΙΙΙ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗΣ
10. Η Επιτροπή συμβιβασμού θεσπίζει μόνη της τη διαδικασία που θα ακολουθήσει. Η Επιτροπή, με τη συγκατάθεση των μερών στη διαφορά, μπορεί να καλέσει κάθε μέρος στη συνθήκη να της υποβάλει τις απόψεις του προφορικά ή γραπτά. Οι αποφάσεις και οι συστάσεις της Επιτροπής υιοθετούνται με πλειοψηφία των ψήφων των πέντε μελών της.
11. Η Επιτροπή μπορεί να επισημάνει στα μέρη στη διαφορά κάθε μέτρο το οποίο μπορεί να διευκολύνει ένα φιλικό διακανονισμό.
12. Η Επιτροπή ακούει τα μέρη, εξετάζει τους ισχυρισμούς και τις αντιρρήσεις και κάνει προτάσεις στα μέρη με σκοπό να τα βοηθήσει να επιτύχουν ένα φιλικό διακανονισμό της διαφοράς.
13. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση μέσα στους δώδεκα μήνες που ακολουθούν τη σύστασή της. Η έκθεσή της κατατίθεται στο Γενικό Γραμματέα και κοινοποιείται στα μέρη στη διαφορά. Η έκθεση της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων όλων των συμπερασμάτων που αναφέρονται στα γεγονότα ή στα νομικά ζητήματα, δεν δεσμεύει τα μέρη και δεν έχει παρά το χαρακτήρα συστάσεων που υπόκεινται στην εξέταση των μερών με σκοπό να διευκολύνουν ένα φιλικό διακανονισμό της διαφοράς.
14. Ο Γενικός Γραμματέας παρέχει στην Επιτροπή τη βοήθεια και τις διευκολύνσεις τις οποίες μπορεί να έχει ανάγκη. Οι δαπάνες της Επιτροπής βαρύνουν τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της δε Σύμβασης που κυρώνεται μετά την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 85 αυτής.