ΝΟΜΟΣ ΥΠ` ΑΡΙΘ. 2041 ΦΕΚ Α 71/4.5.1992
Τροποποίηση του Ν. 813/1978 “Περί εμπορικών και άλλων τινών κατηγοριών μισθώσεων” και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο 1
Το άρθρο 5 του ν. 813/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
” Αρθρο 5
Καθορισμός και αναπροσαρμογή του μισθώματος
1.Το μίσθωμα κατά την σύναψη της συμβάσεως καθορίζεται ελεύθερα από τους συμβαλλομένους και αναπροσαρμόζεται κατά τα χρονικά διαστήματα και το ύψος που ορίζονται στη σύμβαση.
2. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία αναπροσαρμογής του μισθώματος ή αυτή έχει εξαρτηθεί από άκυρη ρήτρα, η αναπροσαρμογή γίνεται μετά διετία από την έναρξη της συμβάσεως και καθορίζεται σε ποσοστό όχι κατώτερο του 6% της αντικειμενικής αξίας του μισθίου και για τους ακάλυπτους χώρους του 4% ετησίως και στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα αυτό, της αγοραίας αξίας του, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, που επιβάλλουν διαφορετική ρύθμιση και οι οποίοι πρέπει να μνημονεύονται στη σύμβαση. Ως ακάλυπτοι χώροι νοούνται και τα υπαίθρια θέατρα και οι υπαίθριοι κινηματογράφοι, οι υπαίθριοι χώροι σταθμεύσεως αυτοκινήτων, τα πρατήρια πωλήσεως καυσίμων και γενικά οι χώροι οι οποίοι καλύπτονται κατά ποσοστό μέχρι 30% της συνολικής τους εκτάσεως από κτίσματα.
3. Περαιτέρω αναπροσαρμογή του οριζόμενου κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου μισθώματος γίνεται κάθε έτος και ανέρχεται σε ποσοστό 75% του τιμαρίθμου του κόστους ζωής, όπως αυτό έχει καθορισθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος για τους αμέσως προηγούμενους 12 μήνες.
4. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του άρθρου 388 Α.Κ..
5. Το εκάστοτε αναπροσαρμοζόμενο μίσθωμα καθίσταται απαιτητό από την κοινοποίηση της έγγραφης όχλησης του εκμισθωτή”.
Άρθρο 2
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του ν. 813/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Η ολική ή μερική παραχώρηση του μισθίου σε τρίτο δεν επιτρέπεται εκτός από αντίθετη συμφωνία των μερών. Επιτρέπεται πάντως μετά τριετία από τη σύναψη της μισθώσεως η παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου σε εταιρεία προσωπική ή περιορισμένης ευθύνης, που θα συσταθεί με ελάχιστη συμμετοχή και του μισθωτή κατά ποσοστό 35%. Εναντι του εκμισθωτή ευθύνονται εις ολόκληρον ο μισθωτής και η εταιρεία στην οποία παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου. Μεταβολή των προσώπων των εταίρων με σύμβαση εκτός του προσώπου του μισθωτή επιτρέπεται για μια φορά. Δεύτερη μεταβολή επιφέρει λύση της μισθώσεως εκτός αν υπάρχει έγγραφη συναίνεση του εκμισθωτή. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να γνωστοποιείται εγγράφως στον εκμισθωτή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών τόσο η σύναψη των συμβάσεων όσο και τα στοιχεία εκείνων προς τους οποίους έγινε η παραχώρηση. Στις περιπτώσεις αυτές το καταβαλλόμενο μίσθωμα αυξάνεται κατά 20%”.
2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 6 του ν.813/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
” 5. Επιτρέπεται η πρόσληψη συνεταίρου και η συστέγαση φαρμακείων -και φαρμακαποθηκών- ως και η παραχώρηση του μισθίου στις εταιρείες που προβλέπονται από τα άρθρα 6 και 8 του ν.328/1976 και των άρθρων 7 και 8 του ν.1963/1991, χωρίς μεταβολή στη μισθωτική σχέση. Αντίγραφο του καταστατικού της εταιρείας που συνιστάται επιδίδεται στον εκμισθωτή μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη δημοσίευση.
Σε περίπτωση αποχώρησης οποιουδήποτε από τους συνεταίρους ή αποσυστέγασης, συνεχίζεται για τους παραμένοντες στο μίσθιο φαρμακοποιούς η μίσθωση, υπό τους όρους της αρχικής συμφωνίας, και αν δεν υπάρχει συμφωνία, κατά τις διατάξεις του ν.813/1978, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον παρόντα νόμο.”
Άρθρο 3
Το άρθρο 12 του ν. 813/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
” Αρθρο 12
Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της συμβάσεως να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά πάροδο έξι μηνών από την καταγγελία. Στην περίπτωση αυτήν ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο της καταγγελίας μίσθωμα τεσσάρων μηνών.”
Άρθρο 4
Το άρθρο 18 του ν. 813/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
” Αρθρο 18
1.Ο μισθωτής κατά τη λήξη της μισθώσεως έχει δικαίωμα για μια φορά να την παρατείνει για τόσο χρόνο, όσος υπολείπεται για τη συμπλήρωση εννέα συνολικά ετών από την έναρξή της.
2.Οι συμβαλλόμενοι έχουν δικαίωμα κατά τη διάρκεια της μισθώσεως να ορίσουν χρόνο παρατάσεως διαφορετικό από τον προβλεπόμενο στην προηγούμενη παράγραφο. Η σχετική συμφωνία αποδεικνύεται με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας. Στην περίπτωση αυτήν, αν με το συμφωνημένο χρόνο παρατάσεως συμπληρώνεται συνολικός χρόνος διάρκειας της μισθώσεως μεγαλύτερος από εννέα έτη, περαιτέρω παράταση δεν χωρεί.”
Άρθρο 5
1. Μισθώσεις αναφερόμενες στα άρθρα 1 και 2 του ν.813/1978, οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 1962/1991 και την υπ` αριθμ. 13992/1992 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 132/2-3-92 Β`) λήγουν την 30ή Απριλίου 1992 , παρατείνονται αυτοδικαίως , με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6, ως ακολούθως:
α. μέχρι την 31η Αυγούστου 1995, αν ο μισθωτής έχει συμπληρώσει στη χρήση του μισθίου χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριάντα (30) ετών. β. μέχρι την 31η Αυγούστου 1996, αν ο μισθωτής έχει συμπληρώσει στη χρήση του μισθίου χρονικό διάστημα τουλάχιστον είκοσι (20) ετών και γ. μέχρι την 31η Αυγούστου 1997, αν ο μισθωτής έχει συμπληρώσει στη χρήση του μισθίου χρονικό διάστημα τουλάχιστον δώδεκα (12) ετών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.2 Ν.2235/1994 (Α 145)
2. Ως χρόνος παραμονής στη χρήση του μισθίου νοείται ο συνολικός, συμπληρούμενος στο πρόσωπο του, κατά την ισχύ του παρόντος, μισθωτή, ανεξαρτήτως του είδους της συμβάσεως, προσμετρουμένου και του χρόνου των τυχόν δικαιοπαρόχων.
3. Μισθώσεις που κατά τη σύμβαση και το άρθρο 4 του ν. 813/1978 λήγουν από 1.5.1992 έως 31.8.1997 παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι την ημερομηνία αυτή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145)
4. Οι μισθώσεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού διέπονται εφεξής από τις διατάξεις του ν. 813/1978, όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο. Ειδικές συμφωνίες για λύση της μίσθωσης ή για σύντμηση του χρόνου της, που καταρτίσθηκαν έγκυρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.813/1978 μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, διατηρούνται σε ισχύ.
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4 εφαρμόζονται και στις υπομισθώσεις που νομίμως υφίστανται κατά την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου.
6. Σε περίπτωση απόδοσης μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο και σε κάθε περίπτωση λήξης της μίσθωσης λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, ο εκμισθωτής οφείλει στο μισθωτή για την αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας ποσό ίσο με το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο λήξης μίσθωμα δώδεκα (12) μηνών. Με αίτηση του μισθωτή, το δικαστήριο, εκτιμώντας τις ειδικές συνθήκες, μπορεί να αυξήσει το ποσό αυτό ως το ισόποσο δεκαέξι (16) μηνιαίων μισθωμάτων. Ο εκμισθωτής υποχρεούται να καταβάλει την αποζημίωση της παραγράφου αυτής πριν από την απόδοση του μισθίου, αλλιώς ο μισθωτής δικαιούται να αρνηθεί την απόδοση.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.4 του άρθρου 2 του Ν.2235/ 1994 (Α 145)
7. Μετά την απόδοση του μισθίου λόγω λήξης, απαγορεύεται στον εκμισθωτή η ιδιόχρηση ή εκμίσθωση του μισθίου για την ίδια δραστηριότητα, που ασκούσε ο μισθωτής στο μίσθιο, επί μία διετία από την απόδοσή του, εκτός αν το μίσθιο είναι ακίνητο ειδικά προορισμένο για τη χρήση αυτη. Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης αυτής, ο εκμισθωτής οφείλει στο μισθωτή αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο κατά την απόδοση μίσθωμα εικοσιτεσσάρων (24) μηνών.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.4 του άρθρου 2 του Ν.2235/ 1994 (Α 145)
Άρθρο 6
1. Στις μισθώσεις των παραγράφων 1 και 3 του προηγούμενου άρθρου ο εκμισθώτής δικαιούται να αρνηθεί την παράταση, εφόσον ο μισθωτής κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού έχει συμπληρώσει στη χρήση του μισθίου διάρκεια δέκα ετών. Η άρνηση γίνεται με έγγραφη δήλωση που επιδίδεται στο μισθωτή, εντός έξι (6) μηνών από την ισχύ του νόμου αυτού. Στην περίπτωση αυτήν η μίσθωση λήγει την 30 Απριλίου 1993.
2. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου ο εκμισθωτής οφείλει λόγω αποζημιώσεως το τριπλάσιο ποσό που ορίζεται στο άρθρο 13 παρ. 1 εδάφ. α`του ν.813/1978 επί καταγγελίας για ιδιόχρηση. Οι διατάξεις του άρθρου 15 του νόμου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή.
3. Αν ο εκμισθωτής δεν ασκήσει την αγωγή αποδόσεως εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη, η άρνηση της παρατάσεως θεωρείται ότι δεν επέφερε αποτελέσματα.
4. Στην περίπτωση αρνήσεως της παρατάσεως, αν ο μισθωτής δηλώσει εγγράφως, εντός μηνός από την επίδοση της αρνήσεως, ότι προσφέρει μίσθωμα τουλάχιστον 10% της αντικειμενικής αξίας του μισθίου ετησίως και ο εκμισθωτής αποδεχθεί την προσφορά, καταρτίζεται νέα μίσθωση που αρχίζει την 1η Μαϊου 1993 και διέπεται κατά τα λοιπά από τις διατάξεις του ν.813/1978. Αν ο εκμισθωτής ανταπαντήσει εντός μηνός αρνούμενος την προσφορά, η μίσθωση λήγει κατά την παρ.1 και ο εκμισθωτής οφείλει ως αποζημίωση το διπλάσιο της οριζόμενης στην παρ.2. Η παράλειψη ανταπαντήσεως θεωρείται ως αποδοχή.
5. Η άρνηση του εκμισθωτή να παραταθεί περαιτέρω η μίσθωση, καθώς και η προσφορά μισθώματος τουλάχιστον 10% της αντικειμενικής αξίας εκ μέρους του μισθωτή, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4 αυτού του άρθρου, γίνεται εγγράφως και δεν ανακαλείται.
6. Αν το καταβαλλόμενο μίσθωμα είναι τουλάχιστον το 10% της αντικειμενικής αξίας, η διάταξη αυτού του άρθρου δεν έχει εφαρμογή.
7. Στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα της αντικειμενικής αξίας ισχύει η αγοραία αξία.
Άρθρο 7
1. Στις περιπτώσεις που το αναπροσαρμοζόμενο μίσθωμα υπερβαίνει το διπλάσιο του καταβαλλομένου, το πέρα του διπλασίου οφείλεται κατά 50% μετά πάροδο εξαμήνου από την κοινοποίηση της έγγραφης οχλήσεως του εκμισθωτή και το υπόλοιπο μετά παρέλευση έτους από αυτήν. Επί αναπροσαρμογής που έγινε με βάση το άρθρο 2 του ν.1962/1991 το πέρα του διπλασίου ποσό και μέχρι του τετραπλασίου οφείλεται από την ισχύ του παρόντος και το υπόλοιπο από 1ης Νοεμβρίου 1992.
2. Μισθώσεις που σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.3 του παρόντος νόμου παρατείνονται, υπόκεινται στην αναπροσαρμογή του μισθώματος, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 5 του ν.813/ 1978, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του παρόντος νόμου και εντός των ορίων της προηγούμενης παραγράφου. Στη ρύθμιση αυτήν υπόκειται και κάθε ισχύουσα σύμβαση, αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία των μερών.
Άρθρο 8
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 71 παρ. 2 του Ν. 2065/1992 (Α 113).
1. Για τον προσδιορισμό της αξίας των μισθίων ακινήτων τα οποία υπάγονται στις διατάξεις του ν. 813/1978, λαμβάνονται υπόψη η Τιμή Ζώνης (Τ.Ζ.), ο Συντελεστής Αξιοποίησης Οικοπέδου (Σ.Α.Ο.), ο Συντελεστής Εμπορικότητας (Σ.Ε.), ο Συντελεστής Οικοπέδου (Σ.Ο.), ο Συντελεστής Συμμετοχής Οικοπέδου (Σ.Σ.Ο.) και ο Συντελεστής Εκμετάλλευσης Ισογείου (Κ), όπως καθορίζονται από τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που εξεδόθησαν βάσει του άρθρου 41 του ν. 1249/ 1982, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 του ν. 1473/1984. Ειδικά ο συντελεστής εμπορικότητας λαμβάνεται υπόψη μόνο για το ισόγειο. Επίσης λαμβάνονται υπόψη οι συντελεστές θέσης, παλαιότητας και ορόφου, οι οποίοι καθορίζονται ως εξής:
α) Ο συντελεστής θέσης (Σ.Θ.) λαμβάνεται υπόψη όταν το ακίνητο έχει προσόψεις σε δύο ή περισσότερες οδούς ή πρόσοψη σε πλατεία και καθορίζεται σε 1,08 για όλα τα ακίνητα και τους ακάλυπτους χώρους.
β) Ο συντελεστής παλαιότητας (Σ.παλ.) για μίσθια παλαιότητας μέχρι και πέντε ετών σε 1, από πέντε μέχρι και δέκα ετών σε 0,90 και από δέκα ετών και άνω σε 0,80. Η παλαιότητα αρχίζει να υπολογίζεται μετά δύο έτη από την έκδοση της οικοδομικής άδειας ή από την τελευταία αναθεώρησή της ή από την έκδοση πράξης νομιμοποίησης για αυθαίρετα κτίσματα.
γ) Ο συντελεστής ορόφου (Σ.ορ.) καθορίζεται:
Α`) Υπόγειο:
αα) Οταν έχει είσοδο σε οδό, ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου ή σε αίθριο σε:
0,60 όταν ο Σ.Ε. είναι ίσος με 1,0
0,80 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 1,0 και μικρότερος ή ίσος του 2,0
1,0 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 2,0 και μικρότερος ή ίσος του 3,0
1,20 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 3,0 και μικρότερος ή ίσος του 4,0
1,50 όταν ο Σ.Ε. είναι ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 4,0
ββ) Οταν έχει είσοδο από το ισόγειο χώρο του μισθίου σε:
0,40 όταν ο Σ.Ε. είναι ίσος με 1,0
0,60 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 1,0 και μικρότερος ή ίσος του 2,0
0,80 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 2,0 και μικρότερος ή ίσος του 3,0
1,0 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 3,0 και μικρότερος ή ίσος του 4,0
1,20 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 4,0
γγ) Οταν έχει είσοδο αποκλειστικά από κλειστό κλιμακοστάσιο σε 0,40 για όλες τις περιπτώσεις.
Β`) Ισόγειο:
Ο συντελεστής ορόφου για το ισόγειο καθορίζεται σε 1,0
Γ`) Α` όροφος:
0,90 όταν ο Σ.Ε. είναι ίσος με 1,0
1,20 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 1,0 και μικρότερος ή ίσος του 2,0
1,40 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 2,0 και μικρότερος ή ίσος του 3,0
1,50 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 3,0 και μικρότερος ή ίσος του 4,0
1,60 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 4,0
Δ`) Λοιποί όροφοι:
0,80 όταν ο Σ.Ε. είναι ίσος με 1,0
1,00 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 1,0 και μικρότερος ή ίσος του 2,0
1,10 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 2,0 και μικρότερος ή ίσος του 3,0
1,20 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 3,0 και μικρότερος ή ίσος του 4,0
1,30 όταν ο Σ.Ε. είναι μεγαλύτερος του 4,0
Ειδικά:
1) για ακίνητα τα οποία ανηγέρθησαν με σκοπό να λειτουργήσουν μόνο ως καταστήματα (εμπορικά κέντρα) και
2) για κτίρια γραφείων των οποίων η οικοδομική άδεια έχει εκδοθεί από το έτος 1985 και μετά, εφόσον, και στις δύο περιπτώσεις, τα κτίρια βρίσκονται σε οικόπεδο με Σ.Ε. μεγαλύτερο του 2,0 τότε ο συντελεστής ορόφου για όλους τους υπέρ το ισόγειο ορόφους ορίζεται σε 1,80 και για το υπόγειο σε 1,50.
2. Υπόγειο, κατά την έννοια των προηγούμενων διατάξεων θεωρείται ο όροφος ή τμήμα ορόφου που έχει χαρακτηρισθεί ως υπόγειο στη σχετική άδεια της πολεοδομίας.
3. Για τον υπολογισμό της αξίας ισογείου με εσωτερικό ανοιχτό εξώστη (πατάρι) η επιφάνεια του τελευταίου προστίθεται στην επιφάνεια του ισογείου, πολλαπλασιασμένη με το 0,15.
4. Ο υπολογισμός της αξίας των κτιρίων γίνεται με τον ακόλουθο τύπο:
α) Αξία ισογείου = Τ.Ζ. χ Σ.Ε. χ Σ.ορχ Σ.παλ χ [Επιφάνεια ισογείου + (0,15 χ Επιφ. παταρίου]
β) Αξία υπογείου = Τ.Ζ. χ Σ.ορ χ Σ.παλ χ Επιφάνεια υπογείου.
γ) Αξία υπέρ το ισόγειο ορόφων = Τ.Ζ. χ Σ.Θ. χ Σ.ορ χ Σ.παλ χ Επιφάνεια ορόφου.
5. Ο υπολογισμός της αξίας ακάλυπτου χώρου γίνεται με τον ακόλουθο τύπο: Σ.Ο. χ Τ.Ζ. χ Σ.Θ. χ [Σ.Α.Ο. χ Σ.Σ.Ο + Κ(Σ.Ε. – 1] χ Επιφάνεια οικοπέδου, όπου η επιφάνεια οικοπέδου λαμβάνεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 σε τετραγωνικά μέτρα.
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 7 έχουν εφαρμογή και επί εκκρεμών δικών”.
Άρθρο 9
1. Καταγγελίες που έχουν γίνει κατά τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 4 του ν.1953/1991 καθίστανται ανίσχυρες και οι εκδοθείσες αποφάσεις δεν εκτελούνται, εκτός από τη διάταξή τους για τα έξοδα.
2. Στις μισθώσεις που υπάγονται στο ν. 813/1978 δεν συγχωρείται ενώπιον του Αρείου Πάγου αίτηση αναστολής εκτέλεσης απόφασης, στην περίπτωση απόδοσης του μισθίου λόγω καθυστέρησης καταβολής του μισθώματος απο δυστροπία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.23 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145)
3. Το άρθρο 69 του Κ.Πολ.Δ. εφαρμόζεται στις περιπτώσεις αποδόσεως του μισθίου λόγω καταγγελίας για οποιαδήποτε αιτία.
4. Η παρ.1 του άρθρου 6 του ν.813/1978, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ.1 του άρθρου 2 του παρόντος, εφαρμόζεται και σε παραχωρήσεις που έγιναν πριν από την ισχύ του παρόντος. Στις περιπτώσεις αυτές η αύξηση του μισθώματος οφείλεται από της επιδόσεως της αγωγής. Εκκρεμείς δίκες παντός βαθμού που αφορούν απόδοση μισθίου για την περίπτωση παραχώρησης χρήσης σε εταιρεία καταργούνται και τυχόν εκδοθείσες αποφάσεις δεν εκτελούνται, εκτός από την διάταξη για τα έξοδα.
Άρθρο 10
1. Η παρ.1 του άρθρου 20 του ν.813/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
” 1. Ο εκμισθωτής δικαιούται να αρνηθεί την παράταση εάν συντρέχει λόγος καταγγελίας κατά τα άρθρα 8 και 9 του παρόντος.”
2. Τα άρθρα 21 και 23 του ν. 813/1978 καταργούνται.
3. Στο άρθρο 3 του ν.813/1978 προστίθενται περιπτώσεις (στ`),(ζ`) και (η`) ως εξής: ” στ) Μισθώσεις χώρων εντός του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
ζ) Μισθώσεις χώρων αποκλειστικώς για διενέργεια διαφημίσεων με οποιονδήποτε τρόπο.
η) Μισθώσεις ακινήτων ιδιοκτησίας της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης,που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως εκθεσιακοί χώροι.”
Άρθρο 11
Οι διατάξεις του άρθρου 89 του ν.1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α`), καταργούνται από τότε που ίσχυσαν.
Άρθρο 12
Παρατείνεται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1994 η αναστολή εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 15 και των άρθρων 58 έως 60 και 64 έως 76 του ν.1851/1989 ” Κώδικας βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων και άλλες διατάξεις ” και διατηρείται κατά τη διάρκεια αυτής της παράτασης η ισχύς των άρθρων 53 έως 69 του α.ν.125/1967 ” Σωφρονιστικός Κώδικας εκτελέσεως ποινών και ασφαλιστικών μέτρων “, που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.1941/1991.
Άρθρο 13
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από την 1η Μαϊου 1992, εκτός από την παρ.4 του άρθρου 9, του οποίου η ισχύς αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως Νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 2 Μαϊου 1992
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
ΜΙΧ.ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΝΔΡ.ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 2 Μαϊου 1992
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΜΙΧ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ