ΝOΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2318/Α’ 126/19.6.1995
Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο πρώτο
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Τίτλος – καθήκοντα
Άρθρο 1
1. Ο δικαστικός επιμελητής είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός.
2. `Έργο του δικαστικού επιμελητή είναι:
α) η ενέργεια επιδόσεως δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων,
β) η εκτέλεση των αναφερομένων στην παράγραφο 2 του άρθρου 904 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εκτελεστών τίτλων και
γ) η εκτέλεση κάθε άλλου καθήκοντος, που του έχει ανατεθεί με νόμο.
3. Ο δικαστικός επιμελητής ασκεί τα καθήκοντά του μόνα στην περιφέρεια του Εφετείου πουείναι διορισμένας με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 43 του παρόντος. Οι δικαστικοίεπιμελητές όμως των περιφερειών των Εφετείων Αθηνών-Πειραιά μπορούν να ασκούν τακαθήκοντά τους στις περιφέρειες των δύο Εφετείων αντίστοιχα. Η γεωγραφική καταναμή τωνοργανικών θέσεων των Δικαστικών Επιμελητών θα διασφαλίζει την ευρύτερη δυνατή κάλυψη τωναναγκών των υπηρεσιών του δικαστικού επιμελητή και της ίσης πρόσβασης σε αυτές. Με απόφασητου Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία θα εκδοθεί τοαργότερο μέχρι 31.12.2015 θα καθορισθούν οι λεπτομέρειες εφαρμογής και ο τρόπος κάλυψηςτων θέσεων που θα λαμβάναυν υπόψη, μεταξύ άλλων, τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώραςόπως απομακρυσμένες ορεινές περιοχές και εκτεταμένα νησιωτικά συμπλέγματα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.1 τηςυποπαρ.Γ.1 του άρθρου 2Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015.
Σχετικό: ΠΔ 68/2011
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 2
1. Δικαστικός επιμελητής διορίζεται σε κενή οργανική θέση περιφέρειας πρωτοδικείου κάθε `Έλληνας πολίτης, εφόσον επιτύχει σε σχετικό διαγωνισμό, έχει τα αναγκαία προσόντα και δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του τα σχετικά κωλύματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
2. Πτυχιούχοι ναμικού τμήματος ημεδαπού ή ισότιμου αλλοδαπού πανεπιστημίου μπορούν ναδιοριστούν δικαστικοί επιμελητές χωρίς διαγωνισμό, εφόσον έχουν εγγραφεί ασκούμεναι μέχρι την8η Μαΐου 2012. Ο διορισμός γίνεται μετά από αίτηση του ενδιαφερομέναυ στο ΥπουργείοΔικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία αυτός ορίζει το πρωτοδικείοστην περιφέρεια του οποίου επιθυμεί να διοριστεί, υποβάλλει δε ταυτόχρονα και τα απαιτούμεναδικαιολογητικά όπως ορίζονται με τη με αρίθ. 18334/14.3.1996 (Β` 192) απόφαση του ΥπουργούΔικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι αιτήσεις υποβάλλονται μέχρι τις 31Δεκεμβρίου 2013 και ισχύουν αποκλειστικά και μόνα για τους διορισμούς του επόμεναυΙαναυαρίου2014. Οι διοριζόμεναι με αυτόν τον τρόπο καταλαμβάναυν κενές οργανικές θέσεις, που όμως δενμπορεί να είναι περισσότερες από το ένα τέταρτο του όλου αριθμού αυτών. Ο υπολογισμός αυτόςγίνεται χωριστά για την περιφέρεια κάθε πρωτοδικείου. Σε περίπτωση κλάσματος ο αριθμός αυτόςακεραιοποιείται προς τα πάνω. Αν υπάρχουν αιτήσεις περισσότερες από τον αριθμό αυτόν,λαμβάνεται υπόψη προτεραιότητα υποβολής τους. Οι διοριζόμεναι με την προηγούμενη διαδικασίαδεν μπορούν να μετατεθούν για οποιονδήποτε λόγο, αν δεν συμπληρώσουν δεκαετή τουλάχιστονυπηρεσία στην περιφέρεια του πρωτοδικείου, που έχουν διοριστεί.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.11 άρθρου 326 Ν.4072/2012,ΦΕΚ Α 86/11.4.2012 και με το άρθρο 8 παρ.8 Ν.4205/2013,ΦΕΚ Α 242/6.11.2013.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Διαγωνισμός – Άσκηση
Άρθρο 3
1. Το Μάρτιο κάθε έτους ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στον ημερήσιο τύπο, προκηρύσσει διαγωνισμό, ο οποίος ενεργείται το Μάιο του ίδιου έτους, για την πλήρωση των κενών κατά το χρόνα της προκηρύξεως οργανικών θέσεων της περιφέρειας κάθε πρωτοδικείου. Στην απόφαση αυτή καθορίζονται αφενός η ημερομηνία, η ώρα ενάρξεως και η διάρκεια του διαγωνισμού και αφετέρου τα δικαιολογητικά που είναι απαραίτητα: α) για τη συμμετοχή των υποψηφίων στο διαγωνισμό και β) για το διορισμό των επιτυχόντων.
2. Δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό έχει ο υποψήφιος εφόσον:
α) έχει συμπληρώσει το εικοστό δεύτερο και δεν έχει υπερβεί το «τεσσαρακοστό» έτος της ηλικίας του. Η συμπλήρωση του ορίου ηλικίας λογίζεται ότι επέρχεται στην 1 Ιαναυαρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνεται το εικοστό δεύτερο και στις 31 Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνεται το «τεσσαρακοστό» έτος. Η ηλικία αναδεικνύεται με αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως. Δικαστικές αποφάσεις, που βεβαιώναυν την ηλικία ή διορθώναυν τη ληξιαρχική πράξη ως προς τη χροναλογία γεννήσεως, δεν λαμβάνανται υπόψη
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.9 άρθρου 326 Ν.4072/2012,ΦΕΚ Α 86/11.4.2012.
β) είναι πτυχιούχος Ναμικής Σχολής ημεδαπού πανεπιστημίου ή ισότιμου αλλοδαπού,αναγνωρισμέναυ από το νόμο.
γ) έχει συμπληρώσει άσκηση έξι (6) μηνών σε δικαστικό επιμελητή, σύμφωνα με τα οριζόμεναειδικότερα στο άρθρο 6 του παρόντος και»,
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.10 άρθρου 326 Ν.4072/2012,ΦΕΚ Α 86/11.4.2012.
δ) δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του τα κωλύματα του επόμεναυ άρθρου.
Εγγεγραμμέναι ασκούμεναι πριν από την 8η Μαΐου 2012 μπορούν να συμμετάσχουν στοδιαγωνισμό και για την επόμενη τριετία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.12 άρθρου 326 Ν.4072/2012,ΦΕΚ Α 86/11.4.2012.
Σχετικό: υπ` αριθμ. 2454/2010 απόφαση ΣΤΕ. και υπ` αριθμ. 1621/2012 απόφαση ΣΤΕ (ΟΛΟΜ).
Άρθρο 4
Δεν μπορεί να λάβει μέρος στο διαγωνισμό όποιος:
α) δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, εκτός αν έχει απαλλαγεί από αυτές νόμιμα ή δεν έχει σύμφωνα με το νόμο τέτοιες,
β) έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα με αμετάκλητη απόφαση και για όσο διάστημα διαρκεί η στέρηση,
γ) καταδικάστηκε αμετάκλητο σε στερητική της ελευθερίας ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, ψευδή βεβαίωση, απιστία, παράβαση καθήκοντος, ψευδορκία, ψευδή καταμήνυση, δόλιο χρεωκοπία, δωροδοκία, υπεξαγωγή εγγράφων, παράβαση των νόμων για την προστασία του εθνικού νομίσματος, λαθρεμπορία, ανυποταξία, λιποταξία και παράβαση του νόμου για τα ναρκωτικά, εφόσον τα αδικήματα αυτά διαπράχθηκαν μετά τη συμπλήρωση του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας του,
δ) έχει τεθεί αμετάκλητα σε νόμιμη ή δικαστική απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη,
ε) δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα του δικαστικού επιμελητή για λόγους υγείας, ύστερα από γνωμάτευση των υγειονομικών επιτροπών του προεδρικού διατάγματος 611/1977 και
στ) έχει απολυθεί για πειθαρχικό παράπτωμα από θέση δημοσίου, στρατιωτικού και αστυναμικού υπαλλήλου ή υπαλλήλου ναμικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
Άρθρο 5
Τα αναφερόμενα στα προηγούμενα άρθρα προσόντα και κωλύματα πρέπει να υπάρχουν ή να ελλείπουν αντίστοιχα κατά την ημέρα του διαγωνισμού και το διορισμό. Το όριο ηλικίας πρέπει να έχει ο υποψήφιος κατά την ημέρα του διαγωνισμού. Στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του παρόντος κρίσιμος χρόνος για μεν τα προσόντα και κωλύματα είναι ο χρόνος υποβολής της αιτήσεως και του διορισμού, για δε την ηλικία ο χρόνος υποβολής της αιτήσεως.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 6
1. Η άσκηση του υποψηφίου γίνεται σε δικαστικό επιμελητή με τετραετή τουλάχιστον υπηρεσία, που ορίζεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του οικείου συλλόγου. Ο δικαστικός επιμελητής δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερους από δύο ασκούμενους. `Όπου δεν υπάρχει δικαστικός επιμελητής με τετραετή τουλάχιστον υπηρεσία, η άσκηση επιτρέπεται να γίνεται σε οποιονδήποτε δικαστικό επιμελητή.
2. Κάθε σύλλογος δικαστικών επιμελητών τηρεί βιβλίο ασκουμένων, θεωρημένα από τον εισαγγελέα εφετών της έδρας του συλλόγου, στο οποίο μετά από αίτησή του εγγράφεται ο υποψήφιος. Χρόνος ενάρξεως της ασκήσεως λογίζεται ο χρόνος υποβολής της αιτήσεως του υποψηφίου. Υποψήφιος, που δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας του, δεν μπορεί να εγγραφεί ως ασκούμενος.
3. Η άσκηση πρέπει να είναι συνεχής. Μπορεί να διακοπεί μόνα με άδεια του διοικητικού συμβουλίου του οικείου συλλόγου για συγκεκριμένη αιτία, όχι όμως για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών συνολικά για το χρόνο ασκήσεως. Σε αντίθετη περίπτωση ο ασκούμενος δεν μπορεί να λάβει μέρος στο διαγωνισμό. Ο χρόνος διακοπής δεν υπολογίζεται ως χρόνος ασκήσεως.
4. Κατά τη διάρκεια της ασκήσεως ο ασκούμενος είναι υποχρεωμένος να παρίσταται σε πράξεις που διενεργούνται από το δικαστικό επιμελητή, στον οποίο ασκείται, πρέπει δε να αναφέρεται η παρουσία του στις εκθέσεις των πράξεων αυτών, τις οποίες υπογράφει. Η παράσταση του ασκουμένου ως αμειβόμενου μάρτυρα στις επιδόσεις και εκτελέσεις λογίζεται και ως άσκησή του.
5. Η άσκηση δεν θεωρείται ολοκληρωμένη αν:
α) ο ασκούμενος δεν παραστεί σε περισσότερες από εκατό πράξεις επιδόσεως και δέκα πράξεις εκτελέσεως και
β) παρήλθε χρονικό διάστημα δύο μηνών χωρίς να παραστεί σε δεκαπέντε τουλάχιστον από τις πιο πάνω πράξεις. Οπωσδήποτε θεωρείται ότι αυτός ολοκλήρωσε την άσκησή του, εφόσον κατά τη διάρκειά της παρέστη στις μισές τουλάχιστον πράξεις του δικαστικού επιμελητή, στον οποίο ασκείται.
6. Ο ασκούμενας παρακολουθεί την ανάπτυξη πρακτικών και θεωρητικών θεμάτων, σχετικών με τα καθήκοντά του δικαστικού επιμελητή, από δικαστικούς λειτουργούς, δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές, που ορίζονται για κάθε σύλλογο από τον πρόεδρο εφετών της έδρας του, μετά από πρόταση του συλλόγου αυτού.
7. Ο ασκούμενας υπόκειται στις Πειθαρχικές ποινές της επιπλήξεως και του προστίμου, τις προβλεπόμενες για τους δικαστικούς επιμελητές. Η ποινή της επιπλήξεως επιβάλλεται ανέκκλητα από το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.
8. Για τη θεωρητική και πρακτική άσκηση, καθώς και την πειθαρχική κατάσταση του ασκουμέναυ εκδίδεται πιστοποιητικό από τον πρόεδρο του οικείου συλλόγου, μετά από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, με βάση σχετική βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή, στον οποίο ασκήθηκε και στην οποία πρέπει να αναφέρονται οι αριθμοί και ο ακριβής χρόνας τελέσεως των πράξεων, στις οποίες έλαβε μέρος,
9. Ο ασκούμενας με αίτησή του προς τον οικείο σύλλογο μπορεί να ζητήσει τη μετεγγραφή του για τη συνέχιση της ασκήσεως σε δικαστικό επιμελητή περιφέρειας οποιουδήποτε άλλου πρωτοδικείου της χώρας, το οποίο ορίζει στην αίτησή του. Στην περίπτωση που η μετεγγραφή ζητείται για περιφέρεια πρωτοδικείου αρμοδιότητας άλλου συλλόγου, ο πρόεδρος του συλλόγου εκδίδει το κατά την προηγούμενη παράγραφο πιστοποιητικό, το οποίο ο υποψήφιος επισυνάπτει στην αίτηση μετεγγραφής που υποβάλλει προς το σύλλογο, στον οποίο ζητά να μετεγγραφεί. Οι μετεγγραφές αυτές δεν επιτρέπονται κατά το διάστημα από την προκήρυξη μέχρι το τέλος του διαγωνισμού.
10. Η αίτηση εγγραφής ασκουμέναυ είναι απαράδεκτος, εάν δεν συναδεύεται με έγγραφη απόδειξη καταβολής προς το Σύλλογο τέλους εγγραφής, το ύψος του οποίου είναι ίσο προς το μισό της κατά το χρόνα υποβολής της αιτήσεως καθορισμένης ετήσιας εισφοράς των μελών. Το ίδιο καταβάλλεται και στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 9 του παρόντος.
Σημ.: όπως η παρ.10 προστέθηκε με την παρ.24 άρθρ.3Ν.2479/1997ΦΕΚ Α 67/6.5.1997
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 7
1. “Ο υποψήφιος μπορεί να συμμετάσχει στο διαγωνισμό για την περιφέρεια οποιουδήποτε πρωτοδικείου της χώρας επιθυμεί, ανεξάρτητα από το σύλλογο στον οποίο έχει εγγραφεί ως ασκούμενος. Στην αίτησή του συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορεί να δηλώσει και δεύτερη προτίμηση για την περιφέρεια μόνα του πρωτοδικείου που υπάγεται στην αρμοδιότητα του ίδιου συλλόγου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.15 του άρθρου 59 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165).
2. Δεν μπορεί να συμμετάσχει σε διαγωνισμό ο ασκούμενας, που τιμωρήθηκε με δύο τουλάχιστον Πειθαρχικές ποινές, από τις οποίες η μία τουλάχιστον προστίμου, έστω και σε πρώτο βαθμό.
3. Ασκούμενας που μετά την ολοκλήρωση της ασκήσεώς του, αν και έχει τα λοιπά τυπικά προσόντα, δεν έλαβε μέρος στον πρώτο και τον αμέσως επόμενα διαγωνισμό ή απέτυχε σε δύο συνεχόμεναυς διαγωνισμούς ή αποκλείστηκε για πειθαρχικούς λόγους, δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής σε διαγωνισμό, αν δεν επαναλάβει την άσκησή του σε άλλο δικαστικό επιμελητή.”Η άσκηση αυτή θα πρέπει να είναι διάρκειας τουλάχιστον εννέα μηνών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.24 άρθρ.3Ν.2479/1997ΦΕΚ Α 67/6.5.1997
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 8
1.”ο υποψήφιος, που προτίθεται να διαγωνιστεί, καταθέτει στο γραμματέα του πρωτοδικείου της πρώτης επιλογής του το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από το διαγωνισμό, αίτηση συμμετοχής στην οποία επισυνάπτονται:”.
α) το αναφερόμενα στην παράγραφο 8 του άρθρου 6 του παρόντος πιστοποιητικό, β) ο κατά το άρθρο 3 του παρόντος τίτλος σπουδών, γ) υπεύθυνη δήλωση του νόμου 1599/1986 για την ύπαρξη των προσόντων και την έλλειψη των κωλυμάτων συμμετοχής του στο διαγωνισμό, όπως αναφέρονται στο εδάφιο α` της παραγράφου2 του άρθρου 3 και στο άρθρο 4 του παρόντος και δ) απόδειξη καταβολής χρηματικού ποσού για εξέταστρα, που καθορίζονται με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του παρόντος. Με πράξη του προέδρου της κατά το επόμενα άρθρο εξεταστικής επιτροπής το ποσό αυτό κατανέμεται στα μέλη και το γραμματέα της.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.16 του άρθρου 59 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165).
2. Ο γραμματέας του πρωτοδικείου οφείλει, την επομένη της λήξεως της προθεσμίας υποβολής των δικαιολογητικών, να τα διαβιβάσει στο γραμματέα της εξεταστικής επιτροπής.
3. Τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από το διαγωνισμό η εξεταστική επιτροπή ελέγχει τα δικαιολογητικά των υποψηφίων και αποφασίζει αιτιολογημένα και τελεσίδικα για τη συμμετοχή τους ή όχι σε αυτόν.
Άρθρο 9
1. Ο διαγωνισμός, που είναι ενιαίος για όλη τη χώρα, γίνεται την ίδια ημέρα και ώρα για τις περιφέρειες άλλων των πρωτοδικείων ενώπιον εξεταστικής επιτροπής, ιδιαιτέρας για κάθε σύλλογο, στο κατάστημα του εφετείου της έδρας του. Η κατά την επόμενη παράγραφο εξεταστική επιτροπή μπορεί, για εξαιρετικούς λόγους, να ορίσει άλλο χώρο διενέργειας του διαγωνισμού με απόφασή της, που τοιχοκολλάται στο κατάστημα του εφετείου και στα γραφεία του οικείου συλλόγου πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα του διαγωνισμού.
2. Η εξεταστική επιτροπή αποτελείται από έναν εφέτη, ως πρόεδρο, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του, επίσης εφέτη, από τον πρόεδρο εφετών της έδρας του συλλόγου, έναν αντεισαγγελέα εφετών ή εισαγγελέα πρωτοδικών, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον εισαγγελέα εφετών της έδρας του συλλόγου, ένα δικηγόρο παρ` εφέταις τουλάχιστον, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από το Διοικητικό Συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου της έδρας του συλλόγου δικαστικών επιμελητών και ένα δικαστικό επιμελητή με δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου. Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί ο γραμματέας του εφετείου της έδρας του συλλόγου, νόμιμα αναπληρούμενας.
3. Η εξεταστική επιτροπή συγκροτείται με πράξη του αρμόδιου προέδρου εφετών.
Άρθρο 10
Οι διαγωνιζόμεναι εξετάζονται:
α) στον Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών και την Πολιτική Δικονομία,
β) στον Ποινικό Κώδικα και την Ποινική Δικονομία και
γ) στο Αστικό και το Εμπορικό Δίκαιο. Τα Θέματα λαμβάνονται από την ύλη τη σχετική με τα καθήκοντα του δικαστικού επιμελητή, που προσδιορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, δημοσιευόμενη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος. Η εξέταση είναι γραπτή, μυστική, ενεργείται με χωριστά Θέματα για καθένα από τα παραπάνω με στοιχεία α`, β` και γ` μαθήματα, συντάσσεται ένα γραπτό και κάθε θέμα βαθμολογείται χωριστά και από τους τέσσερις εξεταστές. Τα γραπτά αξιολογούνται με τους βαθμούς από δέκα ο ανώτερος μέχρι μηδέν ο κατώτερος. Κάθε εξεταστής πέραν των τριών βαθμών για τα αντίστοιχα πιο πάνω μαθήματα βαθμολογεί και με τέταρτο βαθμό συναλικά το γραπτό, εκτιμώντας το βαθμό γνώσεως της ελληνικής γλώσσας, την ορθή γραφή και την ικανότητα του διαγωνιζομέναυ να διατυπώνει σωστά τα ναήματά του. Το άθροισμα των τεσσάρων βαθμών, διαιρούμενα δια του αριθμού τέσσερα, δίνει το μέσο όρο βαθμολογήσεως κάθε εξεταστή, το δε άθροισμα των μέσων όρων όλων των εξεταστών, διαιρούμενα δια του αριθμού τέσσερα, είναι ο τελικός γενικός βαθμός του υποψηφίου. Διαγωνιζόμενας που δεν συγκεντρώνει μέσο όρο τουλάχιστον πέντε στα τρία μαθήματα θεωρείται οριστικά αποτυχών, ανεξάρτητα από το αν ο τέταρτος βαθμός βελτιώνει τον τελικό γενικό βαθμό.
Άρθρο 11
Τα Θέματα είναι κοινά για τους υποψηφίους όλης της χώρας και διατυπώνονται από την Κεντρική Εξεταστική Επιτροπή Δικαστικών Επιμελητών, η οποία αποτελείται από έναν πρόεδρο εφετών Αθηνών, ως πρόεδρο, που ορίζεται από το συμβούλιο διεύθυνσης του εφετείου, έναν εισαγγελέα εφετών Αθηνών, που ορίζεται από τον προϊστάμενα των υπηρεσιών της εισαγγελίας εφετών, με τους αναπληρωτές τους και έναν καθηγητή νομικού τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που ορίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης με τον αναπληρωτή του. Γραμματέας της Κεντρικής Εξεταστικής Επιτροπής είναι ο προϊστάμενος του τμήματος δικαστικών επιμελητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η Κεντρική Εξεταστική Επιτροπή συνέρχεται την ημέρα του διαγωνισμού πριν από την έναρξή του σε αίθουσα του Υπουργείου Δικαιοσύνης και σε μυστική συνεδρίασή της συντάσσει τον πίνακα των θεμάτων, τον οποίο αποστέλλει αμέσως με τηλεομοιότυπο (FΑΧ) στους προέδρους των εξεταστικών επιτροπών της χώρας. Επίσης, συντάσσει αμέσως και τον αντίστοιχο πίνακα των ορθών απαντήσεων, τον οποίο αποστέλλει κατά τον ίδιο τρόπο μετά τη λήξη του καθορισμένου για το πέρας του διαγωνισμού χρόνου. Οι πίνακες αυτοί με το πρακτικό συνεδριάσεως της Κεντρικής Εξεταστικής Επιτροπής φυλάσσονται στο αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης με φροντίδα του γραμματέα της. Η Κεντρική Εξεταστική Επιτροπή συγκροτείται με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, στην οποία καθορίζονται οι λεπτομέρειες της λειτουργίας της και ο τρόπος αμοιβής των μελών της.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 12
Η εξεταστική επιτροπή της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του παρόντος, αφού συγκεντρώσει τα γραπτά των διαγωνιζομένων, τα αριθμεί χωρίς να αποκαλυφθούν τα ονόματα και κάθε εξεταστής σημειώνει τους κατά την κρίση του βαθμούς, που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παρόντος, σε χωριστή κατάσταση και με αντίστοιχη αναφορά στον αύξοντα αριθμό του γραπτού. Οι καταστάσεις αυτές παραδίδονται στον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής σε μυστική συνεδρίαση της σε χώρο του οικείου εφετείου και εφόσον διαπιστωθούν αποκλίσεις των βαθμολογήσεων μεγαλύτερες των τριών μονάδων, από τη μεγαλύτερη μέχρι τη μικρότερη για το κάθε επί μέρους θέμα, η επιτροπή στην ίδια μυστική συνεδρίαση προβαίνει στην αναβαθμολόγηση του γραπτού, αίροντος αυτή τη διάσταση. Μετά την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας αποκαλύπτονται τα ονόματα των διαγωνισθέντων και καταρτίζονται από την επιτροπή πίνακες επιτυχόντων κατά πρωτοδικείο, “που αναρτώνται στον τόπο του διαγωνισμού την εικοστήτο αργότερο ημέρα μετά το τέλος του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.24 άρθρ.3Ν.2479/1997
Στην ίδια προθεσμία τα αποτελέσματα όλων των διαγωνισθέντων ανακοινώνανται υποχρεωτικά σε κάθε ενδιαφερόμενα από το γραμματέα της επιτροπής. Επιτυχόντες θεωρούνται κατά σειρά επιτυχίας τόσοι, όσες είναι και οι κενές οργανικές θέσεις, που αναφέρονται στην κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του παρόντος απόφαση προκήρυξης του διαγωνισμού, εφόσον έχουν συγκεντρώσει τελικό γενικό βαθμό τουλάχιστον πέντε με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 10 του παρόντος.
Οι εγγεγραμμέναι στους πίνακες βαθμολογίας, που έχουν ισοβαθμήσει με τον τελευταίο επιτυχόντα, διορίζονται στην περιφέρεια του πρωτοδικείου, για τις θέσεις του οποίου διαγωνίστηκαν και καταλαμβάναυν κατά τη σειρά κατάταξής τους στον πίνακα βαθμολογίας τις κεναύμενες μέχρι λήξεως του έτους του διαγωνισμού θέσεις.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.24 άρθρ 3 Ν.2479/1997
Ενστάσεις κατά των πινάκων επιτυχίας και μόνα για λόγους εσφαλμέναυ υπολογισμού των συντελεστών, που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παρόντος, μπορούν οι ενδιαφερόμεναι να καταθέσουν στο γραμματέα της εξεταστικής επιτροπής μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από την ανάρτηση των πινάκων. Μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας αυτής συνέρχεται η εξεταστική επιτροπή και αποφασίζει επί των ενστάσεων αυτών αιτιολογημένα και οριστικά.
Σε περίπτωση κατά την οποία προ της ενάρξεως του κύκλου των επιμορφωτικών διαδικασιών (σεμιναρίων) επιτυχών στο διαγωνισμό απωλέσει το δικαίωμα διορισμού ή δηλώσει ότι δεν επιθυμεί τούτο, καλείται ο επόμενας κατά σειρά βαθμολογίας υποψήφιος, ο οποίος έχει συγκεντρώσει μέσο όρο βαθμολογίας τουλάχιστον πέντε κατά τα υπό του άρθρου 10 ειδικότερα οριζόμενα. Οι διατάξεις του εδαφίου τούτου έχουν εφαρμογή από 1ης Ιαναυαρίου 1997.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.9 άρθρ.22 Ν.2521/1997
Άρθρο 13
Αν με τη διαδικασία του διαγωνισμού δεν πληρωθούν όλες οι κενές οργανικές θέσεις, συμπληρώνονται από το υπόλοιπο των κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του παρόντος αιτήσεων.
Άρθρο 14
Για το διαγωνισμό τηρούνται πρακτικά, που υπογράφονται από τον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής, τα μέλη και το γραμματέα, μαζί δε με τους πίνακες επιτυχόντων και τα συνολικά αποτελέσματα φυλάσσονται στο αρχείο του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών. Αντίγραφα των πρακτικών και των πινάκων επιτυχόντων, μαζί με τα δικαιολογητικά τους, υποβάλλονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης το αργότερο μέσα σε δέκα ημέρες από την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων με φροντίδα του προέδρου της εξεταστικής επιτροπής. Στην ίδια προθεσμία ο γραμματέας της εξεταστικής επιτροπής αποστέλλει τους πίνακες επιτυχόντων στην ομοσπονδία δικαστικών επιμελητών Ελλάδας και τα αντίστοιχα πρωτοδικεία για να αναρτηθούν. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να ρυθμιστούν λεπτομέρειες για τη διενέργεια του διαγωνισμού.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Διορισμός – Ανάκληση – Διαγραφή
Άρθρο 15
1. Οι επιτυχόντες είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουν κύκλο επιμορφωτικών διαδικασιών (σεμιναρίων), του οποίου η διάρκεια, όχι μεγαλύτερη του έτους ούτε μικρότερη των τριών μηνών, ο τόπος και οι λεπτομέρειες καθορίζονται με απόφαση της εκτελεστικής γραμματείας της ομοσπονδίας δικαστικών επιμελητών Ελλάδας. Με την απόφαση αυτή μπορούν να καθοριστούν ένα ή περισσότερα τμήματα για την πραγματοποίηση των διαδικασιών αυτών. Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας, μετά από απόφαση της εκτελεστικής γραμματείας, χορηγεί σε όσους παρακολούθησαν τα σεμινάρια αυτά σχετική βεβαίωση. Η Εκτελεστική γραμματεία της ομοσπονδίας μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση αυτής της βεβαιώσεως σε εκείναυς που κατά την κρίση της δεν παρακολούθησαν τα σεμινάρια αυτά επαρκώς. Προσφυγή κατά της χορηγήσεως αυτής της βεβαιώσεως ή της αρνήσεως χορηγήσεώς της επιτρέπεται ενώπιον του μοναμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η προσφυγή είναι απαράδεκτη αν δεν ασκηθεί μέσα σε δέκα ημέρες από τη χορήγηση της βεβαιώσεως ή την άρνηση χορηγήσεώς της αντίστοιχα.
2. Οι επιτυχόντες υποχρεούνται να υποβάλουν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, μέσα σε προθεσμία σαράντα ημερών από τη χορήγηση της κατά την προηγούμενη παράγραφο βεβαιώσεως, τη βεβαίωση αυτή, καθώς και τα δικαιολογητικά, που καθορίστηκαν με την κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του παρόντος απόφαση Υπουργού Δικαιοσύνης και αναφέρονται στο διορισμό των επιτυχόντων. Ουδείς διορίζεται, εφόσον δεν υποβάλει την κατά την προηγούμενη παράγραφο βεβαίωση.
3. Ο διορισμός γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης της οποίας περίληψη δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
4. Το έγγραφο διορισμού επιδίδεται στον διορισθέντα με επιμέλεια του οικείου εισαγγελέα πρωτοδικών μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση της περιλήψεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ανακοινώνεται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.
5. Στο έγγραφο του διορισμού μνημονεύεται υποχρεωτικά ο αριθμός του κατά την παράγραφο 3 φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και ορίζεται προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των τριάντα ημερών από την επίδοση του διορισμού, μέσα στην οποία πρέπει να οριστεί ο διοριζόμενος.
6. Αν περάσει άπρσκτη η προθεσμία της παραγράφου 4, το έγγραφο του διορισμού θεωρείται ότι επιδόθηκε την τεσσαρακοστή ημέρα από τη δημοσίευση της αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την ημέρα αυτή αρχίζει προθεσμία τριάντα ημερών για την Ορκοδοσία.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 16
1. Ο διοριζόμενος ορκίζεται σε δημόσια συνεδρίαση του αρμόδιου πολυμελούς πρωτοδικείου με τον ακόλουθο τύπο όρκου: “Ορκίζομαι να μένω πιστός στην Πατρίδα, να τηρώ το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου”.
Η αποδοχή του διορισμού δηλώνεται με την Ορκοδοσία.
2. Θεωρείται ότι δεν αποδέχθηκε το διορισμό και δεν γίνεται δεκτός για όρκιση ο διοριζόμενος, αν πέρασαν άπρακτες οι προθεσμίες των παραγράφων 5 και 6 του προηγούμενου άρθρου. Οι προθεσμίες αυτές μπορεί να παραταθούν με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για ένα μήνα σε περίπτωση αδυναμίας για την όρκιση από ανώτερη βία, την οποία πρέπει να αποδείξει ο διοριζόμενος.
3. Για την όρκιση συντάσσεται την ίδια ημέρα πρακτικό από το γραμματέα του πρωτοδικείου. Αντίγραφο του πρακτικού υποβάλλεται αμέσως στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών και τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών, ο οποίος ενημερώνει σχετικά την ομοσπονδία δικαστικών επιμελητών μετά και την ολοκλήρωση των προβλεπομένων στο επόμενα άρθρο. Η Ορκοδοσία αποδεικνύεται μόνα με το πρακτικό.
Άρθρο 17
Ο διοριζόμενος δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να υποβάλει, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την Ορκοδοσία του, αίτηση για την εγγραφή του στο μητρώο του οικείου συλλόγου, που τηρείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του παρόντος. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για ένα μήνα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η αίτηση πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που ορίζονται από τα εδάφια α`, γ` και δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του παρόντος και να συνοδεύεται με αντίγραφο του πρακτικού Ορκοδοσίας.
Άρθρο 18
1. Ο διορισμός δικαστικού επιμελητή ανακαλείται αν:
α) ο διοριζόμενος δεν αποδεχτεί το διορισμό του, είτε ρητά είτε σιωπηρά με την παραμέληση της προθεσμίας για όρκιση, σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 15 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος ή της προθεσμίας για εγγραφή στο μητρώο, σύμφωνα με το άρθρο 17 του παρόντος και β) έγινε κατά παράβαση νόμου. Στη δεύτερη περίπτωση η ανάκληση μπορεί να γίνει μέσα σε εύλογο χρόνια, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των δύο ετών από τη δημοσίευση του διορισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην περίπτωση όμως που ο διοριζόμενος προκάλεσε την παρανομία ή βοήθησε σε αυτή, η ανάκληση μπορεί να γίνει και μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής.
2. Η Ανάκληση διορισμού γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γνωστοποιείται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών, ο οποίος ενημερώνει σχετικά την ομοσπονδία δικαστικών επιμελητών και επιδίδεται με φροντίδα του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών στο δικαστικό επιμελητή, ισχύει δε από την επίδοσή της σε αυτόν. Αν παρέλθει άπρακτο χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ημερών από της δημοσίευσή της, η επίδοση θεωρείται ότι έγινε την τριακοστή ημέρα από αυτή.
3. Η ανάκληση του διορισμού δικαστικού επιμελητή δεν επηρεάζει το κύρος των πράξεων που έγιναν από αυτόν πριν από την επίδοση της αποφάσεως ανακλήσεως.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 19
1. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τηρούνται: α) μητρώο των διοριζόμενων δικαστικών επιμελητών, στο οποίο αναγράφονται το ονοματεπώνυμό τους, με αλφαβητική σειρά, το πρωτοδικείο που είναι διορισμένοι, κάθε υπηρεσιακή τους μεταβολή, συμπεριλαμβανομένων και των αδειών και η πειθαρχική τους κατάσταση και β) βιβλίο των δικαστικών επιμελητών που υπηρετούν στο ίδιο πρωτοδικείο, κατά σειρά διορισμού ή μεταθέσεώς τους.
2. Σε κάθε εισαγγελία πρωτοδικών τηρείται μητρώο υπηρετούντων, διοριζόμενων και μετατιθέμενων δικαστικών επιμελητών του αντίστοιχου πρωτοδικείου, σε κάθε δε σύλλογο δικαστικών επιμελητών τηρούνται: α) μητρώο υπηρετούντων, διοριζόμενων και μετατιθέμενων δικαστικών επιμελητών κατά πρωτοδικείο και β) βιβλίο αδειών, στο οποίο καταχωρούνται υποχρεωτικά οι κατά το εδάφιο γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του παρόντος χορηγούμενες άδειες.
3. Τα παραπάνω Μητρώα περιέχουν τα στοιχεία του εδαφίου α` της πρώτης παραγράφου.
4. Σε κάθε Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών τηρείται Μητρώο Αστικών Εταιριών ΔικαστικώνΕπιμελητών, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 68/2011 (Α` 153), με τις εξής προϋποθέσεις:
α. Δύο ή περισσότεροι δικαστικοί επιμελητές που ασκούν τα καθήκοντα τους στην περιφέρεια τουίδιου Πρωτοδικείου, εφαρμοζόμενης εν προκειμένω και της διάταξης του άρθρου 1 παράγραφος 3του παρόντος, μπορούν να συστήσουν «Αστική Επαγγελματική Εταιρία Δικαστικών Επιμελητών»,με σκοπό την παροχή των υπηρεσιών σε τρίτους και τη διανομή των συνολικών καθαρώναμοιβώνπου θα προκύψουν από τη δραστηριότητα τους αυτή. Η έδρα της εταιρίας που ορίζεται με τοκαταστατικό της πρέπει να βρίσκεται εντός της περιφέρειας του συλλόγου και ειδικά στηνπρωτοδικειακή περιφέρεια ενός τουλάχιστον των εταίρων.
β. Απαγορεύεται η συμμετοχή σε εταιρία δικαστικών επιμελητών φυσικού προσώπου που δεν είναιδικαστικός επιμελητής ή και η με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή του στα κέρδη της εταιρείαςέναντι παροχής κεφαλαίου ή εργασίας προς αυτή.
γ. Για τη σύσταση της αστικής εταιρίας δικαστικών επιμελητών απαιτείται ως συστατικός τύποςέγγραφο καταστατικό, το οποίο να υπογράφεται από όλα τα ιδρυτικά μέλη και να καθορίζειτουλάχιστον: αα) το σκοπό, την επωνυμία και την έδρα της εταιρίας, ββ) τα ονόματα, τουςατομικούς αριθμούς μητρώου καθενός από τους εταίρους, τους αριθμούς φορολογικού μητρώουτους και τις διευθύνσεις των ιδρυτικών τους μελών εταίρων, γγ) τους όρους της εισόδου, τηςαποχώρησης και της αποβολής των εταίρων, δδ) τις εισφορές των εταίρων και την αύξηση ήμείωση τους, εε) τον αριθμό των μερίδων εκάστου εταίρου, στστ) τα δικαιώματα και τιςυποχρεώσεις των εταίρων, ζζ) τη διοίκηση της εταιρείας και το διορισμό ενός ή περισσοτέρωνδιαχειριστών, ηη) την ύπαρξη ή όχι δικαιώματος εναντίωσης στις πράξεις των διαχειριστών, θθ)τους λόγους ανάκλησης του διαχειριστή, ιι) τον τρόπο της δικαστικής και εξώδικηςαντιπροσώπευσης της εταιρίας, ιαια) τον τρόπο λήψης των αποφάσεων της εταιρίας και τις τυχόναυξημένες πλειοψηφίες της συνέλευσης των μελών της εταιρίας, ιβιβ) τις υποχρεώσεις απέναντιστους τρίτους, ιγιγ) τη διαναμή των κερδών και των ζημιών, ιδιδ) τους λόγους λύσης της εταιρίαςκαι ι-ειε) την εκκαθάριση της εταιρίας μετά τη λύση.
δ. Το καταστατικό της εταιρίας, καθώς και οι τροποποιήσεις του υποβάλλονται για έγκριση στονοικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών, στην περιφέρεια του οποίου έχει οριστεί η έδρα τηςεταιρίας. Η έγκριση του καταστατικού και των τροποποιήσεων του γίνεται με απόφαση τουδιοικητικού συμβουλίου του συλλόγου δικαστικών επιμελητών της έδρας της εταιρίας, που ελέγχειαν οι διατάξεις του καταστατικού συμφωνούν με τις διατάξεις του νόμου. Αν παρέλθει άπρακτοδιάστημα μηνός από την υποβολή προς έγκριση του καταστατικού ή τροποποίησης του η έγκρισηλογίζεται παρασχεθείσα. Η απόφαση που δεν εγκρίνει το καταστατικό της εταιρίας ή τιςτροποποιήσεις του πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
ε. Η απόφαση του Δ.Σ. του συλλόγου δικαστικών επιμελητών με την οποία εγκρίνεται τοκαταστατικό, ορίζει:
αα. Τη δημοσίευση της στα εκδιδόμενα από την Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών περιοδικά,καθώς και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών είτε στην έντυπη είτε στηνηλεκτρονική του μορφή.
ββ. Την εγγραφή της εταιρίας στα βιβλία εταιριών του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών.
γγ. Την ταυτόχρονη δημιουργία φακέλου της εταιρίας.
δδ. Την τοιχοκόλληση της στα γραφεία του συλλόγου δικαστικών επιμελητών επί τριάντα ημέρες.
Οι με αριθμούς ββ`, γγ` και δδ` πράξεις γίνονται υποχρεωτικά μέσα σε δύο εργάσιμες ημέρες απότην έκδοση της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου δικαστικών επιμελητών πουεγκρίνει το καταστατικό.
στ. Στο πρωτότυπο του καταστατικού το οποίο τηρείται στο αρχείο του οικείου συλλόγουτίθεται, ταυτόχρονα με την έγκριση, σφραγίδα θεώρησης του από τον πρόεδρο του ή τον νόμιμοαναπληρωτή του.
ζ. Οι εταιρίες, εκτός από τα υποχρεωτικώς τηρούμενα βιβλία σύμφωνα με τη φορολογικήνομοθεσία, υποχρεούνται να τηρούν και βιβλίο πρακτικών των αποφάσεων της συνέλευσης τωνεταίρων και των πράξεων των διαχειριστών Αντίγραφα από το βιβλίο πρακτικών, επικυρωμένα απότον διαχειριστή, δικαιούται να λαμβάνει οποιοσδήποτε εταίρος, καθώς και ο οικείος σύλλογοςδικαστικών επιμελητών σε περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου.
η. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου δικαστικών επιμελητών, που εγκρίνει ήαπορρίπτει το καταστατικό της εταιρίας, προσβάλλεται από όποιον έχει έννομο συμφέρον, μεαίτηση ακύρωσης.
θ. Η Αστική Εταιρία Δικαστικών Επιμελητών αποκτά νομική προσωπικότητα από τη στιγμή που θαεγγραφεί στο βιβλίο εταιριών του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών Εφόσον στοκαταστατικό δεν ορίζεται διαφορετικά, οι πριν από την απόκτηση νομικής προσωπικότηταςπροπαρασκευαστικές πράξεις που αποσκοπούσαν στην ίδρυση της εταιρίας, καθώς καιδικαιοπραξίες των ιδρυτικών εταίρων τις οποίες τυχόν είχαν συνάψει, που δεν έχουν σχέση προςτην ίδρυση αυτής, δεσμεύουν την εταιρεία, εφόσον εγκρίθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο από αυτήνμετά την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας.
ι. Οι διατάξεις δημοσιότητας του άρθρου 6 για τη σύσταση της εταιρείας εφαρμόζονται και σεπερίπτωση τροποποίησης του καταστατικού της το οποίο κωδικοποιείται. Το κωδικοποιημένα μετην τροποποίηση καταστατικό σημειώνεται στο βιβλίο των εταιρειών του οικείου συλλόγουδικαστικών επιμελητών με τον ίδιο γενικό αριθμό και καταχωρείται στο φάκελο της εταιρίας μεειδικό αύξοντα αριθμό. Αν λυθεί η εταιρία με συμφωνία των εταίρων, η συμφωνία γίνεται εγγράφωςκαι υποβάλλεται στο οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών, ο οποίος με απόφαση του διοικητικούσυμβουλίου διαπιστώνει τη λύση της εταιρίας. Οι διατάξεις δημοσιότητας του άρθρου 6εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή. Συγχρόνως γίνεται σημείωση της λύσης στα οικεία βιβλίατου συλλόγου και η έγγραφη συμφωνία λύσης τίθεται στο φάκελο της εταιρίας που λύνεται. Αν μετη συμφωνία λύσης ορίζεται και εκκαθαριστής, σημειώνεται στο οικείο βιβλίο και το όνομα τουεκκαθαριστή.
ια. Απαγορεύεται στον εταίρο δικαστικό επιμελητή να συμμετέχει σε άλλη αστική εταιρίαδικαστικών επιμελητών ή να ασκεί ατομικά το επάγγελμα και γενικά να ενεργεί για δικό του ή ξέναλογαριασμό πράξεις αντίθετες με τα συμφέροντα της εταιρίας.
ιβ. Ως οικείος σύλλογος δικαστικών επιμελητών» νοείται ο «σύλλογος της έδρας της εταιρίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 108 παρ.1 του Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α51/12.3.2012 και ισχύει από 2.4.2012
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Δικαιώματα – Υποχρεώσεις
Άρθρο 20
Η άσκηση του λειτουργήματος του δικαστικού επιμελητή αρχίζει από την ημέρα της εγγραφής του στα Μητρώα του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών και της αρμόδιας εισαγγελίας πρωτοδικών και παύει με την κατά νόμιμο τρόπο απώλεια της ιδιότητάς του αυτής.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 21
1. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την άσκηση του λειτουργήματός του απολαμβάνει σεβασμού εκ μέρους κάθε αρχής και προσώπου, δικαιούται δε να εισέρχεται ελεύθερα σε όλα τα δημόσια καταστήματα, προκειμένου να εκτελέσει τα καθήκοντά του.
2. Μετά από πρόταση των οικείων συλλόγων δικαστικών επιμελητών, είναι δυνατόν να επιτραπεί σε δικαστικούς επιμελητές του ίδιου πρωτοδικείου η σύσταση αστικών εταιρειών, με σκοπό την από κοινού παροχή των υπηρεσιών τους. Η σύσταση, λειτουργία, τροποποίηση και λύση των αστικών αυτών εταιρειών ρυθμίζονται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Σημ.: όπως η παράγραφος 2 ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ από 2 Απριλίου 2012 με την παράγραφο 1ε`άρθρου 109 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.
Άρθρο 22
1. Ο δικαστικός επιμελητής εκδίδει και επικυρώνει αντίγραφα από τα πρωτότυπα έγγραφα που ο ίδιος συντάσσει ή τηρεί. Τα αντίγραφα αυτά έχουν την ίδια ισχύ με τα πρωτότυπα. Επίσης, δικαιούται να εκδίδει και επικυρώνει αντίγραφα των εγγράφων και τίτλων, που βρίσκονται στα χέρια του με ανάθεση εντολής, τα οποία έχουν την ίδια ισχύ με τα έγγραφα αυτά.
2. Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται, με αποκλειστικό σκοπό την εξεύρεση περιουσιακών στοιχείων οφειλετών, εναντίον των οποίων έχει εντολή να διενεργήσει κατάσχεση ή άλλη πράξη εκτελέσεως, να ενεργεί έρευνες στα δημόσια βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλακεία, κτηματολογικά γραφεία, νηολόγια, ναυτικό υποθηκολόγια, Μητρώα αεροσκαφών και διευθύνσεις συγκοινωνιών. Επίσης, για τον ίδιο σκοπό δικαιούται να λαμβάνει γνώση και να ζητά αντίγραφα όλων των προς μεταγραφή πράξεων των συμβολαιογράφων, των συμβολαιογραφικών εγγράφων μεταβιβάσεως κυριότητας κινητών και των εγγράφων που αφορούν αναγκαστική εκτέλεση και είναι κατατεθειμένα σε συμβολαιογράφο.
Άρθρο 23
Ο δικαστικός επιμελητής, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, δικαιούται να ενεργεί έλεγχο για την εξακρίβωση της ταυτότητας εκείνων, τους οποίους αφορά η εκτέλεση ή η επίδοση. Στις περιπτώσεις αυτές, όποιος αρνηθεί να δηλώσει την ταυτότητά του ή δηλώσει ψευδή στοιχεία, τιμωρείται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα.
Άρθρο 24
1. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να απομακρύνει από τον εκτελέσεως ή της επιχειρούμενης πράξεως όσους με οποιονδήποτε τρόπο τον παρεμποδίζουν. `Όποιος εξακολουθεί να παρεμποδίζει, τιμωρείται για απείθεια κατά το άρθρο 169 του Ποινικού Κώδικα.
2. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δικαιούται να ζητά, όταν ο ίδιος το κρίνει αναγκαίο, τη βοήθεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, η οποία υποχρεούται να τον συνδράμει αμέσως, χωρίς να παρεμβαίνει στα καθήκοντά του και χωρίς να τον απομακρύνει από τον τόπο της εκτελέσεως για οποιονδήποτε λόγο, πριν τελειώσει το έργο του. Η συνδρομή αυτή μπορεί να ζητηθεί και προφορικά ή τηλεφωνικά.
Άρθρο 25
1. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ενεργεί ως όργανα της πολιτείας, σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου και στην περίπτωση αυτή είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα.
2. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του έχει δικαίωμα να ζητά τις αναγκαίες πληροφορίες από τους πολίτες και ειδικότερα από συνοίκους, γείτονες, θυρωρούς και διαχειριστές πολυκατοικιών ή μεγάρων. Σε περίπτωση που κάποιος δώσει με επίγνωση ψευδείς πληροφορίες, τιμωρείται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα.
Άρθρο 26
Ο δικαστικός επιμελητής μπορεί:
α) να αναθέσει με έγγραφη εντολή του σε άλλο δικαστικό επιμελητή, κατά τόπο αρμόδιο, την ενέργεια οποιασδήποτε πράξεως της διαδικασίας εκτελέσεως, που έχει ανατεθεί σε αυτόν, εκτός από την πρώτη μετά την επίδοση επιταγής πράξη, την κατάρτιση της κατά τα άρθρα 955 και 999 Κ.Πολ.Δ. περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και την έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού και
β) να αναπληρωθεί ή αντικατασταθεί με έγγραφη εντολή του ποραγγέλοντος διαδίκου ή του νόμιμου πληρεξουσίου του.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 27
1. Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια ενός μηνός, είτε συνεχόμενη είτε τμηματική. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθεί κανονική άδεια απουσίας και για έναν ακόμη μήνα. Η άδεια χορηγείται από τον εισαγγελέα πρωτοδικών μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου και γνωστοποιείται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών. Στο έγγραφο της άδειας αναγράφεται η χρονολογία ενάρξεως και λήξεώς της, καθώς και ο αναπληρωτής του αδειούχου. Αν η χρήση της άδειας πρόκειται να γίνει τον Αύγουστο, δεν απαιτείται η τήρηση της παραπάνω διαδικασίας, υποχρεωτικά όμως παραμένει στην έδρα του το ένα τέταρτο των μελών του συλλόγου, που καθορίζεται με απόφαση του προέδρου του. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να παραμείνει στην έδρα της περιφέρειας του πρωτοδικείου τουλάχιστον ένας δικαστικός επιμελητής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το εδάφ. ε`παρ.24άρθρ.3 Ν.2479/1997.
2. `Έγκυος δικαστική επιμελήτρια μπορεί να απέχει από την άσκηση των καθηκόντων της από τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης και για έξι το πολύ μήνες μετά τον τοκετό. Κατά το χρόνια της αποχής αυτής θεωρείται ότι βρίσκεται σε κανονική άδεια. Η αποχή εγκρίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, μετά από αίτηση της δικαστικής επιμελήτριας και σχετική ιατρική βεβαίωση και γνωστοποιείται στο σύλλογό της. Στο έγγραφο της εγκρίσεως ορίζεται και ο αναπληρωτής της.
3. Ο δικαστικός επιμελητής, που θα κληθεί στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, έχει υποχρέωση να το γνωρίσει εγγράφως στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών και τον πρόεδρο του συλλόγου του.
Άρθρο 28
1. Με αίτησή του χορηγείται στο δικαστικό επιμελητή από το Υπουργείο Δικαιοσύνης αναρρωτική άδεια απουσίας μέχρι ένα το πολύ έτος. Η άδεια αυτή χορηγείται τμηματικά και για τρίμηνα το πολύ διάστημα, ύστερα από βεβαίωση νοσοκομειακού γιατρού για την ασθένεια και την ανάγκη αποχής από τα καθήκοντά του, μπορεί δε να παραταθεί επί ένα ακόμη έτος για παθήσεις από τις αναφερόμενες στο άρθρο 109 του προεδρικού διατάγματος 611/1977, όπως ισχύει κάθε φορά, ύστερα από γνωμάτευση της προβλεπόμενης από το ίδιο προεδρικό διάταγμα αρμόδιας Πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής.
2. Μετά την εξάντληση της κατά την προηγούμενη παράγραφο αναρρωτικής άδειας, ο δικαστικός επιμελητής παραπέμπεται υποχρεωτικά στη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, που προβλέπεται από το προεδρικό διάταγμα 611/1977, η οποία και γνωματεύει για την ικανότητα ασκήσεως των καθηκόντων του. Εάν διαπιστωθεί ανικανότητα, παραπέμπεται στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.
3. Σε περίπτωση προφανούς ανικανότητας του δικαστικού επιμελητή για άσκηση των καθηκόντων του, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο οικείος σύλλογος δικαστικών επιμελητών ή ο αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών μπορούν να παραπέμπουν αυτόν στη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 29
1. Μέχρι το τέλος Ιανουαρίου κάθε έτους ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να υποβάλει στο σύλλογό του και τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών απλή δήλωση ότι: α) ασκεί πραγματικά τα καθήκοντα του δικαστικού επιμελητή και διατηρεί γραφείο, σύμφωνα με το άρθρο 31 του παρόντος και β) δεν υπάγεται σε κανένα από τα ασυμβίβαστα του άρθρου 41 του παρόντος. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιέχει επίσης το όνομα, επώνυμο, ονοματεπώνυμο πατέρα, τόπο και χρόνο γεννήσεως, διεύθυνση κατοικίας και γραφείου, καθώς και δείγμα υπογραφής και σφραγίδας του. Σε περίπτωση μεταβολής οποιουδήποτε από τα παραπάνω στοιχεία ο δικαστικός επιμελητής είναι υποχρεωμένος να υποβάλει αμέσως σχετική δήλωση.
2. Οι δηλώσεις αυτές καταχωρίζονται στο μητρώο του συλλόγου και της εισαγγελίας και τοποθετούνται στους ατομικούς φακέλους, που υπάρχουν στο σύλλογο.
3. Η δήλωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 είναι απαράδεκτη, αν δεν συνοδεύεται με αντίγραφο αποδείξεως του συλλόγου ότι έχει καταβληθεί η ετήσια εισφορά του και δεν οφείλεται ληξιπρόθεσμη έκτακτη.
4. Μέχρι το τέλος Απριλίου κάθε έτους οι σύλλογοι δικαστικών επιμελητών υποχρεούνται να αποστέλλουν:
α) στο Υπουργείο Δικαιοσύνης καταστάσεις όσων δικαστικών επιμελητών υπέβαλαν την παραπάνω δήλωση, κατά πρωτοδικείο και
β) στους αρμόδιους εισαγγελείς πρωτοδικών καταστάσεις όσων δεν υπέβαλαν τη δήλωση αυτή.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 30
1. Ο σύλλογος χορηγεί στα μέλη του, μόλις υποβάλουν την κατά το προηγούμενα άρθρο δήλωση και παραδώσουν το προηγούμενα νέο δελτίο ταυτότητας δικαστικού επιμελητή με το οποίο αποδεικνύεται η ιδιότητά του. Στο δελτίο αυτό, που ισχύει μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του επόμενου έτους, επικολλάται πρόσφατη φωτογραφία του κατόχου και σημειώνεται ο αριθμός μητρώου το όνομα, επώνυμο και πατρώνυμό του, ο αριθμός φορολογικού του μητρώου, η διεύθυνση του γραφείου του, καθώς και το πρωτοδικείο που είναι διορισμένος. Το δελτίο χρονολογείται υπογράφεται από τον πρόεδρο του συλλόγου και θεωρείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών. Δελτίο ταυτότητας χορηγείται επίσης στους διοριζόμενους και μετατιθέμενους δικαστικούς επιμελητές, μετά την εγγραφή τους στο κατά το άρθρο 19 του παρόντος μητρώο του συλλόγου.
2. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την άσκηση των καθηκόντων του έχει υποχρέωση να γράφει καθαρά σε κάθε έγγραφο που συντάσσει, εκδίδει ή επιδίδει το ονοματεπώνυμό του και τη διεύθυνση του γραφείου του.
3. Σε περίπτωση ασφαλείας του δελτίου ταυτότητας χορηγείται από το σύλλογο νέο δελτίο σε αντικατάσταση του απολεσθέντος, αφού προηγουμένως υποβληθεί για την απώλεια υπεύθυνη δήλωση του νόμου 1599/1986. Το νέο αυτά δελτίο ισχύει μέχρι την ημέρα που ίσχυε το απωλεσθέν.
4. Ο δικαστικός επιμελητής χρησιμοποιεί ατομικήυπηρεσιακή σφραγίδα, της οποίας ο τύπος πρέπει να είναι σύμφωνα προς τον περιγραφόμενα από τιςδιατάξεις της 63669/1975 (Φ.Ε.Κ. 769 Β`) αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 31
1. Ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να διατηρεί γραφείο στην έδρα του πρωτοδικείου που είναι διορισμένος ή στην έδρα ειρηνοδικείου του ίδιου πρωτοδικείου. Κατ` Εξαίρεση, οι δικαστικοί επιμελητές των περιφερειών των Πρωτοδικείων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του παρόντος έχουν υποχρέωση να διατηρούν γραφείο στην περιφέρεια ενός τουλάχιστον από τα δύο πρωτοδικεία.
2.Ο δικαστικός επιμελητής εκτός από το κατά την προηγούμενη παράγραφο μπορεί να διατηρεί γραφείο και στην έδρα οποιουδήποτε ειρηνοδικείου την περιφέρεια που ασκεί τα καθήκοντά του.
3. Απαγορεύεται η διαφήμιση του δικαστικού επιμελητή στις εφημερίδες, σταμέσα μαζικής ενημέρωσης, σε κάθε είδους έντυπα και στο διαδίκτυο. Σταεπισκεπτήρια και τα επιστολόχαρτα του δικαστικού επιμελητή, καθώς και στηνιστοσελίδα του επιτρέπεται μόνον η αναγραφή του ονόματος του, τηςδιευθύνσεως, των τηλεφώνων του, της ηλεκτρονικής του διεύθυνσης και τηςπεριφέρειας του δικαστηρίου στην οποία ασκεί το λειτούργημα του. Καταχωρίσειςδικαστικών επιμελητών σε επαγγελματικούς οδηγούς και τηλεφωνικούς καταλόγουςεπιτρέπεται να περιέχουν μόνα τα ανωτέρω στοιχεία. Ανάρτηση πινακίδας με τοόνομα και την ιδιότητα του δικαστικού επιμελητή επιτρέπεται μόνα στην είσοδοτου κτηρίου και στη θύρα του γραφείου του. Παράβαση των ανωτέρω συνιστάπειθαρχικό αδίκημα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 53 του παρόντος.
Σημ.: όπως η παρ.3 προστέθηκε με το άρθρο 73 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α` 77/7.5.2008 και ισχύει ΑΠΟ 8.6.2008.
Άρθρο 32
Ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις εντολές, τις αποφάσεις και τις οδηγίες του συλλόγου του να συμπεριφέρεται με αξιοπρέπεια και να ασκεί το λειτούργημά του με επιμέλεια και ευσυνειδησία.
Άρθρο 33
Ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση, για κάθε αξιόποινη πράξη που υποπίπτει στην αντίληψη του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να συντάσσει έκθεση και να την υποβάλει στον αρμόδιο εισαγγελέα.
Άρθρο 34
1. Ο δικαστικός επιμελητής τηρεί βιβλία επιδόσεων, ατελών επιδόσεων και εκτελέσεων, αριθμημένα μονογραφημένα και ανά φύλλο από τον αρμόδιο πρόεδρο πρωτοδικών, στα οποία καταχωρίζονται οι αντίστοιχες πράξεις, που καταρτίζονται από αυτόν, κατά χρονολογική σειρά και με ιδιαίτερο αριθμό η καθεμία.
2. Στα βιβλίο αυτά και στο αρχείο του δικαστικού επιμελητή γίνεται μια φορά το χρόνο επιθεώρηση από τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών ή τον οριζόμενα από αυτόν ειρηνοδίκη. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών μπορεί κατά την κρίση του να ενεργεί οποτεδήποτε και έκτακτο έλεγχο. Η έκθεση επιθεωρήσεως αποστέλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών, για να τεθεί στο φάκελο του επιθεωρούμενου.
Άρθρο 35
1. Ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να τηρεί αρχείο των μεν προβλεπόμενων από την παράγραφο του άρθρου 140 Κ. Πολ.Δ. εκθέσεων επιδόσεως επί πέντε έτη, των δε πρωτότυπων πράξεων εκτελέσεως επί δέκα έτη από την πραγματοποίησή τους.
2. `Όταν υπάρχει νόμιμος λόγος να παραδοθεί έγγραφο του αρχείου σε δικαστική ή άλλη αρχή, ο δικαστικός επιμελητής εκδίδει και επικυρώνει αντίγραφο αυτού, το οποίο φυλάσσεται στο αρχείο του και ισχύει ως πρωτότυπο μέχρι την επιστροφή του πρωτοτύπου.
Άρθρο 36
Ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να χορηγεί αντίγραφα των εγγράφων, τα οποία συντάσσει ή τηρεί στους διαδίκους που αναφέρονται σε αυτά, καθώς και στους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους τους. Σε κάθε άλλον που έχει έννομο συμφέρον χορηγεί αντίγραφα μόνον ύστερα από έγκριση του προέδρου πρωτοδικών. Απαγορεύεται στο δικαστικό επιμελητή η ανακοίνωση του περιεχομένου των εγγράφων του αρχείου του σε οποιονδήποτε εκτός από αυτούς που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια.
Άρθρο 37
`Όταν κατά τις κείμενες διατάξεις απαιτείται βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής του δικαστικού επιμελητή, αυτή γίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών ή τον πρόεδρο του συλλόγου δικαστικών επιμελητών. Η γνησιότητα της υπογραφής του τελευταίου, όταν απαιτείται κατά νόμο, βεβαιώνεται από τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας του συλλόγου.
Άρθρο 38
Ο δικαστικός επιμελητής απαγορεύεται να πλειοδοτεί για τον εαυτό του ή τρίτο ή να αποδέχεται κατακύρωση υπέρ αυτού ή υπέρ τρίτου σε πλειστηριασμούς, στους οποίους μετέχει ως όργανα εκτελέσεως.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 39
1. Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια. `Όταν εκτελεί απόφαση γιο προσωπική κράτηση, έχει υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ευγένεια στον κρατούμενα και να σέβεται την τιμή και την υπόληψη του, αφού προηγουμένως λάβει τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση που αυτός κρίνεται ύποπτος φυγής. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την εκτέλεση αποφάσεως προσωπικής κρατήσεως μπορεί, μέχρι την παράδοση του κρατουμένου στη φυλακή, να τον φυλάσσει ο ίδιος ή να τον παραδώσει σε αστυνομικό τμήμα της περιφέρειας του πρωτοδικείου, που ασκεί τα καθήκοντά του. Το αστυνομικό τμήμα υποχρεούται να τον δεχτεί και να τον φυλάσσει, παραλαμβάνει δε αυτόν και τον παραδίδει με απόδειξη.
2. Αν δεν λειτουργούν δικαστικές φυλακές στην περιφέρεια αρμοδιότητα τού δικαστικού επιμελητή,εξακολουθεί αυτός να είναι αρμόδιος κατά τόπο για την προσαγωγή και μόνα του κρατουμένου μέχρι δε την παράδοσή του στις αρμόδιες δικαστικές φυλακές. Αν κατά τη μεταγωγή αυτή δεν είναι δυνατή η άμεση παράδοσή του στις φυλακές ο δικαστικός επιμελητής τον παραδίδει προφύλαξη στο αστυνομικό τμήμα την περιφέρεια των φυλακών. Αν η μεταγωγή γίνεται με πλοίο, ο δικαστικός επιμελητής μπορεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είτε να φυλάσσει ο ίδιος τον κρατούμενα είτε να τον παραδώσει προφύλαξη στον πλοίαρχο του πλοίου.
3. Κατά τη διάρκεια της φύλαξης του κρατουμένου σε αστυνομικό τμήμα, ο δικαστικά επιμελητής υποχρεούται να μεριμνά για την κάλυψη των δαπανών τροφοδοσίας και περίθαλψης του. Ομοίως, υποχρεούται σε περίπτωση εισαγωγής του κρατουμένου σε νοσοκομείο να κινεί την κατά νόμο διαδικασία για την έκδοση απόφασης, συνέχισης ή διακοπής της φύλαξής του.
Άρθρο 40
1. Στις περιπτώσεις που ο νόμος απαιτεί την παρουσία δύο μαρτύρων, κατά την ενέργεια πράξεως από δικαστικό επιμελητή, νόμιμα ενεργείται η πράξη, αν αντί των δύο μαρτύρων παρίσταται άλλος αρμόδιος κατά τόπο, δικαστικός επιμελητής που δεν τελεί σε αργία.
2. Η ιδιότητα του συζύγου ή η συγγένεια προσώπου προς το δικαστικό επιμελητής δεν αποτελεί κώλυμα για τη σύμπραξή του στις ενεργούμενες από τον τελευταίο πράξεις.
Άρθρο 41
1 .Είναι ασυμβίβαστη προς το λειτούργημα του δικαστικού επιμελητή η άσκηση: α) κάθε έμμισθης υπηρεσίας στο Δημόσιο, τους δήμους, τις κοινότητες και τον κατά τις κείμενες διατάξεις ευρύτερο δημόσιο τομέα, εκτός αν ο νόμος ρητά το επιτρέπει και β) κάθε άλλου επαγγέλματος, καθώς και έμμισθης υπηρεσίας σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
2. Δικαστικός επιμελητής, που εκλέγεται βουλευτής, αντιπρόσωπος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, νομάρχης, δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητας, τελεί σε αναστολή του λειτουργήματός του και δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά του για όσο διάστημα διαρκεί αυτή η θητεία. “Η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται για προέδρους κοινοτήτων με εγγεγραμμένους κατοίκους κάτω των χιλίων (1.000), οι οποίοι έχουν εκλεγεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.12 του άρθρου 10 τουΝ.2331/1995 (Α 173).
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Μεταβολές υπηρεσιακής καταστάσεως
Άρθρο 42
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί με γνώμη των αρμόδιων συλλόγων δικαστικών επιμελητών, να μεταθέσει δικαστικό επιμελητή μετά από αίτηση του σε κενή οργανική θέση άλλου πρωτοδικείου, αν το επιβάλλουν σοβαροί λόγοι και εφόσον αυτός έχει συμπληρώσει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στο πρωτοδικείο που υπηρετεί. Οι αιτήσεις μεταθέσεων υποβάλλονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης κατά το μήνα Σεπτέμβριο εκάστου έτους. Επί των αιτήσεων μεταθέσεων αποφασίζουν τα Διοικητικά Συμβούλια των οικείων Συλλόγων Δικαστικών Επιμελητών το αργότερο μέχρι τέλους Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Μπορεί, επίσης, να μεταθέσει αμοιβαία με αίτηση τους δικαστικούςεπιμελητές, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το πεντηκοστό πέμπτο έτος τηςηλικίας τους και έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία δικαστικούεπιμελητή στο πρωτοδικείο που υπηρετούν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.10 άρθρ.22 Ν.2521/1997
Άρθρο 43
Αν υπάρχουν τόσες κενές θέσεις σε περιφέρεια Εφετείου, στην οποία ο αριθμός των οργανικών θέσεων δεν υπερβαίνει τις είκοσι έξι ή έκτακτα κωλύματα των υπηρετούντων σε αυτό, ώστε οι απομένοντες δικαστικοί επιμελητές να μην επαρκούν για τις ανάγκες της περιφέρειας αυτής, μπορεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά από γνώμη των προέδρων εφετών και των προέδρων των οικείων συλλόγων δικαστικών επιμελητών, με απόφασή του, να αποσπάσει προσωρινά δικαστικό επιμελητή, που το ζητά, από περιφέρεια άλλου εφετείου.
Αν δεν υπάρχει τέτοια αίτηση ο Υπουργός μπορεί, έχοντας τη γνώμη των παραπάνω προέδρων ναεπιτρέπει προσωρινά στους δικαστικούς επιμελητές της περιφέρειας ενός ή περισσότερωνγειτονικών εφετείων να ασκούν τα καθήκοντά τους και στην περιφέρεια του εφετείου αυτού. ΟΥπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποχρεούται μέσα σε τριάνταημέρες από την πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων ή την άρση των παραπάνω κωλυμάτωννα εκδώσει απόφαση, με την οποία παύουν να ισχύουν οι ρυθμίσεις αυτές. Η απόφαση κοινοποιείταιστους ενδιαφερομένους. Στην περίπτωση αυτή οι εκκρεμείς εκτελέσεις συνεχίζονται από άλλοδικαστικό επιμελητή, που ορίζεται σύμφωνα με τη διάταξη της περιπτώσεως β` του άρθρου 26του παρόντος. Αν η κατά τα πρώτο εδάφιο απόσπαση διαρκέσει περισσότερο από δύο χρόνια,δικαιούται ο αποσπασμένος με αίτησή του στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και ΑνθρωπίνωνΔικαιωμάτων να ζητήσει την οριστική του μετάθεση στην περιφέρεια του εφετείου που έχειαποσπασθεί. Στην περίπτωση αυτή ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και ΑνθρωπίνωνΔικαιωμάτων μεταθέτει υποχρεωτικά το δικαστικό επιμελητή, εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση,χωρίς άλλη διατύπωση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.17 άρθρου 59Ν.3160/2003 (Α΄ 165)αντικαταστάθηκε πάλι με τη παρ.2 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 44
1.Ο μετατιθέμενος έχει υποχρέωση να υποβάλει αίτηση για την εγγραφή του στο μητρώο του συλλόγου, στον οποίο μετακινείται, μέσα σε προθεσμία ένας μηνός από την ημέρα που θα του επιδοθεί το έγγραφο για τη μετάθεσή του. Η αίτηση επιτρέπει να έχει όλα τα στοιχεία του άρθρου 29 του παρόντος. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η Μετάθεση ανακαλείται αυτεπάγγελτα ή με αίτηση του παραπάνω συλλόγου δικαστικών επιμελητών, εκτός από την περίπτωσηανώτερης βίας, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
2. Ο σύλλογος, στο μητρώο του οποίου εγγράφεται ο μετατιθέμενος, ειδοποιεί εγγράφως μέσα σε προθεσμία . είκοσι ημερών από την εγγραφή: ο) το σύλλογο από τον οποίο μετατέθηκε ο δικαστικός επιμελητής, β) τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, γ)την ομοσπονδία δικαστικών επιμελητών και δ) το Υπουργείο Δικαιοσύνης, για να προβούν στην ενημέρωση των μητρώων τους.
3. Στην περίπτωση που η Μετάθεση δεν συνεπάγεται μεταβολή του συλλόγου η κατά την παράγραφο 1 αίτηση υποβάλλεται στο σύλλογο προς ενημέρωση του μητρώου για την επελθούσα μεταβολή, ο δε συλλογισμός ενεργεί σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.
4. Ο μετατιθέμενος μόλις του επιδοθεί το έγγραφο της μεταθέσεως έχει υποχρέωση να παραδώσει το δελτίο της ταυτότητάς του στο σύλλογο που την έχει εκδώσει. Το δελτίο αυτό του επιστρέφεται σε περίπτωση που ανακληθεί η Μετάθεση.
Άρθρο 45
1. Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία ο δικαστικός επιμελητής, που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία: α) λόγω προσωρινής κρατήσεως έστω και αν αντικαταστάθηκε αυτή με περιοριστικούς όρους β) λόγω καταδίκης του σε ποινή καθείρξεως, έστω και αν προσωρινά διακόπηκε η εκτέλεσή του και Υ) λόγω καταδίκης του σε ποινή φυλακίσεως που δεν μετατράπηκε για όσο χρόνο διαρκεί η εκτέλεση της εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι της κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 79 του παρόντος εκπτώσεως από την υπηρεσία. Η θέση σε αργίαδιαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
2. Είναι δυνατόν με απόφαση του οικείου πειθαρχικού συμβουλίου, να τεθεί σε αργία ο δικαστικός επιμελητής κατά του οποίου εκκρεμεί ποινική δίωρη για αδίκημα το οποίο συνεπάγεται την έκπτωση από το λειτούργημα εφόσον έχει εκδοθεί έστω και οριακό παραπεμπτικό βούλευμα. Σχετική πρόταση στο πειθαρχικό συμβούλιο μπορούν να απευθύνουν ο Υπουργός Δικαιοσύνης ο αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών ή ο οικείος σύλλογος δικαστικών επιμελητών. Κατά της αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου επιτρέπεται άσκηση εφέσεως κατά τις διατάξεις του άρθρου 73 του παρόντος. Μετά τη θέση του δικαστικού επιμελητή σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο συνέρχεται ανά εξάμηνα, μετά από σχετικό ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, για να αποφασίσει τη συνέχιση ή όχι την αργία. Αν εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, μη συνεπαγόμενη την έκπτωση του δικαστικού επιμελητής επανέρχεται αυτό ενεργό υπηρεσία αυτοδίκαια.
3. Ο αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος για θέση σε αργία του δικαστικού επιμελητή, αναφέρει σχετικά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και ενημερώνει τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.
4. Ο δικαστικός επιμελητής, από τη θέση του σε αυτοδίκαιη αργία ή από την κοινοποίηση της πράξεως νιο τη θέση του σε αργία, υποχρεούται να παραδώσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα το δελτίο ταυτότητάς του στον οικείο σύλλογο και να απέχει από κάθε πράξη ασκήσεως του λειτουργήματός του, μέχρι την επαναφορά του στην ενεργό υπηρεσία, διαφορετικά τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα.
5. Για τη θέση του δικαστικού επιμελητή σε αργία, κατά την παράγραφο 2 τη συνέχιση αυτής καθώς και την επαναφορά του στην ενεργό υπηρεσία εκδίδεται απόφαση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
6. Εάν εκλείψουν οι λόγοι, για τους οποίου τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, ο δικαστικός επιμελητής επανέρχεται αυτοδίκαια στην ενεργό υπηρεσία με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνη.
7. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών ο οικείος δικηγορικός σύλλογος η ομοσπονδία και ο οικείος σύλλογος δικαστικών επιμελητών ενημερώνονταιαπό το Υπουργείο Δικαιοσύνης για τη θέση σε αργία του δικαστικού επιμελητή, την παράταση αυτής και την επαναφορά του την ενεργό υπηρεσία.
Άρθρο 46
Η αργία και η επαναφορά στην ενεργό υπηρεσίας του δικαστικού επιμελητή καταχωρούνται στα οικεία Μητρώα.
Άρθρο 47
1. Δικαστικός επιμελητής, που απολύθηκε για λόγους υγείας, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 28 του παρόντος μπορεί να αναδιοριστεί με αίτησή του, εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση, σε ένα από τα πρωτοδικεία που είχε υπηρετήσει, αν η κατά το προεδρικό διάταγμα 611/1977 αρμόδια δευτεροβάθμια επιτροπή γνωματεύσει ότι είναι ικανός να ασκεί τα καθήκοντά του. “Αν δεν υπάρχει κενή οργανική θέση, διορίζεται ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη οργανική θέση που θα κενωθεί.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τηνπαρ.18 του άρθρου 59 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165).
2. Δικαστικός επιμελητής που παραιτήθηκε, μπορεί να αναδιοριστεί με αίτησή του σε ένα από τα πρωτοδικεία που είχε υπηρετήσει αν υπάρχει κενή οργανική θέση.
3. Ο Αναδιορισμός γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, εφόσον δεν συντρέχουν τα κωλύματα του άρθρου 4 του παρόντος, στην περίπτωση δε τη προηγούμενη παραγράφου, εφόσον επιπλέον δεν έχουν περάσει τρία χρόνια από την Παραίτηση του ενδιαφερομένου και δεν έχει υπερβεί αυτό το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του.
4. Προκειμένου περί δικαστικού επιμελητή ο οποίος έχει παραιτηθεί πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η κατά την προηγούμενη παράγραφο τριετία άρχεται από την ημερομηνία αυτή.
Σημ.: όπως ηπαρ.4 προστέθηκε με την παρ.11 άρθρ.22 Ν.2521/1997
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
Οργανικές θέσεις
Άρθρο 48
1.Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των δικαστικών επιμελητών καθορίζεται για τις περιφέρειες όλων των πρωτοδικείων το Δεκέμβριο κάθε τριετίας με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μετά από γνώμη του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών και του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών. Ο πρώτος κατά τον παρόντα καθορισμός θα γίνει το Δεκέμβριο του τρίτου έτους από την έναρξη της ισχύος του.
2. Αν στην περιφέρεια ενός πρωτοδικείου μειωθεί ο αριθμός των οργανικών θέσεων, οι επιπλέον υπηρετούντες δικαστικοί επιμελητές διατηρούνται σανυπηρεσία ως υπεράριθμοι και καταλαμβάνουν υποχρεωτικά κατά σειρά αρχαιότητας τις με οποιονδήποτε τρόπο κάθε φορά κενούμενες θέσεις, απαγορεύεται δε, μέχρι να εξαντληθεί ο αριθμός τους, να καλυφθούν οι θέσεις αυτές με άλλον τρόπο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
Αμοιβές
Άρθρο 49
Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται για κάθε ενέργεια να λάβει από τον εντολέα του τη νόμιμη αμοιβή, καθώς και κάθε δαπάνη που απαιτείται για την πραγματοποίηση της εντολής. Περισσότεροι του ενός εντολείς ευθύνονται εις ολόκληρο. Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να αξιώσει πριν από κάθε ενέργεια προκαταβολή ολόκληρη ή μέρους της αμοιβής του, την απαιτούμενη δαπάνη και την αναγκαία κατά περίπτωση τεχνική συνδρομή για κάθε πράξη.
Άρθρο 50
Οι αμοιβές των δικαστικών επιμελητών καθορίζονται κάθε φορά, και για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει την πενταετία, με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως .Η απόφαση λαμβάνει υπόψη τις διενεργούμενες πράξεις σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες της άσκησης του επαγγέλματος και τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας, καθώς και το βαθμό δυσκολίας πρόσβασης στις πράξεις αυτές. Επίσης, περιλαμβάνονται στην απόφαση η περιγραφή και το κόστος των πράξεων λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της διαφάνειας και της απλότητας. Το κόστος των πράξεων θα αναγράφεται υποχρεωτικά σε κάθε διενεργούμενη πράξη. Μέχρι τις 31.10.2015θα εκδοθεί η κοινή υπουργική απόφαση που θα λάβει υπόψη τις ανωτέρω αρχές μετά από γνώμη της Ομοσπονδίας των Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδας και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.3 της υποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015.
Άρθρο 51
Για επιδόσεις και λοιπές πράξεις οι οποίες ενεργούνται οπό δικαστικό επιμελητή κατόπιν παραγγελία οικονομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται στην παράγραφο 6 του άρ6ρου 1 του νόμου 1256/1982, τραπεζών ελληνικών και ξένων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί μετά από πρόταση του οικείου συλλόγου και απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να ορίζεται ότι ποσοστό μέχρι 50% τη δικαιούμενη από το δικαστικά επιμελητή αμοιβή παρακρατείται και αποδίδεται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών για να γίνει διανομή μεταξύ των μελών του. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο τρόπος εισπράξεως και διανομής των παρακρατουμένων, το ποσοστό που θα λαμβάνει ο σύλλογος για την αντιμετώπιση των σχετικών δαπανών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Η πρόταση του οικείου συλλόγου, για οποιοδήποτε από τα παραπάνω Θέματα γίνεται μετά από απόφαση της γενικής συνελεύσεως, που λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των εγγεγραμμένων νέων μελών μη υπολογισμένων αυτών που τελούν σε αργία ή αναστολή. Μερίσματα, που δεν ζητήθηκαν από τους δικαιούχους μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη διανομής παραγράφονται και περιέρχονται στην περιουσία του συλλόγου.
Άρθρο 52
Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να προβεί σε επίσχεση των κάθε μορφής εγγράφων που βρίσκονται στα χέρια του, μέχρι να καταβληθεί η νόμιμη αμοιβή του, καθώς και οι δαπάνες. Το δικαίωμα επισχέσεως ασκείται μόνον εφόσον και κατά την έκταση που ο πίνακας αμοιβών και δαπανών έχει εγκριθεί από τον πρόεδρο του συλλόγου ή τον αναπληρωτή τους που ενεργούν χωρίς υπαίτιο βραδύτητα. Η επίσχεση αίρεται με απόφαση του προέδρου πρωτοδικών, ο οποίος μπορεί να εξαρτήσει την άρση της από κατάθεση χρηματικής εγγυήσεως στο ταμείο του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών υπέρ του δικαστικού επιμελητή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
Πειθαρχικές διατάξεις
Άρθρο 53
1. Πειθαρχικό αδίκημα του δικαστικού επιμελητή αποτελεί κάθε υπαίτια παράβαση των καθηκόντων του, που μπορεί να του καταλογιστεί.
2.. Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων περιλαμβάνονται ιδίως: α) η έλλειψη πίστεως στην πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, β)η αδικαιολόγητη άρνηση ή αποφυγή εκτελέσεως την ανατιθέμενη σε αυτόν εντολής, καθώς και η πλημμελής εκτέλεση αυτής, γ) η παράβαση της επιβαλλόμενης εχεμύθειας για γεγονότα και πληροφορίες, των οποίων έχει λάβει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δ)η χρησιμοποίηση πληροφοριών που έχει από την εκτέλεση των καθηκόντων του, προκειμένου να αποκομίσει αυτό ή άλλο παράνομο όφελος, ε) κάθε πράξη ή παράλειψη του έγινε από δόλο ή βαρειά αμέλεια και προκάλεσε ακυρότητα, στ)η μη τήρηση των βιβλίων και του αρχείου, που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο και τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις, ζ) η μη εμπρόθεσμη υποβολή της προβλεπόμενης το άρθρο 29 του παρόντος διπλώσεως ή η υποβολή ψευδούς δηλώσεως,”η) ο αθέμιτος επαγγελματικός ανταγωνισμός που επιδιώκεται με την είσπραξη αμοιβώνμικρότερων από τις οριζόμενες με τις αντίστοιχες υπουργικές αποφάσεις. Το αυτό εφαρμόζεται καισε όλα τα μέλη της αστικής εταιρίας δικαστικών επιμελητών, αν ένα μέλος της υποπίπτει σε αυτότο πειθαρχικό αδίκημα”. θ) η μη καταβολή ή η αδικαιολόγητα καθυστερημένη καταβολή των πάσης φύσεως εισφορών και οφειλών προς το σύλλογό του και την ομοσπονδία, καθώς και των εισφορών του προς το ταμείο Πρόνοιας δικαστικών επιμελητών, ι) η παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 41 του Παρόντος, ια) η αναξιοπρεπής διαγωγή στην υπηρεσία και εκτός αυτής και ιβ)κ κάθε άλλο σχετικό με το λειτούργημα του παράπτωμα. που τελέσθηκε από πρόθεση και κατά τον ποινικό νόμο συνιστά τουλάχιστον πλημμέλημα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 108 παρ.2 του Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α51/12.3.2012 και ισχύει από 2.4.2012
3.Ως ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρείται η χρήση βίας, δόλου, απάτης ή άλλη παράνομη πράξεως για την επίτευξη του διορισμού τουδικαστικού επιμελητή.
4. Περισσότερες πράξεις, που συνιστούν επακολούθηση του ίδιου αδικήματος, θεωρούνται ως ενιαία πράξη και η βαρύτητά τους λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της ποινής.
Άρθρο 54
1.Πειθαρχικές ποινές κατά σειρά βαρύτητας είναι. α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο, που, το πος του δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το αντίστοιχο της αμοιβής δέκα επιδόσεων κατά το χρόνο επιβολής της ποινής, ούτε μεγαλύτερο του αντίστοιχου εκατό επιδόσεων ν) η προσωρινή παύση στο δεκαπέντε ημέρες μέχρι πέντε μήνες και δ)η οριστική παύση.
2. Η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως μπορεί να επιβληθεί μόνα για τα ακόλουθα Πειθαρχικά αδικήματα α) παραβάσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις α`,δ`,ι` και ιβ` της παραγράφου 2 και στην παράγραφο 3 του άρθρου 53 καθώς και στο άρθρο 33 του παρόντος, β) χαρακτηριστικά αναξιοπρεπή ή ανάξια δημόσιου λειτουργού διαγωγή κατά την υπηρεσία ή εκτός αυτής, Υ) κάθε πειθαρχικό αδίκημα που μπορεί από τη φύση του να προκαλέσει δημόσιο σκάνδαλο και δ) είσπραξη από το δικαστικό επιμελητή αμοιβών, που είναι ουσιωδώς μεγαλύτερες από τις νόμιμες, καθώς και δαπανών που δεν πραγματοποιήθηκαν ή είναι αδικαιολόγητες, εφόσον οι υπερβάσεις αυτές διαπιστώνονται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 55
Οι Πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται.
α) σε πρώτο βαθμό από το πρωτοβάθμιο πειθαρχικά συμβούλιο που απαρτίζεται από τον πρόεδρο πρωτοδικών της έδρας ταυ συλλόγου δικαστικών επιμελητών, του οποίου είναι μέλος ο κρινόμενος κατά το χρόνο της ασκήσεως της πειθαρχικής αγωγής, ως πρόεδρο, τον εισαγγελέα πρωτοδικών της ίδιας έδρας νόμιμα αναπληρούμενα, και το γενικό γραμματέα του συλλόγου δικαστικών επιμελητών, ο οποίος με απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου αναπληρούται από ένα μέλος του, πλην του προέδρου και αντιπροέδρου και
β) σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικόσυμβούλιο, που απαρτίζεται από τους ως εκ της έδρας του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών αρμόδιο πρόεδρο εφετών, ως πρόεδρο τον εισαγγελέα εφετών της ίδιας περιφέρειας, νόμιμα αναπληρούμενα και τον πρόεδρο του συλλόγου δικαστικών επιμελητώναναπληρούμενα από τον αντιπρόεδρο. Χρέη γραμματέα εκτελεί ένας από τους υπαλλήλους την γραμματεία του πρωτοδικείου ή του εφετείου αντίστοιχα, οριζόμενος από τον προϊστάμενό του.
Άρθρο 56
Η πειθαρχική δίωξη που έχει αρχίσει, συνεχίζεται και μετά την για οποιονδήποτε λόγο αποβολή της ιδιότητας του δικαστικού επιμελητή, με Εξαίρεση την περίπτωση θανάτου. Οι επιβαλλόμενες ποινές καταχωρούνται στα οικείο Μητρώα και η εκτέλεσή τους, πλην των προστίμων, αναστέλλεται για όσο χρόνο ο τιμωρημένος έχει από βάλει την ιδιότητα του δικαστικού επιμελητή. Τα επιβληθέντα πρόστιμα εισπράττονται σε βάρος του τιμωρηθέντος όχι όμως και των κληρονόμων του,
Άρθρο 57
1.Κανένας δεν διώκεται δεύτερη φορά για το αυτό πειθαρχικό αδίκημα.
2. Για κάθε πειθαρχικό αδίκημα μία μόνα πειθαρχική ποινή επιβάλλεται.
3. Εάν από τη διάπραξη του πειθαρχικού αδικήματος μέχρι την τελεσίδικη εκδίκασή του ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευνοϊκότερες για το διωκόμενα δικαστικό επιμελητή διατάξεις.
Άρθρο 58
1. Αν υπάρχουν περισσότερο του ενός συνεκδικαζομένα πειθαρχικά αδικήματα, ύστερα από τον καθορισμό της ποινής για καθένα από αυτά επιβάλλεται μία συνολική ποινής που αποτελείται από τη βαρύτερη από αυτές που προσδιορίστηκαν, επαυξανόμενη μέχρι το ανώτατο όριά της. Η οριστική παύση, αν είναι η βαρύτερη των καθοριζόμενων ποινών απορροφά τις τυχόν καθοριζόμενες μενες με την ίδια απόφαση ποινές προσωρινής παύσεως και επιβάλλεται ανεξάρτητα από άλλες καθοριζόμενες ποινές για τις οποίες ισχύει η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου.
2. Αν πρόκειται να εκτελεστούν ομοειδείς καταδικαστικές αποφάσεις κατά του ιδίου για συρρέοντα Πειθαρχικά αδικήματα, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. Αρμόδιο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής είναι το πειθαρχικό συμβούλιο που επέβαλε τη βαρύτερη των ομοειδών ποινών.
Άρθρο 59
1.Τα Πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται τρία χρόνια μετά την τέλεσή του.
2. Πειθαρχικά αδίκημα, που αποτελεί και ποινικό, δεν παραγράφεται πριν παρέλθει ο προβλεπόμενος από το νόμο χρόνος παραγραφής του ποινικού αδικήματος.
3. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται από την κοινοποίηση της πειθαρχικής αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως, αλλά όχι για διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών.
4. Η παραγραφή πειθαρχικού αδικήματος διακόπτεται, εφόσον τελεσθεί άλλο πειθαρχικά αδίκημα, Που αποσκοπεί στην απόκρυψη του πρώτου ή τη ματαίωση της ασκήσεως πειθαρχικής αγωγής γι` αυτό.
5. Οι Πειθαρχικές ποινές που έχουν τελεσίδικο επιβληθεί και έμειναν ανεκτέλεστες, παραγράφονται ύστερα από α) δέκα χρόνια η οριστική παύση, β) πέντε χρόνια η προσωρινή παύση και γ) τρία χρόνια κάθε άλλη μικρότερη ποινή.
6. Παραγραφέν πειθαρχικό αδίκημα λαμβάνεται υπόψη επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής κατά την τιμωρία άλλου πειθαρχικού αδικήματος που διαπράχθηκε πριν από την παραγραφή εκείνου.
Άρθρο 60
1.Οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για αποκλεισμό Εξαίρεση και αποχή των δικαστικών προσώπων εφαρμόζονται και για τα κατά το άρθρο 55 του παρόντος μέλη των πειθαρχικών συμβουλίων.
2. Αίτηση εξαιρέσεως από το διωκόμενα μόνα μία φορά σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας μπορεί να υποβληθεί.
3. Είναι απαράδεκτη η αίτηση εξαιρέσεων τόσων μελών του πειθαρχικού συμβουλίου από τα τακτικά ή αναπληρωματικό, ώστε να αποβαίνει αδύνατη η συγκρότησή του.
Άρθρο 61
1. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει με την έγερση πειθαρχικής αγωγής και τελειώνει με την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως.
2. Η πειθαρχική αγωγή περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και τα υπηρεσιακά στοιχεία του διωκόμενου και β) ακριβή καθορισμό των Πραγματικών περιστατικών, το οποίο στοιχειοθετούν το αποδιδόμενα πειθαρχικό αδίκημα και τις διατάξεις που το προβλέπουν.
3.Πειθαρχική αγωγή απευθύνεται στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο και συνοδεύεται από τον πειθαρχικό φάκελο. Αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής αποστέλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Άρθρο 62
1.Η πειθαρχική αγωγή ασκείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, ο οποίος μπορεί κατά την κρίση του να διατάξει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά την οποίο υποχρεωτικά καλείται να δώσει εξηγήσεις εκείνος που φέρεται ότι υπέπεσε στο πειθαρχικό αδίκημα υπόθεση τίθεται στο αρχείο, αν ο εισαγγελέας που παράγγειλε την προκαταρκτική εξέταση κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος εγέρσεως της πειθαρχικής αγωγής.
2. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί σε κάθε περίπτωση να παραγγείλει την άσκηση πειθαρχικής αγωγής.
3.Την κατά την παράγραφοτου παρόντος προκαταρκτική εξέταση ο αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών μπορεί να αναθέτει και σε πταισματοδίκη ή ειρηνοδίκη.
4.Πειθαρχικά αδικήματα που γίνονται ενώπιον δικαστηρίου ή ανακριτή βεβαιώνονται με έκθεση που αποστέλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών και τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.
Άρθρο 63
Το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου δικαστικών επιμελητών μπορεί, αυτεπάγγελτα ή μετά από αναφορά οποιουδήποτε πολίτη, να αναθέσει σε μέλος του την έρευνα για διαπίστωση στοιχείων που δικαιολογούν την ενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως μετά το πέρας της οποίας ο φάκελος της σχετικής έρευνας διαβιβάζεται στον αρμόδιο εισαγγελέα. Αν μέλος του διοικητικού συμβουλίου ενήργησε τέτοια έρευνα, αποκλείεται να συμμετάσχει στο πειθαρχικό συμβούλιο, που θα κρίνει την υπόθεση αυτή.
Άρθρο 64
1.Εκείνας, που ενεργεί την Προκαταρκτική εξέταση ή την κατά το προηγούμενα άρθρο έρευνα μπορεί να εξετάζει μάρτυρες ενόρκως ή ανωμοτί και να ζητά έγγραφα από κάθε αρχή, καλεί δε το δικαστικά επιμελητή να δώσει εγγράφως εξηγήσεις και συντάσσει σχετική έκθεση, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα.
2. Αν ο μάρτυρας που καλείται νιο εξέταση διαμένει σε άλλη περιφέρεια μπορεί εκείνος που έχει αναλάβει την Προκαταρκτική εξέταση ή την έρευνα να απευθυνθεί στον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, ο οποίος και αναθέτει την εξέταση του μάρτυρα σε αρμόδιο πταισματοδίκη ή ειρηνοδίκη.
Άρθρο 65
1.Ο αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών επιδίδει στο διωκόμενα την πειθαρχική αγωγή, που απευθύνεται στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, ο Πρόεδρος του οποίου ορίζει ένα από τα μέλη του ως εισηγητή. Η σχετική πράξη επιδίδεται στο διωκόμενα και ο εισηγητής καλεί αυτόν σε απολογία. Στην κλήση τάσσεται προθεσμία δέκα ημερών. Η απολογία είναι πάντοτε έγγραφη και εγχειρίζεται στον εισηγητή.
2. Ο διωκόμενος μπορεί πριν από την απολογία του να λαμβάνει γνώση όλων των εγγράφων της πειθαρχικής δικογραφίας, να παίρνει αντίγραφα αυτών να υποβάλει μαζί με την απολογία του το έγγραφα υπερασπίσεως του και να προτείνει μάρτυρες για εξέταση όχι περισσότερους από τρεις, οι οποίοι εξετάσονται ενόρκως από τον εισηγητή κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Μπορεί επίσης να ζητήσει από αυτόν να προσαχθούν κρίσιμα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που βρίσκονται σε οποιαδήποτε αρχή, υποχρεούται δε ο τελευταίος στην προσαγωγή τους εφόσον τα κρίνει ουσιώδη .
3. Μετά την απολογία του διωκόμενου και την εξέταση των μαρτύρων που προτάθηκαν ή αφού περάσει άπρακτη η προθεσμία για την απολογία του, η αγωγή εισάγεται στο Πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.
4.Η προδικασία είναι μυστική.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 66
Αν ο δικαστικός επιμελητής δεν έχει δηλώσει κατά το τελευταίο έτος τη διεύθυνση της κατοικίας ή του γραφείου του, σύμφωνα με το άρθρο 29 του παρόντος, ή έχει δηλώσει ψευδή διεύθυνση, κάθε προς αυτόν επίδοση της πειθαρχικής διαδικασίας μπορεί να γίνει στο γραμματέα του οικείου πρωτοδικείου ως αντίκλητό του.
Άρθρο 67
1.Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική.
2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική μπορεί όμως το οικείο πειθαρχικό συμβούλιο με απόφασή του να αναστείλει την πειθαρχική δίκη μέχρι να περατωθεί η ποινική. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της παραγραφής του πειθαρχικού αδικήματος δεν συμπληρώνεται Πριν περάσει έτος από την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου.
3 Τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικά βούλευμα, λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη στην πειθαρχική δίκη όπως έγιναν δεκτά στην ποινική. Αν εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για πράξη που τιμωρήθηκε πειθαρχικά επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη. Αν εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου γιο πράξη, για την οποία δεν κρίθηκε πειθαρχικά ελεγκτέος ο δικαστικός επιμελητής επαναλαμβάνεται η πειθαρχική διαδικασία, εφόσον η απόφαση αυτή δεν συνεπάγεται την κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 79 του παρόντος αυτοδίκαιη έκπτωσή του.
Άρθρο 68
Τα πειθαρχικά συμβούλια συνεδριάζουν σε κατάστημα του αρμοδίου δικαστηρίου, οι δε συνεδριάσεις τους δεν είναι δημόσιες. Ο διωκόμενος μπορεί να παρίσταται σε αυτές με δικηγόρο.
Άρθρο 69
1.Το πειθαρχικό συμβούλιο διασκεπτομενο μπορεί: α)να απορρίψει αμέσως την κατηγορία αν τη βρίσκει πρόδηλα αστήρικτη, χωρίς να υποχρεούται σε αυτήν την περίπτωση να καλέσει το διωκόμενα σε απολογία, οφείλει όμως να ανακοινώσει την απόφασή του αυτή τόσο το διωκόμενα άσο και σε αυτούς που έχουν δικαίωμα εφέσεως και β) να διατάξει περαιτέρω ανάκριση, οπότε ενεργούνται όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 65 τού παρόντος, μπορεί δε να ενεργηθεί του οποιαδήποτε άλλη κατά την κρίση του διαδικαστική πράξη κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας Την απόφασή του αυτή οφείλει να ανακοινώσει στο διωκόμενα.
2. Εφόσον κριθεί ώριμη η υπόθεση, το πειθαρχικό συμβούλιο ορίζει δια του προέδρου του δικάσιμο αυτής σε ορισμένη ημέρα και ώρα την οποία καθώς και τον τόπο εκδικάσεως, ανακοινώνει στον εγκαλούμενα δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες προ αυτής και τον καλεί να παραστεί, διαφορετικά η υπόθεση συζητείται σαν να είναι παρών. Οι κοινοποιήσεις και ανακοινώσεις γίνονται από υπαλλήλους της γραμματείας του αρμόδιου δικαστηρίου συντάσσεται δε σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως.
Άρθρο 70
Άρθρο 71
1.Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένες και λαμβάνονται σε μυστική διάσκεψη με παρουσία του γραμματέα. Η απόφαση βεβαιώνεται με πρόχειρη σημείωση που χρονολογείται και υπογράφεται από τον πρόεδρο και το γραμματέα, δεν ματαιώνεται δε σε περίπτωση μεταβολής στο πρόσωπο των μελών του συμβουλίου πριν από την καθαρογραφή και υπογραφή της. Στη συνέχεια καθαρογράφεται μέσα σε πέντε ημέρες υπογράφεται από τον πρόεδρο και το γραμματέα και καταχωρίζεται στο βιβλίο αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου, θεωρείται δε εκδοθείσα μόλις υπογραφεί από τον πρόεδρο.
2.Η οριστική απόφαση πρέπει να περιέχει: σ) τη σύνταξη του συμβουλίου, β) το ονοματεπώνυμο του εγκαλουμένου και του τυχόνπαριστάμενου δικηγόρου του, γ)μνεία της προηγηθείσας κλητεύσεως του εγκαλούμενου στην περίπτωση που δεν παρίσταται, δ)το κατηγορητήριο, ε) το αιτιολογικό και στ) το διατακτικό. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται, με επιμέλεια τουγραμματέα του συμβουλίου, κατά το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 69 του παρόντος στον εγκαλούμενα και τους έχοντες δικαίωμα εφέσεως.
Άρθρο 72
Τα πρακτικά των συζητήσεων του πειθαρχικού Συμβουλίου συντάσσονται από το γραμματέα, περιλαμβάνουν τα ονοματεπώνυμα αυτών που μετέχουν στη συζήτηση και σύντομη μνεία των άσων έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως, καθώς και σημείωση της ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την απογραφή της από τον πρόεδρο του συμβουλίου.
Άρθρο 73
1. Ολες οι οριστικές αποφάσεις των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων με εξαίρεση τις αθωωτικές αποφάσεις που εκδόθηκαν ομόφωνα.
2. Δικαίωμα για έφεση έχουν ο διωχθεί, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και ο αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών της περιφέρειας που είναι διορισμένος ο δικαστικός επιμελητής.
3. Η έφεση είναι απαράδεκτη, αν δεν ασκηθεί από μεν το διωχθέντα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της αποφάσεως, από δε τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τον εισαγγελέα μέσα σε τριάντα ημέρες από την κοινοποίησή της.
4. Η έφεση ασκείται με κατάθεση δικογράφου το γραμματέα του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου και διαβιβάζεται με φροντίδα του, μαζί με το φάκελο της δικογραφίας στο γραμματέα του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.
5. Η προθεσμία για την άσκηση, καθώς και η άσκηση της εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεωςέχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Άρθρο 74
1.Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο εξετάζει εκ νέου την υπόθεση, εφαρμόζοντας τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 69 του παρόντος, δεν μπορεί όμως να καταστήσει τη θέση του τιμωρηθέντος χειρότερη, αν η έφεση έχει ασκηθεί από τον τελευταίο.
2. Ως προς τη διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων, αποφάσεις αυτών, δικαικαιώματα των εγκαλουμένων και την τήρηση πρακτικών, εφαρμόζονται ανάλογα τα ορισμένα στα προηγούμενα άρθρα για τη λειτουργία των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 75
1.Οι τελεσίδικες πειθαρχικές αποφάσεις εκτελούνται με φροντίδα του εισαγγελέα πρωτοδικών της περιφέρειας του πρωτοδικείου που είναι διορισμένος ο τιμωρημένος. Αντίγραφα αυτών υποβάλλονται από τους γραμματείς των πειθαρχικών συμβουλίων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, κοινοποιούνται δε τόσο στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου της περιφέρειας, που είναι διορισμένος ο τιμωρημένος όσο και στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.
2. Στην περίπτωση της Προσωρινής παύσεως εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του παρόντος.
3. Τα επιβαλλόμενα κατά δικαστικών επιμελητών πρόστιμα για Πειθαρχικά αδικήματα αποτελούν έσοδο του συλλόγου δικαστικών επιμελητών, μέλος του οποίου είναι ο τιμωρημένος, και εισπράττονται κατά τη διαδικασία του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων.
Άρθρο 76
Η πειθαρχική διαδικασία σε όλα της τα στάδια διεξάγεται ατελώς. `Έξοδα δεν επιδικάζονται ούτε υπέρ ούτε σε βάρος των κρινόμενων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄
Παραίτηση – `Έκπτωση- Απόλυση
Άρθρο 77
1.Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να παραιτηθεί. Η Παραίτηση υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης δια του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών ο οποίος έχει υποχρέωση συγχρόνως να αναφέρει, αν εκκρεμεί ποινική δίωξη σε βάρος του παραιτουμένου ή έχει κινηθεί εναντίον του πειθαρχική διαδικασία έστω και αν αυτή βρίσκεται στο στάδιο προκαταρκτική εξετάσεως.
2. Λογίζεται ότι δεν υποβλήθηκε η Παραίτηση αν κατά το χρόνο της υποβολής της υπάρχει εκκρεμής σε βάρος του παραιτούμενου ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα από το αναφερόμενα στηνπερίπτωση γ` του άρθρου 4 του παρόντος.
3. Στην κρίση του Υπουργού Δικαιοσύνης απόκειται η αποδοχή ή όχι της αιτήσεως παραιτήσεως δικαστικού επιμελητή, εναντίον του οποίου έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία έστω και αν βρίσκεται στο στάδιο τηςκαταρκτικής εξετάσεως.
4. Η αποβολή της ιδιότητας του δικαστικού επιμελητή επέρχεται από την επίδοση σε αυτόν της αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία έγινε δεκτή η παραίτησή του. `Όρος προθεσμία ή αίρεση στην αίτηση παραιτήσεως, και εάν ακόμη είναι γραμμένα θεωρείται ότι δεν έχουν γραφεί.
Μετά παρέλευση τριάντα (30) ημερών από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως αποδοχής της παραιτήσεώς του ο Δικαστικός Επιμελητής θεωρείται ότι απέβαλε την ιδιότητα και εάν δεν επεδόθη σε αυτόν το σχετικό έγγραφο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.10 άρθρ.22Ν.2521/1997
Άρθρο 78
1.Μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της παραιτήσεως ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να ανακαλέσει εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η πράξη αποδοχής της.
2. Εάν μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή της παραιτήσεως, δεν δημοσιευθεί η πράξη αποδοχής της, τότε θεωρείται ότι έγινε αυτή δεκτή την τελευταία ημέρα του τριμήνου και από τότε επέρχεται αυτοδίκαια η αποβολή της ιδιότητος του δικαστικού επιμελητή.
Άρθρο 79
1.Ο δικαστικός επιμελητής εκπίπτει αυτοδίκαια από την υπηρεσία του, αν καταδικάστηκε αμετάκλητα: α) σε ποινή καθείρξεως, β) σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη των έξι μηνών για αδίκημα που αναφέρεται στην περίπτωση γ` του άρθρου 4 του παρόντος.
2.Εκπίπτει αυτοδίκαια επίσης ο δικαστικός επιμελητής εάν , με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, έχει τεθεί σε νόμιμη ή δικαστική απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη.
3. Οι γραμματείς των δικαστηρίων έχουν υποχρέωση να στέλνουν αμέσως στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών την ομοσπονδία και τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών αντίγραφα των κατά τις προηγούμενες παραγράφους ποινικών αποφάσεων.
4. Με φροντίδα του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών ο δικαστικός επιμελητής, που εξέπεσε αυτοδίκαια,διαγράφεται από τα Μητρώα που τηρούνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, την εισαγγελία πρωτοδικών και τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.
5. Για την προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος έκπτωση, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης που περιέχει και περίληψη της δικαστικής αποφάσεως.
6. Η κατά την παρ. 1 του παρόντος έκπτωση αίρεται με την απονομή χάριτος όχι όμως με την αναστολή εκτελέσεως της ποινής.
Για την άρση της εκπτώσεως και την επαναφορά στην υπηρεσία εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου.
Σε περίπτωση μη υπάρξεως κενής οργανικής θέσης ο επανερχόμενος στην υπηρεσία δικαστικός επιμελητής παραμένει ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη οργανική θέση που θα κενωθεί.
Άρθρο 80
1. Το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την Απόλυση δικαστικού επιμελητή από την υπηρεσία του. α) Εάν εντός τετραετίας καταδικαστεί τελεσίδικα σε τρεις Πειθαρχικές ποινές από τις οποίες οι δύο τουλάχιστον προσωρινής παύσεως και η τρίτη τουλάχιστον προστίμου β) για λόγους υγείας κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως.
2. Οι αρμόδιοι εισαγγελείς πρωτοδικών και οι οικείοι σύλλογοι δικαστικών επιμελητών έχουν υποχρέωση όταν συντρέχει λόγος δυνητικής απολύσεως να προκαλέσουν απόφαση του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού Συμβουλίου. Την απόφαση αυτή μπορεί να προκαλέσει και ο Υπουργός Δικαιοσύνης.
Άρθρο 81
1. Ο δικαστικός επιμελητής απολύεται υποχρεωτικά από την υπηρεσία του, αν επιβληθεί τελεσίδικα σε αυτόν οπό το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο η ποινή της οριστικής παύσεως.
2.Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου και της παραγράφου 1 του άρθρου 79 του παρόντος απαγορεύεται στον απολυθέντα ή εκπεσόντα αντίστοιχα δικαστικό επιμελητή η με οποιονδήποτε τρόπο σύμπραξη στα έργο του δικαστικού επιμελητή.
Άρθρο 82
Ο δικαστικός επιμελητής αποχωρεί υποχρεωτικά από την υπηρεσία του στο τέλος του ημερολογιακού έτους, κατά το οποίο συμπληρώνει το εξηκοστό πέμπτος έτος της ηλικίας του, η οποία αποδεικνύεται κατά το οριζόμενα στην περίπτωση α` της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του παρόντος. Η αποχώρηση διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 83
1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 80 και 81 του παρόντος η Απόλυση από την υπηρεσία γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και επιδίδεται στον απολυόμενα με φροντίδα του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών ισχύει δε από την επίδοσή της. Στις περιπτώσεις των άρθρων 77, 80 και 81 του παρόντος, αν από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως παρέλθει άπρακτο διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ημερών, η επίδοση θεωρείται ότι έγινε την τριακοστή ημέρα από αυτή.
2. Για την αποχώρηση του δικαστικού επιμελητή από την υπηρεσία γίνεται, με φροντίδα του Υπουργού Δικαιοσύνης ανακοίνωση στην ομοσπονδία και τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.
Άρθρο 84
1 .Διαγράφεται από τα Μητρώα ο δικαστικός επιμελητής που απέβαλε την ιδιότητά του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
2.Οι αποβιώσαντες διαγράφονται από το Μητρώα με βάση την οικεία ληξιαρχική πράξη θανάτου.
Άρθρο 85
1. `Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο αποβάλει την ιδιότητα του δικαστικού επιμελητή υποχρεούται να απέχει από την άσκηση του λειτουργήματος, διαφορετικά τιμωρείται κατά το άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα.
2. Ο διαγραφείς υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη διαγραφή τους να παραδώσει στο σύλλογό του το δελτίο της ταυτότητάς του, καθώς και την υπηρεσιακή του σφραγίδα.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄
Αναπλήρωση
Άρθρο 86
Ο δικαστικός επιμελητής κατά τη διάρκεια της κανονικής ή αναρρωτικής του άδειας, καθώς και κατά το χρόνο της προσωρινής του παύσεως, αργίας, ασθένειας ή στρατεύσεως αναπληρώνεται σε όλα τα καθήκοντά του από άλλο δικαστικά επιμελητή του ίδιου πρωτοδικείου, που ορίζεται με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών είτε αυτεπάγγελτα είτε με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η πράξη ανακοινώνεται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών. Για τις περιπτώσεις αυτές θεωρούνται ότι υπηρετούν στο ίδιο πρωτοδικείο οι αναφερόμεναι στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του παρόντος.
Άρθρο 87
1. Ο αναπληρωτής για κάθε πράξη που ενεργεί, δικαιούται να λάβει το μισό της αμοιβής, το δε άλλο μισό ανήκει στον αναπληρούμενα.
2 Τα έγγραφα, που καταρτίζονται από τον αναπληρωτή καταχωρίζονται στα βιβλία του αναπληρουμένου και τοποθετούνται στο αρχείο του τελευταίου.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 88
Σε περίπτωση που ο δικαστικός επιμελητής μετατεθεί, απολυθεί εκπέσει ή για οποιονδήποτε λόγο αποχωρήσει από την υπηρεσία, το αρχείο του, με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών παραδίδεται σε άλλο δικαστικό επιμελητή της περιφέρειας του ίδιου πρωτοδικείου, κατά προτίμηση εκ των νεωτέρων κατά το διορισμό ο οποίος τηρεί αυτά, εκδίδει και επικυρώνει αντίγραφα σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του παρόντος. Η διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 86 του παρόντος δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄
Ποινικές και δικονομικές διατάξεις
Άρθρο 89
1.`Όποιος, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικαστικού επιμελητή, ενεργεί πράξεις που ανάγονται στα καθήκοντα του τιμωρείται κατά το άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα. Με την ποινή του ίδιου άρθρου τιμωρείται και ο δικαστικός επιμελητής που με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνει τις πράξεις αυτές.
2. Δικαστικός επιμελητής ο οποίος με οποιονδήποτε τρόπο παραβαίνει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την κατά το άρθρο 51 του παρόντος υπουργική απόφαση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών, εκτός αν κατ` άλλη διάταξη νόμου τιμωρείται βαρύτερα. Το ίδιο ισχύει και για όσους με οποιονδήποτε τρόπο, ως εκ των καθηκόντων τους, διευκολύνουν τις παραβάσεις αυτές.
3. Σύλληψη δικαστικού επιμελητή και των συμπραττόντων με αυτόν προσώπων και παραπομπή τους στην αυτόφωρη διαδικασία δεν επιτρέπεται νια πράξεις τους που λαμβάνουν χώρα κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του πρώτου και έχουν σχέση με αυτά.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Άρθρο 90
Οι δικαστικοί επιμελητές είναι υποχρεωτικά μέλη των συλλόγων δικαστικών επιμελητών που συγκροτούνται σύμφωνα με τα επόμενα άρθρα.
Άρθρο 91
Οι Σύλλογοι Δικαστικών Επιμελητών αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχουν δική τους περιουσία και τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Άρθρο 92
Οι Πόροι των συλλόγων προέρχονται από. σ) τις ετήσιες εισφορές των μελών τους β) τις δωρεές. κληρονομιές και κληροδοσίες υπέρ αυτών γ) τις κατά τις διατάξεις του παρόντος έκτακτες εισφορές και τα πρόστιμα, δ) το έσοδα από τη διαχείριση εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνία του συλλόγου, ε) τα έσοδα που προβλέπονται στο άρθρο 51 του παρόντος στ) τα έσοδα από πολιτισμικές Εκδηλώσεις και ζ) κάθε άλλο έσοδο που προβλέπεται ή καθορίζεται με νόμο,
Άρθρο 93
Κάθε οφειλή προς το σύλλογο δικαστικών επιμελητών βεβαιώνεται από τον Πρόεδρό του και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων.
Άρθρο 94
1. Οι σύλλογοι αναφέρονται απευθείας το Υπουργείο Δικαιοσύνης και αλληλογραφούν με κάθε άλλη αρχή ή ιδιώτες.
2. Τα έγγραφα του συλλόγου υπογράφονται από τον πρόεδρό τους σε περίπτωση δε που αναφέρονται σε εκτέλεση αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου υπογράφονται και από το γενικό γραμματέα. Σε κάθε περίπτωση σφραγίζονται με τη σφραγίδα του συλλόγου, ο τύπος της οποίας πρέπει να είναι σύμφωνος προς τον περιγραφόμενα οπό τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 43/1975 (ΦΕΚ l08 Α`).
Άρθρο 95
Οι σύλλογοι δικαστικών επιμελητών σε όλη την Επικράτεια είναι οκτώ, ήτοι:
α) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Αθήνας, Πειραιά, Αιγαίου, Δωδεκανήσου, Λαμίας, Βορείου Αιγαίου και Ευβοίας με έδρα την Αθήνα,
β) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα τη Θεσσαλονίκη,
γ) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Πάτρας και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με έδρα την Πάτρα,
δ) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Λάρισας και Δυτικής Μακεδονίας με έδρα τη Λάρισα,
ε) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Ναυπλίου και Καλαμάτας με έδρα το Ναύπλιο,
στ) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Κρήτης και Ανατολικής Κρήτης με έδρα το Ηράκλειο,
ζ) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείου Θράκης με έδρα την Κομοτηνή και
η) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Ιωαννίνων και Κέρκυρας με έδρα τα Ιωάννινα.
Στους συλλόγους αυτούς είναι υποχρεωτικά μέλη όλοι οι δικαστικοί επιμελητές, που είναιδιορισμένοι και υπηρετούν στις περιφέρειες των πρωτοδικείων των αντίστοιχων προς τουςσυλλόγους αυτούς εφετείων”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 108 παρ.3 του Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α51/12.3.2012 και ισχύει από 2.4.2012
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Γενική Συνέλευση του Συλλόγου
Άρθρο 96
1.Ο σύλλογος συνέρχεται σε τακτική μεν γενική Συνέλευση μια φορά το χρόνο. κατά μήνα Μάρτιου σε έκτακτη δε όταν αποφασιστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο ή μετά από έγγραφη αίτηση του ενός έκτου τουλάχιστον των εχόντων Δικαίωμα ψήφου μελών. στην οποίο αναγράφεται ο λόγος της έκτακτης συγκλήσεως και ορίζεται εισηγητής. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου καθορίζεται η ημέρα της συνελεύσεως καθώς και ο τόπος αυτής, πάντοτε όμως μέσα στα γεωγραφικά όρια των περιφερειών αρμοδιότητός του.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου υποχρεούται να συγκαλέσει έκτακτη τη Συνέλευση, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή της αιτήσεως.
3. Κατά την τακτική γενική Συνέλευση του συλλόγου γίνεται η λογοδοσία του διοικητικού συμβουλίου και υποβάλλονται υπολογισμοί του προηγούμενου και ο προϋπολογισμός του επόμενου έτους. Εάν η τακτική γενική Συνέλευση συμπίπτει με το έτος των αρχαιρεσιών, εκλέγεται και η εφορευτική επιτροπή που θα τις διενεργήσει.
Άρθρο 97
Η γενική Συνέλευση του συλλόγου είναι αρμόδιο για:
α) την εκλογή της κατά το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου εφορευτική επιτροπή
β) τον έλεγχο των πεπραγμένων του διοικητικού συμβουλίου, την ψήφιση του ετήσιου προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων την έγκριση του απολογισμού και τον έλεγχο της διαχειρίσεως της περιουσίας του συλλόγου,
γ) την καθιέρωση ειδικών εισφορών με καθορισμό συγχρόνως του σκοπού για τον οποίο θα διατεθούν. Για τη λήψη τέτοιας αποφάσεως απαιτείται η παρουσία του μισού τουλάχιστον των μελών του συλλόγου που έχουν Δικαίωμα ψήφου και η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων
δ) την Υποβολή προτάσεων κατά το άρθρο 51 του παρόντος,
ε) την απόφαση για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει το σύλλογο και τα. μέλη του.
Άρθρο 98
1.Τα μέλη του συλλόγου καλούνται από τον πρόεδρο με προσκλήσεις, στις οποίες αναγράφεται ο τόπος η ημέρα και η ώρα της συνεδριάσεως τα Θέματα με τη σειρά που θα συστηθούν, όπως έχουν καθοριστεί από το διοικητικό συμβούλιο, καθώς και η ημέρα, η ώρα και ο τόπος που κατά την παράγραφο του επόμενου άρθρου επαναληπτικής συνεδριάσεως. Η πρόσκληση αποστέλλεται σε όλα τα μέλη του συλλόγου με το ταχυδρομείο, δημοσιεύεται σε ημερήσια εφημερίδα της έδρας του συλλόγου, εφόσον εκδίδεται, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη Συνέλευση και τοιχοκολλάται στα γραφεία του συλλόγου.
2. Οι προσερχόμενοι στη Συνέλευση δικαστικοί επιμελητές υπογράφουν σε ειδικό βιβλίο το οποίο τηρείται και χρησιμεύει για τη διαπίστωση της Απαρτίας.
3. Η προσέλευση των μελών στις γενικές συνελεύσεις είναι υποχρεωτική για όσους κατοικούν στην έδρα του συλλόγου και μέχρι εκατό χιλιόμετρα από αυτή.
Άρθρο 99
1. Η Συνέλευση λογίζεται ότι βρίσκεται σε Απαρτία εάν παρευρίσκεται το ένα τέταρτο τουλάχιστον από τα μέλη που είναι γραμμένα στο μητρώο του συλλόγου, σε κάθε δε περίπτωση όχι λιγότερα των τριάντα. Δεν υπολογίζονται για τη διαμόρφωση της Απαρτίας και δεν έχουν δικαίωμα αφού τα μέλη που τελούν σε αργία, αναστολή ή δεν έχουν εκπληρώσει τις προς το σύλλογο και την ομοσπονδία οικονομικές τους υποχρεώσεις.
2. Η συνεδρίαση αρχίζει με τη διαπίστωση της Απαρτίας, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της συζητήσεως και κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 51 και της περιπτώσεως γ` του άρθρου 97 του παρόντος.
3. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει Απαρτία, η Συνέλευση επαναλαμβάνεται εντός είκοσι ημερών από βρίσκεται σε Απαρτία εάν παρευρίσκεται το ένα όγδοο τουλάχιστον των μελών του συλλόγου, σε κάθε σε περίπτωση όχι λιγότερα των είκοσι, εφαρμοζόμενης του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 του παρόντος. Αν ματαιωθεί και η συνεδρίαση αυτή από έλλειψη Απαρτίας, δεν συγκαλείται πλέον η Συνέλευση, αλλά για το θαύματα της ημερήσιας διάταξης αποφασίζει το διοικητικό συμβούλιο.
4.Στις συνεδριάσεις της συνελεύσεως παρευρίσκονται μόνα τα μέλη του συλλόγου. Η παρουσία άλλων προσώπων επιτρέπεται μετά από απόφασης και πρόσκληση του διοικητικού συμβουλίου ή απόφαση της συνελεύσεως.
Άρθρο 100
1. για την κανονική διεξαγωγή των εργασιών της συνελεύσεως εκλέγονται από αυτήν με ανάταση των χεριών, πρόεδρος αντιπρόεδρος και γραμματέας με τον αναπληρωτή του.
2. Μέχρι την Εκλογή προέδρου της συνελεύσεως προεδρεύει σε αυτήν ο πρόεδρος του συλλόγου.
3.Ο Πρόεδρος του συλλόγου παραδίδει στον πρόεδρο της συνελεύσεως κατάσταση των μελών από το μητρώο αυτού, καθώς και κατάσταση όσων τελούν σε αργία και αναστολή ή δεν έχουν εκπληρώσει τις οικονομικές τις υποχρεώσεις.
Άρθρο 101
1. Ο πρόεδρος της συνελεύσεως κηρύσσει την έναρξη και τη λήψη της συνεδριάσεως διευθύνει τις συζητήσεις, έχει την ευθύνη τηρήσει των πρακτικών, δίνει με τη σειρά το λόγο σε όποιον το ζητήσει, δικαιούται να διακόπτει τον ομιλητή καινα τον επαναφέρει στο συζητούμενα θέμα, όταν αυτός ομιλεί εκτός θέματος, να του αφαιρεί δε το λόγο σε περίπτωση που δεν συμμορφώνεται. Επίσης, ανακαλεί στην τάξη οποιοδήποτε μέλος συμπεριφέρεται ανάρμοστα.
2. Ο πρόεδρος ή ο γραμματέας της συνελεύσεως εάν επιθυμούν να πάρουν μέρος στη συζήτηση κάποιου θέματος, αναπληρώνονται μέχρι να τελειώσει η συζήτηση επί του θέματος αυτού και να ληφθεί απόφαση, από τους αναπληρωτές τους.
3. Ο πρόεδρος της συνελεύσεως, ανάλογα με τον αριθμό των ομιλητών και το συζητούμενα θέμα, καθορίσει το χρόνο ομιλίας αυτών, ο οποίος δεν μπορεί να οριστεί μικρότερος οπό πέντε ούτε μεγαλύτερος οπό τριάντα λεπτό και είναι ίσο για όλους τους ομιλητές. Κατ` Εξαίρεση η Συνέλευση μπορεί, εάν ερωτηθεί ειδικά από τον πρόεδρο να επιτρέψει περισσότερο χρόνο με απόφαση που λαμβάνεται με ανάταση των χεριών. Ειδικά για τους εισηγητές των θεμάτων ο πρόεδρος της συνελεύσεως ορίζει διαφορετική διάρκεια χρόνου ομιλίας, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από σαράντα πέντε λεπτά της ώρας. Εισηγητές θεμάτων θεωρούνται: α) ο πρόεδρος του συλλόγου σε κάθε περίπτωση και β) ο κατά την παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος οριζόμενου στην αίτηση για τη ανάκληση έκτακτης συνελεύσεως εισηγητής και μόνα για τα αναφερόμενα σε αυτή Θέματα.
4. Δεν επιτρέπεται να συζητηθεί θέμα, που δεν περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξη, εκτός αν αυτό ζητηθεί από παρευρισκόμενα στη Συνέλευση μέλη, που υπερβαίνουν το ένα δέκατο του συνόλου των γραμμένων στα Μητρώα μελών ή αποφασιστεί από την πλειοψηφία των παρόντων. Η σειρά συζητήσεως των εκτός της ημερήσιας διατάξεως θεμάτων καθορίζεται με απόφαση της πλειοψηφίας των παρόντων.
5. Οι ομιλητές αγορεύουν από το βήμα.
6. Ο πρόεδρος της συνελεύσεως μπορεί να διακόπτει για λίγο τη συνεδρίαση σε περίπτωση που η συζήτηση γίνεται θορυβώδης.
Άρθρο 102
1.`Όταν ο πρόεδρος της συνελεύσεως εκτιμά ότι το συζητούμενα θέμα έχει εξαντληθεί, προκαλεί αμέσως απόφαση της συνελεύσεως για τη λήξη της συζητήσεως πάνω σε αυτό, διατυπώνει τις σχετικές προτάσεις και τις θέτει σε Ψηφοφορία.
2. Κάθε Ψηφοφορία στη συνέλευση που αφορά ζητήματα εμπιστοσύνης προς τη διοίκηση και προσωπικά εν γένει ζητήματα, είναι μυστική και γίνεται με Ψηφοδέλτια. Για κάθε άλλο θέμα, καθώς και για την περίπτωση της παραγράφου 5 του άρθρου 124 του παρόντος η Ψηφοφορία γίνεται με ανάταση των χεριών, με ονομαστική δε κλήση εφόσον το ζητήσει ποσοστό ίσο τουλάχιστον προς το ένα πέμπτο των παρευρισκόμενων μελών.
Άρθρο 103
1. Οι αποφάσεις της συνελεύσεως λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 51 και της περιπτώσεως γ` του άρθρου 97 του παρόντος. Λευκές ψήφοι δεν λαμβάνονται υπόψη. Αν για το ίδιο θέμα υποβάλλονται νια ψήφιση περισσότερες από μία προτάσεις, θεωρείται υπερψηφισθείσα εκείνη που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των εγκύρως ψηφισάντων. Σε περίπτωση που καμιά από τις προτάσεις δεν συγκεντρώνει την πλειοψηφία αυτή επαναλαμβάνεται η Ψηφοφορία μάνα μεταξύ των δύο πρώτων κατά σειρά ψήφων προτάσεων και όσων έχουν ισοψηφήσει με αυτές. Αν οι προτάσεις αυτές ισοψηφήσουν, επαναλαμβάνεται η Ψηφοφορία, σε δεύτερη δε ισοψηφία οι προτάσεις απορρίπτονται.
2. Αν δεν επαρκέσει ο χρόνος για λήψη αποφάσεως την ημέρα της συνεδριάσεως διακόπτεται η συζήτηση και συνεχίζεται σε τόπο, ημέρα και ώρα που ορίζονται από τη Συνέλευση.
3. για τις συνεδριάσεις τηρούνται περιληπτικά πρακτικά από το γραμματέα υπογράφονται από τον ίδιο και τον πρόεδρο της συνελεύσεως και παραδίδονται στο γενικό γραμματέα του συλλόγου το αργότερο δεκαπέντε ημέρες από τη λήψη των εργασιών της συνελεύσεως. Επικύρωση των πρακτικών δεν απαιτείται οι δε αποφάσεις που αναγράφονται σε αυτά έχουν πλήρη ισχύ μέχρι να ανακληθούν ή μεταρρυθμιστούν ή ακυρωθούν. Το μέλη του συλλόγου δικαιούνται να ζητούν και να λαμβάνουν αντίγραφο ή απόσπασμα από τα περιληπτικά πρακτικά αμέσως μετά το πέρας της συνελεύσεως. Το αντίγραφα αυτά ή αποσπάσματα εκδίδει και επικυρώνει ο γραμματέας της συνελεύσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Διοικητικό Συμβούλιο
Άρθρο 104
Κάθε σύλλογος δικαστικών επιμελητών διοικείται από διοικητικό συμβούλιο αποτελούμενα από τον πρόεδρο και:
α) τέσσερις συμβούλους αν ο αριθμός των μελών του δεν υπερβαίνει τα εκατό,
β) έξι συμβούλους αν ο αριθμός των μελών του είναι μεγαλύτερος των εκατό και δεν υπερβαίνει τα διακόσια
γ) οκτώ συμβούλους, αν ο αριθμός των μελών του είναι μεγαλύτερος των διακοσίων και δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια,
δ) δέκα συμβούλους, αν ο αριθμός των μελών του είναι μεγαλύτερος των πεντακοσίων και δεν υπερβαίνει τα χίλια και
ε) δώδεκα συμβούλους αν ο αριθμός των μελών του είναι μεγαλύτερος των χιλίων.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 105
1. Ο εκλεγείς πρόεδρος συγκαλεί μέσα σε δέκα ημέρες από την κοινοποίηση του αποτελέσματος της εκλογής το Διοικητικό Συμβούλιο, για να συγκροτηθεί σε σώμα με εκλογή αντιπροέδρου, γενικού γραμματέα, αναπληρωτή γενικού γραμματέα και ταμία. Σε περίπτωση κωλύματος ή παράλειψης του προέδρου, το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλείται από τον πλειοφήσαντα σύμβουλο.
2. Αφού επιτευχθεί η κατά την παράγραφο 4 του παρόντος Απαρτία, το Διοικητικό Συμβούλιο με μυστική Ψηφοφορία εκλέγει τον αντιπρόεδρο, το γενικό γραμματέα τον αναπληρωτή γενικό γραμματέα και τον ταμία. Αν δεν γίνει Απαρτία, το Διοικητικό Συμβούλιο καλείται σύμφωνα με τα πιο πάνω σε νέα συνεδρίαση μέσα σε τρεις ημέρες.
3. Αν και κατά τη νέα συνεδρίαση δεν γίνει Απαρτία τα μέλη καλούνται σε νέα συνεδρίαση την τρίτη ημέρα από τη ματαίωση και αν πάλι δεν γίνει Απαρτία, αυτοί που δεν προσήλθαν αδικαιολόγητα στις επαναληπτικές συνεδριάσεις θεωρούνται ότι παραιτήθηκαν και στη θέση τους καλούνται κατά σειρά οι αναπληρωματικοί σύμβουλοι και επαναλαμβάνεται η διαδικασία για τη συγκρότηση. Αν η κατά την παρούσα παράγραφο έλλει Απαρτία οφείλεται στην αδικαιολόγητη απουσία και του προέδρου, καλείται αυτό με επίδοση εξωδίκου προσκλήσεως των επιμελέστερων από τους παρόντες, να λάβει μέρος σε επόμενη συνεδρίαση και αν δεν προσέλθει αδικαιολόγητο, θεωρείται ότι εξέπεσε από το αξίωμα και ο σύλλογος καλείται να εκλέξει νέο πρόεδρο μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες, σύμφωνα με τα άρθρο 124 και επόμενα του παρόντος. Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται. Μέσα σε πέντε ημέρες από την προκήρυξη της εκλογής, η οποία δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν τριάντα ημέρες από την προκήρυξη εφαρμόζονται δε ανάλογα τα άρθρα 127 και επόμενα του παρόντος. χρέη προέδρου μέχρι τη νέα εκλογή εκτελεί ο πλειοψηφήσήσας σύμβουλος Κατά της επελθούσας παραιτήσεως ή εκπτώσεως, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, δικαιούται αυτός που θεωρείται ότι παραιτήθηκε ή εξέπεσε να προσφύγει στο μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο, που δικάζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η προσφυγή είναι απαράδεκτη, αν δεν ασκηθεί μέσα σε πέντε ημέρες από την ημέρα που όφειλαν να εμφανιστούν.
4. Το Διοικητικό Συμβούλιο βρίσκεται σε Απαρτία, αν είναι παρόντα τρία τουλάχιστον μέλη του στην περίπτωση α, τέσσερα στην περίπτωση β`, πέντε στην περίπτωση γ`, έξι στην περίπτωση δ. και επτά στην περίπτωση ε` του προηγούμενου άρθρου.
Άρθρο 106
1. Αν κατά την εκλογή αντιπροέδρου γενικού γραμματέα αναπληρωτή γενικού γραμματέα και ταμία δεν επιτευχθεί απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων επαναλαμβάνεται η Ψηφοφορία, οπότε εκλέγονται οι σχετικά πλειοψηφήσαντες και σε ισοψηφία γίνεται κλήρωση.
2. Σε περίπτωση που η θέση κάποιου από τους εκλεγέντες κατά τη συγκρότηση κενωθεί, ενεργείται νέα εκλογή σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις.
3. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. που λαμβάνεται μετά από πρόταση δύο τουλάχιστον μελών και με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, μπορεί να ανακληθεί από τη θέση του ο αντιπρόεδρος, ο γενικός γραμματέας ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας ή ο ταμίας. Στην περίπτωση αυτή γίνεται εκ νέου συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις
Άρθρο 107
Ο πρόεδρος διευθύνει τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, έχει την ευθύνη τηρήσεως των πρακτικών, εκπροσωπεί το σύλλογο δικαστικώς και εξωδίκως, προΐσταται του προσωπικού των γραφείων του συλλόγου, εκτελεί τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου, φροντίζει γιο την εκτέλεση των αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως, έχει δικαίωμα ελέγχου του ταμείου του συλλόγου, ασκεί δε γενικά τα καθήκοντα και δικαιώματά του, σύμφωνα με το νόμο. Τον πρόεδρο κωλυόμενα αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος σε όλο τα καθήκοντά του, αν δε και αυτός κωλύεται, αναπληρώνεται από ένα σύμβουλο που ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο.
Άρθρο 108
Ο Γενικός Γραμματέας του συλλόγου τηρεί το αρχείο και όλα τα βιβλία που ορίζει ο νόμος. Ειδικότερα, τα Μητρώα των μελών και των ασκουμένων, τα βιβλία πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου και της γενικής συνελεύσεως. το πρωτόκολλο, τα ευρετήρια και το βιβλίο υλικού του συλλόγου, στο οποίο καταχωρίζεται κάθε στοιχείο κινητής περιουσίας του πλην της χρηματικής. Το γενικό γραμματέα κωλυόμενο αναπληρώνει ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας, αν δε και αυτός κωλύεται αναπληρώνεται από ένα σύμβουλο, που ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Άρθρο 109
Ο ταμίας τηρεί τα απαραίτητα βιβλία πληρωμών και εισπράξεων του συλλόγου, ενεργεί όλες τις πληρωμές και εισπράξεις με εντάλματα πληρωμών υπογραφόμενα και από τον πρόεδρο και διπλότυπο εισπράξεων θεωρημένα στο τέλος του στελέχου από τον πρόεδρο και τον ίδιο. Σε περίπτωση κωλύματος του, ο ταμίας αναπληρώνεται οπό ένα σύμβουλο που ορίζεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Αποκλείεται η ταυτόχρονη άσκηση καθηκόντων προέδρου και ταμία από το ίδιο πρόσωπο.
Άρθρο 110
Ο ταμίας έχει υποχρέωση μέσα σε πέντε ημέρες από την είσπραξη να καταθέτει όλα τα χρήματα στο όνομα του συλλόγου σε πιστωτικό ίδρυμα που ορίζεται, κατά τις κείμενες διατάξεις, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, Κατ` Εξαίρεση, μπορεί να έχει στα χέρια του για την άμεση αντιμετώπιση αναγκών του συλλόγου χρηματικά ποσό όχι μεγαλύτερο από το δεκαπενταπλάσιο της ετήσιας εισφοράς μέλους προς το σύλλογο. Για την πιστή τήρηση των διατάξεων του παρόντος υπεύθυνου είναι και ο πρόεδρος.
Άρθρο 111
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο διοικεί το σύλλογο, διαχειρίζεται γενικά τις υποθέσεις του, εκτελεί όσα έργα με τον παρόντα νόμο ή άλλες διατάξεις έχουν ανατεθεί σε αυτό αποφασίζει για κάθε μέτρο που είναι χρήσιμο για την επίτευξη των σκοπών του συλλόγου καταρτίζει τον προϋπολογισμό και τον απολογισμό, τους οποίου υποβάλει για έγκριση στη γενική Συνέλευση, εγκρίνει δε κάθε δαπάνη που προβλέπεται από τον προϋπολογισμό.
2. Επίσης στο Διοικητικό Συμβούλιο ανήκουν:
α) η εποπτεία για την αξιοπρεπή άσκηση του λειτουργήματος εκ μέρους των μελών του συλλόγου,
β) Η διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των μελών του συλλόγου κατά την άσκηση του λειτουργήματός του
γ) η διαχείριση της περιουσίας του συλλόγου και η ετήσια λογοδοσία στη Γενική Συνέλευση,
δ)η Υποβολή προτάσεων και γνωμών σχετικών προς τα ζητήματα του κλάδου και την αναβάθμισή του γενικότερα,
ε) η μέριμνα νια την παροχή συνδρομής στα αναξιοπαθούντα μέλη του συλλόγου και τις οικογένειές τους,
στ) η απόφαση για έκδοση δελτίου, περιοδικού ή εφημερίδα του συλλόγου, καθώς και για τη σύσταση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας
ζ)η κατάρτιση οποιασδήποτε συμβάσεως με την οποία ο σύλλογος αποκτά δικαιώματα ή αναλαμβάνει υποχρεώσεις. Στην περίπτωση αυτή το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να ενεργεί και με οριζόμενα από αυτά μέλος του ή τρίτος
η) οι αποφάσεις, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 99 του παρόντος και
θ) η απόφαση για την πρόσληψη υπαλλήλων του συλλόγου με οποιαδήποτε μορφή σύμβαση εργασίας, καθώς και για την απόλυσή τους.
Άρθρο 112
Με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου και δαπάνες του συλλόγου μπορούν να οργανωθούν συγκεντρώσεις για ανακοινώσεις ή διαλέξεις πάνω σε γενικά νομικά ζητήματα Θέματα που αφορούν τους δικαστικούς επιμελητές ή άλλα Θέματα ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος. Οι λεπτομέρειες αυτών των εκδηλώσεων θα καθοριστούν από τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 117 του παρόντος.
Άρθρο 113
Κάθε μέλος του συλλόγου μπορεί να υποβάλει για συζήτηση στο Διοικητικό Συμβούλιο πρόταση για θέμα, που προβλέπεται από τις περιπτώσεις δ` και ε` του άρθρου 97 και την παράγραφο 2 του άρθρου 111 του παρόντος. Η πρόταση υποβάλλεται εγγράφως στον πρόεδρο του συλλόγου και αυτός την εισάγει υποχρεωτικά στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει για την αποδοχή της. Σε περίπτωση που το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει ότι η σοβαρότητα του θέματος το επιβάλλει, συγκαλείται έκτακτη γενική Συνέλευση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 96 του παρόντος.
Άρθρο 114
Ο πρόεδρος συγκαλεί το Διοικητικό Συμβούλιο σε τακτική μεν συνεδρίαση κάθε δίμηνα τουλάχιστον σε έκτακτη δε όταν κρίνει αυτά αναγκαίο. Ο πρόεδρος έχει υποχρέωση να συγκαλέσει το διοικητικά συμβούλιο σε συνεδρίαση μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, αν αυτό ζητηθεί από δύο τουλάχιστον μέλη του και για συγκεκριμένα θέμα. Η πρόσκληση γνωστοποιείται στα μέλη τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.19 του άρθρου 59 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165).
Άρθρο 115
Για τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου τηρούνται περιληπτικά πρακτικά, που θεωρούνται και υπογράφονται από τον πρόεδρο και το γενικό γραμματέα το αργότερο σε δέκα ημέρες. Σε αυτά καταχωρούνται οι συζητήσεις και οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με φανερή Ψηφοφορία και απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων με Εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 105 και 106 του παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Ελεγκτική Επιτροπή
Άρθρο 116
1. Η Ελεγκτική Επιτροπή αποτελείται από τρία μέλη, έργο της δε είναι να ελέγχει κατά μήνα Φεβρουάριο κάθε έτους τη διαχείρισης της περιουσίας του συλλόγου και να υποβάλει τη σχετική έκθεση στην τακτική γενική συνέλευση δια του διοικητικού συμβουλίου.
2. Το διοικητικά συμβούλιο του συλλόγου υποχρεούται μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου να θέσει στη διάθεση της ελεγκτικής επιτροπής όλα τα σχετικά έγγραφα και βιβλία.
3. Η Ελεγκτική Επιτροπή συγκαλείται υποχρεωτικά από τον πρόεδρο του συλλόγου μέσα στο δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου κάθε έτους. Αν δεν ορίζειτέτοιασύγκληση. συγκαλείται από το αρχαιότερο κατά διορισμό στον κλάδο μέλος της. Η Ελεγκτική Επιτροπή συγκαλείται έκτακτα, εφόσον το ζητήσουν δύο από ταμέλη της ή το Διοικητικό Συμβούλιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδος
Άρθρο 117
Η Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδος είναι το ανώτατο σε εθνικά επίπεδο όργανα των δικαστικών επιμελητών της χώρας, αρμόδια να διατυπώνει γνώμη επί θεμάτων αμοιβών, εισφορών, ασφάλισης, παιδεία και επιμόρφωση των δικαστικών επιμελητών και κάθε άλλου που αφορά την άσκηση του λειτουργήματός του. Η ομοσπονδία είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, έχει δική της περιουσία και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αποφασίζει δε επί των εξής θεμάτων:
α) υποδεικνύει τους εκπροσώπους του κλάδου που κατά τις κείμενες διατάξεις μετέχουν στα διάφορα ταμεία, τράπεζες και άλλους οργανισμούς με αντίστοιχους αναπληρωματικούς,
β) καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της ομοσπονδίας, καθώς και τον αντίστοιχο των συλλόγων, που είναι ενιαίος για όλους οι οποίοι εγκρίνονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,
γ) καθορίζει την ετήσια εισφορά των μελών προς τους συλλόγους, η οποία είναι ενιαία για όλους. Η ετήσια εισφορά δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ισάξιου της αμοιβής έξι (6) επιδόσεων και ανώτερη του ισάξιου της αμοιβής είκοσι (20) επιδόσεων και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κοινοποιείται σε όλους τους συλλόγους
δ) καθορίζει υπέρ της ομοσπονδίας ειδική εισφορά όλων των δικαστικών επιμελητών της χώρας που επιβάλλεται για κάθε πράξη και εγκρίνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης με απόφασή του δημοσιευόμενη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με την οποίακαθορίζονται και οι τεχνικές λεπτομέρειες εισπράξεώς της, το ύψος της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το αντίστοιχο αυτής που για κάθε πράξη καταβάλλεται στο ταμείο πρόνοιας δικαστικών επιμελητών,
ε) ορίζει τα πρόσωπα που θα εκπροσωπούν κάθε φορά επίσημα τον κλάδο σε εθνικά ή διεθνή συνέδρια και διεθνείς γενικά συναντήσεις, καλύπτει δε τις σχετικές δαπάνες της αντιπροσωπείας,
στ) αποφασίζει για την έκδοση ενημερωτικού δελτίου, περιοδικού ή εφημερίδας του κλάδου καθώς και για τη σύσταση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας
ζ)) συνεργάζεται με τις αρμόδιες επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και άλλων διεθνών οργανισμών για Θέματα που αφορούν τους δικαστικούς επιμελητές
η)αποφασίζει για τη συμμετοχή των Ελλήνων δικαστικών επιμελητών σε διεθνείς ενώσεις και οργανισμούς και ορίζει τους εκπροσώπους του κλάδου σε αυτούς,
θ) διοργανώνει εθνικό και διεθνή συνέδριο, για τη συζήτηση θεμάτων που έχουν σχέση με το έργο του δικαστικού επιμελητή και τη δικαιοσύνη γενικότερο,
ι) αποφασίζει για την ενεργή συμμετοχή του κλάδου σε Εκδηλώσεις κοινωνικού ενδιαφέροντος και ιδιαίτερα για τηνπαιδεία, τον Πολιτισμό και την Ποιότητα ζωής και
ια) καθορίζει τον τόπο τη διάρκεια και τις λεπτομέρειες της, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του παρόντος, επιμόρφωσης των επιτυχόντων και χορηγείσχετική βεβαίωση.
Σημ.: όπως η περ.γ) τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 33 του ν.4456/2017
Άρθρο 118
1. Η ομοσπονδία δικαστικών επιμελητών Ελλάδας συγκροτείται από αντιπροσώπους όλων των συλλόγων της χώρας, οι οποίοι εκλέγονται από τις γενικές συνελεύσεις τους κατά τον ίδιο χρόνο, για την ίδια θητεία και με την ίδια διαδικασία εκλογής των αιρετών οργάνων. Κάθε σύλλογος συμμετέχει στη συγκρότηση της ομοσπονδίας με αριθμό αντιπροσώπων ίσο προς το ένα ογδοηκοστό της αριθμητικής του δυνάμεως, που λογίζεται επί των οργανικών θέσεων, οπωσδήποτε δε με έναν τουλάχιστον αντιπρόσωπο. Αν στον προκύπτοντα αριθμό των αντιπροσώπων υπάρχει κλάσμα μικρότερο του μισού της μονάδας παραλείπεται, αν δε αυτό είναι τουλάχιστον το μισό της μονάδας. ακεραιοποιείται προς τα πάνω. Υποψήφιος αντιπρόσωπος, που εξελέγη πρόεδρος συλλόγου στην ίδια εκλογική διαδικασία, θεωρείται πρώτος σε σταυρούς προτιμήσεως μεταξύ των υποψηφίων αντιπροσώπων του συνδυασμού του.
2. Έδρα της ομοσπονδίας είναι η Αθήνα. Μέχρι τη συγκρότηση ίδιων γραφείων, θα χρησιμοποιεί αυτή για τις ανάγκες της χώρο, που θα της παραχωρηθεί στα ιδιόκτητα γραφεία του συλλόγου Αθήνα Πειραιά Αιγαίου Δωδεκανήσου.
3. Πόροι της ομοσπονδίας είναι:
α) το μισό της κατά την περίπτωση γ` του άρθρου 117 του παρόντος ετήσιας των μελών, το οποίο υποχρεούνται οι σύλλογοι να μεταφέρουν στο λογαριασμό της μέσα σε ένα μήνα από την είσπραξη,
β) η κατά την περίπτωση δ` του Άρθρου 117 του παρόντος ειδική εισφορά.
γ) τα έσοδα από τη διαχείριση εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας της ομοσπονδίας,
δ) τα έσοδα από από πολιτισμικές Εκδηλώσεις
ε) κάθε δωρεά προς αυτής, εφόσον έχει γίνει αποδεκτή με απόφαση της ολομέλειάς,
στ) οι κληρονομίες και κληροδοσίες και
ζ) κάθε άλλο έσοδο που προβλέπεται από το νόμο.
4. Κάθε οφειλή προς την ομοσπονδία εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα εισπράξεως Δημοσίων εσόδων.
5. Η ομοσπονδία αναφέρεται απευθείας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και αλληλογραφεί με κάθε άλλη αρχή ή ιδιώτες.
6.Τα έγγραφα της ομοσπονδίας υπογράφονται από τον πρόεδρό της, σε περίπτωση δε που αναφέρονται στην εκτέλεση αποφάσεων της ολομέλειας της συνόδου ή της εκτελεστικής γραμματεία της, υπογράφονται και από το γενικό γραμματέα. Σε κάθε περίπτωση ταέγγραφασφραγίζονται με τη σφραγίδα της ομοσπονδίας, ο τύπος της οποίας πρέπει να είναι σύμφωνα προς τον περιγραφόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 48/1975 (ΦΕΚ 108 Α`).
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 119
1. Η ομοσπονδία συνέρχεται στην έδρα της μέσα ένα μήνα από την εκλογή των αντιπροσώπων με φροντίδα του απερχόμενου προέδρου ή οποιουδήποτε μέλους αν εκείνος παραλείψει τούτο. Για την πρόσκληση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του παρόντος. Αφού διαπιστωθεί η ύπαρξη Απαρτίας εκλέγεται με άμεση Ψηφοφορία:
α) η Εκτελεστική γραμματεία, που αποτελείται από τον πρόεδρο της ομοσπονδίας και έξι μέλη με ισάριθμο αναπληρωματικά και β) η ελεγκτική επιτροπή της ομοσπονδίας που αποτελείται από τα μέλη με ισάριθμα αναπληρωματικά. Η σύνοδος αυτής της ομοσπονδίας βρίσκεται σε Απαρτία αν παρίστανται τα δύο τρίτα τουλάχιστον των μελών της. Αν δεν υπάρξει Απαρτία, η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες με αποστολή των σχετικών προσκλήσεων πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη σύνοδο. Στη νέα αυτή συνεδρίαση θεωρείται ότι υπάρχει Απαρτία, αν παρίστανται το μισό συν ένα τουλάχιστον των μελών. Αν και πάλι δεν επιτευχθεί Απαρτία, εφαρμόζοντα ιανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου l05 του παρόντος. Για τις εργασίες της συνόδου αυτής εκλέγεται με ανάταση των χεριών ο πρόεδρός της. Μέχρι την εκλογή προέδρου συνόδου προεδρεύει εκείνου που κατά το πρώτο εδάφιο της παρούσας είχε τη φροντίδα της συγκλήσεως. Η εκλογή είναι μυστική και γίνεται με ψηφοδέλτια ενώπιον τριμελούς εφορευτικής επιτροπής, η οποία εκλέγεται αμέσως πριν από την Ψηφοφορία με ονομαστική κλήση και τηρεί πλήρη πρακτικά της εκλογής. Στην αρχή εκλέγεται ο πρόεδρος της ομοσπονδίας. Υποψηφιότητες για την εκλογή προέδρου υποβάλλονται στην εφορευτική επιτροπή πριν από την έναρξη της Ψηφοφορίας, η οποία δεν μπορεί να αρχίσει πριν παρέλθει μία τουλάχιστον ώρα από την εκλογή της εφορευτική επιτροπής. Η εκλογή γίνεται με ομοιόμορφα Ψηφοδέλτια, που καταρτίζει η εφορευτική επιτροπή, στο οποίο αναγράφονται με αλφαβητική σειρά τα ονοματεπώνυμο και τα πατρώνυμα των υποψηφίων. Οι αντιπρόσωποιεκδηλώνουν την προτίμησή τους με σταυρό που τίθεται αριστερό του ονόματος του υποψηφίου. ψηφοδέλτιο που διαφέρουν σταυρό προτιμήσεως ή φέρουν περισσότερους του ενός θεωρούνται άκυρα. Πρόεδρος εκλέγεταιεκείνος που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των εγκύρως ψηφισάντων. Αν ουδείς των υποψηφίων συγκεντρώσει την πλειοψηφία αυτή η εκλογή επαναλαμβάνεται αμέσως μεταξύ των δύο πρώτων σχετικά πλειοψηφησόντων και όσων ισοψηφούν με αυτούς και πρόεδρος εκλέγεται εκείνος που λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους. Σε περίπτωση ισοψηφίας η εκλογή επαναλαμβάνεται αμέσως μεταξύ των ισοιψηφησάντων και πρόεδρος εκλέγεται εκείνος που λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους, αν δε υπάρχει και νέο ισοψηφία διενεργείτο κλήρωση όπως την εφορευτική επιτροπή και πρόεδρο εκλέγεται εκείνος που ευνοείτο από τον κλήρο. Μετά το πέρας τής εκλογής του προέδρου και την ανακοίνωση του αποτελέσματος η εφορευτική επιτροπή δέχεται, για διάστημα μιας ώρας, υποψηφιότητες για. α) τις έξη θέσεις μελών της εκτελεστικής γραμματείας και β) την Ελεγκτική Επιτροπή. Αφού παρέλθει ο χρόνος υποβολής υποψηφιοτήτων η εφορευτική επιτροπή καταρτίζει ομοιόμορφα Ψηφοδέλτια. στα οποία αναγράφονται με αλφαβητική σειρά κάτω μεν από την ένδειξη “ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ” τα ονοματεπώνυμακαι πατρώνυμα των υποψηφίων μελών της εκτελεστικής γραμματεία, κάτω δε από την ένδειξη “ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ” το ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των υποψήφιων μελώντης εκτελεστικής επιτροπής και προχωρεί στην εκλογή. Οι αντιπρόσωποι εκδηλώνουν την προτίμησή τους με σταυρούς, όχι περισσότερους των δύο για κάθε ομάδα υποψηφίων που τοποθετούν αριστερά του οναματους τους. Ψηφοδέλτια που δεν φέρουν σταυρό προτιμήσεως ή φέρουν περισσότερους από δύο για κάθε ομάδα υποψηφίων θεωρούνται άκυρα. Η ακυρότητα κρίνεται αυτοτελώς για κάθε ομάδα υποψηφίων. Μέλη της εκτελεστικής γραμματείας εκλέγονται κατά σειρά επιτυχίας οι έξι πρώτοι σε σταυρούς προτιμήσεως. Επίσης εκλέγονται ως αναπληρωματικά μέλη οι έξι κατά σειρά επιτυχίας επόμεναι των εκλεγόμενων τακτικών. Μέλη τηςΕλεγκτικής επιτροπής εκλέγονται κατά σειρά επιτυχίας οι τρεις πρώτοι σε σταυρούς προτιμήσεως και οι αμέσως τρεις επόμεναι είναι αναπληρωματικά μέλη. Σεπερίπτωση ισοψηφίας ενεργείται από την εφορευτική επιτροπή κλήρωση για τον καθορισμό της σειράς επιτυχίας. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται για την Ψηφοφορίααναλόγως οι διατάξεις του παρόντος που αναφέρονται στο κεφάλαιο των αρχαιρεσιών. Απόντες από τη σύνοδο είναι δυνατό να είναι υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου της ομοσπονδίας ή για θέση μέλους της εκτελεστικής γραμματείας ή της ελεγκτικής επιτροπής, αν η υποψηφιότητά τους προταθεί από ένα εκ τωνπαρόντων μελών.
2. Ο εκλεγείς πρόεδρος της ομοσπονδίας συγκαλεί μέσα την επόμενη ημέρα την Εκτελεστική γραμματεία για να συγκροτηθεί σε σώμα με την εκλογή τριών αντιπροέδρων, γενικού γραμματέα, αναπληρωτή γενικού γραμματέα και ταμία. Για τη συγκρότηση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 105 του παρόντος.
3.Το αποτέλεσμα της εκλογής του προέδρου και της εκτελεστικής γραμματείας, καθώς και της συγκροτήσεώς της κοινοποιείται στους συλλόγους και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, που δημοσιεύει σχετική περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
4. Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας διευθύνει τιςσυνεδριάσεις της εκτελεστικής γραμματείας, έχει την ευθύνη τηρήσεως των πρακτικών, εκπροσωπεί τηνομοσπονδία δικαστικώς και εξωδίκως, προΐσταται του προσωπικού των γραφείων της, εκτελεί τις αποφάσεις της εκτελεστικής γραμματείας και φροντίζει για την εκτέλεση των αποφάσεων της ολομέλειας της ομοσπονδίας, ασκεί το καθήκοντα και δικαιώματά του,σύμφωνα με το νόμο και έχει δικαίωμα ελέγχου του ταμείου. Τον πρόεδρο, απόντα ή κωλυόμενος αναπληρώνει ένας από τους αντιπροέδρους που ορίζεται από τον ίδιο.
5. Οι τρεις αντιπρόεδροι εκτελούν τα καθήκοντα που θα ανατεθούν σε αυτούς με απόφαση της εκτελεστικής γραμματείας στα Πλαίσια του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας.
6. Ο γενικός γραμματέας της ομοσπονδίας τηρεί το αρχείο της, όλα τα βιβλία που ορίζονται από το νόμο και τον εσωτερικά κανονισμό τα βιβλία πρακτικών της γραμματείας και των συνελεύσεων της ολομέλειας το πρωτόκολλο, το ευρετήριο κατά σύλλογο και πρωτοδικείο όλων των δικαστικών επιμελητών της χώρας και το βιβλίο υλικού της ομοσπονδίας, στο οποίοκαταχωρίζεται κάθε στοιχείο κινητής περιουσίας της εκτός από τη χρηματική. Το γενικό γραμματέα, απόντα ή κωλυόμενος , αναπληρώνει ο αναπληρωτής γενικός Γραμματέας, αν δε απουσιάζει και αυτός ή κωλύεται, αναπληρώνεται από ένα μέλος της Γραμματείας που ορίζεται από τον πρόεδρο.
7. Ο ταμίας τηρεί τα απαραίτητα βιβλία πληρωμών και εισπράξεων και ενεργεί όλες τις πληρωμές και εισπράξεις της ομοσπονδίας, με εντάλματα πληρωμών υπογραφόμενα και από τον Πρόεδρο και διπλότυπο εισπράξεων θεωρημένα στο τέλος του στελέχους από τον πρόεδρο και τον ίδιο. Το ταμείο, απόντα ή κωλυόμενα αναπληρώνει ένα από τα μέλη της εκτελεστικής γραμματείας, πλην του προέδρου, που ορίζεται με απόφασή της. Ο ταμίας έχει υποχρέωση να καταθέτει κατά τις κείμενες διατάξεις μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την είσπραξη στο όνομα της ομοσπονδίας όλα το ποσά. Κατ` Εξαίρεση μπορεί να έχει στα χέρια του, για την αντιμετώπιση άμεσων αναγκών της ομοσπονδίας χρηματικό ποσό, όχι μεγαλύτερο από το εικοσαπλάσιο της ετήσιας εισφοράς του μέλους προς το σύλλογο. Για την πιστή τήρηση αυτών υπεύθυνος είναι και ο πρόεδρος.
8. Πρόταση μορφής κατά του Προέδρου της ομοσπονδίας ή μέλους της εκτελεστικής γραμματείαςσυζητείται ενώπιον έκτακτης συνελεύσεως της ολομέλειάς της, που συγκαλείται υποχρεωτικά από την εκτελεστική γραμματεία μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως, εφόσον τούτο ζητηθεί εγγράφως από το ένα τρίτο τουλάχιστον των μελών τηςομοσπονδίας, η δε σχετική απόφαση για την, αποδοχή της λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της. Αν γίνει δεκτή η Πρόταση μομφής επαναλαμβάνεται η εκλογής σύμφωνα με τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου.
9. Με απόφασή της, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών, η Εκτελεστική γραμματεία μπορεί να ανακατανείμει τις θέσεις τους πλην αυτής του προέδρου.
Άρθρο 120
1. Η ομοσπονδία συνέρχεται σε τακτική μεν Συνέλευση μία φορά το χρόνο, κατά μήνα Οκτώβριο, σε έκτακτη δε όταν: α) το αποφασίσει η Εκτελεστική γραμματεία, β) το ζητήσουν τα δύο πέμπτα των μελών της και γ` το ζητήσει ένας σύλλογος με απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου. Στις παραπάνω περιπτώσεις β` και γ` στη σχετική αίτηση πρέπει να αναφέρεται ο λόγος της έκτακτης συγκλήσεως και να ορίζεται εισηγητής. Στην περίπτωση γ` ως εισηγητής μπορεί να οριστεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου και αν ακόμη δεν είναι αντιπρόσωπο στην ομοσπονδία.
2 Η Εκτελεστική γραμματεία είναι υποχρεωμένη να συγκαλέσει την ολομέλεια της ομοσπονδίας σε έκτακτη Συνέλευση σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή της αιτήσεως.
3. Ο χρόνος και ο τόπος των συνελεύσεων της ομοσπονδίας καθορίζονται με απόφαση της εκτελεστικής γραμματείας.
4. Κατά την τακτική Συνέλευση της ολομέλειας της ομοσπονδίας γίνεται η λογοδοσία της εκτελεστικής γραμματείας ο απολογισμός του προηγούμενουχρόνου και ο προϋπολογισμός του επομένου.
5. Τα έξοδα έκτακτης συνελεύσεως που γίνεται ύστερα από αίτηση ενός συλλόγου, βαρύνουν το σύλλογο αυτόν εκτός αν η Εκτελεστική γραμματεία, εκτιμώντας τη σοβαρότητα του θέματος αποφασίσει με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της ότι πρέπει να καταβληθούν από την ομοσπονδία.
6. Οι αποφάσεις των συνελεύσεων της ομοσπονδίας, καθώς και εκείνες της εκτελεστικής γραμματείαςδιαβιβάζονται με φροντίδα του γενικού γραμματέασε όλους του συλλόγουςτης χώρας.
7. Για τη λειτουργία της συνελεύσεωςτης ομοσπονδίαςεκλέγονται με ανάταση των χεριών πρόεδρος των εργασιών της και γραμματέας με αντίστοιχους αναπληρωτές, που τηρούν τα πρακτικά τα οποία υπογράφουν και παραδίδουν μέσα σε πέντε ημέρες από το πέρας των εργασιών στο γενικό γραμματέα της ομοσπονδίας. Μέχρι την εκλογή προέδρου της συνελεύσεως χρέη προέδρου ασκεί ο πρόεδρος της ομοσπονδίας.
8. Η Συνέλευση της ομοσπονδίας βρίσκεται σεαπαρτία, αν παρίστανται τα τρία πέμπτα τουλάχιστον των μελών της, με Εξαίρεση την περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 119 τουπαρόντος. Αν δεν επιτευχθεί η Απαρτία αυτή, η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται .μέσα σε δέκα ημέρες, οπότε θεωρείται ότι υπάρχει Απαρτία, παρίστανται τα δύο πέμπτα τουλάχιστον των μελών της. Αν και πάλι δεν επιτευχθεί Απαρτία, η συνεδρίαση ματαιώνεται οριστικά και επί των θεμάτων της αποφασίζει η Εκτελεστική γραμματεία της ομοσπονδίας. Οι προσκλήσεις προς τα μέλη τηςομοσπονδίας για την τακτική και τις έκτακτες συνελεύσεις αφού υπογραφούν από τον πρόεδρό της, αποστέλλονται πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την έναρξη των εργασιών και αναγράφεται σε αυτές η ημέρα και ο τόπος των συνεδριάσεων, καθώς και τα Θέματα αυτής. Στην ίδια προθεσμία η πρόσκληση αυτή αποστέλλεται σε όλους τους συλλόγους της χώρας και τοιχοκολλάται στα γραφεία τους.
9. Η προσέλευση και παρουσία των αντιπροσώπων στη Συνέλευση βεβαιώνεται με την εγγραφή τουονοματεπωνύμου του σε σχετικά βιβλίο, που τηρείται από το γενικό γραμματέα στο οποίο και υπογράφουν.
10. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, εφόσον κατά τη σχετική Ψηφοφορία είναι παρών και λαμβάνει μέρος σ` αυτήν ο ελάχιστος κατά τις παραπάνω διατάξεις αριθμός των μελών, που απαιτείται για την ύπαρξη Απαρτίας.11. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι περί γενικών συνελεύσεων των συλλόγων σχετικές διατάξεις του παρόντος.
Άρθρο 121
Η γενική Συνέλευση της ομοσπονδίας είναι αρμόδιο για:
α) την εκλογή της εκτελεστικής της γραμματείας,
β) τον έλεγχο των πεπραγμένων της εκτελεστικής γραμματείας, την ψήφιση του ετήσιου προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων. την έγκριση του απολογισμού και τον έλεγχο της διαχειρίσεως της περιουσία της,
γ) τα αναφερόμενα στις περιπτώσεις α,β,γ,δ,η και θ` του άρθρου 117 του παρόντος,
δ) το χωρισμό της ολομέλειας σε τμήματα με επικεφαλής συντονιστή ένα μέλος της εκτελεστικής γραμματείας. Σε κάθε τμήμα ανατίθενται συγκεκριμένες αρμοδιότητες για επεξεργασία θεμάτων, για τα οποία αυτό εισηγείται στη γενική Συνέλευση της ομοσπονδίας ή την εκτελεστική γραμματεία. Το τμήμα συγκαλείται με φροντίδα του μέλους της εκτελεστικής Γραμματείας, που έχει οριστεί συντονιστής του. Λεπτομέρειες για τη λειτουργία των τμημάτων καθορίζονται με τον αντίστοιχο εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας και
ε) όσα καθορίζονται με τον αντίστοιχο εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας.
Άρθρο 122
1.Η Εκτελεστική γραμματεία διοικεί την ομοσπονδία, διαχειρίζεται γενικά τις υποθέσεις της, εκτελεί όσα έργα με τον παρόντα νόμο, τον αντίστοιχο εσωτερικά κανονισμό λειτουργίας ή άλλες διατάξεις έχουν ανατεθεί κάθε μέτρο χρήσιμο νια την σ` αυτήν, αποφασίζει νια επίτευξη των σκοπών της, καταρτίζει τον προϋπολογισμό και τον απολογισμό και τους υποβάλλει για έγκριση στη γενική Συνέλευση της ομοσπονδίας, εγκρίνει δε κάθε δαπάνη, που προβλέπεται από τον προϋπολογισμό.
2. Επίσης η Εκτελεστική γραμματεία είναι αρμόδια για:
α) τη διαχείριση της περιουσίας της ομοσπονδίας και την ετήσια λογοδοσία στη γενική συνέλευσή της,
β) την Υποβολή προτάσεων και γνωμών σχετικών προς τα ζητήματα του κλάδου των δικαστικών επιμελητών και την αναβάθμισή του,
γ) τα αναφερόμενα στις περιπτώσεις ε`,στ`,ζ`,ικαι ια` του άρθρου 117 του παρόντος,
δ) την απόφαση για πρόσληψη υπαλλήλων της ομοσπονδίας με οποιασδήποτε μορφής σύμβαση εργασίας ή την απόλυσή τους και
ε) τις αποφάσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 120 του παρόντος.
3. Η Εκτελεστική γραμματεία συνέρχεται τακτικά μεν μία τουλάχιστον φορά το δίμηνα έκτακτα δε αν: α) το αποφασίσει ο πρόεδρος της ομοσπονδίας και β) το ζητήσουν δύο τουλάχιστον μέλη της με αίτηση προς τον πρόεδρο, στην οποία αναγράφουν το λόγο για τον οποίο ζητούν τη σύγκληση. Η Εκτελεστική γραμματεία βρίσκεται σε Απαρτία αν παρίστανται τέσσερα τουλάχιστον μέλη της και οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων.
4. Το μέλος της εκτελεστικής γραμματείας χάνει την ιδιότητά του αυτή όταν:
α) απουσιάσει αδικαιολόγητα σε δύο συνεχόμενες συνεδριάσεις της, οπότε η απώλεια της ιδιότητας πιστοποιείται με απόφαση αυτή και με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της και
β) χάσει την ιδιότητα του αντιπροσώπου στηνομοσπονδία για οποιονδήποτε λόγο.
5. Σε περίπτωση που από έκπτωση ή Παραίτηση τόσων μελών της εκτελεστικής γραμματείας τακτικών ή αναπληρωματικών καθίσταται αδύνατη η συγκρότηση Απαρτίας συγκαλείται έκτακτα η ολομέλεια τηςομοσπονδίας και συμπληρώνεται η Εκτελεστική γραμματεία με εκλογή τόσων τακτικών και αναπληρωματικών μελών, όσο ελλείπουν.
6. Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 112 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και στη λειτουργία τηςομοσπονδίας.
Άρθρο 123
1. Η Ελεγκτική Επιτροπή της ομοσπονδίας αποτελείται από τρία μέλη της, που εκλέγονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 119 του παρόντος.
2.`Εργο της ελεγκτικής επιτροπής είναι να ελέγχει κατά μήνα Σεπτέμβριο κάθε έτους τη διαχείριση της περιουσίας της ομοσπονδίας και να υποβάλει τη σχετική έκθεση στην τακτική γενική συνέλευση δια της εκτελεστικής γραμματείας.
3. Η Εκτελεστική γραμματεία υποχρεούται μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, να θέτει στη διάθεση της ελεγκτικής επιτροπής όλα τα σχετικά έγγραφα και βιβλία.
4. Η Ελεγκτική Επιτροπή συγκαλείτε υποχρεωτικά από τον πρόεδρο της ομοσπονδίας μέσα στο δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Αν δεν υπάρχει τέτοια σύγκληση, συγκαλείται από το αρχαιότερο κατά διορισμό στον κλάδο μέλος της. Η Ελεγκτική Επιτροπή συγκαλείται έκτακτα αν αυτό ζητηθεί από δύο μέλη της ή την Εκτελεστική γραμματεία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
Αρχαιρεσίες
Άρθρο 124
1. Η θητεία του διοικητικού συμβουλίου της ελεγκτικής επιτροπής και των αντιπροσώπων στην ομοσπονδία ορίζεται τριετή και αρχίζει από την πρώτη Μαΐου του έτους εκλογής.
2. Οι Αρχαιρεσίες, για την εκλογή των κατά την προηγούμενη παράγραφο προσώπων, διενεργούνται το δεύτερο Σάββατο μετά την τακτική γενική Συνέλευση του έτους των αρχαιρεσιών ή την οριστική ματαίωσή της από έλλειψη Απαρτίας.
3. Η εφορευτική επιτροπή εκλέγεται κατά την προηγούμενη των αρχαιρεσιών τακτική γενική Συνέλευση και αποτελείται από τρία μέλη με ισάριθμααναπληρωματικά.
4. Υποψηφιότητες για την εφορευτική επιτροπήυποβάλλονται και προφορικά προς τον πρόεδρο της συνελεύσεως μέχρι την έναρξη της Ψηφοφορίας για την εκλογή της. Ο πρόεδρος της συνελεύσεως ανακοινώνει τον κατάλογο των υποψηφίων και τοποθετεί σχετικό πίνακα στο χώρο της Ψηφοφορίας. Τα μέλη που ψηφίζουν λαμβάνουν από τον πρόεδρο της συνελεύσεως φακέλους και λευκά ψηφοδέλτιο, στα οποία αναγράφουν τα ονόματα των υποψηφίων που προτιμούν, όχι όμως περισσότερα του αριθμού των τακτικών μελών και ψηφίζουν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Την επιμέλεια της διαδικασίας εκλογής της εφορευτικής επιτροπή έχουν ο πρόεδρος ο αντιπρόεδρος και ο γραμματέας της συνελεύσεως. Τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της εφορευτικής επιτροπής εκλέγονται κατά σειρά οι σχετικά πλειοψηφήσαντες, σε περίπτωση δε ισοψηφία ενεργείται κλήρωση.
5. Αν μέχρι και την ημέρα εκλογής της εφορευτικής επιτροπής δεν έχουν υποβληθεί υποψηφιότητες για την Ελεγκτική Επιτροπή, τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της εκλέγονται κατά τη διάρκεια της συνελεύσεως που εκλέγει την εφορευτική επιτροπή με πρόταση του προέδρου της συνελεύσεως και ανάταση των χεριών.
Άρθρο 125
1.Για να εκλεγεί κάποιος πρόεδρος, μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή της ελεγκτικής επιτροπής ή αντιπρόσωπο στην ομοσπονδία, πρέπει να έχει συμπληρώσει κατά το χρόνο της ανακηρύξεώς του υποψηφίου τριετή τουλάχιστον υπηρεσία δικαστικού επιμελητή. Δεν μπορεί να ανακηρυχθεί υποψήφιος ο δικαστικός επιμελητής, που:
α) τελεί σε αργία ή αναστολή β) τιμωρήθηκε με προσωρινή παύση, εκτός αν έχει περάσει διετία από την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως και γ) δεν έχει εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις προς το σύλλογο και την ομοσπονδία.
2. Η ιδιότητα του προέδρου συλλόγου ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου δεν είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του αντιπροσώπου στην ομοσπονδία, του προέδρου της ή του μέλους της εκτελεστικής της γραμματείας.
Άρθρο 126
1. Το δικαίωμα του εκλέγειν έχουν όλοι οι δικαστικοί επιμελητές, που είναι γραμμένοι στο μητρώο του συλλόγου, εκτός εκείνων που τελούν σε αργία ή αναστολή ή δεν είναι ταμειακό τακτοποιημένοι προς το σύλλογο και την ομοσπονδία.
2. Μέσο στο Φεβρουάριο του έτους των αρχαιρεσιών καταρτίζεται από τα Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου κατάλογος των μελών, που έχουν Δικαίωμα ψήφου. Ο κατάλογος αυτός εκτίθεται στα γραφεία του συλλόγου και διορθώνεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου μετά από αίτηση κάθε μέλους ισχύει δε και για τυχόν επαναληπτική εκλογή. Η αίτηση είναι απαράδεκτη, ον δεν υποβληθεί πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της Ψηφοφορίας. Κυρωμένα αντίγραφο τουτελικού καταλόγου των μελών που έχουν δικαίωμα αφού, παραδίδεται στον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής πριν από την έναρξη των αρχαιρεσιών και χρησιμεύει ως εκλογικός κατάλογος.
3. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος αποτελεί υποχρέωση για όλα τα μέλη του
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 127
1. Για να ανακηρυχθεί κάποιος υποψήφιος πρόεδρος, σύμβουλος, μέλος της ελεγκτικής επιτροπής ή αντιπρόσωπο στην ομοσπονδία πρέπει να υποβάλει αίτηση στον πρόεδρο του συλλόγου μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου του έτους των αρχαιρεσιών.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου μέσα σε τρεις ημέρες οπό την εκπνοή της προθεσμίας για Υποβολή υποψηφιοτήτων ανακηρύσσει με έγγραφη ανακοίνωσή του τους υποψηφίους. Η ανακοίνωση τοιχοκολλάται την ίδια ημέρα στο κατάστημα του συλλόγους υπογράφεται δε από τον πρόεδρο και το γενικό γραμματέα σχετικά πρακτικό, που καταχωρείται στο βιβλίο πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου.
3. Ενστάσεις κατά της αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου για την ανακήρυξη ή μη των υποψηφίων υποβάλλονται από κάθε ενδιαφερόμενα, μέσα σε τρεις ημέρες από την κατά την προηγούμενη παράγραφο τοιχοκόλληση της αποφάσεως, στο μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο της έδρας του συλλόγου, που αποφαίνεται αμετάκλητα το αργότερο επτά ημέρες πριν από την καθορισμένη για τις Αρχαιρεσίες ημέρα.
Άρθρο 128
1.`Οσοι από τους ανακηρυχθέντες υποψήφιους επιθυμούν να εκλεγούν κατά συνδυασμό υποβάλλουν έγγραφη κοινή δήλωση προς το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου έπι τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της Ψηφοφορίας να γίνει δεκτός ο συνδυασμός η παραπάνω δήλωση πρέπει να περιλαμβάνει υποψήφιο πρόεδρο αριθμό υποψηφίων συμβούλων ίσο τουλάχιστον προςτον αριθμό των εκλεγόμενων συμβούλων , καθώς και αριθμό υποψηφίων αντιπροσώπων για την ομοσπονδία ίσο τουλάχιστον προς το μισό του αριθμού των εκλεγόμενων αντιπροσώπων, παραλειπόμενου του κλάσματος, διαφορετικά οι δηλούντες θεωρούνται ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Ανεξάρτητοι θεωρούνται επίσης και όλοι οι υποψήφιοι που δεν υπέβαλαν μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία δήλωση συνδυασμού. Οι συνδυασμοί είναι δυνατό να περιλαμβάνουν υποψήφιους συμβούλους και αντιπροσώπους για την ομοσπονδία περισσότερους από τους εκλεγομένους αλλά όχι περισσότερους του διπλάσιου αυτών.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου ανακηρύσσει τους συνδυασμούς, κατάλογος δε αυτών καθώς και των ανεξάρτητων υποψηφίων τοιχοκολλάται στο μεν κατάστημα του συλλόγου τέσσερις τουλάχιστον ημέρες πριν από την Ψηφοφορία, στον τόπο δε της Ψηφοφορίας αμέσως πριν από την έναρξή της και παραμένει μέχρι τη λήξη της.
3. Κανένας δεν μπορεί να συμμετέχει σε περισσότερους του ενός συνδυασμούς. Επίσης δεν μπορεί να συμμετέχει σε συνδυασμό υποψήφιος που ανακηρύχθηκε ως ανεξάρτητος.
4. Η κατά την παράγραφο 1 δήλωση συνδυασμού πρέπει να περιέχει: α) τον τίτλο του συνδυασμού, στον οποίο δεν επιτρέπεται να υπάρχει η λέξη “ανεξάρτητος” ή παράγωγά της, β) το ονοματεπώνυμο και πατρώνυμο του υποψήφιου προέδρου κάτω από την ένδειξη “ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΠΡΟΕΔΡOΣ”, γ) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των υποψηφίων συμβούλων με αλφαβητική σειράς κάτω από την ένδειξη “ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ” και δ) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των υποψήφιων αντιπροσώπων για την ομοσπονδία με αλφαβητική σειρά, κάτω από την ένδειξη “ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ”. Η παραπάνω δήλωση υπογράφεται από όλους τους υποψηφίους.
5. Αν κάποιος συνδυασμός δεν ανακηρυχθεί από έλλειψη των απαιτούμενων προς τούτο προσόντων στο πρόσωπο ενός ή περισσότερων υποψήφιων που τον αποτελούν, την επόμενη ημέρα από την κατά την παράγραφο 2 τοιχοκόλληση στο κατάστημα του συλλόγου, μπορεί να υποβληθεί νέα Δήλωση συνδυασμού, που να πληροί τους απαιτούμενους όρους. Στην περίπτωση αυτή και μόνα επιτρέπεται κατ` Εξαίρεση η εντός της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου υποβολή υποψηφιότητας και ανακήρυξη υποψηφίου, για τη συμμετοχή αποκλειστικά στο συνδυασμό αυτόν. Το Διοικητικό Συμβούλιο μέσα στην επόμενη ημέρα από την υποβολή της νέας δηλώσεως εκδίδει και ανακοινώνει την απόφασή του για ανακήρυξη ή μη του συνδυασμού.
Άρθρο 129
1. Ο σύλλογος καταρτίζει ομοιόμορφα έντυπα Ψηφοδέλτια, ιδιαίτερα για κάθε συνδυασμό, ιδιαίτερο και ενιαίο για τους ανεξάρτητους υποψηφίους και ιδιαίτερο για τα υποψήφια μέλη της ελεγκτικής επιτροπής.
2. Στα Ψηφοδέλτια των συνδυασμών αναγράφονται κατά σειρά:
α) ο τίτλος του συνδυασμού, όπως ακριβώς αναφέρεται στη δήλωση της παραγράφου 4 του προηγούμενου άρθρου.
β) το ονοματεπώνυμο και πατρώνυμο του υποψήφιου προέδρου κάτω από την ένδειξη “ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ”,
γ) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των υποψήφιων συμβούλων, με αλφαβητικά σειρά, κάτω από την ένδειξη “ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ” και
δ) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των υποψήφιων αντιπροσώπων για την ομοσπονδία, με αλφαβητική σειρά, κάτω από την ένδειξη “ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ”.
3. Στο ψηφοδέλτιο των ανεξάρτητων υποψηφίων αναγράφονται κατά σειρά:
α) η ένδειξη “ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ”,
β) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα όλων των ανεξάρτητων υποψήφιων προέδρων, με αλφαβητική σειρά, κάτω από την ένδειξη “ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤOΙ ΠΡΟΕΔΡΟΙ”,
γ) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα όλων των ανεξάρτητων υποψήφιων συμβούλων, με αλφαβητική σειρά, κάτω από την ένδειξη “ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ” και
δ) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα όλων των ανεξάρτητων υποψήφιων αντιπροσώπων για την ομοσπονδία, με αλφαβητική σειρά, κάτω από την ένδειξη “ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ”.
4. Στο ψηφοδέλτιο των υποψήφιων μελών της ελεγκτικής επιτροπής και κάτω από την ένδειξη “ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ” αναγράφονται με αλφαβητική σειρά τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα όλων των υποψήφιων μελών της.
5. Με ευθύνη και φροντίδα του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου παραδίδονται στην εφορευτική επιτροπή πριν από την έναρξη της Ψηφοφορίας ο αναγκαίος αριθμός ψηφοδελτίων και ομοιόμορφων φακέλων.
6. Κάθε υποψήφιος πρόεδρος, σύμβουλος ή αντιπρόσωπος για την ομοσπονδία μπορεί να παραλάβει από το σύλλογο Ψηφοδέλτια για τις ανάγκες του.
Άρθρο 130
1. Η Ψηφοφορία είναι μυστική και διενεργείται είτε στα γραφεία του συλλόγου είτε σε άλλο χώρο, που επιλέγεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, από ώρα 08.00 μέχρι 19.00 της ίδιας ημέρας. Η εφορευτική επιτροπή μπορεί να παρατείνει μέχρι δύο το πολύ ώρες την Ψηφοφορία εφόσον στο χώρο της υπάρχουν ακόμη ψηφοφόροι, που περιμένουν τη σειρά τους για να ψηφίσουν.
2. Αμέσως πριν από την έναρξη της Ψηφοφορίας η εφορευτική επιτροπή συγκροτείται σε σώμα εκλέγοντας τον πρόεδρό της. Γραμματέας της εφορευτικής επιτροπής ορίζεται από τον πρόεδρό της ένα από τα μέλη του συλλόγου, που έχουν Δικαίωμα ψήφου.
3. Αν κατά τον καθορισμένα για την έναρξη της Ψηφοφορίας χρόνο δεν προσέλθει κανένα από τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής, που έχουν εκλεγεί ή δεν υπήρξε τέτοια εκλογή, οι τυχόν παριστάμενοι υποψήφιοι πρόεδροι προτείνουν ο καθένας μέχρι έξι υποψηφίους, μεταξύ των οποίων διενεργείται κλήρωση για την ανάδειξη των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της εφορευτικής επιτροπής. Η κλήρωση γίνεται από τον πρόεδρο του συλλόγου ή, αν αυτός απουσιάζει, από τον αντιπρόεδρο ή το αρχαιότερο από τα παριστάμενα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για τη συμπλήρωση της εφορευτικής επιτροπής στην περίπτωση που δεν προσέλθουν όλα τα μέλη της.
4. Ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ορίζει τα κατά την κρίση του αναγκαία πρόσωπα για την ομαλή διεξαγωγή της εκλογής (επί της ψηφοδόχου, ψηφολέκτες κ.λπ.), αξιοποιώντας κατά προτίμηση τα αναπληρωματικά μέλη της.
5. Η εφορευτική επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία για κάθε θέμα, που προκύπτει κατά τη διάρκεια της Ψηφοφορίας, συντάσσει το πρωτόκολλο της εκλογής και ανακηρύσσει τους εκλεγέντες.
6. Κατά τη διάρκεια της Ψηφοφορίας απαγορεύεται η παραμονή μέσα στην αίθουσα αυτής προσώπων που δεν έχουν σχέση με την εκλογή. Η εφορευτική επιτροπή μπορεί να απομακρύνει από το χώρο της Ψηφοφορίας όποιον κατά τη κρίση της δυσχεραίνει το έργο της.
Άρθρο 131
1. Κάθε ψηφοφόρος ψηφίζει με την επίδειξη της επαγγελματικής ή αστυνομικής του ταυτότητας και εκφράζει τις προτιμήσεις του με τον ακόλουθο τρόπο:
α) Για τον πρόεδρο, τους συμβούλους και τους αντιπροσώπους για την ομοσπονδία επιλέγει ένα ενιαίο ψηφοδέλτιο συνδυασμού ή ανεξαρτήτων και:
αα) Αν επιλέξει ψηφοδέλτιο συνδυασμού, θέτει σταυρούς προτιμήσεως δίπλα στα ονόματα των υποψήφιων συμβούλων και αντιπροσώπων για την ομοσπονδία, όχι περισσότερους από το μισό των εκλεγομένων, παραλειπόμενου του κλάσματος. Κάθε ψηφοδέλτιο συνδυασμού θεωρείται και ψήφος προς τον υποψήφιο πρόεδρο του συνδυασμού αυτού. Η τοποθέτηση σταυρού στο όνομα του υποψήφιου προέδρου δεν επιφέρει ακυρότητα του ψηφοδελτίου. Αν οι σταυροί προτιμήσεως είναι περισσότεροι των επιτρεπόμενων ή δεν σημειώνονται σταυροί, το ψηφοδέλτιο θεωρείται έγκυρο υπέρ του συνδυασμού και του υποψήφιου προέδρου, χωρίς να υπολογίζονται σταυροί προτιμήσεως για τους λοιπούς υποψηφίους. Στην περίπτωση αυτήν η παράλειψη υπολογισμού των σταυρών προτιμήσεως εκτιμάται χωριστά για την καθεμία από τις δύο ομάδες υποψηφίων, συμβούλων και αντιπροσώπων.
αβ) Αν ο ψηφοφόρος επιλέξει το ψηφοδέλτιο των ανεξάρτητων υποψηφίων, θέτει ένα σταυρό προτιμήσεως δίπλα στο όνομα ενός των υποψήφιων προέδρων και σταυρούς προτιμήσεως δίπλα στα ονόματα των υποψήφιων συμβούλων και αντιπροσώπων για την ομοσπονδία, που δεν μπορούν να υπερβαίνουν το μισό των εκλεγομένων, παραλειπόμενου του κλάσματος. Σε όποια από τις ομάδες ανεξάρτητων υποψηφίων -προέδρων, συμβούλων, αντιπροσώπων- ο αριθμός των σταυρών προτιμήσεως είναι μεγαλύτερος του επιτρεπόμενου, η ψήφος θεωρείται άκυρη μόνα για την ομάδα αυτή. Αν στο ψηφοδέλτιο ανεξαρτήτων περιλαμβάνεται ένας μόνα υποψήφιος, σε κάποια ή και σε όλες τις παραπάνω ομάδες, η σημείωση σταυρού προτιμήσεως είναι απαραίτητη για να υπολογισθεί ως ψήφος υπέρ αυτού.
β) Για τα μέλη της ελεγκτικής επιτροπής ο ψηφοφόρος σημειώνει την προτίμησή του με σταυρούς δίπλα στα ονόματα των υποψηφίων, όχι περισσότερους του αριθμού των εκλεγομένων.
γ) Ο ψηφοφόρος τοποθετεί τα δύο Ψηφοδέλτια της τελικής επιλογής του -ένα συνδυασμού ή ανεξαρτήτων και ένα ελεγκτικής επιτροπής- στο φάκελο, που του χορηγείται από την εφορευτική επιτροπή, μοναγραμμένα από τον πρόεδρό της και σφραγισμένα με τη σφραγίδα του συλλόγου, τον σφραγίζει και τον ρίχνει ο ίδιος στην ψηφοδόχο.
2. Οι υποψήφιοι πρόεδροι συνδυασμών, εφόσον τελικά ο συνδυασμός τους δεν ανέδειξε τον πρόεδρο, θεωρούνται πρώτοι σε σταυρούς προτιμήσεως του συνδυασμού τους και εκλέγονται σύμβουλοι μόνα στην περίπτωση που ο συνδυασμός τους συγκέντρωσε αριθμό ψήφων τουλάχιστον ίσο προς το ένα όγδοο των έγκυρων ψηφοδελτίων. Το ίδιο ισχύει και για την εκλογή τους ως αντιπροσώπων για την ομοσπονδία, εφόσον έχουν υποβάλει σχετική υποψηφιότητα.
3. Κανένας δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα υποψήφιος πρόεδρος και σύμβουλος ή μέλος της ελεγκτικής επιτροπής. Μόνα οι υποψήφιοι αντιπρόσωποι για την ομοσπονδία μπορούν ταυτόχρονα να είναι υποψήφιοι και για μία από τις προηγούμενες ιδιότητες.
4. Από την εφορευτική επιτροπή συντάσσεται και υπογράφεται πίνακας ψηφισάντων.
5. Η διαλογή των ψηφοδελτίων γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: Μετρούνται οι φάκελοι που βρίσκονται στην ψηφοδόχο και, εφόσον ο αριθμός τους είναι ίσος ή μικρότερος του αριθμού των ψηφισάντων, η διαλογή συνεχίζεται. Στην περίπτωση που ο αριθμός των φακέλων είναι μεγαλύτερος του αριθμού των ψηφισάντων, η διαλογή συνεχίζεται, αφού προηγουμένως ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής αφαιρέσει στην τύχη και καταστρέψει, χωρίς να τους ανοίξει, αριθμό φακέλων ίσο προς τους πλεονάζοντες. Ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ανοίγει έναν-έναν τους φακέλους, ανακοινώνει δυνατά το περιεχόμενό τους, αριθμεί και μονογράφει τα Ψηφοδέλτια και φροντίζει για την καταχώρισή τους στο πρακτικό διαλογής. Η αρίθμηση είναι ιδιαίτερη για τα Ψηφοδέλτια προέδρων, συμβούλων και αντιπροσώπων για την ομοσπονδία και ιδιαίτερη για τα Ψηφοδέλτια της ελεγκτικής επιτροπής. Αν μέσα στο φάκελο βρεθούν περισσότερα από ένα Ψηφοδέλτια για κάθε κατηγορία – προέδρων, συμβούλων, αντιπροσώπων αφ` ενός και ελεγκτικής επιτροπής αφ` ετέρου – η ψήφος θεωρείται άκυρη ως προς την κατηγορία αυτή και μόνα. Τα άκυρα Ψηφοδέλτια παραλείπονται από την αρίθμηση, σημειώνεται σε αυτά η ακυρότητα και φυλάσσονται. Είναι άκυρα τα Ψηφοδέλτια, που έχουν διακριτικά σημεία, αναγράφουν ονόματα μη ανακηρυχθέντων υποψηφίων ή έχουν πρόσθετες εγγραφές ή διαγραφές. Κατά της εγκυρότητας ή ακυρώσεως ψηφοδελτίου δικαιούνται μόνα οι υποψήφιοι να υποβάλουν προφορική ένσταση, επί της οποίας αποφαίνεται αμέσως η εφορευτική επιτροπή, η δε απόφασή της καταχωρείται στο σχετικό πρακτικό. Ενστάσεις κατά των αποφάσεων αυτών της εφορευτικής επιτροπής υποβάλλονται εγγράφως, καταχωρούνται στο πρακτικό διαλογής και επισυνάπτονται σ` αυτά. Οι κατά το προηγούμενα εδάφιο ενστάσεις θεωρούνται ότι δεν υποβλήθηκαν, εφόσον ο ενιστάμενας δεν προσφύγει μέσα σε πέντε ημέρες από την επομένη της ανακηρύξεως των επιτυχόντων στο αρμόδιο δικαστήριο.
Άρθρο 132
1. Είναι έγκυρες οι Αρχαιρεσίες, εφόσον εψήφισαν τουλάχιστον τα μισά από το μέλη, που έχουν Δικαίωμα ψήφου.
2. Αν κατά την ημέρα των αρχαιρεσιών δεν ψηφίσει ο κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτούμενος αριθμός εκλογέων, η εκλογή ματαιώνεται και οι φάκελοι με τα Ψηφοδέλτια που έχουν μέσα καταστρέφονται χωρίς να ανοιχτούν. Για τα παραπάνω συντάσσεται από την εφορευτική επιτροπή πρακτικό, στο οποίο καταχωρούνται υποχρεωτικά οι τυχόν υποβαλλόμενες αντιρρήσεις από παριστάμενους υποψήφιους προέδρους, που δικαιούνται να το υπογράψουν. Το πρακτικό αυτό παραδίδεται στο σύλλογο μέχρι την επόμενη ημέρα. Το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου, με πρόσκλησή του που αποστέλλεται ταχυδρομικά, γνωστοποιεί στα μέλη του ότι απέβη άκαρπη η εκλογή και τα καλεί να προσέλθουν για επαναληπτική εκλογή, ορίζοντας ημέρα διεξαγωγής της μετά από δέκα αλλά όχι πέραν των τριάντα ημερών από τη ματαίωσή της. Κατά την ημέρα αυτή οι Αρχαιρεσίες είναι έγκυρες, αν ψηφίσει το ένα τέταρτο τουλάχιστον των δικαιούμενων ψήφου μελών, παραλειπόμενου του κλάσματος. Κατά την επαναληπτική αυτή εκλογή υποψήφιοι είναι μόναεκείνοι, που είχαν ανακηρυχθεί και έλαβαν μέρος στην προηγούμενη. Αν κατά την επαναληπτική εκλογή δεν ψηφίσει το παραπάνω ποσοστό, ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή οποιοδήποτε μέλος του συλλόγου ενημερώνει σχετικά τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος μπορεί με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να διαλύσει το σύλλογο αυτόν και να υπαγάγει τα μέλη του σε άλλο σύλλογο.
3. Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο παραλαμβάνει από το προηγούμενα γραφεία, σφραγίδες, βιβλία, έγγραφα και γενικά όλη την περιουσία του συλλόγου, συντάσσεται δε σχετικό πρακτικό παράδοσης και παραλαβής.
4. Η θητεία του προηγούμενου διοικητικού συμβουλίου εξακολουθεί μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του το νέο.
Άρθρο 133
1. Η εκλογή των συμβούλων, της ελεγκτικής επιτροπής και των αντιπροσώπων για την ομοσπονδία γίνεται με το σύστημα της απλής αναλογικής.
2. Πρόεδρος εκλέγεται εκείνος, που συγκέντρωσε αριθμό ψήφων μεγαλύτερο από το μισό των έγκυρων ψηφοδελτίων.
3. Αν κατά τις Αρχαιρεσίες κανένας υποψήφιος πρόεδρος δεν συγκεντρώνει αριθμό ψήφων μεγαλύτερο από το μισό των έγκυρων ψηφοδελτίων, επαναλαμβάνεται η εκλογή μόνα ως προς τον πρόεδρο μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, καλούνται δε τα μέλη με προσκλήσεις, που αποστέλλονται ταχυδρομικώς. Κατά την επαναληπτική αυτή εκλογή δεν απαιτείται η συμμετοχή του κατά την παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου αριθμού εκλογέων, θεωρούνται δε ως υποψήφιοι πρόεδροι μόνα οι δύο πρώτοι, που κατά σειρά πλειοψήφησαν σχετικά κατά την πρώτη εκλογή, καθώς και όσοι τυχόν ισοψήφησαν με αυτούς. Η εκλογή διενεργείται ενώπιον της ίδιας εφορευτικής επιτροπής με ένα ψηφοδέλτιο στο οποίο αναγράφονται με αλφαβητική σειρά και κάτω από την ένδειξη “ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ” τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των υποψήφιων προέδρων. Η προτίμηση εκδηλώνεται με την τοποθέτηση σταυρού δίπλα στο ονοματεπώνυμο του υποψηφίου. Ψήφοι που δεν φέρουν σταυρό προτιμήσεως ή φέρουν περισσότερους από έναν θεωρούνται άκυρες. Για την έναρξη και λήξη της εκλογής, τη διαδικασία της διεξαγωγής της, τις ενστάσεις, τη διαλογή και την ανακήρυξη εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων. Πρόεδρος εκλέγεται εκείνος, που συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους, σε ισοψηφία δε διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.
4. Ο υπολογισμός για την κατανομή των εδρών είναι αυτοτελής για κάθε ομάδα υποψηφίων -συμβούλων και αντιπροσώπων για την ομοσπονδία- και γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:
α) Διαιρείται το σύνολο των έγκυρων ψηφοδελτίων με τον αριθμό των εκλεγόμενων συμβούλων ή αντιπροσώπων για την ομοσπονδία αντίστοιχα και το πηλίκον, παραλειπόμενου του κλάσματος, αποτελεί αντίστοιχα το εκλογικό μέτρο. Κάθε συνδυασμός εκλέγει τόσους συμβούλους ή αντιπροσώπους για την ομοσπονδία, όσες φορές αντίστοιχα το εκλογικό μέτρο χωράει στο σύνολο των ψηφοδελτίων που έλαβε ο συνδυασμός, παραλειπόμενου του κλάσματος. Επίσης ανεξάρτητοι υποψήφιοι σύμβουλοι ή αντιπρόσωποι για την ομοσπονδία εκλέγονται, εφόσον συγκέντρωσαν αριθμό σταυρών ίσο τουλάχιστον προς το εκλογικό μέτρο.
β) Αν από την πρώτη κατανομήμείνουν αδιάθετες έδρες, αυτές κατανέμονται μόνα μεταξύ των συνδυασμών, που έλαβαν έδρα κατά την πρώτη κατανομή και των συνδυασμών που δεν έλαβαν μεν έδρα κατά την πρώτη κατανομή αλλά ο αριθμός των ψήφων που έλαβαν είναι τουλάχιστον ίσος προς το μισό του εκλογικού μέτρου, παραλειπόμενου του κλάσματος, οι δε έδρες περιέρχονται κατά σειρά στους έχοντες τα μεγαλύτερα υπόλοιπα, σε περίπτωση δε ισοψηφίας διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.
γ) Αν μετά και τη δεύτερη κατανομήμείνουν αδιάθετες έδρες, περιέρχονται στον πρώτο κατά σειρά επιτυχίας συνδυασμό, αν δε ισοψηφούν στην πρώτη θέση περισσότεροι του ενός συνδυασμοί, οι έδρες κατανέμονται ισομερώς μεταξύ αυτών, εφόσον τούτο είναι εφικτό, διαφορετικά γίνεται πλήρωση για το μέρος και μόνα που δεν είναι εφικτή η ισομερής κατανομή.
δ) Από τα Ψηφοδέλτια των συνδυασμών σύμβουλοι και αντιπρόσωποι για την ομοσπονδία εκλέγονται κατά σειρά εκείνοι, που έλαβαν τους περισσότερους σταυρούς προτιμήσεως, οι δε λοιποί θεωρούνται επιλαχόντες. Σε περίπτωση ισοψηφίας γίνεται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή μεταξύ των εχόντων ίσο αριθμό σταυρών προτιμήσεως για τον καθορισμό της σειράς επιτυχίας.
ε) Αν από την πρώτη κατανομή δεν πήρε έδρες κανένας συνδυασμός, τότε όλοι οι υποψήφιοι θεωρούνται ανεξάρτητοι και εκλέγονται κατά σειρά εκείνοι που έλαβαν τους περισσότερους σταυρούς προτιμήσεως, οι δε λοιποί θεωρούνται επιλαχόντες κατά σειρά προτιμήσεως, εφόσον έλαβαν τουλάχιστο δύο σταυρούς. Σε περίπτωση ισοψηφίας ενεργείται από την εφορευτική επιτροπή κλήρωση για τον καθορισμό της σειράς επιτυχίας.
στ) Εφόσον εκλεγμένος σύμβουλος ή αντιπρόσωπος στην ομοσπονδία δεν αποδεχθεί ή χάσει την ιδιότητά του αυτή, αν μεν προέρχεται από συνδυασμό, τη θέση καταλαμβάνει ο επόμενος κατά σειρά επιτυχίας από τον ίδιο συνδυασμό, αν δε προέρχεται από το ψηφοδέλτιο των ανεξαρτήτων, η έδρα αυτή θεωρείται αδιάθετη από την πρώτη κατανομή και γίνεται εκ νέου υπολογισμός από το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου για τις επόμενες κατανομές σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
5. Μέλη της ελεγκτικής επιτροπής εκλέγονται κατά σειρά εκείνοι, που έλαβαν τους περισσότερους σταυρούς προτιμήσεως και οι υπόλοιποι, εφόσον έλαβαν τουλάχιστο δύο σταυρούς προτιμήσεως, θεωρούνται επιλαχόντες. Σε περίπτωση ισοψηφίας διενεργείται από την εφορευτική επιτροπή κλήρωση για τον καθορισμό της σειράς επιτυχίας.
Σχετικό: παρ.4 τηςυποπαρ.Γ.1 τουάρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Άρθρο 134
1. Το αποτέλεσμα της εκλογής, με βάση το πρωτόκολλο διαλογής της εφορευτικής επιτροπής και το πρακτικό των αρχαιρεσιών, τοιχοκολλάται από τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής στο κατάστημα του συλλόγου και γνωστοποιείται στον πρόεδρό του μέσα σε δύο ημέρες, υποβάλλεται δε στον Υπουργό Δικαιοσύνης το αργότερο μέσα σε πέντε ημέρες. Μετά την πάροδο της προθεσμίας για την υποβολή ενστάσεων ή την απόρριψή τους, ο Υπουργός Δικαιοσύνης δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε τριάντα ημέρες τα ονόματα των εκλεγέντων. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η δημοσίευση θεωρείται ότι έγινε την τριακοστή ημέρα.
2.`Ενσταση κατά του κύρους των αρχαιρεσιών ή της εκλογής υποψηφίων επιτρέπεται μόνα σε ανακηρυχθέντα υποψήφιο που έχει έννομο συμφέρον.
3. Η ένσταση γίνεται μέσο σε τρεις ημέρες από την κατά την παράγραφο 1 του παρόντος τοιχοκόλληση, με κατάθεση δικογράφου, και εκδικάζεται από το πολυμελές διοικητικό πρωτοδικείο της έδρας του συλλόγου μέσα σε δεκαπέντε ημέρες οπό την άσκησή της.
4. Αντίγραφο της ενστάσεως με την πράξη προσδιορισμού της δικασίμου επιδίδεται με φροντίδα του ενιστάμενου στον πρόεδρο του συλλόγου και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο τηρείται ενήμερο για την πορεία της ενστάσεως με μέριμνα του αρμόδιου γραμματέα.
5. Αν η ένσταση στρέφεται κατά της εκλογής συγκεκριμένων προσώπων, αντίγραφο αυτής με κλήση προς εμφάνιση κατά τη συζήτηση εκδίδεται επίσης προς αυτούς νόμιμα.
6. Αν ο ενιστάμενος δεν παραστεί κατά τη συζήτηση, η ένσταση απορρίπτεται. Αν δεν εμφανιστούν εκείνοι, κατά της εκλογής των οποίων στρέφεται η ένσταση, η υπόθεση συζητείται σαν να είναι παρόντες.
7. Κατά της εκδοθείσας αποφάσεως επιτρέπεται μόνα η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας αποκλειστικά για λόγους μη νόμιμης κλητεύσεως ή ανώτερης βίας. Η ανακοπή είναι απαράδεκτη αν δεν ασκηθεί μέσα σε πέντε ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, δικάζεται δε μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κατάθεσή της. Άλλο ένδικο μέσο αποκλείεται.
8. Σε περίπτωση ολικής ακυρώσεως των αρχαιρεσιών, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ορίζεται νέα ημέρα διεξαγωγής αυτών μετά από είκοσι και όχι πέραν των σαράντα ημερών από την τελεσίδικη ακύρωσή τους. Στις Αρχαιρεσίες αυτές οι υποψηφιότητες υποβάλλονται δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την εκλογή.
9. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στην περίπτωση ακυρώσεως της εκλογής του προέδρου.
Άρθρο 135
1. Σε περίπτωση που χηρεύσει η θέση του προέδρου για οποιονδήποτε λόγο στα δύο πρώτα έτη της θητείας του, γίνεται νέα εκλογή προέδρου. Αν χηρεύσει κατά το τρίτο έτος της θητείας, η θέση καταλαμβάνεται από τον αντιπρόεδρο, συμπληρώνεται η κενή θέση στο Διοικητικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διάταξη της περιπτώσεως στ της παραγράφου 4 του άρθρου 133 του παρόντος και εκλέγεται ο νέος αντιπρόεδρος.
2. Σε περίπτωση εξαντλήσεως του αριθμού των επιλαχόντων μελών και εφόσον καθίσταται εκ του λόγου αυτού αδύνατη η επίτευξη Απαρτίας των οργάνων στα οποία μετέχουν, ενεργούνται νέες Αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των ελλειπόντων.
3. Στις κατά τις προηγούμενες παραγράφους συμπληρωματικές Αρχαιρεσίες εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 8 του προηγούμενου άρθρου. Η θητεία των κατά το παρόν άρθρο εκλεγομένων λήγει κατά το χρόνο λήξεως της θητείας των λοιπών.
4. Αν λείπουν τα απαιτούμενα για τη διοίκηση του συλλόγου πρόσωπα, διορίζεται προσωρινή διοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 69 του Αστικού Κώδικα.
Άρθρο 136
1. Αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του προέδρου, συμβούλου, μέλους της ελεγκτικής επιτροπής ή αντιπροσώπου στην ομοσπονδία εκείνος που: α) έχασε την ιδιότητα του δικαστικού επιμελητή, β) τέθηκε σε αργία, γ) βρίσκεται σε αναστολή και δ) τιμωρήθηκε τελεσίδικα σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προσωρινής παύσεως.
2. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του και υπόκειται στην έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος από τη θέση του προέδρου, συμβούλου, μέλους της ελεγκτικής επιτροπής ή αντιπροσώπου στην ομοσπονδία εκείνος που: α) απουσιάζει αδικαιολόγητα από τρεις συνεχόμενες συνεδριάσεις του οργάνου, στο οποίο μετέχει, β) απέχει αδικαιολόγητα από την άσκηση των καθηκόντων του αυτών για συνεχόμενα διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και γ) δεν ανταποκρίνεται εμπρόθεσμα στις οικονομικές του υποχρεώσεις προς τον οικείο σύλλογο και την ομοσπονδία.
3. Ο πρόεδρος του συλλόγου, οι σύμβουλοι, τα μέλη της ελεγκτικής επιτροπής και οι αντιπρόσωποι στην ομοσπονδία δικαιούνται να παραιτηθούν.
4. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων οι χηρεύουσες θέσεις συμπληρώνονται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου στ` της παραγράφου 4 του άρθρου 133 και των άρθρων 134 και 135 του παρόντος.
Άρθρο 137
1. Η υπηρεσία του προέδρου του συλλόγου, των συμβούλων, των μελών της ελεγκτικής επιτροπής και των αντιπροσώπων στην ομοσπονδία είναι άμισθη.
2. Κατ’ εξαίρεση ο πρόεδρος του συλλόγου, ο γενικός γραμματέας και ο ταμίας λαμβάνουν έξοδα παραστάσεως που καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο και εγκρίνονται από τη γενική συνέλευση. Τα έξοδα αυτά δεν μπορεί να υπολείπονται κατ’ έτος, αλλά ούτε και να υπερβαίνουν το διπλάσιο του ισάξιου της αμοιβής των:
α) εξήντα (60) επιδόσεων, για συλλόγους των οποίων ο αριθμός των μελών δεν υπερβαίνει τα εκατό,
β) εκατόν είκοσι (120) επιδόσεων, για συλλόγους των οποίων ο αριθμός των μελών είναι μεγαλύτερος των εκατό και δεν υπερβαίνει τα διακόσια,
γ) διακοσίων πενήντα (250) επιδόσεων, για συλλόγους των οποίων ο αριθμός των μελών είναι μεγαλύτερος των διακοσίων και δεν υπερβαίνει τα τετρακόσια,
δ) τετρακοσίων πενήντα (450) επιδόσεων, για συλλόγους των οποίων ο αριθμός των μελών είναι μεγαλύτερος των τετρακοσίων και δεν υπερβαίνει τα οκτακόσια και
ε) επτακοσίων πενήντα (750) επιδόσεων για συλλόγους των οποίων ο αριθμός των μελών είναι μεγαλύτερος των οκτακοσίων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το εδάφ. στ` παρ.24άρθρ.3 Ν.2479/1997 και με την παρ.1 του άρθρου 33 του ν.4456/2017
3. Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας και τα μέλη της εκτελεστικής της γραμματείας λαμβάνουν έξοδα παραστάσεως, τα οποία καθορίζονται από την Εκτελεστική γραμματεία και εγκρίνονται από τη Συνέλευση της ομοσπονδίας. Τα έξοδα αυτά δεν μπορεί να υπολείπονται, για μεν τον πρόεδρο της ομοσπονδίας εκείνων του προέδρου του συλλόγου Αθήνας – Πειραιά – Αιγαίου – Δωδεκανήσου, για δε τα μέλη της εκτελεστικής γραμματείας εκείνων του γενικού γραμματέα του ίδιου συλλόγου.
Επίσης τα έξοδα αυτά δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα ανώτατα επιτρεπόμενα από τον παρόντα νόμο για τους αμέσως πιο πάνω αναφερόμενους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το εδάφ. ζ` παρ.24άρθρ.3 Ν.2479/1997.
4. Μέλος που μετακινείται στα πλαίσια εκτελέσεως εντολής του συλλόγου ή της ομοσπονδίας λαμβάνει κάθε ποσό που δαπανά, με βάση παραστατικά έγγραφα, καθώς και ημερήσια αποζημίωση ίση τουλάχιστον προς το τριπλάσιο της αμοιβής μιας επιδόσεως. Το σχετικό ποσό εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο και την εκτελεστική γραμματεία αντίστοιχα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 33 του ν.4456/2017
Άρθρο 138
1. Πρόταση μομφής κατά του προέδρου του συλλόγου, των συμβούλων, των μελών της ελεγκτικής επιτροπής και των αντιπροσώπων στην ομοσπονδία συζητείται αν το ζητήσουν εγγράφως από το Διοικητικό Συμβούλιο το ένα όγδοο τουλάχιστον των εχόντων Δικαίωμα ψήφου μελών.
2. Η πρόταση συζητείται σε ειδική έκτακτη γενική Συνέλευση του συλλόγου, κατά την οποία δεν επιτρέπεται η συζήτηση άλλου θέματος. Περισσότερες προτάσεις μομφής, καθώς και όσες έχουν κατατεθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα της ειδικής αυτής συνελεύσεως, συζητούνται στην ίδια Συνέλευση.
3. Το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου είναι υποχρεωμένα να συγκαλέσει τη Συνέλευση αυτή μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως.
4. Οι διατάξεις του άρθρου 98 του παρόντος εφαρμόζονται και στην ειδική αυτή Συνέλευση.
5. Η έκτακτη γενική Συνέλευση για τη συζήτηση προτάσεων μομφής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος βρίσκεται σε Απαρτία αν παρίστανται κατά τη λήψη της σχετικής αποφάσεως το ένα τρίτο τουλάχιστον του συνόλου των μελών, η δε σχετική απόφαση για την αποδοχή της προτάσεως λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός τετάρτου του συνόλου των δικαιούμενων ψήφου μελών. Σε κάθε άλλη περίπτωση η Πρόταση μομφής θεωρείται ότι απορρίπτεται.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΑΞΕΙΣ
Άρθρο 139
1. Με αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται:
α) κάθε λεπτομέρεια σχετική με την τήρηση και τη φύλαξη του αρχείου των δικαστικών επιμελητών,
β) ο τύπος των βιβλίων που τηρούνται από τους δικαστικούς επιμελητές σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και κάθε λεπτομέρεια σχετική με την τήρησή τους και
γ) κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή διατάξεων του παρόντος.
2. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και των συναρμόδιων υπουργών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται ο τρόπος και οι λεπτομέρειες κατανομής, μεταξύ των δικαστικών επιμελητών της ίδιας κατά τόπον αρμοδιότητας, της επαγγελματικής ύλης που προκύπτει από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 51 του παρόντος πηγές.
3. Αν για τη λειτουργία συλλογικού οργάνουπροβλεπόμενου από τον παρόντα νόμο απαιτείται κατά τις διατάξεις του ο προσδιορισμός ποσοστού, το τυχόν προκύπτον κλάσμα αν είναι μικρότερο του μισού της μονάδας δεν υπολογίζεται, αν δε είναι ίσο προς το μισό τουλάχιστο λογίζεται ως ακεραία μονάδα. Η παρούσα διάταξη δεν ισχύει σε περιπτώσεις, που ειδικές διατάξεις του παρόντος προβλέπουν διαφορετικά.
4. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ο μέχρι τώρα Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείου Λάρισας, μετονομάζεται σε Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Λάρισας-Δυτικής Μακεδονίας. Στο Σύλλογο αυτόν μετεγγράφονται υποχρεωτικά από το Σύλλογο Εφετείου Θεσσαλονίκης μέσα σε δύο μήνες και καθίστανται μέλη του οι δικαστικοί επιμελητές των Πρωτοδικείων Καστοριάς και Φλώρινας. Η μετεγγραφή ενεργείται με φροντίδα του προέδρου του συλλόγου στον οποίο μετεγγράφονται, από δε της μετεγγραφής διαγράφονται αυτομάτως από τα Μητρώα του συλλόγου από τον οποίο μετακινούνται και οι φάκελοι με τα ατομικά τους στοιχεία παραδίδονται χωρίς υπαίτια βραδύτητα στο νέο τους σύλλογο. Το δελτία ταυτότητας των μετεγγραφόμενων ισχύουν μέχρι να αντικατασταθούν από το νέο σύλλογό τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Για τη μετεγγραφή οι σύλλογοι ενημερώνουν αντίστοιχα τους οικείους εισαγγελείς πρωτοδικών.
Άρθρο 140
1. Με προεδρικό διάταγμα, εκδιδόμενα μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να συσταθεί ειδική σχολή για την υποχρεωτική φοίτηση των επιτυχόντων δικαστικών επιμελητών.
2. Η σχολή θα συσταθεί μετά από πρόταση της ομοσπονδίας δικαστικών επιμελητών, η οποία θα έχει την ευθύνη και τον έλεγχο της λειτουργίας της, θα καλύπτει δε και τις σχετικές δαπάνες.
3. Η διάρκεια φοιτήσεως, ου δεν μπορεί να είναι μικρότερη του έτους ούτε μεγαλύτερη των τριών ετών, το πρόγραμμα σπουδών, το διδακτικό προσωπικό, οι συνέπειες της μη επιτυχούς φοιτήσεως, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των σπουδαστών και κάθε άλλη λεπτομέρεια θα καθορίζονται με το ίδιο προεδρικό διάταγμα.
Άρθρο 141
1. Οι πειθαρχικές, που εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, εκδικάζονται από το προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο πειθαρχικά συμβούλια και με τη διαδικασία που καθορίζεται από αυτόν. Οι εκκρεμείς πειθαρχικές δικογραφίες διαβιβάζονται αμέσως στα πειθαρχικά συμβούλια του παρόντος με μέριμνα των οικείων εισαγγελέων πρωτοδικών.
2. Ο πρώτος μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος διαγωνισμός για την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων δικαστικών επιμελητών θα γίνει σύμφωνα με τα άρθρα 3 και επόμενα του παρόντος, μέσα στο επόμενα έτος από την έναρξη της ισχύος του. Για τον πρώτο μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος διαγωνισμό η ηλικία και τα λοιπά προσόντα των ήδη ασκούμενωνκρίνονται με τις προϊσχύουσες διατάξεις, μπορούν όμως να διοριστούν και οι έχοντες ήδη συμπληρώσει το εικοστό δεύτερο έτος της ηλικίας, καθώς και οι συμπληρούντες το τεσσαρακοστό έτος κατά το τέλος του έτους ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.
3. Υποψήφιοι που γράφτηκαν ως ασκούμενοι πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, μπορούν να λάβουν μέρος στους διαγωνισμούς μέχρι και του έτους 1997, έστω και αν έχουν υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας τους και να διοριστούν εφόσον επιτύχουν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το εδάφ. η` παρ.24 άρθρ.3 Ν.2479/1997.
Άρθρο 142
1. Οι πρώτες Αρχαιρεσίες για την ανάδειξη προέδρων, συμβούλων, μελών των ελεγκτικών επιτροπών και αντιπροσώπων για την ομοσπονδία θα γίνουν εντός του Οκτωβρίου του έτους ενάρξεως της ισχύος του παρόντος. Οι σύλλογοι οφείλουν να συγκαλέσουν έκτακτη γενική Συνέλευση εντός του δεύτερου δεκαπενθήμερου του Σεπτεμβρίου, προκειμένου να γίνει ο απολογισμός των απερχόμενων διοικητικών συμβουλίων και η εκλογή της εφορευτικής επιτροπής των αρχαιρεσιών με ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 124 του παρόντος, χωρίς να αποκλείεται και η συζήτηση άλλων θεμάτων. Για τις πρώτες αυτές Αρχαιρεσίες ο μεν κατάλογος των εχόντων Δικαίωμα ψήφου καταρτίζεται κατά μήνα Αύγουστο, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 126 του παρόντος, η δε υποβολή αιτήσεων υποψηφίων πρέπει να γίνει στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του ίδιου μήνα, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 127 και επόμενα του παρόντος.
Η θητεία των οργάνων που θα εκλεγούν στις Αρχαιρεσίες αυτές λήγει την τριακοστή Απριλίου του έτους χίλια εννιακόσια ενενήντα οκτώ.
2. Μέχρι να διενεργηθούν οι κατά την προηγούμενη παράγραφο Αρχαιρεσίες συνεχίζεται η θητεία των διοικήσεων και ελεγκτικών επιτροπών που υπάρχουν.
3. Μέχρι την εκλογή των μελών της, η ομοσπονδία δικαστικών επιμελητών θα διοικείται από επταμελή Εκτελεστική γραμματεία, αποτελούμενη από τον πρόεδρο του συλλόγου δικαστικών επιμελητών Αθήνα-Πειραιά-Αιγαίου-Δωδεκανήσου, δύο συμβούλους του ίδιου συλλόγου, που θα οριστούν με απόσταση του διοικητικού του συμβουλίου και από ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου των τεσσάρων μεγαλύτερων, από τους υπόλοιπους, συλλόγων της χώρας, που θα οριστούν με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων. Με τις. ίδιες αποφάσεις θα ορίζονται και αντίστοιχα αναπληρωματικά μέλη. Οι σύλλογοι οφείλουν να ενημερώσουν μέσα σε δέκα ημέρες από την έναρξη ισχύος τού παρόντος τον πρόεδρο του συλλόγου Αθήνας-Πειραιά-Αιγαίου-Δωδεκανήσου για τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, αυτός δε υποχρεούται μέσα σε δέκα ημέρες από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας να συγκαλέσει τα μέλη της προσωρινής εκτελεστικής γραμματείας προκειμένου να συγκροτηθούν σε σώμα εκλέγοντας τον πρόεδρο, τους τρεις αντιπροέδρους, το γενικό γραμματέα, τον αναπληρωτή γενικό γραμματέα και τον ταμία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Η προσωρινή Εκτελεστική γραμματεία, μέχρι την πρώτη σύνοδο της αιρετής ομοσπονδίας ασκεί όλα τα καθήκοντα που προβλέπονται στα άρθρα 117, 118, 119 και 122, εκτός από εκείνα των περιπτώσεων β`, δ` και η` του άρθρου 117 του παρόντος.
Άρθρο 143
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται.
α) το νομοθετικό διάταγμα 1210/1972 “Περί κώδικος δικαστικών επιμελητών” και
β) κάθε διάταξη νόμου, γενική ή ειδική, που είναι αντίθετη προς τον παρόντα ή αναφέρεται σε Θέματα, που ρυθμίζονται από αυτόν.
2. Διατηρούνται σε ισχύ διατάξεις, με τις οποίες ορίζονται ως αρμόδια όργανα πρόσωπα ή όργανα για την ενέργεια πράξεων αρμοδιότητας δικαστικού επιμελητή, που αφορούν το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.
3. Προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν κατ` εξουσιοδότηση διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος 1210/1972, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις εκδόσεως νεότερων κατά τον παρόντα νόμο.
4. Η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1941/1991 ισχύει και για τους δικαστικούς επιμελητές.
Άρθρο 144
Εξαιρούνται από την υποχρέωση της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του παρόντος οι κατά την έναρξη της ισχύος του ασκούμενοι δικαστικοί επιμελητές που θα λάβουν μέρος στον πρώτο μετά την ισχύ του διαγωνισμό.
Άρθρο δεύτερο
1. Οι υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος δικαστικοί επιμελητές μπορούν να παραμένουν στην υπηρεσία και μετά το 65ο έτος της ηλικίας τους για τη συμπλήρωση και μόνο χρόνου πλήρους σύνταξης, σε καμία όμως περίπτωση πέραν του 68ου έτους της ηλικίας τους.
2. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει μετά ένα μήνα από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 117 έως 119, 121, 122 και 142 του παρόντος, που ισχύουν από τη δημοσίευσή του.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 19 Ιουνίου 1995
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ Δ. ΣΤΕΦΑΝOΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝOΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΑΜΙΚΩΝ Γ.ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ Α. ΠΕΠΟΝΗΣ Ι. ΒΑΛΥΡΑΚΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 19 Ιουνίου 1995
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Α. ΠΕΠΟΝΗΣ