ΝΟΜΟΣ ΥΠ`ΑΡΙΘ.2358 ΦΕΚ Α`239/16.11.1995

Κύρωση της Σύμβασης δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής  Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1994, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην ελληνική γλώσσα έχει ως εξής:

ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΑΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ

Η Ελληνική Δημοκρατία και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (που στο εξής θα ονομάζονται τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη), επιθυμώντας να ενισχύσουν τις φιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και να προωθήσουν τη συνεργασία στον τομέα των δικαστικών σχέσεων, αποφάσισαν να συνάψουν την παρούσα Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις, βάσει του αμοιβαίου σεβασμού της κυριαρχίας, της ισοτιμίας και του αμοιβαίου οφέλους. Για το σκοπό αυτόν, οι δύο πλευρές, διόρισαν ως πληρεξουσίους τους:

Η Ελληνική Δημοκρατία τον κ. Κάρολο Παπούλια, Υπουργό Εξωτερικών

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας τον κ. Jianq Enzhu, Υφυπουργό Εξωτερικών

οι οποίοι, αφού αντάλλαξαν τα πληρεξούσια έγγραφά τους, που βρέθηκαν σε απόλυτη τάξη, συμφώνησαν τα ακόλουθα:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΆΡΘΡΟ 1

Ορισμοί

1. Στην παρούσα Σύμβαση:

α) Ο όρος “αστικές υποθέσεις περιλαμβάνει υποθέσεις που ρυθμίζονται από το αστικό, εμπορικό, οικογενειακό και εργατικό δίκαιο.

β)Ο όρος “αρμόδιες αρχές” περιλαμβάνει τα δικαστήρια τις εισαγγελίες, καθώς και άλλα όργανα που είναι αρμόδια για αστικές και ποινικές υποθέσεις.

2. Εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 12, τα ‘Άρθρα της παρούσας Σύμβασης που αφορούν υπηκόους των δύο Συμβαλλόμενων Μερών, εφαρμόζονται ΜUTATIS MUTANDIS και στα νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους και λειτουργούν στο έδαφος εκατέρου των Συμβαλλόμενων Μερών, σύμφωνα με τη νομοθεσία τους.

ΆΡΘΡΟ 2

Νομική προστασία

1. Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους θα απολαύουν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους της ιδίας νομικής προστασίας με τους υπηκόους του άλλου αυτού Μέρους ως προς τα προσωπικά και περιουσιακά του δικαιώματα.

2. Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους δικαιούνται να υποβάλουν αιτήσεις ή να εγείρουν αγωγές ενώπιον των αρμόδιων αρχών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους με τους ίδιους όρους, όπως και οι υπήκοοι

του δεύτερου αυτού Μέρους.

ΆΡΘΡΟ 3

Τρόπος επικοινωνίας

1. Εκτός αν ορίζεται άλλως στην παρούσα Σύμβαση, τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα επικοινωνούν μεταξύ τους, για τους σκοπούς της δικαστικής αρωγής, μέσω των κεντρικών τους οργάνων.

2. Τα κεντρικά όργανα των Συμβαλλόμενων Μερών είναι τοΥπουργείο Δικαιοσύνης.

ΆΡΘΡΟ 4

Γλώσσες

Οι δικαστικές παραγγελίες και τα συνοδευτικά έγγραφά τους συντάσσονται στη γλώσσα του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους και συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους ή στη γαλλική ή αγγλική.

Άρθρο 5

Άρνηση δικαστικής αρωγής

Αν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος κρίνει ότι η εκτέλεση τη αίτησης δικαστικής αρωγής που υπέβαλε το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος θίγει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του, μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει την αίτηση, αλλά οφείλει να πληροφορήσει το συντομότερο δυνατόν το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος για τις αιτίες της άρνησής του.

ΆΡΘΡΟ 6

Έξοδα δικαστικής αρωγής

Τα Συμβαλλόμενα Μέρη παρέχουν αμοιβαία δωρεάν δικαστική αρωγή στα πλαίσια της παρούσας Σύμβασης, εκτός αν ορίζεται άλλως στη Σύμβαση αυτή.

ΆΡΘΡΟ 7

Εξαίρεση από την επικύρωση

Για την εκτέλεση της παρούσας Σύμβασης τα έγγραφα που συντάσσονται ή θεωρούνται από τις δικαστικές αρχές ενός Συμβαλλόμενου Μέρους θα γίνονται δεκτά από τις δικαστικές αρχές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους χωρίς νέα επικύρωσης εφόσον φέρουν υπογραφή και σφραγίδα.

ΆΡΘΡΟ 8

Αποδεικτική ισχύς των εγγράφων

Τα δημόσια έγγραφα που συντάσσονται από τις αρμόδιες αρχές ενός Συμβαλλόμενου Μέρους θα έχουν την ίδια αποδεικτική ισχύ με τα αντίστοιχα δημόσια έγγραφα του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του Μέρους αυτού.

ΆΡΘΡΟ 9

Ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα δικαίου

Τα Συμβαλλόμενα Μέρη, μετά από αίτησή τους, θα ανταλλάσσουν αμοιβαία πληροφορίες για το δίκαιο και κανονισμούς που ισχύουν ή ίσχυσαν, καθώς και για την εκτέλεσή τους στην πρακτική.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΩΓΗ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ l

Γενικές Διατάξεις

ΆΡΘΡΟ 10

Έκταση δικαστικής αρωγής σε αστικές υποθέσεις

Σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, οι αρμόδιες αρχές των δύο Συμβαλλόμενων Μερών θα παρέχουν αμοιβαίο την εξής δικαστική αρωγή:

α) Επίδοση και διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων, περιλαμβανομένων πιστοποιητικών προσωπικής κατάστασης.

β) Διεξαγωγή αποδείξεων.

γ) Αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων.

ΆΡΘΡΟ 11

Απαλλαγή από εγγυοδοσία

Τα δικαστήρια ενός Συμβαλλόμενου Μέρους δεν θα υποβάλλουν τους υπηκόους του άλλου συμβαλλόμενου Μέρους σε υποχρέωση εγγυοδοσίας αλλοδαπού για έξοδα της δίκης για μόνο το λόγο ότι είναιαλλοδαποί ή ότι δεν έχουν διαμονή ή κατοικία στο έδαφος αυτού του Μέρους.

ΆΡΘΡΟ 12

Απαλλαγή από τα έξοδα της δίκης και παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας

1 Οι υπήκοοι ενός Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για απαλλαγή από τα έξοδα της δίκης και να τύχουν δωρεάν νομικής βοήθειας, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση, όπως και οι υπήκοοι του άλλου Μέρους.

2. Το δικαιώματα, που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις δικαιοδοσίες όλων των βαθμών μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης και της αναγνώρισης και της εκτέλεσης της απόφασης.

ΆΡΘΡΟ 13

Αίτηση νια απαλλαγή από τα έξοδα της δίκης και παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας

1. Τα πιστοποιητικά που αφορούν την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος που επιθυμεί την απαλλαγή από τα έξοδα της δίκης και την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας, εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο αιτών.

2. Αν ο αιτών δεν έχει κατοικία ή διαμονή στο έδαφος του ενός ή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, το πιστοποιητικό εκδίδεται από τη διπλωματική ή προξενική αποστολή της χώρας του στη χώρα όπου κατοικεί ή διαμένει ο αιτών.

3. Τα δικαστήρια μπορούν να ζητήσουν συμπληρωματικές πληροφορίες από το όργανο που εξέδωσε το πιστοποιητικό δια της οδού που καθορίζεται στο άρθρο 3 της παρούσας Σύμβασης.

ΤΜΗΜΑ 2

Επίδοση εγγράφων και διεξαγωγή αποδείξεων

ΆΡΘΡΟ 14

Επίδοση εγγράφων

Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θαεπιδίδουν αμοιβαία τα δικαστικά και εξώδικα έγγραφα σύμφωνα με τη Σύμβαση για επίδοση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στις 15 Νοεμβρίου 1965 στη Χάγη.

ΆΡΘΡΟ 15

Διαβίβαση πιστοποιητικών προσωπικής κατάστασης

Τα Συμβαλλόμενα Μέρη μετά από αίτηση θα διαβιβάσουν αμοιβαία έγγραφα που αφορούν γάμους, γεννήσεις ή θανάτους υπηκόων του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους δια της οδού που καθορίζεται στο Άρθρο 3 της παρούσας Σύμβασης.

ΆΡΘΡΟ 16

Έκταση διεξαγωγής αποδείξεων

Τα δικαστήρια των Συμβαλλόμενων Μερών μετά από αίτηση θα προβαίνουν αμοιβαία σε εξέταση διαδίκων, μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και άλλων πράξεων για τη διεξαγωγή αποδείξεων που προβλέπουν οι νόμοι του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

ΆΡΘΡΟ 17

Αίτηση διεξαγωγής αποδείξεων

1. Η αίτηση για διεξαγωγή αποδείξεων θα περιέχει τα εξής στοιχεία:

α) Ονομασία της αιτούσας αρχής.

β) Καθορισμό της υπόθεσης για την οποία ζητείται η διεξαγωγή αποδείξεων.

γ) `Όνομα και διεύθυνση των διαδίκων και αν έχουν ορισθεί αντιπρόσωποι, όνομα και διεύθυνση αυτών.

5) Το αντικείμενο της αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων και τα απαραίτητα για την εκτέλεση στοιχεία.

2. Η αίτηση και τα συνοδευτικά της έγγραφα θα φέρουν υπογραφή και σφραγίδα.

ΆΡΘΡΟ 18

Εκτέλεση της αιτήσεως διεξαγωγής αποδείξεων

1. Κατά την εκτέλεση της αίτησης  Μέρος προς το οποίο απευθύνεται αυτή εφαρμόζει την εθνική του νομοθεσία. Αν το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος απαιτεί την εκτέλεση με ειδικό τρόπο, το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα υιοθετήσει τον τρόπο εφόσον τούτο επιτρέπεται από την εθνική του νομοθεσία.

2. Το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, αν τα στοιχεία που έδωσε το δεύτερο δεν είναι αρκετό για την εκτέλεση της αιτήσεως.

3. Αν το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν μπορεί να εκτελέσει αυτή λόγω της ανεπάρκειας των στοιχείων που έδωσε το αιτούν Μέρος, θα γνωστοποιεί στο αιτούν Μέρος τις αιτίες που εμπόδισαν την εκτέλεση και θα επιστρέφει όλα τα σχετικά έγγραφα.

4. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα γνωστοποιεί μετά από αίτηση στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος το χρόνο και τον τόπο της εκτέλεσης της αίτησης ώστε οι ενδιαφερόμενοι διάδικοι ή οι αντιπρόσωποί τους να παραστούν, τηρώντας τους νόμους του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

5. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος δικαιούται να παίρνει μαρτυρικές καταθέσεις από ιδίου αυτού υπηκόους δια της διπλωματικής και προξενικής του αποστολής, τηρώντας τους νόμους του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους. Κανένας καταναγκασμός δεν μπορεί να επιβληθεί κατά την εφαρμογή της παρούσας διαταγής.

ΆΡΘΡΟ 19

Γνωστοποίηση αποτελεσμάτων της εκτέλεσης της αίτησης

Οι αρμόδιες αρχές προς τις οποίες απευθύνεται η αίτηση θα γνωστοποιούν γραπτώς στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος δια της οδού που προβλέπεται στο Άρθρο 3 τα αποτελέσματα της εκτέλεσης της αίτησης, συνοδευόμενα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από την εκτέλεση.

ΤΜΗΜΑ 3

Αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων

ΆΡΘΡΟ 20

Αποφάσεις που υπόκεινται σε αναγνώριση και εκτέλεση υπό τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα Σύμβαση, τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα αναγνωρίζουν και θα εκτελούν στο έδαφός τους τις ακόλουθες αποφάσεις που εκδόθηκαν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης:

α) Αποφάσεις που εκδόθηκαν επί αστικών υποθέσεων.

β) Αποφάσεις που εκδόθηκαν επί ποινικών υποθέσεων σε ό,τι αφορά απαιτήσεις για αποζημίωση.

γ) Διαιτητικές αποφάσεις, δικαστικούς και διαιτητικούς συμβιβασμούς .

ΆΡΘΡΟ 21

Υποβολή αιτήσεως

Η σχετική με την αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως αίτηση θα υποβάλλεται από τον αιτούντα στο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους που εξέδωσε την απόφαση. Το δικαστήριο αυτό θα διαβιβάζει την αίτηση, σύμφωνα με τη διαδικασία του Άρθρου 3 στο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους. Ο αιτών μπορεί να υποβάλλει την αίτηση απευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου θα αναγνωριστεί ή/και θα εκτελεστεί η απόφαση.

ΆΡΘΡΟ 22

Έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση

1. Η αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων πρέπει να συνοδεύεται:

α) Από την απόφαση ή από κυρωμένο αντίγραφο αυτής.

β) Από έγγραφο που να πιστοποιεί ότι η απόφαση έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και είναι εκτελεστή, εκτός αν αυτό προκύπτει από την ίδια την απόφαση.

Υ) Από έγγραφο που να βεβαιώνει ότι ο ηττηθείς διάδικος που ερημοδίκησε είχε κληθεί νόμιμα και με τον προσήκοντα τρόπο και ότι στην περίπτωση που δεν είχε την ικανότητα έγερσης αγωγής, αντιπροσωπεύτηκε νόμιμα εκτός αν αυτό προκύπτει από την ίδια την απόφαση.

δ) Από έγγραφο που να βεβαιώνει την ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας της δίκης.

2.`Ολα τα έγγραφα που προαναφέρθηκαν θα συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή στη γαλλική ή στην αγγλική.

ΆΡΘΡΟ 23

Άρνηση της αναγνώρισης και εκτέλεσης

Το δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης στις εξής Περιπτώσεις :

α) Αν, κατά τη νομοθεσία ταυ Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, το δικαστήριο του Μέρους αυτού είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση.

β) Αν κατά τη νομοθεσία του αιτούντος Μέρους η απόφαση δεν απέκτησε ισχύ δεδικασμένου ή δεν είναι εκτελεστή.

γ) Αν κατά τη νομοθεσία του αιτούντος Μέρους, ο ηττηθείς διάδικος, που ερημοδίκησε και που δεν μετέσχε στη διαδικασία, δεν είχε κληθεί νόμιμα ή αν στερήθηκε του δικαιώματος υπεράσπισης ή δεν αντιπροσωπεύτηκε νόμιμα σε περίπτωση που δεν είχε την ικανότητα έγερσης αγωγής.

δ) Αν το δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έχει ήδη εκδώσει οριστική απόφαση μεταξύ των ίδιων διαδίκων σχετικά με το ίδιο αντικείμενο και επί της ίδιας ουσίας ή έχει αναγνωρίσει οριστική απόφαση τρίτης χώρας για την υπόθεση.

ε) Αν στο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκκρεμοδικεί υπόθεση μεταξύ των ίδιων διαδίκων σχετικά με το ίδιο αντικείμενο και η εκδίκαση αυτή άρχισε πριν επιληφθεί το δικαστήριο του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους.

ΆΡΘΡΟ 24

Διαδικασίες της αναγνώρισης και εκτέλεσης

1. Κατά την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται από τους νόμους του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

2. Το δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής των όρων που καθορίζονται στην παρούσα Σύμβαση και δεν ερευνά επί της ουσίας την υπόθεση.

3. Αν μία απόφαση αφορά πολλά σημεία που δεν μπορούν να αναγνωριστούν ή/και να εκτελεστούν εν συνόλω, το δικαστήριο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να αναγνωριστεί ή/και να εκτελέσει εν μέρει την απόφαση.

ΆΡΘΡΟ 25

Ισχύς της αναγνώρισης και εκτέλεσης

Οι αποφάσεις που εξέδωσε το δικαστήριο του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, αφού αναγνωριστούν και εκτελεστούν από το δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, αποκτούν την ίδια ισχύ με τις αποφάσεις που εκδίδει το δεύτερο αυτό Μέρος.

ΆΡΘΡΟ 26

Αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα αναγνωρίζει και εκτελεί τις διαιτητικές αποφάσεις που εκδόθηκαν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους σχετικό με εμπορικές διαφορές, σύμφωνα με τη `Σύμβαση για Αναγνώριση και Εκτέλεση Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων`, που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958.

ΆΡΘΡΟ 27

Εξαγωγή αντικειμένων αξίας και μεταβίβαση χρημάτων

Η εκτέλεση των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης σχετικά με την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων δεν δίνει τη νομοθεσία και τους κανονισμούς των Συμβαλλόμενων Μερών σχετικό με την εξαγωγή αντικειμένων αξίας και τη μεταβίβαση χρημάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΩΓΗ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

ΆΡΘΡΟ 28

Έκταση δικαστικής αρωγής σε ποινικές υποθέσεις

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη θα παρέχουν αμοιβαία την παρακάτω δικαστική αρωγή.

α) Επίδοση εγγράφων.

β) Διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και δικαστικής αυτοψίας.

γ) Λήψη μαρτυρικών καταθέσεων από ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

δ) Διενέργεια έρευνας, κατάσχεση και παράδοση εγγράφων πειστηρίων καθώς και χρημάτων και αντικειμένων από παράνομες ενέργειες.

ε) Κλήση προς εμφάνιση στα δικαστήρια μαρτύρων, εμπειρογνωμόνων και συλληφθέντων προσώπων.

στ) Ανάληψη της ποινικής διαδικασίας.

ζ) Παροχή πληροφοριών για ποινικές αποφάσεις.

ΆΡΘΡΟ 29

Άρνηση δικαστικής αρωγής σε ποινικές υποθέσεις

1. Η δικαστική αρωγή μπορεί να αποκρουσθεί από το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση για οποιονδήποτε από τους παρακάτω λόγους:

α) Αν η αίτηση αναφέρεται σε εγκλήματα που θεωρούνται από το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ως πολιτικά ή στρατιωτικά.

β) Αν οι ποινικά διωκόμενοι ή καταδικασθέντες που αναφέρονται στην αίτηση είναι υπήκοοι του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται αυτή και δεν είναι στο έδαφος του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους.

Υ) Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, οι πράξεις που αναφέρονται στην αίτηση δεν αποτελούν εγκλήματα.

δ) Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έχει ήδη πάρει τελεσίδικη απόφαση σχετικά με το ίδιο έγκλημα για τους ποινικά διωκόμενους ή καταδικασθέντες που αναφέρονται στην αίτηση.

2. Αν η εκτέλεση της αίτησης μπορεί να εμποδίσει την ποινική δίωξη στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, το Μέρος αυτό μπορεί να αρνηθεί, να αναβάλει ή να εκτελέσει υπό όρους την αίτηση.

3. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα γνωστοποιεί εγκαίρως στο αιτούν Μέρος τους λόγους της κατά τις παραπάνω παραγράφους άρνησης αναβολής ή υπό όρους εκτέλεσης της αίτησης.

ΆΡΘΡΟ 30

Δικαστικές παραγγελίες

1. Η δικαστική παραγγελία θα υποβάλλεται γραπτώς και θα περιέχει τα εξής στοιχεία:

α) Ονομασία της αιτούσας αρχής.

β) Χαρακτηρισμό του εγκλήματος, τα περιστατικά της διάπραξής του και τις εφαρμοστέες διατάξεις της νομοθεσίας του αιτούντος Κράτους.

Υ) `Όνομα, ιθαγένεια, τόπο κατοικίας ή διαμονής των προσώπων που αναφέρονται στην αίτηση και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που αφορούν την προσωπική τους κατάσταση.

δ) Το αντικείμενο της αίτησης και τις προδιενέργεια δικαστικές ποινές.

ε) `Έγγραφα και αντικείμενο προς έρευνα, κατάσχεση ή μεταβίβαση.

στ) Τυχόν ζητούμενη από το αιτούν Μέρος ειδική διαδικασία εκτέλεσης και αιτιολόγησή της.

ζ) Χρονικό όριο για την εκτέλεση της αιτήσεως.

η) `Άλλα ενδεχομένως απαραίτητα στοιχεία για την εκτέλεση.

2. Η προαναφερόμενη παραγγελία και τα παραρτήματά της θα φέρουν υπογραφή ή/και σφραγίδα.

ΆΡΘΡΟ 31

Επίδοση εγγράφων

1. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα επιδίδει στο αιτούν Μέρος σύμφωνα με τη νομοθεσία του, οποιαδήποτε έγγραφα σχετικά με μια ποινική διαδικασία που εκκρεμεί στο δεύτερο αυτό Μέρος.

2 Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση 9α παρέχει αποδεικτικό πραγματοποίησης της επίδοσης. Το αποδεικτικό αυτό θα περιλαμβάνει την υπογραφή του παραλήπτη και την ημερομηνία παραλαβής, την αρχή που έκανε την επίδοση και τη σφραγίδα της, την υπογραφή του προσώπου που επέδωσε τα έγγραφα, καθώς επίσης και τον τρόπο και τον τόπο της επίδοσης.

Αν ο παραλήπτης αρνηθεί την επίδοση των εγγράφων, θα αναφέρεται η αιτία της άρνησης.

ΆΡΘΡΟ 32

Εκτέλεση της αίτησης για διεξαγωγή αποδόσεων

Το Συμβαλλόμενο Μέρος που υπέβαλε την αίτηση μπορεί να απαιτήσει την εκτέλεσή της με ειδικό τρόπο. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα υιοθετήσει τον ειδικό αυτά τρόπο μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας του.

ΆΡΘΡΟ 33

Παροχή αποδείξεων

1. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα διαβιβάζει τα αποδεικτικά στοιχεία, που προέκυψαν από τη διεξαγωγή αποδείξεων, δια της οδού που ορίζεται στο Άρθρο 3 της παρούσας Σύμβασης.

2. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται αίτηση μπορεί να διαβιβάζει κυρωμένα αντίγραφα ή φωτοτυπίες των εγγράφων που ζητούνται από το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος. Σε περίπτωση που το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος ζητήσει ρητά τη διαβίβαση πρωτοτύπων, το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα ικανοποιεί το αίτημα στο μέτρο του δυνατού.

3. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα διαβιβάζει τα πειστήρια που ζητούνται από το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος. Η διαβίβαση αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή τρίτων προσώπων επί των αντικειμένων αυτών.

4. Αν τα προαναφερόμενα έγγραφα ή πειστήρια είναι απαραίτητα για εκκρεμή ποινική διαδικασία στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, το Μέρος αυτό μπορεί να αναβάλει την παράδοσή τους.

5. Οποιαδήποτε έγγραφα ή αντικείμενα διαβιβάσθηκαν σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση απαλλάσσονται από φόρους και τέλη.

ΆΡΘΡΟ 34

Επιστροφή αποδείξεων

Οποιαδήποτε αντικείμενο ή πρωτότυπα των εγγράφων που διαβιβάστηκαν από το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποία απευθύνεται η αίτηση, 9α επιστρέφονται το συντομότερο σε αυτό, εκτός αν το τελευταίο δεν επιθυμεί την επιστροφή τους.

ΆΡΘΡΟ 35

Περιορισμός χρήσεως αποδείξεων

Τα έγγραφα ή αντικείμενα που διαβιβάζονται στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος θα χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς που προβλέπονται στην αίτηση δικαστικής αρωγής.

ΆΡΘΡΟ 36

Εμφάνιση μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων

1. Αν το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος θεωρεί απαραίτητη την εμφάνιση ενώπιον των αρμόδιων αρχών του μαρτύρων ή εμπειρογνωμόνων σε σχέση με μία ποινική υπόθεση, τούτο θα αναφέρεται στην αίτηση για την επίδοση της κλήσης σε αυτούς. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα τη διαβιβάζει στους μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες.

2. Αίτηση για επίδοση της κλήσης θα διαβιβάζεται στο Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση τουλάχιστον δύο (2) μήνες πριν την καθορισμένη ημερομηνία για την εμφάνιση των μαρτύρων ή εμπειρογνωμόνων ενώπιον των αρμόδιων αρχών του αιτούντος κράτους σε σχέση με ποινική υπόθεση.

3. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα γνωστοποιεί στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος εγκαίρως τι απαντήσεις των μαρτύρων ή εμπειρογνωμόνων.

4. Το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος θα αναφέρει στην αίτηση ή κλήση το κατά προσέγγιση ποσό της καταβληθησόμενης αποζημίωσης, καθώς και τα έξοδα τα ιδίου και διαμονής, που οι μάρτυρες και εμπειρογνώμονες δικαιούνται. Μετά από αίτηση των τελευταίων. το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος θα προκαταβάλλει τα προαναφερόμενα ποσά εν όλω ή εν μέρει.

ΆΡΘΡΟ 37

Έξοδα μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων

Οι αποζημιώσεις και τα έξοδα διαμονής και τα ιδίου, που καλύπτει το αιτούν Μέρος για τους μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες, υπολογίζονται από την ημέρα αναχώρησής τους από τον τόπο της διαμονής τους, το δε ποσό θα είναι τουλάχιστον ίσο με εκείνο που καθορίζουν οι ισχύοντες κανονισμοί του αιτούντος Μέρους.

ΆΡΘΡΟ 38

Προστασία μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων

1. Το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος 5εν θα τιμωρεί τους μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες που αρνήθηκαν να εμφανιστούν για να καταθέσουν στο έδαφός του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 36 της παρούσας Σύμβασης, ούτε θα υποβάλλει αυτούς σε οποιαδήποτε απειλή καταναγκασμού ή καταναγκαστικό μέσο.

2. Κανένας μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας οποιασδήποτε ιθαγένειας δεν μπορεί, εφόσον εμφανίζεται ενώπιον των δικαστικών αρχών του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής δίωξης, σύλληψης ή στέρησης της ελευθερίας υπό οποιαδήποτε μορφή. για παράνομες πράξεις που διέπραξε πριν διέλθει τα σύνορα του αιτούντος Μέρους ή για την κατάθεση ή πραγματογνωμοσύνη του.

3. Η ασυλία που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο παύει όταν ο μάρτυρας ή ο εμπειρογνώμονας δεν εγκατέλειψε το έδαφος του αιτούντο Μέρους εντός προθεσμίας δεκαπέντε(15) ημερών αφότου οι αρμόδιες αρχές τον ειδοποίησαν ότι η παρουσία του δεν είναι πια αναγκαία. Στην προθεσμία αυτή δεν υπολογίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο ο μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας δεν μπόρεσε να εγκαταλείψει το έδαφος της χώρας για λόγους ανεξάρτητου από τη θέλησή του.

ΆΡΘΡΟ 39

Προσωρινή παράδοση συλληφθέντων προσώπων

1. Αν οι αρμόδιες αρχές ενός Συμβαλλόμενου Μέρους κρίνουν ότι είναι αναγκαίο να εξεταστεί ως μάρτυρας πρόσωπο που συνελήφθη στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, οι κεντρικές αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών, που καθορίζονται στο Άρθρο 3 της παρούσας Σύμβασης, θα συμφωνήσουν για την παράδοση του συλληφθέντος προσώπου στο αιτούν Μέρος υπό τον όρο ότι το πρόσωπο αυτό θα παραμείνει υπό κράτηση και, μετά το τέλος της εξέτασης, θα επιστραφεί χωρίς καθυστέρηση.

2. Αν οι αρμόδιες αρχές ενός Συμβαλλόμενου Μέρους κρίνουν ότι είναι αναγκαίο να εξεταστεί ως μάρτυρας πρόσωπο που συνελήφθη στο έδαφος τρίτης χώρας το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση οφείλει να επιτρέψει στο προαναφερόμενοπρόσωπο τη διέλευση από το έδαφός του.

3. Η παράδοση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος Άρθρου μπορεί να μη γίνει δεκτή σε μια από τις εξής περιπτώσεις:

α) αν το συλληφθέν πρόσωπο δεν συναινεί προς τούτο,

β) αν η Παράδοση μπορεί να παρατείνει το χρόνο κράτησή τους

γ) ον υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι που δεν επιτρέπουν την παράδοσή του

4. Η συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος Άρθρου θα περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τα έξοδα παραδόσεως.

Οι διατάξεις του Άρθρου 38 της παρούσας σύμβασης ισχύουν και για τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην πρώτη και δεύτερη παράγραφο του παρόντος άρθρου.

ΆΡΘΡΟ 40

Παράδοση αντικειμένων του εγκλήματος .

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, μετά από αίτηση του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, παραδίδει στο τελευταίο τα σχετικά με το έγκλημα χρήματα και αντικείμενα που απέκτησε ο δράστης κατά τη διάπραξη του εγκλήματος στο έδαφος του αιτούντος Μέρους. Η παράδοση αυτή δεν θα θίγει τα νόμιμα δικαιώματα του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή τρίτου προσώπου επί των παραπάνω αντικειμένων.

2. Αν τα προαναφερόμενα παράνομα χρήματα και αντικείμενα είναι απαραίτητα για άλλη εκκρεμή ποινική δίωξη στο Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, το Μέρος αυτό μπορεί να αναβάλει την παράδοση.

ΆΡΘΡΟ 41

Ανάληψη της ποινικής διαδικασίας

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος υποχρεούται να ασκήσει, μετά από αίτηση του άλλου Μέρους, και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του. ποινική δίωξη κατά των ιδίων αυτού υπηκόων που διέπραξαν παράνομη πράξη στο έδαφος του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους.

2. Η αίτηση άσκησης ποινικής δίωξης θα συνοδεύεται από τα σχετικά με την ανάκριση έγγραφα, από κάθε αποδεικτικό στοιχείο, καθώς και από το κείμενο των ποινικών διατάξεων που διέπουν την πράξη, σύμφωνα με το νόμο που ισχύει στο αιτούν Μέρος.

3. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα πληροφορεί το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος για το αποτέλεσμα της διώξεως και, εφόσον εκδοθεί απόφαση, του αποστέλλει αντίγραφο της οριστικής απόφασης.

ΆΡΘΡΟ 42

Πληροφορίες για αποφάσεις σε ποινικές υποθέσεις.

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα πληροφορεί το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος για αποφάσεις σε ποινικές υποθέσεις με ισχύ δεδικασμένου κατά υπηκόων του τελευταίου και θα παρέχει αντίγραφα των αποφάσεων αυτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 43

Επίλυση διαφορών

Οι διαφορές που προκύπτουν από την ερμηνεία ή εκτέλεση της παρούσας Σύμβαση θα επιλύονται δια τη διπλωματικής οδού.

ΆΡΘΡΟ 44

Επικύρωση, θέση σε ισχύ. καταγγελία

1. Η παρούσα Σύμβαση θα επικυρωθεί και θα τεθεί σε ισχύ την τριακοστή ημέρα από την ημερομηνία ανταλλαγής των εγγράφων επικυρώσεως που θα λάβει χώρα στο Πεκίνο.

2. Η παρούσα Σύμβαση ισχύει επ` αόριστον. Μπορεί να καταγγελθεί από έκαστο των Συμβαλλόμενων Μερών δια της διπλωματικής οδού στην περίπτωση αυτή η καταγγελία θα ισχύσει έξι (6) μήνες από τη λήψη της γνωστοποιήσεως.

Η παρούσα Σύμβαση υπογράφηκε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1994 σε δυο πρωτότυπα στην ελληνική και κινεζική γλώσσα.

Και τα δύο κείμενα έχουν την ίδια ισχύ.

Σε πίστωση των ανωτέρω οι πληρεξούσιοι των Συμβαλλόμενων Μερών υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.

Για την Ελληνική Για τη Λαϊκή Δημοκρατία Δημοκρατία της Κίνας (υπογραφή) (υπογραφή)

Ίδρυση Ευρωπαϊκού Κέντρου Δημοσίου Δικαίου
1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίου Δικαίου (Ευropean Public Law Center). Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίου Δικαίου είναι κοινωφελής οργανισμός διεθνούς χαρακτήρα. Δεν ανήκει στο δημόσιο τομέα, όπως αυτό εκάστοτε ορίζεται απόγενικές ή ειδικές διατάξεις και δεν διέπεται από τις διατάξεις που τον αφορούν.

2.`Εδρα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δημοσίου Δικαίου ορίζεται η Αθήνα ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου τόπου στον οποίο ευρίσκονται εγκαταστάσεις του. Το Δ.Σ. νομίμως συνεδριάσεις και τα άλλα όργανα του Κέντρου νομίμως αποφασίζουν και εκτός της έδρας του.

3. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίου Δικαίου αποσκοπεί στη δημιουργία ειδικών γνώσεων και τη διάδοσή του σε θέματα ελληνικού, αλλοδαπού. συγκριτικού και ευρωπαϊκού δημοσίου δικαίου. Διεξάγει και υποστηρίζει επιστημονικές ερευνητικές μεταπτυχιακές ή εν γένει διδακτικές δραστηριότητες στον επιστημονικό χώρο τους καθώς και τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ομάδας Δημοσίου Δικαίου, όπου οι σκοποί θα εξειδικευθούν στον Κανονισμό Λειτουργίας. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίου Δικαίου αναπτύσσει τις δραστηριότητές του σε αρμονική συνεργασία και αμοιβαία επιστημονική υποστήριξη με τα άλλα Ινστιτούτα του Τομέα Δημοσίου Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

4.`Οργανα διοίκησης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δημοσίου Δικαίου είναι το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.), η Εκτελεστική Επιτροπή (Ε.Ε.) και ο Διευθυντής. Το Δ.Σ. είναι όργανο χάραξης πολιτικής. Συνεδριάζει τακτικώς δύο φορές το χρόνο. Συγκροτείται από το Διευθυντή ως Πρόεδρο και τέσσερα μέλη Δ.Ε.Π. του Τομέα Δημοσίου δικαίου του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών~ συμπεριλαμβανομένων των ομότιμων Καθηγητών, που ορίζει ο Πρύτανης μετά από σχετική απόφαση του ως άνω Τομέα Δημοσίου Δικαίου. Στο Διοικητικό Συμβούλιο μετέχουν με αποφασιστική ψήφο και από ένας εκπρόσωπος του ως άνω Τομέα Δημοσίου Δικαίου, που ορίζεται από τον Τομέα της Ευρωπαϊκής `Ένωσης (ΧΙΙη ή ΧΧΙΙη Γενική Διεύθυνση) και του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που ορίζεται για κάθε πλήρη θητεία από τον Υπουργό. Μετέχει επίσης, με αποφασιστική ή συμβουλευτική ψήφο, και εκπρόσωπος κάθε κράτους. πανεπιστημίου, ινστιτούτου υπουργείου ή άλλου οργανισμού ή νομικού προσώπου ελληνικού ή αλλοδαπού συμπεριλαμβανομένων και Βουλών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεθνών οργανισμών ή οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ο οποίος αναλαμβάνει με κοινή συμφωνία με το Κέντρο την οικονομική ή άλλη υποστήριξή του έναντι συμμετοχής στη Διοίκηση και κοθόσο χρόνο η υποστήριξη αυτή διαρκεί. Στο Δ.Σ. του Κέντρου μετέχει και ένας εκπρόσωπος του Ινστιτούτου Ελληνικής Συνταγματικής ιστορία και Συνταγματικής Επιστήμη του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε των παραπάνω εκπροσώπων δεν ορισθεί εντός μήνα από της αποστολής του σχετικού ερωτήματος το Δ.Σ. `. αυτόν. Εάν η σχετική συγκροτείται νομίμως και χωρίς συμφωνία επιτευχθεί διαρκούσης της θητείας του Δ.Σ., η είσοδος στο όργανο γίνεται για το υπόλοιπο της θητείας. Κάθε μέλος του Δ.Σ. ορίζεται για πλήρη θητείας εάν δε εκλείψει για οποιονδήποτε λόγο, αντικαθίσταται κατά την ίδια με τον ορισμό του διαδικασία για το υπόλοιπο της θητείας Τα μέλη του Δ.Σ. ορίζονται για πλήρη περίοδο τεσσάρων (4) ετών και η θητεία τους είναι δυνατό να ανανεώνεται.

Η ΕΕ αποτελείται από το Διευθυντή. ως Πρόεδρο και όλα τα μέλη του Δ.Σ. πλην των ως άνω εκπροσώπων, Επικουρεί το Διευθυντή στο έργο του και δύναται να αποφασίζει για κάθε θέμα αρμοδιότητας του Δ.Σ. που θα της ανατίθεται από αυτό, όπως και για θέματα που εισάγονται από το Διευθυντή, σύμφωνα και με όσο θα ορισθούν στον Κανονισμό Λειτουργίας του Κέντρου. Ο Διευθυντής προσλαμβάνεται με σύμβαση αορίστου χρόνου και είναι αρμόδιο για κάθε θέμα διοίκησης και λειτουργίας του Κέντρου. Πρέπει να είναι Καθηγητής ή Αναπληρωτής Καθηγητή του Τομέα Δημοσίου Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. `Όταν κενωθεί με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο η θέση του Διευθυντή, τα υπόλοιπα μέλη της Ε.Ε. συνέρχονται σε έκτακτη συνεδρίαση και αποφασίζουν για το πρόσωπο ταυ νέου Διευθυντή. Η απόφαση της Ε.Ε. επέχει θέση προσλήψεως, εφόσον γίνει αποδεκτή από τον ενδιαφερόμενο και εγκριθεί από το Δ.Σ. που επίσης συνέρχεται με τα υπόλοιπα πλην του ελλείποντος Διευθυντή μέλη του σε έκτακτη συνεδρίαση.

Στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίου Δικαίου λειτουργεί, ως συμβουλευτικό όργανο, το Ευρωπαϊκό Επιστημονικό Συμβούλιο, που συγκροτείται από τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ομάδας Δημοσίου Δικαίου, και που συνεδριάζει μια φορά το χρόνο και συζητεί και συμβουλεύει για όλα τα θέματα επιστημονικής ανάπτυξης του Κέντρου, καθώς και για το πρόσωπο του εκάστοτε προσληπτέου Διευθυντή του Κέντρου. Το όργανο αυτό βρίσκεται σε απαρτία όσοι και αν είναι οι παρόντες.

5. Ο πρώτος Διευθυντής και η πρώτη συγκρότηση του Δ.Σ. γίνεται με πράξη του Πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. μετά από σχετική απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου. Στη συνέχεια η συγκρότηση του Δ.Σ. γίνεται με πράξη του Διευθυντή εφόσον υπάρχει, άλλως. με τον αυτόν ως άνω τρόπο. ως πρώτος Διευθυντής επιλέγεται κατά προτεραιότητα ο επιστημονικός υπεύθυνος του υπάρχοντος ήδη αντίστοιχου έργου του Πανεπιστημίου, εκτός εάν δεν αποδέχεται. `Όπουστις παραπάνω διατάξεις προβλέπεται ιδιότητα μέλους Δ.Ε.Π. του Τομέα Δημοσίου Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακαύ Πανεπιστημίου Αθηνών, πλην των εκπροσώπων, η επιλογή γίνεται μεταξύ των εχόντων και την ιδιότητα του μέλους Ευρωπαϊκής Ομάδας Δημοσίου Δικαίου, εκτός εάν τέτοια μέλη δεν υπάρχουν ή δεν αποδέχονται, με βάση ενημερωμένο κατάλογο που τίθεται υπόψη του εκάστοτε αρμόδιου οργάνου. Σε κάθε περίπτωση που απαιτείται πρόταση μη αποφασίζοντος οργάνου, πλην της περίπτωσης των εκπροσώπων εάν παρέλθει μήνας από την αποστολή του σχετικού ερωτήματος και δεν υποβληθεί η σχετική πρόταση, το αρμόδιο όργανο αποφασίζει και χωρίς την πρόταση. Μέχρι την πρώτη συγκρότηση κ3ι το διορισμό του Δ.Σ. και του Διευθυντή του Κέντρου, που πρέπει να γίνει το αργότερο μέχρι 31 Ιανουαρίου 1996 τα καθήκοντα του Δ.Σ. ασκούνται και όλες οι οποιεσδήποτε αποφάσεις λαμβάνονται από το Πρυτανικό Συμβούλιο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. συγκροτούμενου ειδικώς από τον Πρύτανη, τους δύο Αντιπρυτάνεις και το Διευθυντή του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δημοσίου Δικαίου, ο οποίος και εισηγείται τα θέματα. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η γνώμη του Πρυτάνεως.

6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών ορίζεται το ποσό της τακτικής κατ` έτος και έκτακτης επιχορήγησης του Κέντρου σε βάρος του τακτικού Προϋπολογισμού και του λογαριασμού δημοσίων επενδύσεων. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίου Δικαίου απολαμβάνει όλων των προνομίων του Ελληνικού Δημοσίου, πλην των φορολογικών απαλλαγών. Επιτρέπεται σε υπουργεία ή οργανισμούς του δημοσίου τομέα του ν. 1256/1982, συμπεριλαμβανομένων της Βουλής και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, με απόφαση του προϊσταμένου υπουργού ή του αρμόδιου οργάνου, να προσφέρουν οικονομική υποστήριξη σε βάρος του προϋπολογισμού τους, καθώς και να συμμετέχουν στο Διοικητικό Συμβούλιο του Κέντρου στο πλαίσιο συμφωνίας που θα συνάψουν μαζί του. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται να ζητεί τη γνώμη ή την επιστημονική γνώση του Κέντρου σε θέματα της αρμοδιότητός του προς εξυπηρέτηση των αναγκών της διοικητικής δικαιοσύνης. Εξάλλου, το Κέντρο θα παρέχει τις δυνατότητες της Βιβλιοθήκης του για τις ανάγκες του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της διοικητικής δικαιοσύνης.

7. Με κοινή απόφαση των υπουργώνΔικαιοσύνης και Οικονομικών. που θα δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται Κανονισμός Λειτουργίας του Κέντρου. με τον οποίο ιδρύονται και οι απαραίτητες θέσεις, και ο οποίος τροποποιείται μετά πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου. Γιο θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος και δεν θα ρυθμισθούν από τον Κανονισμό Λειτουργία, το Κέντρο θα λειτουργεί ως Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο (Ε.ΠΙ.) του ευρύτερου πλαισίου των δραστηριοτήτων του Τομέα Δημοσίου Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και τα θέματα αυτό θα ρυθμίζονται από τη σχετική περί Ε.Π.Ι. νομοθεσία.

Ο Κανονισμός Λειτουργίας του Κέντρου εξειδικεύει τις ρυθμίσεις του παρόντος και περιλαμβάνει και ρυθμίζει λεπτομερώς και κατ` απόκλιση από κάθε άλλη ισχύουσα διάταξη γενική ή ειδική, αρμοδιότητες, εσωτερική οργάνωση, λειτουργίας είδη προσωπικού, κατ` απόκλιση από κάθε άλλη ισχύουσα διάταξη αμοιβή προσωπικού κάθε κατηγορίας κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων μεταβατικών ρυθμίσεων οργάνωσης και λειτουργίας του Κέντρου.

Στο Κέντρο δημιουργούνται υπηρεσία ερευνών είναι προγραμμάτων υπηρεσία διοικητικών υποθέσεων, υπηρεσία οικονομικών υποθέσεων και τεχνική υπηρεσία. Στο Κέντρο επιτρέπεται να προσλαμβάνονται και αλλοδαποί. Προσωπικό που υπηρετεί ήδη στο αντίστοιχο έργο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών διατίθεται υποχρεωτικώς για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Κέντρου. Με απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου του ίδιου Πανεπιστημίου είναι δυνατό να διατίθεται περαιτέρω προσωπικό του για την κάλυψη των αναγκών του. Το έργο που εκτελείται επι του παρόντος από το νομικό πρόσωπο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με τον ως άνω τίτλο του Κέντρου, αναλαμβάνεται και εκτελείται εφεξής από το ίδιο το δημιουργούμενο Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίου Δικαίου.

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμβασης που κυρώνεται από την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων του Άρθρου 44 αυτής.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 1995

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΡ.ΠΑΠΑΟΥΛΙΑΣ ΑΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤ.ΤΖΟΥΜΑΚΑΣ ΙΩ.ΠΟΤΤΑΚΗΣ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΝΑΠΛ.ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓ.ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΓΕΩΡΓ. ΡΩΜΑΙΟΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα 15 Νοεμβρίου 1995

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΙΩ.Α ΠΟΤΤΑΚΗΣ