ΠΡΟΣΟΧΗ!! Έχει καταργηθεί από την 19/03/2003 με την Παρ.2 Άρθρο 22 ΝΟΜΟΣ 3126/2003 !!!

Νόμος υπ`αριθ.2509 ΦΕΚ Α`126/19.7.1997

Ποινική ευθύνη των Υπουργών.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Πεδίο εφαρμογής του νόμου

Άρθρο 1

1. Για τις αξιόποινες πράξεις των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου με την επιφύλαξη του άρθρου 2 του νόμου αυτού.

2. Με τον όρο “υπουργός” στο νόμο αυτόν νοούνται τα μέλη της Κυβέρνησης και οι υφυπουργοί.

3. Τα μέλη της Κυβέρνησης και οι υφυπουργοί θεωρούνται υπάλληλοι με την έννοια του άρ8ρου 13 περ. α` του Ποινικού Κώδικα.

Άρθρο 2

1. Πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται από υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, και αν ακόμα ο δράστης έχει παύσει να έχει υπουργική ιδιότητα. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται υπουργός κατά την έννοια της παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου, νοείται και αυτός που υπάγεται στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου.

2. Τυχόν συμμέτοχοι κατηγορούνται και δικάζονται μαζί με τον υπουργό.

Άρθρο 3
Οι αξιόποινες πράξεις που είναι άσχετες με τα καθήκοντα των υπουργών εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας από τα αρμόδια δικαστήρια.

Άρθρο 4

1. Οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παραγράφονται σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις, οι οποίες ορίζουν την παραγραφή των πράξεων αυτών.

2. Οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παραγράφονται μετά από πέντε (5) έτη από την ημέρα που τελέστηκαν.

3. Η προθεσμία παραγραφής της προηγούμενης παραγράφου αναστέλλεται όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας τελέστηκε η πράξη. `Άλλη αναστολή δεν επέρχεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Άσκηση ποινικής δίωξης

Άρθρο 5

1. Ποινική δίωξη, ανάκριση ή προανάκριση κατά υπουργού για τις αξιόποινες πράξεις οι οποίες δικάζονται σύμφωνα με το νόμο αυτόν (άρθρο 2) δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής.

2. Αν κατά τη διεξαγωγή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία που μπορούν να θεμελιώσουν ευθύνη υπουργού για τέτοιες πράξεις, εκείνοι που διενεργούν την εξέταση οφείλουν να διαβιβάσουν όλα το στοιχεία στη Βουλή, δια του αρμόδιου εισαγγελέα, μόλις περατωθεί η εξέταση,

3. Αν το κατά την παράγραφο 2 στοιχεία προκύψουν κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης ή ανάκρισης, ο ανακριτής απευθύνεται με έγγραφο στη Βουλή, για να αποφασίσει αυτή όσα προ- βλέπονται στα επόμενα άρθρα.

Άρθρο 6

1. Η διαδικασία της ποινικής δίωξης κινείται, εφόσον το ζητήσει εγγράφως και με συγκεκριμένη αναφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης, το ένα δέκατο (1/10) του συνολικού αριθμού των βουλευτών.

2. Η απόφαση της Βουλής για ανάκριση λαμβάνεται με πλειοψηφία του συνόλου των μελών της και συνιστά κίνηση ποινικής δίωξης.

3. Η Βουλή πρέπει να αποφασίσει μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τότε που θα περιέλθει το σχετικό αίτημα στο προεδρείο της.

4. Η απόφαση της Βουλής λειτουργεί και ως άρση της ασυλίας, αν ο υπουργός έχει παράλληλα και τη βουλευτική ιδιότητα.

Άρθρο 7
Αν η Βουλή απορρίψει το αίτημα και δεν αποφασίσει την ποινική δίωξη, παρόμοια πρόταση, έστω και με διάφορο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, δεν μπορεί να συζητηθεί εκ νέου, εκτός αν στηρίζεται σε νέα Βουλής ότον έλαβε την αρνητική απόφαση.

Άρθρο 8

1. Αν η Βουλή αποφασίσει την ποινική δίωξη, παραγγέλλει να ενεργηθεί ανάκριση και ορίζει από τα μέλη της δωδεκαμελή επιτροπή για τη διενέργειά της. Συγχρόνως ορίζει και την προθεσμία μέσα στην οποία η επιτροπή οφείλει να υποβάλει το πόρισμά της και το σχετικό αποδεικτικό υλικό. Το πόρισμα της ανακριτικής επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένα και να περιέχει σαφή πρόταση για την κατηγορία. Αιτιολογημένη πρέπει να είναι και η άποψή της τυχόν μειοψηφίας, η οποία καταχωρίζεται σε χωριστό κεφάλαιο του ίδιου πορίσματος.

2. Η ανακριτική επιτροπή συγκροτείται και λειτουργεί όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής.

3. Η ανακριτική επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών, καθώς και του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Προσωρινή κράτηση δεν επιτρέπεται, η επιτροπή όμως μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή της, να επιβάλει άλλους περιοριστικούς όρους. Τη διενέργεια ειδικότερων ανακριτικών πράξεων η επιτροπή μπορεί είτε να την αναθέσει σε μέλος της είτε να την παραγγείλει σε εισαγγελέα εφετών ή πλημμελειοδικών. Συγκεκριμένες ανακριτικές πράξεις υποχρεούται να ενεργήσει ή να διατάξει η επιτροπή και όταν τούτο ζητείται από πέντε (5) τουλάχιστο μέλη της. Η επιτροπή καλεί εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η κατηγορία για να δώσει εξηγήσεις, αν το επιθυμεί. Σε κάθε περίπτωση ο καλούμενος μπορεί να υποβάλει γραπτό υπόμνημα.

Άρθρο 9

1. Η Βουλή συζητά το πόρισμα της ανακριτικής επιτροπής και λαμβάνει απόφαση όπως ορίζεται στον κανονισμό της.

2. Η απόφαση για την παραπομπή λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία αριθμητικά ίση τουλάχιστον με το άθροισμα που προκύπτει από τον αριθμό των βουλευτών που υπερψήφισαν την τελευταία πρόταση εμπιστοσύνης που υπέβαλε η Κυβέρνηση και το ένα δέκατο των υπόλοιπων βουλευτών. Για τον καθορισμό της ειδικής αυτής πλειοψηφίας όλες οι βουλευτικές έδρες θεωρούνται συμπληρωμένες. Αν κατά την ψηφοφορία δεν συγκεντρωθεί η ειδική αυτή πλειοψηφία, αλλά τουλάχιστον η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μετά από δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες. Εάν συγκεντρωθεί στη δεύτερη αυτή ψηφοφορία η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, λαμβάνεται απόφαση για την παραπομπή. Αν η επιτροπή του άρθρου 8 έχει επιβάλει περιοριστικά μέτρα, η Βουλή αποφαίνεται χωριστά για την παράταση ή την άρση αυτών με την πλειοψηφία που απαιτείται για την παραπομπή.

3. Αν μετά την κατάθεση του πορίσματος της ανακριτικής επιτροπής λήξει η σύνοδος ή διαλυθεί η Βουλή ή λήξει η βουλευτική περίοδος, η γενική συζήτηση για την πρόταση διεξάγεται κατά περίπτωση στην επόμενη σύνοδο ή στην πρώτη σύνοδο της νέας βουλευτικής περιόδου, εφόσον η πράξη δεν έχει παραγραφεί.

4. Αν απορριφθεί το πόρισμα της επιτροπής για την παραπομπή υπουργού, δεν μπορεί να υποβλη8εί νέα πρόταση κατηγορίας εναντίον του ίδιου προσώπου που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά.

Άρθρο 10

1. Αν η Βουλή δεχθεί την πρόταση της ανακριτικής επιτροπής για την παραπομπή του κατηγορούμενου σε δίκη, προχωρεί όπως ορίζεται στον Κανονισμό της σε κλήρωση δώδεκα τακτικών και έξι αναπληρωματικών μελών για τη συγκρότηση του κατά το άρθρο 86 παρ. 1 του Συντάγματος Ειδικού Δικαστηρίου μεταξύ όλων των διορισμένων πριν από την κατηγορία αρεοπαγιτών και προέδρων εφετών. Στην ίδια συνεδρίαση κληρώνεται και ο αναπληρωτής του Προέδρου του Ειδικού Δικαστηρίου μεταξύ όλων των διορισμένων πριν από την κατηγορία αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου.

2. Ο κατάλογος των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, αρεοπαγιτών και προέδρων εφετών που έχουν τα νόμιμα προσόντα αποστέλλεται έγκαιρα από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ύστερα από σχετική πρόσκληση του Προέδρου της Βουλής. Τα αναπληρωματικά μέλη αναπληρώνουν τα κωλυόμενα για οποιονδήποτε λόγο τακτικά μέλη. Αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του Ειδικού Δικαστηρίου και με αναπληρωματικά μέλη, γίνεται νέα κλήρωση με τις ίδιες διατυπώσεις για τη συμπλήρωση των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών. Σε κάθε περίπτωση το Ειδικό Δικαστήριο συγκροτείται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την απόφαση για παραπομπή του Υπουργούσ`αυτό.

3. Η Βουλή εκλέγει, όπως ορίζει ο Κανονισμός τους τρεις βουλευτές με ισάριθμους αναπληρωματικούς για να υποστηρίξουν την κατηγορία στο Ειδικό Δικαστήριο. Οι κατήγοροι βουλευτές έχουν όλα τα κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δικαιώματα και καθήκοντα του εισαγγελέα. Όπου απαιτείται ενιαία απόφαση, οι κατήγοροι ενεργούν κατά πλειοψηφία.

4. Αν δεν γίνει ή αν διακοπεί η κλήρωση των μελών του Ειδικού Δικαστηρίου, επειδή έληξε η σύνοδος, διαλύθηκε η Βουλή ή έληξε η βουλευτική περίοδος, ενεργείται κατά περίπτωση με την επανάληψη των εργασιών της Βουλής στην επόμενη σύνοδο ή στην πρώτη σύνοδο της νέας βουλευτικής περιόδου, εφόσον η πράξη δεν έχει παραγραφεί.

5. Αμέσως μετά τη διενέργεια της κατά την παράγραφο 2 κλήρωσης ο Πρόεδρος της Βουλής αποστέλλει στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου την απόφαση της Βουλής για την παραπομπή σε δίκη του κατηγορούμενου υπουργού, τα ονόματα του αναπληρωτή του Προέδρου και των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του κατά το άρθρο 86 παρ. 1 του Συντάγματος Ειδικού Δικαστηρίου που κληρώθηκαν, καθώς και όλη τη δικογραφία.

6. Η λήξη της βουλευτικής συνόδου δεν αναστέλλει τη δίκη. Η λήξη της βουλευτικής περιόδου ή η διάλυση της Βουλής αναστέλλουν την έναρξη ή την πρόοδο της δίκης μέχρι τη συγκρότηση της νέας Βουλής σε Σώμα. Η αναστολή αυτή δεν επηρεάζει την κατά το άρθρο 4 παρ. 2 και 3 του νόμου αυτού παραγραφή.

7. Μόνο η Βουλή έχει το δικαίωμα να αναστέλλει την ποινική δίωξη με τη διαδικασία που ορίζει ο Κανονισμός της και την πλειοψηφία της παρ. 1 του άρθρου 6 του νόμου συτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Διαδικασία στο ακροατήριο του Ειδικού Δικαστηρίου

Άρθρο 11

1. Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, μόλις λάβει τα αναφερόμενα στην παράγραφο 5 του προηγούμενου άρθρου έγγραφα, ορίζει με πράξη του τη δικάσιμο μέσο σε χρονικό διάστημα από σαράντα (40) ως εξήντα (60) ημέρες από την έκδοση της πράξης, καθώς και τον τόπο όπου θα συνεδριάσει δημόσια το Ειδικό Δικαστήριο. Η πράξη κοινοποιείται στον κατηγορούμενο, στον Πρόεδρο της Βουλής και στους κατηγόρους βουλευτές.

2. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος είναι απών και αγνοείται ο τόπος της διαμονής του, η δικάσιμος ορίζεται σε χρονικό διάστημα από εξήντα (60) ως ογδόντα (80) ημέρες από την έκδοση της πράξης και η κλήτευση γίνεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τους κατηγορούμενους με άγνωστη διαμονή.

Άρθρο 12

1. Αν ο κατηγορούμενος που κλητεύτηκε νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, δεν εμφανιστεί, δικάζεται σαν να είναι παρών.

2. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να μην εμφανιστεί στο ακροατήριο, αλλά να εκπροσωπηθεί με τρείς το πολύ συνηγόρους. Οι δικηγόροι – συνήγοροι ορίζονται με απλή έγγραφη εντολή.

3. Οι δικηγόροι δεν επιτρέπεται να διορίσουν άλλους συνηγόρους.

Άρθρο 13

1. Η διαδικασία στο ακροατήριο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο αυτόν, διεξάγεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

2. Τα αναπληρωματικά μέλη παρευρίσκονται σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης και αναπληρώνουν, κατά τη σειρά που κληρώθηκαν, τα τακτικά μέλη του δικαστηρίου που τυχόν θα αποχωρήσουν πριν από την έκδοση της απόφασης. Απουσία αναπληρωματικού μέλους δεν επηρεάζει τη νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου. Εκείνος όμως που καλείται να αντικαταστήσει τακτικό μέλος που αποχώρησε, πρέπει να ήταν παρών σε όλη τη διάρκεια της δίκης. Διαφορετικά, καλείται ο επόμενος.

3. Ο πρόεδρος αναπληρώνεται από τον κληρωθέντα αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση απουσίας και του αντιπροέδρου προεδρεύει ο αρχαιότερος αρεοπαγίτης και, αν αυτός είναι τακτικό μέλος, τη θέση του καταλαμβάνει αναπληρωματικός κατά τη σειρά της κλήρωσης.

4. Από τους κατηγόρους, τακτικούς και αναπληρωματικούς, πρέπει να παρευρίσκονται τουλάχιστο δύο σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

Άρθρο 14

1. Αίτηση εξαίρεσης, άπαξ ή διαδοχικά, για περισσότερους από έξι συνολικά δικαστές δεν επιτρέπεται.

2. Η αίτηση δικάζεται από τους υπολοίπους, και αν ο αριθμός τους είναι άρτιος, στη σύνθεση μετέχει και ο πρώτος αναπληρωματικός.

3. Αν ζητηθεί εξαίρεση του προέδρου, τη θέση του κατά την εκδίκαση της αίτησης καταλαμβάνει ο νόμιμος αναπληρωτής του, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο. Αν ζητηθεί και αυτού η εξαίρεση, τη θέση του προέδρου καταλαμβάνει ο αρχαιότερος από τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη αρεοπαγίτης.

4. Εξαίρεση περισσότερων των δύο κατηγόρων, άπαξ ή διαδοχικά, δεν επιτρέπεται.

Άρθρο 15

1. Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου είναι αμετάκλητη.

2. Αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας ή της απόφασης από τον απόντα κατηγορούμενο δεν επιτρέπεται.

3. Επανάληψη της διαδικασίας σε βάρος του κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται.

4. Αν συντρέχει περίπτωση επανάληψής της διαδικασίας υπέρ του κατηγορουμένου για τους λόγους που προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η σχετική αίτηση υποβάλλεται στη Βουλή. Εφόσον γίνει δεκτή, με απλή πλειοψηφία του συνόλου των μελών της, η δίκη στο ακροατήριο του Ειδικού Δικαστηρίου επαναλαμβάνεται και η Βουλή ενεργεί όσα προβλέπονται στο άρθρο 10 του νόμου αυτού.

Άρθρο 16

1. Αν για οποιονδήποτε λόγο η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε με τους δικαστές που κληρώθηκαν, η δίκη επαναλαμβάνεται με νέα σύνθεση. Στην περίπτωση αυτή η Βουλή, με πρωτοβουλία του Προέδρου της, ενεργεί όσο προβλέπονται στο άρθρο 10.

2. Ο πρόεδρος του αρχικού δικαστηρίου αποστέλλει στο προεδρείο της Βουλής τη δικογραφία και επίσημο αντίγραφο των τηρηθέντων πρακτικών έως το σημείο που κατέστη ανέφικτη η συνέχιση της διαδικασίας.

Άρθρο 17
Οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου εκτελούνται με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι διατάξεις του ίδιου Κώδικα εφαρμόζονται και για την παύση και εξάλειψη των ποινών.

Άρθρο 18

1. Αν απονεμηθεί χάρη σε υπουργό που καταδικάστηκε, η συγκατάθεση της Βουλής μπορεί να δοθεί και για τη διαγραφή της ποινής από το ποινικό μητρώο, εφόσον η χάρη εκτείνεται και στην άρση των συνεπειών της καταδίκης.

2. Στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 61 του Ποινικού Κώδικα δεν επιβάλλεται σε υπουργό σε περίπτωση καταδίκης του για πλημμέλημα.

Άρθρο 19

1. Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται διαφορετικά στο νόμο αυτόν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

2. Πολιτική αγωγή δεν επιτρέπεται να ασκηθεί στο Ειδικό Δικαστήριο. Η αγωγή αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ασκείται και εκδικάζεται κατά τις ισχύουσες διατάξεις.

Άρθρο 20
Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού καταργείται το ν.δ. 802/1971 και κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα ίδια θέματα.

Άρθρο 21
Η ισχύς του νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 19 Ιουνίου 1997

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΣΗΜΙΤΗΣ

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ

ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ                        ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

ΑΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ                             ΑΠ. ΑΘ.ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ               ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΘΕΟΔ. ΠΑΓΚΑΛΟΣ                    ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ                 ΠΕΡΙΒ/ΝΤΟΣ, ΧΩΡ/ΞΙΑΣ & ΔΗΜ. ΕΡΓΩΝ

ΒΑΣ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ                Κ. ΛΑΛΙΩΤΗΣ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣ/ΤΩΝ               ΓΕΩΡΓΙΑΣ

ΓΕΡ. ΑΡΣΕΝΗΣ                                       ΣΤ. ΤΖΟΥΜΑΚΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝ. ΑΣΦ/ΣΕΩΝ        ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

ΜΙΛΤ. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ                          Κ. ΓΕΙΤΟΝΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ                                    ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ                   ΕΥΑΓ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ                   ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

ΣΤ. ΣΟΥΜΑΚΗΣ                             ΓΕΩΡΓ. ΡΩΜΑΙΟΣ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ                   ΑΙΓΑΙΟΥ

ΦΙΛ. ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ                     ΕΛ. ΠΑΠΑΖΩΗ

ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ & ΕΠΙΚ/ΝΙΩΝ    ΤΥΠΟΥ & ΜΕΣΩΝ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜ/ΣΗΣ

ΧΑΡ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ                                ΔΗΜ. ΡΕΠΠΑΣ.

Ο ΑΝΑΠΛ. ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 19 Ιουνίου 1997

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ