ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ.2521 ΦΕΚ Α’174/1.9.1997
Ειδικό μισθολόγιο δικαστικών λειτουργών, μισθολόγια κύριου προσωπικού Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και ιατροδικαστών και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΙΔΙΚΟ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 1
Βασικός μισθός
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 παρ.1 Ν.3205/2003,ΦΕΚ Α 297
1. ο μηνιαίος Βασικός μισθός όλων των βα8μών της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.), των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ε.Σ.), των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (Τ.Δ.Δ.) και της Γενικής Επιτροπείας αυτών, καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Πρωτοδίκη και των αντίστοιχων με αυτόν βαθμών, με τους παρακάτω συντελεστές, στρογγυλοποιούμενος στην πλησιέστερη εκατοντάδα.
α) Πρόεδρος Σ,τ.Ε., Πρόεδρος και Εισαγγελέαςτου Αρείου Πάγου (Α.Π.), Πρόεδρος του Ε.Σ..Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ε.Σ., Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των Τ.Δ.Δ.2,00
β) Αντιπρόεδρος του Σ.τ.Ε., του Α.Π. και του Ε.Σ. και Επίτροπος της Επικρατείας των1,80 Τ.Δ.Δ.
γ) Σύμβουλος της Επικρατείας, Αρεοπαγίτης, Αντεισαγγελέας του Α.Π.. Σύμβουλος και Αντεπίτροπος του Ε.Σ.. Αντεπίτροπος Επικρατείας των Τ.Δ.Δ., Πρόεδρος και Εισαγγελέας Εφετών και Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων 1,60
δ) Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Εφέτης, Αντεισαγγελέας Εφετών, Πάρεδρος του Ε.Σ. και Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων 1,40
ε) Πρόεδρος και Εισαγγελέας Πρωτοδικών. Πρόεδρος Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων και Ειρηνοδίκης Α` Τάξης 1,20
στ) Εισηγητής του Σ.τ.Ε. και του Ε.Σ., Πρωτοδίκης, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων και Ειρηνοδίκης Β` Τάξης 1,00
ζ) Δόκιμος Εισηγητής του Σ.τ.Ε, και του Ε.Σ.. Πάρεδρος Πρωτοδικείου, Πάρεδρος Εισαγγελίας, Πάρεδρος Πρωτοδικείου των Διοικητικών Δικαστηρίων και Ειρηνοδίκης Γ` Τάξης 0,80
η) Ειρηνοδίκης Δ. Τάξης 0,72
2. Για τη διαμόρφωση των νέων βασικών μισθών της προηγούμενης παραγράφου ο μηνιαίος βασικός μισθός του Πρωτοδίκη ορίζεται σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δραχμές.
Σχετικό: το άρθρο 15 Ν.2702/1999 ο μισθός της παρ. 2 αναπροσαρμόστηκε σε διακόσιες εξήντα τρείς χιλιάδες (263.000)δραχμές.
Άρθρο 2
Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 παρ.1 Ν.3205/2003,ΦΕΚ Α 297
Πέρα από το βασικά μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις, κατά μήνα:
1. Επίδομα χρόνου υπηρεσίας οριζόμενο σε ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) με τη συμπλήρωση ενός (1) έτους υπηρεσίας, προσαυξανόμενο στη συνέχεια ανό διετία από τη χορήγηση του ποσοστού αυτού και μέχρι δεκατέσσερις (14) διετίες κατά τέσσερις (4) ποσοστιαίες μονάδες και μέχρι συνολικού ποσοστού εξήντα τοις εκατό (60%). Το επίδομα αυτό υπολογίζεται στο βασικό μισθό που έχει κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός.
2. Επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, οριζόμενο σε δέκα χιλιάδες (10.000) δρχ. για τους κατόχους ειδικού μεταπτυχιακού διπλώματος ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης και σε δεκαοκτώ χιλιάδες (18.000) δρχ. για τους κατόχους διδακτορικού διπλώματος, εφόσον τα διπλώματα αυτά έχουν χορηγηθεί με ξεχωριστούς τίτλους μετά τη λήψη του πτυχίου Ανώτατου Εκπαιδευτικού ιδρύματος (Α.Ε.Ι.).
Προκειμένου για κατόχους τίτλων αλλοδαπών Α.Ε.Ι., το επίδομα παρέχεται μετά την αναγνώριση της ισοτιμίας τους προς τους μεταπτυχιακούς τίτλους που απονέμονται από τα Α.Ε.Ι. της ημεδαπής, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία. Η καταβολή του επιδόματος ανατρέχει στο χρόνο κατάθεσης στο αρμόδιο για την αναγνώριση όργανο των σχετικών τίτλων.
Το ανωτέρω επίδομα χορηγείται μόνο στην περίπτωση που το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών σπουδών είναι συναφές με το αντικείμενο απασχόλησης των δικαστικών λειτουργών. Για τη συνδρομή ή όχι της προϋπόθεσης αυτής αποφαίνεται το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
3. Επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), οριζόμενο κατά βαθμό ως εξής:
α. Ειρηνοδίκης Δ. Δόκιμος Εισηγητής του Σ.τ.Ε,και αντίστοιχοι 135.000 δρχ.
β. Εισηγητής του Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι:αα) Χωρίς προσαύξηση του βασικούμισθού 175.000 δρχ.
ββ) Με μία προσαύξηση του βασικού μισθού 185.000 δρχ.
γγ) Με περισσότερες προσαυξήσεις του βασικού μισθού 200.000 δρχ.
γ. Πρόεδρος Πρωτοδικών:
αα) χωρίς προσαύξηση του βασικούμισθού 210.000 δρχ.
ββ) Με μία προσαύξηση του βασικού μισθού 220.000 δρχ.
γγ) Με περισσότερες προσαυξήσεις του βασικού μισθού 230.000 δρχ.
δ. Πάρεδρος του Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι 230.000 δρχ.
ε. Πρόεδρος Εφετών, Σύμβουλος της
Επικρατείας και αντίστοιχοι:
αα) χωρίς προσαύξηση του βασικούμισθού230.000 δρχ.ββ) Με προσαύξηση του βασικούμισθού250.000 δρχ.
στ. Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος και αντίστοιχοι250.000 δρχ.
ζ. Προκειμένου για Ειρηνοδίκες Γ` Τάξεως ορίζεται, ως εξής, από 1.1.1997:
αα) χωρίς προσαύξηση του βασικούμισθού 135.000 δρχ.ββ) Με μία προσαύξηση του βασικούμισθού 145.000 δρχ.γγ) Με περισσότερες προσαυξήσειςτου βασικού μισθού 155.000 δρχ.
Σημ.: όπως η περ.ζ`προστέθηκε με την παρ.1 άρθρου 20 Ν.2606/1998.
4. Επίδομα εορτών και άδειας.
α. Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων ορίζεται ίσο με το μηνιαίο βασικό μισθό που έχει κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός μαζί με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο εφόσον ο δικαστικός λειτουργός μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους και καταβάλλεται στις 16 Δεκεμβρίου.
β. Το επίδομα εορτών Πάσχα ορίζεται ίσο με το ήμισυ του βασικού μισθού και το ήμισυ του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας που έχει κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός και χορηγείται στο ακέραιο εφόσον μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι 15 Απριλίου του επόμενου έτους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται δέκα (10) ημέρες πριν από το Πάσχα.
γ. Το επίδομα άδειας ορίζεται ίσο με το ήμισυ του βασικού μισθού και το ήμισυ, του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας που έχει κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός και χορηγείται στο ακέραιο εφόσον μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου μέχρι 30 Ιουνίου του επόμενου έτους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται την 1η Ιουλίου.
Τα επιδόματα της παραγράφου αυτής υπολογίζονται επί του βασικού μισθού και του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας που έχει ο δικαστικός λειτουργός κατά τις οριζόμενες στα προηγούμενα εδάφια ημερομηνίες καταβολής τους.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δικαστικός λειτουργός μισθοδοτήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο από τα οριζόμενα στα ανωτέρω εδάφια α, β, και γ καταβάλλεται τμήμα επιδόματος ανάλογο με αυτό που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα της μισθοδοσίας του
5.Οοικογενειακή παροχή, στο ίδιο ύψος και με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγείται στους μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου
6. Πάγια αποζημίωση, λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κατ` οίκον εργασία, προσφορά υπηρεσιών σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές), οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής.
Για δικαστικούς λειτουργούςαπό το βαθμό του Προέδρου
Πρωτοδικών και αντιστοίχων μέχρικαι το βαθμό του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου300.000 δρχ.
Για δικαστικούς λειτουργούςαπό το βαθμό του Ειρηνοδίκη Δ.Τάξης μέχρι και το βαθμό τουΕισηγητή του Σ.τ.Ε. και αντιστοίχων250.000 δρχ.
7. Αποζημίωση εξόδων παράστασης στους δικαστές που φέρουν βαθμό Προέδρου, Αντιπροέδρου και Συμβούλου Επικρατείας ή αντίστοιχους, οριζόμενο κατά βαθμό ως εξής:
Πρόεδρος Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι60.000 δρχ.Αντιπρόεδρος Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι50.000 δρχ.Σύμβουλος Επικρατείας και αντίστοιχοι25.000 δρχ.
Η αποζημίωση αυτή δεν παρέχεται σε δικαστικούς λειτουργούς που δεν φέρουν τους ανωτέρω βαθμούς, ανεξαρτήτως της τυχόν μισθολογικής εξομοίωσης προς αυτούς.
Άρθρο 3
Υπηρεσία για τον υπολογισμό τουεπιδόματος χρόνου υπηρεσίας
1. Ως υπηρεσία για τη χορήγηση του επιδόματος της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου (χρονοεπιδόματος) λαμβάνεται υπόψη.
α. Η προσφερόμενη με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού.
β. Η προσφερθείσα με την ιδιότητα του τακτικού υπαλλήλου στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. .
γ. Η προϋπηρεσία σε υπηρεσίες Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής `Ένωσης και της Κυπριακής Δημοκρατίας, αντίστοιχες με αυτές του προηγούμενου εδαφίου.
δ. Η προϋπηρεσία που έχει προσφερθεί στις ίδιες ως άνω υπηρεσίες και οργανισμούς με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση αναγνώρισης αυτής ως συντάξιμης από το Δημόσιο, σύμφωνα με την ισχύουσα συνταξιοδοτική νομοθεσία.
ε. Η προσφερθείσα με την ιδιότητα μόνιμου, εθελοντή ή ανακαταταγμένου στρατιωτικού στις `Ένοπλες Δυνάμεις, την Ελληνική Αστυνομία, το Λιμενικό και Πυροσβεστικό Σώμα μετά την αφαίρεση του χρόνου που θα υπηρετούσε υπό τα όπλα, ως κληρωτός και έφεδρος, εάν δεν είχε καταταχθεί ως στρατιωτικός (μόνιμος, εθελοντής ή ανακαταταγμένος).
στ. Η προϋπηρεσία σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, εφόσον αυτή αναγνωρίζεται ως σύνταξη από το Δημόσιο, κατά την ισχύουσα συνταξιοδοτική νομοθεσία, με εξαίρεση εκείνη που αναγνωρίζεται ως συντάξιμη με τις διατάξεις του ν.1405/1983 (ΦΕΚ 180 Α`)
ζ. Ο χρόνος εκπαίδευσης στην Εθνική Σχολή Δικαστών, όπως αυτός ορίζεται κάθε φορά.
η. Ο χρόνος για την απόκτηση του τυπικού προσόντος, μετά τη λήψη του βασικού πτυχίου, που απαιτείται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για το διορισμό στο δικαστικό σώμα και εφόσον το προσόν αυτό δεν θεμελιώνει δικαίωμα χορήγησης άλλης οικονομικής παροχής.
2. Δεν υπολογίζεται για τη χορήγηση του ανωτέρω επιδόματος η στρατιωτική υπηρεσία κληρωτού και εφέδρου, εφόσον δεν συμπίπτει με άλλη υπηρεσία δικαστικού λειτουργού ή πολιτικού υπαλλήλου, ο χρόνος φοίτησης σε σχολές, με εξαίρεση τη φοίτηση στην Εθνική Σχολή Δικαστών και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (Τμήμα Διοικητικής Δικαιοσύνης), ο χρόνος άδειας άνευ αποδοχών, καθώς και ο χρόνος της προσωρινής παύσης και αργίας των άρ8ρων 57 και 60 του ν.1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α`), ανεξάρτητα αν ο χρόνος των περιπτώσεων αυτών αναγνωρίζεται συντάξιμος ή όχι από το Δημόσιο.
3. Σε περίπτωση αναγνώρισης προϋπηρεσίας για απονομή επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής δεν μπορεί να ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας υποβολής τωνσχετικών δικαιολογητικών που απαιτούνται από το νόμο.
Άρθρο 4
Διαρρυθμίσεις μισθολογικών προαγωγών
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 57 παρ.9Ν.3691/2008,ΦΕΚ Α 166/5.8.2008.
1α. Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Πρωτοδίκη, Εισηγητή του ΣτΕ καιαντίστοιχους, οι οποίοι συμπληρώνουν επτά συνολικά έτη δικαστικής υπηρεσίας,συνυπολογιζομένης και της υπηρεσίας ως Παρέδρου Πρωτοδικείου, ΔόκιμουΕισηγητή του ΣτΕ και αντίστοιχων, και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων,παρέχονται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, οι αποδοχές του επόμενουβαθμού. Ως αποδοχές νοούνται ο Βασικός μισθός, καθώς και τα κάθε είδουςεπιδόματα και λοιπές παροχές που θα ελάμβανε ο δικαστικός λειτουργός αν είχεπροαχθεί στο βαθμό αυτόν.
β. Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Προέδρου Πρωτοδικών καιαντίστοιχους, οι οποίοι συμπληρώνουν τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο για τηνπροαγωγή στον επόμενο βαθμό του οικείου κλάδου και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τησ υμπλήρωση του προς προαγωγή χρόνου, προσαύξηση ίση με τα πενήντα εκατοστά(50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Στους ίδιους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι συμπληρώνουν στο βαθμό τους διπλάσιο χρόνο από τον κατά νόμο απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν να παραμένουν στον ίδιο βαθμό μη προαγόμενοι ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, προσαύξηση ίση με τα ενενήντα εκατοστά (90/100) της διαφοράς τουβασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού από τη συμπλήρωση του διπλάσιου αυτού χρόνου. Για τη χορήγηση των προσαυξήσεων λαμβάνεται υπόψη μόνο ο προβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό για προαγωγή στον επόμενο.
γ) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Εφέτη και αντίστοιχους, οι οποίοισυμπληρώνουν τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο για προαγωγή στον επόμενο βαθμότου οικείου κλάδου και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τη συμπλήρωση του προς προαγωγή χρόνου,προσαύξηση ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς του βασικούμισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Στους ίδιους δικαστικούςλειτουργούς, οι οποίοι συμπληρώνουν στο βαθμό τους διπλάσιο χρόνο από τονκατά νόμο απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν ναπαραμένουν στον ίδιο βαθμό μη προαγόμενοι ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται μεαπόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τη συμπλήρωση του διπλάσιου αυτούχρόνου, προσαύξηση ίση με τα ενενήντα πέντε εκατοστά (95/100) της διαφοράςτου βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Γιατη χορήγηση των προσαυξήσεων στους ανωτέρω δικαστικούς λειτουργούς λαμβάνεταιυπόψη μόνο ο προβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό για προαγωγή στον επόμενο.
δ) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Συμβούλου Επικρατείας, ΠροέδρουΕφετών και αντίστοιχους, οι οποίοι παραμένουν επί τριετία στο βαθμό τους καιδεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων ή λόγω εξάντλησης της ιεραρχίας τουςαντίστοιχα, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης προσαύξηση ίση μετα εβδομήντα εκατοστά (70/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ τουαμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Στο χρόνο υπηρεσίας τωνδικαστικών λειτουργών με βαθμό Συμβούλου Επικρατείας και αντίστοιχωνσυνυπολογίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας τους ως Προέδρων Εφετών. Για τουςβαθμούς του Αντεισαγγελέα του Α.Π., του Αντεπιτρόπου Επικρατείας του Ε.Σ. καιτων Τ.Δ.Δ. και του Προέδρου και Εισαγγελέα Εφετών, ως αμέσως επόμενος βαθμόςγια την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρείται ο βαθμός του ΑντιπροέδρουΑνωτάτου Δικαστηρίου.
ε) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Αντιπροέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίουκαι αντίστοιχους, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τηςπροαγωγής τους ως Αντιπροέδρων προσαύξηση ίση με τα εβδομήντα εκατοστά(70/100) της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού Αντιπροέδρου ΑνωτάτουΔικαστηρίου και Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου.
στ) Στους Ειρηνοδίκες Α` τάξης που συμπληρώνουν δικαστική υπηρεσία είκοσιτεσσάρων ετών παρέχεται, μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου,ο Βασικός μισθός του Εφέτη.
2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, ωςυπηρεσία νοείται μόνο η πραγματική υπηρεσία που έχει διανυθεί με την ιδιότητατου δικαστικού λειτουργού, και όχι οι υπηρεσίες ή προϋπηρεσίες σε άλλεςθέσεις, ανεξάρτητα αν αυτές λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση του επιδόματοςχρόνου υπηρεσίας.
3. Για τη χορήγηση μισθολογικής προαγωγής σε δικαστικό λειτουργό με βαθμόΠροέδρου Εφετών και κάτω ή αντίστοιχο, στον οποίο έχει επιβληθεί πειθαρχικήποινή σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ή υπάρχει ποινική καταδίκη σε σχέσημε την εκτέλεση των καθηκόντων του ή στις εκθέσεις επιθεώρησης και τα λοιπάστοιχεία του προσωπικού του μητρώου υπάρχουν δυσμενείς χαρακτηρισμοί για τηνυπηρεσιακή του απόδοση, απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του οικείου ΑνωτάτουΔικαστικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δενσυμφωνεί με τη χορήγηση της μισθολογικής προσαύξησης, ο δικαστικός λειτουργόςεπανακρίνεται μετά ένα έτος από τότε που συμπλήρωσε τον απαιτούμενο προςπροαγωγή χρόνο. Αν και πάλι δεν χορηγηθεί η μισθολογική προαγωγή, η κρίσηεπαναλαμβάνεται κάθε φορά μετά ένα έτος από την προηγούμενη κρίση. Η θετικήκρίση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση νααναδράμει σε χρόνο προγενέστερο της ημέρας συμπλήρωσης του έτους πουαπαιτείται για την τελευταία κρίση. Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμόΑρεοπαγίτη και άνω ή αντίστοιχο, στους οποίους έχει επιβληθεί πειθαρχικήποινή σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ή υπάρχει ποινική καταδίκη σε σχέσημε την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν χορηγείται μισθολογική προσαύξηση.
Άρθρο 5
Λοιπά επιδόματα και αποζημιώσεις
Πέραν των επιδομάτων, παροχών και αποζημιώσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος, όλα τα άλλα επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις που έχουν χαρηγηθεί,στους δικαστικούς λειτουργούς με άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις ή με δικαστικές ή υπουργικές αποφάσεις, καταργούνται, με εξαίρεση τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη διάταξη της παραγράφου 11 του άρθρου 14 του ν.1968/1991 (ΦΕΚ 150
Άρθρο 6
Αποζημιώσεις μελών Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, Συμβουλίων και Επιτροπών
1.Οπου στην ισχύουσα νομοθεσία προβλέπεται καθορισμός αποζημίωσης για συμμετοχή στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ.), στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή (ΚΕ.Ν.Ε.), καθώς και σε άλλες οσμοπαρασκευαστικές επιτροπές, σε ποσοστό επί των μηνιαίων αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, το ύψος της αποζημίωσης αυτής, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, καθορίζεται, προκειμένου περί των μελών της ΚΕ.Ν.Ε. με κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, προκειμένου δε περί των μελών του Α.Ε.Δ. και λοιπών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών με κοινή απόφαση του Υπουργού οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού,
2. Οι διατάξεις που ισχύουν για το ύψος της αποζημίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, ως μελών Συμβουλίων και Επιτροπών, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους εμπίπτοντες στις διατάξεις του παρόντος.
Άρθρο 7
Έκταση Εφαρμογής
1. Οι διατάξεις των άρθρων 1 μέχρι και 6 του παρόντος εφαρμόζονται αποκλειστικά και μόνο στους δικαστικούς λειτουργούς του Συμβουλίου της Επικρατείας, των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας αυτών, όχι δε και σε άλλους λειτουργούς ή υπαλλήλους του δημόσιου εν γένει τομέα που τυχόν εξομοιώνονται, βαθμολογικό ή μισθολογικό, με δικαστικούς λειτουργούς.
Σχετικό: υπ` αριθμ. 3107/2010 απόφαση ΣΤΕ.
2. Διατάξεις τυπικών νόμων, που παραπέμπουν ως προς τον καθορισμό αποδοχών και παροχών εν γένει σε βαθμούς ή αποδοχές δικαστικών λειτουργών, θεωρείται ότι παραπέμπουν στις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού.
Σχετικό: υπ` αριθμ. 1242/2012, 1243/2012, 1244/2012,1245/2012, 1246/2012 αποφάσεις ΣΤΕ.
3. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ζ` ψηφίσματος της Βουλής του έτους 1975 (ΦΕΚ 23 Α) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του νόμου αυτού εφαρμόζονται στο ακέραιο από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
Άρθρο 8
Απαιτήσεις έτους 1996
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 παρ.1 Ν.3205/2003,ΦΕΚ Α 297
Ο τρόπος εξόφλησης των απαιτήσεων του έτους 1996 λόγω της διαφοράς των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών με τις αντίστοιχες των διευθυντών γιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), στο ύψος που αυτές έχουν προσδιοριστεί κατά μήνα για το χρονικό διάστημα από 1.1.1987 μέχρι 31.12.1995, θα καθοριστεί σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 11 του άρθρου 14 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ 150 Α`) και τις διατάξεις του όρθρου 7 του ν. 2479/1997, μετά την εξόφληση των όμοιων απαιτήσεων του έτους 1995.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ ΚΥΡΙΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΟΥΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Άρθρο 9
Βασικός μισθός
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 παρ.1 Ν.3205/2003,ΦΕΚ Α 297
1. Ο μηνιαίος Βασικός μισθός όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού Δικαστικού Αντιπροσώπου, με τους παρακάτω συντελεστές και στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη εκατοντάδα:
α) Πρόεδρος2,00β) Αντιπρόεδρος1,80γ) Σύμβουλος1,60δ) Πάρεδρος1,40ε) Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α Τάξεως1,20στ) Δικαστικός Αντιπρόσωπος1,00ζ) Δόκιμος Δικαστικός Αντιπρόσωπος0,80
2. Για τη διαμόρφωση των βασικών μισθών της προηγούμενης παραγράφου ο μηνιαίος Βασικός μισθός του Δικαστικού Αντιπροσώπου ορίζεται σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δραχμές.
Σχετικό: το άρθρο 15 Ν.2702/1999
Άρθρο 10
Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις
Πέρα από το βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα:
1. Επίδομα χρόνου υπηρεσίας, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 8 και του άρθρου 17 του ν. 2470/1997 (ΦΕΚ 40 Α`).
2. Επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν. 2470/1997.
3. Επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποστηριζόμενων ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεων του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ., κα8ώς και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οριζόμενο κατά βαθμό ως εξής:
α. Δόκιμος Δικαστικός Αντιπρόσωπος135.000 δρχ.
β. Δικαστικός Αντιπρόσωπος:αα) χωρίς προσαύξηση του βασικούμισθού175.000 δρχ.
ββ) Με μία προσαύξηση του βασικού μισθού185.000 δρχ.
γγ) Με περισσότερες προσαυξήσεις του βασικού μισθού200.000 δρχ.
γ. Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α Τάξεως:
αα) χωρίς προσαύξηση του βασικούμισθού210.000 δρχ.
ββ) Με μία προσαύξηση του βασικού μισθού220.000 δρχ.
γγ) Με περισσότερες προσαυξήσεις του βασικού μισθού230.000 δρχ.
δ.Πάρεδρος230.000 δρχ.
ε.Σύμβουλος:
αα) Χωρίς προσαύξηση του βασικούμισθού230.000 δρχ.
ββ) Με προσαύξηση του βασικούμισθού250.000 δρχ.
στ) Αντιπρόεδρος. Πρόεδρος 250.000 δρχ.
4. Επίδομα εορτών και άδειας, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 του ν.2470/1997.
5. Οικογενειακή παροχή, στο ίδιο ύψος και με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγείται στους μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου.
6. Πάγια αποζημίωση, λόγω της πολύωρης παραμονής στα δικαστήρια, της απασχόλησής τους χωρίς ωράριο εργασίας, καθώς και των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών σε παραμεθόριες περιοχές, οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής:
Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α` Τάξεωςμέχρι Πρόεδρο300.000 δρχ.
Δόκιμος και Δικαστικός Αντιπρόσωπος250.000 δρχ.
7. Αποζημίωση εξόδων παράστασης οριζόμενη κατάβαθμό ως εξής:
Πρόεδρος60.000 δρχ.Αντιπρόεδρος50.000 δρχ.Σύμβουλος25.000 δρχ.
8. Οι διατάξεις που ισχύουν για το ύψος της αποζημίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, ως μελών Συμβουλίων και Επιτροπών, έχουν ανάλογη εφαρμογή και στο κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ!!: Με την παρ.Γ άρθρ.33 Ν.3205/2003 ορίζεται ότι: “Γ. Οι διατάξεις των παραγράφων 8 έως 13 του άρθρου 10 του Ν. 2521/1997 εξακολουθούν να ισχύουν”.
9. Οι διατάξεις του προηγούμενου και του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αποκλειστικά και μόνο στο κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όχι δε και σε άλλους λειτουργούς ή υπαλλήλους του δημόσιου εν γένει τομέα που τυχόν εξομοιώνονται, βαθμολογικά ή μισθολογικά, με το προσωπικό αυτό. Διατάξεις τυπικών νόμων, που παραπέμπουν ως προς τον καθορισμό αποδοχών και παροχών εν γένει σε βαθμούς ή αποδοχές του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, θεωρείται ότι παραπέμπουν στις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, με την επιφύλαξη της ισχύος μόνο της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α`).
Οι ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές των μελών του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.). συνυπολογιζομένων και των αποδοχών από τυχόν δεύτερη θέση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι ανώτερες των αποδοχών του Προέδρου, Αντιπροέδρου και Νομικού Συμβούλου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με βάση την αντιστοιχία που καθορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 του ν. 2190/1994, κατά περίπτωση. Προκειμένου περί μελών του Α.Σ.Ε.Π. με ιδιότητα συνταξιούχου καταβάλλονται επιπλέον και τα τριάντα εκατοστά (30/100) της συντάξεώς τους.
10. Μέλη του κύριου προσωπικού μέχρι και το βαθμό Παρέδρου, που συμπληρώνουντον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό και δενπροάγονται, ελλείψει κενών θέσεων, λαμβάνουν, από τη συμπλήρωση του προςπροαγωγή χρόνου, προσαύξηση στο βασικό μισθό του βαθμού τους ίση με ταπενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσωςεπόμενου και του κατεχόμενου βαθμού.
Τα ίδια μέλη που συμπληρώνουν στο βαθμό τους διπλάσιο χρόνο από τον κατά νόμοαπαιτούμενο προς προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν να παραμένουνστον ίδιο βαθμό, μη προαγόμενοι για την ίδια ως άνω αιτία, η ανωτέρωπροσαύξηση ορίζεται, από τη συμπλήρωση του διπλάσιου αυτού χρόνου, σταενενήντα εκατοστά (90/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσωςεπόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Ειδικά για τους Παρέδρους το ανωτέρωποσοστό της δεύτερης προσαύξησης ορίζεται στα ενενήντα πέντε εκατοστά(95/100).
Για τη χορήγηση των προσαυξήσεων στα ανωτέρω μέλη λαμβάνεται υπόψη μόνον οπροβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχόμενοβαθμό, για προαγωγή στον επόμενο. Προκειμένου για Δικαστικό Αντιπρόσωπο, οχρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό ορίζεται σε πέντε έτη. Σύμβουλοι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τη συμπλήρωση τριών ετώνυπηρεσίας στο βαθμό αυτόν και μη προαγόμενοι στον επόμενο, ελλείψει κενώνθέσεων, λαμβάνουν προσαύξηση επί του βασικού μισθού ίση με τα εβδομήνταεκατοστά (70/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενουκαι του κατεχόμενου βαθμού. Η ίδια αυτή προσαύξηση χορηγείται και στουςΑντιπροέδρους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους από την προαγωγή τους στοβαθμό αυτόν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 57 παρ.10Ν.3691/2008,ΦΕΚ Α 166/5.8.2008.
11. οι προσαυξήσεις της προηγούμενης παραγράφου παρέχονται με απόφαση του Υπουργού οικονομικών. Κατ` εξαίρεση απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου στις περιπτώσεις που έχει επιβληθεί στο μέλος πειθαρχική ποινή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ή υπάρχει ποινική καταδίκη σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του ή όταν από τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού του μητρώου προκύπτουν αμφιβολίες για την ικανοποιητική ανταπόκριση στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του.
Σε περίπτωση που το Υπηρεσιακό Συμβούλιο δεν συμφωνεί με τη χορήγηση της μισθολογικής προσαύξησης, το μέλος επανακρίνεται μετά “ένα (1) έτος” από τότε που συμπλήρωσε τον απαιτούμενο προς προαγωγή χρόνο. Αν και πάλι δεν χορηγηθεί μισθολογική προσαύξηση, η κρίση επαναλαμβάνεται κάθε φορά μετά “ένα (1) έτος” από την προηγούμενη. Η θετική κρίση τουΥπηρεσιακού Συμβουλίου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αναδράμει σε χρόνο προγενέστερο της ημέρας συμπλήρωσης “έτους” που απαιτείται για την τελευταία κρίση.
Ως υπηρεσία για τη χορήγηση των προσαυξήσεων λαμβάνεται υπόψη μόνον η πραγματική υπηρεσία που έχει διανυθεί με ιδιότητα μέλους του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όχι δε και υπηρεσίες ή προϋπηρεσίες αυτών σε άλλες θέσεις, ανεξάρτητα αν αυτές λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση επιδόματος χρόνου υπηρεσίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 57 παρ.10 Ν.3691/2008,ΦΕΚ Α 166/5.8.2008.Ισχύς από 1.1.2008.
Σχετικό: το άρθρο 35 παρ.Γ Ν.3205/2003,ΦΕΚ Α 297
12. Στις περιπτώσεις χορήγησης των προσαυξήσεων της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου, τα ποσά των δραχμικών επιδομάτων και αποζημιώσεων παραμένουν αμετάβλητα κατά περίπτωση.
13. Πέρα από τα Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, όλα τα άλλα που έχουν χορηγηθεί στα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις ή με δικαστικές ή υπουργικές αποφάσεις, καταργούνται, με εξαίρεση τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη διάταξη της παραγράφου 11 του άρθρου 14 του ν. 1968/1991.
Σχετικό: παρ.Γ άρθρ.32 Ν.3205/2003
14. Οι διατάξεις που ισχύουν για το ύψος της αποζημίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, ως μελών Συμβουλίων και Επιτροπών, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους εμπίπτοντες στις διατάξεις του παρόντος.
15. Ο τρόπος εξόφλησης των απαιτήσεων του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους του έτους 1996, που απορρέουν από την εφαρμογή της παραγράφου 11 του άρθρου 14 του ν. 1968/1991 και στο ύψος που αυτές έχουν προσδιοριστεί κατά μήνα, θα καθοριστεί σύμφωνα με την πρσοναφερόμενη διάταξη, μετά την εξόφληση των όμοιων απαιτήσεών τους του έτους 1995.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΩΝ
Άρθρο 11
Βασικός μισθός
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 παρ.1 Ν.3205/2003,ΦΕΚ Α 297
1. Ο μηνιαίος Βασικός μισθός όλων των βαθμών της ιεραρχίας των ιατροδικαστών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κα8ορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού ιατροδικαστή Δ` Τάξεως, με τους παρακάτω συντελεστές και στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη εκατοντάδα:
ιατροδικαστής Α. Τάξεως1,60ιατροδικαστής Β` Τάξεως1,40ιατροδικαστής Γ. Τάξεως1,20ιατροδικαστής Δ` Τάξεως1,00
2. Για τη διαμόρφωση των βασικών μισθών της προηγούμενης παραγράφου, ο μηνιαίος Βασικός μισθός του ιατροδικαστή Δ` Τάξεως ορίζεται σε διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές.
Σχετικό: το άρθρο 15 Ν.2702/1999
Άρθρο 12
Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις
Πέρα από το βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα:
1. Επίδομα χρόνου υπηρεσίας, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 8 και του άρθρου 17 του ν. 2470/1997.
2. Επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν. 2470/1997.
3. Ειδικό επίδομα ιατροδικαστικής υπηρεσίας, για την ανθυγιεινή και επικίνδυνη εργασία τους, καθώς και για την απασχόλησή τους πέρα από το υποχρεωτικό ωράριο κατά τις απογευματινές και νυκτερινές ώρες ή κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες, οριζόμενο για όλους τους ιατροδικαστές σε εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) δραχμές.
Σχετικό: παρ.5 εδ.α΄-β΄ του άρθρου 49 του Ν.2873/2000 (Α΄ 285)
Σχετικό: παρ.2 εδ.α΄ του άρθρου 60 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165)
4. Επίδομα εορτών και άδειας, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 του ν 2470/1997.
5. Οικογενειακή παροχή, στο ίδιο ύψος και με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγείται στους μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου.
6. Ιατροδικαστές Β` Τάξεως, που συμπληρώνουν δέκα (10) έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν και δεν προάγονται στον επόμενο ελλείψει κενών θέσεων, λαμβάνουν προσαύξηση στο βασικό τους μισθό ίση με το ήμισυ της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού.
Οι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 10 του παρόντος έχουν ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή.
7. Πέρα από τα Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του, άρθρου αυτού, όλα τα άλλα που έχουν χορηγηθεί στους ιατροδικαστές με άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις ή με δικαστικές ή υπουργικές αποφάσεις, καταργούνται.
Σχετικό: παρ.2 εδ.α`-β` του άρθρου 60 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 13
Τροποποίηση μισθολογίου Έλεγχος μισθοδοσίας
1. Η χορήγηση άλλων παροχών ή αποζημιώσεων εν γένει, πέραν των προβλεπομένων στο νόμο αυτόν. επιτρέπεται μόνο με τροποποίηση των διατάξεων του παρόντος.
2. Οι διατάξεις του άρ8ρου 28 του ν. 2470/1997 έχουν εφαρμογή και για τη μισθοδοσία των διεπομένων από τις ρυθμίσεις του παρόντος.
Άρθρο 14
Πρόσθετες αμοιβές Αποδοχές εκπαιδευτικήςάδειας Τρίμηνες αποδοχές
1. Σε καμία περίπτωση και για οποιονδήποτε λόγο το σύνολο των διαφόρων αμοιβών και αποζημιώσεων από συμμετοχή σε συμβούλια, επιτροπές και ομάδες εργασίας των διεπομένων υπό του παρόντος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πενήντα εκατοστά (50/100) των συνολικών μηνιαίων αποδοχών τους, όπως αυτές προσδιορίζονται από τη μισθοδοτική κατάσταση, οι πάσης φύσεως αμοιβές υπολογίζονται κατά το μήνα πραγματοποίησης της αντίστοιχης εργασίας.
Σχετικό: το άρθρο 55 παρ.1 Ν.3205/2003,ΦΕΚ Α 297
2. Τα επιδόματα και οι αποζημιώσεις των παραγράφων 2. 3, 6 και 7 των άρθρων 2 και 10, καθώς και των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 12 του παρόντος, δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των τριμήνων αποδοχών του άρθρου 57 του π. δ/τος 1041/1979 (ΦΕΚ 292 Α`) και των διπλάσιων αποδοχών των αποστελλομένων με εκπαιδευτική άδεια στην αλλοδαπή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση για τον υπολογισμό των διπλάσιων αποδοχών δεν λαμβάνεται υπόψη και η οικογενειακή παροχή.
Σχετικό: υπ` αριθμ. 675/2010, 676/2010 ΣΤΕ(ΟΛΟΜ) καθώς και τις υπ` αριθμ. 1950/2007, 1951/2007, 3509/2011 απόφαση ΣΤΕ που είχεπαραπεμθεί στην Ολομέλεια.
3. Τα επιδόματα εορτών και άδειας των υπαγομένων στις διατάξεις του παρόντος, κα8ώς και όλων των άλλων λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ., που αποστέλλονται με εκπαιδευτική άδεια στην αλλοδαπή υπολογίζονται μόνο επί των αποδοχών ημεδαπής, όχι δε και επί των τυχόν διπλάσιων αποδοχών.
Σχετικό: παρ.1 άρθρ.9 Ν.2606/1998 Α 89
4. Για τον υπολογισμό των τρίμηνων αποδοχών του άρθρου 57 του π. δ/τος 1041/1979 των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ., που δεν διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος, λαμβάνονται υπόψη ο Βασικός μισθός, το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, το επίδομα εξομάλυνσης και η οικογενειακή παροχή, ενώ για τον υπολογισμό των τυχόν διπλάσιων αποδοχών, όταν αποστέλλονται με εκπαιδευτική άδεια στην αλλοδαπή, λαμβάνεται υπόψη ο Βασικός μισθός και το επιδόματα χρόνου υπηρεσίας και εξομάλυνσης.
Σημ.: όπως η παρ.4 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 1.1.2004 με το άρθρο 28Ν.3205/2003,ΦΕΚ Α 297.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 15
Εκτέλεση πράξεων και αποφάσεωνΕλεγκτικού Συνεδρίου
Η άσκηση έφεσης ή αναίρεσης κατά των πράξεων ή αποφάσεων των κλιμακίων και των τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντίστοιχα, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση αυτών αναστέλλουν την εκτέλεση τούτων κατά του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ..
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 16
1. Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου αυξάνεται κατά δύο (2) και ορίζεται συνολικά σε δώδεκα (12).
2. Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των Αρεοπαγιτών αυξάνεται κατά πέντε (5) και ορίζεται συνολικά σε (50).
Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των Προέδρων Εφετών αυξάνεται κατά πέντε (5) και ορίζεται συνολικά σε εξήντα τέσσερις (64). Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των Εφετών αυξάνεται κατά δεκαπέντε (15) και ορίζεται συνολικά σε τριακόσιες σαράντα πέντε (345).
3α. Οι οργανικές 8έσεις των Συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου αυξάνονται από 1.1.1998 κατά τέσσερις (4) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε είκοσι τέσσερις (24).
β. Στην Υπηρεσία του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο συνιστάται μία (1) θέσηΕπιτρόπου της Επικρατείας με βαθμό Αντιπροέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στη θέση αυτή προάγεται Αντεπίτροπος που έχει συμπληρώσει τριετή υπηρεσία στο βαθμό αυτόν. Όταν δεν υπηρετεί Αντεπίτροπος ή οι υπηρετούντες δεν έχουν τα προς προαγωγή προσόντα, στη θέση αυτή προάγεται Σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έχει συμπληρώσει τριετή υπηρεσία στο βαθμό αυτόν.
4. Οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων αυξάνονται ως εξής:
Α. από 1.1.1998
α. Των Προέδρων Εφετών κατά τέσσερις (4) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε σαράντα τρείς (43).
β. Των Εφετών κατά δέκα (10) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε εκατόν εξήντα έξι (166).
γ. Των Προέδρων Πρωτοδικών κατά πέντε (5) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε ογδόντα τέσσερις (84).
δ. Των Παρέδρων Πρωτοδικών κατό δώδεκα (12) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε τριακόσιες πενήντα εννιά (359).
Β` από 1.1.1999
α. Των Προέδρων Εφετών κατά πέντε (5) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε σαράντα οκτώ (48).
β. Των Εφετών κατά δώδεκα (12) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε εκατόν εβδομήντα οκτώ (178).
γ. Των Προέδρων Πρωτοδικών κατά πέντε (5) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε ογδόντα εννέα (89).
δ. Των Παρέδρων Πρωτοδικών κατά δεκατέσσερις (14) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε τριακόσιες εβδομήντα τρείς (373).
Γ` από 1.1.2000
β. Των Εφετών κατά δώδεκα (12) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε εκατόν ενενήντα (190).
γ. Των Προέδρων Πρωτοδικών κατά πέντε (5) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε ενενήντα τέσσερις (94).
δ. Των Παρέδρων Πρωτοδικών κατά δεκατέσσερις (14) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε τριακόσιες ογδόντα επτά (387).
Σχετικό: ΠΔ 92/2000
Άρθρο 17
1. Αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο για την εκδίκαση των υποθέσεων της περίπτωσης στ` της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ 182 Α`) είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει το όργανο που, κατά τις οικείες διατάξεις, είναι αρμόδιο για την παραλαβή της σχετικής αίτησης ή δήλωσης του ενδιαφερομένου για τη χορήγηση της παροχής, ανεξάρτητα από το όργανο που είναι αρμόδιο να αποφανθεί επ` αυτής, ή στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί εκείνος σε βάρος του οποίου έγινε καταλογισμός χρηματικού ποσού.
2. Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού καταργούνται οι διατάξεις της νομοθεσίας του Ο.Γ.Α., με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής (ένστασης) ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών. Επί των εκκρεμών ενστάσεων, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εφαρμόζονται οι προϊσχύουσες διατάξεις.
Άρθρο 18
1. Προσωπικό του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου, κατηγορίας ΠΕ μέχρι δύο άτομα, ΤΕ ένα άτομο και ΔΕ μέχρι τρία άτομα, δύναται να μεταφερθεί στο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης (Τ.Π.Δ.Θ.) σε υφιστάμενεςοργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Η μεταφορά γίνεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Π.Δ.Θ.. εγκρινόμενη από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ύστερα από γνωμοδότηση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου που κρίνει τη συνδρομή των προβλεπόμενων, από τις οργανικές διατάξεις, τυπικών προσόντων, για τις θέσεις που μεταφέρονται και την καταλληλότητά τους.
2. Στο άρθρο 35 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α`) προστίθεται παράγραφος 8, η οποία έχει ως εξής:
“6. Το Ταμείο Νομικών έχει και για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους δικηγόρους που συνταξιοδοτούνται από αυτό τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην πιο πάνω παράγραφο 5.”
Άρθρο 19
Τροποποίηση διατάξεων του Αστικού Κώδικα
1α. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 1469 του Αστικού Κώδικα τροποποιείται ως ακολούθως:
” Την ιδιότητα του τέκνου ως γεννημένου σε γάμο μπορούν να προσβάλλουν: 1. ο σύζυγος της μητέρας. 2. Ο πατέρας ή η μητέρα του συζύγου, αν αυτός πέθανε χωρίς να έχει χάσει το δικαίωμα της προσβολής. 3. Το τέκνο. 4. Η μητέρα του τέκνου. 5. Ο άνδρας με τον οποίο η μητέρα, βρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης.”
β. Το άρθρο 1470 του Αστικού Κώδικα τροποποιείται ως ακολούθως:
“Άρθρο 1470
Η προσβολή της πατρότητας αποκλείεται: 1. Για το σύζυγο της μητέρας, όταν περάσει ένα έτος αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν, και σε κάθε περίπτωση, όταν περάσουν πέντε έτη από τον τοκετό. 2. Για τον πατέρα ή τη μητέρα του συζύγου, όταν περάσει ένα έτος αφότου έμαθαν το θάνατο του τελευταίου και τη γέννηση του τέκνου. 3. Για το τέκνο, όταν περάσει ένα έτος από την ενηλικίωσή του. 4. Για τη μητέρα, όταν περάσει ένα έτος από τον τοκετό ή, εφόσον υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη προσβολή κατά τη διάρκεια του γάμου, έξι μήνες αφότου λύθηκε ή ακυρώθηκε ο γάμος με το σύζυγό της. 5. Για τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, δύο χρόνια από τον τοκετό.”
γ. Στο άρθρο 1472 του Αστικού Κώδικα, προστίθεται παράγραφος δεύτερη, που έχει ως ακολούθως:
” Σε περίπτωση προσβολής από τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, η απόφαση της προηγούμενης παραγράφου επιφέρει αυτοδικαίως δικαστική αναγνώριση του παιδιού από τον άνδρα αυτόν.”
δ. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται και σε τέκνα που έχουν γεννηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος τους.
2. Στο άρθρο 1545 του Αστικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος δεύτερη, η οποία έχει ως εξής:
“Σε περίπτωση υιοθεσίας και από τους δύο συζύγους, οι προϋποθέσεις οι οποίες τάσσονται από τα άρθρα 1543 και 1544, αρκεί να συντρέχουν στο πρόσωπο μόνο του ενός.”
3. Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 681Γ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 του ν. 1329/1983 (ΦΕΚ 25 Α`) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 του σχεδίου νόμου που κυρώθηκε ως Κώδικας με το ν. 2447/1996, αντικαθίστανται ως εξής:
“2. Στις ίδιες διάφορες καθιερώνεται στάδιο υποχρεωτικής προδικασίας που περιλαμβάνει την έρευνα, από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου και την υποβολή στο δικαστήριο, έως την ημέρα της συζήτησης, σχετικής αναλυτικής έκ8εσης η οποία, στις περιπτώσεις όπου φέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι ο ένας από τους γονείς ή το ανήλικο τέκνο παρουσιάζει ψυχικά προβλήματα, θα πρέπει να συνοδεύεται και από ψυχιατρική έκθεση. Το μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο είναι εξάλλου υποχρεωμένο, κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση να προσπαθήσει, με την ποινή του απαράδεκτου, να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά, ύστερα από ακρόαση των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους. Ο συμβιβασμός πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου , αλλιώς δεν δεσμεύει το δικαστήριο.
3. Το δικαστήριο πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του. Μπορεί αν αποφασίσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, να ορίζει ελεύθερα το χρόνο διεξαγωγής της, χωρίς να δεσμεύεται από χρονικούς περιορισμούς.
4. Για την επικοινωνία με το τέκνο, ορίζονται, στα πρακτικά του αρμόδιου δικαστηρίου, ο χρόνος και ο τόπος της συνάντησης, καθώς και στην περίπτωση του πολυμελούς δικαστηρίου, ο δικαστής που θα επικοινωνήσει με το τέκνο. Με το ίδια πρακτικά καλείται επίσης να παρουσιάσει το τέκνο όποιος διαμένει μαζί του. Σε περίπτωση ερημοδικίας κάποιου διαδίκου, το δικαστήριο ορίζει χρόνο επιδόσεως αντιγράφου των πρακτικών στον απολειπόμενο διάδικο. Η επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο γίνεται ιδιαιτέρως και δεν επιτρέπεται να είναι παρόν σ` αυτήν άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής κρίνει διαφορετικά. Για το περιεχόμενο της συνομιλίας δεν συντάσσεται έκθεση.
4. Τα οριζόμενα στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 1646 του Αστικού Κώδικα και στην τρίτη παράγραφο του άρ8ρου 796 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ισχύουν και στις περιπτώσεις της τρίτης παραγράφου του άρθρου 1533, του τρίτου εδαφίου του άρθρου 1664 και του άρθρου 1674 του Αστικού Κώδικα, καθώς και στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 681Γ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στις περιπτώσεις αυτές, καθώς και όπου αλλού ο νόμος απαιτεί την υποβολή στο δικαστήριο και την υποχρεωτική συνεκτίμηση από αυτά έκθεσης της κοινωνικής υπηρεσίας, αν η έκθεση αυτή δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα, το δικαστήριο δικάζει χωρίς έκθεση. Τα οριζόμενα στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 796 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχουν εφαρμογή εκτός από τις περιπτώσεις της επιτροπείας ανηλίκου και όπου αλλού, στο ως άνω σχέδιο νόμου που κυρώθηκε ως Κώδικας με το ν.2447/1996,προβλέπεται αυτεπάγγελτη δράση του δικαστηρίου.
Άρθρο 20
Τροποποίηση διατάξεων Ποινικού Κώδικα, Ποινικής και Διοικητικής Δικονομίας
1. Στην παράγραφο 3 των άρ8ρων 74 και 99 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται δεύτερο εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:
” Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δεσμεύεται από το χρονικό περιορισμό του προηγούμενου εδαφίου σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με Έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής.”
2. α. Ανεκτέλεστες εν όλω ή εν μέρει ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί για παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 (ΦΕΚ 401 Α`), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν.δ/τος 1325/1972 (ΦΕΚ 239 Α`) και την προσθήκη της παραγράφου 5 με το άρθρο 4 του ν.2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α`), με δικαστικές αποφάσεις οι οποίες κατέστησαν αμετάκλητες μέχρι την ισχύ του παρόντος και δεν έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, μετατρέπονται σε χρηματικές ποινές προς 400 έως 1.000 δρχ. την ημέρα ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος που υποβάλλεται αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο στον αρμόδιο για την εκτέλεση των ποινών εισαγγελέα μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Η μετατροπή αποκλείεται αν η ποινή φυλάκισης έχει περιληφθεί σε συνολική ποινή κάθειρξης που εξακολουθεί να ισχύει.
Εφόσον στους ανωτέρω καταδικασθέντες έχει επιβληθεί και χρηματική ποινή, αυτή βεβαιώνεται αρμοδίως κατά τις κείμενες διατάξεις.
β. Για τη μετατροπή της ποινής αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από κλήτευση του αιτούντος, σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 181 και 166 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την κλήτευση, καθώς επίσης και να εκπροσωπηθεί με συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτησή του ή σε μεταγενέστερο έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο.
γ. Μετά την υποβολή της αίτησης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε τακτικού ή έκτακτου ένδικου μέσου κατά της απόφασης που επέβαλε την ποινή ή η άσκηση αίτησης ακυρώσεως της διαδικασίας ή της αποφάσεως και εφόσον ασκηθεί, κηρύσσεται απαράδεκτο σύμφωνα με το άρθρο 476 παράγραφος 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Σχετικό: παρ.3 άρθρ.22 Ν.2721/1999
3. Στο τέλος του εδαφίου 3 της παραγράφου 2 του άρ8ρου 432 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προστίθεται περίοδος, η οποία έχει ως εξής:
“Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είχε επιβλη8εί για κακούργημα ποινή φυλακίσεως και ο κατηγορούμενος εμφανίζεται αυθορμήτως αναστέλλεται η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής η οποία επιβλήθηκε για κακούργημα λόγω συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως ή για άλλους λόγους μειώσεως της ποινής μέχρι εκδόσεως αποφάσεως επί της νέας συζητήσεως.”
4. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 473 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται περίοδος, που έχει ως εξής:
” Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει τη παραγραφή της ποινής.”
5. Το ποσό του προστίμου άνω του οποίου έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου α` της παραγράφου 1 του άρθρου 489 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αυξάνεται από ογδόντα χιλιάδες δραχμές σε εκατόν είκοσι χιλιάδες δραχμές.
6. Στο τέλος της παραγράφου 13 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ 67 Α`) προστί8εται το εξής:
” Αρμόδιο για την εκδίκαση της ανωτέρω κακουργηματικής πράξεως είναι το Τριμελές Εφετείο.”
7α. Στο άρθρο 65 του π.δ. 341/1978 (ΦΕΚ 71 Α`) προστίθεται νέα παράγραφος 2 και οι ήδη παράγραφοι 2, 3 και 4 αριθμούνται ως 3, 4 και 5:
” 2. Ανακοπή μπορεί να ασκηθεί και αν από λόγους ανώτερης βίας εμποδίστηκε η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου.”
β. Η παράγραφος 4 του άρθρου 65 του π.δ/τος 341/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
“4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρ8ρων 162 παράγραφοι 2 και 4, 163 παράγραφοι 1, 3 και 4 και 164 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας.”
γ. Η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 65 του π.δ/τος 341/1978 ανακοπή δύναται, συντρεχουσών των σε αυτήν διατυπουμένωννόμιμωνπροϋποθέσεων, να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών, από της ισχύος του παρόντος, για αποφάσεις οι οποίες απέρριψαν την προσφυγή ή το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο για μη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου και δημοσιεύθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1996.
Άρθρο 21
Τροποποίηση των διατάξεων τουΟργανισμού Δικαστηρίων
1. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Κώδικα οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, ΦΕΚ 35 Α`), όπως το άρθρο τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2172/1993 (ΦΕΚ 207 Α`), την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α`) και την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ 67 Α`), οι λέξεις “δευτέρου Σαββάτου” αντικαθίστανται με τις λέξεις “προτελευταίου Σαββάτου”.
2. Το εδάφιο β` της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α`), όπως το άρθρο τούτο αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του ν. 1868/1989 (ΦΕΚ 230 Α`) και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1 τσυ άρθρου 6 του ν. 2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:
“Στα δικαστήρια πλημμελειοδικών Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, ως ανακριτές ορίζονται Πρωτοδίκες με οκταετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία τους ως Παρέδρων στο Πρωτοδικείο και σε περίπτωση που δεν υπηρετούν Πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν, ορίζονται ως ανακριτές οι κατά το διορισμό αρχαιότεροι.”
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του ν. 184/1975 (ΦΕΚ 210 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:
” Οι ως άνω επιθεωρήσεις ενεργούνται εντός του πρώτου τετραμήνου από της λήξεως εκάστου έτους.”
4. Σε δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών ή Εισαγγελέα Πρωτοδικών και άνω ανατίθεται ο έλεγχος της νομιμότητος των καταχωρήσεων στο εθνικό τμήμα του συστήματος πληροφοριών της Σύμβασης Εφαρμογής Σένγκεν. Η ανάθεση γίνεται κατ` αποκλειστική απασχόληση, ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Οι κατά τα ως άνω επιλεγόμενοι δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να γνωρίζουν επαρκώς την αγγλική γλώσσα.
5α. Στην τρίτη περίοδο του εδαφίου α` της παραγράφου 7 του άρθρου 5 τσυ ν. 2408/1996, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 15 του άρθρου 3 του ν. 2479/1997, μετά τον αρι8μό 17 προστίθεται “και 19″.
β. Η τελευταία περίοδος του εδαφίου β` της παραγράφου 7 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
” Στους σκοπούς του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. εντάσσονται επίσης η ανάληψη του κεφαλαίου της εταιρίας, καθώς και οι αυξήσεις αυτού, η χρηματοδότηση και η επιχορήγησή της και κάθε άλλη δαπάνη για την ίδρυση και λειτουργία της εταιρίας. Τόσο η χρηματοδότηση όσο και η επιχορήγηση είναι άτοκες και χωρίς παροχή εγγυήσεως εκ μέρους της εταιρίας και χωρίς υποχρέωση επιστροφής των αντίστοιχων χρηματικών ποσών και πραγματοποιούνται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. με βάση προϋπολογισμό συγκεκριμένου έργου ή έργων, τον οποίο εγκρίνει το Δ.Σ. της εταιρίας.
Ο προϋπολογισμός αυτός συνοδεύεται και από πρόγραμμα χρηματορροών, που περιλαμβάνει το ποσό της προκαταβολής και τις τμηματικές πληρωμές μέχρι και την εξόφληση του έργου ή των έργων. Σε κάθε περίπτωση τα νόμιμα παραστατικά (τιμολόγια κ.λπ.) εκδίδονται από την εταιρία προς το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ..
γ. Η τελευταία περίοδος του εδαφίου γ` της παραγράφου 7 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
” Οι πόροι της εταιρίας προέρχονται από τη χρηματοδότηση και την επιχορήγηση του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.. τον Κρατικό Προϋπολογισμό (τακτικό και δημοσίων επενδύσεων), προγράμματα της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης ή διεθνών οργανισμών, από την επιχειρηματική δραστηριότητά της, καθώς και από κάθε άλλη πηγή.”
δ. Στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 15 του άρθρου 3 του ν. 2479/1997, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο ια`:
” (ια) Για τα έργα που ανατίθενται στην εταιρία, ανήκει σε αυτήν αποκλειστικά:
(αα) Η μέριμνα για την απόκτηση γηπέδων, ο έλεγχος και η έγκριση της καταλληλότητας αυτών, καθώς και η προώθηση των διαδικασιών στις αρμόδιες υπηρεσίες για το χαρακτηρισμό αυτών ως καταλλήλων για την ανέγερση των αντίστοιχων κτιρίων.
(ββ) Η γνωμοδότηση προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης για τον καθορισμό της προτεραιότητος των έργων.
(γγ) ο προσδιορισμός των γενικών χαρακτηριστικών των έργων σε συνεργασία με την αντίστοιχη γενική διεύθυνση και η σύνταξη των διοικητικών (λειτουργικών) προγραμμάτων για το καθένα από αυτά.
(δδ) Η διαχείριση των πιστώσεων που διατίθενται για την εκτέλεση των έργων.
(εε) Το έργο του Τεχνικού Συμβούλου του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.”.
Άρθρο 22
Συμπλήρωση και τροποποίηση διατάξεων τουν. 2236/1994 και άλλων διατάξεων
1. α. Το εδάφιο ββ` της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 2236/1994 (ΦΕΚ 146 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:
“ββ. Έχουν συμπληρώσει το εικοστό όγδοο (28ο) και δεν έχουν υπερβεί το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος της ηλικίας τους την 31η Δεκεμβρίου του έτους, κατά το οποίο προκηρύσσεται ο διαγωνισμός.”
β. Για τον τέταρτο εισαγωγικό διαγωνισμό που προκηρύχθηκε με την απόφαση 67871/1997 του Υπουργού Δικαιοσύνης, κατώτατο όριο ηλικίας παραμένει το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος και ανώτερο ορίζεται το τριακοστό πέμπτο (35ο).
2. Στο τέλος του εδαφίου β` της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2236/1994 προστίθεται η εξής φράση:
” Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται μέσα σε είκοσι ημέρες από τη δημοσίευση του κατά το προηγούμενο εδάφιο πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων, ο αριθμός των εγγραφομένωνυπεραρίθμων κατανέμεται στα τμήματα που προβλέπονται στο εδάφιο γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 3.”
3. α. Το εδάφιο α` της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 2236/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την περίπτωση η` της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 2408/1996, αντικαθίσταται ως εξής:
” α. Η εκπαίδευση στη Σχολή διαρκεί είκοσι τέσσερις (24) μήνες”.
β. Το εδάφιο γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 223δ/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την περίπτωση ι` της παραγράφου 3 ταυ άρθρου 6 του ν. 2408/1996, αντικαθίσταται ως εξής:
“γ. Η πρώτη φάση εκπαίδευσης διαρκεί δεκαέξι (16) μήνες από την 1η Μάϊου έως την 31η Αυγούστου του επόμενου έτους. Η δεύτερη φάση διαρκεί επτά (7) μήνες από την 1η Οκτωβρίου έως την 30ή Απριλίου. Κατά το μήνα Σεπτέμβριο διεξάγονται οι εξετάσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2.
Κατά τη δεύτερη φάση οι εκπαιδευόμενοι κατανέμονται σε πέντε (5) τμήματα: αα) υποψήφιων εισηγητών του Συμβουλίου της Επικρατείας, ββ) υποψήφιων εισηγητών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γγ) υποψήφιων Παρέδρων Πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, δδ) υποψήφιων Παρέδρων Πρωτοδικείου και εε) υποψήφιων Παρέδρων Εισαγγελίας. Στα τρία πρώτα από τα Τμήματα αυτά εντάσσονται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 2, οι εκπαιδευόμενοι που κατά την πρώτη φάση ανήκουν στην κατεύθυνση της διοικητικής δικαιοσύνης. Στο τέταρτο και πέμπτο τμήμα εντάσσονται όσοι κατά την πρώτη φάση ανήκουν στην κατεύθυνση πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης.”
γ. Τα προηγούμενα εδάφια της παραγράφου αυτής δεν ισχύουν για τους εκπαιδευόμενους του τρίτου εισαγωγικού διαγωνισμού.
4. Στο τέλος του εδαφίου δ` της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ν. 2236/1994, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με την περίπτωση ιγ` της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 2408/1996, προστίθενται τα εξής: “Οι εκπαιδευόμενοι που έχουν την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού ή του δικαστικού υπαλλήλου αποσπώνται στη Σχολή προκειμένου μεν για δικαστικούς λειτουργούς με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, προκειμένου δε περί δικαστικών υπαλλήλων με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Δικαστικού Συμβουλίου. Τα σχετικά ερωτήματα του Υπουργού Δικαιοσύνης στις παραπάνω περιπτώσεις αποστέλλονται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την περιέλευση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης του πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων του εισαγωγικού διαγωνισμού. Οι εκπαιδευόμενοι που έχουν την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού ή του δικαστικού υπαλλήλου λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται στο εδάφιο α` της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ν. 2236/1994, όπως τροποποιήθηκε με την περίπτωση ιη` της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 2408/1996. Η κατά τα ανωτέρω αναστολή της δικηγορικής ιδιότητας και απόσπαση αρχίζουν από την ημερομηνία έναρξης της εκπαίδευσης στη Σχολή και λήγουν την ημερομηνία διορισμού των εκπαιδευομένων ως δικαστικών λειτουργών ή κατά την προγενέστερη διακοπή της εκπαίδευσής τους στη Σχολή.”
5. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν. 2236/1994 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
“Δεν υποχρεούνται να επιστρέψουν τις αποδοχές που εισέπραξαν κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης στη Σχολή όσοι εγγράφονται εκ νέου στη Σχολή λόγω αλλαγής κατεύθυνσης, είτε πριν την αποφοίτηση τους είτε μετά την αποφοίτησή τους και την παραίτηση από τη θέση του δικαστικού λειτουργού στην οποία διορίστηκαν. Το προηγούμενο εδάφιο ισχύει για τους εκπαιδευόμενους της 1ης και 2ης σειράς της Σχολής. Οι εγγραφόμενοι εκ νέου στη Σχολή λόγω αλλαγής κατεύθυνσης δεν δικαιούνται των αποδοχών που προβλέπονται στο εδάφιο α` της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ν. 2236/1994, όπως τροποποιήθηκε με την περίπτωση ιη` της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 2408/1996.”
6.α. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 2236/1994, όπως τροποποιήθηκε με την περίπτωση κγ` της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 2408/1996, προστίθεται η εξής φράση:
” Ο διορισμός των εκπαιδευόμενων σε θέσεις δικαστικών λειτουργών γίνεται αναδρομικώς από τη λήξη της εκπαίδευσης στη Σχολή, χωρίς δικαίωμα λήψης αναδρομικών αποδοχών.”
β. Ο διορισμός των εκπαιδευόμενων της 1ης και της 2ης σειράς σε θέση δικαστικών λειτουργών θεωρείται ότι ανατρέχει στην ημερομηνία λήξης της εκπαίδευσης στη Σχολή, χωρίς δικαίωμα λήψης αναδρομικών αποδοχών.
7. Η παράγραφος 20α του άρθρου 23 του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α`), όπως τροποποιήθηκε με την περίπτωση κστ` της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 2408/1996, αντικαθίσταται ως εξής:
“20α. Στο τέλος του εδαφίου δ` της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 2236/1994 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο :
” Δικαστικοί υπάλληλοι επιτρέπεται να αποσπώνται στην Εθνική Σχολή Δικαστών για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, το οποίο μπορεί να παρατείνεται για δύο (2) ακόμη έτη. Οι υπάλληλοι αυτοί λαμβάνουν τον από το άρθρο 24 παράγραφος 4 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α`), σε συνδυασμό προς την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αρι8μ. 51375/28.6.1993 (ΦΕΚ 528 Β`) προβλεπόμενο πόρο.”
8. Η φράση του εδαφίου γ` της παραγράφου 13 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996 “το προσωπικό που υπηρετεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στις γραμματείες των δικαστηρίων και εισαγγελιών” αντικαθίσταται με τη φράση”το προσωπικό που υπηρετεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στο δικαστήρια της χώρας”. Στον πέμπτο και έκτο στίχο του ίδιου εδαφίου οι λέξεις “η απόσταση” διαγράφονται, οι δε λέξεις “του άρθρου 58” στο έβδομο στίχο αντικαθίστανται, από τότε που ίσχυσε ο νόμος αυτός, με τις λέξεις “του άρθρου 56”.
9. Στο άρθρο 12 του ν. 2318/1995 “Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών” (ΦΕΚ 126 Α`) προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
” Σε περίπτωση κατά την οποία προ της ενάρξεως του κύκλου των επιμορφωτικών διαδικασιών (σεμιναρίων) επιτυχών στο διαγωνισμό απωλέσει το δικαίωμα διορισμού ή δηλώσει ότι δεν επιθυμεί τούτο, καλείται ο επόμενος κατά σειρά βαθμολογίας υποψήφιος, ο οποίος έχει συγκεντρώσει μέσο όρο βαθμολογίας τουλάχιστον πέντε κατά τα υπό του άρθρου 10 ειδικότερα οριζόμενα. Οι διατάξεις του εδαφίου τούτου έχουν εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 1997″.
10.α. Στο άρθρο 42 του ν.2318/1995 “Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών” (ΦΕΚ 126 Α`) μετά το πρώτο εδάφιο τίθεται εδάφιο ως εξής:
” Οι αιτήσεις μεταθέσεων υποβάλλονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης κατά το μήνα Σεπτέμβριο εκάστου έτους. Επί των αιτήσεων μεταθέσεων αποφασίζουν τα Διοικητικά Συμβούλια των οικείων Συλλόγων Δικαστικών Επιμελητών το αργότερο μέχρι τέλους Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης”.
β. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 77 του ν.2318/1995 “Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών” προστίθεται εδάφιο ως εξής:
“Μετά παρέλευση τριάντα (30) ημερών από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως αποδοχής της παραιτήσεώς του ο Δικαστικός Επιμελητής θεωρείται ότι απέβαλε την ιδιότητα και εάν δεν επεδόθη σε αυτόν το σχετικό έγγραφο”.
11. Στο άρθρο 47 του ν. 2318/1995 (ΦΕΚ 126 Α`) προστίθεται παράγραφος 4, η οποία έχει ως εξής:
“4. Προκειμένου περί δικαστικού επιμελητή ο οποίος έχει παραιτηθεί πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η κατά την προηγούμενη παράγραφο τριετία άρχεται από την ημερομηνία αυτή”.
12. Οι εγγεγραμμένοι στον πίνακα βαθμολογίας υποψήφιων συμβολαιογράφων διαγωνισμού έτους 1997, που έχουν ισοβαθμίσει με τον τελευταίο επιτυχόντα, διορίζονται συμβολαιογράφοι στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου για τη θέση του οποίου διαγωνίστηκαν ως υπεράριθμοι και καταλαμβάνουν κατά προτεραιότητα και κατά σειρά του ως άνω πίνακα κατ`έτος μέχρι δύο (2) κενές ή κενούμενες θέσεις, μέχρις απορροφήσεώς τους αρχής γινομένης από το έτος 1998. Οι κατά τα ανωτέρω διοριζόμενοι καταλαμβάνουν τις πρώτες κατά χρόνο κενώσεώς τους θέσεις, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 122 του ν.670/1977 (ΦΕΚ 25 Α`), όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν.1653/1986. Οι ενδιαφερόμενοι διορίζονται μετά από σχετική αίτηση που υποβάλλεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δυο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος.
13. Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί συμβολαιογράφων για τις κανονικές και αναρρωτικές άδειες, τις άδειες κυήσεως και λοχείας και το πειθαρχικό δίκαιο έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους άμισθους υποθηκοφύλακες. Ειδικά προκειμένου περί επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης στους άμισθους υποθηκοφύλακες αρμόδιο Συμβούλιο είναι το οικείο πειθαρχικό Συμβούλιο Εφετών.
14. Το εδάφιο στ` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.δ/τος 135/1974 (ΦΕΚ 320 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:
“στ. Από τον Προϊστάμενο της Γενικής Διευθύνσεως του Υπουργείο Δικαιοσύνης στην οποία ανήκει η άσκηση της εποπτείας του Ινστιτούτου”.
15. Η περίπτωση β` του άρθρου 53 του ν.1851/1989 (ΦΕΚ 122 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:
“β. Δεν προκύπτει από τον ατομικό φάκελό του, ότι εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος η οποία τελέστηκε είτε πριν είτε μετά τον εγκλεισμό του στο κατάστημα κράτησης”.
16. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 31 του ν.2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α`) προστίθεται εδάφιο θ`, που έχει ως εξής:
“θ. Η διεξαγωγή όλων των δικαστικών πράξεων που προβλέπονται στις διμερείς συμβάσεις δικαστικής αρωγής επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων οι οποίες περιλαμβάνουν διατάξεις περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών πολιτικών αποφάσεων”.
Άρθρο 23
1. Στην παράγραφο 16 του άρθρου 5 του ν.2408/1996 προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
” Η εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής επεκτείνεται και στους υπηρετήσαντες κατά την τελευταία διετία προ της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού, ως άμισθοι επιμελητές ανηλίκων σε υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων πρωτοδικείων παραμεθόριων περιοχών.”
2. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του ν.1851/1989 (ΦΕΚ 122 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 16 του άρθρου 10 του ν.2298/1993 (ΦΕΚ 62 Α`) και την παράγραφο 7 του άρθρου 3 του ν.2408/1996, προστίθεται εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:
” Η ωριαία αποζημίωση των διδασκόντων στα ως άνω εκπαιδευτικά και επιμορφωτικά προγράμματα που υλοποιεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών”.
3. Το Κεντρικό Επιστημονικό Συμβούλιο Φυλακών (Κ.Ε.Σ.Φ.), που ιδρύθηκε με το άρθρο 7 του ν.2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α`) και τροποποιήθηκε με το εδάφιο α της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν.2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α`), ορίζεται ενδεκαμελές, αυξανομένου του αριθμού των νομικών που μετέχουν σ`αυτό από τρεις σε πέντε .
4. Μέχρι την κατάρτιση του Οργανισμού των Εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων και των Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου και Κω-Λέρου, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Δικαιοσύνης ορίζεται η αντιστοιχία των οργανικών μονάδων των ανωτέρω Υπηρεσιών προς τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του ν.1586/1986 (ΦΕΚ 37 Α`) και ν.2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α`) οργανικές μονάδες. Με την ίδια απόφαση ορίζονται τα προσόντα για την κατάληψη θέσεων προϊσταμένων όλων των οργανικών μονάδων και κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. Μετά την έκδοση της κοινής απόφασης παύει να ισχύει από την περίπτωση α`της παραγράφου 7 του άρθρου 10 του ν.2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α`) η φράση “για τους οποίους δεν θα ισχύει το τελευταίο εδάφιο της πρώτης περιόδου της παραγράφου 2 του άρθρου 37 του ν.2190/1994 ως προς την κατάληψη θέσεων Διευθυντών”.
Άρθρο 24
Δικαστικοί υπάλληλοι και επιμελητές, μέχρι ποσοστού δύο στα εκατό (2%) επί του συνόλου των υπηρετούντων, δύνανται να διατίθενται για τη γραμματειακή υποστήριξη του έργου των Βουλευτών και των Ελλήνων Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από απόφαση του οικείου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου.
Άρθρο 25
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος καταργούνται, κατά το μέρος που αναφέρονται στους δικαστικούς λειτουργούς το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και τους ιατροδικαστές, οι διατάξεις:
α. Του ν.1587/1986 (ΦΕΚ 37 Α`).
β. Του άρθρου 5 του ν. 891/1979 (ΦΕΚ 63 Α`).
γ. Του άρθρου 29 του ν.1505/1984 (ΦΕΚ 194 Α`).
δ. Της παρ. 1α του άρθρου 23 του ν.1868/1989 (ΦΕΚ 230 Α`).
ε. Των παρ.l, 2, 3. 4, 5. 6 και 7 του άρθρου 14 του ν.1968/1991 (ΦΕΚ 150 Α`).
στ. Της παρ.3 του άρθρου 6 του ν. 2207/1994 (ΦΕΚ 65 Α`).
ζ. Της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν 2198/1994 (ΦΕΚ 43 Α`)
η. Κάθε άλλη γενική ή ειδική, που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος ή που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται από το νόμο αυτόν.
Άρθρο 26
Έναρξη ισχύος
1. Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 1-15 πλην της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.1997. Με απόφαση του Υπουργού οικονομικών καθορίζεται ο αριθμός των δόσεων και ο χρόνος της καταβολής των τυχόν διαφορών αναδρομικώς .
2. Η ισχύς των λοιπών άρθρων του νόμου αυτού αρχίζει από της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 1 Σεπτεμβρίου 1997
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜ.ΔΙΟΙΚΗΣΗΣΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΛΕΞ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣΓΙΑΝ.ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ.ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣΜΙΛΤ.ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 1 Σεπτεμβρίου 1997
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ