ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2548 ΦΕΚ Α’259/ 19.12.1997
Ρυθμίσεις για την Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
EΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
16 Αυγούστου 1953
Σύμβασις ΕΛΛΑΔΟΣ – ΗΝ. ΠΟΛΙΤ. ΑΜΕΡΙΚΗΣ (Η.Π.Α.)
Περί κυρώσεως φορολογικής συμβάσεως μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, περί αποφυγής της διπλής φορολογίας και αποτροπής της φορολογικής διαφυγής εν σχέσει προς τους φόρους επί του εισοδήματος μετά του συμπληρωματικού αυτής πρωτοκόλλου (Φ.Ε.Κ. 231/27-8-1953, τ.Α΄).
Ανακοίνωσις «περί ανταλλαγής οργάνων επικυρώσεως συμβάσεως μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής» (Φ.Ε.Κ. 357/30-12-1953, τ.Α΄):
Tο Υπουργείον των Εξωτερικών ανακοινοί ότι μεταξύ του Υπουργού των Εξωτερικών και του εν Αθήναις Πρεσβευτού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής έλαβε χώραν σήμερον εν τω Υπουργείω η ανταλλαγή των οργάνων επικυρώσεως της μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής συμβάσεως, περί αποφυγής της διπλής φορολογίας και αποτροπής της φορολογικής διαφυγής εν σχέσει προς τον φόρον εισοδήματος, της υπογραφείσης εν Αθήναις την 20ην Φεβρουαρίου 1950 και του από 20ης Απριλίου 1953 συνημμένου εις αυτήν πρωτοκόλλου.
Άρθρον μόνον
1. Κυρούται και έχει πλήρη και νόμιμον ισχύν η ως κάτωθι και εν Αθήναις υπογραφείσα τη 20η Φεβρουαρίου 1950 Σύμβασις μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής «περί αποφυγής της διπλής φορολογίας και αποτροπής της φορολογικής διαφυγής εν σχέσει προς τους φόρους επί του εισοδήματος» μετά του ως κάτωθι και εν Αθήναις υπογραφέντος την 20ήν Απριλίου 1953 συμπληρωματικού πρωτοκόλλου εν σχέσει προς την σύμβασιν ταύτην. (2)
2. Η ισχύς της μεν συμβάσεως άρχεται από 1 Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίον θέλει λάβει χώραν η ανταλλαγή των εγγράφων κυρώσεως, του δε συμπληρωματικού πρωτοκόλλου από της ημέρας καθ΄ ην η Κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ήθελε λάβει επισήμως γνώσιν της παρ΄ ημών επικυρώσεως τούτου.
3. Ο Αν. Νόμος υπ΄ αριθ. 1413/1950 «περί κυρώσεως φορολογικών συμβάσεων μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής» καταργείται δια του παρόντος.
Εν Αθήναις τη 16 Αυγούστου 1953
(2) Ετέθη το ορθόν κείμενον. Βλ. διορθώσεις ημαρτημένων εις Φ.Ε.Κ. 333/16-11-1953, τ.Α΄.
ΣΥΜΒΑΣΙΣ
Μεταξύ της Ελλάδος και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής περί διπλής φορολογίας και φορολογικής διαφυγής εν σχέσει προς τον φόρον εισοδήματος.
Η Κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος και η Κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, επιθυμούσαι να συνάψουν σύμβαση αποσκοπούσαν την αποφυγήν της διπλής φορολογίας και την αποτροπήν της φορολογικής διαφυγής εν σχέσει προς τους φόρους επί του εισοδήματος, διόρισαν προς τον σκοπόν τούτον ως πληρεξουσίους των:
Η Κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος: την Α.Ε. τον κ. Παναγιώτην Πιπινέλην, επί των Εξωτερικών Υπουργών και
Η Κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής: την Α.Ε. τον κ. Ηenry F. Grady, Πρεσβευτήν των Ηνωμένων Πολιτειών εν Ελλάδι, οι οποίοι επιδείξαντες τα σχετικά πληρεξούσια των ευρεθέντα εν απολύτω τάξει, συνεφώνησαν ως ακολούθως:
Σχετικές Διατάξεις
Άρθρο 1
Σκοποί
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000
1. Πρωταρχικός σκοπός της Τράπεζας της Ελλάδος είναι η διασφάλιση της σταθερότητας του γενικού επιπέδου των τιμών. Με την επιφύλαξη του πρωταρχικού σκοπού, η Τράπεζα στηρίζει τη γενική οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης.
2. Από της υιοθετήσεως του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος (ευρώ) ως του εθνικού νομίσματος της χώρας, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (εφεξής Ε.Σ.Κ.Τ.) και κατά τους όρους του άρθρου 105 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή `Ενωση (εφεξής η Συνθήκη), επιδιώκει τον πρωταρχικό σκοπό της διατηρήσεως της σταθερότητας των τιμών.
Άρθρο 2
Αρμοδιότητες
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000
1. Οι κύριες αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος είναι οι εξής:
α) Χαράσσει και ασκεί τη νομισματική πολιτική. Στην έννοια της νομισματικής πολιτικής περιλαμβάνεται και η πιστωτική πολιτική.
β) Ασκεί την πολιτική της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής έναντι των άλλων νομισμάτων, σύμφωνα με το πλαίσιο της συναλλαγματικής πολιτικής που προκρίνει η Κυβέρνηση ύστερα από διαβουλεύσεις με την Τράπεζα της Ελλάδος.
γ) Κατέχει και διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας, στα οποία περιλαμβάνονται τα σε συνάλλαγμα και χρυσό διαθέσιμα της Τράπεζας της Ελλάδος και του Δημοσίου και ενεργεί πράξεις σε συνάλλαγμα.
δ) Ασκεί την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων επιχειρήσεων και οργανισμών του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος.
ε) Προωθεί και επιβλέπει την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, καθώς και συστημάτων διαπραγμάτευσης, διακανονισμού και εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών επί τίτλων και λοιπών χρηματοπιστωτικών μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος.
στ) Εκδίδει τραπεζογραμμάτια, τα οποία κυκλοφορούν ως νόμιμο χρήμα σε όλη την επικράτεια.
ζ) Ενεργεί ως ταμίας και εντολοδόχος του Δημοσίου σύμφωνα με το Καταστατικό της.
2. Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και την εκπλήρωση των κατά το άρθρο 5 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής Καταστατικό Ε.Σ.Κ.Τ.) καθηκόντων της, η Τράπεζα της Ελλάδος συλλέγει τις απαραίτητες πληροφορίες και στοιχεία κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 9 του παρόντος.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος μετέχει στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (Ε.Σ.Κ.Τ.) από της ιδρύσεώς του. Από της υιοθετήσεως του ευρώ ως του εθνικού νομίσματος της χώρας και κατά την άσκηση των καθηκόντων που απορρέουν από τις αρμοδιότητες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής Ε.Κ.Τ.) κατά το άρθρο 105 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης και τα άρθρα 3 και 14 παράγραφος 3 του Καταστατικού Ε.Σ.Κ.Τ..
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μετέχει σε διεθνείς νομισματικούς και οικονομικούς οργανισμούς.
Άρθρο 3
Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, η Τράπεζα της Ελλάδος και τα μέλη των οργάνων της δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από την Κυβέρνηση ή οργανισμούς. Η Κυβέρνηση και οι λοιποί φορείς πολιτικής εξουσίας δεν επιδιώκουν να επηρεάζουν τα όργανα της Τράπεζας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000
Άρθρο 4
Σχέσεις με τη Βουλή και την Κυβέρνηση
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος υποβάλλει κάθε έτος έκθεση για τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους στη Βουλή των Ελλήνων και στο Υπουργικό Συμβούλιο. Κατά τη διάρκεια του έτους η Τράπεζα υποβάλλει συμπληρωματική έκθεση για τις νομισματικές εξελίξεις και τη νομισματική πολιτική. Από της ιδρύσεως του Ε.Σ.Κ.Τ. η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Ε.Κ.Τ. για υποβολή εκθέσεων, κατά τα άρθρα 109 Β παράγραφος 3 της Συνθήκης και 15 του Καταστατικού του Ε.Σ.Κ.Τ..
2. Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος καλούμενος εμφανίζεται ενώπιον αρμόδιας επιτροπής της Βουλής προκειμένου να ενημερώσει επί θεμάτων αρμοδιότητας της Τράπεζας της Ελλάδος. Για τον ίδιο λόγο ο Διοικητής μπορεί να ζητεί από τον Πρόεδρο της Βουλής να κληθεί για να εμφανισ8εί ενώπιον της επιτροπής.
3. Με την επιφύλαξη του άρ8ρου 3, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος καλείται και μπορεί να παρίσταται στις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή αρμόδιων Επιτροπών του Υπουργικού Συμβουλίου όταν συζητούνται θέματα που σχετίζονται με τους σκοπούς και τις αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος.
4. Για κάθε σχέδιο νόμου που αφορά τις αρμοδιότητες του άρθρου 2 ζητείται η γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διατυπώνει προτάσεις προς την Κυβέρνηση επί θεμάτων της αρμοδιότητάς της.
Άρθρο 5
Όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000
1. Κύρια όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος είναι η Γενική Συνέλευση των μετόχων (άρθρα 11 έως 19 του Καταστατικού της Τράπεζας), το Γενικό Συμβούλιο (άρθρα 20 έως 27 του Καταστατικού), ο Διοικητής και οι Υποδιοικητές (άρθρα 29 έως 35 του Καταστατικού), καθώς και το δια του επόμενου άρθρου του παρόντος συνιστώμενο Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής.
2. Με εξαίρεση τα θέματα που ανατίθενται στο Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής, το Γενικό Συμβούλιο διατηρεί τις κατά το Καταστατικό της Τράπεζας αρμοδιότητές του, εφόσον δεν ανάγονται σε θέματα που εμπίπτουν στα καθήκοντα του Ε.Σ.Κ.Τ. κατά τα άρθρα 105 παράγραφος 2 της Συνθήκης και 3 του Καταστατικού Ε.Σ.Κ.Τ., για τα οποία η αρμοδιότητα ανατίθεται ή παραμένει στο Διοικητή, ως κατωτέρω.
3. ο Διοικητής και οι Υποδιοικητές διορίζονται για μία εξαετία, που μπορεί να ανανεώνεται, με προεδρικό διάταγμα, μετά πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν προτάσεως του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας, μπορούν δε να απομακρυνθούν από τη θέση τους, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το Καταστατικό της Τράπεζας διαδικασία, μόνον αν έχουν κατεστεί οριστικά ανίκανοι για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή έχουν υποπέσει σε βαρύ παράπτωμα.
Με εξαίρεση τα θέματα που ανατίθενται στο Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής, ο Διοικητής έχει την ευθύνη για τα λοιπά θέματα που εμπίπτουν στα καθήκοντα του Ε Σ.Κ.Τ. και διατηρεί τις κατά το Καταστατικό και την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιότητές του.
Από την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ο Διοικητής μετέχει, ως οι της θέσεως του, ως ανεξάρτητη προσωπικότητα στο Γενικό Συμβούλιο και στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με το Καταστατικό του Ε.Σ.Κ.Τ..
Άρθρο 6
Συμβούλια Νομισματικής Πολιτικής
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000
1. Συνιστάται στην Τράπεζα της Ελλάδος Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής, το οποίο αποφασίζει για τη χάραξη και άσκηση της νομισματικής πολιτικής, καθώς και επί των θεμάτων που αφορούν την άσκηση της συναλλαγματικής πολιτικής, τη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και την έκδοση τραπεζογραμματίων.
Από της υιοθετήσεως του ευρώ ως εθνικού νομίσματος, το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής θα ασκεί τα καθήκοντά του κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφος 2 και του άρθρου 2 παράγραφος 3 του παρόντος νόμου.
2. Το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής αποτελείται από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, τους δύο Υποδιοικητές και άλλα τρία (3) μέλη που διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, εκδιδόμενο μετά πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από γνώμη του Διοικητή, και δίνουν τον προβλεπόμενο στο άρ8ρο 22 του Καταστατικού της Τράπεζας όρκο.
Τα μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής επιλέγονται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε νομισματικά ή τραπεζικά θέματα και είναι πλήρους απασχόλησης. Υπάλληλοι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δεν μπορούν να διατηρήσουν τη θέση τους, εφόσον αποδεχθούν το διορισμό τους ως μελών του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής. Κατ` εξαίρεση, μπορούν να διοριστούν μέλη του Συμβουλίου καθηγητές Ανώτατων Εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οι οποίοι δικαιούνται να ασκούν συγχρόνως τα καθήκοντά τους στα Ιδρύματα αυτά.
Τα μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής οφείλουν και μετά την παύση των καθηκόντων τους να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες των οποίων έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και οι οποίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
Οι όροι απασχόλησης και οι αποδοχές των μελών του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής καθορίζονται με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας.
3. Ο Διοικητής και οι Υποδιοικητές είναι μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, ως εκ της ιδιότητάς τους, και η θητεία τους διαρκεί για όσο χρόνο έχουν την ιδιότητα αυτή. Η θητεία των υπόλοιπων μελών είναι εξαετής και μπορεί να ανανεώνεται. Σε περίπτωση θανάτου ή αποχώρησης για οποιονδήποτε λόγο μέλους του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, εκτός από το Διοικητή και τους Υποδιοικητές πριν από τη λήξη της θητείας του, η θητεία του μέλους που διορίζεται σε αντικατάστασή του θα περιλαμβάνει το υπόλοιπο της θητείας του θανόντος ή αποχωρήσαντος μέλους και μία ακόμη πλήρη θητεία, εφόσον το υπολειπόμενο μέρος της θητείας είναι μικρότερο από δύο (2) έτη.
4. Πρόεδρος του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής είναι ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναπληρούμενος κατά τα οριζόμενα στο Καταστατικό της. Ο Πρόεδρος καλεί τα μέλη του Συμβουλίου σε συνεδρίαση όταν παρίσταται ανάγκη και τουλάχιστον μία φορά το μήνα.
Το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται τέσσερα (4) τουλάχιστον μέλη. Το Συμβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
Σε περίπτωση θανάτου, λήξης της θητείας ή αποχώρησης μελών του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής και μέχρι τον ορισμό νέων μελών, το Συμβούλιο μπορεί να λειτουργεί με ελλιπή συγκρότηση. Η διάταξη του άρθρου 26 παράγραφος τελευταία του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος ισχύει και για τα μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής που δεν είναι μέλη της Διοίκησης της Τράπεζας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο πρώτο Ν.2609/1998 ΦΕΚ Α` 101/11.5.98.
5. Το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής επικουρείται στο έργο του από υπηρεσιακές μονάδες της Τράπεζας και από επιτροπές αποτελούμενες από μέλη του και από υπαλλήλους της Τράπεζας, στις οποίες επιτροπές μπορεί να αναθέτει τη λήξη αποφάσεων επί ορισμένων θεμάτων της αρμοδιότητάς του, διατηρουμένης πάντως της αρμοδιότητας του Συμβουλίου να αποφασίζει και επί των θεμάτων αυτών.
Το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής μπορεί να αναθέτει την εποπτεία τομέων της αρμοδιότητός του σε ορισμένα μέλη του.
6. Το Συμβούλιο καταρτίζει κανονισμό της εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας του.
7. Τα μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής είναι ως εκ του λειτουργήματός τους μέλη και του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας.
Άρθρο 7
Μέσα νομισματικής πολιτικής και εργασίες της Τράπεζας της Ελλάδος
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος, για τη διεξαγωγή των εργασιών της, μπορεί να τηρεί λογαριασμούς του Δημοσίου και δημόσιων οργανισμών, πιστωτικών ιδρυμάτων, νομικών ή φυσικών προσώπων και άλλων συμμετεχόντων στις αγορές. Για την εξασφάλιση των απαιτήσεών της η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να δέχεται και ενέχυρο επί τίτλων με λογιστική μορφή.
2. Για την επίτευξη των σκοπών της η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συναλλάσσεται στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου επί απαιτήσεων ή τίτλων σε οποιοδήποτε νόμισμα, καθώς και επί πολύτιμων μετάλλων και να ενεργεί πιστοδοτικές και πιστοληπτικές πράξεις με πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα που μετέχουν στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Οι παρεχόμενες πιστώσεις πρέπει να καλύπτονται από επαρκείς ασφάλειες που μπορεί να συνίστανται και σε ενέχυρο επί τίτλων με λογιστική μορφή.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συνάπτει σχέσεις με κεντρικές τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα άλλων χωρών, καθώς και με διεθνείς οργανισμούς, να αγοράζει και να πωλεί με πράξεις όψεως ή προθεσμίας κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα, καθώς και πολύτιμα μέταλλα. Ως περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα νοούνται τίτλοι και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο εκφρασμένο σε οποιοδήποτε νόμισμα ή σε λογιστικές μονάδες. Μπορεί, επίσης, να κατέχει και να διαχειρίζεται τα πιο πάνω περιουσιακά στοιχεία, να διεξάγει κάθε είδους τραπεζικές συναλλαγές με άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, να διαχειρίζεται και να επιβλέπει συστήματα διακανονισμού συναλλαγών επί υποχρεώσεων σε αξιογραφική ή λογιστική μορφή.
4. Για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να υποχρεώνει τα νομισματικά χρηματοδοτικά ιδρύματα να διατηρούν σε αυτή καταθέσεις, έντοκες ή άτοκες, και να επιβάλλει, με πράξη του Διοικητή ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου, για την περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσης, ως διοικητική ποινή, άτοκη κατάθεση ποσού μέχρι του διπλάσιου του ποσού της σχετικής υποχρέωσης και διάρκειας μέχρι του διπλάσιου της διάρκειας της παράβασης.
Κατά την έννοια του παρόντος νόμου, ως νομισματικά χρηματοδοτικά ιδρύματα νοούνται όσα εμπίπτουν στον ορισμό των νομισματικών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, τον οποίο εκάστοτε υιοθετεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Υπό την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου, ως νομισματικά χρηματοδοτικά ιδρύματα νοούνται το πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και όλα τα νομικά πρόσωπα ή σύνολα περιουσίας που έχουν διαχειριστική αυτονομία και λογιστική αυτοτέλεια, των οποίων κύρια οικονομική δραστηριότητα είναι η διαμεσολάβηση στο χρηματοπιστωτικό τομέα και των οποίων οι εργασίες συνίστανται στο να δέχονται καταθέσεις ή και συγγενή υποκατάστατα καταθέσεων από οικονομικές μονάδες που δεν είναι νομισματικά χρηματοδοτικά ιδρύματα, στο να χορηγούν, για δικό τους λογαριασμό, δάνεια και στο να επενδύουν σε τίτλους, για δικό τους λογαριασμό.
5. Εκτός των αναφερομένων στις προηγούμενες παραγράφους, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να χρησιμοποιεί και άλλα μέσα νομισματικής πολιτικής, τα οποία κρίνει κατάλληλα για την εξυπηρέτηση των κατά το άρθρο 1 του παρόντος σκοπών της.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διενεργεί και άλλες εργασίες, εφόσον αυτές δεν παρακωλύουν την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και δεν αντίκεινται στους στόχους και στα καθήκοντα του Ε.Σ.Κ.Τ..
Άρθρο 8
Εποπτεία
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την εποπτεία στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και στις ακόλουθες κατηγορίες επιχειρήσεων και οργανισμών του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας:
α) εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης,
β) εταιριών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων,
γ) εταιριών αμοιβαίων εγγυήσεων,
δ) ταμείων αντεγγύησης,
ε) ανταλλακτηρίων συναλλάγματος,
στ) εταιριών διαμεσολάβησης στις διατραπεζικές αγορές.
2. Η έκταση και το περιεχόμενο της εποπτείας για καθεμία από τις παραπάνω κατηγορίες ιδρυμάτων, επιχειρήσεων και οργανισμών καθορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
3. Στόχοι της εποπτείας είνοι η σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του πιστωτικού συστήματος και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας. Επίσης, η εποπτεία αποβλέπει στη διαφάνεια των διαδικασιών και των όρων των συναλλαγών των υποκειμένων σε αυτή.
4. Η εποπτεία περιλαμβάνει και την επιβολή, κατά πάντων των υποκειμένων σε αυτήν, καθώς και κατά των νόμιμων εκπροσώπων τους και όσων ασκούν διοίκηση, των κυρώσεων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία για τα πιστωτικά ιδρύματα σε περίπτωση παράβασης των νομοθετικών ή κανονιστικών ρυ8θίσεων σχετικά με την άσκηση των δραστηριοτήτων τους ή την παρακώλυση των κατά νόμο ελέγχων. Για τις ίδιες παραβάσεις η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει, διαζευκτικά ή σωρευτικά προς τις ήδη προβλεπόμενες ποινές, άτοκη κατάθεση στην Τράπεζα της Ελλάδος ποσού μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) του ποσού της παράβασης και διάρκειας μέχρι ενός (1) έτους ή πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, υπολογιζόμενο είτε ως ποσοστό, μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%), επί του ποσού της παράβασης, είτε ως εφάπαξ ποσό, μέχρι τριακόσια εκατομμύρια (300.000.000) δραχμές. Τα όρια του προστίμου μπορούν να αναπροσαρμόζονται με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
5. Οι κατά το παρόν άρθρο αρμοδιότητες ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτούμενων από αυτόν οργάνων.
Άρθρο 9
Παροχή στοιχείων στην Τράπεζα της Ελλάδος
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000
1. Πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή άλλοι συμμετέχοντες στις αγορές οφείλουν, μη δικαιούμενοι να επικαλεσθούν το τραπεζικό ή άλλο απόρρητο, να παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τα ευρισκόμενα στην κατοχή τους στοιχεία και πληροφορίες που είναι αναγκαία για την άσκηση των κατά το άρθρο 2 του παρόντος αρμοδιοτήτων της. Την ίδια υποχρέωση υπέχουν και οι δημόσιες υπηρεσίες.
2. Η υποχρέωση παροχής στοιχείων περιλαμβάνει και τα απαιτούμενα για την κατάρτιση του ισοζυγίου πληρωμών και των χρηματοοικονομικών λογαριασμών των επί μέρους τομέων της οικονομίας, καθώς και για τον υπολογισμό της διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας. Ειδικότερα, το πιστωτικά και χρημστοδοτικά ιδρύματα οφείλουν, για την εκπλήρωσή της παραπάνω υποχρέωσής τους, σε περίπτωση διενέργειας, μέσω αυτών, συναλλαγών προσώπων εγκατεστημένων στην ημεδαπή με πρόσωπα εγκατεστημένα στην αλλοδαπή, να λαμβάνουν από τους εγκατεστημένους στην ημεδαπή συναλλασσόμενους τα στοιχεία που η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει κατά την επόμενη παράγραφο.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που οφείλουν να της παρέχουν οι κατά την παράγραφο 1 υπόχρεοι σχετικά με τις συναλλαγές τους με πρόσωπο εγκατεστημένα στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή και τις έναντι των προσώπων αυτών απαιτήσεις και υποχρεώσεις τους, καθώς και τον τρόπο, το χρόνο και τη διαδικασία παροχής αυτών και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
4. Απαγορεύεται στα πρόσωπα που ασκούν ή άσκησαν δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος να γνωστοποιούν σε οποιοδήποτε φυσικά ή νομικό πρόσωπο και σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που παρέχονται σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία. Η απαγόρευση αυτή δεν περιλαμβάνει την ανακοίνωση με συγκεντρωτική μορφή των πιο πάνω στοιχείων και πληροφοριών, εφόσον δεν προκύπτει η ταυτότητα των προσώπων στα οποία αναφέρονται.
Πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα αν παραβούν το πιο πάνω απόρρητο. Κατά τις διατάξεις του ίδιου άρθρου τιμωρείται και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κοινοποιήσει τα στοιχεία που έχουν υποβλη8εί στην Τράπεζα της Ελλάδος με οποιονδήποτε τρόπο και αν έλαβε γνώση τούτων.
5. Σε περίπτωση παράβασης των κατά το παρόν άρθρο υποχρεώσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει, με πράξη του Διοικητή ή εξουσιοδοτούμενου από αυτόν οργάνου, κατά των υποχρέων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, καθώς και των διευθυνόντων και νόμιμων εκπροσώπων τους και όσων ασκούν διοίκηση, πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι ποσού εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) δραχμών. Το όριο αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζεται με όμοια πράξη.
Άρθρο 10
Δικαίωμα ελέγχου
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος, πέραν των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της στα πλαίσια της εποπτείας, δικαιούται να διενεργεί έλεγχο βιβλίων και στοιχείων περιλαμβάνοντα και δικαίωμα λήψης αντιγράφων, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ασκούν οποιαδήποτε επιχείρηση, εφόσον υπάρχουν κατά την κρίση της ενδείξεις παραβάσεων κατά την άσκηση οποιασδήποτε δραστηριότητας σχετικής με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 2 αρμοδιότητές της.
Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται να ασκεί έλεγχο, με το αυτό περιεχόμενο και έκταση, των βιβλίων και στοιχείων των, κατά το άρθρο 9 παράγραφος 1 εδάφιο πρώτο, υποχρέων με σκοπό την εξακρίβωση των παρεχόμενων πληροφοριών. Η κατά το άρθρο 9 παράγραφος 4 απαγόρευση γνωστοποίησης στοιχείων, καθώς και η προβλεπόμενη στην ίδια παράγραφο κύρωση ισχύουν και για τα στοιχεία των οποίων τα όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των κατά την παρούσα παράγραφο ελέγχων.
2. Τα φυσικό πρόσωπα, καθώς κοι οι νόμιμοι εκπρόσωποι και οι ασκούντες διοίκηση των νομικών προσώπων της παραγράφου 1, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών, αν αρνούνται ή παρακωλύουν τον έλεγχο, κατόπιν εγκλήσεως της Τράπεζας της Ελλάδος.
Άρθρο 11
Διατάξεις για το συστήματα πληρωμών
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβλέπει και δύναται να θέτει κανόνες για τη λειτουργία των συστημάτων συμψηφισμού και διακανονισμού των πληρωμών, καθώς και συστημάτων διαπραγμάτευσης, διακανονισμού και εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών επί τίτλων ή και οποιουδήποτε χρηματοπιστωτικού μέσου από εκείνα που απαριθμούνται στο άρθρο 2 στοιχείο 1.α (i) του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α`), με στόχο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία τους. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί και να διαχειρίζεται τέτοια συστήματα.
2. Τα αποτελέσματα της πτώχευσης επιχείρησης, επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της εκ της συμμετοχής της σε σύστημα της προηγούμενης παραγράφου που οργανώνει και διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος, δεν ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της κοινοποίησης προς την Τράπεζα της Ελλάδος της απόφασης, με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση.
Τα δικαιώματα της Τράπεζας της Ελλάδος και των συμμετεχόντων στο σύστημα επί ή εκ των κάθε είδους ασφαλειών και εγγυοδοσιών, που έχουν παρασχεθεί υπέρ επιχείρησης που συμμετέχει στο σύστημα, δεν θίγονται από την πτώχευση της επιχείρησης αυτής.
3. Εφόσον από συναλλαγές μέσω των συστημάτων της προηγούμενης παραγράφου δημιουργούνται υποχρεώσεις πιστωτικών ιδρυμάτων ή άλλων προσώπων που συμμετέχουν σε αυτά, οι οποίες είναι ληξιπρόθεσμες για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι τεσσάρων ωρών, η Τράπεζα της Ελλάδος, προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της εκκαθάρισης, δύναται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί ενεχύρου και αναγκαστικής εκποίησης, να προχωρεί σε αναγκαστική εκποίηση των τίτλων που είναι κατατεθειμένοι σε αυτή ως ασφάλεια λόγω ενεχύρου. είτε χρηματιστηριακώς, μέσω μέλους του χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών που ορίζει η ίδια, είτε εξωχρηματιστηριακώς, τηρώντας διαδικασία εκποίησης που λαμβάνει κατά το δυνατόν μέριμνα για τα συμφέροντα του οφειλέτη. Προτού προχωρήσει στη διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης η Τράπεζα της Ελλάδος πρέπει να έχει ενημερώσει τον οφειλέτη με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας.
Σχετικό: το άρθρο 15 Ν.2789/2000 ΦΕΚ Α 21/11.2.2000
Σχετικό: άρθρ.4 Ν.3301/2004
Άρθρο 12
Τροποποίηση και κατάργηση διατάξεων
1. Οι αρμοδιότητες που περιήλθαν στην Τράπεζα της Ελλάδας με το άρθρο 1 του ν.1266/1982 (ΦΕΚ 81 Α`) εξακολουθούν να ασκούνται με πράξεις του Διοικητή ή οργάνων της Τράπεζας εξουσιοδοτούμενων από το Διοικητή, με εξαίρεση τις επιφυλασσόμενες στο Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής, οι οποίες ασκούνται με πράξεις του Συμβουλίου αυτού.
2. Η παράγραφος 1 του άρ8ραυ 3 του ν. 1266/1982 (ΦΕΚ 81 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Το πλαίσιο της συναλλαγματικής πολιτικής καθορίζεται από την Κυβέρνηση ύστερα από διαβουλεύσεις με την Τράπεζα της Ελλάδος. Μετά την υιοθέτηση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος (ευρώ) ως του εθνικού νομίσματος της χώρας, η συναλλαγματική πολιτική ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.”
Παρ.3
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 4 του ν. 1266/1982 καταργείται.
4. Το εδάφιο που προστέθηκε στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του α.ν.233/1945 με το άρθρο μόνο του α.ν. 1330/1949 (ΦΕΚ 330 Α`) καταργείται.
5. Το άρθρο 14 του ν. 5076/1931 (ΦΕΚ 186 Α`) καταργείται.
6. Το άρθρο 1 του ν.δ/τος 588/1948 (ΦΕΚ 65 Α`) καταργείται.
7. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν.δ/τος 588/1948, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 του ν 1046/1980 (ΦΕΚ 101 Α`) διαγράφεται η φράση “υποκείμεναι εις την περίπτωσιν ταύτην εις την έγκρισιν του Υπουργικού Συμβουλίου”.
8. Η παράγραφος 5 του άρθρου 2 του ν.δ/τος 588/1943, που είχε προστεθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 ταυ ν.δ/τος 979/1971 (ΦΕΚ 193 Α`), καταργείται.
9. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 και η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του ν.δ/τος 588/1948 καταργούνται.
10. Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 6 του ν.δ/τος 588/1948 διαγράφεται η φράση “δεν υπόκεινται εις τον έλεγχον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή οιανδήποτε άλλην διοικητικήν προσφυγήν”. Επίσης, καταργείται το τρίτο εδάφιο του ίδιου άρθρου.
11. Το άρθρο 7 του ν.δ/τος 538/1948 καταργείται.
12. Στο τέλος του άρθρου 6 του ν.δ. 588/1948 διαγράφεται η φράση “πλην της διατάξεως του άρθρου 3 τούτου διατηρουμένης εν ισχύι”.
13. Το ν.δ. 1800/1942 (ΦΕΚ 297 Α.) καταργείται.
14. Η παράγραφος 4 του άρθρου 27 του ν. 1868/1989 (ΦΕΚ 230 Α`) καταργείται.
15. Το άρθρο 16 του ν. 876/1979 (ΦΕΚ 48 Α`) καταργείται.
16. Το άρθρο 23 του ν. 2303/1995 (ΦΕΚ 80 Α`) καταργείται.
17. Τυχόν άλλα θέματα που αφορούν τη λειτουργία της Τράπεζας της Ελλάδος ως αναπόσπαστου μέρους του Ε.Σ.Κ.Τ. και δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορούν, μέχρι της υιοθετήσεως του ευρώ ως εθνικού νομίσματος, να ρυθμίζονται με προεδρικά διατάγματα, εκδιδόμενα με πρόταση του Υπουργού Εθνικής οικονομίας, κατόπιν εισηγήσεως της Τράπεζας της Ελλάδος, προκειμένου η εθνική νομοθεσία να προσαρμοσθεί προς τη Συνθήκη και το Καταστατικά του Ε.Σ.Κ.Τ..
Από της ημερομηνίας υιοθετήσεως του ευρώ ως εθνικού νομίσματος, κάθε διάταξη νόμου η οποία αντίκειται σε κανόνες πρωτογενούς ή παράγωγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν στη λειτουργία του Ε.Σ.Κ.Τ. ή και της Ε.Κ.Τ. παύει να ισχύει.
Άρθρο 13
Τελικές διατάξεις
Σπουδασταί ή μαθητευόμενοι εις τέχνην ή επάγγελμα, κάτοικοι ενός των Συμβαλλομένων Κρατών, διαμένοντες προσωρινώς εις το έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος αποκλειστικώς χάριν σπουδών ή προς απόκτησιν επαγγελματικής πείρας δεν θα υπόκεινται εις φορολογίαν υπό του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους δια τα παρ΄ αυτών λαμβανόμενα χρηματικά εμβάσματα εκ πηγών εκτός του τοιούτου Κράτους προς συντήρησίν των ή δια τας σπουδάς αυτών.
1. Στην Τράπεζα της Ελλάδος ανήκει αποκλειστικά η αρμοδιότητα για τη στελέχωση των υπηρεσιών της με ειδικό επιστημονικό προσωπικό. Για το λοιπό προσωπικό ισχύουν οι διατάξεις περί προσλήψεων του ν. 2190/1994, όπως ισχύει.
Σχετικό: άρθρου 3 ν.3812/2009,που προστέθηκε με την παράγραφο Γ άρθρου δεύτερου Ν.4254/2014, ΦΕΚ Α 85/7.4.2014.
2. Κατά την πρώτη σύνθεση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής η θητεία του Διοικητή και ενός Υποδιοικητή ορίζεται εξαετής και των λοιπών μελών ορίζεται κατ` εξαίρεση βραχύτερη των έξι ετών. Συγκεκριμένα η θητεία του ετέρου Υποδιοικητή ορίζεται πενταετής, ενός μέλους τετραετής και των δύο άλλων μελών τριετής και διετής αντίστοιχα. Ο ακριβής χρόνος της θητείας καθενός εκ των μελών αυτών θα καθορίζεται στην πράξη ταυ διορισμού του.
3. Εντός μηνός από την ισχύ του παρόντος νόμου διορίζονται ο νέος Διοικητής και οι νέοι Υποδιοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος. Στις θέσεις αυτές μπορούν να διορισθούν εκ νέου και εκείνοι που έχουν ήδη την ιδιότητα του Διοικητή ή Υποδιοικητή. ο προβλεπόμενος στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 χρόνος θητείας τους αρχίζει από το διορισμό ή αναδιορισμό τους, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, στις παραπάνω θέσεις.
4. Διατάξεις που αφορούν αρμοδιότητες ή εργασίες της Τράπεζας της Ελλάδος εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 19 Ν.2832/2000,ΦΕΚ Α 141/13.6.2000.
5.`οπου διατάξεις του παρόντος άπτονται ρυθμίσεων του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, το Καταστατικό τροποποιείται κατά την προβλεπόμενη σε αυτό διαδικασία.
Άρθρο 14
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις του που ορίζουν διαφορετικά.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 12 Δεκεμβρίου 1997
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΘΝ.ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 15 Δεκεμβρίου 1997
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ