ΝΟΜΟΣ 2579/17.2.1998
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 1
Απαλλαγές, έκπτωση δαπανών από το εισόδημα και προθεσμία υποβολής της δήλωσης
1. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του N. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“Η αξία των ακινήτων που μεταβιβάζονται, καθώς και τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του κράτους, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σίνα, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.”
2. Το έκτο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του N. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής :
“Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή ιδρύματα, τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σωματεία που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν υποτροφίες, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, την Ιερά Μονή Σίνα τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς και σε οποιοδήποτε αθλητικό σωματείο, που έχει συσταθεί νόμιμα και είναι αναγνωρισμένο από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, εφόσον οι δωρεές αυτές προορίζονται για την καλλιέργεια και ανάπτυξη των ερασιτεχνικών τους τμημάτων.”
3. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 6 του N. 2238/1994 προστίθεται νέα περίπτωση σ΄, που έχει ως εξής:
“α) Οι αμοιβές που καταβάλλει η Παγκόσμια Ένωση Αναπήρων Καλλιτεχνών (V.D.M.F.K.), στα μέλη της ζωγράφους με το πόδι και το στόμα, που είναι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας, για την εργασία της ζωγραφικής που κάνουν, αμειβόμενοι αποκλειστικά από την Ένωση αυτή για συνάλλαγμα.”
4. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του N. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“γ) Μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται από την παράγραφο αυτή για τα από κάθε πηγή εισοδήματα του δικαιούχου, του έτους είσπραξης ή απόκτησης των εισοδημάτων: αα) από μισθώματα ακινήτων γενικά που καταβάλλονται αναδρομικώς με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση, ββ) από κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικώς με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση. καθώς και από πρόσθετες αμοιβές και αποζημιώσεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 46, γγ) από διατροφή που καταβάλλεται αναδρομικώς με βάση δικαστική απόφαση και δδ) από υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος που αντιπροσωπεύουν εργασίες δύο ή περισσότερων ετών και καταβάλλονται μεταγενέστερα.”
5. Στην παρ. 6 του άρθρ. 62 του N. 2238/1994 προστίθενται δύο εδάφια, που έχουν ως εξής:
“Πάντως σε κάθε περίπτωση στη δήλωση αυτή αναγράφονται όλα τα φορολογούμενα εισοδήματα ανεξάρτητα από τον τρόπο φορολόγησης τους. καθώς και τα απαλλασσόμενα από το φόρο εισοδήματα. Ειδικότερα τα αυτοτελώς ή με ειδικό τρόπο φορολογούμενα εισοδήματα αναγράφονται μετά την αφαίρεση του οικείου φόρου, εφόσον ο φόρος αυτός δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκκαθάριση του φόρου με βάση τη δήλωση αυτή.”
6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 105 του N. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“Τέτοιες χορηγήσεις είναι οι απαιτήσεις κεφαλαίου και οι απαιτήσεις των εγγεγραμμένων τόκων, όχι όμως και επισφαλών ή μη εισπράξιμων τόκων των επισφαλών απαιτήσεων ή απαιτήσεων μη παραγωγικών, τους οποίους οι τράπεζες δικαιούνται να μην εμφανίζουν ή εγγράφουν στα βιβλία τους, υποχρεούμενες να αποδεικνύουν ότι πρόκειται για τέτοιους τόκους, καθώς και η κάλυψη στο σύνολο του ή εν μέρει ομολογιακού δανείου ιδιωτικών επιχειρήσεων ή η απόκτηση μετοχών κατά τη σύσταση ανώνυμης εταιρείας ή αύξηση του κεφαλαίου της, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι τίτλοι των ομολογιών ή μετοχών παραμένουν στο χαρτοφυλάκιο της τράπεζας.”
7. Διαγράφεται το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 105 του N. 2238/1994.
8. Η παράγραφος 5 του άρθρου 105 του N. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Πέρα από το ποσοστό έκπτωσης που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο οι τράπεζες δικαιούνται να εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα τους, για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της χρήσης πρόσθετες ειδικές κατά περίπτωση προβλέψεις για την απόσβεση απαιτήσεων κατά πελατών τους, για τις οποίες έχει διακοπεί ο λογισμός τόκων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 27 του N. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄). Κατά το μέρος που οι προβλέψεις αυτές δεν επαληθευθούν και δεν διενεργηθούν οριστικές εγγραφές διαγραφής των απαιτήσεων μέσα στις επόμενες 8 (οκτώ) χρήσεις από τη χρήση σχηματισμού τους, η τράπεζα υποχρεούται μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήξη της όγδοης χρήσης να υποβάλει συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους, στο οποίο σχηματίστηκε η πρόβλεψη, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων του άρθρου 84. Η δήλωση αυτή του μη επαληθευθέντος υπολοίπου είναι εκπρόθεσμη και επιβάλλονται επί του φόρου που προκύπτει οι προσαυξήσεις που προβλέπονται για την εκπρόθεσμη υποβολή της. Σε περίπτωση μη υποβολής της δήλωσης αυτής εκδίδεται φύλλο ελέγχου καταλογισμού του οφειλόμενου τυχόν φόρου πλέον των νόμιμων προσαυξήσεων.”
9. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 6, 7 και 8 έχουν εφαρμογή για ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30.12.1990 και εφεξής.
Άρθρο 2
Προσδιορισμός ακαθάριστου εισοδήματος από ακίνητο
1. Οι παράγραφοι 2 , 3 και 4 του άρθρου 22 του N. 2238/1994 αναριθμούνται σε 3, 4 και 5 αντίστοιχα και προστίθεται νέα παράγραφος 2, η οποία έχει ως εξής:
“2. Σε περίπτωση που η οικοδομή κατοικήθηκε από τον ιδιοκτήτη της, το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα αυτής δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάμισι τοις εκατό (3,5 %) της αξίας του ακινήτου, όπως αυτή προσδιορίζεται ως το γινόμενο των εξής παραγόντων:
α) Της κύριας επιφάνειας της οικοδομής στην οποία προστίθεται και ποσοστό 20% (είκοσι τοις εκατό) της επιφάνειας των αποθηκευτικών χώρων, καθώς και των χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων που ενδεχόμενα υπάρχουν στην οικοδομή – κατοικία.
β) Της τιμής ζώνης για τις περιοχές που ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ή της τιμής εκκίνησης για τις λοιπές περιοχές, οι οποίες ισχύουν κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, όπως αυτές ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41α του N. 1249/1982 (ΦΕΚ 43 Α΄).
γ) Του διορθωτικού συντελεστή, ο οποίος ανάλογα με την τιμή ζώνης ή εκκίνησης του ακινήτου ορίζεται ως ακολούθως:
Τιμή ζώνης ή εκκίνησης για κάθε τετραγωνικό μέτρο | Συντελεστής | |
μέχρι | 150.000δρχ. | 1,1 |
Από | 150.001 έως 250.000 | 1,2 |
Από | 250.001 έως 400.000 | 1,3 |
Από | 400.001 και πάνω | 1,4 |
δ) Του συντελεστή παλαιότητας. Ως συντελεστής παλαιότητας λαμβάνεται αυτός που ισχύει κάθε φορά στη φορολογία κεφαλαίου για τον προσδιορισμό της αξίας κτιρίων με βάση την τιμή ζώνης. Το τεκμαρτό μίσθωμα μιας ή περισσότερων εξοχικών κατοικιών υπολογίζεται σε καθεμία από αυτές για τρεις (3) μήνες το έτος. Οι διατάξεις των τεσσάρων τελευταίων εδαφίων της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση αυτή.”
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 22 του N. 2238/1994, όπως αυτή αναριθμήθηκε με την προηγούμενη παράγραφο, αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Σε περίπτωση που η οικοδομή χρησιμοποιήθηκε με άλλον τρόπο από τον ιδιοκτήτη, το νομέα, τον επιφανειούχο, τον επικαρπωτή κ.λ.π. ή με τη συγκατάθεση αυτού κατοικήθηκε η χρησιμοποιήθηκε με άλλο τρόπο από τρίτο, χωρίς αντάλλαγμα, το ακαθάριστο εισόδημα βρίσκεται ύστερα από τη σύγκριση της με άλλες οικοδομές που εκμισθώνονται, πάντως το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα που καθορίζεται με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το πέντε τοις εκατό (5%) ούτε μικρότερο από το τριάμισι τοις εκατό (3,5%) της αξίας του ακινήτου, όπως η αξία αυτή προσδιορίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του N. 1249/1982.
Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το τέσσερα τοις εκατό (4%) της πραγματικής αξίας της οικοδομής κατά το χρόνο της φορολογίας. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των τεσσάρων τελευταίων εδαφίων της παρ. 1.”
Άρθρο 3
Υπολογισμός, προκαταβολή και παρακράτηση του φόρου
1. Η κλίμακα της N παραγράφου 1 του άρθρου 9 του N. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
Κλιμάκιο Εισοδήματος | Φορολογικός Συντελεστής | Φόρος Κλιμακίου | Σύνολο | |
Εισοδήματος | Φόρου | |||
1.055.000 | 0 | 1.055.000 | 0 | |
1.582.500 | 5 | 79.125 | 2.637.500 | 79.125 |
1.582.500 | 15 | 237.375 | 4.220.000 | 316.500 |
3.165.000 | 30 | 949.000 | 7.385.000 | 1.266.000 |
8.440.000 | 40 | 3.376.000 | 15.325.000 | 4.642.000 |
Υπερβάλλον 45
2. Οι περιπτώσεις α΄, β΄ και γ της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του N. 2238/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
“α) Είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) δραχμές για κάθε τέκνο του, όταν έχει μέχρι δύο (2) τέκνα που τον βαρύνουν.
β) Τριάντα πέντε χιλιάδες (35.000) δραχμές για κάθε τέκνο του, όταν έχει τρία (3) τέκνα που τον βαρύνουν.
γ) Σαράντα πέντε χιλιάδες (45.000) δραχμές για κάθε τέκνο του, όταν έχει τέσσερα (4) τέκνα και πάνω που τον βαρύνουν.”
3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 9 του N. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“Όταν ο οφειλόμενος με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φόρος καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης, όπως οι δόσεις ορίζονται στην παράγραφο αυτή, παρέχεται στο συνολικό ποσό του φόρου και των λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών έκπτωση 2,5% (δυόμισι τοις εκατό), όταν οι δόσεις ορίζονται σε τρεις.”
4. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του N. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“Στην περίπτωση που ο οφειλόμενος φόρος με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην προθεσμία υποβολής της δήλωσης παρέχεται έκπτωση δυόμισι τοις εκατό (2,5%) στο συνολικό ποσό αυτού και των λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών.”
5. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 110 του N. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“Σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του συνολικού ποσού της οφειλής, που αναφέρεται στην oπροηγούμενη παράγραφο με την εμπρόθεσμη δήλωση, παρέχεται έκπτωση δυόμισι τοις εκατό (2.5%) επί του καταβαλλόμενου ποσού.”
6. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 9 του N. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που βρίσκεται στην Ελλάδα, στο ποσό του φόρου που αντιστοιχεί με βάση τη φορολογική κλίμακα της παραγράφου 1 προστίθεται ο φόρος, ο οποίος προκύπτει με την εφαρμογή του αναλογικού συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) για το τμήμα εισοδήματος μέχρι ένα εκατομμύριο πενήντα πέντε χιλιάδες (1.055.00) δραχμές.”
7. Οι περιπτώσεις α και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 109 του N. 2238/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
“α) Για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, των οποίων οι μετοχές κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, τις ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες και τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του N. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α΄), καθώς και για τις αλλοδαπές εταιρίες κα΄ οργανισμούς που αποβλέπουν στην απόκτηση οικονομικών ωφελημάτων, 40% (σαράντα τοις εκατό).
β) Για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, των οποίων οι μετοχές κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, τριάντα πέντε τοις εκατό (35%).”
8. Οι διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 14 του N. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α΄) εφαρμόζονται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις για τις απαιτήσεις ξενοδοχειακών επιχειρήσεων κατά αλλοδαπών επιχειρήσεων, που έχουν αποδεδειγμένα κηρυχθεί σε πτώχευση μέσα στο έτος 1997.
9. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 52 του N. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“Με βάση τη δήλωση του άρθρου 61 και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης του άρθρου 74 βεβαιώνεται ποσό ίσο με το πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) του φόρου πού προκύπτει από τους βεβαιωτικούς αυτούς τίτλους για το φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του διανυόμενου οικονομικού έτους.”
10. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 111 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“Με βάση την οριστική δήλωση του νομικού προσώπου, ή τον οριστικό τίτλο, ο προϊστάμενος της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βεβαιώνει ποσό ίσο με το πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματα της διαχειριστικής περιόδου ή του ημερολογιακού έτους, κατά περίπτωση, που έληξε.”
11. Η παράγραφος 2 του άρθρου 54 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Στα εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24 ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρέωσης του δικαιούχου για τα εισοδήματα αυτά.”
12. Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 54 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
“Εξαιρετικά, για αμοιβές μελών διοικητικού συμβουλίου και τόκους από ιδρυτικούς τίτλους και προνομιούχες μετοχές, που εκπίπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 6 του άρθρ. 105 από τα ακαθάριστα έσοδα, καθώς και για τα εισοδήματα των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 25 ενεργείται παρακράτηση φόρου ως ακολούθως:
α) Με συντελεστή σαράντα τοις εκατό (40 %). εφόσον τα εισοδήματα προέρχονται από ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες των οποίων οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή ημεδαπές ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες, ανεξάρτητα αν οι μετοχές αυτών είναι εισηγμένες ή όχι στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
β) Με συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%), εφόσον τα εισοδήματα προέρχονται από ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες των οποίων οι μετοχές κατά την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών με εξαίρεση τις τραπεζικές.
Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου για τα εισοδήματα αυτά.”
13. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“Στα εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28. με συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) όταν οι μετοχές της καταβάλλουσας ανώνυμης εταιρίας είναι εισηγμένες κατά την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου στο Χρηματιστήριο Αθηνών και με συντελεστή σαράντα τοις εκατό (40%) για τις λοιπές ανώνυμες εταιρίες που καταβάλλουν τα εισοδήματα αυτά. Ειδικά στα πιο πάνω εισοδήματα που καταβάλλουν οι τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες, η παρακράτηση ενεργείται με συντελεστή 40% (σαράντα τοις εκατό), ανεξάρτητα αν οι μετοχές αυτών είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή όχι. Οι συντελεστές παρακράτησης εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, στο ποσό που προκύπτει μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλονται και των αναλογούντων τελών χαρτοσήμου.”
14. Στην περίπτωση γ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Ν. 2238/1994″ προστίθενται δύο εδάφια που έχουν ως εξής:
“Σε περίπτωση που η αμοιβή ή προμήθεια αποστέλλεται με έμβασμα ή επιταγή απευθείας στο όνομα του αντιπροσώπου προκειμένου να διενεργηθεί η πιο πάνω παρακράτηση από τις τράπεζες, ο αντιπρόσωπος οφείλει να υποβάλλει σχετική δήλωση σε αυτές με την οποία να γνωρίζει ότι το ποσό του εμβάσματος ή της επιταγής αποτελεί ή όχι προμήθεια. Ειδικά αν η προμήθεια αντιπροσώπου κατατίθεται από τον ξένο οίκο σε τραπεζικό λογαριασμό του στην αλλοδαπή, τότε ο φόρος αυτός αποδίδεται με δήλωση του δικαιούχου της αμοιβής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 60 μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από την έκδοση του σχετικού παραστατικού στοιχείου.”
15. Ο προβλεπόμενος από τις διατάξεις των περιπτώσεων δ΄, ε΄, ζ΄ και η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Ν. 2238/1994 συντελεστής παρακράτησης δεκαπέντε τοις εκατό (15%) αυξάνεται σε είκοσι τοις εκατό (20%).
16. Οι περιπτώσεις α΄, γ, δ΄ και ε΄ της παραγράφου 1 και το τελευταίο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του άρθρου 57 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
“α) Με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 9 στους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό. τους συνταξιούχους και τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αόριστου χρόνου, μετά από προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή του ημερομισθίου ή της σύνταξης ή της αμοιβής, που ορίζεται με άλλη βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα.
γ) Στις καθαρές αμοιβές για υπερωριακή εργασία, επιχορηγήσεις, επιδόματα, αποζημιώσεις και σε κάθε άλλου είδους πρόσθετες αμοιβές ή παροχές, οι οποίες καταβάλλονται τακτικά ή έκτακτα και δεν συνεντέλλονται με τις τακτικές αποδοχές, με συντελεστή ο οποίος ορίζεται σε είκοσι τοις εκατό (20%).
δ) Στα εισοδήματα που καταβάλλονται αναδρομικά, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 46, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καταβαλλόμενο ποσό, ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά.
ε) Στο καθαρό ποσό των συντάξεων ή άλλων παροχών παρόμοιας φύσης, που καταβάλλοντα από ταμεία επικουρικά, μετοχικά, αρωγής ή αλληλοβοήθειας και δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της περίπτωσης α΄ ο φόρος υπολογίζεται ως εξής:
αα) Με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), αν το καθαρά ποσό της παροχής δεν υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες (600.000) δραχμές ετησίως.
ββ) Με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), αν το καθαρό ποσό της παροχής υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες (600.000) δραχμές ετησίως.
γγ) Με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), αν το καθαρό ποσό της παροχής υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες (1.400.000) δραχμές ετησίως.”
“Ο φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου μειώνεται κατά ποσοστό δυόμισι τοις εκατό (2,5%) κατά την παρακράτηση του.”
17. Ο προβλεπόμενος από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Ν. 2238/1994 συντελεστής παρακράτησης δεκαπέντε τοις εκατό (15%) αυξάνεται σε είκοσι τοις εκατό (20%).
18. Ο τίτλος και οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 59 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
“Απόδοση του φόρου με διμηνιαίες δηλώσεις 1. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 4, έως και 7 του άρθρου 14, των περιπτώσεων α΄, ε΄ και η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 και των άρθρων 56, 57 και 58, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της περιφέρειας στην οποία έγινε καταβολή των ποσών, για τα οποία έγινε η παρακράτηση, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου. Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους με προσωρινή δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τα ακαθάριστα ποσά που έχουν καταβληθεί στο προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο και το φόρο που παρακρατήθηκε.
3. Εκτός από τις προσωρινές δηλώσεις εκείνοι που έχουν υποχρέωση να παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 57, οφείλουν να επιδίδουν μέσα στο μήνα Μάρτιο, κάθε έτους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στη, περιφέρεια της οποίας καταβλήθηκαν οι αμοιβές από τις οποίες ενεργείται η παρακράτηση, οριστική δήλωση, η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση κατοικίας κάθε δικαιούχου, τον αριθμό φορολογικού μητρώου του, το ποσό των αμοιβών, το ποσό του φόρου που αναλογεί επ΄ αυτών βάσει της κλίμακας του άρθρου 9, το ποσό του φόρου που οφείλεται μετά την έκπτωση από τον αναλογούντα φόρο του ποσοστού που ορίζεται με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 57, το φόρο που παρακρατήθηκε για κάθε μισθωτό ή ημερομίσθιο ή συνταξιούχο, κατά περίπτωση, καθώς και το υπόλοιπο για καταβολή ποσό φόρου, το οποίο θα καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης”.
Άρθρο 4
Τεκμήρια δαπανών διαβίωσης
1. Ο πίνακας του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
Φορολογήσιμοι ίπποι αυτοκινήτου | Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης (σε δραχμές) |
Μέχρι 7 | 1.650.000 |
8 | 2.100.000 |
9 | 2.750.000 |
10 | 3.400.000 |
11 | 4.050.000 |
12 | 4.850.000 |
13 | 5.700.000 |
14 | 7.000.000 |
15 | 9.050.000 |
16 | 11.450.000 |
18 | 16.900.000 |
19 | 19.700.000 |
20 | 22.700.000 |
21 | 25.800.000 |
22-23 | 29.100.000 |
24-25 | 32.700.000 |
26-27 | 36.800.000 |
28 και άνω | 38.500.000 |
“Το ίδιο ποσοστό μείωσης υπολογίζεται για τη δαπάνη που προκύπτει με βάση το αυτοκίνητο που έχει αγοραστεί από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.), καθώς και όταν πρόκειται για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης τα οποία είναι ειδικά διασκευασμένα για αναπήρους.”
3. Στην περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρ. 16 του Ν. 2238/1994, μετά την υποπερίπτωση γγ΄ αυτής, προστίθεται υποπερίπτωση δδ΄, που έχει ως εξής:
“δδ) Πενήντα τοις εκατό (50%) για τη δαπάνη που προκύπτει με βάση αυτοκίνητο που ανήκει στην κυριότητα του φορολογουμένου για χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10) έτη, εφόσον αυτός έχει ηλικία πάνω από εξήντα (60) έτη και αποκτά αποκλειστικώς εισοδήματα από συντάξεις ή και από ιδιοκατοίκηση κύριας και δευτερεύουσας κατοικίας, καθώς και για τη δαπάνη που προκύπτει με βάση το επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης ιδιοκτησίας προσώπου που το εισήγαγε με μειωμένους δασμούς, φόρους ή τέλη λόγω μετοικεσίας του από την αλλοδαπή για τα δύο αμέσως επόμενα έτη από τη λήξη της απαλλαγής της περίπτωσης ε΄ του άρθρου 18, εφόσον ο δικαιούχος της μείωσης εξακολουθεί κατά τα έτη αυτά να κατοικεί στην Ελλάδα.”
4. Η υποπερίπτωση ββ΄ του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“ββ) η εργοστασιακή τιμολογιακή αξία τους, κατά το κρινόμενο έτος, προσαυξημένη κατά ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%). Για όσα από αυτά τα οχήματα έχουν ήδη ταξινομηθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1991 ως εργοστασιακή τιμολογιακή αξία θεωρείται εκείνη της 31ης Δεκεμβρίου 1991, προσαυξημένη κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%), η οποία δεν μπορεί να υπερβεί την εργοστασιακή τιμολογιακή αξία ίδιου ή όμοιου με αυτά τύπου οχήματος κατά το κρινόμενο έτος. Για όσα σίτο αυτά τα οχήματα ταξινομήθηκαν από 1η Ιανουαρίου 1992 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1997 ως εργοστασιακή τιμολογιακή αξία θεωρείται εκείνη του χρόνου της αγοράς τους από το φορολογούμενο, προσαυξημένη κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%), η οποία δεν μπορεί να υπερβεί την εργοστασιακή τιμολογιακή αξία ίδιου ή όμοιου με αυτά τύπου οχήματος κατά το κρινόμενο έτος.”
5. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη με βάση τον κυβισμό του δίτροχου ή τρίτροχου ιδιωτικής χρήσης αυτοκινούμενου οχήματος, η οποία καθορίζεται στο ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών για μοτοσικλέτα πεντακοσίων (500) κυβικών εκατοστών, προσαυξανόμενη με το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών ανά εκατό (100) κ.ε. προκειμένου για μοτοσικλέτες με κυβισμό πάνω από πεντακόσια (500) κυβικά εκατοστά.”
6. Η υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης ε της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“αα) Για μηχανοκίνητα σκάφη ανοικτού τύπου. ταχύπλοα και μη, ολικού μήκους μέχρι τρία (3) μέτρα στο ποσό των τετρακοσίων σαράντα χιλιάδων (440.000) δραχμών, που προσαυξάνεται με το ποσό των διακοσίων είκοσι χιλιάδων (220.000) δραχμών για κάθε μέτρο μήκους πάνω από τα τρία (3) μέτρα.”
7. Ο πίνακας του πρώτου εδαφίου της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης ε” της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
Μήκος σκάφους Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης (σε ευρώ)
Μέχρι 8 μέτρα 3.600.000
πάνω από 8 και μέχρι 10 μέτρα 6.500.000
πάνω από 10 και μέχρι 12 μέτρα 9.500.000
πάνω από 12 και μέχρι 14 μέτρα 12.700.000
πάνω από 14 και μέχρι 16 μέτρα 16.200.000
πάνω από 16 και μέχρι 18 μέτρα 20.100.000
πάνω από 18 και μέχρι 20 μέτρα 24.600.000
πάνω από 20 και μέχρι 22 μέτρα 29.800.000
πάνω από 22 και μέχρι 24 μέτρα 35.800.000
πάνω από 24 και μέχρι 26 μέτρα 42.600.000
πάνω από 26 και μέχρι 28 μέτρα 50.400.000
πάνω από 28 και μέχρι 30 μέτρα 59.300.000
πάνω από 30 και μέχρι 32 μέτρα 69.400.000
πάνω από 32 μέτρα 77.600.000″
8. Οι υποπεριπτώσεις αα, ββ΄ και γγ της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“αα) Για αεροσκάφη με κινητήρα κοινό, εσωτερικής καύσης και στροβιλοελικοφόρα, καθώς και ελικόπτερα στο ποσό των έντεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δραχμών για τους εκατόν πενήντα (150) πρώτους ίππους, που προσαυξάνεται με το ποσό των ενενήντα χιλιάδων (90.000) δραχμών για κάθε ίππο πάνω από τους εκατόν πενήντα (150) ίππους του κινητήρα αυτών.
ββ) Για αεροσκάφη αεριοπροωθούμενα (JET) στο ποσό των 32.000 (τριάντα δύο χιλιάδων) δραχμών για κάθε λίμπρα ώθησης.
γγ) Για ανεμόπτερα στο ποσό των δύο εκατομμυρίων διακοσίων χιλιάδων (2.200.000) δραχμών.”
9. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994 προστίθεται περίπτωση ζ, που έχει ως εξής:
“ζ) Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη που υπολογίζεται με βάση το ύφος των ετήσιων εξόδων συντήρησης και χρήσης δεξαμενής κολύμβησης που χρησιμοποιείται για τις οικογενειακές ανάγκες ή του κυρίου της ή του κατόχου της, και της συμμετοχής των εξόδων αυτών στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Η ετήσια αυτή τεκμαρτή δαπάνη ορίζεται με βάση την επιφάνεια της δεξαμενής ως εξής:
Επιφάνεια της δεξαμενής κολύμβησης(σε τετραγωνικά μέτρα) | Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη διαβίωση εξωτερικής δεξαμενής(σε δραχμές) |
Από 25 μέχρι και 60 | 2.000.000 |
Πάνω από 60 μέχρι και 120 | 5.000.000 |
Πάνω από 120 | 8.000.000 |
Προκειμένου για εσωτερική δεξαμενή κολύμβησης τα ποσά της τεκμαρτής δαπάνης αυτής της περίπτωσης προσαυξάνονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).”
10. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ του άρθρου 17 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
“Αγορά ή χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτων, δίτροχων ή τρίτροχων αυτοκινούμενων οχημάτων, πλοίων αναψυχής και λοιπών σκαφών αναψυχής, αεροσκαφών και κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας με εξαίρεση αυτά που αποτελούν αρδευτικό εξοπλισμό γεωργικής εκμετάλλευσης.”
11. Οι περιπτώσεις γ, δ΄ και ε΄ του άρθρου 17 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
“γ) Αγορά ή χρηματοδοτική ή χρονομεριστική μίσθωση ακινήτων ή ανέγερση οικοδομών ή κατασκευή δεξαμενής κολύμβησης. Ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982. Αν το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία. ως καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται το καθοριζόμενο σε αυτά τα συμβόλαια τίμημα. Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, ως καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται:
αα) Το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια.
ββ) Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος ή της αξίας κατά περίπτωση, που φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων. Εξαιρείται η δαπάνη για ανέγερση οικοδομής από επιχείρηση που αναλαμβάνει κατά κύριο επάγγελμα την ανέγερση οικοδομών. Επίσης, εξαιρείται η δαπάνη για την αγορά από ενήλικο, με δικαίωμα πλήρους κυριότητας, καθώς και η ανέγερση από αυτόν οικοδομής, ως πρώτης κατοικίας, εφόσον η επιφάνεια της δεν υπερβαίνει τα εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικά μέτρα.
Αν η επιφάνεια της οικοδομής υπερβαίνει τα εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικά μέτρα, λαμβάνεται υπόψη η δαπάνη που αντιστοιχεί στην επιφάνεια πάνω από τα εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικά μέτρα. Κατά την εφαρμογή των δύο προηγούμενων εδαφίων δεν θεωρείται ότι αποκτιέται πρώτη κατοικία αν ο υπόχρεος, ο άλλος σύζυγος και τα τέκνα που τους βαρύνουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή ισόβιας επικαρπίας ή οίκησης, εξ ολοκλήρου ή επί ιδανικού μεριδίου, σε άλλη οικία ή οικίες, εφόσον το άθροισμα της συνολικής επιφάνειας που τους αντιστοιχεί υπερβαίνει τα τριάντα πέντε (35) τετραγωνικά μέτρα προκειμένου για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο και τα εβδομήντα (70) τετραγωνικά μέτρα προκειμένου για έγγαμο. Η επιφάνεια αυτή προσαυξάνεται κατά δεκαπέντε (15) τετραγωνικά μέτρα για καθένα τέκνο που βαρύνει τον υπόχρεο ή τον άλλο σύζυγο.
δ) Χορήγηση δανείων προς οποιονδήποτε, καθώς και για προσωρινές διευκολύνσεις ή προσωρινές καταθέσεις στις ατομικές επιχειρήσεις τους ή στις εταιρίες ή κοινοπραξίες ή κοινωνίες, στις οποίες είναι μέλη ή μέτοχοι.
ε) Η ετήσια δαπάνη για δωρεές, γονικές παροχές ή χορηγίες χρηματικών ποσών, εφόσον αυτά υπερβαίνουν ετησίως τις εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές, εκτός από τις δωρεές προς το Δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του Κράτους, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία, που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και τα προνοιακά ιδρύματα του ευρύτερου δημόσιου τομέα (κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου), ως και τα προνοιακά ιδρύματα ιδιωτικού δικαίου των οποίων οι εν γένει δαπάνες λειτουργίας καλύπτονται τουλάχιστον κατά 70% (εβδομήντα τοις εκατό) με επιχορηγήσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.”
12. Στο άρθρο 18 του Ν. 2238/1994 προστίθεται νέα περίπτωση ε΄ που έχει ως εξής:
“ε) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη, η οποία προκύπτει βάσει ενός επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ιδιοκτησίας προσώπου που το εισήγαγε με μειωμένους δασμούς, φόρους ή τέλη λόγω μετοικεσίας του από την αλλοδαπή για το έτος εκτελωνισμού του αυτοκινήτου και τα δύο (2) επόμενα έτη, εφόσον ο δικαιούχος της απαλλαγής εξακολουθεί και κατά τα έτη αυτά να κατοικεί στην Ελλάδα.”
13. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994 καταργείται.
14. Στο άρθρο 18 του Ν. 2238/1994 η περίπτωση ζ΄ γίνεται η΄ και προστίθεται νέα περίπτωση ζ΄ ως εξής:
“ζ) Προκειμένου για επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκινήτων που έχουν υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς φορολογίας του άρθρου 36α του Ν. 1642/1986, για την τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει βάσει των επιβατικών αυτοκινήτων που έχουν αγορασθεί για μεταπώληση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 36α του Ν. 1642/1986, εφόσον η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας του μεταβιβαζόμενου αυτοκινήτου οχήματος έχουν παραμείνει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία στην οποία έγινε η μεταβίβαση του αυτοκινήτου προς την επιχείρηση μεταπώλησης μέχρι και την ημερομηνία μεταπώλησης από αυτή σε τρίτο και το αυτοκίνητο κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν κυκλοφόρησε παράνομα. Κατά τις μεταπωλήσεις αυτής της περίπτωσης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 10 μέχρι και 14 του άρθρου 81. Οι μεταπωλήτριες επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση μαζί με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος να συνυποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση του νόμου 1599/1986, στην οποία να αναγράφουν τα πιο πάνω αυτοκίνητα που αγόρασαν ή πούλησαν στο οικείο έτος.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής αυτής της περίπτωσης.”
Άρθρο 5
Αντικειμενικά κριτήρια
1. Για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ποσού καθαρού εισοδήματος των εμπορικών επιχειρήσεων της διαχειριστικής περιόδου 1997, για τον υπολογισμό της μισθωτικής αξίας λαμβάνεται υπόψη ποσοστό επτά και είκοσι πέντε τοις εκατό (7,25%) του ποσού που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό της τιμής ζώνης που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 1995 με τον αριθμό των τετραγωνικών μέτρων της επιφάνειας της επαγγελματικής εγκατάστασης. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για την περίπτωση γ της παραγράφου 3 του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994.
2. Για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ποσού καθαρού εισοδήματος των εμπορικών επιχειρήσεων της διαχειριστικής περιόδου 1997, λαμβάνεται υπόψη ο συντελεστής εμπορικότητας που ίσχυσε για τον προσδιορισμό του ίδιου εισοδήματος της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου.
3. Για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ποσού καθαρού εισοδήματος των εμπορικών επιχειρήσεων του νομού Δράμας για τη διαχειριστική περίοδο 1997 τα τρία τελευταία κλιμάκια της κλίμακας του συντελεστή εμπορικότητας της περίπτωσης γ΄ της παρ. 2 του άρθρ. 33 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
” 2,1-3 1.30
3,1-4 1.40
πάνω από 4 1.50 ”
4. Για τα εισοδήματα της διαχειριστικής περιόδου 1997, οι διατάξεις του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 δεν εφαρμόζονται για τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων α και β΄ της παραγράφου 13 του άρθρου αυτού, εφόσον όλες οι προβλεπόμενες από το νόμο σχετικές περιοδικές δηλώσεις απόδοσης του φόρου προστιθέμενης αξίας του έτους αυτού και του αμέσως προηγούμενου έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα και από αυτές προκύπτει ότι δεν πραγματοποιήθηκαν ακαθάριστα έσοδα από τις εκμεταλλεύσεις αυτές και στις ίδιες χρήσεις δεν έχουν διαπιστωθεί παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
5. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 14 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994, αντικαθίστανται ως εξής:
“Σε επιχειρήσεις αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών επιβάλλεται ποσό καταβαλλόμενου φόρου ίσο με 110.000 (εκατόν δέκα χιλιάδες) δραχμές ετησίως, με το οποίο εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση από τη δραστηριότητα αυτή. Προκειμένου για επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους το ποσό αυτό ορίζεται σε εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) δραχμές ετησίως.”
6. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 15 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
“Σε επιχειρήσεις αποκλειστικά λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές είτε διαθέτουν ίδια προϊόντα είτε προϊόντα τρίτων, επιβάλλεται ποσό καταβαλλόμενου φόρου ίσο με εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) δραχμές ετησίως, αν πρόκειται για επαγγελματίες πωλητές και εκατόν σαράντα χιλιάδες (140.000) δραχμές ετησίως, αν πρόκειται για παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, με το οποίο εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση από τη δραστηριότητα αυτή. Προκειμένου για επιχειρήσεις που έχουν την έδρα, τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους το ποσά αυτό ορίζεται σε ενενήντα χιλιάδες (90.000) δραχμές ετησίως, αν πρόκειται για επαγγελματίες πωλητές και σε εβδομήντα χιλιάδες (70.000) δραχμές ετησίως, αν πρόκειται για παραγωγούς αγροτικών προϊόντων.”
7. Στην παράγραφο 16 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 προστίθεται περίπτωση η΄, που έχει ως εξής:
“η) Καθαρά κέρδη που αποκτούν οι δικαιούχοι μετά την αποφυλάκιση τους από την άσκηση ατομικής εμπορικής επιχείρησης κατά το έτος της αποφυλάκισης τους και το αμέσως επόμενο, εφόσον η διάρκεια της τελευταίας φυλάκισης τους υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες και κατά τη διάρκεια της φυλάκισης τους δεν λειτούργησε ατομική επιχείρηση στο όνομα τους ούτε συμμετείχαν σε επιχειρήσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 2. Εξαιρούνται τα πρόσωπα που η αιτία φυλάκισης τους αναφέρεται σε χρέη προς το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου».
8. Στην παράγραφο 23 του άρθρου 33 του Ν. 2938/1994 προστίθενται τελευταία εδάφια, που έχουν ως εξής:
«Για τις επιχειρήσεις του Νομού Αττικής, εκτός αυτών που παρέχουν υπηρεσίες, που είναι εγκατεστημένες επί οδών σης οποίες εκτελούνται τα έργα κατασκευής του ΜΕΤΡΟ και έργα κατασκευής ανισόπεδου κόμβου στη συμβολή της Λεωφόρου Κηφισού με την οδό Δυρραχίου, και για περιορισμένο μήκος των κάθετων οδών, των οποίων η συναλλακτική κίνηση παρεμποδίζεται με αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση των ακαθάριστων εσόδων τους, το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος που προσδιορίζεται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου μπορεί να αμφισβητηθεί από τον υπόχρεο με αίτηση του, η οποία υποβάλλεται, μέσω του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μέχρι και το τέλος του επόμενου μήνα από το μήνα που έγινε η βεβαίωση του φόρου της δήλωσης, ενώπιον επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπ. Οικονομικών. Η αίτηση αυτή δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη του φόρου που οφείλεται. Η επιτροπή εφόσον κρίνει το αίτημα βάσιμο με απόφαση της διαγράφει ή μειώνει κατά περίπτωση το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος που προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Αντίγραφο της απόφασης αποστέλλεται στο φορολογούμενο με απόδειξη, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υπογραφή της και στην περίπτωση που θα απορριφθεί το αίτημα του.
Επίσης αντίγραφο της απόφασης και της αίτησης του φορολογούμενου αποστέλλεται στη Διεύθυνση Φορολογίας Εισοδήματος της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την υπογραφή της. Τυχόν προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου ασκείται μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 77 του Ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 202 Α΄), από την ημερομηνία παραλαβής της απόφασης από το φορολογούμενο. Η υποβολή της παραπάνω αίτησης δεν κωλύει την άσκηση προσφυγής, στην περίπτωση όμως άσκησης της πριν από τη λήψη απόφασης παύει κάθε ενέργεια για τη λήψη απόφασης από την επιτροπή.
Η επιτροπή αποτελείται από τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Υπηρεσιών, ως πρόεδρο και μέλη τον αρμόδιο επιθεωρητή της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους και έναν εκπρόσωπο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών ή το νόμιμο αναπληρωτή του. Εισηγητής της επιτροπής χωρίς δικαίωμα ψήφου ορίζεται ο προϊστάμενος της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Με την ίδια απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μείωση του ελάχιστου ποσού καθαρού εισοδήματος, οι λοιπές λεπτομέρειες και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων των προηγούμενων τριών τελευταίων εδαφίων της παραγράφου αυτής.»
9. Στην παράγραφο 9 του άρθρου 51 του Ν. 2238/1994 προστίθεται τελευταίο εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Προκειμένου για παλιννοστούντες ομογενείς το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος μειώνεται κατά το πρώτο έτος άσκησης του επαγγέλματος τους στην Ελλάδα κατά ποσοστό 30% (τριάντα τοις εκατό), κατά το δεύτερο έτος κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) και κατά το τρίτο έτος κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).»
10. Τα πέμπτο και έκτο εδάφια της παραγράφου 15 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
«Ο φόρος αυτής της παραγράφου, καθώς και της προηγούμενης, όταν η άδεια εκδίδεται ή ανανεώνεται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από έξι (6) μήνες, καταβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος του υπόχρεου δημόσια οικονομική υπηρεσία σε δύο (2) ίσες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του Ιανουαρίου και η επόμενη μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του Ιουλίου».
Άρθρο 6
Αυτοτελής φορολόγηση εισοδημάτων
1. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 12 του Ν. 2238/1994 προστίθεται περίπτωση θ΄, που έχει ως εξής:
«θ) Προθεσμιακές καταθέσεις σε δραχμές που προέρχονται από εισαγωγή συναλλάγματος που έχουν συναφθεί από μη κατοίκους Ελλάδας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1997 και για το χρονικό διάστημα μέχρι την πρώτη ανανέωση τους μετά από αυτή την ημερομηνία.»
2. Οι περιπτώσεις δ΄ και ζ΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του Ν. 2238/1994 καταργούνται.
3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τόκους που αποκτώνται από 1.1.1998 και μετά.
4. Στο άρθρο 13 του Ν. 2238/1994 προστίθεται παράγραφος 12, που έχει ως εξής:
«12. Τα χρηματικά ποσά που παρέχονται σε όσους συμμετέχουν σε ραδιοφωνικούς, τηλεοπτικούς και λοιπούς παρεμφερείς διαγωνισμούς που διενεργούνται με οποιαδήποτε μορφή φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών. Ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται από τον καταβάλλοντα κατά το χρόνο της καταβολής του ποσού στο δικαιούχο. Για την απόδοση του φόρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παρ.3 του άρθρ.60. Με την παρακράτηση αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος των δικαιούχων για το ποσά αυτά.»
5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α ) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου υποχρεούνται σε καταβολή φόρου τρία τοις χιλίοις (3%ο) ετησίως, που υπολογίζεται επί του μέσου όρου των επενδύσεων τους, πλέον διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές όπως απεικονίζονται στους τριμηνιαίους πίνακες επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του παρόντος».
6. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του Ν. 1969/1991 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Α.Ε. Διαχειρίσεως υποχρεούται σε καταβολή φόρου τρία τοις χιλίοις (3%ο) ετησίως, στο όνομα και για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου, ο οποίος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου ολόκληρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου.
7. Η παράγραφος 3 του άρθρου 60 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 8, 9, 10, 11 και 12 του άρθρου 13, των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄, στ΄ και ζ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 και της παραγράφου 4 του άρθρου 57, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν μ€ σχετική δήλωση που πρέπει να υποβάλλουν μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την παρακράτηση μήνα στη δημόσια οικονομική υπηρεσία, στην περιφέρεια της οποίας έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία παρακρατήθηκε ο φόρος, ο οποίος αποδίδεται εφάπαξ με την υποβολή της οικείας δήλωσης».
8. Ο προβλεπόμενος από την παράγραφο 6 του άρθρου 16α του Ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α΄) συντελεστής φορολογίας δύο τοις χιλίοις (2%ο) αυξάνεται σε τρία τοις χιλίοις (3%ο).
Άρθρο 7
Φορολογητέα κέρδη τεχνικών επιχειρήσεων
1. Στο άρθρο 34 του Ν. 2238/1994 ()προστίθενται νέες παράγραφοι 5 και 6 και οι παράγραφοι 5 και 6 αυτού αναριθμούνται σε 7 και 8. αντίστοιχα, ως εξής:
«5. Για τον προσδιορισμό των φορολογητέων καθαρών κερδών των νομικών προσώπων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 και των ατομικών επιχειρήσεων, που τηρούν βιβλία και στοιχεία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., σε περίπτωση που τα δηλούμενα ή κατ΄ έλεγχο προσδιοριζόμενα κέρδη, τα οποία προέρχονται από εργασίες που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου αυτού, είναι μεγαλύτερα των τεκμαρτώς προσδιοριζόμενων καθαρών κερδών, για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών των υπόχρεων, προστίθεται στα τεκμαρτά κέρδη και το σαράντα τοις εκατό (40%) του ποσού της ως άνω διαφοράς καθαρών κερδών. Το υπόλοιπο κερδών που απομένει και δεν φορολογήθηκε μεταφέρεται και εμφανίζεται στα βιβλία στο λογαριασμό «Αφορολόγητα κέρδη τεχνικών και οικοδομικών επιχειρήσεων». Κατά τη διανομή ή κεφαλαιοποίηση του αποθεματικού αυτού εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 106 ) ενώ προκειμένου για ατομική επιχείρηση το αναλαμβανόμενο ή κεφαλαιοποιούμενο αφορολόγητο αποθεματικό προστίθεται στα λοιπά εισοδήματα του φυσικού προσώπου του οικείου οικονομικού έτους και φορολογείται με βάση την κλίμακα του άρθρου 9.
6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2) των οποίων μέλη είναι αποκλειστικά ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης. Σε περίπτωση όμως κατά την οποία, εκτός από ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης συμμετέχουν και άλλα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 )και της παραγράφου 4 του άρθρου 2 ) ή ατομικές επιχειρήσεις, οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνο για το τμήμα των κερδών που υπερβαίνουν τα προσδιοριζόμενα τεκμαρτά και κατά το μέρος που αντιστοιχεί στα ποσοστά συμμετοχής των νομικών αυτών προσώπων ή των ατομικών επιχειρήσεων, με εξαίρεση τις συμμετέχουσες ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης».
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν οι επιχειρήσεις με 31 Δεκεμβρίου 1997 συμπεριλαμβανομένης και μετά.
3. Η παράγραφος 8 του άρθρου 34 του ν. 2238/1994(), μετά την αναρίθμηση της από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις που είναι ανάδοχοι προγραμμάτων ενεργού πολεοδομίας και η έναρξη της διαδικασίας κατάρτισης των προγραμμάτων έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ/τος 1003/1971 (ΦΕΚ 198 Α΄) ή του Ν. 947/1979 (ΦΕΚ 169 Α΄) ή του Ν. 1337/1983 (ΦΕΚ 33 Α΄), καθώς και για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών της Δημόσιας Επιχείρησης Πολεοδομίας και Στέγασης (Δ.Ε.Π.Ο.Σ.) που αφορούν πωλήσεις οικοδομών τις οποίες ανεγείρει για “Ομογενειακά Χωριά”.
4. Στο άρθρο 106 του Ν. 2238/1994 προστίθενται παράγραφοι 9, 10, 11, που έχουν ως εξής:
“9. Επί ημεδαπών ανώνυμων εταιριών, εταιριών περιορισμένης ευθύνης και συνεταιριστών, των οποίων τα κέρδη προσδιορίζονται τεκμαρτώς με τις διατάξεις του άρθρου 34, σε περίπτωση που μετά την έγκριση του ισολογισμού και τη διάθεση των κερδών της οικείας διαχειριστικής χρήσης από τη γενική συνέλευση και την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος, απομένει υπόλοιπο κερδών που δεν φορολογήθηκε στο νομικό πρόσωπο και εμφανίζεται στο λογαριασμό “Αφορολόγητα κέρδη τεχνικών και οικοδομικών επιχειρήσεων”, το σαράντα τοις εκατό (40%) αυτού φορολογείται στο νομικό πρόσωπο με τους συντελεστές φορολογίας που προβλέπονται από το άρθρο 109 κατά περίπτωση. Προς τούτο, το νομικό πρόσωπο υποχρεούται για τα κέρδη αυτά να υποβάλλει ιδιαίτερη δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέχρι το τέλος του ένατου μήνα από τη λήξη της οικείας διαχειριστικής χρήσης και να καταβάλλει το φόρο που προκύπτει σε 3 (τρεις) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης και οι υπόλοιπες δύο την τελευταία εργάσιμη ημέρα των δύο επόμενων μηνών. Επί του φόρου που προκύπτει από τη δήλωση αυτή δεν ενεργείται βεβαίωση προκαταβολής φόρου εισοδήματος. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την καταβολή του οφειλόμενου φόρου θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Με την καταβολή του φόρου αυτού για το μέρος των φορολογηθέντων κερδών εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του νομικού προσώπου και των μετόχων ή εταίρων ή μελών, κατά περίπτωση. Τα φορολογηθέντα αυτά κέρδη, μετά την αφαίρεση του φόρου που καταβάλλεται, εμφανίζονται σε ειδικούς λογαριασμούς στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης και δύνανται οποτεδήποτε να διανεμηθούν ή να κεφαλαιοποιηθούν, χωρίς περαιτέρω φορολογική επιβάρυνση.
10. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις επιχειρήσεις των περιπτώσεων β΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 101 για τα πέραν των τεκμαρτών κέρδη της οικείας διαχειριστικής χρήσης που δεν φορολογήθηκαν κατά την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του άρθρου 107.
11. Για τις αλλοδαπές εταιρίες και οργανισμούς που αναλαμβάνουν την εργοληπτική κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων στην Ελλάδα, για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 13, με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ίδιου άρθρου παρακράτηση φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων αυτών μόνο για τα προσδιοριζόμενα με το άρθρο 34 τεκμαρτά κέρδη. Σε περίπτωση πραγματοποίησης κερδών από τις εργασίες τους στην Ελλάδα πέραν των φορολογούμενων τεκμαρτών κερδών, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου αυτού για το μέρος των κερδών που δεν φορολογήθηκε.”
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου 106 του Ν. 2238/1994 έχουν εφαρμογή για τα κέρδη που προκύπτουν από διαχειρίσεις που κλείνουν οι επιχειρήσεις με 31 /12/ 1997 συμπεριλαμβανομένης και μετά.
6. Οι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 106 του Ν. 2238/1994 έχουν εφαρμογή για τεχνικά έργα που αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις αυτές από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και μετά.
Άρθρο 8
Αυτοτελής φορολογία αφορολόγητων αποθεματικών
1. Επιβάλλεται αυτοτελής φορολογία εισοδήματος με συντελεστή δεκαεπτάμισι τοις εκατό (17,5%) στο σαράντα τοις εκατό (40%) των αποθεματικών υπεραξίας χρεογράφων που απαλλάχθηκαν από τη φορολογία εισοδήματος κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 38 του Ν. 2238/1994, τα οποία έχουν προκύψει από αγοραπωλησία χρεογράφων και εμφανίσθηκαν στον τελευταίο ισολογισμό που έκλεισαν πριν από την 1.1.1997 τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 και της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 2238/1994 και τα οποία δεν έχουν διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Τα πιο πάνω νομικά πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, να φορολογηθούν αυτοτελώς με τον ίδιο συντελεστή και για ποσά αποθεματικών μεγαλύτερα του σαράντα τοις εκατό (40%) των σχηματισθέντων ως άνω αποθεματικών, εφόσον υποβάλλουν τη σχετική δήλωση καταβολής του φόρου μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Για το συνολικό κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενο φόρο επί των σχηματισθέντων αποθεματικών υποχρεούνται τα νομικά πρόσωπα να υποβάλλουν ιδιαίτερη δήλωση για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία του νομικού πρόσωπου δημόσια οικονομική υπηρεσία μέσα σε δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Ο φόρος που προκύπτει με βάση τη δήλωση καταβάλλεται σε 5 (πέντε) ίσες δίμηνες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης και οι υπόλοιπες τέσσερις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των τεσσάρων επόμενων, από την υποβολή της δήλωσης, διμήνων. Με την καταβολή του φόβου αυτού για τα φορολογηθέντα αποθεματικά εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του νομικού προσώπου και των μετόχων ή εταίρων αυτών. Τα φορολογηθέντα αποθεματικά, μετά την αφαίρεση του φόρου που καταβάλλεται, εμφανίζονται σε ειδικούς λογαριασμούς στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης και δύνανται οποτεδήποτε να διανεμηθούν ή να κεφαλαιοποιηθούν ή να εξαχθούν στο εξωτερικό, προκειμένου για αλλοδαπές επιχειρήσεις, χωρίς περαιτέρω φορολογική επιβάρυνση. Οι διατάξεις του άρθρου 113 του Ν. 2238/1994, του ν.4125/1950 και του Ν. 2523/1997 εφαρμόζονται ανάλογα και στο φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όλα εν γένει τα σχηματισθέντα αποθεματικά από τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Ν. 2238/1994, που προέρχονται από κέρδη που δεν φορολογήθηκαν κατά το χρόνο πρόκυψης τους. λόγω απαλλαγής αυτών κατ΄ εφαρμογή διατάξεων νόμων ή εγκυκλίων διαταγών και τα οποία δεν έχουν διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί μέχρι το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου.
3. Ειδικά για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου στα αφορολόγητα αποθεματικά των τεχνικών και οικοδομικών επιχειρήσεων που σχηματίσθηκαν από τα πέραν των τεκμαρτών κερδών πραγματικά κέρδη τους. τα οποία προέκυψαν από την εκτέλεση έργων στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή, ο συντελεστής φορολόγησης αυτών ορίζεται σε ποσοστό 12,5% (δωδεκάμισι τοις εκατό).
4. Εξαιρούνται από την αυτοτελή φορολογία που προβλέπουν οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων τα πιο κάτω αποθεματικά:
α) Τα αφορολόγητα αποθεματικά ή οι αφορολόγητες εκπτώσεις που σχηματίσθηκαν με βάση τις διατάξεις αναπτυξιακών νόμων για την πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων.
β) Τα αποθεματικά από χρεόγραφα που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 101 του Ν.1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄).
γ) Τα αποθεματικά που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος που έχουν σχηματίσει οι εταιρίες περιορισμένης ευθύνης μέχρι το χρόνο έναρξης ισχύος του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α΄).
δ) Τα αποθεματικά που έχουν σχηματίσει τα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Ν. 2238/1994 από τα κέρδη που απαλλάσσονται από τη φορολογία εισοδήματος με βάση τις διατάξεις της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Ν. 2238/1994.
ε) Τα αποθεματικά που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος που έχουν σχηματίσει τα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Ν. 2238/1994, από κέρδη που απηλλάσσοντο από τη φορολογία με βάση τις κείμενες διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος.
στ) Τα αποθεματικά που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και τα οποία έχουν σχηματίσει οι ανώνυμες εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου.
5. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρ. 106 του Ν. 2238/1994 εξακολουθούν να ισχύουν για το μέρος των αφορολόγητων αποθεματικών που διανέμονται ή κεφαλαιοποιούνται και τα οποία δεν φορολογήθηκαν με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Σχετικό: υπ` αριθμ. 170/2006
Σχετικό: υπ` αριθμ. 1467/2010
Άρθρο 9
Φορολογία εντόκων τίτλων και χρηματιστηριακών συναλλαγών
1. Το τρίτο εδάφιο και τα επόμενα της παραγράφου 8 του άρθρου 12 του Ν. 2238/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
“Ο φόρος αυτός για τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, που εκδίδονται με φυσικούς τίτλους ή με τη μορφή αυλών τίτλων, προεισπράττεται κατά την έκδοση τους, ενώ για τα ομόλογα ο φόρος παρακρατείται κατά το χρόνο της εξαργύρωσης των τοκομεριδίων τους ή κατά τη λήξη τους, όταν πρόκειται για ομόλογα χωρίς τοκομερίδια (ZERO COUPON). Σε περίπτωση σιωπηρής ανανέωσης εντόκων γραμματίων για τους τόκους που προκύπτουν στο διάστημα που διαρκεί η ανανέωση, γίνεται παρακράτηση του φόρου που αναλογεί κατά το χρόνο της εξόφλησης τους. Με την προεισπραττόμενο ή παρακρατούμενο κατά περίπτωση φόρο πιστώνεται ο τηρούμενος στην Τράπεζα της Ελλάδος οικείος λογαριασμός του Ελληνικού Δημοσίου.
Με την προείσπραξη ή την παρακράτηση του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα εισοδήματα αυτά. Φόρος με τον ίδιο ως άνω συντελεστή επιβάλλεται και στους τόκους, οι οποίοι αποκτώνται από τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής και προκύπτουν από έντοκους τίτλους που εκδίδονται στην Ελλάδα με τις εγκρίσεις που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το Διεθνή Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως, τη Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Αναπτύξεως και Ανασυγκροτήσεως και την Ασιατική Τράπεζα Αναπτύξεως. Ο φόρος αυτός παρακρατείται κατά το χρόνο λήξης και εξόφλησης των τοκομεριδίων τους ή κατά τη λήξη των τίτλων όταν πρόκειται για ομόλογα χωρίς τοκομερίδια, από το διαχειριστή εκάστου δανείου ή από το νόμιμο εκπρόσωπο του εκδότη στην Ελλάδα ή από άλλο εξουσιοδοτημένο προς τούτο πρόσωπο. Ο παρακρατούμενος φόρος του προηγούμενου εδαφίου αποδίδεται με εφάπαξ καταβολή στο Δημόσιο, με την υποβολή δήλωσης, από το πρόσωπο που διενήργησε την παρακράτηση, στη δημόσια οικονομική υπηρεσία στην περιφέρεια της οποίας αυτό έχει την έδρα του, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα που έγινε η παρακράτηση του φόρου. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή. Στους έντοκους τίτλους που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή και οι οποίοι εκδίδονται από την 3η Ιανουαρίου 1998 και μετά, ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) στο ποσό των τόκων που προκύπτουν από την απόδοση αυτών. Με τον ίδιο συντελεστή φορολογούνται και οι τόκοι που προκύπτουν από ανανεώσεις εκδοθέντων εντόκων γραμματίων, εφόσον η ανανέωση αυτών γίνεται μετά τη 2η Ιανουαρίου 1998.”
2. Επιβάλλεται φόρος με συντελεστή τρία τοις χιλίοις (3%ο) στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών για συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε αυτό. Ο φόρος αυτός υπολογίζεται επί της αξίας πώλησης των μετοχών, όπως αυτή αναγράφεται στο πινακίδιο το οποίο εκδίδει η χρηματιστηριακή εταιρία που μεσολαβεί και βαρύνει τον πωλητή των μετοχών, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζεται η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους και ανεξάρτητα αν έχουν απαλλαγή από οποιονδήποτε φόρο ή τέλος από διατάξεις άλλων νόμων. Η Α.Ε. “ΑΠΟΘΕΤΗΡΊΩΝ ΤΙΤΛΩΝ” κατά την εκκαθάριση των χρηματιστηριακών συναλλαγών πού διενεργούνται από τις χρηματιστηριακές εταιρίες στο Χρηματιστήριο, χρεώνει σε ημερήσια βάση με τον πιο πάνω φόρο τις χρηματιστηριακές εταιρίες για λογαριασμό των πωλητών εντολέων τους για όλες τις συναλλαγές πώλησης μετοχών που διενεργήθηκαν από αυτές. Τον αναλογούντα φόρο για τις πωλήσεις μετοχών που διενεργήθηκαν μέσα σε κάθε μήνα, υποχρεούται η Α.Ε. “ΑΠΟΘΕΤΗΡΊΩΝ ΤΙΤΛΩΝ” να αποδίδει εφάπαξ στην αρμόδια για τη φορολογία της δημόσια οικονομική υπηρεσία με δήλωση που υποβάλλεται μέχρι το τέλος του πρώτου δεκαπενθημέρου του επόμενου μήνα από το μήνα που διενεργήθηκαν οι πιο πάνω συναλλαγές. Οι διατάξεις του άρθρου 113 του Ν. 2238/1994, του ν.4125/1960 (ΦΕΚ 205 Α΄) και του νόμου 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) εφαρμόζονται ανάλογα και στο φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ.2 Ν.3943/2011, ΦΕΚ Α 66/31.3.2011.
Σχετικό: παρ.2 άρθρ.27 Ν.2703/1999 Α 72
Σχετικό: παρ.4 άρθρ.24 Ν.2843/2000,ΦΕΚ Α 219/12.10.2000
Σχετικό: παρ.3Β άρθρ.25 Ν.3091/2002
Σχετικό: παρ.3 άρθρ.25 Ν.3091/2002,ΦΕΚ Α 330/24.12.2002
Σχετικό: άρθρ.21 Ν.3697/2008,ΦΕΚ Α 194/25.9.2008
Σχετικό: παρ.4 και 6 άρθρου 16 Ν.3842/2010,ΦΕΚ Α 58/23.4.2010
Σχετικό: παρ.1 άρθρου 16 Ν.3943/2011,ΦΕΚ Α 66/31.3.2011
Σχετικό: παρ.5 άρθρου 10 Ν.4110/2013,ΦΕΚ Α 17/23.1.2013
3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για πωλήσεις μετοχών που διενεργούνται στο Χρηματιστήριο Αθηνών από τη μεθεπόμενη ημέρα από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του παρόντος νόμου.
Άρθρο 10
Φορολογία μεταβίβασης αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης
Σχετικό: παρ.1 άρθρου 4 Ν.3522/2006, ΦΕΚ Α 276/22.12.2006
1
1. Σε κάθε μεταβίβαση αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης με την άδεια κυκλοφορίας του από επαχθή αιτία, περιλαμβανομένης και της ανταλλαγής του, πριν από τη μεταβίβαση αυτή, καταβάλλεται εφάπαξ πάγιο ποσό φόρου για τη μεταβίβαση της άδειας κυκλοφορίας ως εξής:
α) Για φορτηγό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης εθνικών και διεθνών μεταφορικών, ποσό τετρακόσιες χιλιάδες (400.000) δραχμές. Για νομαρχιακό φορτηγό αυτοκίνητο του Ν. 1073/1980 (ΦΕΚ 214 Α΄) το πιο πάνω ποσό φόρου περιορίζεται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 παρ.2 Ν.3888/2010,ΦΕΚ Α 175,ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 30.9.2010 με το άρθρο 21 παρ.16 Ν.3943/2011,ΦΕΚ Α 66/31.3.2011.
β) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης, κατά την πρώτη μεταβίβαση, ποσό εννιακόσιες χιλιάδες (900.000) δραχμές. Για καθεμιά από τις μετέπειτα από αυτή μεταβιβάσεις, ποσό τετρακόσιες χιλιάδες (400.800) δραχμές. Τα ποσά αυτά μειώνονται κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%), εφόσον το αυτοκίνητο έχει ως έδρα δήμο ή κοινότητα με πληθυσμό κάτω από εκατό χιλιάδες (100.000) κατοίκους και κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (250,), εφόσον το αυτοκίνητο έχει ως έδρα δήμο ή κοινότητα με πληθυσμό κάτω από πέντε χιλιάδες (5.000) κατοίκους. Ως πρώτη μεταβίβαση για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης αυτής θεωρείται η μεταβίβαση που έγινε μετά την 1.1.1997.
γ) Για τουριστικό λεωφορείο δημόσιας χρήσης, ποσό εκατό χιλιάδες(100.000) δραχμές.
δ) Για λεωφορείο δημόσιας χρήσης, που ανήκει σε φυσικό πρόσωπο ή σε επιχείρηση οποιασδήποτε νομικής μορφής ή σε κοινοπραξία ή σε κοινωνία, που είναι ενταγμένο σε ΚΤΕΛ και εκτελεί μεταφορές με κόμιστρο, σε αα) Υπεραστικές επιβατικές γραμμές, αναλόγως του ύψους του μερίσματος που διανεμήθηκε για το μεταβιβαζόμενο λεωφορείο στο προηγούμενο έτος από τη μεταβίβαση, ποσό 600.000 (εξακόσιες χιλιάδες) δραχμές, εφόσον το υπόψη μέρισμα δεν ήταν μεγαλύτερο από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) δραχμές, ποσό ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, εφόσον το υπόψη μέρισμα ήταν πάγω από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) και μέχρι δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) δραχμές και ποσό ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) δραχμές, εφόσον το υπόψη μέρισμα υπερέβαινε τα δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) δραχμές, ββ) Αστικές επιβατικές γραμμές, ποσό πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές.
ε) Για λεωφορείο δημόσιας χρήσης που ανήκει στον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης (Ο.Α.Σ.Θ.). ποσό ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές.
Κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου, για κάθε μεταβίβαση ποσοστού δικαιώματος συνιδιοκτησίας, το αντίστοιχο ποσό φόρου επιμερίζεται ανάλογα. Τα οριζόμενα με την παράγραφο αυτή ποσά φόρου επιβάλλονται νια μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου μέχρι την 31.12.1998.
Τα οριζόμενα με την παράγραφο αυτή ποσά φόρου επιβάλλονται και για μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται από 1.1.2009 μέχρι την [31.12.2009] 31η Δεκεμβρίου 2013.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε αντικατασταθεί με την παρ.3 άρθρ.28 Ν.2682/1999,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 2 παρ.3 Ν.3763/2009,ΦΕΚ Α 80/27.5.2009.
1
2. Σε κάθε μεταβίβαση του οχήματος αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης από επαχθή αιτία, περιλαμβανομένης και της ανταλλαγής του, πριν από τη μεταβίβαση αυτή, καταβάλλεται εφάπαξ πάγιο ποσό φόρου για τη μεταβίβαση του πάγιου αυτού στοιχείου και ως εξής:
α) Για φορτηγό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης γενικώς, ποσό διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές. Οι διατάξεις του άρθρου 55 του Ν. 1591/1986 εφαρμόζονται ανάλογα και στην παρούσα περίπτωση.
Σημ.: όπως η περ.α` ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 30.9.2010 με το άρθρο 21 παρ.16 Ν.3943/2011,ΦΕΚ Α 66/31.3.2011.
β) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημοσίας χρήσης, ποσό 100.000 (εκατό χιλιάδες) δραχμές.
γ) Για τουριστικό λεωφορείο δημόσιας χρήσης, αναλόγως του αριθμού των θέσεων καθήμενων επιβατών του οχήματος και των ετών κυκλοφορίας του στην Ελλάδα, ως εξής:
Ποσό φόρου σε δραχμές
ΘΕΣΕΙΣ | Έτη κυκλοφορίας αυτοκινήτου στην Ελλάδα | |||
Μέχρι και έξι έτη | Πάνω από έξη και μέχρι 13 έτη | Πάνω από 13 έτη και μέχρι 20 έτη | Πάνω από 20 έτη | |
μέχρι 25 | 120.000 | 165.000 | 110.000 | 70 |
από 26 μέχρι και 38 | 140.000 | 330.000 | 220.000 | 150.000 |
από 39 μέχρι και 52 | 180.000 | 560.000 | 420.000 | 210.000 |
Από 53 και πάνω | 200.000 | 650.000 | 500.000 | 280.000 |
δ) Για λεωφορείο δημόσιας χρήσης, που είναι ενταγμένο σε Κ.Τ.Ε.Λ, ή ανήκει σε επιχείρηση με οποιαδήποτε νομική μορφή ή κοινοπραξία ή κοινωνία, το οποίο εκτελεί ή εκτελούσε μεταφορές σε αστικές ή υπεραστικές επιβατικές γραμμές, ποσό τετρακόσιες χιλιάδες (400.000) δραχμές. Στην περίπτωση που από το έτος της πρώτης κυκλοφορίας του λεωφορείου στην Ελλάδα έχουν παρέλθει πάνω από δέκα έτη, ως πρώτου έτους λαμβανομένου του έτους της πρώτης κυκλοφορίας του στην Ελλάδα,, το πιο πάνω ποσό μειώνεται\ στις διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές.
Για κάθε μεταβίβαση ποσοστού συνιδιοκτησίας του οχήματος, το αντίστοιχο ποσό φόρου αυτής της παραγράφου επιμερίζεται ανάλογα. Τα ορισμένα με την παράγραφο αυτή ποσά φόρου επιβάλλονται για μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου μέχρι την 31η/12/1998.
Τα οριζόμενα με την παράγραφο αυτή ποσά φόρου επιβάλλονται για μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται από τη δημοσίευση αυτού του νόμου μέχρι 31.12.2003.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 άρθρ.28 Ν.2682/1999 και με την παρ.2 άρθρ.39 Ν.2873/2000 αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 2 παρ.4 Ν.3763/2009,ΦΕΚ Α 80/27.5.2009.
3. Τα ποσά των φόρων των προηγούμενων παραγράφων βαρύνουν τον πωλητή και καταβάλλονται από αυτόν με την υποβολή σχετικής δήλωσης στη δημόσια οικονομική υπηρεσία που είναι αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος του. Η δήλωση αυτή υπογράφεται από όλους τους συμβαλλόμενους και υποβάλλεται σε τέσσερα (4) αντίτυπα, από τα οποία τα δύο επιστρέφονται θεωρημένα στον αγοραστή και το ένα στον πωλητή. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής, καθώς και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού.
4. Απαγορεύεται η σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων, καθώς και η καταχώριση σε δημόσια βιβλία ή έγγραφα συμβολαιογραφικού ή ιδιωτικού συμφωνητικού, για δικαιοπραξία των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου, καθώς και η έκδοση οποιουδήποτε δημόσιου εγγράφου που να βεβαιώνει οτιδήποτε που να προκύπτει από αυτή τη δικαιοπραξία, χωρίς την υποβολή θεωρημένου από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία αντιτύπου της δήλωσης αυτού του άρθρου. Τα πρόσωπα που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από αυτό το άρθρο υπόκεινται και στο πρόστιμο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 2523/1997.
5. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπ. Μεταφορών και Επικοινωνιών, πριν από τη μεταβίβαση αυτοκινήτου που αναφέρεται σης παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου, ύστερα από αίτηση του πωλητή, θα εκδίδουν βεβαίωση σχετικά με κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για τον υπολογισμό των ποσών φόρου αυτού του άρθρου.
6. Κατά το χρονικό διάστημα ισχύος αυτού του άρθρου, οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 9 του Ν. 3831/1976, του άρθρου 23 του Ν. 588/1977, του άρθρου 28 του Ν. 2119/1952, της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 2238/1994, του π.δ/τος 697/1977, του π.δ/τος 814/1976, του άρθρου 24 του Ν. 1959/1991 και της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν.δ/τος 223/1973, δεν εφαρμόζονται μόνο κατά το μέρος που αφορούν την υποχρέωση για καταβολή φόρων ή εισφοράς που προβλέπεται σε αυτές και την υποβολή της οικείας δήλωσης για την απόδοση τους, όσον αφορά αυτοκίνητα που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο.
7. Κατά τη διάρκεια ισχύος αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Ν. 2238/1994 και του δεύτερου και επόμενων αυτού εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.δ/τος 1146/1976, για μεταβιβάσεις των αυτοκινήτων οχημάτων της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου.
8. Υποθέσεις του παρόντος άρθρου που δεν έχουν περαιωθεί οριστικά μέχρι το χρόνο έναρξης της ισχύος των διατάξεων αυτού του άρθρου και εκκρεμούν στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, κρίνονται με βάση τις διατάξεις αυτού του άρθρου, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι με αίτηση τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με- σα σε ανατρεπτική δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 90 (ενενήντα) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και συγχρόνως καταβάλουν εφάπαξ το ποσό του φόρου που προκύπτει από την εφαρμογή αυτού του άρθρου. Για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υπογράφεται σχετικό πρακτικό από τον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και από το φορολογούμενο που έχει υποβάλει την οικεία δήλωση υπεραξίας ή κατά του οποίου έχει εκδοθεί φύλλο ελέγχου, μέσα σε δύο εργάσιμες ημέρες από την υποβολή της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς. Το πρακτικό αυτό, προκειμένου για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, διαβιβάζεται στη γραμματεία του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου για την περαίωση της δίκης. Για τις υποθέσεις που περαιώθηκαν με βάση τις διατάξεις αυτού του νόμου δεν επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση. Ποσά φόρου που βεβαιώθηκαν με βάση τη δήλωση της οικείας υπεραξίας συμψηφίζονται με τα ποσά του φόρου που προκύπτουν από την εφαρμογή αυτού του άρθρου και τα τυχόν επιπλέον ποσά δεν επιστρέφονται. Για τις υποθέσεις που περαιώνονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου, τα ποσά που βεβαιώθηκαν λόγω άσκησης προσφυγής ή με βάση απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου συμψηφίζονται με τα ποσά φόρου που προκύπτουν από την εφαρμογή αυτού του άρθρου και τα τυχόν επιπλέον ποσά δεν επιστρέφονται. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η περαίωση των εκκρεμών αυτών υποθέσεων με τις διατάξεις του παρόντος, έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις φορολογίας του εισοδήματος, όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο μεταβίβασης.
9. Τα ποσά φόρου που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις αυτού του άρθρου δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από το εισόδημα του καταβάλλοντος.
Άρθρο 11
Αύξηση κεφαλαίου εταιριών – Τροποποίηση διατάξεων του ν.δ/τος 1297/1972
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 8 του Κ.Ν. 2190/1920 “Περί ανωνύμων εταιριών” αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Το κατώτατο όριο του μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρίας ιδρυόμενης στο εξής, ορίζεται στο ποσό των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, ολοσχερώς καταβεβλημένο κατά τη σύσταση της εταιρίας.”
2. Για τις υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες, που έχουν εταιρικό κεφάλαιο μικρότερο από αυτό που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 8 του Κ.Ν. 2190/1920.
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του Ν. 3190/1955 “Περί εταιρίας περιορισμένης ευθύνης” αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Το κεφάλαιο της εταιρίας δεν δύναται να είναι κατώτερο των έξι εκατομμυρίων (6.000. 000) δραχμών ολοσχερώς καταβεβλημένο κατά την κατάρτιση της εταιρικής σύμβασης. Το ήμισυ τουλάχιστον του ποσού αυτού πρέπει να είναι καταβεβλημένο σε μετρητά. Οι υφιστάμενες εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, που έχουν κεφάλαιο κατώτερο των 6.000. 000 (έξι εκατομμυρίων) δραχμών υποχρεούνται, εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, να αυξήσουν αυτό μέχρι του ως άνω κατώτατου ορίου. Σε περίπτωση κατά την οποία, το πιο πάνω κατώτατο όριο δεν επαρκεί για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 2 τούτο αυξάνεται κατά το αναγκαίο ποσό. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την αύξηση του κεφαλαίου των υφιστάμενων εταιριών.”
4. Σε βάρος των υφιστάμενων εταιριών περιορισμένης ευθύνης που δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος επιβάλλεται πρόστιμο ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών. από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται η εταιρία κατά το χρόνο που διαπιστώνεται η πιο πάνω παράλειψη. Για την επιβολή του προστίμου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 2523/1997 και σε περίπτωση εξώδικης λύσης της διαφοράς δεν επέρχεται καμία μείωση αυτού.
5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 41 του Ν. 3190/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί το εταιρικό κεφάλαιο να μειωθεί κάτω των έξι εκατομμυρίων (6.000.000) δραχμών, ούτε τα εταιρικά μερίδια κάτω των δέκα χιλιάδων (18.000) δραχμών.
6. Για τα καταβαλλόμενα από τους εταίρους ποσά για την αύξηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, κεφαλαίου, των υφιστάμενων εταιριών περιορισμένης ευθύνης, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 2238/1994.
7. Η περίπτωση α΄ του άρθρου 4 του ν.δ/τος 1297/1972 (ΦΕΚ 217 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“α) ότι η από τη συγχώνευση ή μετατροπή προερχόμενη εταιρία θα έχει κατά το χρόνο της συγχώνευσης ή σύστασης της, ολοσχερώς καταβεβλημένο κεφάλαιο όχι κατώτερο, αν μεν είναι ανώνυμη εταιρία των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών, αν δε είναι εταιρία περιορισμένης ευθύνης, των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών.
8. Η παράγραφος 5 του άρθρου 2 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Το κεφάλαιο της νέας εταιρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών, προκειμένου για ανώνυμη εταιρία, και των 50.000.000 (πενήντα εκατομμυρίων) δραχμών, προκειμένου για εταιρία περιορισμένης ευθύνης”.
9. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του Ν. 2166/1993 αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Σε περίπτωση εισφοράς από λειτουργούσα ανώνυμη εταιρία ή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ενός ή περισσότερων κλάδων αυτής σε λειτουργούσα ανώνυμη εταιρία, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας που απορροφά τον κλάδο δεν μπορεί να είναι μικρότερο μετά την εισφορά από το προβλεπόμενο από την παράγραφο 5 του άρθρου 2 του παρόντος και το κεφάλαιο της διαφέρουσας τον κλάδο επιχείρησης δεν μπορεί να είναι μικρότερο μετά την εισφορά από το ελάχιστο όριο κεφαλαίου, που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Κ.Ν. 2190/1920, προκειμένου για ανώνυμες εταιρίες, και από την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Ν. 3190/1955, προκειμένου για εταιρίες περιορισμένης ευθύνης.”
10. Η παράγραφος 4 του άρθρου 5 του ν.δ/τος 1297/1972 αντικαθίσταται ως εξής:
“4. Οι διατάξεις των σε περίπτωση διάλυσης της με το παρόν συνιστώμενης ή συγχωνεύουσας εταιρίας για το σκοπό περαιτέρω: α) συγχώνευσης ή απορρόφησης με άλλη επιχείρηση, με βάση τις διατάξεις του παρόντος ή του Ν. 2166/1993 ή του Ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43Α΄), ή β) διάσπασης ανώνυμης εταιρίας βάσει του π.δ/τος 498/1987 (ΦΕΚ 236 Α΄) ή γ) απόσχισης κλάδου κατά το άρθρο 7 του παρόντος για ίδρυση ανώνυμης εταιρίας, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τους νόμους αυτούς.”
11. Η περίπτωση β΄ του άρθρου 4 του ν.δ/τος 1297/1972 αντικαθίσταται ως εξής:
“β) ότι, στις περιπτώσεις μετατροπής ατομικής επιχείρησης ή προσωπικής εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ανώνυμη εταιρία ή εισφοράς κλάδου των επιχειρήσεων αυτών σε ανώνυμη εταιρία ή συγχώνευσης αυτών με ανώνυμη εταιρία, εκτός της περίπτωσης συγχώνευσης ανωνύμων εταιριών, οι μετοχές της ανώνυμης εταιρίας, πού αντιστοιχούν στην αξία του εισφερόμενου κεφαλαίου, θα είναι υποχρεωτικά ονομαστικές στο σύνολο τους και μη μεταβιβάσιμες κατά ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνόλου τους για μια πενταετία από το χρόνο της συγχώνευσης ή μετατροπής.”
12. Οι διατάξεις των προηγούμενων παρ. 10 και 11 του παρόντος άρθρου καταλαμβάνουν και ήδη συντελεσθέντες μετασχηματισμούς επιχειρήσεων με βάση τις διατάξεις του ν.δ/τος 1297/1972.
Άρθρο 12
Επιβολή τέλους συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 Ν.3775/2009,ΦΕΚ Α 122/21.7.2009.
1. α. Επιβάλλεται τέλος υπέρ του Δημοσίου, με την ονομασία “τέλος συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας”, το οποίο βαρύνει τους συνδρομητές των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας.
Το τέλος αυτό υπολογίζεται προ του φόρου προστιθέμενης αξίας και ως ποσοστό επί κάθε μηνιαίου λογαριασμού κάθε σύνδεσης με βάση την ακόλουθη κλίμακα:
Για μηνιαίο λογαριασμό μέχρι και 50 ευρώ 12% Για μηνιαίο λογαριασμό από 50,01 μέχρι και 100 ευρώ 15% Για μηνιαίο λογαριασμό από 100,01 μέχρι και 150 ευρώ 18% Για μηνιαίο λογαριασμό από 150,01 ευρώ και άνω 20%.
Εάν ο λογαριασμός εκδίδεται για περισσότερους μήνες επιβάλλονται τόσα τέλη όσοι και οι μήνες. Στην περίπτωση αυτή, για την εξεύρεση του τέλους, ο λογαριασμός επιμερίζεται σε ίσα μέρη, ανάλογα των μηνών για τους οποίους εκδίδεται, εφόσον από αυτόν δεν προκύπτει διαφορετικός επιμερισμός.
Για την εξεύρεση του κλιμακίου του τέλους αυτού λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός μηνιαίος λογαριασμός περιλαμβανομένου και του πάγιου τέλους που εισπράττεται υπέρ της επιχείρησης, χωρίς το φόρο προστιθέμενης αξίας. Το τέλος το εισπράττουν οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας από τους συνδρομητές και το αποδίδουν στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, που είναι αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος τους, με μηνιαίες δηλώσεις που υποβάλλονται μέχρι το τέλος του μεθεπόμενου μήνα από την έκδοση κάθε λογαριασμού, ανεξάρτητα από το χρόνο που γίνεται η εξόφληση του λογαριασμού.
Από την επιβολή του “τέλους συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας” εξαιρούνται οι συνδέσεις παροχής ασύρματης πρόσβασης στο διαδίκτυο (Internet), εφόσον αφορούν αποκλειστικά και μόνο συνδέσεις δεδομένων (data).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 70 παρ.1 Ν.3842/2010,ΦΕΚ Α 58/23.4.2010.
β. Επιβάλλεται τέλος υπέρ του Δημοσίου, με την ονομασία “τέλος καρτοκινητής τηλεφωνίας”, το οποίο υπολογίζεται ως ποσοστό 12% επί της αξίας του χρόνου ομιλίας των καρτοκινητών τηλεφώνων. Το τέλος αυτό υπολογίζεται επί της αξίας του παρεχόμενου χρόνου ομιλίας ή επικοινωνίας, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο αυτός χορηγείται, προ του φόρου προστιθέμενης αξίας. Το τέλος αποδίδεται, από τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, στις αρμόδιες για τη φορολογία εισοδήματος τους Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες. Η απόδοση του τέλους από τις επιχειρήσεις αυτές γίνεται με μηνιαίες δηλώσεις μέχρι το τέλος του μεθεπόμενου μήνα, είτε από την πώληση των καρτών ομιλίας, είτε των καρτών ανανέωσης του χρόνου ομιλίας ή επικοινωνίας, είτε από την ανανέωση του χρόνου ομιλίας ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.
2. Απαλλαγές από φόρους και τέλη που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις υπέρ ορισμένων προσώπων δεν καταλαμβάνουν τα τέλη της προηγούμενης παραγράφου.
3. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης, ανακριβούς ή παράλειψης απόδοσης των τελών επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του ν. 2523/1997 κυρώσεις.
4. Όλα τα θέματα που αναφέρονται στην υποβολή και επαλήθευση της δήλωσης, στη βεβαίωση και είσπραξη των τελών και των πρόσθετων τελών, στην παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου, στην έκδοση καταλογιστικών πράξεων και γενικά στη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης των τελών και των πρόσθετων τελών διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά στη φορολογία εισοδήματος, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο των δηλώσεων και των πράξεων επιβολής των τελών και των πρόσθετων τελών, οι διαδικασίες, ο χρόνος και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
6. Η διάταξη της παραγράφου 1 α του παρόντος άρθρου αρχίζει να ισχύει δέκα ημέρες μετά τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνει λογαριασμούς που εκδίδονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.
Η διάταξη της παραγράφου 1 β του παρόντος άρθρου αρχίζει να ισχύει δέκα ημέρες από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνει τη διάθεση καρτών ή χρόνου ομιλίας και επικοινωνίας που χορηγείται από τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, από την ημερομηνία αυτή και μετά.
Άρθρο 13
Αύξηση της αξίας των υπεύθυνων δηλώσεων του Ν. 1599/1986 Κατάργηση ορισμένων πάγιων τελών χαρτοσήμου
1. Η αξία του ειδικού σφραγιστού χάρτη, στον οποίο συντάσσεται η υπεύθυνη δήλωση που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α΄), αυξάνεται από 1ης Μαρτίου 1998 σε τριακόσιες (300) δραχμές.
2. Καταργούνται τα πάγια τέλη χαρτοσήμου που επιβάλλονται στα πιο κάτω έγγραφα με τις διατάξεις του π.δ/τος της 28ης Ιουλίου 1931 (ΦΕΚ 239 Α΄):
α) στις βεβαιώσεις, πιστοποιητικά και αποδεικτικά εν γένει έγγραφα, που προβλέπονται από τις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 17 και στα αντίγραφα και αποσπάσματα αυτών,
β) στα πιστοποιητικά, που προβλέπονται από την παράγραφο 6 του άρθρου 20 και στα αντίγραφα και αποσπάσματα αυτών,
γ) στα πιστοποιητικά και βεβαιώσεις, που προβλέπονται από την παράγραφο 5 του Κεφαλαίου θ΄ του άρθρου 26 και στα αντίγραφα και αποσπάσματα αυτών.
3. Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει από την 1η /3/1998.
Άρθρο 14
Φορολογία Κεφαλαίου
1. Η περίπτωση ιγ΄ του άρθρου 23 του Ν. 2459/1997 αντικαθίσταται και στο ίδιο άρθρο προστίθενται περιπτώσεις κζ΄ και κη ως εξής:
“ιγ) Οι κατά το άρθρο 13 παράγραφος 2 του Συντάγματος γνωστές θρησκείες και τα δόγματα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.”
“κζ) Τα νομικά πρόσωπα ως δικαιούχοι κάθε μορφής δουλείας ή ασκούντα τα παραπάνω δικαιώματα σε ακίνητα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ή του Ε.Ο.Τ.. που έχουν αποκτήσει είτε κατόπιν μεταβίβασης είτε κατόπιν οποιουδήποτε τύπου παραχώρησης με σύμβαση, οποιασδήποτε μορφής ή με ειδικές διατάξεις νόμων.”
κη) Τα γήπεδα, κτίρια και εγκαταστάσεις που ανήκουν σε τράπεζες και θυγατρικές τους εταιρίες, είτε αυτά ιδιοχρησιμοποιούνται είτε είναι μισθωμένα και για τα οποία έχει αρχίσει η διαδικασία ένταξης τους σε ζώνες ενεργού πολεοδομίας με απόφαση του αρμόδιου οργάνου, κατά τις διατάξεις των νόμων 1337/1983 (ΦΕΚ 33 Α΄) και 2508/1997 (ΦΕΚ 124 Α΄)”.
Οι περιπτώσεις ιγ και κζ΄ που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή ισχύουν από 1.1.1997
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 και η παρ. 8 του άρθρ. 27 του Ν. 2469/1997 καταργούνται.
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 14 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“Κατ΄ εξαίρεση, σε περίπτωση που στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο το τίμημα ή επί αναγκαστικού ή εκούσιου πλειστηριασμού το εκπλειστηρίασμα, είναι μεγαλύτερο της αξίας που προκύπτει με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο φόρος μεταβίβασης υπολογίζεται με βάση το τίμημα ή το εκπλειστηρίασμα αντίστοιχα.”
4. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 1078/1960 (ΦΕΚ 238 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
“Κύριος οικίας, διαμερίσματος, οικοπέδου ή ποσοστού αυτών, που μεταβιβάζει με επαχθή ή χαριστική αιτία την επικαρπία τούτων, δύναται να τύχει απαλλαγής κατά την αγορά νέας οικίας, διαμερίσματος ή οικοπέδου, εφόσον το διάστημα που μεσολαβεί από τη μεταβίβαση της επικαρπίας μέχρι την αγορά του νέου ακινήτου είναι μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών και συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
5. Η παράγραφος 7 του άρθρου 1 του Α.Ν. 1521/1950 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“7. Αν σε συμβόλαιο μεταβίβασης ακινήτου ή εμπράγματου σε αυτό δικαιώματος, που συντάσσεται με, οποιαδήποτε αιτία, η έκταση του μεταβιβαζόμενου ακινήτου είναι μεγαλύτερη της αναγραφόμενης στον με επαχθή αιτία τίτλο κτήσης αυτού, εκτός του οικείου φόρου για τη σύμβαση μεταβίβασης καταβάλλεται και φόρος μεταβίβασης για την αξία της επιπλέον έκτασης, με χρόνο φορολογίας το χρόνο κατάρτισης του μεταβιβαστικού συμβολαίου που βαρύνει τον μεταβιβάζοντα το ακίνητο.
Δεν οφείλεται φόρος αν η επιπλέον έκταση δεν υπερβαίνει το ποσοστό 2% (δύο τοις εκατό) της έκτασης που αναγράφεται στον αρχικό τίτλο ,”κτήσης και η αξία του ποσοστού αυτού δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές.”
6. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 42 του ν.δ/τος 118/1973 (ΦΕΚ 202 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται τέταρτο εδάφιο, που έχει ως εξής:
“Επίσης δεν οφείλεται φόρος, όταν η επιπλέον έκταση δεν υπερβαίνει το ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) ..της έκτασης που αναγράφεται στο συμβόλαιο που επαναλαμβάνεται και η αξία του ποσοστού αυτού δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές.”
7. Στο άρθρο 72 του ν.δ/τος 118/1973 προστίθεται παράγραφος 4, που έχει ως εξής:
“4. Σε περίπτωση υποβολής συμπληρωματικής δήλωσης ως προς την έκταση μεταβιβασθέντος ακινήτου, μετά την οριστική περαίωση γης υπόθεσης ή μετά την πάροδο της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών, που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, όπως ισχύει, από τον υπόχρεο ή τους ειδικούς ή καθολικούς διαδόχους αυτού, επιβάλλεται φόρος για την κατά το χρόνο της υποβολής της συμπληρωματικής δήλωσης αξία της επιπλέον έκτασης. Δεν επιβάλλεται φόρος αν η διαφορά μεταξύ της έκτασης, όπως αυτή προσδιορίστηκε οριστικά και της πραγματικής που προκύπτει μετά από νεότερη καταμέτρηση, δεν υπερβαίνει το ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) αυτής που οριστικά προσδιορίστηκε και η αξία του ποσοστού αυτού δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές».
8. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Α.Ν. 1521/1950, όπως ισχύει, προστίθεται τέταρτο εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Δεν οφείλεται φόρος όταν η επιπλέον έκταση δεν υπερβαίνει το ποσοστό, δύο τοις εκατό (2%) της έκτασης που αναγράφεται στο συμβόλαιο που επαναλαμβάνεται ή διορθώνεται και η αξία του ποσοστού αυτού δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές».
9. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν.δ/τος 118/1973 (ΦΕΚ 202 Α΄). όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Οι δικαιούχοι της κτήσης, ανάλογα με τη συγγενική τους σχέση προς τον κληρονομούμενο, κατατάσσονται στις επόμενες τέσσερις (4) κατηγορίες. Για καθεμία από τις κατηγορίες αυτές ισχύει χωριστή φορολογική κλίμακα ως εξής:
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Α
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε: α) σύζυγο του κληρονομούμενου, β) κατιόντες πρώτου βαθμού (τέκνα από νόμιμο γάμο. τέκνα χωρίς γάμο έναντι της μητέρας, αναγνωρισθέντα δικαστικώς ή εκουσίως έναντι του πατέρα, νομιμοποιηθέντα με επιγενόμενο γάμο ή δικαστικώς έναντι και των δύο γονέων), γ) ανιόντες εξ αίματος πρώτου βαθμού.
Κλιμάκια | Συν/στης κλιμακίου | Φόρος κλιμακίου | Φορολογητέα περιουσία | Φόρος που αναλογεί |
5.175.000 | – | 5.175.000 | ||
9.825.000 | 5 | 491.250 | 15.000.000 | 491.250 |
45.000.000 | 15 | 6.750.000 | 60.000.000 | 7.241.250 |
Υπερβάλλον | 25 |
Ειδικά, σε περίπτωση κτήσης περιουσίας με κληρονομιά ή κληροδοσία, που οι δικαιούχοι της είναι ανήλικα τέκνα του κληρονομούμενου, εφόσον η αξία της κληρονομικής μερίδας είναι:
α) μέχρι και 9.775.000 δραχμές ο φόρος που αναλογεί μειώνεται κατά 60% και β) από 9.775.001 έως και 39.100.000 δραχμές, ο φόρος που αναλογεί μειώνεται κατά 30%.
Οι πιο πάνω διατάξεις, που προβλέπουν μείωση του φόρου για τα ανήλικα παιδιά του κληρονομουμένου, δεν εφαρμόζονται σε κτήσεις δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου (ή προίκας), καθώς και στις περιουσιακές παροχές των γονέων προς τα τέκνα τους κατά το άρθρο 1509 του Α.Κ..
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε: α) κατιόντες δεύτερου και επόμενων βαθμών, β) ανιόντες δεύτερου και επόμενων βαθμών, γ) εκουσίως ή δικαστικώς αναγνωρισθέντα τέκνα έναντι των ανιόντων του πατέρα που τα αναγνώρισε, δ) κατιόντες του αναγνωρισθέντος έναντι του αναγνωρίσαντος και των ανιόντων αυτού, ε) αδελφούς (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς) και στ) συγγενείς εξ αίματος τρίτου βαθμού εκ πλαγίου.
Κλιμάκια
| Συν/στης κλιμακίου
| Φόρος κλιμακίου
| Φορολογητέα περιουσία
| Φόρος που αναλογεί
|
3.795.000
| 3.795.000
| |||
11.205.000
| 10
| 1.120.500
| 15.000.000
| 1.120.500
|
45.000.000
| 20
| 9.000.000
| 60.000.000
| 10.120.500
|
Υπερβάλλον
| 35
|
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Γ
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε:
α) πατριούς και μητριές, β) τέκνα από προηγούμενο γάμο του συζύγου, γ) τέκνα εξ αγχιστείας (γαμπρούς – νύφες), δ) ανιόντες εξ αγχιστείας (πεθερός – πεθερά).
Κλιμάκια
| Συν/στης κλιμακίου
| Φόρος κλιμακίου
| Φορολογητέα περιουσία
| Φόρος που αναλογεί
|
1.725.000
| 1.725.000
| |||
13.275.000
| 20
| 2.655.000
| 15.000.000
| 2.655.000
|
45.000.000
| 35
| 15.750.000
| 60.000.000
| 18.405.000
|
Υπερβάλλον
| 50
|
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Δ
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε οποιονδήποτε άλλον εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συγγενή του κληρονομούμενου ή εξωτικό.
Κλιμάκια –
| Συν/στης κλιμακίου
| Φόρος κλιμακίου
| Φορολογητέα περιουσία
| Φόρος που αναλογεί
|
1.035.000
| 1.035.000
| |||
13.965.000
| 35
| 4.885.750 | 15.000.000
| 4.887.750
|
45.000.000
| 50
| 22.500.000 | 60.000.000
| 27.387.750
|
Υπερβάλλον
| 60
|
Στο ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τις πιο πάνω κλίμακες περιλαμβάνεται ο φόρος υπέρ του Δημοσίου και οι πρόσθετοι σ΄ αυτόν φόροι:
α) 3% υπέρ δήμων και κοινοτήτων, που προβλέπεται από τις διατάξεις του β.δ/τος 24/9-20.10.1958 (ΦΕΚ 171 Α΄) και β) επτά τοις εκατό (7%) υπέρ νομαρχιακών ταμείων οδοποιίας που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 3155/1995 (ΦΕΚ 63 Α΄). Η απόδοση των φόρων υπέρ τρίτων γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 81 του παρόντος.”
“Προκειμένου για κληρονόμους ή κληροδόχους με αναπηρία τουλάχιστον 67%, ο φόρος που αναλογεί στη μέχρι 39.100.000 δραχμές αξία της κληρονομικής μερίδας ή κληροδοσίας μειώνεται κατά 60%.
10. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του δεύτερου άρθρου του Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ 25 Α΄) αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“Περιουσιακές παροχές γονέων προς τα τέκνα τους, που γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1509 του Α.Κ. όπως αυτό θεσπίζεται με τον παραπάνω νόμο, υπόκεινται στο μισό του φόρου δωρεών μέχρι το ποσό των 23.000.000 δραχμών, αυτοτελώς για κάθε γονέα. Το ποσό αυτό αυξάνεται σε 34.500.000 δραχμές στην περίπτωση που ένας από τους γονείς έχει αποβιώσει. Στο ως άνω ποσό συνυπολογίζονται και τυχόν προγενέστερες δωρεές ή γονικές παροχές των γονέων προς τα τέκνα τους.”
11. Η παράγραφος 6 του άρθρου 23 του Ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 2 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“6. Σε περίπτωση μεταβίβασης με γονική παροχή οικίας, διαμερίσματος ή οικοπέδου, εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 17 του Ν. 1591/1986 (ΦΕΚ 50 Α΄), δεν υπόκειται σε φόρο ποσό δραχμών 1.955.000 για το δικαιούχο της γονικής παροχής και δραχμών 1.380.000 για καθένα από τα λοιπά μέλη της οικογένειας του, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου και νόμου. Ειδικώς, εάν ο δικαιούχος της γονικής παροχής παρουσιάζει αναπηρία τουλάχιστον 67%, η απαλλαγή ανέρχεται στο μισό της φορολογητέας αξίας του ακινήτου μη δυνάμενη να υπερβεί τα 19.550.000 δραχμές.”
12. Τα δεύτερο και τρίτο εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Ν. 1591/1986 (ΦΕΚ 50 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:
“Η κατά το προηγούμενο εδάφιο απαλλαγή παρέχεται για ποσό αγοραίας αξίας οικίας ή διαμερίσματος μέχρι 11.500.000 δραχμές για κάθε κληρονόμο ή κληροδόχο.
Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 5.750.000 δραχμές για καθένα από τα λοιπά μέλη της οικογένειας του κληρονόμου ή κληροδόχου, έστω και εάν αυτά δεν είναι κληρονόμοι ή κληροδόχοι. εφόσον στο δικαιούχο κληρονόμο ή κληροδόχο περιέρχεται μια μόνο οικία ή ένα διαμέρισμα εξ ολοκλήρου και κατά πλήρες κυριότητας δικαίωμα και όχι ποσοστό εξ αδιαιρέτου.
13. Τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του Ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
“Από τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας, μετά την αφαίρεση των χρεών της προηγούμενης παραγράφου, παραμένει αφορολόγητο ποσό 69.000.000 (εξήντα εννέα εκατομμυρίων) δραχμών για τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα. Ειδικά, για τα ημεδαπά και τα ξένα με τον όρο της αμοιβαιότητας νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς κοινωφελείς, θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς και εκπαιδευτικούς, καθώς και για τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα, το αφορολόγητο ποσό ορίζεται σε εκατόν εβδομήντα δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (172.500.000) δραχμές. Δεν φορολογούνται οι σύζυγοι, στην περίπτωση που η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας και των δύο είναι εκατόν τριάντα οχτώ εκατομμύρια (138.000.000) δραχμές προσαυξημένη
κατά δεκαεπτά εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες (17.250.000) δραχμές για καθένα από τα ανήλικα παιδιά τους. Στην περίπτωση θανάτου ή διαζυγίου, το αφορολόγητο ποσό του επιζώντα ή διαζευγμένου συζύγου προσαυξάνεται κατά δεκαεπτά εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες (17.250.000) δραχμές για καθένα από τα ανήλικα παιδιά τους. των οποίων έχει τη γονική μέριμνα.”
14. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 26 του Ν. 2459/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
“α) Τα φυσικά πρόσωπα που η αξία της ακίνητης περιουσίας τους υπερβαίνει το ποσό των εξήντα εννέα εκατομμυρίων (69.000.000) δραχμών. Σε περίπτωση συζύγων θα πρέπει το άθροισμα της αξίας της περιουσίας και των δύο συζύγων να είναι μεγαλύτερο από εκατόν τριάντα οκτώ εκατομμύρια (138.000.000) δραχμές.”
15. Η παράγραφος 3 του άρθρου 29 του Ν. 2459/1997 αντικαθίσταται ως εξής;
“3. Αν ο υπόχρεος καταβάλει εφάπαξ όλα τα ποσά που βεβαιώθηκαν σε βάρος του, με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση, μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, εκπίπτει ποσοστό 2,5% (δυόμισι τοις εκατό).
Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή για υποθέσεις έτους φορολογίας 1998 και μετά.
16. Ως αξία των ακινήτων που μεταβιβάζονται με επαχθή αιτία, δωρεά ή γονική παροχή, μετά την 1.1.1998 μέχρι και 28.2.1998, για τον υπολογισμό του φόρου και για τη σύνταξη του οικείου συμβολαίου λαμβάνεται η αντικειμενική αξία που ίσχυε την 31.12.1997, εφόσον οι σχετικές δηλώσεις υποβλήθηκαν μέχρι την ημερομηνία αυτή. Το πιστοποιητικό ή η υπεύθυνη δήλωση των παραγράφων 1 και 2 αντίστοιχα του άρθρου 32 του Ν. 2459/1997, καθώς και το πιστοποιητικό της παραγράφου 1 του άρθρου 81 του Ν. 2238/1994, που αφορούν φορολογικές υποχρεώσεις έτους 1997, ισχύουν εφόσον εκδόθηκαν ή πρόκειται να εκδοθούν μέχρι τη σύνταξη του οικείου συμβολαίου.
17. Οι διατάξεις των παραγράφων 9 έως και 14 και της παραγράφου 16 του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1.1.1998.
Άρθρο 15
Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.)
Οι διατάξεις του π .δ/τος 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α) τροποποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως εξής:
1. Το όριο της τρίτης κατηγορίας βιβλίων της παραγράφου 7 του άρθρου 4 αυξάνεται από 180.000.000 δραχμές σε 250.000.000 δραχμές.
2. Τα όρια τήρησης βιβλίου αποθήκης του άρθρου 8 αυξάνονται ως εξής:
α) Το όριο των 370.000.000 δραχμών της παραγράφου 1 αυξάνεται σε 500.000.000 δραχμές.
β) Τα όρια των 550.000.00 και των 650.000.000 δραχμών της παραγράφου 2 αυξάνονται αντίστοιχα σε 700.000.000 και 800.000.000 δραχμές.
γ) Το όριο των 370.000.000 δραχμών των παραγράφων 4 και 5 αυξάνεται σε 500.000.000 δραχμές.
δ) Το όριο των 650.000.000 δραχμών της παραγράφου 6 αυξάνεται σε 900.000.000 δραχμές.
3. Το όριο των 180.000.000 δραχμών της παραγράφου 3 του άρθρου 29 αυξάνεται σε 250.000.000 δραχμές.
4. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:
“α) ο εκμεταλλευτής οίκου ευγηρίας, ξενώνα, ξενοδοχείου,επιπλωμένων διαμερισμάτων και οικιών, καθώς και ο εκμεταλλευτής κάμπινγκ, τηρεί βιβλίο κίνησης πελατών (πόρτας), στο οποίο καταχωρεί το ονοματεπώνυμο του πελάτη, το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία εκείνου κατ΄ εντολή του οποίου διαμένει ο πελάτης (ένοικος), την ημερομηνία άφιξης και αναχώρησης του και τον αριθμό του δωματίου. Επιπλέον ο εκμεταλλευτής κάμπινγκ καταχωρεί τον αριθμό των ατόμων που συνοδεύουν κάθε πελάτη, καθώς και το είδος του κατασκηνωτικού και μεταφορικού μέσου. Σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών “πακέτο” καταχωρεί και τις περιλαμβανόμενες στο “πακέτο” υπηρεσίες και αγαθά.
5. Στο άρθρο 21 προστίθεται νέα παράγραφος 3, που έχει ως εξής:
“3. Επιτρέπεται στις επιχειρήσεις και οργανισμούς του Δημοσίου, στις τράπεζες και στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και στις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν πλήρως το Ε.Γ.Λ.Σ. (Π.Δ. 1123/1980) ή Κλαδικά σχέδια, να διαφυλάττουν τα φορολογικά στοιχεία εκδόσεως τους, πλην των συνοδευτικών, σε μικροφίλμς ή σε ηλεκτρονική μορφή (οπτικοί δίσκοι, CD-ROM τεχνολογίας WORM) με φωτογράφηση ή ψηφιοποίηση από τα αντίστοιχα στελέχη, μετά την υποβολή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας, για όσο χρόνο ορίζεται στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού, εφόσον υπάρχει και σύστημα αναζήτησης, εμφάνισης και εκτύπωσης (αναπαραγωγής) των φορολογικών στοιχείων.
Ειδικά για τα χρησιμοποιούμενα ηλεκτρονικά μέσα του ανωτέρω εδαφίου απαιτείται, προ της χρησιμοποίησης τους, σήμανση από αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών.
Η αδυναμία αναπαραγωγής αντιγράφων λογίζεται ως μη διαφύλαξη των σχετικών φορολογικών στοιχείων.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση μη σήμανσης των ηλεκτρονικών μέσων αρχειοθέτησης.”
6. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 24 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
“Το βιβλίο μετόχων των ανωνύμων εταιριών, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο, μπορεί να εκτυπώνεται μία φορά στο τέλος της χρήσης και εντός της προθεσμίας κλεισίματος του ισολογισμού με τους κατόχους των μετοχών κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, με την προϋπόθεση ότι οι αναλυτικές κινήσεις του βιβλίου μετόχων θα φυλάσσονται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης και υπάρχει δυνατότητα εκτύπωσης αυτών όταν ζητηθεί από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ.”.
7. Στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 μετά τη φράση “με τα οποία ενεργούνται οι πρωτογενείς εγγραφές στα ημερολόγια”, η τελεία γίνεται κόμμα και προστίθεται νέα φράση ως εξής:
“ανεξάρτητα από τις διαχειριστικές περιόδους στις οποίες αυτά αφορούν”.
8. Τα έκτο, έβδομο, όγδοο και ένατο εδάφια της παρ. 5 του άρθρ. 30 αντικαθίστανται ως εξής:
“Στην έδρα κάθε Περιφερειάρχης Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης συνιστάται τριμελής Επιτροπή ή, προκειμένου για τις Οικονομικές Επιθεωρήσεις Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας, μία Επιτροπή για κάθε Υποδιεύθυνση αυτών. που θα κρίνει υποθέσεις αρμοδιότητας που εποπτεύει, αποτελούμενη από:
α) Έναν Οικονομικό Επιθεωρητή που εποπτεύει Δ.Ο.Υ. η οποία βρίσκεται στην ίδια περιφέρεια διοικήσεως, ως πρόεδρο, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από το Γενικό Διευθυντή Οικονομικής Επιθεώρησης.
β) Έναν Οικονομικό Επιθεωρητή που εποπτεύει Δ.Ο.Υ. η οποία βρίσκεται μέσα στην ίδια περιφέρεια διοικήσεως, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από το Γενικό Διευθυντή Οικονομικής Επιθεώρησης.
γ) Έναν εκπρόσωπο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της πόλης που εδρεύει η Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από αυτό.
Ειδικά για την κρίση των Βιβλίων και Στοιχείων των επιτηδευματιών των Νομαρχιών Αθηνών, Πειραιά, Ανατολικής και Δυτικής Αττικής. με ακαθάριστα έσοδα άνω του ποσού που ορίζεται με την υποπερίπτωση γ1 της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α΄), συνιστώνται τριμελείς επιτροπές.
Στις επιτροπές αυτές μετέχουν ως πρόεδροι οι Προϊστάμενοι των Διευθύνσεων Φορολογίας Εισοδήματος, Σχεδιασμού και Συντονισμού Φορολογικών Ελέγχων και Βιβλίων και Στοιχείων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών. που τοποθετούνται σε κάθε επιτροπή με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, αναπληρούμενοι από τους νόμιμους αναπληρωτές τους.”
9. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης Β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 37 αντικαθίσταται ως εξής:
“Στην έδρα της Περιφερειακής Διεύθυνσης της Οικονομικής Επιθεώρησης Κεντρικής Μακεδονίας, αποτελούμενη από Οικονομικό Επιθεωρητή που εποπτεύει Δ.Ο.Υ., ως πρόεδρο, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από το Γενικό Διευθυντή Οικονομικής Επιθεώρησης και λοιπά μέλη τα αυτά με εκείνα που αποτελούν την πιο πάνω Επιτροπή στη Διεύθυνση Βιβλίων και Στοιχείων του Υπ. Οικονομικών, που ορίζονται με την ίδια ακριβώς διαδικασία”.
10. Η υποπερίπτωση γδ΄ της περίπτωσης γ του άρθρου 38 αντικαθίσταται και προστίθεται νέα υποπερίπτωση γιγ΄, ως εξής:
“γδ) να υποχρεώνει σε αναγραφή του είδους κατά γενικές κατηγορίες και να ρυθμίζει διαφορετικά τον τρόπο και το χρόνο έκδοσης των αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών, παροχής υπηρεσιών και των ειδικών στοιχείων και να ρυθμίζει διαφορετικά τις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων η ταινία της ταμειακής μηχανής δύναται να θεωρείται ως στέλεχος των αποδείξεων και των ειδικών στοιχείων αυτών, για όλους τους υπόχρεους ή για κατηγορίες μόνο αυτών, σε ολόκληρη τη χώρα ή σε τμήματα αυτής.”
“γιγ) να περιορίζει ή να διευρύνει τις κατηγορίες προσώπων στα οποία παρέχεται δικαίωμα φύλαξης παραστατικών σε μικροφίλμς ή σε ηλεκτρονική μορφή, τα είδη παραστατικών για τα οποία παρέχεται η ως άνω δυνατότητα, καθώς και να ορίζει τον τρόπο, τη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και την αρμόδια υπηρεσία σήμανσης των ηλεκτρονικών μέσων και γενικά να καθορίζει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.”
Άρθρο 16
Φορολογικές ταμειακές μηχανές (φ.τ.μ.)
Οι διατάξεις του Ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α΄) τροποποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως εξής:
1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 προστίθεται νέο εδάφιο και αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού ως εξής:
“Στην περίπτωση μεταβολής οποιουδήποτε από τα στοιχεία που αναγράφονται στην ειδική μεταλλική ετικέτα, τοποθετείται νέα, με αναφορά και στο στοιχείο που μεταβλήθηκε και την ημερομηνία μεταβολής.
3. Ο κατασκευαστής ή ο εισαγωγέας εγκεκριμένων φορολογικών ταμειακών μηχανών ή συστημάτων υποχρεούται να διαφυλάσσει το εγκεκριμένο δείγμα για δεκαπέντε (15) τουλάχιστον έτη από τη λήξη του έτους που για τελευταία φορά διατέθηκε στην αγορά ο συγκεκριμένος τύπος και να το θέτει άμεσα στη διάθεση των φορολογικών αρχών και της Επιτροπής του άρθρου 7.
Το δείγμα αυτό ασφαλίζεται και απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση σ΄ αυτό. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος ασφάλισης του δείγματος και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια”.
2. Το άρθρο 4 αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 4
1. Ο πωλητής φορολογικών ταμειακών μηχανών και συστημάτων εκδίδει το δελτίο αποστολής ή το τιμολόγιο – δελτίο αποστολής σε δύο επιπλέον αντίτυπα με την ένδειξη “για τη Δ.Ο.Υ. του αγοραστή”, από τα οποία το ένα υποχρεούται να παραδώσει στη Δ.Ο.Υ. αυτή μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης του. Το άλλο αντίτυπο παραδίδεται στον αγοραστή, ο οποίος υποχρεούται να το παραδώσει στη Δ.Ο.Υ. της έδρας του μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη λήψη του μαζί με τη δήλωση της παραγράφου 2.
Οι πιο πάνω υποχρεώσεις ισχύουν αναλόγως και στις περιπτώσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης φορολογικής ταμειακής μηχανής ή συστήματος ή μίσθωσης πάγιου εξοπλισμού με παραχώρηση της χρήσης φορολογικής ταμειακής μηχανής ή συστήματος. Στις περιπτώσεις αυτές υποβάλλονται αντίγραφα ή φωτοαντίγραφα των σχετικών φορολογικών παραστατικών και της οικείας σύμβασης στη Δ.Ο.Υ. του χρήστη.
Με την παράδοση της φορολογικής ταμειακής μηχανής ή του συστήματος παρέχεται έγγραφη εγγύηση του κατασκευαστή ή εισαγωγέα της φορολογικής ταμειακής μηχανής ή του συστήματος οκταετούς διάρκειας. Το ακριβές περιεχόμενο της εγγύησης καθορίζεται με απόφαση του Υπ. Οικονομικών.
2. Ο αγοραστής ή χρήστης ή κάτοχος υποχρεούται να υποβάλλει στη Δ.Ο.Υ. της έδρας που υπάγεται, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημέρα αγοράς ή απόκτησης της χρήσης κάθε φορολογικής ταμειακής μηχανής ή συστήματος. υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, στην οποία αναγράφονται ο τρόπος και η ημερομηνία απόκτησης, τα στοιχεία του οικείου παραστατικού, καθώς και ο ακριβής τόπος (διεύθυνση της έδρας, υποκαταστήματος ή άλλου χώρου), στον οποίο πρόκειται να εγκαταστήσει και να λειτουργήσει τη συγκεκριμένη μηχανή. Σε περίπτωση οποιασδήποτε μεταβολής. όπως μεταφορά σε άλλη εγκατάσταση, παύση δραστηριότητας, πλήρωση μνήμης, αλλαγή κατόχου κ.λ.π. ο ως άνω υπόχρεος δηλώνει τη μεταβολή αυτή μέσα στην πιο πάνω προθεσμία και κατά τον ίδιο τρόπο.
Οι αγοραστές ή χρήστες, στην ίδια προθεσμία υποχρεούνται να προσκομίσουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και το βιβλιάριο συντήρησης κάθε καινούργιας φορολογικής ταμειακής μηχανής ή συστήματος προς θεώρηση. Η ίδια υποχρέωση υφίσταται και στην περίπτωση αντικατάστασης της φυσικής μνήμης της μηχανής.
Το βιβλιάριο συντήρησης σε περίπτωση μεταβίβασης ή παραχώρησης χρήσης ακολουθεί τη φορολογική ταμειακή μηχανή ή σύστημα και παραδίδεται στο νέο χρήστη ή κάτοχο, ο οποίος έχει τις υποχρεώσεις του νόμου αυτού.
3. Σε κάθε Δ.Ο.Υ. τηρείται μητρώο – βιβλίο χρηστών ή κατόχων φορολογικών ταμειακών μηχανών ή συστημάτων, που έχουν έδρα ή φορολογούνται σ΄ αυτή, στο οποίο καταχωρούνται:
α) Τα στοιχεία του χρήστη ή κατόχου φ.τ.μ. ή συστήματος: Α. Φ. Μ, ονοματεπώνυμο ή επωνυμία, διεύθυνση.
β) Η ημερομηνία απόκτησης της φ.τ.μ. ή συστήματος.
γ) Ο αριθμός και η ημερομηνία του οικείου παραστατικού.
δ) Ο αριθμός μητρώου της φ.τ.μ. ή συστήματος.
ε) Το ονοματεπώνυμο – επωνυμία και Α.Φ.Μ. του
στ) Ο τόπος εγκατάστασης της φ.τ.μ. ή συστήματος: έδρα ή υποκατάστημα, αρμόδια Δ.Ο.Υ.
ζ) Παρατηρήσεις για τυχόν μεταβολές, όπως πώληση ή καταστροφή φ.τ.μ. ή συστήματος, μεταφορά της επιχείρησης.
η) Η Δ.Ο.Υ. νέας εγκατάστασης, καθώς και ο Α.Φ.Μ. και το ονοματεπώνυμο ή επωνυμία του νέου κατόχου (για τις περιπτώσεις μεταβίβασης).
4. Σε κάθε περίπτωση μεταβολής χρήστη ή κατόχου, η μεταβολή σημειώνεται στο βιβλιάριο συντήρησης, αναγράφονται τα δεδομένα της δημοσιονομικής μνήμης κατά το χρόνο της μεταβολής και θεωρείται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. του τελευταίου χρήστη ή κατόχου, κατά περίπτωση.
Με απόφαση του Υπ. Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες και οι διαδικασίες μεταβίβασης ή μεταβολής χρήστη ή κατόχου ηλεκτρονικής ταμειακής μηχανής ή συστήματος.”
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:
“Ο χρήστης ή κάτοχος φορολογικής ταμειακής μηχανής ή συστήματος οφείλει να τηρεί και να διαφυλάσσει το βιβλιάριο συντήρησης, που παραδίδεται από τον προμηθευτή ή τον προηγούμενο χρήστη ή κάτοχο κατά την απόκτηση, καθώς και την ταμειακή μηχανή ή το μέρος του συστήματος με τα ενταμιευμένα σ΄ αυτά δεδομένα για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο, που κάθε φορά ορίζεται από τις αντίστοιχες διατάξεις του Κ. Β. Σ.,για τη διαφύλαξη των φορολογικών στοιχείων.”
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Η αφαίρεση ή αντικατάσταση της φυσικής μνήμης της μηχανής επιτρέπεται σε περίπτωση βλάβης ή πλήρωσης αυτής και γίνεται με την παρουσία εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου ή εκπροσώπου του Υπουργείου Οικονομικών.”
5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:
“Ο έλεγχος για την εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων α΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρ. 2, καθώς και για τη συνέχιση της ύπαρξης ή εφαρμογής των τεχνικών προδιαγραφών και της καταλληλότητας σε κάθε εγκεκριμένο τύπο φορολογικής ταμειακής μηχανής ή συστήματος, μπορεί να ανατίθεται από την πιο πάνω Επιτροπή, με απόφαση της, σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή άλλους οργανισμούς του Δημοσίου, που διαθέτουν το απαραίτητο επιστημονικό προσωπικό και τον αναγκαίο εργαστηριακό εξοπλισμό.”
6. Μετά το άρθρο 9 προστίθεται νέο άρθρο 9α, που έχει ως εξής:
“Άρθρο 9α
1. Οι φορολογικές ταμειακές μηχανές και τα μέρη των φορολογικών ταμειακών συστημάτων, που περιέχουν τη δημοσιονομική μνήμη, εξαιρούνται της κατασχέσεως στα χέρια του οφειλέτη – κυρίου, χρήστη ή τρίτου. Ο οφειλέτης δεν δύναται να παραιτηθεί από το ακατάσχετο, παρά μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ.. Το ακατάσχετο αίρεται μόνο έναντι των υπηρεσιών και αρμόδιων οργάνων του Υπουργείου Οικονομικών, εφόσον συντρέχουν λόγοι διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος. Κατασχέσεις που θα επιβληθούν θεωρούνται απόλυτα (αυτοδικαίως) άκυρες.
2. Όπου αναφέρεται στον παρόντα νόμο και στις αποφάσεις που εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού ή στις τεχνικές προδιαγραφές η φράση “ηλεκτρονικές ταμειακές μηχανές” νοείται η φράση “φορολογικές ταμειακές μηχανές.”
7. Το άρθρο 10 αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 10
1. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του νόμου αυτού, των αποφάσεων που εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότηση του και των διατάξεων που αναφέρονται στις τεχνικές προδιαγραφές των φορολογικών ταμειακών μηχανών και συστημάτων τιμωρείται με πρόστιμο που προσδιορίζεται κατ΄ αντικειμενικό τρόπο.
2. Για την εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος ισχύουν οι εννοιολογικοί προσδιορισμοί της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Ν. 2523/1997 (ΦΕ4179 Α΄),
3. Για όλες τις παραβάσεις εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ. 1) και συντελεστής βαρύτητας με αριθμητική τιμή που ορίζεται ως εξής:
α) Για τις επιχειρήσεις που έχουν λάβει, σίτο την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 7, άδεια καταλληλότητας ή έγκριση μόνο τεχνικής υποστήριξης σε τέσσερα (4).
Κατ΄ εξαίρεση, για τις πιο κάτω παραβάσεις ο συντελεστής βαρύτητας καθορίζεται ως εξής:
α.1 Σε περίπτωση άρνησης ή παρακώλυσης ή μη διευκόλυνσης με οποιονδήποτε τρόπο του ελέγχου της αξιοπιστίας των φορολογικών ταμειακών μηχανών και συστημάτων σε 15 (δεκαπέντε).
α.2 Σε περίπτωση μη διαφύλαξης του δείγματος για τον προβλεπόμενο χρόνο σε τριάντα (30).
α.3 Σε περίπτωση υποβολής ανακριβών στοιχείων στην Επιτροπή του άρθρου 7 για τη χορήγηση άδειας καταλληλότητας σε είκοσι (20).
β) Για τις επιχειρήσεις που έχουν εξουσιοδοτηθεί για την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής φορολογικών ταμειακών μηχανών και συστημάτων σε δύο (2).
γ) Για τους χρήστες ή κατόχους φορολογικών ταμειακών μηχανών και συστημάτων σε ένα (1).
Ειδικά, η έκδοση αποδείξεων από μη εγκεκριμένη ή μη δηλωμένη φορολογική ταμειακή μηχανή ή σύστημα λογίζεται ως μη έκδοση αυτών. Για την επιβολή του αντικειμενικού προστίμου θεωρείται αυτοτελής παράβαση, για την οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 8 περίπτωση α΄ του άρθρου 5 του Ν. 2523/1997. Όταν τα στοιχεία αυτά έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία πριν από οποιονδήποτε έλεγχο θεωρείται γενική παράβαση.
δ) Ειδικά στην περίπτωση παραβάσεων λόγω παραβίασης ή παραποίησης φορολογικών ταμειακών μηχανών και συστημάτων, που έχουν άδεια καταλληλότητας από την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 7 ή επέμβασης κατά οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία της μηχανής ή διάθεσης ή χρησιμοποίησης παραβιασμένης ή παραποιημένης ή διαφοροποιημένης τέτοιας μηχανής, εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ. 1) και ο συντελεστής βαρύτητας ορίζεται ανά υπαίτιο ως εξής:
δ1 Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση που έχει λάβει, από την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 7, άδεια καταλληλότητας ή έγκριση μόνο τεχνικής υποστήριξης σε εξήντα (60).
δ2. Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση που έχει εξουσιοδοτηθεί από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα για την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής φορολογικών ταμειακών μηχανών και συστημάτων σε τριάντα (30).
δ.3 Σε περίπτωση που υπαίτιος της παράβασης είναι ο χρήστης ή κάτοχος της φορολογικής -ταμειακής μηχανής και συστήματος ή άλλος τρίτος σε τριάντα (30).
4. Οι υπαίτιοι των παραβάσεων της περίπτωσης δ΄ της προηγούμενης παραγράφου τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εφαρμοζομένων αναλόγως των αντιστοίχων διατάξεων του Ν. 2523/1997 που αναφέρονται στη χρήση πλαστών και εικονικών στοιχείων.
5. Αν υπαίτιος αδικήματος της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 είναι η επιχείρηση που έχει λάβει την άδεια καταλληλότητας των φορολογικών ταμειακών μηχανών ή συστημάτων ή εξουσιοδοτημένος από αυτήν αντιπρόσωπος της. ανεξάρτητα από τα διοικητικά πρόστιμα και τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 3 υποπερίπτωση δ.1. και 4, μπορεί να ανακληθεί από την Επιτροπή του άρθρου 7 η άδεια καταλληλότητας για τη διάθεση των μηχανών του συγκεκριμένου τύπου.
6. Στις ίδιες κυρώσεις και ποινές που προβλέπονται από τις παραγράφους 3 υποπερίπτωση δ.1. και 4 υπόκεινται και τα πρόσωπα, στα οποία ανατίθεται από την Επιτροπή η διενέργεια ελέγχων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 7, όταν βεβαιώνουν ανακριβώς για τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενήργησαν.
7. Για τις παραβάσεις που διαπιστώνονται από την Επιτροπή του άρθρου 7 ή τη Διεύθυνση Βιβλίων και Στοιχείων ενημερώνεται εγγράφως η αρμόδια Δ.Ο.Υ. του παραβάτη, η οποία συντάσσει τη σχετική έκθεση και τη μηνυτήρια αναφορά, αν συντρέχει περίπτωση, εκδίδει δε και την απόφαση επιβολής προστίμου.
Για την επιβολή του προστίμου, τη διαδικασία βεβαίωσης, ι καταβολής και διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και για κάθε άλλο θέμα που δεν ρυθμίζεται ειδικά από το παρόν άρθρο, ισχύουν αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τις παραβάσεις του π.δ/τος 186/1992 (Κ.Β.Σ.).”
8. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 11 αντικαθίσταται ως εξής:
“Όπου αναφέρεται στον παρόντα νόμο η λέξη κατασκευαστής ή εισαγωγέας, νοείται η επιχείρηση που έχει λάβει άδεια καταλληλότητας από την αρμόδια Επιτροπή για συγκεκριμένους τύπους φορολογικών ταμειακών μηχανών ή συστημάτων, τις οποίες κατασκευάζει, συναρμολογεί ή αγοράζει από το εσωτερικό ή το εξωτερικό.”
9. Στην προθεσμία υποβολής των στοιχείων του άρθρου 20 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992), όλοι οι χρήστες ή κάτοχοι φορολογικών ταμειακών μηχανών και συστημάτων, πρέπει να υποβάλλουν στη Δ.Ο.Υ. της έδρας ή στη Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος, απογραφική δήλωση των χρησιμοποιούμενων ή κατεχόμενων φορολογικών ταμειακών μηχανών και συστημάτων κατά την 30.4.99, στο περιεχόμενο της οποίας θα αναφέρονται τουλάχιστον τα εξής στοιχεία: α) Τα στοιχεία του χρήστη ή του κατόχου, όπως επωνυμία ή ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση της έδρας, ο Α.Φ.Μ. και η αρμόδια Δ.Ο.Υ. β) Είδος, σειρά, αύξοντας αριθμός, ημερομηνία παραστατικού κτήσης φ.τ.μ. ή συστήματος. γ) Αριθμός μητρώου και τύπος φ.τ.μ. δ) Διεύθυνση επαγγελματικής εγκατάστασης που χρησιμοποιείται η φ.τ.μ. ή το σύστημα (έδρα ή υποκατάστημα κ.λπ.). ε) Ονοματεπώνυμο ή επωνυμία και ΑΦΜ προμηθευτή. Η υποβολή της ανωτέρω δήλωσης αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταβίβαση της κυριότητας ή της χρήσης φ.τ.μ. ή συστήματος. Παραβάσεις των διατάξεων αυτής της παραγράφου επισύρουν τα πρόστιμα της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν.1809/1988.
Σχετικό: παρ.17 άρθρ.13 Ν.2703/1999
Σημ.: όπως η παρ.9 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.1 άρθρ.12 Ν.3052/2002, ΦΕΚ Α 221/24.9.2002.
Άρθρο 17
Θέματα είσπραξης δημοσίων εσόδων
1. Στο άρθρο 7 του Ν. 2120/1993 (ΦΕΚ 24 Α), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 22 του Ν. 2523/1997, προστίθεται παράγραφος 3. που έχει ως εξής:
“3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.”
2. Το άρθρο 5 του Α.Ν. 1819/1951 (ΦΕΚ 149 Α΄), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 23 του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 5
Επιφυλασσομένων των διατάξεων του Ν. 5960/1933 (ΦΕΚ 401 Α΄) όπως ισχύει, για τις προβλεπόμενες κυρώσεις, η μη πληρωμή από τον πληρωτή επιταγής που εκδόθηκε για την εξόφληση οφειλής προς το Δημόσιο συνεπάγεται την προσαύξηση της οφειλής για την οποία εκδόθηκε αυτή κατά ποσό ίσο με το ποσό της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Η προσαύξηση του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλεται με πράξη του προϊσταμένου της υπηρεσίας, στην οποία επιστράφηκε απλήρωτη η επιταγή, η οποία κατατέθηκε για εξόφληση οφειλών. Η προσαύξηση αυτή μειώνεται κατά το ποσό που υπήρχε ως διαθέσιμο πιστωτικό υπόλοιπο, στο λογαριασμό σε βάρος του οποίου εκδόθηκε η επιταγή, κατά την ημέρα εμφάνισης της, ή εφόσον αυτή εμφανίστηκε προς πληρωμή μετά την παρέλευση 8 (οκτώ) ημερών από την έκδοση της, κατά το ποσό που υπήρχε ως διαθέσιμο πιστωτικό υπόλοιπο στο λογαριασμό αυτόν την τελευταία ημέρα του οκταημέρου. Η προσαύξηση που επιβάλλεται με το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, όπως αυτή διαμορφώνεται με την εφαρμογή των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου του παρόντος, περιορίζεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%). εφόσον καταβληθεί ολόκληρο το ποσό της επιταγής, μέσα σε τρεις (3) ημέρες από τη με επίσημα στοιχεία αποδεικνυόμενη λήψη της ειδοποίησης της υπηρεσίας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή που επιστράφηκε απλήρωτη. Το χρέος που εξοφλήθηκε μετά την κατάθεση επιταγής που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή αναβιώνει από τη χρονολογία κατά την οποία με την παράδοση της επιταγής εκδόθηκε το σχετικό αποδεικτικό είσπραξης, με όλες γενικά τις συνέπειες της υπερημερίας.”
Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη αυτής της παραγράφου τρόπος υπολογισμού της προσαύξησης εφαρμόζεται για τις επιταγές που επιστρέφονται απλήρωτες μετά τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του νόμου αυτού.
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 91 του ν.δ/τος 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) αντικαθίστανται ως εξής:
“1. Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. Χρέη υπέρ νομικών προσώπων και τρίτων που εισπράττονται από τις Δ.Ο.Υ. για λογαριασμό τους, εφόσον από τις ίδιες διατάξεις των δικαιούχων προβλέπεται επιβάρυνση τους με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, πρόστιμα, τόκους υπερημερίας, Φ.Π.Α, και γενικώς πάσης φύσεως επιβαρύνσεις, αρχόμενες πριν από τη βεβαίωση τους στις Δ.Ο.Υ., αυτές θα αναγράφονται στον οικείο χρηματικό κατάλογο. Από την ημερομηνία που το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο στη Δ.Ο.Υ. θα επιβάλλονται επ΄ αυτού προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος. Εφόσον νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και τρίτοι αποστείλουν για είσπραξη έσοδα τους στις Δ.Ο.Υ., οφείλουν να έχουν πρόβλεψη για τη δαπάνη των εξόδων για τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, τα οποία θα λαμβάνονται από τις Δ.Ο.Υ. χωρίς προηγούμενη έγκριση.
2. Τα όργανα του Δημοσίου που κατά τις κείμενες διατάξεις έχουν αρμοδιότητα για παροχή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών ή αναστολή εκτέλεσης που επισπεύδεται κατά οφειλετών του Δημοσίου, έχουν την αυτή αρμοδιότητα και προκειμένου περί εσόδων και οφειλετών του άρθρου αυτού.
4. Η παράγραφος 5 του άρθρου 39 του Ν. 2065/1992. όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 22 του Ν. 2523/1997, αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Αμελείται η λήψη των προβλεπόμενων από τον Ν.Δ. 356/1974 (Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων) αναγκαστικών μέτρων είσπραξης σε βάρος οφειλετών, εκτός του μέτρου της κατάσχεσης απαιτήσεων εις χείρας τρίτων, εφόσον οι συνολικές βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές τους στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες υπέρ του Δημοσίου ή νομικών προσώπων ή τρίτων δεν υπερβαίνουν τις τριάντα χιλιάδες (30.000) δραχμές. Το παραπάνω όριο δεν ισχύει για οφειλές υπέρ οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και για οφειλές από πρόστιμα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.”
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ (ΚΕΠΕ) ΑΠΟ ΝΠΔΔ ΣΕ ΝΠΙΔ
Άρθρο 18
Μετατροπή – Εδρα – Εποπτεία
1. Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ},μετατρέπεται από Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίαυ (ΝΠΔΔ) σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίαυ (ΝΠΙΔ) και συνεχίζεται με τη μορφή αυτή. ΤοΚΕΠΕ ανήκει στο Κράτος, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και λειτουργεί χάριν προαγωγής της οικονομικής έρευνας και υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.
2. `Εδρα του ΚΕΠΕ ορίζεται η Αθήνα.
3. Η εποπτεία του Κράτους επί του ΚΕΠΕ ασκείται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας.
Άρθρο 19
Σκοπός Αρμοδιότητες
1. Το ΚΕΠΕ έχει ως αποστολή την επιστημονική μελέτη των οικονομικών προβλημάτων της χώρας, την ενθάρρυνση των οικονομικών ερευνών και τησυνεργασία με άλλα επιστημονικά ιδρύματα του εσωτερικού και του εξωτερικού και ιδία: – την κατάρτιση σχεδίων βραχυχρονίων και μακροχρονίων προγραμμάτων ανάπτυξης. – την εκπόνηση σχεδίων προγραμμάτων περιφερειακής και χωροταξικής ανάπτυξης καθώς και προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. – την παρακολούθηση και ανάλυση της βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας καθώς και την κατάρτιση προτάσεων για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων. -την κατάρτιση οικονομικών μελετών για λογαριασμό δημοσίων ή ιδιωτικών φορέων, ημεδαπής και αλλοδαπής. – την ανάληψη ή συμμετοχή σε προγράμματα συγχρηματοδοτούμενα από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. – τη μεταπτυχιακή τεχνική κατάρτιστη και εκπαίδευση στελεχών σε θέματα προγραμματισμού και οικονομικής πολιτικής. – την παρακολούθηση των θεμάτων που συνδέονται με την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων των κλάδων της οικονομίας και την κατάρτιση μελετών για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. – την προώθηση της οικονομικής έρευνας. – την οργάνωση και διατήρηση ειδικευμένης βιβλιοθήκης και ειδικού αρχείου στοιχείων και οικονομικών θεμάτων.
2. Το ΚΕΠΕ δύναται να αναλαμβάνει τη σύνταξη οικονομικών και συναφών μελετών ύστερα από αίτηση Οργανισμών και επιχειρήσεων ημεδαπής και αλλοδαπής, με ανάλογη οικονομική επιβάρυνση των φορέων αυτών που αναθέτουν την εκτέλεση της μελέτης.
Επίσης μπορεί να ανατεθεί με αμοιβή η εκπόνηση πάσης φύσεως μελετών που ανάγονται στους σκοπούς του ΚΕ.Π.Ε. σε σχολές ή καθηγητές ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, σε ερευνητικά κέντρα και ιδρύματα ή σε ειδικούς επιστήμονες με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Με όμοια απόφαση μπορεί να ανατίθενται, με αμοιβή, βοηθητικές εργασίες για την εκπόνηση των πιο πάνω μελετών και σε άλλα πρόσωπα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 Ν.2703/1999 Α 72.
Άρθρο 20
Διοίκηση του ΚΕΠΕ – Επιστημονικός Διευθυντής
1. Το ΚΕΠΕ διοικείται από πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο αποτελούμενο από τον Επιστημονικό Διευθυντή και από τέσσερα μέλη εγνωσμένου κύρους και επιστημονικής ειδίκευσης σε θέματα ορμοδιότητας αυτού.
2. Επιστημονικός Διευθυντής του ΚΕΠΕ διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας με σύμβαση ιδιωτικού δικαίαυ, διάρκειας τριών ετών, καθηγητής ελληνικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος που έχει συγγενή προς το επιστημονικό αντικείμενο του Κέντρου ειδικότητα ή επιστήμονας εγνωσμένου κύρους και ερευνητικής εμπειρίας περί το επιστημονικό αντικείμενο του Κέντρου, που κατέχει τον απαιτούμενο διδακτορικό τίτλο για το διορισμό σε θέση καθηγητή ΑΕΙ.
3. Πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζεται ο επιστημονικός Διευθυντής του Κέντρου.
4. Τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας με θητεία διάρκειας τριών ετών, δυναμένη να ανανεώνεται. Με την ίδια ή όμοια απόφαση ορίζεται και το μέλος που αναπληρώνει τον Πρόεδρο του Δ.Σ,, σε περίπτωση ελλείψεως, απουσίας ή κωλύματος αυτού.
5. Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί υπάλληλος του ΚΕΠΕ,επιλεγόμενος από το Συμβούλιο.
6. Στις συνεδριάσεις του Δ.Σ, του ΚΕΠΕ μετέχει, άνευ ψήφου, και εκλεγμένος εκπρόσωπος των εργαζομένων, κάθε φορά που συζητούνται θέματα προσωπικού.
7. Το Διοικητικό Συμβούλιο ασκεί κάθε αρμοδιότητα που αναφέρεται στη διοίκηστη του ΚΕΠΕ και στη διαχείριση των πόρων και της περιουσίας του. Το Συμβούλιο καταρτίζει τον προϋπολογισμό και εκπονεί τα προγράμματα ερευνών του Κέντρου. Ο προϋπολογισμός του Κέντρου εγκρίνεται από τον εποπτεύοντα Υπουργό Εθνικής Οικονομίας.
8. Το Συμβούλιο συνέρχεται σε τακτική συνεδρίαση μία φορά το μήνα,εκτάκτως δε οσάκις ήθελε κληθεί από τον πρόεδρο αυτού και ευρίσκεται σε απαρτία εφόσον παρίστανται τρία τουλάχιστον μέλη αυτού. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας υπερισχύει ηψήφος του Προέδρου ή του αναπληρούντος αυτόν.
9. Ο πρόεδρος εκπροσωπεί το Κέντρο ενώπιον των δικαστηρίων και πάσης αρχής, συγκαλεί το Συμβούλιο αυτού, κατά τους όρους της προηγούμενης παραγράφου, καταρτίζει την ημερήσια διάταξη και προεδρεύει των εργασιών αυτού.
10. Ο επιστημονικός Διευθυντής προϊσταται του ΚΕΠΕ και φέρει την ευθύνη της εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν το Κέντρο καθώς και τωναποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίαυ. Το Συμβούλιο δύναται να εκχωρεί με απόφασή του αρμοδιότητες του επιστημονικού Διευθυντή, ύστερα από πρότασή του, σε έτερο πρόσωπο που υπηρετεί στο Κέντρο. Η εκχώρηση αυτή πρέπει να είναι ειδική και συγκεκριμένη.
11. Από τη δημοσίευση του παρόντος λήγει η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΕΠΕ.
Άρθρο 21
Ομάδα ερευνητικού προγραμματισμού
Στο ΚΕΠΕ λειτουργεί ομάδα ερευνητικού προγραμματισμού αποτελούμενη από τον επιστημονικό Διευθυντή και από δύο ερευνητές του Κέντρου, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, που έχει ως σκοπό την υποβολή στο Συμβούλιο, προτάσεων για την πληρότητα των καταρτιζομένων από το ΚΕΠΕ σχεδίων προγραμμάτων καθώς και για κάθε άλλο επιστημονικό θέμα που σχετίζεται με τις αρμοδιότητες του Κέντρου.
Άρθρο 22
Ελεγχος οικονομικής διαχείρισης
1. Ο τακτικός έλεγχος οικονομικής διαχείρισης του Κέντρου και ο έλεγχος του ισολογισμού του, ενεργείται με τη διαδικασία που ορίζεται από τις κείμενες διατάξεις περί Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών.
2. Το διαχειριστικό έτος του Κέντρου αρχίζει την lη Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίαυ. Το πρώτο διαχειριστικό έτος θα αρχίζει από την ημέρα αλλαγής της νομικής μορφής του ΚΕΠΕ.
3. Οι ασκούντες τον τακτικό έλεγχο οικονομικής διαχείρισης ορκωτοί ελεγκτές υποβάλλουν την ετήσια έκθεσή τους στον εποπτεύοντα το ΚΕΠΕ Υπουργό. Ο εποπτεύων Υπουργός μπορεί να διατάσσει οποτεδήποτε εκτάκτους ελέγχους οικονομικής διαχείρισης του Κέντρου.
Άρθρο 23
Πόροι του ΚΕΠΕ – Διευκολύνσεις
1. Τακτικοί πόροι του Κέντρου είναι:
α) Ετήσια τακτική επιχορήγηση που εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Το ύψος της δαπάνης καθορίζεται με κοιντή απόφοστη των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και βαρύνει τον προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων.
β) Οι πρόσοδοι από την περιουσία του.
γ) Οι πρόσοδοι από την παροχή υπηρεσιών σε τρίτους.
δ) Τα έσοδα από την πώληση των δημοσιευμάτων του.
2. `Εκτακτοι πόροι του Κέντρου είναι:
α) Εκτακτες ή ειδικές κρατικές χρηματοδατήσεις.
β) Πρόσοδοι από επιχορηγήσεις, δωρεές, κληρονομιές,κληροδοσίες και από κάθε φύσεως τακτικές ή έκτακτες εισφορές φυσικών ή νομικών προσώπων εσωτερικού ή εξωτερικού.
3. Προς επιτέλεστη του έργου του ΚΕΠΕ, οι Δημόσιες Υπηρεσίες, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίαυ, στους οποίαυς μετέχει το Δημόσιο, οφείλουν όπως θέτουν στη διάθεση του Κέντρου, ύστερα από αίτησή του, κάθε στοιχεία ή μελέτη απαραίτητα για τη διεξαγωγή του έργου αυτού.
Άρθρο 24
Προσωπικό του Κέντρου – Εξουσιοδοτήσεις
1. Το πάσης φύσεως προσωπικό του Κέντρου προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίαυ, αορίστου ή ορισμένου χρόνου δυναμένη να ανανεώνεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο.
2. Σε σχέση με το ν.2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α`) με το Προεδρικό Διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ρυθμίζονται τα της οργανώσεως, διαρθρώσεως και λειτουργίας των Υπηρεσιών του Κέντρου, τα των κατηγοριών και κλάδων προσωπικού, τα των οργανικών θέσεων, προσόντων και της υπηρεσιακής κατάστασης αυτού, τα της συνθέσεως των υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων, τα της εκπαιδεύσεως και μετεκπαιδεύσεως του προσωπικού του Κέντρου, τα των αμοιβών αυτού,τα πειθαρχικού ελέγχου και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών εγκρίνεται ο Κανονισμός οικονομικής διαχείρισης, προμηθειών πάσης φύσεως υλικών, οργάνων, εκτέλεσης έργων, αγοράς και πώλησης ακινήτων και εκμίσθωσης ή μίσθωσης αυτών. Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι αποδοχές του Επιστημονικού Διευθυντή και η αμοιβή των μελών και του Γραμματέα του Δ.Σ. του ΚΕ.Π.Ε..”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 Ν.3193/2003, ΦΕΚ Α 266/20.11.2003.
Άρθρο 25
Λοιπές σχετικές διατάξεις
1. Τυχόν εκκρεμείς δίκες του ΚΕΠΕ υπό την προηγούμενη μορφή του, ως ΝΠΔΔ, συνεχίζονται, χωρίς άλλη διατύπωση, από το ΚΕΠΕ υπό τη νέα του μορφή.
2. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου το ΚΕΠΕ υπό τη νέα του μορφή υπεισέρχεται ως καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του, υπό την προηγούμενη μορφή, ΚΕΠΕ και αποκτά τα περιουσιακά στοιχεία αυτού, χωρίς καμιά διατύπωση.
3. Το πάσης φύσεως προσωπικό που υπηρετεί, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, στο ΚΕΠΕ, εντάσσεται υποχρεωτικά σε οργανικές θέσεις, που θα συσταθούν κατά τη διαδικασία της παραγράφου 2 του προηγούμενου άρθρου, αναλόγως των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων αυτού. Μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης στις νέες θέσεις, το προσωπικό του ΚΕΠΕ θα διέπεται από της διατάξεις που ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος.
4. Επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλων από και προς το ΚΕΠΕ, προς και από Υπουργεία, αυτοτελείς δημόσιες Υπηρεσίες και ΝΠΔΔ, με απόφαση των αρμοδίων Υπουργών και του Υπουργού Οικονομικών, μετά από προηγούμενη γνώμη των οικείων Υπηρεσιακών Συμβουλίων.
5. Κάθε διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του κεφαλαίου αυτού καταργείται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 26
Οργανωτικά θέματα
1. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών είναι δυνατόν να διατίθενται δωρεάν, με όρους ή χωρίς όρους, απευθείας στη Σχολή Επιμόρφωσης Υπαλλήλων Υπουργείου Οικονομικών (Σ.Ε.Υ.Υ.Ο), για τις ανάγκες λειτουργίας της και επιτέλεσης του σκοπού της, κινητά περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που τα διαχειρίζεται το Υπουργείο Οικονομικών και είχαν διατεθεί στη διεύθυνση εκπαίδευσης αυτού, η οποία καταργείται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
2. Η παράγραφος 13 του άρθρου 2 του ν.2343/1995 αντικαθίσταται ως εξής: “13. Σε περίπτωση αδυναμίας πλήρωσης όλων των κενών θέσεων οικονομικών επιθεωρητών που προκηρύχθηκαν, λόγω έλλειψης υποψηφίων με τα κατάλληλα προσόντα, καθήκοντα οικονομικού επιθεωρητή είναι δυνατόν να ανατίθενται προσωρινά, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, σε υπαλλήλους Υπουργείου Οικανομικών, κατηγορίας ΠΕ και βαθμού Α`, που μπορούν να ανταποκριθούν στο ανατιθέμενο έργο, ανεξαρτήτως του κλάδου στον οποίο ανήκουν. Οι παραπάνω υπάλληλοι, κατά το χρόνο άσκησης καθηκόντων επιθεωρητή, εξομοιούνται με τους οικονομικούς επιθεωρητές και λαμβάνουν τις αποδοχές αυτών.”
3. Οπου από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται η συμμετοχή σε συλλογικά όργανα, προϊσταμένων υπηρεσιών επιθεώρησης ή επιθεωρητών του Υπουργείου Οικονομικών, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, στη θέση αυτών ορίζονται οικονομικοί επιθεωρπτές του άρθρου 2 του ν.2343/1995.
4. Οταν για τη νόμιμη συγκρότηση και λειτουργία συλλογικών οργάνων του Υπουργείου Οικονομικών προβλέπεται η συμμετοχή ως μέλους, γραμματέα ή εισηγητή ή με άλλη ιδιότητα, ως εκ της θέσεώς του, υπαλλήλου υπηρεσίας που έχει κσταργηθεί ή έχει αλλάξει μορφή, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή του εξουσιοδοτημένου απ`αυτού οργάνου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται για το σκοπό αυτό υπάλληλος άλλη υπηρεσίας του ιδίου ή άλλου φορέα. Με όμοια απόφαση ορίζεται η έδρα των οργάνων αυτών στην περίπτωση που η έδρα της παραπάνω υπηρεσίας είχε ορισθεί και ως έδρα αυτών. Τυχόν πλημμέλειες σε γνωμοδοτήσεις ή αποφάσεις των συλλογικών οργάνων του Υπουργείου Οικονομικών,που εκδόθηκαν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του ν.2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α`), μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού και ανάγονται στη συμμετοχή στα όργανα αυτά, εκπροσώπων υπηρεσιών της Περιφέρειας ή άλλων υπηρεσιών που δεν υπάγονται στην Περιφέρεια, στη θέση υπαλλήλων υπηρεσιών που προβλέπονται στη συγκρότηση των παραπάνω συλλογικών οργάνων, οι οποίες έχουν καταργηθεί ή μεταβάλλει μορφή ή αρμοδιότες, δεν επηρεάζουν το κύρος των πράξεων αυτών.
5. Με προεδρικά διατάγμστα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών, δύναται να συνιστώνται στο Υπουργείο Οικονομικών οργανικές μονάδες ενδιαμέσου επιπέδου μεταξύ διεύθυνσης και τμήματος. Η επιλογή προϊσταμένων των παραπάνω οργανικών μονάδων, γίνεται κατά τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 6 του άρθρου 36 του ν.2190/1994. Οι υφιστάμενες οργανικές μονάδες του Υπουργείου Οικονομικών του επιπέδου αυτού, εξακολουθούν να λειτουργούν ως έχουν και μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του ν.2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α`).
6. Η οργάνωση της Κεντρικής Υπηρεσίας και των Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών δύναται να ορίζεται με ιδιαίτερα προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών.
7. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 39 του ν.1914/1990 (ΦΕΚ 178 Α`), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 6 του ν.2526/1997 (ΦΕΚ 205 Α`), προστίθεται δεύτερο εδάφιο, που έχει ως εξής :”Προϊστάμενοι των συνεργείων δύναται να τοποθετούνται και οι προϊστάμενοι διευθύνσεων και τμημάτων των δημοσίων οικονομικών Υπηρεσίων και των περιφερειακών διευθύνσεων του Σώματος Δίωξης Εγκλήματος (ΣΔΟΕ).”
8. Η περίπτωση β` της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του π.δ. 211/1996 (ΦΕΚ 166 Α`) αντικαθίσταται ως εξής: “β) Συνολικό χρόνο υπηρεσίας, κατά την 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου της επιλογής έτους, που να μην υπερβαίνει τα είκοσι οκτώ (28) έτη. Στο χρόνο αυτό συνυπολογίζεται ο αναγνωρισμένος χρόνος κατά τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, μη συμπεριλαμβανομένου του χρόνου της στρατιωτικής θητείας. Οι περιορισμοί αυτοί δεν ισχύουν για τους υποψήφιους, οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος διατάγματος υπηρετούσαν σε υπηρεσίες Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών και αακούσαν καθήκοντα επιθεωρητή”.
9. Για τη στελέχωση των Υπηρεσιών του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), με προσωπικό που έχει τα τυπικά προσόντα της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α`) δεν απαιτούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του όρθρου 11 του π.δ. 218/1996 (ΦΕΚ 168Α`).
Άρθρο 27
Διαφάνεια στις οικονομικές σχέσεις του Κράτους και των δημοσίων επιχειρήσεων του μεταποιητικού τομέα
1. Σκοπός του παρόντος άρθρου, είναι η εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 93184/ΕΟΚ της Επιτροπής της Ε.Ε. της 30/9/93 “για την τροποποίηση της Οδηγίας 80/723/ΕΟΚ περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των Κρατών – Μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων” (ΕΕ 254/12/ 10/93).
2. Κατά την έννοια του παρόντος άρθρου ως “δημόσια επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες στο μεταποιητικό τομέα” θεωρείται κάθε επιχείρηση που έχει κύριο τομέα δραστηριότητας της το μεταποιητικό, ο οποίος πρέπει να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού κύκλου εργασιών της, όπως αυτός ορίζεται στους υπότιτλους ΔΑ έως ΔΝ του τίτλου Δ της κοινής ονοματολογίας των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΝΑΟΕ – αναθεωρημένη) του Κανονισμού (ΕΟΚ) 761/93 της Επιτροπής της Ε.Ε. (ΕΕ 83/3/4/93).
3. Η Δ/νση Επιχειρησιακού σχεδιασμού Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών ΔΕΚΟ του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας υποχρεούται να κοινοποιεί στην αρμόδια Δ/νση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένες οικονομικές πληροφορίες, σε ετήσια βάση, για τις δημόσιες επιχειρήσεις του μεταποιητικού τομέα, όπως αυτές ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, των οποίων ο κύκλος εργασιών έχει υπερβεί κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος τις διακόσιες πενήντα εκατομμύρια (250.000.000) ευρώ.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54
4. Οι οικονομικές πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο είναι οι ακόλουθες:
α) Ετήσια έκθεση και ετήσιοι λογαριασμοί, οι οποίοι να περιλαμβάνουν τον ισολογισμό, τα αποτελέσματα χρήσεως και το προσάρτημα, καθώς και τις λογιστικές αρχές, τη σχετική δήλωση του Διοικητικού Συμβουλίου, τα στοιχεία ανά τομέα και την έκθεση πεπραγμένων.
Επίσης, κοινοποιούνται τα πρακτικά των συνελεύσεων των μετόχων, καθώς και κάθε άλλη σχετική πληροφορία.
β) Εφόσον δεν εμφανίζονται στην έκθεση διαχείρισης και στους ετήσιους λογαριασμούς, πρέπει να παρέχονται ξεχωριστά για κάθε επιχείρηση και οι ακόλουθες πληροφορίες:
αα) Οι εισφορές σε μετοχικό κεφάλαιο ή οιονεί κεφάλαιο εξομοιούμενο με εταιρικό κεφάλαιο. Να διευκρινίζονται οι όροι με τους οποίους πραγματοποιείται η εισφορά (κοινές μετοχές, προνομιούχες, με απόδοση υπό αίρεση ή μετατρέψιμες και επιτόκια, μερίσματα ή σχετικά δικαιώματα μετατροπής).
Στο μετοχικό κεφάλαιο περιλαμβάνεται το μετοχικό κεφάλαιο που παρέχει άμεσα το Κράτος και το μετοχικό κεφάλαιο από δημόσιες εταιρίες χαρτοφυλακίου και άλλες δημόσιες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που ανήκουν ή όχι στον ίδιο όμιλο. Επίσης, να διευκρινίζεται η σχέση μεταξύ του χρηματοδότη και του δικαιούχου.
ββ) Οι μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις ή επιστρεπτέες μόνο υπό ορισμένους όρους.
γγ) Η χορήγηση δανείων προς την επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων των καθ΄ υπέρβαση χορηγήσεων και των προκαταβολών έναντι των εισφορών κεφαλαίου.
Να διευκρινίζονται τα επιτόκια και οι όροι του δανείου και κατά περίπτωση, οι εγγυήσεις που παρέχονται στο δανειστή από την επιχείρηση που λαμβάνει το δάνειο.
δδ) Οι εγγυήσεις που παρέχει στην επιχείρηση το Δημόσιο για την κάλυψη του χορηγούμενου δανείου, καθώς και οι όροι και τα ενδεχόμενα τέλη που καταβάλλει η επιχείρηση για τις εν λόγω εγγυήσεις.
εε) Τα καταβληθέντα μερίσματα και μη διανεμηθέντα κέρδη.
στστ) Κάθε άλλη μορφή κρατικής παρέμβασης, ιδίως η παραίτηση του Κράτους από οφειλές των δημόσιων επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων της επιστροφής των επιχορηγήσεων, δανείων, της ρύθμισης των φορολογικών χρεών των εταιριών και των κοινωνικών επιβαρύνσεων ή παρόμοιων οφειλών.
– Οι ανωτέρω πληροφορίες παρέχονται ξεχωριστά για κάθε δημόσια επιχείρηση συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που είναι εγκαταστημένες σε άλλο Κράτος-Μέλος της Ε.Ε.. Οι πληροφορίες πρέπει να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά με τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο εσωτερικό ενός ομίλου και μεταξύ διαφόρων ομίλων δημόσιων επιχειρήσεων, καθώς και άμεσα μεταξύ του Κράτους και των δημόσιων επιχειρήσεων. Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην πιο πάνω περίπτωση σ υποβάλλονται για καθεμία δημόσια επιχείρηση ξεχωριστά, καθώς και για την ελέγχουσα εταιρία χαρτοφυλακίου, η οποία περιλαμβάνει πολλές δημόσιες επιχειρήσεις, στο βαθμό που η ελέγχουσα εταιρία χαρτοφυλακίου, μπορεί, βάσει των ενοποιημένων πωλήσεων, να ταξινομηθεί ως μεταποιητική σύμφωνα με τον ορισμό της παραγράφου 2.
5. Για τις δημόσιες επιχειρήσεις που έχουν κατανείμει τις δραστηριότητες τους σε διάφορες επιχειρήσεις ανεξάρτητες μεταξύ τους από νομική άποψη, αρκεί μια ενοποιημένη έκθεση. Η ενοποιημένη αυτή έκθεση θα αντικατοπτρίζει την οικονομική πραγματικότητα του ομίλου των επιχειρήσεων που ασκεί δραστηριότητες στον ίδιο ή σε στενά συνδεδεμένους τομείς. Οι ενοποιημένες εκθέσεις από διάφορες εταιρίες χαρτοφυλακίου καθαρά χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα δεν επαρκούν.
6. Οι οικονομικές πληροφορίες της παραγράφου 4 αποστέλλονται στην Επιτροπή της Ε. Ε. σε ετήσια βάση.
Για το 1997 και τα επόμενα έτη η παροχή των οικονομικών πληροφοριών προς την Επιτροπή πραγματοποιείται εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της ετήσιας έκθεσης της δημόσιας επιχείρησης. Για τα τέσσερα (4) έτη που προηγούνται του έτους της δημοσίευσης του παρόντος νόμου, οι πληροφορίες κοινοποιούνται στην Επιτροπή εντός εξαμήνου από την ημερομηνία της ανωτέρω δημοσίευσης. Για τις επιχειρήσεις που δεν δημοσιεύουν ετήσια έκθεση, οι απαιτούμενες πληροφορίες υποβάλλονται το αργότερο εντός εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία λήξης της εταιρικής χρήσης.
7. Εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου η Διεύθυνση Επιχειρησιακού Σχεδιασμού Δ.Ε.Κ.Ο. του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας κοινοποιεί στην Επιτροπή της Ε.Ε. κατάλογο των εταιριών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος άρθρου, αναφέροντας τον κύκλο εργασιών τους.
Ο κατάλογος αυτός θα ενημερώνεται στις 31 Μαρτίου κάθε έτους. Επίσης, η ανωτέρω αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας παρέχει στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάθε συμπληρωματική πληροφορία που αυτή κρίνει αναγκαία για την πλήρη εκτίμηση των στοιχείων που της κοινοποιούνται.
Άρθρο 28
Θέματα Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.)
1. Η παράγραφος 28 του άρθρου 19 του Ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«28. Οι διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του κανονιστικού διατάγματος της 26ης Ιουνίου – 10ης Ιουλίου 1944 «Περί κωδικός των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (ΦΕΚ 139 Α΄), όπως τροποποιηθείσες ισχύουν, έχουν εφαρμογή και στις δικαστικές διαφορές του Δημοσίου, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, με εξαίρεση τις φορολογικές διαφορές, τις υποθέσεις των περιπτώσεων ε΄ και ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν. 1406/1983 (ΦΕΚ 182 Α΄) και τις υποθέσεις της ακυρωτικής διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Εφετείων. Οι προβλεπόμενες από διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας επιδόσεις προς τον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Δημοσίου ή των κατά το άρθρο 1 του πιο πάνω κανονιστικού διατάγματος νομικών προσώπων, γίνονται στο κατάστημα του Ν.Σ.Κ.. Στις διαφορές του άρθρου 1 του νόμου 1406/1983, στις οποίες εφαρμόζονται τα άρθρα 1 και 5 του παραπάνω κανονιστικού διατάγματος, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, όταν εναγόμενο ή καθ΄ ου η προσφυγή, ή η ανακοπή, ή το ένδικο μέσο ή βοήθημα είναι το Δημόσιο, ή τα πιο πάνω νομικά πρόσωπα, η Γραμματεία του οικείου διοικητικού δικαστηρίου, κοινοποιεί εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο τη σχετική με αυτή πράξη του Προέδρου, μαζί με επικυρωμένο αντίγραφο του οικείου δικογράφου, στο δικηγόρο που το υπογράφει και στη δημόσια υπηρεσία από ενέργεια της οποίας προήλθε η ένδικη διαφορά. Επικυρωμένο αντίγραφο της πράξης αυτής και του δικογράφου υποχρεούται ο δικηγόρος να κοινοποιήσει στο Δημόσιο ή στο νομικό πρόσωπο τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο και να προσκομίσει τις εκθέσεις επίδοσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, μία τουλάχιστον ημέρα πριν απ΄ αυτή. Σε περίπτωση παράλειψης της υποχρέωσης αυτής ή μη προσήκουσας κοινοποίησης και απουσίας του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου στη δίκη, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και ορίζεται νέα δικάσιμος για να γίνει η κλήτευση τους, σύμφωνα με τα παραπάνω. Αν η κλήτευση αυτή δεν γίνει, το δικαστήριο απορρίπτει το σχετικό δικόγραφο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση που συντρέχει λόγος για νέα ή περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης, επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία για την κλήτευση τους. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, αν το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο παρίστανται και δεν αντιλέγουν, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης. ακόμη και αν δεν έχουν τηρηθεί ως προς αυτά οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου για τις κοινοποιήσεις. Η αρμόδια για την παροχή στοιχείων δημόσια υπηρεσία υποχρεούται να διαβιβάζει τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο έκθεση απόψεων μαζί με το σχετικό φάκελο, τόσο στη Γραμματεία του οικείου διοικητικού δικαστηρίου, όσο και στο αρμόδιο για το χειρισμό της υπόθεσης Γραφείο Νομικού Συμβούλου ή Δικαστικό Γραφείο ή δικηγόρο του Δημοσίου, επιφυλασσομένων, σε περίπτωση μη αποστολής τους, των συνεπειών των άρθρων 37 του Π.Δ. 341/1978 (ΦΕΚ 71 Α΄) και 20 παρ. 2 του Π.Δ. 282/1996 (ΦΕΚ 199 Α΄) αντιστοίχως. Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου ως προς τη διαδικασία κλήτευσης του Δημοσίου και των παραπάνω νομικών προσώπων δεν ισχύουν για τα δικόγραφα που έχουν κατατεθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του, καθώς και για τις αιτήσεις αναιρέσεως, για την κοινοποίηση των οποίων προβλέπει το άρθρο 21 παρ. 4, 5 και 6 του Π.Δ. 18/1889 (ΦΕΚ 8 Α΄). Τα πρακτικά γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ. σε υποθέσεις ακυρωτικής διαδικασίας, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Διοικητικού Εφετείου, εγκρίνονται από τον αρμόδιο κατά περίπτωση υπουργό.”
2. “Οι προθεσμίες που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 5 του ν. 1386/1983 (ΦΕΚ 107 Α), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 του ν. 1882/1990 και του άρθρου 46α παρ. 10 του ν. 1892/1990, όπως το εν λόγω άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε ως προς την παρ. 10 με το άρθρο 53 παρ. 3 του ν. 2224/1994 (ΦΕΚ 112 Α), αρχίζουν για το Δημόσιο και το ΙΚΑ από την κοινοποίηση της σχετικής πρόσκλησης του εκκαθαριστή, στον υπουργό Οικονομικών και στον διοικητή του ΙΚΑ αντίστοιχα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.69 Ν.2676/1999 ΦΕΚ Α` 1/5.1.1999
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 12 του Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την άσκηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου από μέρους του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, του οποίου η νομική υπηρεσία και η δικαστική εκπροσώπηση διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) ή από μέλη του, το αναιρεσείον, με επιμέλεια του υπογράφοντος το αναιρετήριο δικαστικού πληρεξουσίου, αποστέλλει στο Ν.Σ.Κ. αντίγραφο του αναιρετηρίου, των προσβαλλόμενων αποφάσεων, των εισαγωγικών εγγράφων της κύριας δίκης και των παρεπιμπτουσών δικών, καθώς και των προτάσεων των διαδίκων.”
4. Οι διατάξεις των άρθρων 11 του κανονιστικού διατάγματος της 26ης Ιουνίου – 10ης Ιουλίου 1944 “Περί Κωδικός των νόμων περί δικών. του Δημοσίου” και 22 παρ. 4 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ 230 Α΄) έχουν εφαρμογή και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.). Τα πρόσωπα αυτά απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος ή για τη διενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης, ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών.
5. Το ανώτατο όριο της δικαστικής δαπάνης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό καθορίζεται κάθε φορά με την κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που προβλέπεται από το άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 (ΦΕΚ 200 Α΄), επιδικάζεται συνολικά υπέρ όλων των διαδίκων που παρίστανται στη δίκη με κοινό δικόγραφο. Το ίδιο ισχύει και για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
6. Τα τρίτο και τέταρτο εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 18 του Ν.Δ. 797/1971 (ΦΕΚ 1 Α΄) εφαρμόζονται αναλόγως και επί των αιτήσεων αναίρεσης του άρθρου 21 αυτού.
7. Στις περιπτώσεις που υπηρεσίες του Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Ν.Δ. 356/1974 (ΦΕΚ 190 Α΄), επιμελούνται για την είσπραξη εσόδων άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο, αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο.
8. Η Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ. διακρίνεται σε πλήρη, όταν συγκροτείται, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 2 του Π.Δ. .282/1996 “Οργανισμός Νομικού Συμβουλίου του Κράτους” και σε τακτική, όταν αποτελείται από τον Πρόεδρο και εναλλάξ κατά συνεδρίαση από τους αντιπροέδρους και τους Νομικούς Συμβούλους, που κατέχουν εκάστοτε περιττό ή άρτιο, κατά τη σειρά της αρχαιότητας τους, αριθμό και η οποία συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία δεκαεπτά (17) τουλάχιστον μελών. Τον πρόεδρο, όταν απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνει ο αρχαιότερος από τους αντιπροέδρους, ο οποίος κατέχει αριθμό περιττό ή άρτιο, αντίστοιχα, προς την καλούμενη για τη συγκεκριμένη συνεδρίαση σειρά Νομικών Συμβούλων. Η πλήρης Ολομέλεια γνωμοδοτεί: α) σε υποθέσεις και ερωτήματα, για τα οποία ζητείται από Υπουργό απευθείας η γνώμη της, ή για τα οποία προηγήθηκε γνωμοδότηση της τακτικής Ολομέλειας με πλειοψηφία μιας ψήφου και β) στην περίπτωση του άρθρου 5 παρ. 3 περ. δ΄ του Π.Δ. 282/1996.
9. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 24 του άρθρου 19 του Ν. 2386/1996 αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
“Τα πρακτικά ή οι γνωμοδοτήσεις του Ν.Σ.Κ. που εκδίδονται κατά περίπτωση επί των υποθέσεων των παραπάνω Ν.Π.Δ.Δ. εγκρίνονται ή γίνονται αποδεκτές αντίστοιχα από το όργανο, που εκπροσωπεί το οικείο νομικό πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις που το διέπουν.”
10. Η νομική και δικαστική υποστήριξη των υπηρεσιών φορολογικού ελέγχου (Ελεγκτικά Κέντρα) και του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, που συστήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Ν. 2343/1995 ανατίθεται στα κατά τόπους αντίστοιχα Γραφεία του Ν.Σ.Κ.. Οι θέσεις νομικών συμβούλων, που συστήθηκαν με τη διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 12 του εν λόγω νόμου στις πιο πάνω υπηρεσίες μετατρέπονται σε θέσεις παρέδρων και μαζί με τις λοιπές θέσεις παρέδρων που συστήθηκαν με την ίδια διάταξη μεταφέρονται στο Ν.Σ.Κ., και κατανέμονται στα Γραφεία αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις, που το διέπουν. Οι θέσεις του διοικητικού προσωπικού του Ν.Σ.Κ. κατηγορίας Δ.Ε. (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) αυξάνονται κατά τριάντα (30) και κατανέμονται στους κλάδους αυτής με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ.. Οι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις κατηγορίας ΠΕ του ίδιου προσωπικού μετατρέπονται σε θέσεις κατηγορίας ΔΕ και κατανέμονται στους κλάδους αυτής με όμοια απόφαση.
11. Οι αρμοδιότητες των Γραφείων Νομικών Συμβούλων, που προβλέπονται στο άρθρο 17 παρ. 2 περ. α΄ του Π.Δ. 282/1996 και οι όμοιες αρμοδιότητες των ειδικών Νομικών Γραφείων του Ν.Σ.Κ., μπορεί με απόφαση του προέδρου να μεταφέρονται και να ασκούνται από τους αρμόδιους, κατά περίπτωση, Σχηματισμούς της Κεντρικής Υπηρεσίας. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία μεταφοράς, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
12. Με πράξη του Προέδρου του Ν.Σ.Κ. εκδίδεται ο Εσωτερικός Κανονισμός Εργασιών αυτού, με τον οποίο ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιακών του μονάδων, οι σχετικές διαδικασίες, τα κατ΄ ιδίαν καθήκοντα του προσωπικού, το τηρούμενα βιβλία, ευρετήρια και στατιστικά στοιχεία και κάβε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
13. Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 49 του Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθεται εδάφιο που ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 1995 και το οποίο έχει ως εξής:
“Για την εφαρμογή αυτή δεν υπολογίζεται ο χρόνος της στρατιωτικής υπηρεσίας ως κληρωτού ή εφέδρου.”
14. Οι διοικητικές πράξεις, που εκδίδονται για τα θέματα του διοικητικού προσωπικού του Ν.Σ.Κ., που αναφέρονται στο άρθρο 104 του Π.Δ. 282/1996 υπογράφονται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ., εφόσον στις λοιπές διατάξεις του ίδιου διατάγματος δεν προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση.
15. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η μετάταξη διοικητικών υπαλλήλων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Η μετάταξη γίνεται ύστερα από δημόσια προκήρυξη, με αίτηση του ενδιαφερομένου και σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου του Ν.Σ.Κ., σε κενές οργανικές θέσεις του διοικητικού προσωπικού, κατηγορίας και κλάδου αντίστοιχου των προσόντων του μετατασσόμενου. Με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., που τοιχοκολλάται στο κατάστημα της Κεντρικής Υπηρεσίας του Ν.Σ.Κ. και αναρτάται στην ιστοσελίδα του, καθορίζονται ο τρόπος δημοσίευσης, το περιεχόμενο της προκήρυξης, τα ειδικά προσόντα των υποψηφίων και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
Η μετάταξη γίνεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου και σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου του Ν.Σ.Κ., σε κενές οργανικές θέσεις του διοικητικού του προσωπικού, κατηγορίας και κλάδου αντίστοιχου των προσόντων του μετατασσόμενου, και αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις, σε αντίστοιχες θέσεις προσωποπαγείς, οι οποίες συνιστώνται με την πιο πάνω απόφαση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 παρ.11 Ν.3790/2009,ΦΕΚ Α 143/7.8.2009, αντικαταστάθηκε πάλι με την παράγραφο 6 εδάφιο α` άρθρου 24 Ν.4002/2011,ΦΕΚ Α 180/22.8.2011
Άρθρο 29
Θέματα Χ.Α.Α. και Επιτροπής Κεφαλαιογοράς
1. Με απόφαση του το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών δύναται να κηρύξει άκυρη πράξη (χρηματιστηριακή συναλλαγή) που καταρτίσθηκε μέσω του Αυτόματου Συστήματος Ηλεκτρονίων Συναλλαγών, εφόσον κατά την κρίση του η κήρυξη της πράξης ως άκυρης απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς ή την προστασία συμφερόντων του επενδυτικού κοινού, όπως όταν η κατάρτιση της πράξης είναι κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών προϊόν απάτης. Η παραπάνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνεται το αργότερο εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την ημερομηνία κατάρτισης της σχετικής πράξης και ανακοινώνεται αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της δύναται να ακυρώσει την κοινοποιούμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών με απόφαση της, η οποία λαμβάνεται εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την κοινοποίηση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, άλλως η κηρυχθείσα ως άκυρη πράξη δεν παράγει οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα και ιδιαίτερα ως προς τα αντισυμβαλλόμενα μέλη και τους παραγγελείς τους. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Χ.Α.Α. και της Εκτελεστικής Επιτροπής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν ευθύνονται έναντι των αντισυμβαλλόμενων μελών, των παραγγελέων τους ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου για τη λήψη ή μη απόφασης ως προς την ακυρότητα ή μη πράξης (χρηματιστηριακής συναλλαγής) που καταρτίσθηκε μέσω του Αυτόματου Συστήματος Ηλεκτρονικών Συναλλαγών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εξειδικεύσει, με απόφαση της, τα κριτήρια που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης.
2. Τα μέλη διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας που έχουν διορισθεί βάσει της διαδικασίας του άρθρου 91 του ν.2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α`), κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν ευθύνονται ποινικά ούτε ενέχονται ατομικά προς καταβολή, λόγω της μη καταβολής φόρων ή εν γένει χρεών προς το Δημόσιο ή οποιαδήποτε άλλη αρχή ή ασφαλιστικό οργανισμό, τα οποία είχαν γεννηθεί πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους ως μελών της προσωρινής διοίκησης της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας. Για τις ίδιες αιτίες δεν διατάσσεται σε βάρος των προσώπων αυτών απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Με την παρούσα διάταξη δεν θίγεται η ευθύνη των παραπάνω προσώπων για φόρους ή χρέη προς το Δημόσιο ή οποιαδήποτε άλλη αρχή ή ασφαλιστικό οργανισμό που θα γεννηθούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως προσωρινής διοίκησης της εταιρίας. Η ισχύς της διάταξης αυτής ανατρέχει στην 1.9.1997).
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
3. Η Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει για την άσκηση κάθε ένδικου μέσου ή την παραίτηση από αυτό και παρέχει την εντολή και αναγκαία πληρεξουσιότητα στους δικηγόρους της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής και σε άλλους δικηγόρους για την επιχείρηση οποιασδήποτε δικαστικής ή εξώδικης ενέργειας.
4. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 του Ν. 2527/1997 προστίθενται οι λέξεις:
“πλην των διατάξεων του άρθρου 37 του Ν. 2459/1997 και του άρθρου 36 παράγραφος 2δ και παράγραφος 3 του Ν. 2324/1995.”
Η διάταξη αυτής της παραγράφου ισχύει από την 8η/10/1997.
5. Επαναφέρεται σε ισχύ από 11.11.1997 η παράγραφος 2 του άρθρου 23 του Ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄) και η παράγραφος 5 του άρθρου 98 του Ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α΄) αντικαθίσταται, αφότου ίσχυσε, ως εξής:
“5. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 23 του Ν. 2396/1996 ως εξής:
“1. Η χρηματιστηριακή εταιρία είναι ανώνυμη εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με κύριο σκοπό τη διεξαγωγή χρηματιστηριακών συναλλαγών. Η ανώνυμη εταιρία μπορεί να παρέχει, επίσης, οποιαδήποτε κύρια ή παρεπόμενη επενδυτική υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφοι, 1 και 2 του παρόντος νόμου, εφόσον απαριθμείται στην άδεια της. Οι υφιστάμενες κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες δικαιούνται να παρέχουν τις ακόλουθες υπηρεσίες:
α. Τις υπηρεσίες του άρθρου 2 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ υποπερίπτωση ι και ιι, περίπτωση β΄ του Ν. 2396/1996 ως προς κινητές αξίες που είναι εισηγμένες σε διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.
β. Τις υπηρεσίες του άρθρου 2 παράγραφος 1 περίπτωση δ΄ του Ν. 2396/1996 ως προς την εισαγωγή κινητών αξιών σε οργανωμένη αγορά, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις περί αναδοχής έκδοσης τίτλων κατά τις κείμενες διατάξεις.
γ. Τις υπηρεσίες του άρθρου 2 παράγραφος 2 περίπτωση σ΄ του Ν. 2398/1996 ως προς κινητές αξίες που είναι εισηγμένες σε διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και μερίδια συλλογικών επενδύσεων.
δ. Τις υπηρεσίας του άρθρ.2 παρ. 2 περιπτώσεις ε΄ και στ΄ ως προς κινητές αξίες εισαγόμενες ή εισηγμένες σε διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 13 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 148 Α΄), καταργείται.”
6. Ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρείες δύνανται, κατ΄ εξαίρεση, να κατέχουν για ίδιο λογαριασμό κινητές αξίες που δεν είναι διαπραγματεύσιμες σε οργανωμένες αγορές, εάν με σχετική απόφαση της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγήσει τη σχετική άδεια. Η παραπάνω απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να αφορά είτε σε συγκεκριμένη τοποθέτηση μετά από αίτηση της ενδιαφερόμενης ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας είτε σε κατηγορία ή κατηγορίες επενδύσεων, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση σχετική προς τούτο αίτηση ενδιαφερομένου. Ύστερα από αίτηση που υποβάλλεται εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με απόφαση της να εγκρίνει τοποθετήσεις που έγιναν, προ της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, από χρηματιστηριακές εταιρίες σε κινητές αξίες μη διαπραγματεύσιμες σε οργανωμένες αγορές.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
7. Κατά παρέκκλιση των προβλεπομένων στο στοιχείο (βγ) του εδαφίου (β) της παραγράφου 6 του άρθρου 43 του Κ.Ν. 2190/1920,όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του Π.Δ. 367/1994, ως τρέχουσα τιμή μετοχών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., τις οποίες απέκτησε ανώνυμη εταιρία μέσω ιδιωτικής τοποθέτησης από το Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του N. 2324/1995, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 101 του Ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α΄), θεωρείται η τιμή κτήσης των μετοχών αυτών κατά την παραπάνω αναφερόμενη ιδιωτική τοποθέτηση. Η παρούσα διάταξη ισχύει από 1ης Δεκεμβρίου 1997.
8. Μέτοχος των Εταιριών “Χρηματιστήριο Παραγώγων Αθηνών Α.Ε.” και “Εταιρία Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων Α.Ε.”, η διαδικασία σύστασης των οποίων ρυθμίζεται από τις ειδικές διατάξεις του Ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α΄), δύναται να είναι και η Ανώνυμη Εταιρία Αποθετηρίων Τίτλων (Α.Ε.Α.Τ.). Ως προς τους όρους συμμετοχής της ΑΕΑΤ στο μετοχικό κεφάλαιο των ανωτέρω εταιριών ισχύουν αναλογικά οι διατάξεις του Ν. 2533/1997 που αφορούν τη συμμετοχή του Χ.Α.Α. Α.Ε. στο μετοχικό τους κεφάλαιο.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 13 Ν. 2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
Άρθρο 30
Διευθετήσεις θεμάτων δημοσίων εσόδων
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 43 και 44 του Κ.Ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών, οι επιχειρήσεις και οργανισμοί των οποίων αποκλεισμός μέτοχος ή με πλειοψηφία μετοχών άνω του εξήντα τοις εκατό (60%) είναι το Δημόσιο, ευθέως ή μέσω άλλης επιχείρησης ή οργανισμού του οποίου αποκλειστικός ή πλειοψηφών μέτοχος είναι το Δημόσιο και λειτουργούν με τη μορφή Α.Ε. υποχρεούνται να διαθέτουν από την εταιρική χρήση 1997 και εφεξής ολόκληρο το προβλεπόμενο από το καταστατικό τους ή από διατάξεις νόμων μέρισμα στο μέτοχο.
2. Οι εκπρόσωποι του Δημοσίου στη Γενική Συνέλευση των μετόχων υποχρεούνται να ακολουθήσουν τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου κατά τη λήψη της απόφασης περί διάθεσης των κερδών. Ομοίως οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων ή οργανισμών της προηγούμενης παραγράφου ασκούντες το δικαίωμα μετόχου στη Γενική Συνέλευση θυγατρικής επιχείρησης υποχρεούνται να ακολουθήσουν τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου κατά τη λήψη της απόφασης περί διάθεσης των κερδών.
3. Απόφαση Γενικής Συνέλευσης που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου αυτού θεωρείται άκυρη κατά το μέρος αυτής περί διάθεσης των κερδών και η αρμόδια υπηρεσία για τη δημοσίευση των στοιχείων της περίπτωσης ζ΄ της παρ. 1 του άρθρου 7α του Κ.Ν. 2190/1920 υποχρεούται να αρνηθεί την εντολή για δημοσίευση του ισολογισμού στο τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας Γης Κυβερνήσεως, εφόσον δεν συνοδεύεται με βεβαίωση της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπ. Οικονομικών ότι η διάθεση των κερδών έγινε σύμφωνα με το νόμο αυτόν.
4. Το Ελληνικό Δημόσιο δικαιούται από το οικονομικό έτος 1997 και εφεξής μέρισμα δέκα τοις εκατό (10%) στα ετήσια καθαρά κέρδη της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.) και του Ταμείου Εθνικής Οδοποιίας (Τ.Ε.Ο.). Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος απόδοσης του ανωτέρω μερίσματος.
5. Η παράγραφος 7 του άρθρου 2 του Ν. 2366/1995 (ΦΕΚ 256 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“7. Το Ελληνικό Δημόσιο δικαιούται από το οικονομικό έτος 1997 και εφεξής μέρισμα στα ετήσια καθαρά κέρδη του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου εξήντα πέντε τοις εκατό (65%).”
6. Για την εταιρική χρήση 1997 και μέχρι μεταβιβάσεως του 85% του μετοχικού κεφαλαίου της Δ.ΕΠ.Α. Α.Ε. στο Ελληνικό Δημόσιο, τόσο η Δ.Ε.Π. Α.Ε. όσο και οι θυγατρικές της εταιρίες είναι υποχρεωμένες να καταβάλουν μέρισμα, ύψους 35% επί των ετήσιων καθαρών κερδών τους, ανεξαρτήτως του ύψους του καταβεβλημένου κεφαλαίου τους και τυχόν αντίθετης διάταξης του καταστατικού τους.
7. Τα εδάφια αα΄ και ββ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2328/1995, όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του Ν. 2433/1996 (ΦΕΚ 180 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
“αα) ΛΟΤΤΟ από 1.1.1998:
– Ποσοστό 43% (σαράντα τρία τοις εκατό) του συνόλου ως κέρδος των συμμετεχόντων στο αριθμολαχείο.
– Ποσοστό επτά τοις εκατό (7%) παρακρατείται από τον Ο.Π.Α.Π. για την κάλυψη των πάσης φύσεως εξόδων διοίκησης και λειτουργίας του, καθώς και λοιπών εξόδων του διαχειριστή, ως και για μελλοντικές επενδύσεις εκσυγχρονισμού.
– Ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%) στο Υπουργείο Πολιτισμού για την ενίσχυση του προγράμματος πολιτιστικής ανάπτυξης.
– Ποσοστό δεκαεπτά τοις εκατό (17%) στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού.
– Ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) στο Υπουργείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για την προβολή των εθνικών θεμάτων.
– Ποσοστό δεκαεννέα τοις εκατό (19%) με επιμέλεια του Ο.Π.Α.Π. στο Ελληνικό Δημόσιο.
ββ)ΠΡΟΤΟ από 1.1.1998:
– Ποσοστό πενήντα οκτώ τοις εκατό (58%) ως κέρδος των συμμετεχόντων στο αριθμολαχείο.
– Ποσοστό έξι τοις εκατό (6%) παρακρατείται από τον Ο.Π.Α.Π. για την κάλυψη των πάσης φύσεως εξόδων διοίκησης και λειτουργίας του, καθώς και λοιπών εξόδων του διαχειριστή, ως και για μελλοντικές επενδύσεις εκσυγχρονισμού.
– Ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%) στο Υπουργείο Πολιτισμού για την ενίσχυση του προγράμματος πολιτιστικής ανάπτυξης.
– Ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%) στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού.
– Ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) στο Υπουργείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για την προβολή των εθνικών θεμάτων.
– Ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) με επιμέλεια του Ο.Π.Α.Π. στο Ελληνικό Δημόσιο.
Παρέχεται στον Ο.ΠΑ.Π. το δικαίωμα της διενέργειας πρόσθετων διαγωνισμών ΠΡΟΤΟ – ΛΟΤΤΟ. πέραν των τακτικών, τα έσοδα των οποίων διατίθενται όπως εκείνα από τους τακτικούς διαγωνισμούς πλην των δικαιωμάτων του Δημοσίου που περιέρχονται στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού μέχρι του ποσού των τεσσάρων δισεκατομμυρίων (4.000.000.000) δραχμών ετησίως. Ειδικώς για τους έντεκα (11) τελευταίους πρόσθετους διαγωνισμούς η κατανομή των ποσοστών ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού.
Παρέχεται το δικαίωμα να προκαταβάλλεται στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, από 1ης Ιανουαρίου κάθε έτους, από τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου επί των εσόδων ΛΟΤΤΟ και ΠΡΟΤΟ ποσό σαράντα τοις εκατό (40%) της κατ΄ έτος εγγεγραμμένης στον Κρατικό Προϋπολογισμό πρόβλεψης εσόδων του Δημοσίου από ΛΟΤΤΟ και ΠΡΟΤΟ και μέχρι έξι δισεκατομμύρια (6.000.000.000) δραχμές για τη διευκόλυνση και εξυπηρέτηση ταμειακών αναγκών της. Μετά τη συμπλήρωση του ποσού αυτού στο Ελληνικό Δημόσιο αποδίδονται πέραν των δικαιωμάτων του και τα δικαιώματα της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού μέχρι και τη συμπλήρωση του παραπάνω ποσού.»
8. Το άρθρο 34 του Ν. 1326/1983, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 14 του Ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής;
«Άρθρο 34
Από 1.1.1998 οι ακαθάριστες εισπράξεις από κάθε είδους αμοιβαία στοιχήματα με εξαίρεση το πρόσθετο αμοιβαίο στοίχημα (swepstakes) της παραγράφου 3 του άρθρου 4 διανέμονται ως εξής:
– ποσοστό 80% σε αυτούς που κερδίζουν
– ποσοστό 5% για έπαθλα ιπποδρομιών
– ποσοστό 0,125% στη Φίλιππο Ένωση
– ποσοστό 0,50% για το Ταμείο Πρόνοιας και Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Ιπποδρομιών (ΤΑ.Π.Ε.Α.Π.)
– ποσοστό 3% (τρία τοις εκατό) στο Ελληνικό Δημόσιο. Το ποσοστό του Ελληνικού Δημοσίου αποδίδεται μηνιαία. Το αναλογούν προς το Ελληνικό Δημόσιο ποσό κάθε μηνός αποδίδεται εντός του επόμενου μήνα.»
Άρθρο 31
Λοιπές διατάξεις
1. Η διάταξη της παραγράφου 18 του άρθρου 4 του Ν. 2390/1996 (ΦΕΚ 54 Α΄) ισχύει και για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιουνίου 1995 μέχρι δημοσιεύσεως του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (21.3.1996).
2. Η αληθής έννοια της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 39 του Ν. 1041/1980 (ΦΕΚ 75 Α΄) είναι ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, τις αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Η δαπάνη εκτίμησης του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών στις περιπτώσεις που προσφεύγουν σε αυτό νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, που έχουν τις ατέλειες, τα δικαστικά, διοικητικά, οικονομικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου, περιορίζεται στα 2/3 (δύο τρίτα) της νόμιμης δαπάνης εκτίμησης που κάθε φορά ισχύει.
3. Μηχανήματα και μηχανολογικός εξοπλισμός που έχουν εισαχθεί ατελώς μέχρι 31.12. 1986 και τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν ή έπαψαν να χρησιμοποιούνται για το σκοπό που εισήχθησαν και για τα οποία δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 1567/1985 (ΦΕΚ 171 Α΄) και του άρθρου 46γ του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 21 του Ν. 2516/1997 (ΦΕΚ 159 Α΄), ανεξάρτητα αν έχει οριστικοποιηθεί ή όχι η ατέλεια τους, μπορούν μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είτε να επανεξαχθούν στο εξωτερικό χωρίς την καταβολή των αναλογούντων δασμών και φόρων είτε να εκτελωνισθούν στην κατάσταση που βρίσκονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του Α.Ν. 806/1937 (ΦΕΚ 395 Α΄), είτε να καταστραφούν με την επίβλεψη της αρμόδιας τελωνειακής αρχής και με την καταβολή των επιβαρύνσεων που αναλογούν στα εναπομείναντα υπολείμματα. Σε περίπτωση που τα πιο πάνω μηχανήματα και ο μηχανολογικός εξοπλισμός έχουν περιέλθει κατόπιν αναγκαστικού πλειστηριασμού στην κυριότητα τραπεζών, οι δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις θα υπολογισθούν με βάση την τελική τιμή πώλησης τους από αυτές.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που έχει διαπιστωθεί παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7 του α.ν. 896/1937.
4. Επαναφέρονται σε ισχύ για τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 74 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 13 Α΄). Στην περίπτωση αυτή, οι δασμοί και φόροι, επί των οποίων δεν θα υπολογιστούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, πρέπει να καταβληθούν σε τρεις (3) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη πρέπει να καταβληθεί μέσα σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Επιβατικά αυτοκίνητα, που έχουν παραληφθεί με το καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής από Αλβανούς υπηκόους και έχει παρέλθει η προθεσμία παραμονής τους στο καθεστώς αυτό. μπορούν μέσα σε δύο (2) μήνες οπό τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως να επανεξαχθούν χωρίς την καταβολή των προβλεπόμενων για παράνομη κυκλοφορία προστίμων.
6. Η υποπαράγραφος 2 της παρ. 2 του άρθρ. 10 του Ν.Δ. 19/19.11.1932 αντικαθίσταται ως εξής:
«2) Όταν πρόκειται για μίσθωση ακινήτου το οποίο ανήκει σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε κοινωφελείς περιουσίες του Α.Ν. 2039/1939 (ΦΕΚ 455 Α΄).
7. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 25 του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) προστίθενται περιπτώσεις θ΄, ι΄ και ια΄, που έχουν ως εξής:
«θ) Του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 35 του Ν. 2238/1994.
ι) Της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του Ν. 2238/1994.
ία) Της παραγράφου 4 του άρθρου 39 του Ν. 2238/1994.”
8. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 10 του Ν. 2414/1996 (ΦΕΚ 135 Α΄) προστίθενται νέα εδάφια που έχουν ως εξής:
“Οι αλλαγές του προηγούμενου εδαφίου, με τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων κατά τη διαγραφόμενη σ΄ αυτό διαδικασία, πρέπει, ως προς δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς που εμφανίζουν αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα ή βρίσκονται στη φάση εξυγίανσης, να ολοκληρωθούν εντός αποκλειστικής προθεσμίας 6 (έξι) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η ως άνω διαδικασία ακολουθείται και για τους Κανονισμούς Εργασίας της παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 2271/1994 και ολοκληρώνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αν, για οποιονδήποτε λόγο, οι παραπάνω προθεσμίες παρέλθουν άπρακτες, οι ως άνω αλλαγές γίνονται με νόμο. Τροποποιήσεις αυτών στο εξής γίνονται με συλλογικές συμβάσεις εργασίας που συνάπτουν οι διοικήσεις των εν λόγω επιχειρήσεων με την πλέον αντιπροσωπευτική οργάνωση των εργαζομένων σε αυτές”.
9. Η παράγραφος 3 του άρθρου 60 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2433/1996, αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
“3. Οι λογαριασμοί του Δημοσίου, που λειτουργούν χωρίς τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την προηγούμενη παράγραφο, καταργούνται εντός δυόμισι ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Τα τυχόν υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία των καταργούμενων λογαριασμών αποτελούν δημόσια υπηρεσία, τα δε χρηματικά υπόλοιπα αυτών κατατίθενται σε δημόσια οικονομική υπηρεσία μέσα σε δυόμισι έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος και εμφανίζονται στα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού”.
10. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 60 του Ν. 2362/1995, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρ. 14 του νόμου 2433/1996, αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
“Υποχρεώσεις πληρωτέες σε βάρος των καταργούμενων λογαριασμών που είχαν αναληφθεί ή αναλαμβάνονται εφεξής μπορεί να εξοφληθούν από το χρηματικό υπόλοιπο αυτών μέσα στην ως άνω προθεσμία των δυόμισι ετών.”
11. Στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του Ν. 251/1976 (ΦΕΚ 19 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση ζ, που έχει ως εξής:
“ζ. Η διάθεση στη Βουλή των Ελλήνων, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, αριθμού τροχοφόρων οχημάτων που ανήκουν στο Δημόσιο προκειμένου να παραχωρηθούν δωρεάν σε Κοινοβούλια ξένων, ιδίως ασθενών οικονομικώς, χωρών κατά την κρίση και με απόφαση του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων. Η διενέργεια των νόμιμων διατυπώσεων για την εξαγωγή από τη χώρα των ως άνω διατιθέμενων οχημάτων ανατίθεται στον Ο.Δ.Δ.Υ.”.
12. α. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Π.Δ. 140/1990 (ΦΕΚ 55 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
β) Η αξία του κάθε ακινήτου δεν υπερβαίνει τα τριάντα πέντε εκατομμύρια (35.000.000) δραχμές. Το όριο αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της κυβερνήσεως.” “Για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α` και β` βαθμίδας δεν απαιτείται έκθεση εκτίμησης του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών όταν η αξία των μεταβιβαζόμενων ακινήτων δεν υπερβαίνει τα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές.
β. Η τιμή εκκίνησης, για τον εκπλειστηρίασμα ακινήτων του Δημοσίου και της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου (Κ.Ε.Δ.) για τα οποία δεν απαιτείται εκτίμηση του Σ.Ο.Ε δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την αντικείμενη αξία του ακινήτου. Για την περίπτωση ακινήτων που δεν είναι ενταγμένα στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, ως τιμή εκκίνησης λαμβάνεται η εκτίμηση της αξίας του ακινήτου, όπως αυτή δίδεται βάσει συγκριτικών στοιχείων από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία μειωμένη κατά ποσοστό 20% (είκοσι τοις εκατό).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.23 Ν.2873/2000 ΦΕΚ Α 285/28.12.2000
γ. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του Ν. 923/1979 (ΦΕΚ 226 Α΄) προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
“Επίσης η Εταιρία δικαιούται πάγιο διαχειριστικό δικαίωμα επί των χρηματικών ποσών που τίθενται στη διάθεση της από οποιονδήποτε φορέα για την πραγματοποίηση κατ΄ εντολή των αγορών ακινήτων ή εκτέλεση τεχνικών έργων ή εκπόνηση μελετών ως ακολούθως:
α) Για συνολικό ποσό σύμβασης αγορών:
α) από ….0-100.000.000 δρχ. ποσοστό 8%.
β) από 100.000.001 – 200.000.000 ποσοστό 4%.
δρχ·
γ) από 200.000.001 δρχ. και πάνω ποσοστό 2%.
β) Για συνολικό προϋπολογισμό σύμβασης εκτέλεσης τεχνικού έργου ή ανάθεσης μελέτης:
α) από ….0 – 200.000.000 δρχ. ποσοστό 12%.
β) από 200.000.001 -1 δις δρχ. ποσοστό 10%.
γ) από 1 δις και πάνω ποσοστό 6%.
Το πιο πάνω διαχειριστικό δικαίωμα δικαιούται η Εταιρία και επί των ευρισκόμενων στο στάδιο εκτέλεσης τεχνικών έργων”.
Άρθρο 32
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:
α) Των διατάξεων των άρθρων 1 (παράγραφοι 1, 2, 3 και 4), 2, 3 (παράγραφοι 1, 3, 4, 5, 6 και 9), 4 (παράγραφοι 1, 5, 6, 7, 8, 10 και 11 περίπτωση γ΄ του άρθρου 17 του Ν. 2238/1994), 5 (παράγραφοι 7, 8 και 9) για τα εισοδήματα ή τις δαπάνες που αποκτώνται ή πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, από την 1η Ιανουαρίου 1997 και μετά.
β) Των διατάξεων των άρθρων 1 (παράγραφος 5), 3 (παράγραφοι 2, 11, 12, 13, 16 και 18), 4 (παράγραφοι 2, 3, 4, 9, 11 περιπτώσεις δ΄ και ε΄ του άρθρου 17 του Ν. 2238/1994 και παράγραφοι 12, 13 και 14), 5 (παρ. 5, 6 και 10), 6 (παρ. 5, 5 και 8) για τα εισοδήματα η τις δαπάνες που αποκτώνται ή πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, από την 1η Ιανουαρίου 1998 και μετά.
γ) Των διατάξεων του άρθρου 3 (παράγραφοι 7 8 και 10) για κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν με 31 Δεκεμβρίου 1997 και μετά.
δ) Των διατάξεων του άρθρου 15 (παράγραφοι 1, 2 και 3) από 1.1.1998 για όσους η διαχειριστική περίοδος έληξε την 31.12.1997 και για τους λοιπούς υπόχρεους από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου μετά την 31.12.1997.
ε) Των διατάξεων των άρθρων 15 (παράγραφος 4) και 16 (παρ. 1. 2, 6 και 7) από την 1η του μεθεπόμενου μήνα μετά τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
στ) Των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.