ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 2954 ΦΕΚ Α’255 2.11.2001

Φορολογικές ρυθμίσεις, αμοιβαία κεφάλαια, συμπλήρωση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Άρθρο 1
Ρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος

1. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που κυρώθηκε με το Ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄), προστίθεται περίπτωση δ΄, που έχει ως εξής:

“δ) Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στους αναγνωρισμένους πολιτικούς πρόσφυγες, σε αυτούς που διαμένουν προσωρινά στην Ελλάδα για ανθρωπιστικούς λόγους και σε όσους έχουν υποβάλει αίτηση για αναγνώριση προσφυγικής ιδιότητας, η οποία βρίσκεται στο στάδιο εξέτασης από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, από φορείς που υλοποιούν προγράμματα παροχής οικονομικής ενίσχυσης προσφύγων, τα οποία χρηματοδοτούνται από την Ύπατη Αρμοστεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ελληνικό Δημόσιο.»

2. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Σε περίπτωση περισσοτέρων με ίσα ποσοστά συμμετοχής, οι δικαιούχοι επιχειρηματικής αμοιβής καθορίζονται από την εταιρία ή κοινωνία και δηλώνονται με την οικεία αρχική ετήσια δήλωση της.”

3. Το έκτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Η επιχειρηματική αμοιβή προσδιορίζεται με την εφαρμογή του ποσοστού συμμετοχής αυτού του εταίρου ή κοινωνού στο πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών των κερδών της εταιρίας ή κοινωνίας που δηλώθηκαν με την οικεία ετήσια δήλωση της.»

4. Το έβδομο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργείται.

5. Στην υποπερίπτωση ββ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται καινούργιο εδάφιο που έχει ως εξής:

«Με μεταβίβαση εταιρικών μερίδων ή μεριδίων εξομοιώνεται και η μη συμμετοχή εταίρου στην αύξηση του κεφαλαίου προσωπικής εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης.»

6. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργούνται.

7. Στην περίπτωση στ του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

«Επίσης, δε λαμβάνεται υπόψη, για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης, το ποσό της δαπάνης που καταβάλλεται για την τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείου, που έχει ληφθεί για την αγορά αρδευτικού εξοπλισμού γεωργικής εκμετάλλευσης.»

8. Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

«Οι διατάξεις αυτής της περίπτωσης εφαρμόζονται ανάλογα και για βελτιώσεις ή επεκτάσεις που γίνονται με δαπάνες του μισθωτή σε οικοδομή της οποίας την κυριότητα έχει ο εκμισθωτής, αν μετά τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης της οικοδομής οι βελτιώσεις ή επεκτάσεις παραμένουν στην κυριότητα του εκμισθωτή.»

9. Η αναφερόμενη στις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 () του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος παράγραφος 3 του άρθρου 13 τροποποιείται σε παράγραφο 6.

10. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται υποπερίπτωση κ΄, που έχει ως εξής:

«κ) Των ποσών που καταβάλλουν εφάπαξ ή περιοδικά οι επιχειρήσεις σε άγαμα τέκνα του προσωπικού τους και μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας τους, λόγω θανάτου του γονέα – εργαζομένου και με την προϋπόθεση ότι αυτός επήλθε λόγω σεισμού ή άλλου λόγου ανώτερης βίας, κατά τη διάρκεια εργασίας του θανόντος και εντός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης. Το πιο πάνω εκπιπτόμενο ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει, ανά ημερολογιακό έτος, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο – τέκνο. Ειδικά, για τα ποσά που καταβάλλονται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2001, ως ανώτατο όριο εκπιπτόμενης δαπάνης ορίζεται το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών.

11. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για ποσά που βαρύνουν ισολογισμούς που κλείνουν μετά τις 30 Δεκεμβρίου 2000.

12. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

“Οι μοναδικοί συντελεστές καθαρού εισοδήματος περιλαμβάνονται σε ειδικό πίνακα, ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

13. Η ισχύς των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από την έναρξη ισχύος της παραγράφου 21 του άρθρου 4 του Ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285 Α΄).

14. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 48 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, μεταξύ των λέξεων “κοινωνιολόγου και” τίθεται σημείο στίξεως κόμμα (,) και μετά από αυτό προστίθενται οι λέξεις “κοινωνικού λειτουργού».

Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 2001.

15. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργείται από την έναρξη ισχύος της παραγράφου 22 του άρθρου 4 του Ν.2873/2000.

16. Οι υποπεριπτώσεις αα΄ και ββ΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:

«αα) Με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), αν το καθαρό ποσό της παροχής δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες (700.000) δραχμές ετησίως και για παροχές που καταβάλλονται από 1ης Ιανουαρίου 2002 και μετά τα δύο χιλιάδες πενήντα τέσσερα (2.054) ευρώ.

ββ) Με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), αν το καθαρό ποσό της παροχής υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες (700.000) δραχμές και μέχρι ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες (1.400.000) δραχμές ετησίως. Τα ποσά αυτά για παροχές που καταβάλλονται από 1ης Ιανουαρίου·2002 και μετά γίνονται δύο χιλιάδες πενήντα τέσσερα (2.054) και τέσσερις χιλιάδες εκατό (4.100) ευρώ αντιστοίχως.»

17. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για την παρακράτηση φόρου από τα ποσά των συντάξεων ή άλλων παροχών παρόμοιας φύσης που καταβάλλονται στους δικαιούχους από 1ης Ιανουαρίου 2001 και μετά.

18. Η παράγραφος 3 του άρθρου 59 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Εκτός από τις προσωρινές δηλώσεις εκείνοι που έχουν υποχρέωση να παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 57 οφείλουν να επιδίδουν μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του Μαρτίου κάθε έτους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας τους, οριστική δήλωση η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση κατοικίας κάθε δικαιούχου, τον αριθμό φορολογικού μητρώου του, το ποσό των αμοιβών, το ποσό του φόρου που αναλογεί επ΄ αυτών με βάση την κλίμακα του άρθρου 9, το ποσό του φόρου που οφείλεται μετά την έκπτωση από το φόρο που αναλογεί του ποσοστού που ορίζεται με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 57, το φόρο που παρακρατήθηκε για κάθε μισθωτό ή ημερομίσθιο ή συνταξιούχο κατά περίπτωση, καθώς και το υπόλοιπο για καταβολή ποσό φόρου, το οποίο θα καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης.»

19. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για οριστικές δηλώσεις οικονομικού έτους 2001 και μετά, οι οποίες περιλαμβάνουν αποδοχές και συντάξεις που καταβλήθηκαν μέσα στο 2000 και μετά.

20. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 61 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«γ) Ο ένας από τους δύο συζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση”.

21. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 61 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«β) Για τους ανήλικους ή αυτούς που έχουν υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση, κατά περίπτωση, ο επίτροπος ή ο κηδεμόνας ή ο δικαστικός συμπαραστάτης».

22. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προσθέτονται υποπεριπτώσεις στστ΄ και ζζ΄ που έχουν ως εξής:

«στστ) Εισόδημα που καταβάλλεται από ανώνυμη εταιρία στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της, για τις υπηρεσίες που παρέχουν με βάση ειδική σύμβαση μίσθωσης εργασίας ή εντολής.

ζζ) Η δήλωση υποβάλλεται σε εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 61, εφόσον ο φορολογούμενος δεν κατοικεί ούτε διαμένει στην ημεδαπή».

23. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2001 και μετά.

24. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:

«Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί επίσης να καθορίζεται ειδικός τρόπος έκδοσης των καταλογιστικών πράξεων που αφορούν τις δηλώσεις που ελέγχονται κατά τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο καθώς και βεβαίωσης των οικείων διαφορών, με την έκδοση ενιαίας ανά φορολογικό αντικείμενο πράξης για όλες τις χρήσεις για τις οποίες επέρχεται επίλυση των διαφορών.»

25. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται, προκειμένου για σχολάζουσα κληρονομιά, από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή, για μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το σύνδικο, για ανήλικο από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα και επί πλειόνων από τον έναν από αυτούς ή γι΄ αυτόν που έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση από το δικαστικό συμπαραστάτη και προκειμένου για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του.»

26. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Αν υποβληθεί αίτημα για διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αναστέλλεται με την υποβολή της αίτησης, μη υπολογιζόμενης της ημέρας υποβολής αυτής και συνεχίζει από την επόμενη εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης ή μερικής επίλυσης της διαφοράς.»

27. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 81 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Οι φύλακες μεταγραφών υποχρεούνται να αρνηθούν τη μεταγραφή των δικαιοπραξιών για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 88 και τις περιπτώσεις ε΄ της παραγράφου 1 και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 89, όπως επίσης και τη μεταγραφή του πρακτικού συμβιβαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών του άρθρου 214 Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και τη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς ή κληροδοσίας ή του κληρονομητηρίου, αν δεν προσκομιστεί το πιστοποιητικό ή δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο».

28. Στην παράγραφο 10 του άρθρου 81 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος η φράση “αυτοκινήτου οχήματος ή μοτοσικλέτας από πεντακόσια (500) κυβικά εκατοστά και πάνω ή» διαγράφεται.

29. Η αναφερόμενη στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 11 του άρθρου 106 () του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος παράγραφος 7 του άρθρου 13 τροποποιείται σε παράγραφο 8.

30. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

“Σε περίπτωση περισσότερων διαχειριστών εταίρων με (σα ποσοστά συμμετοχής, οι δικαιούχοι επιχειρηματικής αμοιβής καθορίζονται από την εταιρία και δηλώνονται με την οικεία αρχική ετήσια δήλωση της.»

31. Το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Η ανωτέρω επιχειρηματική αμοιβή θεωρείται ως λαμβανόμενη, από το ήμισυ των συνολικών καθαρών κερδών της εταιρίας, που δηλώνονται με την οικεία ετήσια δήλωση της και κατά το ποσοστό συμμετοχής των διαχειριστών.»

32. Το έκτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργείται.

33. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 2, 3, 4, 30, 31 και 32 του άρθρου αυτού αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 2001 και μετά και καταλαμβάνουν τα καθαρά εισοδήματα και τα κέρδη διαχειρίσεων που κλείνουν μετά από τις 30 Δεκεμβρίου 2000 και στο εξής.

34. Υπόχρεοι που υπάγονται στις διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4, 30, 31 και 32, κατά περίπτωση, οι οποίοι υπέβαλαν την ετήσια φορολογική δήλωση οικονομικού έτους 2001 και δεν υπολόγισαν επιχειρηματική αμοιβή, στα φυσικά πρόσωπα που δικαιούνται αυτήν, σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις, οφείλουν να υποβάλλουν την οικεία συμπληρωματική δήλωση του υπόχρεου νομικού προσώπου ή της κοινωνίας, καθώς και των φυσικών προσώπων που δικαιούνται την επιχειρηματική αμοιβή. Αν αυτοί οι υπόχρεοι δεν υποβάλλουν την οικεία φορολογική τους δήλωση, ο προϊστάμενος της αρμόδιας φορολογικής αρχής χωρεί οίκοθεν στη βεβαίωση ή την επιστροφή, κατά περίπτωση, του κύριου και πρόσθετου φόρου που προκύπτει.

35. Οι διατάξεις του άρθρου 117 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργούνται. Τυχόν καταβληθέντα ποσά δεν επιστρέφονται.

36. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού.
Άρθρο 2
Συναφείς ρυθμίσεις με τη φορολογία εισοδήματος και περί φορολογικών κυρώσεων

1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 1146/1972 (ΦΕΚ 64 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«Με τον ίδιο τρόπο υπολογίζεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, για την εφαρμογή των διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος, η αξία του οχήματος ως εμπορεύματος, εκτός αν προκύπτει μεγαλύτερη με βάση το συμβόλαιο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, οπότε και λαμβάνεται υπόψη αυτή.

Ειδικά, για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., ο φόρος που καταβάλλεται κατά το χρόνο μεταβίβασης οχήματος ως εμπορεύματος υπολογίζεται επί της αξίας που προσδιορίζεται με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, η δε πραγματική αξία πώλησης φορολογείται με τις γενικές διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος και συμψηφίζεται ο φόρος που καταβλήθηκε.»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν για μεταβιβάσεις οχημάτων που πραγματοποιούνται από τη δημοσίευση του νόμου και μετά.

3. Οι διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 2819/2000 (ΦΕΚ 84 Α΄) καταλαμβάνουν και τους τόκους από ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι καταβάλλονται από 1ης Αυγούστου 2001 μέχρι και 31ης Δεκεμβρίου 2001.

4. Στην περίπτωση στ΄ του άρθρου 50 του Ν. 2873/2000 προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:

“Ειδικά οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 32 του Ν. 2238/1994, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 20 του άρθρου 4 του παρόντος, ισχύουν για τα φύλλα ελέγχου και πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων φορολογίας εισοδήματος που εκδίδονται ή εκδόθηκαν από 1ης Ιανουαρίου 2000 και μετά και δεν έχουν οριστικοποιηθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο.”

5. Το ποσό που ορίζεται στο άρθρο 19 του Ν. 820/1978 (ΦΕΚ 174 Α΄) αυξάνεται σε δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές και από 1.1.2002 σε έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ.

6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Στο Φ.Π.Α. όταν μετά από έλεγχο αποδειχθεί ότι ο υποκείμενος στο φόρο, ως λήπτης εικονικού φορολογικού στοιχείου ή στοιχείου το οποίο νόθευσε αυτός ή άλλοι για λογαριασμό του, διενήργησε έκπτωση φόρου εισροών ή έλαβε επιστροφή φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί Φ.Π.Α., ή ως εκδότης δεν απέδωσε φόρο, με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, επιβάλλεται ειδικό πρόστιμο ισόποσο με το τριπλάσιο του φόρου που εξέπεσε ή που επιστράφηκε ή δεν απέδωσε, ανεξάρτητα αν δεν προκύπτει τελικά ποσό φόρου για καταβολή.»

7. Τα εδάφια δεύτερο και έβδομο της παραγράφου 9 του άρθρου 13 του Ν. 2523/1997 καταργούνται.

8. Στην παράγραφο 10 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, που έχει ως εξής:

«Στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο.”

9. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997 ισχύουν ανάλογα και για τα αδικήματα των περιπτώσεων ζ΄ και η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Ν. 1591/1986 (ΦΕΚ 50 Α΄), για τα οποία, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, δεν έχει επέλθει παραγραφή κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.

10. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 28 του Ν. 2682/1999 (ΦΕΚ 16 Α΄) εφαρμόζονται ανάλογα και για τις περιπτώσεις που μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Ν. 2836/2000 (ΦΕΚ 168 Α΄) καταβλήθηκαν οι οικείες διαφορές φόρων μεταξύ των φορολογιών πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης που ίσχυαν κατά το χρόνο παραλαβής του.

11. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Π.Δ. 100/1998 (ΦΕΚ 96 Α΄) προστίθεται περίπτωση η΄, που έχει ως εξής:

«η) Για οικοδομήματα αεροδρομίων που χρησιμοποιούνται ως αεροσταθμοί επιβατών, σε τέσσερα τα εκατό (4%)».

12. Στο τέλος του άρθρου 7 του Π.Δ. 100/1998 προστίθεται παράγραφος 5, που έχει ως εξής:

«5. Για τις εγκαταστάσεις αεροδρομίων, τα ποσοστά απόσβεσης ορίζονται ως εξής:

α) Αεροδιάδρομοι, σε τέσσερα τα εκατό (4%).

β) Γέφυρες διέλευσης αεροσκαφών, σε τέσσερα τα εκατό (4%).

γ) Χώροι πίστας αεροδρομίου για στάθμευση αεροσκαφών, σε τέσσερα τα εκατό (4%).

δ) Γέφυρες επιβίβασης επιβατών και σύστημα τροφοδοσίας επεξεργασμένου αέρα, σε τέσσερα τα εκατό (4%).

ε) Ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης αποσκευών, σε τέσσερα τα εκατό (4%).

στ) Υπόγειο σύστημα παροχής ρεύματος 400 ΗΖ στα αεροσκάφη, σε δέκα τα εκατό (10%).

ζ) Οπτικά αεροβοηθήματα:

ζα) Εργασίες κατασκευής, σε τέσσερα τα εκατό (4%).

ζβ) Εξοπλισμός, σε πέντε τα εκατό (5%).

η) Τηλεπικοινωνιακά συστήματα, σε τέσσερα τα εκατό (4%).»

13. Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του Π.Δ. 100/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Για τα πλοία και λοιπά πλωτά μέσα, χωρητικότητας φορτίου κάτω των 500 τόνων, το ποσοστό απόσβεσης ορίζεται σε είκοσι τα εκατό (20%) για το πρώτο έτος εκμετάλλευσης τους υπό ελληνική σημαία, σε δέκα τα εκατό (10%) ετησίως από το δεύτερο έως και το πέμπτο έτος και πέντε τα εκατό (5%) για το έκτο και καθένα από τα επόμενα έτη εκμετάλλευσης τους.»

14. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 11, 12 και 13 ισχύουν από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 3
Αυτοτελής φορολογία αφορολόγητων αποθεματικών

1. Επιβάλλεται αυτοτελής φορολογία εισοδήματος με συντελεστή δεκαεπτά και πενήντα τοις εκατό (17,50%) στα αποθεματικά που έχουν σχηματίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 34 ή παραγράφου 8 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, τα οποία προέρχονται από τα, πέραν των τεκμαρτών, πραγματικά κέρδη τους από την πώληση ανεγειρομένων οικοδομών ή την εκτέλεση δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων και εμφανίζονται στον τελευταίο ισολογισμό που έκλεισαν πριν από τη δημοσίευση του παρόντος, οι ατομικές επιχειρήσεις, οι υπόχρεοι που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 και τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 101 του ίδιου Κώδικα, εφόσον αυτά δεν έχουν υπαχθεί σε φορολογία και δεν έχουν διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί, μέχρι τη δημοσίευση αυτού του νόμου.

2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, οι υπόχρεοι που αναφέρονται σε αυτήν πρέπει να υποβάλλουν ιδιαίτερη δήλωση για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία του υπόχρεου Δ.Ο.Υ. μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα, για τις δημόσιες υπηρεσίες, του μήνα Νοεμβρίου 2001. Ο φόρος που προκύπτει με βάση αυτή τη δήλωση καταβάλλεται σε πέντε (5) ίσες δίμηνες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης και οι υπόλοιπες τέσσερις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων τρίτου, πέμπτου, εβδόμου και ένατου, από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης, μηνών. Με την καταβολή αυτού του φόρου εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του φυσικού ή νομικού προσώπου, καθώς και των μετόχων ή εταίρων του. Το ποσό των αποθεματικών που φορολογήθηκαν με αυτόν τον τρόπο, μετά την αφαίρεση του φόρου που καταβάλλεται, εμφανίζονται σε ειδικούς λογαριασμούς στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης και δύνανται, οποτεδήποτε, να διανεμηθούν ή να κεφαλαιοποιηθούν ή να εξαχθούν στο εξωτερικό, όταν πρόκειται για αλλοδαπές επιχειρήσεις, χωρίς καμία άλλη φορολογική επιβάρυνση.

3. Οι διατάξεις του άρθρου 113 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄) και του Ν. 2523/1997 εφαρμόζονται ανάλογα και στο φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτού του άρθρου.
Άρθρο 4
Ολοκλήρωση της εκκαθάρισης των Συγκοινωνιακών Επιχειρήσεων (Σ.ΕΠ.)

1. Η λογιστική τακτοποίηση των αμοιβαίων απαιτήσεων και υποχρεώσεων μεταξύ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών» (Ο.Α.Σ.Α.) και των υπό εκκαθάριση Συγκοινωνιακών Επιχειρήσεων (Σ.ΕΠ.) πραγματοποιείται σύμφωνα με το 12/19.10.2000 Πρακτικό της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων του Ο.Α.Σ.Α. και της αποδοχής από μέρους των Σ.ΕΠ. της πρότασης του Ο.Α.Σ.Α., για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς.

Οι προκύπτουσες απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις του Ο.Α.Σ.Α. από και προς τις υπό εκκαθάριση Σ.ΕΠ. αντίστοιχα λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών της διαχειριστικής χρήσης του Ο.Α.Σ.Α., μέσα στην οποία θα εκδοθούν τα απαιτούμενα προς τακτοποίηση του θέματος φορολογικά στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Ο Ο.Α.Σ.Α. υποχρεούται για την τακτοποίηση των απαιτήσεων του από τις Σ.ΕΠ. και των υποχρεώσεων του προς αυτές να προβει στις αναγκαίες γενικά λογιστικές διαδικασίες (ενημέρωση βιβλίων, έκδοση στοιχείων, κλπ.), μέσα σε τρεις (3) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

2. Οι Σ.ΕΠ. υποχρεούνται να προβούν στην έκδοση των στοιχείων που ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 5 του παρόντος και καταχώριση των οικείων λογιστικών εγγραφών που αφορούν στην τακτοποίηση των απαιτήσεων και υποχρεώσεών τους από και προς τον Ο.Α.Σ.Α., μέσα σε τρεις (3) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Μέσα στην ίδια προθεσμία, να καταρτίσουν τον πρώτο υπερδωδεκάμηνο ισολογισμό περιόδου 12.8.1992 έως 22.12.1993 και να συντάξουν ενιαίο προσωρινό ισολογισμό περιόδου 22.12.1993 έως και την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για έκδοση των στοιχείων του προηγούμενου εδαφίου.

3. Τα ποσά που καταβάλλονται στους εκμεταλλευτές λεωφορείων δημόσιας χρήσης και τα οποία προκύπτουν μετά την οριστικοποίηση των αμοιβαίων απαιτήσεων και υποχρεώσεων μεταξύ Σ.ΕΠ. και Ο.Α.Σ.Α. θεωρούνται για τους δικαιούχους αυτούς εισοδήματα της χρήσης 2000 και οι δικαιούχοι υποχρεούνται στην υποβολή αρχικής ή συμπληρωματικής δήλωσης φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2001, μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

Το καθαρό εισόδημα προκύπτει με την εφαρμογή συντελεστή καθαρού κέρδους σε ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) επί του καταβαλλόμενου ποσού και φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%).

Το ποσό του φόρου παρακρατείται από τις Σ.ΕΠ. κατά την καταβολή του ποσού στους δικαιούχους και καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την παρακράτηση μήνα.

4. Η φορολογητέα αξία για τον υπολογισμό του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.)- Ν. 1642/1986 (ΦΕΚ 125 Α΄) προσδιορίζεται κατά συντελεστή φόρου τόσο για τον Ο.Α.Σ.Α., όσο και για τις υπό εκκαθάριση Σ.ΕΠ., με βάση τα ποσά που εγκρίθηκαν με το 12/19.10.2000 Πρακτικό της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων του Ο.Α.Σ.Α. και της αποδοχής του από μέρους των Σ.ΕΠ..

Ο Φ.Π.Α. που αναλογεί καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο που ορίζεται ως χρόνος έκδοσης εκατέρωθεν, των απαιτούμενων φορολογικών στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.

Οι Σ.ΕΠ. και οι εκμεταλλευτές λεωφορείων μέλη των Σ.ΕΠ., που δεν έχουν υποβάλει περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. φορολογικών περιόδων που λήγουν μέχρι και την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος, υποβάλλουν τις δηλώσεις αυτές χωρίς κυρώσεις μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

5. Ο Ο.Α.Σ.Α. και οι υπό εκκαθάριση Σ.ΕΠ. υποχρεούνται, εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, να εκδώσουν προς τις υπό εκκαθάριση Σ.ΕΠ. και τους εκμεταλλευτές λεωφορείων των Σ.ΕΠ.. αντίστοιχα, ειδική διπλότυπη αθεώρητη εκκαθάριση, για τις απαιτήσεις και υποχρεώσεις τους, με αναφορά στο χρονικό διάστημα που αφορούν, με βάση τα ποσά που έγιναν αποδεκτά με το 12/19.10.2000 Πρακτικό της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων του Ο.Α.Σ.Α. και της αποδοχής του από μέρους των Σ.ΕΠ.. Οι εκκαθαρίσεις αυτές αποτελούν δικαιολογητικά εγγραφής για τις αντίστοιχες τακτοποιητικές εγγραφές, στα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) – Π.Δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α΄) φορολογικά βιβλία.

Οι εκμεταλλευτές λεωφορείων των Σ.ΕΠ. (κοινωνίες ή μεμονωμένοι εκμεταλλευτές) απαλλάσσονται από την έκδοση των απαιτούμενων φορολογικών στοιχείων και την τήρηση των προβλεπόμενων φορολογικών βιβλίων του Κ.Β.Σ..

Ο Ο.Α.Σ.Α. και οι υπό εκκαθάριση Σ.ΕΠ. απαλλάσσονται από τις κυρώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2523/1997 για οποιεσδήποτε παραλείψεις των υποχρεώσεων τους, που απορρέουν από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ., όπως και από τις κυρώσεις για την παράλειψη υποβολής των καταστάσεων του άρθρου 20 του Κώδικα αυτού.

6. Οι υπό εκκαθάριση Σ.ΕΠ., καθώς και τα μέλη τους (κοινωνίες ή μεμονωμένοι εκμεταλλευτές) που δεν έχουν υποβάλει δηλώσεις έναρξης εργασιών, υποβάλλουν τις δηλώσεις αυτές, χωρίς την επιβολή κυρώσεων, μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

7. Σε όσες περιπτώσεις έχουν υπεισέλθει κληρονόμοι ή κοινωνοί, στα πλαίσια της εκκαθάρισης των Σ.ΕΠ., προσκομίζεται το πιστοποιητικό που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 105 του Ν.Δ. 118/1973 (ΦΕΚ 202 Α΄).

8. Για θέματα που ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επιβάλλονται πρόσημα και κυρώσεις γενικά, που προβλέπονται από τις φορολογικές διατάξεις.
Άρθρο 5
Φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων

Οι απαλλαγές που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 1297/1972 (ΦΕΚ 217 Α΄) και της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α΄), όπως έχουν συμπληρωθεί και ισχύουν, δεν περιλαμβάνουν το φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίων, ως προς τον οποίο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 17-31 του Ν. 1676/1986 (ΦΕΚ 204 Α΄). Η παράγραφος 41 του άρθρου 15 του Ν. 2166/1993 καταργείται.
Άρθρο 6
Έννοια αποδεικτικού πληρωμής

Όπου, στις διατάξεις των άρθρων 25, 26 και 27 του Ν. 2873/2000, αναφέρεται η φράση «αποδεικτικό πληρωμής», «αποδεικτικό πληρωμής της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.)», «αποδεικτικό πληρωμής της Δ.Ο.Υ.» νοείται το διπλότυπο είσπραξης της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.).
Άρθρο 7
Κυρώσεις για παράβαση στην απόδοση δικαιώματος του Δημοσίου από τις επιχειρήσεις καζίνων

Οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν. 2523/1997 εφαρμόζονται ανάλογα και για το δικαίωμα του Δημοσίου από τη συμμετοχή του στα μικτά κέρδη των καζίνων, που προβλέπεται από τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του Ν. 2206/1994 (ΦΕΚ 62 Α΄). Δεν θίγονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2206/1994.
Άρθρο 8
Ρυθμίσεις θεμάτων παιγνίων

1. Τα τέλη διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων των 90, 265, 380, 470, 730 και 1030 ευρώ, που επιβάλλονται με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του Ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 154 Α΄), όπως έχουν διαμορφωθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του Ν. 2873/2000, ορίζονται από 1.1.2002 σε 90, 300, 430, 530, 900 και 1200 ευρώ, αντίστοιχα.

2. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Ν. 2873/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.7.2002.»

3. Στην έννοια του παιγνιομηχανήματος της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του Ν. 2515/1997, όπως ισχύει, περιλαμβάνονται όλοι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές που εγκαθίστανται ή λειτουργούν, με σκοπό την εκμετάλλευση, σε δημόσια γενικά κέντρα (ξενοδοχεία, καφενεία; αίθουσες αναγνωρισμένων σωματείων κάθε φύσης και σε κάθε χώρο προσιτό στο κοινό).

Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2002.
Άρθρο 9
Τροποποιήσεις διατάξεων του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας

1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, που κυρώθηκε με το Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για ακίνητα των οποίων η άδεια κατασκευής εκδίδεται από 1ης Ιανουαρίου 2003».

2. Η περίπτωση ιβ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Ν. 2859/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«ιβ) η παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης γενικά και οι στενά συνδεόμενες με αυτή παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών, που παρέχονται από δημόσια εκπαιδευτήρια ή από άλλα πρόσωπα αναγνωρισμένα από την, κατά περίπτωση, αρμόδια αρχή».

3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 31 του Ν. 2859/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Σε περίπτωση που ο υποκείμενος στο φόρο χρησιμοποιεί αγαθά και υπηρεσίες για την πραγματοποίηση πράξεων, για μερικές από τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, ο εκπιπτόμενος φόρος ορίζεται σε ποσοστό στα εκατό του συνολικού ποσού του φόρου των κοινών αυτών εισροών.

Το ποσοστό αυτό βρίσκεται με βάση κλάσμα που έχει ως αριθμητή το ποσό του ετήσιου κύκλου εργασιών, χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, που αφορά πράξεις για τις οποίες παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου και ως παρανομαστή το ποσό των πράξεων που αναφέρονται στον αριθμητή, καθώς και των πράξεων για τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης.

Στον παρανομαστή του κλάσματος συμπεριλαμβάνονται επίσης και οι επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις, οικονομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν μέρος της φορολογητέας αξίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 19».

4. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του Ν. 2859/2000 αντικαθίσταται, ως εξής:

«β) από παρεπόμενες πράξεις σε ακίνητα, ή από χρηματοδοτικές ή πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις των περιπτώσεων κ΄, κα΄, κβ΄, κγ΄, κδ΄ και κε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του παρόντος, εφόσον πρόκειται για παρεπόμενες της κύριας δραστηριότητας πράξεις».

5. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 38 του Ν. 2859/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«Την υποχρέωση αυτή έχουν και τα πρόσωπα, τα οποία καλύπτονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 11, στην περίπτωση που αποκτούν αγαθά, τα οποία υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης από άλλο κράτος – μέλος.»

6. Η παράγραφος 3 του άρθρου 47 του Ν. 2859/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Οι υποκείμενοι στο φόρο που παράγουν επενδυτικό χρυσό ή μεταποιούν κάθε είδους χρυσό σε επενδυτικό, όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, μπορούν να επιλέγουν τη φορολόγηση της παράδοσης του επενδυτικού χρυσού σε άλλο πρόσωπο υποκείμενο στο φόρο. Στην περίπτωση αυτή, δικαίωμα επιλογής έχουν και τα πρόσωπα της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, για τη φορολόγηση των πράξεων μεσολάβησης τους σε πράξεις παράδοσης επενδυτικού χρυσού, για τις οποίες ο προμηθευτής -εντολέας έχει επιλέξει τη φορολόγηση τους.

Οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος επιλογής φορολόγησης καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών».

7. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 62 του Ν. 2859/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«8. Στο φόρο προστιθέμενης αξίας υπάγονται και τα εργολαβικά προσύμφωνα ανέγερσης οικοδομών με το σύστημα της αντιπαροχής, τα οποία συντάχθηκαν μετά την 21.8.1986 και η σχετική άδεια εκδίδεται μετά την 1η Ιανουαρίου 2003».

8. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1 και 7 του άρθρου αυτού αρχίζει από 1.1.2002, των παραγράφων 3 και 4 για πράξεις που πραγματοποιούνται από 1.1.2001, της παραγράφου 5 από τη δημοσίευση του Ν. 2859/2000 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της παραγράφου 6 από 1.1.2000.
Άρθρο 10
Ρυθμίσεις θεμάτων Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων

1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Π.Δ. 186/1992 () αντικαθίσταται ως εξής:

“Η προϋπόθεση της διενέργειας συγκεκριμένης πράξης δεν απαιτείται προκειμένου για κοινοπραξία επιτηδευματιών που έχει ως αντικείμενο εργασιών:

α) την αποκλειστικά εκτός της χώρας πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών ή προβολή και προώθηση ελληνικών προϊόντων με οποιονδήποτε τρόπο, β) την εκμετάλλευση συγκοινωνιακών γραμμών πλοίων, γ) την εκμετάλλευση διεθνών λεωφορειακών γραμμών, δ) τη διενέργεια περιηγητικών πλόων και ε) την εκμετάλλευση ρυμουλκών και ναυαγοσωστικών πλοίων.»

2. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του Π.Δ. 186/1992 προστίθεται τελευταίο εδάφιο, που έχει ως εξής:

«Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και κατά την καταβολή αμοιβών σε δικαιούχους, οι οποίοι – συνδέονται με σχέση μίσθωσης έργου με φορέα εκτέλεσης ερευνητικού έργου, το οποίο χρηματοδοτείται ή επιχορηγείται, γενικώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση,

– είναι δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι ή συνταξιούχοι και δεν είναι επιτηδευματίες από άλλη αιτία,

εφόσον το ποσό αυτών των αμοιβών τους δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του ορίου που αναφέρεται σε αυτές και το έργο που παρέχουν αφορά αποκλειστικά το χρηματοδοτούμενο από την Ε.Ε. ερευνητικό έργο.»

3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Ν. 2892/2001 (ΦΕΚ 46 Α΄) προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:

«Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή και σε ό,τι αφορά το χρόνο διαφύλαξης των βιβλίων, των στοιχείων του Π.Δ. 186/1992 και των παραστατικών των εγγραφών.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 11
Λοιπές διατάξεις

1. Στο άρθρο 68 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 `Α), προστίθεται παράγραφος 3, που έχει ως εξής:

«3. Τυχόν πλαστά χαρτονομίσματα, τα οποία διαπιστώνονται κατά την κατάθεση των εισπράξεων των Δ.Ο.Υ. στην Τράπεζα Ελλάδος, ή τις Εμπορικές Τράπεζες, αναπληρώνονται από το Δημόσιο, με τη διαδικασία της παρ. 1 του άρθρου 37 του παρόντος νόμου, ύστερα από έρευνα και θετική εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή.

Οι υφιστάμενες συμβάσεις με ιδιώτες, για τη μεταφορά των χρημάτων των Δ.Ο.Υ., δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, μέχρι τη λήξη της ισχύος τους.

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων.»

2. Στην παράγραφο 5 του πέμπτου άρθρου του Ν. 2275/1994 (ΦΕΚ 238 Α΄), προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως ακολούθως:

«Σε εξαιρετικές περιπτώσεις σεισμών, πλημμύρων ή άλλων θεομηνιών, από τις οποίες προκαλούνται σημαντικές ζημιές σε μεγάλο αριθμό οφειλετών χρεών υπέρ των ειδικών δημοσίων υπηρεσιών, των ειδικών ταμείων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδιωτικού δικαίου και τρίτων, η είσπραξη των οποίων έχει ανατεθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 106 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄), στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται η καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών να αντιμετωπίζεται όπως οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο σε ανάλογες περιπτώσεις.»

3. Δάνεια από πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, καθώς και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, για αγορά ή κατασκευή ή ανακατασκευή ή επισκευή ή βελτίωση κύριας κατοικίας, με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία έχει καταπέσει και έχει πληρωθεί από το Δημόσιο προς το πιστωτικό ίδρυμα και ο δανειοδοτηθείς δεν έχει, διαπιστωμένα, την οικονομική δυνατότητα για την εξόφληση των υποχρεώσεων του στη Δ.Ο.Υ., ρυθμίζονται ως εξής:

α) Εάν ο δανειοδοτηθείς έχει υποστεί ανήκεστο βλάβη υγείας, σε ποσοστό πάνω από 90%, μετά τη σύναψη της δανειακής σύμβασης, που τον έχει καταστήσει ανίκανο για εργασία, διαγράφεται το σύνολο των οφειλών του παύει κάθε δίωξη εναντίον του και αίρονται οι σχετικές υποθήκες.

β) Εάν ο δανειοδοτηθείς έχει υποστεί βλάβη υγείας, σε ποσοστό από 67% έως 90%, μετά τη σύναψη της δανειακής σύμβασης, διαγράφονται οι τόκοι και τυχόν προσαυξήσεις και καταβάλλεται το 50% του οφειλόμενου κεφαλαίου σε δέκα (10) ισόποσες ετήσιες δόσεις.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας ορίζονται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της προηγούμενης παραγράφου και ιδίως η διαδικασία και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για τον προσδιορισμό του ποσοστού αναπηρίας και της οικονομικής αδυναμίας του δανειοδοτηθέντος, καθώς και ο αρμόδιος φορέας που θα αναλάβει την υλοποίηση των διατάξεων του παρόντος.

Η δαπάνη που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης και της παρούσας παραγράφου βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

5. Παρατείνεται μέχρι 31.12.2003 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους άνω του ποσού των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι (54.520) δραχμών ή το ισόποσο των εκατόν εξήντα (160) ευρώ, κατά τη βασική οφειλή και συνολικά κατά οφειλέτη που παραγράφονται την 31.12.2001 και εντός των ετών 2002, 2003.

Η παράταση δεν ισχύει για τα χρέη προς οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.

6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 18 του Ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η διευκόλυνση τμηματικής καταβολής χορηγείται για τη ληξιπρόθεσμη βασική οφειλή. Στην απόφαση της διευκόλυνσης αναγράφονται και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογούν στην κάθε δόση της διευκόλυνσης μέχρι την ημερομηνία καταβολής της, η δε διαφορά που μπορεί να υπάρχει του υπολογισθέντος ποσού της προσαύξησης μειώνει ή αυξάνει ανάλογα το ποσό της τελευταίας δόσης.

Ειδικά στις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να αναγράφεται μόνον ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων της ληξιπρόθεσμης βασικής οφειλής, ενώ η διαμόρφωση αυτών με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.

Δεν επιτρέπεται χορήγηση στον ίδιο υπόχρεο και για την ίδια οφειλή περισσοτέρων των δύο διευκολύνσεων. Δεύτερη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την τυχόν κατά την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου απώλεια του ευεργετήματος της πρώτης. Επανεξέταση άπαξ, από την αρμόδια Επιτροπή της χορηγηθείσης πρώτης ή δεύτερης διευκόλυνσης, λόγω μεταβολής των οικονομικών δεδομένων, γίνεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 2 περίπτωση γ΄ του παρόντος νόμου».

7. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του Ν. 2218/1994 (ΦΕΚ 99 Α΄) μετά τις λέξεις «του παρόντος» προστίθεται η φράση «καθώς και η Ένωση Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδος (Ε.Ν.Α.Ε.)».

8. Η παράγραφος 1 του άρθρου 12 του Ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Δικαστικός συμβιβασμός κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4600/1966 (ΦΕΚ 242 Α΄) και του άρθρου 71 του Ν. 2238/1994 μπορεί να ενεργείται ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου και σε κάθε στάση της δίκης».

9. Η εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 36 του Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ 109 Α΄) αρχίζει από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του άρθρου 64 του Ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α΄), όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατάσταση του με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 2085/1992(ΦΕΚ 170 Α΄).

10. Για τυχόν υφιστάμενες παραλείψεις της Ανώνυμης Εταιρίας «Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού» (Ο.Δ.Δ.Υ.) ως προς την εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Β.Σ. δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα και άλλες κυρώσεις του Π.Δ. 186/1992 μέχρι 31.12.2001, εφόσον οι παρατυπίες δεν επηρεάζουν τα οικονομικά αποτελέσματα.

11. Το άρθρο 15 του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α΄) αντικαθίσταται από 1.1.2001 ως εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 7 του Ν. 2606/1998 (ΦΕΚ 89 Α΄), οι πρόσθετες μηνιαίες αμοιβές ή απολαβές των λειτουργών, υπαλλήλων και μισθωτών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, από συμμετοχή τους σε μόνιμα ή ευκαιριακά συλλογικά όργανα των υπηρεσιών αυτών (συμβούλια, επιτροπές και ομάδες εργασίας) δεν μπορεί να υπερβαίνουν το 50% του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών της οργανικής τους θέσης.

Η ως άνω διάταξη δεν ισχύει προκειμένου για μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. μερικής απασχόλησης.»

12. Οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2303/1995 (ΦΕΚ 80 Α΄) εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την ισχύ του Ν. 2470/1997.

13. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του Ν. 2910/2001 (ΦΕΚ 91 Α΄) προστίθενται δύο νέα εδάφια που έχουν ως εξής:

«Η μισθοδοσία των μετατασσόμενων υπαλλήλων, σύμφωνα με τα εδάφια 1 και 2 του παρόντος, εξακολουθεί να εκκαθαρίζεται και να καταβάλλεται μέχρι 31.12.2001 σύμφωνα με τις ισχύουσες διαδικασίες, από τα Υπουργεία στα οποία οι εν λόγω υπάλληλοι ανήκουν μέχρι τώρα οργανικά και στους προϋπολογισμούς των οποίων έχουν προβλεφθεί οι σχετικές πιστώσεις για το οικονομικό έτος 2001.

Για τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των προβλεπόμενων διαπιστωτικών πράξεων, οι Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου των οικείων Υπουργείων βεβαιώνουν την ύπαρξη των σχετικών πιστώσεων.»

14. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 496/1974 (ΦΕΚ 204 Α΄), το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 87 του Π.Δ. 30/1996 (ΦΕΚ 21 Α΄), η παράγραφος 2 του άρθρου 216 του Π.Δ. 410/1995 (ΦΕΚ 231 Α΄), καθώς και κάθε γενική ή ειδική διάταξη που προβλέπει την παράταση εκτέλεσης προϋπολογισμού του λήξαντος οικονομικού έτους των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και κάθε άλλης δημόσιας υπηρεσίας μη οργανωμένης σε ίδιο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που λειτουργεί αποκεντρωμένα υπό ίδια διοίκηση, καταργούνται.

15. Η παράγραφος 2 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 496/1974 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Οι συμψηφιστικές εγγραφές εμφάνισης εσόδων και εξόδων των προϋπολογισμών των Ν.Π.Δ.Δ. διενεργούνται μέχρι τέσσερις (4) μήνες από τη λήξη του οικονομικού έτους.»

16. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Ν. 2743/1999 (ΦΕΚ 211 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Με τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 32 του Ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α΄) μπορεί να καθορίζονται οι υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών στις οποίες υποβάλλονται τα αντίγραφα των ναυλοσύμφωνων, καθώς και διαφορετικός τρόπος και χρόνος υποβολής αυτών».

17. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του Ν. 2343/1995 (ΦΕΚ211 Α΄) «Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» αντικαθίσταται από την έναρξη ισχύος του, ως εξής:

«Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, ορίζονται οι περιπτώσεις και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, στα οποία είναι υποχρεωτική η συμμετοχή των υπαλλήλων που επιλέγονται γι΄ αυτά, ως και οι περιπτώσεις της απαλλαγής τούτων (μερικά ή εξ ολοκλήρου) από τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα κατά τη διάρκεια της φοίτησης τους στη σχολή. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται επίσης οι περιπτώσεις που λαμβάνεται υπόψη στις υπηρεσιακές τους μεταβολές η επιτυχής περάτωση της παρακολούθησης ορισμένων προγραμμάτων».

18. Για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των Δημοσίων Υπηρεσιών από απόψεως νομικής καθοδήγησης και την υπεράσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου ενώπιον των Δικαστηρίων όπου δεν λειτουργούν Γραφεία Νομικού Συμβούλου ή Δικαστικά Γραφεία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή το προσωπικό που υπηρετεί σ΄ αυτά δεν επαρκεί αριθμητικά για την κάλυψη των αναγκών αυτών, μπορούν να προσλαμβάνονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους καθ΄ υπόθεση ή με σύμβαση έμμισθης εντολής ορισμένου χρόνου δικηγόροι που έχουν τριετή τουλάχιστον δικηγορική υπηρεσία.

19. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 126α του Ν. 1165/1918 (ΦΕΚ 73 Α΄) προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:

“Επί κατασχέσεως πλωτών μεταφορικών μέσων, τα οποία χρησιμοποιούνται ως μεταγωγικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας, ναρκωτικών ουσιών, όπλων και εκρηκτικών, λοιπών απαγορευμένων από εθνικές ή διεθνείς διατάξεις ειδών ή λαθρομεταναστών, ο χρόνος εκποίησης τους προσδιορίζεται σε τρεις (3) μήνες από την κατάσχεση τους».

20. Οι περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 27 του Ν. 827/1978 (ΦΕΚ 194 Α΄), όπως αυτές προστέθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 2303/1995 (ΦΕΚ 80 Α΄) και της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), αντικαθίστανται και προστίθενται στην παράγραφο αυτή περιπτώσεις δ΄ έως στ΄, ως εξής:

“β. Να εφοδιάζει αφορολόγητα και αδασμολόγητα είδη σε πλοία, αεροσκάφη, πρεσβείες και λοιπά δικαιούχα ατέλειας πρόσωπα και να πραγματοποιεί εξαγωγές, συμφωνά με τις κείμενες διατάξεις.

γ. Να ιδρύει καταστήματα πώλησης αφορολόγητων και αδασμολόγητων ειδών στην αλλοδαπή, καθώς και σε μέσα χερσαίων, θαλάσσιων και εναέριων μεταφορών.

δ. Να αναπτύσσει δραστηριότητες πώλησης φορολογημένων ειδών και στους ελεύθερους χώρους των διεθνών αερολιμένων, των χερσαίων μεθοριακών σταθμών και των λιμένων της χώρας.

ε. Να είναι διαχειριστής των ατελώς περιλαμβανομένων ειδών από τα πρόσωπα που υπηρετούν στο ΝΑΤΟ και στους λοιπούς αναγνωρισμένους διεθνείς οργανισμούς.

στ. Να ιδρύει θυγατρικές εταιρίες, οι οποίες μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητες της μητρικής εταιρίας πλην της εκμετάλλευσης καταστημάτων αφορολόγητων και αδασμολόγητων ειδών».

21. Στις δίκες για λαθρεμπορία το Δημόσιο, ως πολιτικώς ενάγων, μπορεί να εκπροσωπείται και από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή τον οριζόμενο από τον αυτόν υπάλληλο, εφόσον οι εισπραττόμενοι στο σύνολο τους από τα Τελωνεία δασμοί, φόροι και οι λοιπές χρηματικές επιβαρύνσεις που διέφυγαν δεν υπερβαίνουν το ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών.

22. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 του Ν. 2127/1993 (ΦΕΚ 48 Α΄) προστίθεται περίπτωση στ΄ ως εξής:

«στ) Το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) που υπάγεται στους κωδικούς Σ.Ο. 2710006600 και 2710006700 και προορίζεται να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά ως ηλεκτρομονωτικό υλικό ηλεκτρικών μετασχηματιστών».

23. α. Οι υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Τελωνειακών, που καλύπτουν τις θέσεις του άρθρου 30 του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), τοποθετούνται, μετατίθενται ή αποσπώνται μόνο σε αντίστοιχες θέσεις. Στους υπαλλήλους αυτούς ανατίθενται καθήκοντα ανάλογα με την εξειδίκευση τους στο γνωστικό αντικείμενο. Για τους υπαλλήλους αυτούς δεν έχουν εφαρμογή οι λοιπές διατάξεις του Π.Δ. 127/1989 (ΦΕΚ 60 Α΄).

β. Στο άρθρο 14 του Π.Δ. 216/1998 (ΦΕΚ 172 Α΄) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

«6. Μεταθέσεις – Αποσπάσεις υπαλλήλων άρθρου 30 του Ν.2523/1997.

Οι υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Τελωνειακών που καλύπτουν τις θέσεις του άρθρου 30 του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) μετατίθενται ή αποσπώνται μόνο σε αντίστοιχες θέσεις».

24. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«β. Οι δαπάνες που καταβάλλονται στα πρόσωπα που μετακινούνται με εντολή του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) Α΄ και Β΄ βαθμού και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), όπως ορίζονται με τις διατάξεις του Ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α΄) και του Π.Δ. 200/1993 (ΦΕΚ 75 Α΄), καθώς και τα έξοδα κίνησης που καταβάλλονται στους οικονομικούς επιθεωρητές του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α΄),όπως ορίζονται με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του Ν. 2470/1997 (ΦΕΚ 40 Α΄)».

25. α. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν. 1587/1950 (ΦΕΚ 294 Α΄) δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις μεταβίβασης ακινήτων ή εμπράγματου δικαιώματος σε αυτά, από επαχθή ή χαριστική αιτία, στις οποίες το πρόσωπο που θα μεταβιβάζει επικαλείται την απόκτηση τους με χρησικτησία, για τα ακίνητα τα οποία:

i) Βρίσκονται σε περιοχές δήμων ή κοινοτήτων με πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 1991.

ii) Το μεταβιβαζόμενο ακίνητο δεν είναι μέσα σε ζώνη ακτίνας 500 μέτρων από το χειμέριο κύμα και

iii) Η αγοραία αξία κάθε στρέμματος τους, μαζί με τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται πάνω σε αυτή και εξυπηρετούν αποκλειστικά τον προορισμό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) δραχμών, κατά το χρόνο κατάρτισης της οικείας συμβολαιογραφικής πράξης. Ειδικώς, όταν πρόκειται για οικοδομημένο ή μη οικοδομημένο ακίνητο το οποίο βρίσκεται μέσα στο σχέδιο ή μέσα στη ζώνη του σχεδίου οικισμού που υπήρχε πριν από το 1923, η αξία του γηπέδου, κατά τον ίδιο χρόνο, δεν υπερβαίνει το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) δραχμών, για κάθε τετραγωνικό μέτρο της επιφάνειάς του.

β. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου α΄ εφαρμόζονται σε περιπτώσεις επίκλησης χρησικτησίας, ως τρόπου κτήσης της κυριότητας ακινήτων ή εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε αυτά, από το πρόσωπο που τα μεταβιβάζει με επαχθή ή χαριστική αιτία, κατά την κατάρτιση των οικείων, οριστικών, συμβολαιογραφικών πράξεων μέσα σε χρονική περίοδο δύο ετών από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου αυτής αρχίζει από 9.3.2001.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ – ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
Άρθρο 12
Διάσπαση αμοιβαίου κεφαλαίου

Στο Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) μετά το άρθρο 45α προστίθεται νέο άρθρο 45β, που έχει ως εξής:

«`Αρθρο 45β

Διάσπαση αμοιβαίου κεφαλαίου σε περισσότερα αμοιβαία κεφάλαια

1. Επιτρέπεται, υπό τους όρους του παρόντος άρθρου, η διάσπαση αμοιβαίου κεφαλαίου (περαιτέρω «διασπώμενο κεφάλαιο») σε δύο ή περισσότερα νέα αμοιβαία κεφάλαια (περαιτέρω «επωφελούμενα κεφάλαια»), με δυνατότητα ταυτόχρονης αντικατάστασης της Α.Ε. διαχειρίσεως ή και του θεματοφύλακα του ενός ή περισσότερων επωφελούμενων κεφαλαίων.

2. Με τη διάσπαση αμοιβαίου κεφαλαίου το διασπώμενο κεφάλαιο διαλύεται χωρίς να επέλθουν οι συνέπειες διαλύσεως, αλλά το σύνολο της περιουσίας του διασπώμενου κεφαλαίου διαιρείται σε τόσα μέρη όσα τα επωφελούμενα κεφάλαια και τα μέρη αυτά καθίστανται αντιστοίχως περιουσία καθενός από τα επωφελούμενα κεφάλαια, ενώ οι μεριδιούχοι του διασπώμενου κεφαλαίου καθίστανται μεριδιούχοι ενός ή περισσότερων επωφελούμενων κεφαλαίων.

3. Η διάσπαση συντελείται μετά από άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για την έκδοση της οποίας η Α.Ε. διαχειρίσεως του διασπώμενου κεφαλαίου υποβάλλει:

(α) Αίτηση, όπου επισυνάπτονται και οι όροι της διάσπασης σύμφωνα μετά προβλεπόμενα στην παράγραφο 4.

(β) Εάν συντρέχει και αντικατάσταση της Α.Ε. διαχειρίσεως, υποβάλλεται και σύμβαση μεταξύ των δύο ή περισσότερων Α.Ε. διαχειρίσεως που εμπλέκονται στη διάσπαση (περαιτέρω «σύμβαση διάσπασης»), τελούσα υπό την αίρεση της παροχής της ανωτέρω άδειας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Οι όροι της διάσπασης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κατωτέρω παράγραφο 4, περιλαμβάνονται στη σύμβαση διάσπασης.

(γ) Τους κανονισμούς των επωφελούμενων κεφαλαίων, το περιεχόμενο των οποίων θα είναι όμοιο με το περιεχόμενο του κανονισμού του διασπώμενου κεφαλαίου, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις ως προς τις ονομασίες των επωφελούμενων κεφαλαίων, την Α. Ε. διαχειρίσεως και τον θεματοφύλακα, το ιστορικό συστάσεως και των σχετικών αδειών, καθώς και τις τροποποιήσεις που τυχόν επιβάλλονται για λόγους προσαρμογής στην ισχύουσα νομοθεσία ή για λόγους πρακτικούς. Οι ανωτέρω κανονισμοί συνυπογράφονται από τις εμπλεκόμενες, κατά περίπτωση, Α.Ε. διαχειρίσεως και τον ή τους αντίστοιχους θεματοφύλακες.

(δ) Δήλωση του ή των θεματοφυλάκων των επωφελούμενων κεφαλαίων ότι δέχονται να αναλάβουν τα σχετικά καθήκοντα.

(ε) Έκθεση ορκωτού ελεγκτή ότι, κατά τη γνώμη του, ο κατά την παράγραφο 4 (εδάφιο γ΄) τρόπος διαίρεσης της περιουσίας σε συνδυασμό με τον κατά την παράγραφο 4 (εδάφιο δ΄) τρόπο κατανομής των μεριδιούχων, που περιλαμβάνεται στους όρους της διάσπασης, εξασφαλίζει ότι η οικονομική θέση του μεριδιούχου του διασπώμενου κεφαλαίου κατά την ημέρα της διάσπασης δεν μεταβάλλεται εξ αιτίας του γεγονότος της διάσπασης.

4. Στους όρους της διάσπασης περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα εξής:

(α) Η ονομασία, η άδεια συστάσεως, η Α.Ε. διαχειρίσεως, ο θεματοφύλακας και ο σκοπός του διασπώμενου κεφαλαίου.

(β) Η ονομασία, η Α.Ε. διαχειρίσεως και ο θεματοφύλακας κάθε επωφελούμενου κεφαλαίου.

(γ) Ο τρόπος με τον οποίο, κατά το χρόνο συντέλεσης της διάσπασης, η περιουσία του διασπώμενου κεφαλαίου θα διανεμηθεί σε μέρη, τα οποία θα είναι ισάριθμα με τα επωφελούμενα κεφάλαια σε συνδυασμό με τον τρόπο κατανομής των μεριδιούχων του διασπώμενου κεφαλαίου σε κάθε επωφελούμενο κεφάλαιο, κατά τα οριζόμενα στο επόμενο εδάφιο δ΄. Με τον ανωτέρω τρόπο θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι η σύνθεση των στοιχείων του μέρους της περιουσίας που θα αντιστοιχεί σε κάθε επωφελούμενο κεφάλαιο θα είναι η αυτή με τη σύνθεση των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας του διασπώμενου κεφαλαίου, πλην αμελητέων κατά αντικειμενική κρίση αποκλίσεων.

(δ) Η κατανομή των μεριδιούχων μεταξύ των επωφελούμενων κεφαλαίων ή ο τρόπος της κατανομής αυτής. Ειδικότερα, θα υπάρχει πρόβλεψη εάν όλοι οι μεριδιούχοι του διασπώμενου κεφαλαίου θα καταστούν μεριδιούχοι ενός εκάστου από τα επωφελούμενα κεφάλαια ή εάν οι μεριδιούχοι θα διαιρεθούν σε ομάδες αντίστοιχες με τα επωφελούμενα κεφάλαια και με βάση τις ομάδες αυτές θα προσδιορισθεί το ποσοστό της περιουσίας του διασπώμενου κεφαλαίου που θα αντιστοιχεί σε κάθε επωφελούμενο κεφάλαιο ή εάν η κατανομή γίνει με άλλον τρόπο.

(ε) Η μέθοδος κατά την οποία θα προσδιορισθεί αφ΄ ενός ο αριθμός των μεριδίων στα οποία θα διαιρείται, κατά το χρόνο συντέλεσης της διάσπασης, καθένα από τα επωφελούμενα κεφάλαια και αφ΄ ετέρου ο αριθμός μεριδίων του επωφελούμενου κεφαλαίου που θα περιέλθει σε κάθε μεριδιούχο του.

(στ) Το χρονικό διάστημα, από την έκδοση της προβλεπόμενης στην παράγραφο 3 άδειας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εντός του οποίου θα συντελεσθεί η διάσπαση. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν δύναται να απέχει πλέον των δύο (2) μηνών από την έκδοση της ανωτέρω άδειας, αλλά δύναται να παρατείνεται με αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

(ζ) Το χρονικό διάστημα αναστολής του δικαιώματος εξαγοράς των μεριδίων του διασπώμενου κεφαλαίου ή της μη έκδοσης νέων μεριδίων, εφόσον η αναστολή αυτή κρίνεται από την Α.Ε. διαχειρίσεως αναγκαία. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερο των πέντε (5) εργάσιμων ημερών πριν από την ημέρα της διάσπασης. Σχετική ενημέρωση περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση της κατωτέρω παραγράφου 5.

(η) Οποιαδήποτε άλλη πληροφορία είναι χρήσιμη για τους μεριδιούχους, ώστε να μορφώσουν γνώμη για τη διάσπαση, όπως, κυρίως, ο σκοπός της διάσπασης.

5. (α) Τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της διάσπασης, δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες πολιτικές και μία ημερήσια οικονομική εφημερίδα των Αθηνών ανακοίνωση των εμπλεκόμενων στη διάσπαση Α.Ε. διαχειρίσεως, η οποία περιλαμβάνει:

(i) περίληψη των όρων της διάσπασης, (ιι) την ακριβή ημερομηνία της διάσπασης,

(ii) την ακριβή ημερομηνία της διάσπασης,

(iii) την άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

Ταυτοχρόνως με τη δημοσίευση της ανωτέρω ανακοίνωσης, τίθενται στη διάθεση των μεριδιούχων στα σημεία διάθεσης των μεριδίων του διασπώμενου κεφαλαίου οι όροι της διάσπασης ή, κατά περίπτωση, η σύμβαση διάσπασης, καθώς και η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εδάφιο ε΄.

(β) Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη δημοσίευση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, οι πιστωτές του διασπώμενου κεφαλαίου των οποίων οι απαιτήσεις είχαν γεννηθεί πριν απάτη δημοσίευση αυτή, αλλά δεν είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά το χρόνο της δημοσίευσης. έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν και να λάβουν επαρκείς εγγυήσεις αν η οικονομική κατάσταση του διασπώμενου κεφαλαίου καθιστά απαραίτητη την προστασία αυτή.

6. Την ημέρα της διάσπασης επέρχονται, έναντι πάντων, αυτοδικαίως και ταυτοχρόνως και χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, τα ακόλουθα αποτελέσματα:

(α) Το διασπώμενο κεφάλαιο διαλύεται χωρίς να επέλθουν οι συνέπειες διαλύσεως.

(β) Συνιστάται καθένα από τα επωφελούμενα κεφάλαια, αποτελούμενο από το μέρος της περιουσίας του διασπώμενου κεφαλαίου που του αντιστοιχεί σύμφωνα με τους όρους της διάσπασης και, κατ΄ ακολουθίαν η περιουσία κάθε επωφελούμενου κεφαλαίου αποτελεί αντικείμενο χωριστής διαχείρισης και χωριστής θεματοφυλακής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

(γ) Οι μεριδιούχοι του διασπώμενου κεφαλαίου καθίστανται μεριδιούχοι του ή των επωφελούμενων κεφαλαίων κατά την καθοριζόμενη στους όρους της διάσπασης κατανομή και το μέρος της περιουσίας του διασπώμενου κεφαλαίου που αντιστοιχεί στο επωφελούμενο κεφάλαιο μεταβιβάζεται εξ αδιαιρέτου, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 17α του παρόντος νόμου, στους μεριδιούχους του επωφελούμενου κεφαλαίου.

(δ) Η Α.Ε. διαχειρίσεως κάθε επωφελούμενου κεφαλαίου αναλαμβάνει τα καθήκοντα της με την υπογραφή της κατάστασης που προβλέπεται στην κατωτέρω παράγραφο 7. Η Α.Ε. διαχειρίσεως κάθε επωφελούμενου κεφαλαίου υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Α.Ε. διαχειρίσεως του διασπώμενου κεφαλαίου τα οποία αντιστοιχούν στην περιουσία που μεταβιβάζεται στους μεριδιούχους του εν λόγω επωφελούμενου κεφαλαίου. Η Α.Ε. διαχειρίσεως του διασπώμενου κεφαλαίου και η Α.Ε. διαχειρίσεως του επωφελούμενου κεφαλαίου ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της Α.Ε. διαχειρίσεως του επωφελούμενου κεφαλαίου έναντι του επωφελούμενου κεφαλαίου μέχρι να αναλάβει πλήρως τα καθήκοντα της η Α.Ε. διαχειρίσεως του επωφελούμενου κεφαλαίου. Επίσης, ο θεματοφύλακας κάθε επωφελούμενου κεφαλαίου αναλαμβάνει τα καθήκοντα του με την υπογραφή της κατάστασης που προβλέπεται στην κατωτέρω παράγραφο 7 και την ταυτόχρονη παράδοση, βάσει πρωτοκόλλου μεταξύ παλαιού και νέου θεματοφύλακα, των κινητών αξιών και της λοιπής περιουσίας του εν λόγω επωφελούμενου κεφαλαίου. Ο θεματοφύλακας του διασπώμενου κεφαλαίου συνεχίζει την άσκηση των καθηκόντων του μέχρι την πλήρη ανάληψη των καθηκόντων του θεματοφύλακα του επωφελούμενου κεφαλαίου.

7. Κατά την ημέρα της διάσπασης, συντάσσονται:

(α) Κατάσταση των στοιχείων της περιουσίας του διασπώμενου κεφαλαίου και αποτίμησή τους με βάση τους ισχύοντες κανόνες αποτίμησης.

(β) Κατάσταση για καθένα επωφελούμενο κεφάλαιο, η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία της περιουσίας που περιέρχονται στους μεριδιούχους του επωφελούμενου κεφαλαίου, την αξία αυτών των στοιχείων με βάση τους ισχύοντες κανόνες αποτίμησης, καθώς και την καθαρή αξία του επωφελούμενου κεφαλαίου. Στην ίδια κατάσταση περιλαμβάνεται ο αριθμός των μεριδίων στα οποία διαιρείται το επωφελούμενο κεφάλαιο και η σχέση μεταξύ μεριδίων στο διασπώμενο κεφάλαιο και μεριδίων στο επωφελούμενο κεφάλαιο.

8. Καθεμία από τις αναφερόμενες στην προηγούμενη παράγραφο 7 καταστάσεις υπογράφεται από:

(α) την Α.Ε. διαχειρίσεως του διασπώμενου κεφαλαίου,

(β) την Α.Ε. διαχειρίσεως του επωφελούμενου κεφαλαίου, εάν είναι άλλη από την προηγούμενη,

(γ) το θεματοφύλακα του διασπώμενου κεφαλαίου και

(δ) το θεματοφύλακα του επωφελούμενου κεφαλαίου, εάν είναι άλλος από τον προηγούμενο.

9. Εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από τη διάσπαση συντάσσεται έκθεση ελέγχου της διάσπασης από ορκωτό ελεγκτή, ο οποίος βεβαιώνει ότι η διάσπαση έγινε σύμφωνα με τους όρους της διάσπασης.

10. Οι καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 7 υποβάλλονται αμελλητί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η μεν πρώτη με επιμέλεια της Α.Ε. διαχειρίσεως του διασπώμενου κεφαλαίου, οι δε λοιπές με επιμέλεια της Α.Ε. διαχειρίσεως του αντίστοιχου επωφελούμενου κεφαλαίου. Υποβάλλεται, επίσης αμελλητί, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με επιμέλεια της Α.Ε. διαχειρίσεως του διασπώμενου κεφαλαίου η έκθεση που περιγράφεται στην παράγραφο 9.

11. Εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από τη διάσπαση η Α.Ε. διαχειρίσεως του διασπώμενου κεφαλαίου δημοσιεύει στον τύπο ανακοίνωση για τη συντέλεση της διάσπασης, όπου περιλαμβάνεται περίληψη της κατά την παράγραφο 9 έκθεσης του ορκωτού ελεγκτή.

12. Η Α.Ε. διαχειρίσεως κάθε επωφελούμενου κεφαλαίου υποχρεούται να ενημερώσει αμελλητί εγγράφως κάθε μεριδιούχο του επωφελούμενου κεφαλαίου, το οποίο διαχειρίζεται για τον ακριβή αριθμό μεριδίων του εν λόγω επωφελούμενου κεφαλαίου, τα οποία ανήκουν σε αυτόν κατά τη συντέλεση της διάσπασης.

13. Ο μεριδιούχος που επιθυμεί να μεταφερθεί σε άλλο επωφελούμενο κεφάλαιο από εκείνο στο οποίο κατετάγη κατά τη συντέλεση της διάσπασης δύναται εντός μηνός από την ημέρα διάσπασης να μεταφερθεί σε άλλο από τα επωφελούμενα κεφάλαια χωρίς να καταβάλει προμήθεια εξαγοράς και διάθεσης αντιστοίχως.

14. (α) Η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του διασπώμενου κεφαλαίου κατά την παράγραφο 6, καθώς και κάθε εγγραφή, πράξη ή ενέργεια που απαιτείται για την ολοκλήρωση της κατανομής της περιουσίας του διασπώμενου κεφαλαίου μεταξύ των επωφελούμενων κεφαλαίων, απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου, του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, του Χρηματιστηρίου Παραγώγων, του Κεντρικού Αποθετηρίου Αθηνών, και γενικώς υπέρ οποιουδήποτε οργανισμού ή νομικού προσώπου ή τρίτου. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 48 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στη διάσπαση αμοιβαίων κεφαλαίων.

(β) Τα έξοδα και οι δαπάνες οποιασδήποτε φύσεως που πραγματοποιούνται με αιτία ή αφορμή τη διάσπαση αμοιβαίου κεφαλαίου βαρύνουν αποκλειστικά τις εμπλεκόμενες Α. Ε. διαχειρίσεως και δεν επιτρέπεται να επιρρίπτονται στο διασπώμενο ή στα επωφελούμενα κεφάλαια ή τους μεριδιούχους.

15. Με αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύνανται να ρυθμίζονται λεπτομέρειες ή τεχνικά θέματα σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου».
Άρθρο 13
Κατανομή δαπανών συγχώνευσης / διάσπασης Αμοιβαίου Κεφαλαίου

Στο άρθρο 45α του Ν. 1969/1991 προστίθεται παράγραφος 11, που έχει ως εξής:

“11. Τα έξοδα και οι δαπάνες οποιασδήποτε φύσεως που πραγματοποιούνται με αιτία ή αφορμή τη συγχώνευση αμοιβαίων κεφαλαίων βαρύνουν αποκλειστικά τις εμπλεκόμενες Α.Ε. διαχειρίσεως και δεν επιτρέπεται να επιρρίπτονται στα συγχωνευόμενα αμοιβαία κεφάλαια ή στα επωφελούμενα αμοιβαία κεφάλαια ή στους μεριδιούχους».
Άρθρο 14
Υπεραξία από την εισφορά μετοχών

Η υπεραξία που προκύπτει κατά την εισφορά μετοχών ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών από ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες μετόχους της Εταιρείας «Ελληνικά Χρηματιστήρια Ανώνυμος Εταιρεία» (Ε.Χ.Α.Ε.), για την κάλυψη της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της τελευταίας, απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος, εφόσον εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού. Σε περίπτωση διανομής του ή διάλυσης της επιχείρησης, αυτό φορολογείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, ενώ σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης του δεν οφείλεται φόρος εισοδήματος. Η εξακρίβωση της αξίας των κατά τα άνω εισφερόμενων μετοχών γίνεται από Ειδική Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Άρθρο 15
Συμβάσεις μαθητείας

Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε. δύναται να συνάπτει συμβάσεις μαθητείας για τη μερική απασχόληση προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών φοιτητών Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.) της ημεδαπής ή ισότιμου της αλλοδαπής που αναγνωρίζεται από το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α., η οποία αποβλέπει κυρίως στην πρακτική εκπαίδευση, ειδίκευση των φοιτητών και την καλύτερη κατανόηση του αντικειμένου των σπουδών τους. Το ανπκείμενο σπουδών των προς απασχόληση φοιτητών θα πρέπει να είναι συναφές με τη δραστηριότητα του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε.. Η αμοιβή των φοιτητών ισούται προς τον κατώτατο μηνιαίο μισθό, όπως ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και υπόκειται στις νόμιμες κρατήσεις. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε.. μπορεί να καθορίζονται ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις σχετικά με την ως άνω σύμβαση μαθητείας, όπως ενδεικτικά ο ανώτατος αριθμός των φοιτητών που θα απασχολούνται ταυτόχρονα στις υπηρεσίες του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. και η ανώτατη διάρκεια της σύμβασης μαθητείας.
Άρθρο 16
Χρεωστικοί τίτλοι

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 58 του Ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται, προστίθεται παράγραφος 3 και η υφιστάμενη παράγραφος 3 αναριθμείται σε 4. Οι νέες παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου έχουν ως εξής:

«2. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, για τους χρεωστικούς τίτλους (εταιρικές ομολογίες, ανταλλάξιμα, ομόλογα κάθε είδους κλπ.) που πρόκειται να εισαχθούν στην ΑΑΣΕ ή που μετατρέπονται κατά τη διαδικασία των επόμενων εδαφίων της παρούσας παραγράφου, πλην των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα 39, 40 και 45 έως 58 του Ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄), όπως ισχύουν, εξαιρουμένου του τελευταίου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του άρθρου 55. Η μετατροπή των εισηγμένων ενσώματων εταιρικών ομολογιών σε αυλούς τίτλους διενεργείται με πρωτοβουλία και αποκλειστική ευθύνη του εκδότη τους, ο οποίος υποβάλλει σχετικό αίτημα στο Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών (Κ.Α.Α.). Μετά την υποβολή του αιτήματος, το Κ.Α.Α. ορίζει ημερομηνία μετατροπής και ειδοποιεί τον εκδότη, ο οποίος καλεί τους ομολογιούχους να παραδώσουν τις ομολογίες τους και να δηλώσουν τα πλήρη στοιχεία τους. Η πρόσκληση προς τους ομολογιούχους γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του Ν. 2190/1920, όπως ισχύει. Ο εκδότης ακυρώνει τους παραληφθέντες τίτλους και παραδίδει στο Κ.Α.Α. κατάσταση και αρχείο με τα στοιχεία των ομολογιούχων και την ποσότητα των ομολογιών που έκαστος κατέχει. Το Κ.Α.Α. καταχωρεί τα στοιχεία και τις ποσότητες στα αρχεία του (ΣΑΤ). Η καταχώριση των χρεωστικών τίτλων στο ΣΑΤ παύει με τη λήξη τους. Το Κ.Α.Α. είναι αρμόδιο για την καταγραφή, την εκκαθάριση και το διακανονισμό των εν γένει συναλλαγών επί των τίτλων αυτών. Κάθε ειδικός όρος και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας καθορίζεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εκδοθείσα κατ΄ άρθρο 105 του Ν. 2533/1997, όπως ισχύει.

3. Το Κ.Α.Α. δύναται να παρέχει με όρους που συνομολογεί ελευθέρως με τους εκδότες υπηρεσίες καταγραφής, διακανονισμού κλπ. και επί λοιπών τίτλων εισηγμένων ή μη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, εφόσον αυτοί εκδίδονται στην Ελλάδα ή διέπονται από το ελληνικό δίκαιο.»

2. Στην παράγραφο 11 του άρθρου 15 του Ν. 3632/1928 (ΦΕΚ 137Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση (η) ως εξής:

«η. στις μεταβιβάσεις χρεωστικών τίτλων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 58 του Ν. 2533/1997, όπως ισχύει».
Άρθρο 17
Επενδύσεις Ασφαλιστικών Οργανισμών

1. Στο άρθρο 40 του Ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄) επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

α) Στις παραγράφους 2β και 5, η φράση «πέντε (5) ημερών» όπου αυτή αναφέρεται, αντικαθίσταται με τη φράση «πέντε (5) εργασίμων ημερών».

β) Στην παράγραφο 3Α η περίπτωση β΄ αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι επενδύσεις σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου σε τρέχουσες τιμές.»

γ) Η παράγραφος 8 αντικαθίσταται ως εξής:

«Α. Η ισχύς των ανωτέρω διατάξεων που αφορούν επενδύσεις σε κινητές αξίες αρχίζει ένα (1) μήνα μετά την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται από το εδάφιο δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 42 του νόμου αυτού.

Β. Η ισχύς των ανωτέρω διατάξεων που αφορούν επενδύσεις σε ακίνητα, αρχίζει ένα (1) μήνα μετά την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται από το εδάφιο γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του νόμου αυτού».

2. Στο άρθρο 41 του Ν. 2676/1999 μετά το εδάφιο 4 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

«Ειδικότερα τα ακίνητα θα αναλύονται και με βάση τις ισχύουσες αντικειμενικές αξίες, ενώ οι μετοχές και τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων θα αναλύονται και με βάση τις τρέχουσες τιμές».

3. Στο άρθρο 42 του Ν. 2676/1999 επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

α) Στην παράγραφο 2α μετά το εδάφιο 7 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

«Στην Επιτροπή εφόσον απουσιάζουν τα τακτικά μέλη, μετέχουν οι ορισθέντες ως αναπληρωματικά μέλη».

β) Στο τέλος της παραγράφου 3.δ προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η Επιτροπή δύναται, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες των αγορών κεφαλαίων, να εισηγείται τροποποιήσεις των ισχυόντων κανόνων επενδυτικής συμπεριφοράς για την αξιοποίηση της κινητής περιουσίας των Ασφαλιστικών Οργανισμών, σύμφωνα με την ανωτέρω διαδικασία».
Άρθρο 18
Θέματα λειτουργίας του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών

1. Στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 39 του Ν. 1041/1980 (ΦΕΚ 75 Α΄), όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της με την παράγραφο 2 του άρθρου 22 του Ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α΄) και μετά τη φράση «δημοσίου τομέα» προστίθεται η φράση «πλην Τραπεζών».

2. Η ισχύς των διατάξεων αυτού του άρθρου αρχίζει από 1ης Ιουλίου 2001.

Άρθρο 19
Επέκταση ρυθμίσεων

1. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 36 του Ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α΄) ισχύουν και για την παροχή επιχορήγησης στις αντίστοιχες επιχειρήσεις των Νομών Ημαθίας και Καστοριάς για την κάλυψη μέρους της απώλειας εσόδων τους από την επιβολή οικονομικών αντιμέτρων στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.

2. Στις διατάξεις του άρθρου 44 του Ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285 Α΄) προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

«Οι προϋποθέσεις καταβολής αυτού, οι δικαιούχοι, η σχετική διαδικασία, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.»
Άρθρο 20
Καταβολή υποχρεώσεων Ελληνικού Δημοσίου

Υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 μέχρι 31.12.2000, οι οποίες απορρέουν από τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 27 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α΄) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του Ν. 2937/2001 (ΦΕΚ 16 Α΄), δύναται να καταβληθούν και με την έκδοση πάσης φύσεως δανειακών τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις έκδοσης των ανωτέρω δανειακών τίτλων.
Άρθρο 21
Συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαίου και κηροζίνης θέρμανσης

1. Ειδικά για τη χρονική περίοδο από 15 Οκτωβρίου 2001 μέχρι και 26 Απριλίου 2002, ο φόρος που αναφέρεται στις περιπτώσεις στ΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Ν. 2127/1993 (ΦΕΚ 48 Α΄) για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL.) θέρμανσης και την κηροζίνη θέρμανσης, αντίστοιχα, ορίζεται σε έξι χιλιάδες εκατόν πενήντα (6.150) δραχμές το χιλιόλιτρο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2001 και σε δεκαοκτώ (18) ευρώ το χιλιόλιτρο από την 1η Ιανουαρίου 2002 μέχρι και την 26η Απριλίου 2002.

2. Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από 15 Οκτωβρίου 2001.
Άρθρο 22
Φορολογία εισοδήματος εκπαιδευτικών Βαυαρίας

1. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 45 του Ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285 Α΄) εφαρμόζονται ανάλογα και στα εισοδήματα που αποκτήθηκαν από τους δικαιούχους στις χρήσεις 1990 έως 1996.

2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου οι δικαιούχοι που έχουν εισπράξει ποσά ειδικής αποζημίωσης κατά την περίοδο 1.1.1990 έως 31.12.1996 μπορούν να υποβάλουν στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας σχετική αρχική ή συμπληρωματική δήλωση χωρίς την επιβολή πρόσθετου φόρου, προσαύξησης προστίμου ή οποιασδήποτε άλλης κύρωσης, μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του δεύτερου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Για τα ποσά που προκύπτουν σε εφαρμογή των διατάξεων των ανωτέρω παραγράφων η καταβολή τους ρυθμίζεται σε σαράντα οκτώ (48) κατά ανώτατο όριο ισόποσες μηνιαίες δόσεις.
Άρθρο 23
Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 2001

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 2001

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΦΙΛΛΙΠΟΣ ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ