ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4362/2016
ΦΕΚ 11/Α/1-2-2016
Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων για την προώθηση και αμοιβαία προστασία των επενδύσεων.
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων για την προώθηση και αμοιβαία προστασία των επενδύσεων, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2014, το κείμενο της οποίας σε πρωτότυπο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:
(Βλέπε στο οικείο ΦΕΚ)
ΣΥΜΦΩΝΙΑ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΩΝ
ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΑΡΑΒΙΚΩΝ ΕΜΙΡΑΤΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Αποκαλούμενες εφεξής «τα Συμβαλλόμενα Μέρη»,
ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να ενισχύσουν την οικονομική τους συνεργασία προς το αμοιβαίο όφελος των δύο Κρατών σε μακροχρόνια βάση,
ΕΧΟΝΤΑΣ ως στόχο τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τις επενδύσεις επενδυτών του ενός Συμβαλλομένου Μέρους, στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους,
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η αμοιβαία προώθηση και προστασία των επενδύσεων, βάσει της παρούσης Συμφωνίας, θα τονώσει την πρωτοβουλία του ιδιωτικού τομέα, οδηγώντας στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία των δύο χωρών,
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να επιτευχθούν κατά τρόπο που να συνάδει με την προστασία της υγείας, της ασφάλειας, του περιβάλλοντος και της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και με την προώθηση διεθνώς αναγνωρισμένων εργατικών δικαιωμάτων, όπως αυτά προβλέπονται και εφαρμόζονται από την εθνική νομοθεσία κάθε Συμβαλλομένου Μέρους,
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:
Άρθρο 1
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσης Συμφωνίας:
1. «Επένδυση» σημαίνει κάθε είδους περιουσιακό στοιχείο που έχει επενδυθεί από επενδυτή του ενός Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους σύμφωνα με τη νομοθεσία του τελευταίου και περιλαμβάνει ειδικώτερα, αλλά όχι αποκλειστικά:
α) κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία και κάθε εμπράγματο δικαίωμα όπως δουλείες, νομή, υποθήκες, εμπράγματες ασφάλειες και ενέχυρα,
β) μετοχές, εταιρικά μερίδια, ομολογίες και κάθε άλλη μορφή συμμετοχής σε εταιρία,
γ) χρηματικές απαιτήσεις και κάθε άλλη συμβατική απαίτηση που έχει οικονομική αξία, καθώς και δάνεια συνδεόμενα με επένδυση,
δ) δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας,
ε) δικαιώματα εκχωρούμενα βάσει δημοσίου δικαίου ή συμβάσεως και άδειας, σύμφωνα με το νόμο, εξαιρουμένων των φυσικών πόρων, όσον αφορά τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Εξαιρούνται τα δικαιώματα επί των φυσικών πόρων, εκτός εάν μεμονωμένο Εμιράτο μέλος επιτρέπει με διάταγμα την εφαρμογή της παρούσης Συμφωνίας σε δικαιώματα επί των φυσικών πόρων, μέσω συμφωνίας μεταξύ επενδυτή της Ελληνικής Δημοκρατίας και του αντίστοιχου Εμιράτου.
Ενδεχόμενη μεταβολή του τύπου της επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της ως επένδυσης, υπό την προϋπόθεση ότι η μεταβολή αυτή είναι σύμφωνη με τη νομοθεσία του Συμβαλλομένου Μέρους υποδοχής.
2. «Απόδοση» σημαίνει τα έσοδα που αποφέρει μία επένδυση και περιλαμβάνει ειδικώτερα, αλλά όχι αποκλειστικά, κέρδη, τόκους, μερίσματα, υπεραξία, δικαιώματα πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας και αμοιβές.
3. «Επενδυτής» σημαίνει σε σχέση με κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος:
α) φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια του εν λόγω Συμβαλλομένου Μέρους, σύμφωνα με τη νομοθεσία του,
β) νομικά πρόσωπα και άλλες οντότητες, περιλαμβανομένων εταιρειών πάσης φύσεως που έχουν συσταθεί ή κατ’ άλλον τρόπον λειτουργούν δεόντως σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω Συμβαλλομένου Μέρους και ασκούν την πραγματική οικονομική τους δραστηριότητα στο έδαφος του ιδίου Συμβαλλομένου Μέρους,
γ) η Κυβέρνηση του εν λόγω Συμβαλλομένου Μέρους, μέσω επιχειρήσεων, φορέων ή οργανισμών, που ανήκουν ή ελέγχονται από την Κυβέρνηση.
4. Ο όρος «Έδαφος» σημαίνει:
Όσον αφορά τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα:
Το έδαφος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων υπό την κυριαρχία τους, καθώς και τα χωρικά ύδατα, τον εναέριο χώρο και τις υποθαλάσσιες περιοχές, επί των οποίων τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ασκούν, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και το νόμο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων κυριαρχικά δικαιώματα όσον αφορά οποιαδήποτε δραστηριότητα σχετική με την έρευνα ή την εκμετάλλευση φυσικών πόρων.
Όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία:
το έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων και του εθνικού εναέριου χώρου, καθώς και τις θαλάσσιες περιοχές, επί των οποίων η Ελληνική Δημοκρατία ασκεί ή θα ασκήσει κυριαρχία, κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Άρθρο 2
Πεδίο Εφαρμογής
Η παρούσα Συμφωνία εφαρμόζεται σε επενδύσεις στο έδαφος του ενός Συμβαλλομένου Μέρους, που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του από επενδυτές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, τόσο πριν όσο και μετά τη θέση της σε ισχύ, αλλά δεν εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε διαφορά, σχετική με επένδυση, που είχε ανακύψει ή σε οποιαδήποτε απαίτηση, σχετική με επένδυση, που είχε διευθετηθεί, πριν από η θέση της σε ισχύ.
Άρθρο 3
Προώθηση και Προστασία των Επενδύσεων
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προωθεί, στο έδαφός του, επενδύσεις επενδυτών του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους και κάνει δεκτές τις επενδύσεις αυτές σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
2. Επενδύσεις και η απόδοση των επενδυτών του Συμβαλλομένου Μέρους απολαμβάνουν πάντοτε, στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, ορθής και δικαίας μεταχειρίσεως και πλήρους προστασίας και ασφαλείας.
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι η διαχείριση, συντήρηση, χρήση, εκμετάλλευση ή διάθεση, στο έδαφός του, επενδύσεων επενδυτών του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους δεν παρακωλύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με μέτρα αδικαιολόγητα ή διακριτικής φύσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η δραστηριότητα του επενδυτή τηρεί τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους αυτού.
Άρθρο 4
Μεταχείριση των Επενδύσεων
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παραχωρεί στις επενδύσεις, περιλαμβανομένης της απόδοσης, που πραγματοποιούνται στο έδαφός του από επενδυτές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που παραχωρεί σε επενδύσεις των ιδίων επενδυτών του ή σε επενδύσεις επενδυτών τρίτου κράτους, εφαρμοζόμενης της ευνοϊκοτέρας μεταχειρίσεως.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παραχωρεί στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, όσον αφορά τη διαχείριση, συντήρηση, χρήση, απόλαυση ή διάθεση των επενδύσεών τους στο έδαφός του, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που παραχωρεί στους ιδίους επενδυτές του ή σε επενδυτές τρίτου κράτους, εφαρμοζόμενης της ευνοϊκοτέρας μεταχειρίσεως.
3. Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί εις τρόπον ώστε:
α) Να εμποδίζει ένα Συμβαλλόμενο Μέρος να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του ως μέλος συμφωνίας οικονομικής ολοκλήρωσης, ζώνης ελεύθερου εμπορίου, τελωνειακής ένωσης, κοινής αγοράς, οικονομικής κοινότητας, νομισματικής ένωσης, π.χ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμβουλίου Συνεργασίας Χωρών του Κόλπου (GCC Countries), ή να υποχρεώνει ένα Συμβαλλόμενο Μέρος να επεκτείνει στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους και στις επενδύσεις τους ή αποδόσεις τους, το παρόν ή μελλοντικό πλεονέκτημα οποιασδήποτε μεταχείρισης, προτίμησης ή προνομίου, δυνάμει της ιδιότητας μέλους σε παρόμοια συμφωνία ή οποιαδήποτε πολυμερή συμφωνία επενδύσεων.
β) Να υποχρεώνει ένα Συμβαλλόμενο Μέρος να επεκτείνει στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους και στις επενδύσεις ή αποδόσεις τους, το παρόν ή μελλοντικό πλεονέκτημα οποιασδήποτε μεταχείρισης, προτίμησης ή προνομίου που απορρέει από οποιαδήποτε διεθνή συμφωνία αποφυγής διπλής φορολογίας ή άλλη διεθνή συμφωνία ή ρύθμιση σχετική εν όλω ή κυρίως με φορολογία.
4. Για περισσότερη ασφάλεια, η μεταχείριση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, δεν περιλαμβάνει διατάξεις επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους, που προβλέπονται σε άλλες διεθνείς συμφωνίες επενδύσεων και δεν εφαρμόζονται ως προς το άρθρο 12 της παρούσας Συμφωνίας.
Άρθρο 5
Απαλλοτρίωση
1. Επενδύσεις και αποδόσεις επενδυτών του ενός Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, δεν υπόκεινται σε απαλλοτρίωση, εθνικοποίηση ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο, τα αποτελέσματα του οποίου ισοδυναμούν με απαλλοτρίωση ή εθνικοποίηση (αποκαλούμενες εφεξής «απαλλοτρίωση»), παρά μόνον για λόγους δημοσίου συμφέροντος, με νόμιμες διαδικασίες, σε μη διακριτική βάση και κατόπιν καταβολής άμεσης, επαρκούς και αποτελεσματικής αποζημιώσεως. Η αποζημίωση αυτή είναι ίση με την αγοραία αξία της θιγείσης επενδύσεως αμέσως πριν από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ελήφθη το συγκεκριμένο μέτρο ή έγινε δημοσίως γνωστό, επιλεγομένου του προγενεστέρου χρονικού σημείου, περιλαμβάνει τόκο από την ημέρα της απαλλοτριώσεως έως την ημέρα καταβολής, με το σύνηθες εμπορικό επιτόκιο και μεταφέρεται ελεύθερα σε ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης και στην περίπτωση κατά την οποία Συμβαλλόμενο Μέρος προβαίνει σε απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων εταιρίας, η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του σε οποιοδήποτε σημείο του εδάφους του και της οποίας επενδυτής του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους κατέχει μετοχές.
3. Στο πλαίσιο των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και μη θιγομένων των δικαιωμάτων του επενδυτή σύμφωνα με το άρθρο 10 της παρούσης Συμφωνίας, ο θιγόμενος επενδυτής έχει δικαίωμα άμεσης επανεξέτασης της υπόθεσής του, περιλαμβανομένης της εκτίμησης της αξίας της επένδυσής του και της καταβολής της αποζημίωσης, από δικαστική ή άλλη αρμόδια και ανεξάρτητη αρχή του Συμβαλλομένου Μέρους που προέβη στην απαλλοτρίωση.
4. Για τους σκοπούς της παρούσης Συμφωνίας ο όρος «απαλλοτρίωση» περιλαμβάνει επίσης παρεμβάσεις ή κανονιστικά μέτρα Συμβαλλομένου Μέρους που έχουν de facto ως αποτέλεσμα απαλλοτρίωση, ως προς το ότι το αποτέλεσμά τους καταλήγει να στερεί στην πράξη από τον επενδυτή την ιδιοκτησία, έλεγχο ή ουσιώδη οφελήματα της επένδυσής του ή τα οποία μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια ή ζημία της οικονομικής αξίας της επένδυσης, όπως το πάγωμα ή η δέσμευση της επένδυσης, η επιβολή αυθαίρετων ή υπερβολικών φόρων στην επένδυση, η υποχρεωτική πώληση όλης ή μέρους της επένδυσης ή άλλα παρόμοια μέτρα.
Άρθρο 6
Αποζημιώσεις
1. Οι επενδυτές του ενός Συμβαλλομένου Μέρους των οποίων οι επενδύσεις στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους υφίστανται ζημίες λόγω πολέμου ή άλλης ένοπλης σύγκρουσης, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, πολιτικών αναταραχών ή άλλων παρομοίων γεγονότων στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, απολαμβάνουν από το δεύτερο Συμβαλλόμενο Μέρος μεταχείριση, όσον αφορά την αποκατάσταση, επανόρθωση, αποζημίωση ή άλλου είδους διευθέτηση, όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που το Συμβαλλόμενο Μέρος αυτό επιφυλάσσει στους ιδίους επενδυτές του ή στους επενδυτές τρίτου κράτους, εφαρμοζόμενης της ευνοϊκοτέρας μεταχειρίσεως.
2. Μη θιγομένων των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επενδυτές του ενός Συμβαλλομένου Μέρους οι οποίοι, σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, υφίστανται ζημίες στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους λόγω:
α) επιτάξεως της επενδύσεως τους ή μέρους αυτής από τις δυνάμεις ή αρχές του δευτέρου Συμβαλλομένου Μέρους, ή
β) καταστροφής της επενδύσεώς τους ή μέρους αυτής από τις δυνάμεις ή αρχές του δεύτερου Συμβαλλομένου Μέρους, η οποία δεν επεβάλετο από τις περιστάσεις, τυγχάνουν άμεσης, επαρκούς και αποτελεσματικής αποκαταστάσεως ή αποζημιώσεως.
Άρθρο 7
Μεταφορές
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος επιτρέπει, όσον αφορά τις επενδύσεις επενδυτών του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, την ανεμπόδιστη μεταφορά όλων των πληρωμών που σχετίζονται με επένδυση.
Οι μεταφορές πραγματοποιείται χωρίς καθυστέρηση, σε ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα, με την ισοτιμία που επικρατεί στην αγορά κατά την ημέρα της μεταφοράς.
2. Οι μεταφορές αυτές περιλαμβάνουν ειδικώτερα, αλλά όχι αποκλειστικά:
α) κεφάλαιο και πρόσθετα ποσά για τη συντήρηση ή επέκταση της επένδυσης,
β) απόδοση,
γ) ποσά για την εξόφληση δανείων,
δ) προϊόν πωλήσεως ή ρευστοποιήσεως της επένδυσης ή μέρους αυτής,
ε) αποζημιώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6,
στ) πληρωμές που προκύπτουν από την επίλυση διαφορών,
ζ) αποδοχές προσωπικού που προσλαμβάνεται από το εξωτερικό σε σχέση με επένδυση.
Άρθρο 8
Υποκατάσταση
1. Εάν οι επενδύσεις επενδυτού ενός Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους είναι ασφαλισμένες για μή εμπορικούς κινδύνους, βάσει νομίμου συστήματος εγγυήσεως, κάθε υποκατάσταση του ασφαλιστή στα δικαιώματα του εν λόγω επενδυτή, σύμφωνα με τους όρους της ασφάλειας αυτής, αναγνωρίζεται από το δεύτερο Συμβαλλόμενο Μέρος, μη θιγομένων των δικαιωμάτων του επενδυτή σύμφωνα με το άρθρο 10 της παρούσης Συμφωνίας.
2. Διαφορές μεταξύ Συμβαλλομένου Μέρους και ασφαλιστή θα καταβάλλεται προσπάθεια να επιλύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 της παρούσης Συμφωνίας.
3. Η υποκατάσταση μπορεί να λάβει χώρα, μόνο μετά από έγκριση του Συμβαλλομένου Μέρους όπου έχει πραγματοποιηθεί η επένδυση, εφόσον απαιτείται τέτοια έγκριση.
Άρθρο 9
Επίλυση Διαφορών μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών
1. Κάθε διαφορά μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών σχετική με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσης Συμφωνίας, επιλύεται δια διαπραγματεύσεων, δια της διπλωματικής οδού.
2. Εάν η διαφορά δεν μπορέσει να διευθετηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εντός έξι μηνών από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, υποβάλλεται σε διαιτητικό δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε εκ των δύο Συμβαλλόμενων Μερών.
3. Το διαιτητικό δικαστήριο συγκροτείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ως ακολούθως: Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διορίζει έναν διαιτητή και οι δύο αυτοί διαιτητές ορίζουν, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, υπήκοο τρίτης χώρας, με την οποία και τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη διατηρούν διπλωματικές σχέσεις, ως πρόεδρο. Οι διαιτητές διορίζονται εντός τριών μηνών και ο πρόεδρος εντός πέντε μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία Συμβαλλόμενο Μέρος γνωστοποίησε στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος την πρόθεσή του να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτητικό δικαστήριο.
4. Εάν εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου δεν έχουν γίνει οι αναγκαίοι διορισμοί, οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορεί, ελλείψει άλλης συμφωνίας, να ζητήσει από τον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς. Εάν ο Πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι υπήκοος ενός των Συμβαλλομένων Μερών ή κωλύεται κατ’ άλλον τρόπον να ασκήσει το εν λόγω καθήκον, καλείται να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς ο Αντιπρόεδρος και, σε περίπτωση που ο τελευταίος είναι υπήκοος Συμβαλλομένου Μέρους ή κωλύεται κατ’ άλλον τρόπον να ασκήσει το εν λόγω καθήκον, το αρχαιότερο κατά σειράν Μέλος του Δικαστηρίου που δεν είναι υπήκοος Συμβαλλομένου Μέρους καλείται να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς.
5. Το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει σύμφωνα με το νόμο και, ιδίως, βάσει της παρούσης Συμφωνίας και άλλων σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών, καθώς και των γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου.
6. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη δύνανται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να αποφασίσουν τη φιλική επίλυση της διαφοράς.
7. Το δικαστήριο αποφασίζει την εσωτερική του διαδικασία, εκτός εάν τα Συμβαλλόμενα Μέρη ορίσουν άλλως.
Το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του κατά πλειοψηφία. Η απόφαση αυτή είναι τελική και δεσμευτική για τα Συμβαλλόμενα Μέρη.
8. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος φέρει το κόστος του διαιτητή που διόρισε το ίδιο καθώς και της εκπροσώπησης του. Το κόστος του προέδρου καθώς και κάθε άλλο κόστος φέρουν τα Συμβαλλόμενα Μέρη εξ ίσου. Το δικαστήριο δύναται πάντως να ορίσει στην απόφαση του ότι ένα από τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη θα φέρει μεγαλύτερο ποσοστό του κόστους και η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική για τα Συμβαλλόμενα Μέρη.
Άρθρο 10
Επίλυση Διαφορών μεταξύ Επενδυτή και Συμβαλλομένου Μέρους
1. Διαφορές μεταξύ επενδυτή του ενός Συμβαλλομένου Μέρους και του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, που αφορούν την εφαρμογή της παρούσης Συμφωνίας σχετικά με επένδυση του επενδυτή, επιλύονται από τα ενδιαφερόμενα μέρη φιλικά, μετά από ειδοποίηση εκ μέρους του επενδυτή.
Η ειδοποίηση που αναφέρεται ανωτέρω, θα πρέπει να περιλαμβάνει:
α) το όνομα και την διεύθυνση του εμπλεκομένου επενδυτή και, στην περίπτωση που η απαίτηση προβάλλεται από επενδυτή Συμβαλλομένου Μέρους για λογαριασμό νομικού προσώπου, την επωνυμία και την διεύθυνση του νομικού προσώπου,
β) τις διατάξεις της παρούσης Συμφωνίας η παράβαση των οποίων προβάλλεται και κάθε άλλη σχετική διάταξη,
γ) τα θέματα και τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται η απαίτηση, και
δ) η αιτούμενη αποκατάσταση και το κατά προσέγγιση ποσό της αιτουμένης αποζημιώσεως.
2. Εάν η εν λόγω διαφορά δεν μπορέσει να επιλυθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία λήψης της ειδοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω ο ενδιαφερόμενος επενδυτής μπορεί να υποβάλει τη διαφορά προς επίλυση:
α) στα αρμόδια δικαστήρια του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου έχει πραγματοποιηθεί η επένδυση, ή
β) σύμφωνα με οποιαδήποτε διαδικασία επίλυσης διαφορών έχει συμφωνηθεί προηγουμένως, ή
γ) στη διεθνή διαιτησία.
3. Εφόσον η διαφορά παραπεμφθεί στη διεθνή διαιτησία, ο ενδιαφερόμενος επενδυτής μπορεί να υποβάλλει τη διαφορά:
α) (ι) στο Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Διαφορών εξ Επενδύσεων, που ιδρύθηκε με τη Σύμβαση «δια την ρύθμισιν των σχετιζομένων προς τας επενδύσεις διαφορών μεταξύ Κρατών και υπηκόων άλλων Κρατών», (Σύμβαση ICSID) η οποία ανοίχθηκε για υπογραφή στην Ουάσινγκτον D.C. στις 18 Μαρτίου 1965, προς διευθέτηση δια της οδού της συνδιαλλαγής ή της διαιτησίας, εφόσον αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Μέρη έχουν υπογράψει την εν λόγω Σύμβαση, ή
(ιι) στο Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Διαφορών εξ Επενδύσεων, που ιδρύθηκε με τη Σύμβαση που αναφέρεται στην ανωτέρω υποπαράγραφο α) (ι), σύμφωνα με τους Κανόνες που διέπουν την Πρόσθετη Διευκόλυνση για τη Διαχείριση Υποθέσεων από τη Γραμματεία του Κέντρου, εάν το ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, αλλά όχι και τα δύο είναι μέρη της Σύμβασης ICSID, ή
β) σε ad hoc διαιτητικό δικαστήριο, το οποίο συνιστάται σύμφωνα με τους κανόνες περί διαιτησίας της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (U.N.C.I.T.R.A.L.), όπως ισχύουν εκάστοτε.
4. Οι κανόνες διαφάνειας της UNCITRAL, όπως υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο στις 10 Ιουλίου 2013, εφαρμόζονται σε διεθνείς διαδικασίες διαιτησίας που κινήθηκαν δυνάμει του παρόντος άρθρου.
5. Οι διαιτητικές αποφάσεις είναι τελεσίδικες και δεσμευτικές για τα δύο μέρη της διαφοράς. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θεσπίζει μέτρα, στο έδαφός του, για την εκτέλεση των εν λόγω αποφάσεων.
Άρθρο 11
Εφαρμογή άλλων Διατάξεων
1. Εφόσον η νομοθεσία Συμβαλλομένου Μέρους ή υφιστάμενες ή αναλαμβανόμενες στο μέλλον, βάσει του διεθνούς δικαίου, μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών υποχρεώσεις επί πλέον της παρούσης Συμφωνίας περιλαμβάνουν ρυθμίσεις, γενικές ή ειδικές, με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα σε επενδύσεις επενδυτών του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους για ευνοϊκότερη μεταχείριση από την προβλεπόμενη με την παρούσα Συμφωνία, οι ρυθμίσεις αυτές, στο μέτρο που είναι ευνοϊκότερες, υπερισχύουν της παρούσης Συμφωνίας.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος τηρεί οποιαδήποτε άλλη συμβατική υποχρέωση έχει αναλάβει σε σχέση με συγκεκριμένη επένδυση επενδυτή του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους. Διαφορές που ανακύπτουν σχετικές με την ερμηνεία ή εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης, επιλύονται βάσει των διατάξεων επίλυσης διαφορών της εν λόγω σύμβασης.
Άρθρο 12
Δικαίωμα λήψης Μέτρων
Σε συμφωνία με τις διατάξεις της παρούσης Συμφωνίας, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διατηρεί το δικαίωμα να υιοθετεί, να διατηρεί και να εφαρμόζει μέτρα απαραίτητα για την επίτευξη θεμιτών στόχων της πολιτικής του, για την προστασία της κοινωνίας, του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας και ασφάλειας.
Άρθρο 13
Διαβουλεύσεις
Αντιπρόσωποι των Συμβαλλόμενων Μερών δίνονται, όποτε κρίνεται απαραίτητο, να προβαίνουν σε διαβουλεύσεις επί θεμάτων που αφορούν την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις θα διεξάγονται κατόπιν προτάσεως ενός εκ των δύο Συμβαλλόμενων Μερών, σε τόπο και χρόνο που συμφωνούνται μέσω της διπλωματικής οδού.
Άρθρο 14
Θέση σε Ισχύ – Διάρκεια – Λήξη
1. Η παρούσα Συμφωνία τίθεται σε ισχύ τριάντα ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία τα Συμβαλλόμενα Μέρη αντήλλαξαν έγγραφες ανακοινώσεις, δια της διπλωματικής οδού, με τις οποίες πληροφορούν ότι ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες που απαιτούνται από τις αντίστοιχες νομοθεσίες τους για το σκοπό αυτό. Παραμένει σε ισχύ για μία περίοδο δέκα ετών από την ημερομηνία αυτή.
2. Εκτός εάν καταγγελθεί από Συμβαλλόμενο Μέρος τουλάχιστον ένα έτος πριν από την ημερομηνία λήξεως της ισχύος της, η παρούσα Συμφωνία παρατείνεται εν συνεχεία σιωπηρώς για διαδοχικές δεκαετείς περιόδους. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη Συμφωνία, κατόπιν εγγράφου ανακοινώσεως, δια της διπλωματικής οδού, τουλάχιστον ένα έτος πριν από την ημερομηνία λήξεως της τρεχούσης περιόδου ισχύος της.
3. Όσον αφορά επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία καταγγελίας της παρούσης Συμφωνίας, τα προηγούμενα άρθρα εξακολουθούν να ισχύουν για μία περαιτέρω δεκαετία από την ημερομηνία αυτή.
Έγινε εις διπλούν, στην Αθήνα την 6η Μαΐου 2014, στην ελληνική, αραβική και αγγλική γλώσσα και όλα τα κείμενα είναι εξ ίσου αυθεντικά.
Σε περίπτωση διαφοράς, υπερισχύει το αγγλικό κείμενο.