Κοινοποίηση διατάξεων της παραγράφου 12 του άρθρου 27 του ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α/31.3.2011) και παροχή οδηγιών για την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ.Αθήνα, 12.4.2011
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ & ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
14η Δ/ΝΣΗ ΦΠΑ
ΤΜΗΜΑ Β΄ «Παροχή Υπηρεσιών & Ειδικά Καθεστώτα»
Ταχ. Δ/νση : Σίνα 2-4
Ταχ. Κώδικας: 106 72 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες : Κων. Σταυροπούλου
Φωτ. Αθανασάκη
Τηλέφωνο : 210- 3645832
Fax : 210- 3645413
e-mail : dfpa.b1@1992.syzefxis.gov.gr
ΠΟΛ 1077
Θέμα: Κοινοποίηση διατάξεων της παραγράφου 12 του άρθρου 27 του ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α/31.3.2011) και παροχή οδηγιών για την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ.
Ι. Κοινοποίηση διατάξεων της παραγράφου 12 του άρθρου 27 του ν. 3943/2011
Κοινοποιούμε τις ανωτέρω διατάξεις και παρέχουμε οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.
Παράγραφος 12.α)
Με τις διατάξεις της παραγράφου 12.α) του άρθρου 27 του ν.3943/2011, η οποία ισχύει από 31.12.2010 αντικαταστάθηκε η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ. Ειδικότερα με την αντικατάσταση αυτή επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:
1. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 41, από 31.12.2010, οι αγρότες οι οποίοι εντάσσονται στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων, σύμφωνα με το ν.3874/2010 (Α΄ 151) και ασχολούνται με τη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 KW ή τη λειτουργία αγροτοτουριστικών μονάδων έως 10 δωματίων, εξακολουθούν να υπάγονται στο ειδικό καθεστώς και δικαιούνται επιστροφής του φόρου με τον κατ’ αποκοπή συντελεστή (11%) για τις παραδόσεις αγροτικών προϊόντων και παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιούν προς άλλους υποκείμενους στο φόρο.
2. Οι ανωτέρω αγρότες για τις εν λόγω δραστηριότητες υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων εσόδων εξόδων και στην έκδοση φορολογικών παραστατικών σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΒΣ (Π.Δ. 186/1992) και κατά συνέπεια υπάγονται στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ. Παράλληλα όμως συνεχίζουν να εντάσσονται και στο ειδικό καθεστώς αγροτών και με σκοπό την ευχερή διάκρισή τους από άλλους υποκείμενους στο φόρο που εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς, κατά την έναρξη της δραστηριότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φωτοβολταϊκά συστήματα έως 100 KW ή της λειτουργία αγροτοτουριστικών μονάδων έως 10 δωματίων, θα πρέπει να χρησιμοποιείται ιδιαίτερος Κωδικός στο σύστημα TAXIS (Κωδ.126), όπως συμβαίνει και για τους αγρότες που πωλούν τα προϊόντα παραγωγής τους από δικό τους κατάστημα ή σε λαϊκές αγορές.
3. Ενόψει των ανωτέρω, οι αγρότες που προτίθενται να ασκήσουν τις δραστηριότητες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φωτοβολταϊκά συστήματα έως 100 KW ή την εκμετάλλευση αγροτοτουριστικών μονάδων έως 10 δωματίων, θα πρέπει να υποβάλουν, πριν την έναρξη των δραστηριοτήτων αυτών, δήλωση μεταβολής δραστηριότητας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.. Με τη δήλωση αυτή και προκειμένου να διαπιστώνονται οι προϋποθέσεις που τίθενται από την ανωτέρω διάταξη, θα πρέπει να προσκομίζονται, κατά περίπτωση:
α) Επικυρωμένο αντίγραφο της έγκρισης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι 100 KW από τη ΔΕΗ.
β) Επικυρωμένο αντίγραφο της άδειας εκμετάλλευσης αγροτοτουριστικής μονάδας μέχρι 10 δωματίων που εκδίδεται από τις υπηρεσίες του ΕΟΤ.
Στην περίπτωση που δεν έχουν ακόμη εκδοθεί τα ανωτέρω δικαιολογητικά, προσκομίζονται αντίγραφα των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί, με υποχρέωση προσκόμισης των εν λόγω δικαιολογητικών εντός 3 μηνών από την υποβολή της δήλωσης έναρξης. Οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ελέγχουν την τήρηση της εν λόγω υποχρέωσης.
Ειδικά για την πρώτη εφαρμογή του νόμου, η δήλωση μεταβολής δραστηριότητας μπορεί να υποβληθεί μέχρι 30.6.2011.
4. Αγρότες που έχουν ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς για την άσκηση της δραστηριότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φωτοβολταϊκά συστήματα, ή εκμετάλλευσης αγροτοτουριστικών μονάδων μέχρι 10 δωματίων πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, με συνέπεια τον αποκλεισμό τους από το ειδικό καθεστώς του άρθρου 41, μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να υποβάλουν δήλωση μεταβολής μέχρι 30.6.2011, προκειμένου να ενταχθούν εκ νέου και στο ειδικό καθεστώς του άρθρου αυτού, προσκομίζοντας τα ανωτέρω προβλεπόμενα δικαιολογητικά. Στην περίπτωση που η ένταξη στο κανονικό καθεστώς πραγματοποιήθηκε πριν τις 31.12.2010, η δήλωση μεταβολής ισχύει από 31.12.2010, ώστε να έχουν δικαίωμα κατ’ αποκοπή επιστροφής για τις παραδόσεις αγροτικών προϊόντων που πραγματοποιήθηκαν κατά το έτος 2010. Το ίδιο ισχύει και για τους αγρότες που με αφορμή την ένταξη στο κανονικό καθεστώς για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι 100 KW ή εκμετάλλευση αγροτουριστικών μονάδων μέχρι 10 δωματίων, «υποχρεώθηκαν» για την ένταξη στο κανονικό καθεστώς και της αγροτικής τους δραστηριότητας, προκειμένου να μην απολέσουν το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών τους, επισημαίνοντας ότι στην περίπτωση που έχουν εκδοθεί φορολογικά παραστατικά υπό το κανονικό καθεστώς, υπάρχει υποχρέωση καταβολής του φόρου που αναλογεί σε αυτά και δεν υπάρχει δικαίωμα επιστροφής για τα εν λόγω παραστατικά.
5. Διευκρινίζεται ότι οι αγρότες που για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, εκτός από αυτές που καλύπτονται από την παράγραφο 4.γ) του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, υποχρεούνται στην ένταξη στο κανονικό καθεστώς και έχουν υποβάλει δήλωση έναρξης ή μεταβολής για το σκοπό αυτό, δεν εντάσσονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς και για την αγροτική τους εκμετάλλευση, ανεξάρτητα από τα στοιχεία που εμφανίζονται στην εν λόγω δήλωση έναρξης ή μεταβολής. Οι εν λόγω αγρότες, μπορούν βέβαια να εντάξουν και την αγροτική τους εκμετάλλευση στο κανονικό καθεστώς και να τηρούν το βιβλίο εσόδων εξόδων και για τη δραστηριότητα αυτή εφόσον το επιθυμούν. Στην περίπτωση που δεν επιθυμούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κανονικού καθεστώτος για την αγροτική τους δραστηριότητα, δεν έχουν δικαίωμα επιστροφής με τους κατ’ αποκοπή συντελεστές του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ. Σε κάθε περίπτωση που από λάθος θεωρείται ότι οι αγρότες που ασκούν και άλλη δραστηριότητα, έχουν ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς και για την αγροτική τους δραστηριότητα, χωρίς ωστόσο να έχουν υποβάλει δήλωση μετάταξης και να έχουν εκδώσει φορολογικά παραστατικά για την πώληση της αγροτικής παραγωγής, οι αγρότες αυτοί μπορούν να υποβάλλουν δήλωση μεταβολής, με την οποία θα δηλώνεται μόνο η δραστηριότητα για την οποία υποχρεωτικά εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς, με ημερομηνία μεταβολής την ημερομηνία που επιθυμούν να επέλθει η εν λόγω αλλαγή, προκειμένου να μην υποστούν τις συνέπειες της μη ορθής τήρησης των υποχρεώσεων του κανονικού καθεστώτος.
Παράγραφος 12.β)
Με την παράγραφο 12.β) του άρθρου 27 ορίζεται ότι δεν αναζητούνται από το δημόσιο επιστροφές ΦΠΑ που έχουν καταβληθεί σε αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41, οι οποίες αφορούν επιδοτήσεις. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση που από το φορολογικό έλεγχο προκύπτει ότι σε αιτήσεις επιστροφής ΦΠΑ που υποβλήθηκαν στο παρελθόν, στην αξία των αγροτικών προϊόντων είχαν συμπεριληφθεί και τα ποσά των επιδοτήσεων που είχαν εισπραχθεί από τους αγρότες, και οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. πραγματοποίησαν επιστροφή ΦΠΑ και επί των ποσών των επιδοτήσεων, η εν λόγω επιστροφή θεωρείται οριστική και δεν καταλογίζεται στους αγρότες το ποσό ΦΠΑ που έχει επιστραφεί επί των επιδοτήσεων. Σημειώνεται ότι το εν λόγω πρόβλημα υφίσταται για αιτήσεις επιστροφής που έχουν υποβληθεί για χρήσεις μέχρι και το έτος 2005, δεδομένου ότι με την εφαρμογή της νέας Κοινοτικής Αγροτικής Πολιτικής οι επιδοτήσεις έχουν πλήρως αποσυνδεθεί από την αγροτική παραγωγή και καταβάλλονται απευθείας στους αγρότες ως οικονομική ενίσχυση.
Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω αφορούν τις νόμιμες επιδοτήσεις που έχουν πράγματι καταβληθεί στους αγρότες. Στην περίπτωση που από τον έλεγχο αποδεικνύεται ότι έχει πραγματοποιηθεί επιστροφή με βάση πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία τα ποσά που επεστράφησαν καταλογίζονται στους αγρότες ή σε οποιαδήποτε πρόσωπα έλαβαν τις εν λόγω επιστροφές και επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις.
ΙΙ. Διευκρινίσεις για την εφαρμογή της ΑΥΟ ΠΟΛ.1051/18.3.2011 (ΦΕΚ 466/Β/ 23.3.2011)
Σχετικά με την επιστροφή του ΦΠΑ στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος για το έτος 2011 εκδόθηκε η Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1051/18.3.2011 , για την ομοιόμορφη εφαρμογή της οποίας παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις:
1. Με την εν λόγω απόφαση ρυθμίζονται ορισμένα θέματα της διαδικασίας επιστροφής για τις αιτήσεις επιστροφής που αφορούν πωλήσεις αγροτικών προϊόντων και παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν κατά το έτος 2010. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται με την ΑΥΟ αυτή ισχύουν οι διαδικασίες που ορίζονται βασικά με την Α.Υ.Ο. Π.953/432/64/ΠΟΛ.41/3.2.1988 ή άλλες ΑΥΟ, καθώς και οι διευκρινίσεις που έχουν κατά καιρούς δοθεί με εγκυκλίους διαταγές. Σημειώνεται ότι οι αιτήσεις επιστροφής θα υποβληθούν από 1.3.2011 έως 31.7.2011. Όσον αφορά τη συμπλήρωση των αιτήσεων επιστροφής ισχύουν οι οδηγίες που δόθηκαν με την εγκύκλιο ΠΟΛ.1045/22.4.2010.
2. Αιτήσεις επιστροφής στις οποίες το αιτούμενο ποσό είναι μικρότερο των 20 ευρώ δεν θα γίνονται δεκτές, ανεξάρτητα από το εάν οι αιτήσεις υποβάλλονται απευθείας από τους αγρότες ή μέσω συνεταιριστικών οργανώσεων. Στην περίπτωση που τέτοιες αιτήσεις έχουν καταχωρηθεί στο βιβλίο μεταγραφής αιτήσεων που υποβάλλεται από τις συνεταιριστικές οργανώσεις, οι αιτήσεις αυτές θα διαγράφονται και, αυτονόητο είναι ότι για τις αιτήσεις αυτές δεν θα καταβάλλεται αμοιβή στις συνεταιριστικές οργανώσεις.
3. Για τις αιτήσεις επιστροφής των αγροτών που υποβάλλονται μέσω των συνεταιριστικών οργανώσεων, οι συνεταιριστικές οργανώσεις υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματός τους Δ.Ο.Υ. μαζί με το Βιβλίο μεταγραφής (σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή), τις αιτήσεις επιστροφής σε έντυπη μορφή (ανεξάρτητα εάν έχουν συνταχθεί μηχανογραφικά), καθώς και τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. φορολογικά στοιχεία που έχουν καταγραφεί στις αιτήσεις. Στις περιπτώσεις που έχουν εκδοθεί φορολογικά στοιχεία με λάθος ενδείξεις ή παραλήψεις, ισχύουν οι διευκρινίσεις που έχουν δοθεί με την εγκύκλιο ΠΟΛ.1108/6.9.2006.
4. Από τις διατάξεις της παραγράφου 1γ΄ του άρθρου 11 και της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του ΚΒΣ (Π.Δ. 186/1992), όπως ισχύουν, προκύπτει ότι από 1.6.2010 ο επιτηδευματίας που αγοράζει αγροτικά προϊόντα από αγρότες του ειδικού καθεστώτος υποχρεούται να εκδίδει το συνενωμένο στοιχείο δελτίο αποστολής- τιμολόγιο. Δεδομένου ότι αρκετοί αγοραστές αγροτικών προϊόντων συνέχιζαν μετά την ημερομηνία αυτή να εκδίδουν τιμολόγια αγοράς και όχι δελτία αποστολής – τιμολόγιο, καθώς και το γεγονός ότι οι αγρότες ως λήπτες δεν φέρουν ευθύνη για υποχρεώσεις των εκδοτών των εν λόγω στοιχείων, τα τιμολόγια αυτά γίνονται δεκτά για την επιστροφή του φόρου.
5. Μετά την παραλαβή των αιτήσεων επιστροφής, είτε αυτές έχουν υποβληθεί από μεμονωμένους αγρότες είτε μέσω των συνεταιριστικών οργανώσεων, οι Δ.Ο.Υ. πρέπει να διενεργούν σύντομο προληπτικό έλεγχο στα φορολογικά στοιχεία που έχουν καταχωρηθεί σε αυτές, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν:
α) Υπάρχουν φορολογικά στοιχεία που έχουν εκδοθεί από εκδότες ή λήπτες εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε στοιχεία διαθέτουν (προηγούμενους ελέγχους, στοιχεία που έχουν διαβιβαστεί από άλλες ελεγκτικές αρχές, κλπ.).
β) Δημιουργούνται βάσιμες υπόνοιες ότι τα φορολογικά στοιχεία δεν αφορούν πραγματικές συναλλαγές. Για το σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη οποιαδήποτε στοιχεία διαθέτει η Δ.Ο.Υ., όπως καλλιεργούμενη έκταση που δηλώνεται στη φορολογία εισοδήματος εφόσον αυτή υποβάλλεται στην ίδια Δ.Ο.Υ., ύψος συναλλαγής, προηγούμενη συμπεριφορά του αγρότη, κλπ.
6. Εάν από τον προληπτικό αυτό έλεγχο διαπιστωθεί η ύπαρξη «ύποπτων» κατά τα ανωτέρω φορολογικών στοιχείων, τα ποσά που αφορούν τα εν λόγω στοιχεία αφαιρούνται από την αίτηση επιστροφής και η επιστροφή του υπόλοιπου ποσού πραγματοποιείται άμεσα εντός μηνός από την υποβολή της αίτησης επιστροφής, σύμφωνα με την ΑΥΟ Π.953/432/64/ΠΟΛ.41/3.2.1988.
Σημειώνεται ότι, η αφαίρεση των ανωτέρω ποσών δεν είναι οριστική, αλλά το οριστικό δικαίωμα ή μη της επιστροφής θα κριθεί κατόπιν διενέργειας φορολογικού ελέγχου.
7. Στην περίπτωση που από τον προληπτικό έλεγχο προκύπτει ότι στην αίτηση για την επιστροφή περιλαμβάνονται εικονικά ή πλαστά φορολογικά στοιχεία ή υπάρχουν υπόνοιες ότι τα ποσά που αναγράφονται δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικές συναλλαγές εκδίδεται εντολή για να διενεργηθεί άμεσα φορολογικός έλεγχος. Ο φορολογικός έλεγχος θα αφορά το σύνολο των φορολογικών στοιχείων της αίτησης, δηλαδή και αυτών για τα οποία έχει ήδη πραγματοποιηθεί η επιστροφή σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο (6). Κατά τον έλεγχο αυτό λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Δ.Ο.Υ., όπως:
α) Τη δήλωση Καλλιέργειας/Εκτροφής που έχει υποβληθεί για το έτος 2011, σύμφωνα με το ν. 3877/2010. Δεδομένου ότι η εν λόγω δήλωση αφορά τεκμαιρόμενα εισοδήματα του έτους 2011, στην περίπτωση που προκύπτει σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ της δήλωσης αυτής και της αίτησης επιστροφής, πρέπει να ζητούνται αποδείξεις που δικαιολογούν αυτή τη διαφοροποίηση.
β) Τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, από την οποία προκύπτει το μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης. Στις περιπτώσεις που η αίτηση επιστροφής δεν υποβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία του αγρότη Δ.Ο.Υ. και εφόσον τα αμφισβητούμενα ποσά είναι σημαντικά, ζητούνται στοιχεία από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. του αγρότη. Για τη συντόμευση του ελέγχου μπορεί να ζητείται η αποστολή της δήλωσης εισοδήματος ή των στοιχείων αυτής με φάξ.
Ο φορολογικός έλεγχος πρέπει να ολοκληρώνεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή της αίτησης επιστροφής στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., η δε απόφαση για την επιστροφή θα εκδίδεται εντός μηνός από την ολοκλήρωση του ελέγχου. Η εν λόγω επιστροφή πραγματοποιείται μηχανογραφικά, χρησιμοποιώντας τον αριθμό πρωτοκόλλου με τον οποίο έχει καταχωρηθεί η αίτηση επιστροφής προσθέτοντας δύο ψηφία (20, 21, 22, κλπ.), ανάλογα με το εάν για συγκεκριμένη αίτηση συνεταιριστικής οργάνωσης πραγματοποιούνται διαδοχικές συμπληρωματικές επιστροφές σύμφωνα με την πρόοδο του ελέγχου.
8. Για τη διευκόλυνση του ελέγχου και την αποφυγή καταστρατηγήσεων σε βάρος του δημοσίου, οι αγρότες υποχρεούνται μέχρι τις 30.6.2011 να προσκομίσουν στη Δ.Ο.Υ. στην οποία έχει υποβληθεί η αίτηση επιστροφής αντίγραφο της δήλωσης Καλλιέργειας/Εκτροφής του έτους 2011. Για τη διευκόλυνση των αγροτών και των Δ.Ο.Υ., στην περίπτωση που οι αιτήσεις έχουν υποβληθεί μέσω συνεταιριστικών οργανώσεων, οι οργανώσεις αυτές θα πρέπει να συγκεντρώσουν τις εν λόγω δηλώσεις και να τις προσκομίσουν στις Δ.Ο.Υ., διακεκριμένα για κάθε συγκεντρωτική αίτηση επιστροφής που έχουν υποβάλει, επισημαίνοντας τα στοιχεία της αίτησης αυτής. Εάν η δήλωση Καλλιέργειας/Εκτροφής δεν έχει υποβληθεί μέχρι την ως άνω ημερομηνία ή μετά την ημερομηνία αυτή υποβάλλεται συμπληρωματική ή τροποιητική δήλωση, θα πρέπει να προσκομίζεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αντίγραφο των δηλώσεων αυτών εντός 15 ημερών από την υποβολή τους.
Επισημαίνεται ότι η μη υποβολή της δήλωσης Καλλιέργειας/Εκτροφής δεν συνιστά λόγο μη αποδοχής της αίτησης επιστροφής ή λόγο άρνησης της επιστροφής στους αγρότες, αλλά χρησιμοποιείται ως στοιχείο ελέγχου προκειμένου να προσδιοριστεί η βασιμότητα του αιτήματος επιστροφής. Κατά συνέπεια οι Δ.Ο.Υ. δεν πρέπει να ζητούν μαζικά την προσκόμιση της δήλωσης καλλιέργειας/εκτροφής του έτους 2011, προκειμένου να διενεργήσουν την επιστροφή, δεδομένου ότι οι αγρότες έχουν προθεσμία υποβολής της εν λόγω δήλωσης μέχρι 15.5.2011, ούτε να ζητούν μαζικά τη δήλωση καλλιέργειας/εκτροφής του έτους 2010, δεδομένου ότι κατά το έτος αυτό δεν υπήρχε υποχρέωση υποβολής της από το σύνολο των αγροτών. Κατά τον έλεγχο βεβαίως που διενεργείται σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο, οι Δ.Ο.Υ. μπορούν να ζητούν οποιοδήποτε στοιχείο κρίνουν απαραίτητο προκειμένου να στηρίξουν τους ισχυρισμούς τους.
9. Για την οριστικοποίηση της επιστροφής του φόρου στους αγρότες, μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, διενεργείται από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. φορολογικός έλεγχος. Ο έλεγχος θα πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά προτεραιότητα αρχής γενομένης από τις αιτήσεις αγροτών με τα υψηλότερα ποσά επιστροφής και θα πρέπει να περιλάβει όλες τις αιτήσεις με ποσά επιστροφής ανώτερα των 10.000 ευρώ.
Εξυπακούεται ότι, στη συνέχεια, έλεγχος θα διενεργηθεί και στις αιτήσεις με ποσά μικρότερα των 10.000 ευρώ.
Μετά τη διενέργεια του ανωτέρω ελέγχου τα φορολογικά στοιχεία, τα οποία έχουν προσκομιστεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. είτε απευθείας από τους αγρότες, είτε από τις συνεταιριστικές οργανώσεις, επιστρέφονται στους αγρότες, οι οποίοι τα διαφυλάσσουν τουλάχιστον για μια πενταετία.
10. Σημειώνεται ότι κατά το τρέχον έτος θα είναι δυνατή η μηχανογραφική επεξεργασία των συμπληρωματικών αιτήσεων επιστροφής (αιτήσεις που περιλαμβάνουν νέα φορολογικά στοιχεία που δεν συμπεριλήφθηκαν στην αρχική αίτηση). Για το σκοπό αυτό οι συνεταιριστικές οργανώσεις μπορούν να υποβάλλουν τις συμπληρωματικές αιτήσεις επιστροφής από 1.6.2011 και με ξεχωριστό βιβλίο μεταγραφής που θα αφορά αποκλειστικά και μόνο συμπληρωματικές αιτήσεις, το οποίο πρέπει να υποβληθεί μόνο χειρόγραφα (όχι με δισκέτα). Αντίθετα οι τροποποιητικές αιτήσεις επιστροφής (τροποποίηση των ποσών της αρχικής αίτησης) θα επεξεργάζονται χειρόγραφα και στην περίπτωση που από την τροποποίηση αυτή προκύπτει ποσό μικρότερο της αρχικής και εφόσον έχει ήδη πραγματοποιηθεί η επιστροφή, με την υποβολή της τροποποιητικής δήλωσης καταβάλλεται ο αδικαιολόγητα επιστραφείς φόρος, με την υποβολή έκτακτης περιοδικής δήλωσης, σύμφωνα με την εγκύκλιο ΠΟΛ.1080/31.5.2010
11. Επισημαίνεται επίσης ότι από το τρέχον έτος το υποσύστημα ΦΠΑ/TAXIS θα πραγματοποιεί κεντρικά έλεγχο και θα απορρίπτονται αιτήσεις επιστροφής με ποσό επιστροφής κάτω των 20 ευρώ, καθώς και αρχικών αιτήσεων στην περίπτωση που έχει ήδη υποβληθεί αίτηση επιστροφής σε διαφορετική Δ.Ο.Υ.
12. Επισημαίνεται ότι οι Δ.Ο.Υ. θα πρέπει να αναφέρουν στη 14η Δ/νση ΦΠΑ τα αποτελέσματα της ανωτέρω ελεγκτικής διαδικασίας που καθιερώνεται για το έτος 2011, με βάση εγκύκλιο που θα αποσταλεί προσεχώς.
III. Λοιπές διευκρινίσεις
α) Πωλήσεις αγροτικών προϊόντων από συνεταιρισμούς για λογαριασμό των αγροτών.
1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), η επιστροφή με τον κατ’ αποκοπή συντελεστή (11% από 1.1.2009) πραγματοποιείται επί της αξίας των αγροτικών προϊόντων που πωλούνται από τρίτους υποκείμενους στο φόρο, για λογαριασμό των αγροτών, χωρίς φόρο και προμήθεια.
2. Με την ΕΔΥΟ Π. 2955/88/1254/ΠΟΛ.149/2.5.1988 διευκρινίστηκε ότι, στην περίπτωση πώλησης αγροτικών προϊόντων μέσω συνεταιρισμών, στα ακαθάριστα έσοδα πάνω στα οποία υπολογίζεται ο Φ.Π.Α. που επιστρέφεται στον αγρότη δεν περιλαμβάνεται ο φόρος, η προμήθεια, καθώς και τα έξοδα που γίνονται στο όνομα του συνεταιρισμού και παρακρατούνται από τον αγρότη.
3. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5§2 του Κώδικα ΦΠΑ, στην περίπτωση παραγγελιοδοχικής παράδοσης αγαθών για λογαριασμό αγροτών, πραγματοποιούνται δύο παραδόσεις αγαθών, ήτοι η πραγματική παράδοση μεταξύ του παραγγελιοδόχου και του τελικού πελάτη και η πλασματική παράδοση που πραγματοποιείται μεταξύ του αγρότη (εντολέα) και του παραγγελιοδόχου η οποία λαμβάνει χώρα κατά το χρόνο της πραγματικής παράδοσης από τον παραγγελέα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την ΑΥΟ Π.2070/20.3.1987, η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση παράδοσης αγροτικών προϊόντων μέσω συνεταιρισμών, η προμήθεια καθώς και τα έξοδα που παρακρατούνται από τους αγρότες υπάγονται σε ΦΠΑ, ο οποίος επιβαρύνει τους αγρότες.
4. Από τα ανωτέρω προκύπτει με σαφήνεια ότι η προμήθεια που εισπράττουν οι συνεταιριστικές οργανώσεις, καθώς και ο Φ.Π.Α. που αναλογεί στην προμήθεια αυτή δεν περιλαμβάνονται στα ακαθάριστα έσοδα των αγροτών επί των οποίων υπολογίζεται ο προς επιστροφή φόρος, καθώς η προμήθεια αυτή αποτελεί την αμοιβή των συνεταιρισμών για τη μεσολάβησή τους στη διακίνηση των αγροτικών προϊόντων. Η εν λόγω προμήθεια περιλαμβάνει τουλάχιστον το σύνολο των λειτουργικών εξόδων των συνεταιρισμών, όπως μισθοδοσία του προσωπικού τους, αμοιβές λογιστών, λογαριασμοί τηλεφώνου ή ηλεκτρικού ρεύματος, μισθώματα, γραφική ύλη και λοιπά παρόμοια, προκειμένου να ανταποκριθούν στη διακίνηση των αγροτικών προϊόντων. Αντίθετα, λοιπά έξοδα, όπως μεταφορικά, φορτοεκφορτωτικά, έξοδα συσκευασίας και λοιπά παρόμοια, δηλαδή έξοδα τα οποία θα μπορούσαν να καταβληθούν από τους αγρότες σε άλλους υποκείμενους στο φόρο και δεδομένου ότι τα έξοδα αυτά επιβαρύνονται με ΦΠΑ, συνιστούν έξοδα που πραγματοποιούνται από τους αγρότες για την αγροτική τους εκμετάλλευση και κατά συνέπεια δεν αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδα επί των οποίων υπολογίζεται η κατ’ αποκοπή επιστροφή του ΦΠΑ.
5. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξάρτητα από τον τρόπο εμφάνισης στα εκδιδόμενα φορολογικά παραστατικά από τις συνεταιριστικές οργανώσεις (εκκαθάριση ή διακεκριμένο τιμολόγιο).
6. Από τα ακαθάριστα έσοδα επί των οποίων πραγματοποιείται κατ’ αποκοπή επιστροφή δεν αφαιρούνται επίσης ποσά που παρακρατούνται από τους αγρότες ως εισφορές ή συνδρομές προς τους συνεταιρισμούς, καθώς πρόκειται για ταμειακό συμψηφισμό οφειλών των αγροτών προς τις συνεταιριστικές οργανώσεις.
β) Αλιείς κατ’ αποκοπή καθεστώτος ΑΥΟ ΠΟΛ. 1320/30.12.1998
1. Με την ΑΥΟ ΠΟΛ.1320/30.12.1998 καθιερώθηκε ειδικό καθεστώς κατ’ αποκοπή καταβολής ΦΠΑ για τους αλιείς παράκτιας αλιείας που εκμεταλλεύονται, είτε ατομικά, είτε με τη μορφή συμπλοιοκτησίας ή κοινωνίας αστικού δικαίου, σκάφη μέχρι 12 μέτρων μεταξύ καθέτων, οι οποίοι δεν υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων του ΚΒΣ. Μετά την καθολική υποχρέωση τήρησης βιβλίων εσόδων εξόδων για τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται σε λαϊκές αγορές, όπως ορίστηκε με την ΑΥΟ ΠΟΛ.1065/18.5.2010, από 1.10.2010, οι εν λόγω αλιείς που πωλούν τα προϊόντα της αλιευτικής τους εκμετάλλευσης σε λαϊκές αγορές υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων εσόδων εξόδων.
2. Κατά συνέπεια οι ανωτέρω αλιείς που πωλούν τα αλιεύματά τους σε λαϊκές αγορές δεν εντάσσονται στο ειδικό κατ’ αποκοπή καθεστώς και υποχρεούνται να τηρούν βιβλία εσόδων εξόδων για το σύνολο της δραστηριότητάς τους (πωλήσεις λιανικά και χονδρικά), όπως συμβαίνει με τους αλιείς που πωλούν τα αλιεύματά τους από δικό τους κατάστημα. Αυτό ισχύει και για τους εκμεταλλευτές ενός μόνο σκάφους κάτω των 6 μέτρων.
Οι εν λόγω αλιείς πρέπει να υποβάλλουν δήλωση έναρξης ή μεταβολής κατά περίπτωση.
Δεδομένης της σχετικής ασάφειας, όσον αφορά τις υποχρεώσεις των αλιέων αυτών, η ένταξη στο κανονικό καθεστώς και η τήρηση βιβλίου εσόδων-εξόδων μπορεί να γίνει το αργότερο την 1.7.2011. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα οριζόμενα στην ΑΥΟ ΠΟΛ.1065/18.5.2010.
3. Στο ειδικό κατ’ αποκοπή καθεστώς μπορούν να παραμείνουν μόνο οι αλιείς που πραγματοποιούν τις λιανικές τους πωλήσεις αποκλειστικά πλανοδίως.
4. Επισημαίνεται ότι οι αλιείς που εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς, οφείλουν μέχρι το χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιείται η αλλαγή καθεστώτος να αποδώσουν τον οφειλόμενο κατ’ αποκοπή φόρο, για όσους μήνες παρέμειναν στο κατ’ αποκοπή καθεστώς σύμφωνα με την ΕΔΥΟ ΠΟΛ.1120/20.5.1999.
5. Σημειώνεται ότι τα κατ’ αποκοπή ποσά που έχουν καταβληθεί για το διάστημα που οι αλιείς υπάγονταν στο ειδικό καθεστώς δεν καταχωρούνται στην εκκαθαριστική δήλωση που υποβάλλεται υπό το κανονικό καθεστώς, καθώς τα ποσά αυτά δεν αφορούν το κανονικό καθεστώς. Σε περίπτωση προβλημάτων κατά την υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης θα πρέπει να ζητείται βοήθεια από την τεχνική υπηρεσία του TAXIS (τηλ. 210 4802265, 67).
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΔΗΜ.ΚΟΥΣΕΛΑΣ