Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις Οδηγίες 2007/64/ΕΚ, 2007/44/ΕΚ και 2010/16/ΕΕ που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, προληπτική αξιολόγηση προτάσεων απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλες διατάξεις.(ΦΕΚ Α’113/13.7.2010)
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΙΤΛΟΣ I
ΣΚΟΠΟΣ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Αρθρο 1. (άρθρ. 1 της Οδηγίας 2007/64) Αντικείμενο
1. Με το πρώτο μέρος αυτού του νόμου επιδιώκεται η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 «για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των Οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/60/ΕΚ και 2006/48/ ΕΚ και την κατάργηση της Οδηγίας 97/5/ΕΚ» (ΕΕ L 319).
2. Ο παρών νόμος θεσπίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους διακρίνονται οι ακόλουθες έξι κατηγορίες παρόχων υπηρεσιών πληρωμών:
α) Πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια της περίπτωσης (α) της παρ. 1 του άρθρου 2 του N. 3601/2007 (ΦΕΚ Α΄ 178) με τον οποίο ενσωματώθηκε η Oδηγία 2006/48/ΕΚ, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων με καταστατική έδρα εκτός Ελλάδος, τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα, εφόσον η άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος καλύπτει την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, καθώς και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
β) Iδρύματα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του N. 3601/07, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος με καταστατική έδρα εκτός Ελλάδος, εφόσον η άδεια λειτουργίας του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος καλύπτει την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.
γ) Γραφεία ταχυδρομικών επιταγών τα οποία εξουσιοδοτούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών.
δ) Ιδρύματα πληρωμών κατά την έννοια του παρόντος νόμου.
ε) Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικές ή άλλες δημόσιες αρχές.
στ) Το Ελληνικό Δημόσιο και τα άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης ή οι περιφερειακές ή τοπικές αρχές τους όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως δημόσιες αρχές.
3. Ο παρών νόμος θεσπίζει επίσης κανόνες για τη διαφάνεια των όρων και τις απαιτήσεις ενημέρωσης σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών και καθορίζει τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών ως τακτική απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα.
Αρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας 2007/64) Πεδίο εφαρμογής
1. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται στις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εντούτοις, με την εξαίρεση του άρθρ. 69 οι τίτλοι ΙΙΙ και IV εφαρμόζονται μόνο όταν τόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όσο και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής, είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα.
2. Οι τίτλοι ΙΙΙ και IV εφαρμόζονται στις υπηρεσίες πληρωμών που πραγματοποιούνται σε ευρώ ή στο νόμισμα κράτους – μέλους που δεν μετέχει στη ζώνη ευρώ.
Αρθρο 3. (άρθρο 3 της Οδηγίας 2007/64) Εξαιρέσεις
Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται:
α) σε πράξεις αποκλειστικά σε μετρητά από τον πληρωτή στον δικαιούχο, χωρίς καμία ενδιάμεση παρέμβαση
β) σε πράξεις πληρωμής από τον πληρωτή στον δικαιούχο μέσω εμπορικού αντιπροσώπου εξουσιοδοτημένου να διαπραγματεύεται ή να συνάπτει την πώληση ή αγορά αγαθών ή υπηρεσιών εκ μέρους του πληρωτή ή του δικαιούχου
γ) στην κατ’ επάγγελμα υλική μεταφορά χαρτονομισμάτων και κερμάτων, συμπεριλαμβανομένης της συλλογής, της επεξεργασίας και της παράδοσής τους
δ) σε πράξεις πληρωμής συνιστάμενες σε μη επαγγελματική συγκέντρωση και παράδοση χρημάτων στο πλαίσιο μη κερδοσκοπικής ή φιλανθρωπικής δραστηριότητας
ε) σε υπηρεσίες κατά τις οποίες καταβάλλονται μετρητά από τον δικαιούχο στον πληρωτή ως μέρος πράξης πληρωμής, κατόπιν ρητής αίτησης του χρήστη της υπηρεσίας πληρωμών αμέσως πριν την εκτέλεση πράξης πληρωμής μέσω πληρωμής για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών
στ) στις επιχειρήσεις μετατροπής συναλλάγματος, δηλαδή, σε πράξεις «μετρητά αντί μετρητών» (cash to cash), όπου τα μετρητά δεν τηρούνται σε λογαριασμό πληρωμής
ζ) στις πράξεις πληρωμής που βασίζονται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα αξιόγραφα, τα οποία εκδίδονται επί του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για να τεθούν χρηματικά ποσά στη διάθεση του δικαιούχου:
i) έντυπη επιταγή, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης της 19ης Μαρτίου 1931, με την οποία θεσπίζεται ενιαίος νόμος για την επιταγή
ii) έντυπη επιταγή, ανάλογη με εκείνη που αναφέρεται στο σημείο i), η οποία διέπεται από τη νομοθεσία των κρατών μελών που δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση της Γενεύης, της 19ης Μαρτίου 1931, για τον ενιαίο νόμο περί συναλλαγματικής
iii) έντυπες εντολές πληρωμών, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης της 7ης Ιουνίου 1930, με την οποία θεσπίζεται ενιαίο δίκαιο για τις συναλλαγματικές και τα γραμμάτια
iv) έντυπες εντολές πληρωμών παρόμοιες με αυτές του σημείου iii) που διέπονται από τους νόμους των κρατών μελών που δεν είναι μέλη της Σύμβασης της Γενεύης, της 7ης Ιουνίου 1930, με την οποία θεσπίζεται ενιαίο δίκαιο για τις συναλλαγματικές και τα γραμμάτια
v) έντυπα παραστατικά
vi) έντυπες ταξιδιωτικές επιταγές ή
vii) έντυπες ταχυδρομικές επιταγές όπως ορίζονται από την Παγκόσμια Ταχυδρομική Ένωση
η) σε πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συστήματος πληρωμών ή διακανονισμού τίτλων μεταξύ αντιπροσώπων διακανονισμού, κεντρικών αντισυμβαλλομένων, γραφείων εκκαθάρισης ή/και κεντρικών τραπεζών και άλλων συμμετεχόντων στο σύστημα, και παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, με την επιφύλαξη του άρθρου 25
θ) σε πράξεις πληρωμής που αφορούν την εξυπηρέτηση περιουσιακών στοιχείων αποτελούμενων από τίτλους, περιλαμβανομένης της πληρωμής μερισμάτων, εισοδήματος ή άλλων διανεμόμενων ποσών, ή της εξαγοράς ή πώλησης, που διενεργούνται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο η΄ ή από επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή επιχειρήσεις διαχείρισης που παρέχουν υπηρεσίες επενδύσεων και κάθε άλλη οντότητα που επιτρέπεται να φυλάσσει χρηματοοικονομικά μέσα
ι) στις υπηρεσίες παρόχων τεχνικών υπηρεσιών, οι οποίοι υποστηρίζουν την παροχή υπηρεσιών πληρωμών χωρίς ποτέ να περιέρχονται στην κατοχή τους τα υπό μεταφορά χρηματικά ποσά στις υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνονται η επεξεργασία και αποθήκευση δεδομένων, οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης και προστασίας της ιδιωτικής ζωής, η ταυτοποίηση δεδομένων και οντοτήτων, η παροχή τεχνολογίας πληροφορικής (ΙΤ) και δικτύου επικοινωνιών, καθώς και η παροχή και συντήρηση τερματικών και συσκευών που χρησιμοποιούνται για τις υπηρεσίες πληρωμών
ια) στις υπηρεσίες που βασίζονται σε μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απόκτηση αγαθών ή υπηρεσιών μόνο στην επαγγελματική στέγη που χρησιμοποιεί ο εκδότης ή στο πλαίσιο εμπορικής συμφωνίας με τον εκδότη είτε μέσα σε περιορισμένο δίκτυο παρόχων υπηρεσιών είτε για περιορισμένο φάσμα αγαθών ή υπηρεσιών
ιβ) σε πράξεις πληρωμής οι οποίες εκτελούνται μέσω τηλεπικοινωνιακής, ψηφιακής ή πληροφορικής συσκευής, κατά τις οποίες τα αγοραζόμενα αγαθά ή υπηρεσίες παραδίδονται και πρόκειται να χρησιμοποιηθούν μέσω τηλεπικοινωνιακής, ψηφιακής ή πληροφορικής συσκευής, εφόσον ο φορέας εκμετάλλευσης αυτής της συσκευής δεν ενεργεί μόνο ως μεσάζων μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του προμηθευτή των αγαθών και υπηρεσιών
ιγ) σε πράξεις πληρωμής οι οποίες πραγματοποιούνται για ίδιο λογαριασμό μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και μεταξύ αντιπροσώπων ή υποκαταστημάτων
ιδ) σε πράξεις πληρωμής μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης ή μεταξύ θυγατρικών επιχειρήσεων της ίδιας μητρικής επιχείρησης, χωρίς καμία ενδιάμεση παρέμβαση παρόχου υπηρεσίας πληρωμών εκτός από επιχείρηση που ανήκει στον ίδιο όμιλο ή
ιε) σε υπηρεσίες παρόχων για την ανάληψη μετρητών μέσω αυτόματων ταμειολογιστικών μηχανών οι οποίοι ενεργούν εξ ονόματος ενός ή περισσότερων εκδοτών καρτών και οι οποίοι δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης-πλαισίου με τον πελάτη που αναλαμβάνει μετρητά από λογαριασμό πληρωμής, εφόσον οι πάροχοι αυτοί δεν παρέχουν άλλες υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτημα.
Αρθρο 4. (άρθρο 4 της Οδηγίας 2007/64) Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοούνται ως:
1. «κράτος – μέλος καταγωγής»:
i) το κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ή
ii) εάν, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν διαθέτει καταστατική έδρα, το κράτος – μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του
2. «κράτος – μέλος υποδοχής»: το κράτος – μέλος, πλην του κράτους – μέλους καταγωγής, στο οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διαθέτει αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα, ή παρέχει υπηρεσίες πληρωμών
3. «υπηρεσίες πληρωμών»: οι ακόλουθες επιχειρηματικές δραστηριότητες:
α. υπηρεσίες που επιτρέπουν τις τοποθετήσεις μετρητών σε λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση λογαριασμού πληρωμών,
β. υπηρεσίες που επιτρέπουν τις αναλήψεις μετρητών από λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση λογαριασμού πληρωμών,
γ. εκτέλεση πράξεων πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων, σε λογαριασμό πληρωμών που έχει ανοίξει ο χρήστης στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών:
i. εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης,
ii. εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογο μέσο,
iii. εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών,
δ. εκτέλεση πράξεων πληρωμής στο πλαίσιο των οποίων τα χρηματικά ποσά καλύπτονται από πιστωτικό άνοιγμα για το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών:
i. εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης,
ii. εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογο μέσο,
iii. εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών,
ε. έκδοση ή/και απόκτηση μέσων πληρωμών,
στ. εμβάσματα,
ζ. εκτέλεση πράξεων πληρωμής όπου η συγκατάθεση του πληρωτή για να εκτελεσθεί μια πράξη πληρωμής δίδεται μέσω τηλεπικοινωνιακής, ψηφιακής ή πληροφορικής συσκευής και η πληρωμή γίνεται στον φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακού, πληροφορικού συστήματος ή δικτύου, ο οποίος ενεργεί αποκλειστικά ως μεσάζων μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του προμηθευτή αγαθών και υπηρεσιών
4. «ιδρύματα πληρωμών»: τα νομικά πρόσωπα που έχουν άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 10, να παρέχουν και να εκτελούν υπηρεσίες πληρωμών σε ολόκληρη την Κοινότητα
5. «πράξη πληρωμής»: η ενέργεια, στην οποία προβαίνει ο πληρωτής ή ο δικαιούχος και συνίσταται στη διάθεση, μεταβίβαση ή ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου
6. «σύστημα πληρωμών»: σύστημα μεταφοράς χρηματικών ποσών το οποίο διέπεται από επίσημες τυποποιημένες διαδικασίες και κοινούς κανόνες για την επεξεργασία, το συμψηφισμό ή/και το διακανονισμό πράξεων πληρωμών
7. «πληρωτής»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτόν το λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής
8. «δικαιούχος»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών που αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής
9. «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών»: οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1
10. «χρήστης υπηρεσιών πληρωμών»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής ή δικαιούχος, ή και με τις δύο ιδιότητες
11. «καταναλωτής»: το φυσικό πρόσωπο που δεν ενεργεί υπό επαγγελματική ιδιότητα, όσον αφορά συμβάσεις υπηρεσιών πληρωμών που καλύπτονται από την παρούσα Οδηγία
12. «σύμβαση-πλαίσιο»: σύμβαση υπηρεσιών πληρωμών που διέπει τη μελλοντική εκτέλεση ατομικών και διαδοχικών πράξεων πληρωμών και η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την υποχρέωση και τους όρους σύστασης λογαριασμού πληρωμών
13. «υπηρεσία εμβασμάτων»: υπηρεσία πληρωμών κατά την οποία λαμβάνεται χρηματικό ποσό από πληρωτή, χωρίς να δημιουργείται λογαριασμός πληρωμών στο όνομα του πληρωτή ή του δικαιούχου, με μοναδικό σκοπό τη μεταφορά αντίστοιχου ποσού σε δικαιούχο ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που ενεργεί για λογαριασμό του δικαιούχου, ή/και κατά την οποία αυτά τα χρηματικά ποσά λαμβάνονται για λογαριασμό του δικαιούχου και τίθενται στη διάθεσή του
14. «λογαριασμός πληρωμής»: ο λογαριασμός που τηρείται στο όνομα ενός ή περισσότερων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμών
15. «χρηματικά ποσά»: χαρτονομίσματα και κέρματα, λογιστικό και ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια της παραγράφου 20 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007
16. «εντολή πληρωμής»: κάθε οδηγία εκ μέρους του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής
17. «ημερομηνία αξίας»: το χρονικό σημείο αναφοράς που χρησιμοποιεί ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για τον υπολογισμό των τόκων επί των χρηματικών ποσών που χρεώνεται ή πιστώνεται λογαριασμός πληρωμών
18. «συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς»: η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό κάθε ανταλλαγής νομισμάτων και η οποία καθίσταται διαθέσιμη από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό
19. «εξακρίβωση γνησιότητας»: η διαδικασία που επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να επαληθεύει τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των εξατομικευμένων στοιχείων ασφάλειάς του
20. «επιτόκιο αναφοράς»: το επιτόκιο που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό των τόκων και το οποίο πρέπει να προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό την οποία να μπορούν να ελέγξουν αμφότερα τα μέρη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών
21. «αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης»: ο συνδυασμός γραμμάτων, αριθμών ή συμβόλων που ορίζει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και τον οποίο πρέπει να διαβιβάσει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για τη βέβαιη ταυτοποίηση του άλλου χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ή/και του λογαριασμού πληρωμών του για μια πράξη πληρωμής
22. «αντιπρόσωπος»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών εξ ονόματος ενός ιδρύματος πληρωμών
23. «μέσο πληρωμών»: κάθε εξατομικευμένος μηχανισμός ή/και σειρά διαδικασιών που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και τα οποία χρησιμοποιεί ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών προκειμένου να κινήσει εντολή πληρωμής
24. «μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως»: κάθε μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών, χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του παρόχου και του χρήστη των υπηρεσιών
25. «μέσο ανθεκτικό στο χρόνο»: κάθε μέσο που επιτρέπει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να αποθηκεύει τις πληροφορίες που του απευθύνονται προσωπικά ώστε μελλοντικά να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές για το χρονικό διάστημα που απαιτείται, καθώς και την ακριβή αναπαραγωγή τους
26. «πολύ μικρή επιχείρηση»: επιχείρηση η οποία, κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης υπηρεσίας πληρωμών, είναι επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 και του άρθρ. 2 παράγραφοι 1 και 3 του Παραρτήματος της Σύστασης 2003/361/ΕΚ (ΕΕ L 124)
27. «εργάσιμη ημέρα»: η ημέρα κατά την οποία ο πάροχος υπηρεσίας πληρωμών του πληρωτή ή του δικαιούχου που εκτελεί πράξη πληρωμής εργάζεται για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής
28. «άμεση χρέωση»: η υπηρεσία πληρωμής με την οποία χρεώνεται ο λογαριασμός του πληρωτή, όταν η πράξη πληρωμής κινείται από τον δικαιούχο βάσει της συναίνεσης του πληρωτή προς τον δικαιούχο, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του ίδιου του πληρωτή
29. «υποκατάστημα»: τόπος διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας, εκτός των κεντρικών γραφείων, το οποίο είναι τμήμα ιδρύματος πληρωμών, δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα και όπου διενεργούνται απευθείας μερικές ή όλες οι πράξεις που συνιστούν τις δραστηριότητες ενός ιδρύματος πληρωμών όλοι οι τόποι διεξαγωγής της επιχειρηματικής δραστηριότητας που έχουν συσταθεί στο ίδιο κράτος – μέλος από ιδρύματα πληρωμών με κεντρικά γραφεία σε άλλο κράτος – μέλος, θεωρούνται ένα και μοναδικό υποκατάστημα
30. «όμιλος»: όμιλος επιχειρήσεων που αποτελείται από μια μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις επιχειρήσεις στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της διαθέτουν συμμετοχή, καθώς και επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 42 ε του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ Α΄ 37).
ΤΙΤΛΟΣ II
ΠΑΡΟΧΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ 1
ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Αρθρο 5. (άρθρο 5 της Οδηγίας 2007/64) Αιτήσεις αδείας
1. Για να αποκτήσει άδεια λειτουργίας ως ίδρυμα πληρωμών στην Ελλάδα, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος αίτηση, συνοδευόμενη από τα ακόλουθα στοιχεία:
α) πρόγραμμα δραστηριοτήτων, στο οποίο αναφέρεται ειδικότερα το είδος των προβλεπόμενων υπηρεσιών πληρωμών
β) επιχειρηματικό σχέδιο που περιλαμβάνει πρόβλεψη προϋπολογισμού για τα τρία πρώτα οικονομικά έτη, το οποίο καταδεικνύει την ικανότητα του ιδρύματος πληρωμών να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του
γ) στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει το αρχικό κεφαλαίο που αναφέρεται στο άρθρ. 6
δ) για τα ιδρύματα πληρωμών του άρθρου 9 παρ. 1 περιγραφή των μέτρων που λαμβάνονται για να διασφαλίζονται τα κεφάλαια των χρηστών της υπηρεσίας πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 9
ε) περιγραφή του οργανωτικού πλαισίου διακυβέρνησης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και της διαχείρισης κινδύνου, η οποία να καταδεικνύει ότι το οργανωτικό πλαίσιο και οι εν λόγω μηχανισμοί είναι ανάλογοι, κατάλληλοι, ορθοί και επαρκείς
στ) περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που έχει θεσπίσει ο αιτών ώστε να τηρεί τις υποχρεώσεις σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που προβλέπει ο N. 3691/2008 (ΦΕΚ Α΄ 166) με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία 2005/60/ΕΚ και ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών
ζ) περιγραφή της οργανωτικής δομής του αιτούντος, και ενδεχομένως της σχεδιαζόμενης χρήσης αντιπροσώπων και υποκαταστημάτων, και περιγραφή των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης και της συμμετοχής του σε εθνικό ή διεθνές σύστημα πληρωμών
η) ταυτότητα των προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ειδικές συμμετοχές στο ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια της παραγράφου 13 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 το μέγεθος της πραγματικής τους συμμετοχής, καθώς και στοιχεία για την καταλληλότητά τους, εν όψει της ανάγκης να εξασφαλισθεί η ορθή και συνετή διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών
θ) ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων για τη διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών και, ενδεχομένως, των υπευθύνων διαχείρισης των δραστηριοτήτων υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος, καθώς και στοιχεία που αποδεικνύουν ότι είναι έντιμοι και διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις και πείρα για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών όπως προβλέπεται στο κράτος – μέλος καταγωγής του ιδρύματος πληρωμών
ι) ανάλογα με την περίπτωση, ταυτότητα των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων όπως ορίζονται στο N. 3693/2008 (ΦΕΚ Α΄ 174), με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία 2006/43/ΕΚ
ια) νομική μορφή και εταιρικό του αιτούντος
ιβ) διεύθυνση των κεντρικών γραφείων του αιτούντος.
Για τους σκοπούς των στοιχείων δ΄, ε΄ και στ΄, ο αιτών περιγράφει τις ελεγκτικές και οργανωτικές ρυθμίσεις που έχει θεσπίσει ώστε να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των χρηστών του και να διασφαλίζεται η αδιάλειπτη και αξιόπιστη παροχή των υπηρεσιών πληρωμών.
2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.
Αρθρο 6. (άρθρο 6 της Οδηγίας 2007/64) Αρχικό κεφάλαιο
Τα ιδρύματα πληρωμών πρέπει να έχουν, κατά τη στιγμή της αδειοδότησης, αρχικό κεφάλαιο το οποίο απαρτίζεται από τα στοιχεία που ορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 3601/07, ως εξής:
α) όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει μόνον τις υπηρεσίες πληρωμών της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να υπολείπεται του ποσού των 20.000 ευρώ
β) όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει την υπηρεσία πληρωμών της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να υπολείπεται του ποσού των 50.000 ευρώ και
γ) όταν το ίδρυμα πληρωμών ασκεί οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των περιπτώσεων α΄ έως στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να υπολείπεται του ποσού των 125.000 ευρώ.
Αρθρο 7. (άρθρο 7 της Οδηγίας 2007/64) Ίδια κεφάλαια
1. Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών, όπως αυτά ορίζονται στην ΠΔ/ΤΕ 2587/20.8.2007 (ΦΕΚ Β΄ 1738) δεν μπορούν να υπολείπονται του μεγαλύτερου ποσού που αναφέρεται στα άρθρα 6 ή 8.
2. Δεν επιτρέπεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων ως ίδια κεφάλαια εφόσον το ίδρυμα πληρωμών ανήκει στον ίδιο όμιλο με άλλο ίδρυμα πληρωμών, πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή ασφαλιστική επιχείρηση. Η παράγραφος αυτή ισχύει επίσης όταν ένα ίδρυμα πληρωμών είναι υβριδικού χαρακτήρα και ασκεί δραστηριότητες άλλες από την παροχή υπηρεσιών πληρωμής που αναφέρονται στο παράρτημα.
3. Εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 31 του ν. 3601/07 η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιλέξει να μην εφαρμόσει το άρθρο 8 στα ιδρύματα πληρωμών που συμπεριλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του μητρικού πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το N. 3601/2007.
Αρθρο 8. (άρθρο 8 της Οδηγίας 2007/64) Υπολογισμός ιδίων κεφαλαίων
1. Με την επιφύλαξη των αρχικών απαιτήσεων κεφαλαίου του άρθρου 6, τα ιδρύματα πληρωμών πρέπει να έχουν πάντοτε ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται σύμφωνα με μια από τις ακόλουθες τρεις μεθόδους, σύμφωνα με τα οριζόμενα από την Τράπεζα της Ελλάδος σε σχετική απόφασή της:
Μέθοδος Α΄
Τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το 10% των παγίων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναπροσαρμόζει την απαίτηση αυτή σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των δραστηριοτήτων του ιδρύματος πληρωμών σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Εάν το ίδρυμα πληρωμής δεν έχει ακόμα ασκήσει τις δραστηριότητές της κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους κατά την ημερομηνία υπολογισμού, η κεφαλαιακή απαίτηση ισοδυναμεί με το 10% των αντίστοιχων παγίων εξόδων που προβλέπονται στο επιχειρηματικό της σχέδιο, εκτός εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ζητήσει αναπροσαρμογή του σχεδίου αυτού.
Μέθοδος B΄
Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων, πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή προσαύξησης k, ο οποίος ορίζεται στην παράγραφο 2, όπου ο όγκος πληρωμών (ΟΠ) αντιπροσωπεύει το ένα δωδέκατο του συνολικού ποσού πράξεων πληρωμών που εκτέλεσε το ίδρυμα πληρωμών κατά το προηγούμενο έτος:
α) 4,0% του μεριδίου του ΟΠ μέχρι 5 εκατομμύρια ευρώ συν
β) 2,5% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 5 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 10 εκατομμύρια ευρώ συν
γ) 1% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 100 εκατομμύρια ευρώ συν
δ) 0,5% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 250 εκατομμύρια ευρώ συν
ε) 0,25% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 250 εκατομμυρίων ευρώ.
Μέθοδος Γ΄
Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται προς ποσό τουλάχιστον ίσο προς το σχετικό δείκτη που ορίζεται στο στοιχείο α΄ πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή που ορίζεται στο στοιχείο β΄ και επί τον συντελεστή προσαύξησης k, ο οποίος ορίζεται στην παράγραφο 2:
α) Ο σχετικός δείκτης είναι το άθροισμα των εξής:
– εισόδημα από τόκους,
– πληρωθέντες τόκοι,
– εισπραχθείσες προμήθειες και τέλη και
– άλλα έσοδα εκμεταλλεύσεως.
Κάθε στοιχείο περιλαμβάνεται στο άθροισμα με το πρόσημό του, θετικό ή αρνητικό. Έσοδα από εξαιρετικά ή μη τακτικά στοιχεία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του σχετικού δείκτη. Οι δαπάνες για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών επιτρέπεται να μειώνουν τον κατάλληλο δείκτη, αν καταβάλλονται σε επιχειρήσεις που εποπτεύονται υπό την έννοια του παρόντος νόμου. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο τέλος της τελευταίας διαχειριστικής χρήσης. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται βάσει του τελευταίου οικονομικού έτους. Ωστόσο, τα ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται με τη Μέθοδο Γ΄ δεν κατέρχονται κάτω του 80% του μέσου όρου των τριών τελευταίων οικονομικών ετών για το σχετικό δείκτη. Εάν δεν υπάρχουν ελεγμένα στοιχεία, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται επιχειρηματικές εκτιμήσεις.
β) Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής είναι:
i) το 10% του μεριδίου του σχετικού δείκτη μέχρι 2,5 εκατομμύρια ευρώ,
ii) 8% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 2,5 εκατομμύρια ευρώ μέχρι 5 εκατομμύρια ευρώ,
iii) 6% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 5 εκατομμύρια ευρώ μέχρι 25 εκατομμύρια ευρώ,
iv) 3% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 25 εκατομμύρια ευρώ μέχρι 50 εκατομμύρια ευρώ,
v) 1,5% άνω των 50 εκατομμυρίων ευρώ.
2. Ο συντελεστής προσαύξησης που χρησιμοποιείται στις Μεθόδους Β΄ και Γ΄ είναι:
α) 0,5, όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει μόνον την υπηρεσία πληρωμών της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου,
β) 0,8, όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει την υπηρεσία πληρωμών της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου,
γ) 1, όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των περιπτώσεων α΄ έως στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται βασιζόμενη στην αξιολόγηση των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, της βάσης δεδομένων κινδύνου ζημίας και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών, να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του ανώτερο έως 20% του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή να του επιτρέπει να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του κατώτερο έως 20% του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.
Αρθρο 9. (άρθρο 9 της Οδηγίας 2007/64) Απαιτήσεις διασφάλισης
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα ιδρύματα πληρωμών, τα οποία παρέχουν οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών της παραγράφου 3 του άρθρου 4 ενώ, ταυτόχρονα, ασκούν και άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμών, με τους ακόλουθους τρόπους:
Είτε:
α) i. τα χρηματικά αυτά ποσά δεν πρέπει να αναμειγνύονται ποτέ με τα χρηματικά ποσά φυσικών ή νομικών προσώπων διαφορετικών από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών στο όνομα των οποίων κατέχονται τα χρηματικά αυτά ποσά και, εάν κατέχονται ακόμη από το ίδρυμα πληρωμών και δεν έχουν ακόμη καταβληθεί στον δικαιούχο ούτε έχουν μεταφερθεί σε άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μέχρι το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται της ημέρας παραλαβής τους, κατατίθενται σε χωριστό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα ή επενδύονται σε ασφαλή και ρευστά στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου τα οποία καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους – μέλους καταγωγής και
ii. προστατεύονται δια της νομοθεσίας των κρατών – μελών, προς το συμφέρον αυτών των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, έναντι αξιώσεων άλλων πιστωτών του ιδρύματος πληρωμών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας είτε:
β) καλύπτονται από ασφαλιστήριο ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση από ασφαλιστική εταιρεία ή πιστωτικό ίδρυμα που δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο με το ίδρυμα πληρωμών για ποσό ισοδύναμο προς εκείνο που θα είχε διαχωριστεί ελλείψει ασφαλιστηρίου ή άλλης συγκρίσιμης εγγύησης, πληρωτέο αν το ίδρυμα πληρωμών αδυνατεί να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του.
2. Όταν ένα ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να διασφαλίζει χρηματικά ποσά δυνάμει της παραγράφου 1 και τμήμα των χρηματικών αυτών ποσών πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμών και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός των υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμών υπόκειται επίσης στις απαιτήσεις της παραγράφου 1. Όταν το εν λόγω τμήμα κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιτρέπει στα ιδρύματα πληρωμών να εφαρμόζουν την παρούσα παράγραφο βάσει αντιπροσωπευτικού τμήματος το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται για υπηρεσίες πληρωμών, εφόσον το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα μπορεί να εκτιμηθεί ευλόγως βάσει ιστορικών δεδομένων κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές.
3. Τα ιδρύματα πληρωμών, τα οποία δεν ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες διαφορετικές των υπηρεσιών πληρωμών, που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ΄, θα πρέπει να τηρούν και αυτά τις απαιτήσεις διασφάλισης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
Αρθρο 10. (άρθρο 10 της Οδηγίας 2007/64) Χορήγηση άδειας
1. Επιχειρήσεις, εκτός των αναφερόμενων στις περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, οι οποίες σκοπεύουν να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, υποχρεούνται να λάβουν άδεια ως ιδρύματα πληρωμών πριν αρχίσουν την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών. Η άδεια χορηγείται μόνο σε νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα στην Ελλάδα.
2. Άδεια χορηγείται εάν οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση πληρούν όλες τις απαιτήσεις δυνάμει του άρθρου 5 και εάν η Τράπεζα της Ελλάδος μετά από διεξοδική εξέταση της αίτησης, καταλήξει σε ευνοϊκή συνολική αξιολόγηση.
3. Κάθε ίδρυμα πληρωμών με καταστατική έδρα στην Ελλάδα οφείλει να έχει τα κεντρικά του γραφεία στην Ελλάδα.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια μόνο εάν, εν όψει της ανάγκης να εξασφαλιστεί ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει άρτιο οργανωτικό πλαίσιο σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με σαφείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί είναι εκτενείς και ανάλογοι προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει το ίδρυμα πληρωμών.
5. Όταν ένα ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών του παραρτήματος και, ταυτόχρονα, ασκεί άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, απαιτείται η σύσταση χωριστού φορέα για τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή υπάρχει κίνδυνος να βλάψουν είτε την οικονομική ευρωστία του ιδρύματος είτε την ικανότητα των αρμόδιων αρχών να παρακολουθούν τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις υποχρεώσεις που καθορίζει ο παρών νόμος. Την απόφαση λαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
6. Η άδεια δεν χορηγείται εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, δεν έχει πεισθεί ως προς την καταλληλότητα των μετόχων ή των κατόχων ειδικών συμμετοχών.
7. Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί, κατά την έννοια της παραγράφου 16 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 μεταξύ του ιδρύματος πληρωμών και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η άδεια λειτουργίας χορηγείται μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της Τράπεζας της Ελλάδος.
8. Η άδεια χορηγείται μόνον εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία το ίδρυμα πληρωμών έχει στενούς δεσμούς ή τυχόν δυσχέρειες επιβολής της εφαρμογής των εν λόγω νομοθετικών κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, δεν παρεμποδίζουν την ορθή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της Τράπεζας της Ελλάδος.
9. Η άδεια ισχύει σε όλα τα κράτη – μέλη και επιτρέπει στο ίδρυμα πληρωμών να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών σε ολόκληρη την Κοινότητα είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές καλύπτονται από την άδεια.
Αρθρο 11. (άρθρο 11 της Οδηγίας 2007/64) Κοινοποίηση της απόφασης
Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, μέσα σε τρεις (3) μήνες από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για τη λήψη απόφασης, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει τον αιτούντα εάν η αίτησή του έγινε δεκτή ή απερρίφθη. Η απόρριψη της αίτησης αιτιολογείται καταλλήλως.
Αρθρο 12. (άρθρο 12 της Οδηγίας 2007/64) Ανάκληση της άδειας
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών μόνο όταν το ίδρυμα:
α) δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας μέσα σε δώδεκα (12) μήνες, παραιτείται ρητώς από αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών,
β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο
γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας
δ) η συνέχιση των εργασιών παροχής υπηρεσιών πληρωμών θα αποτελούσε απειλή για τη σταθερότητα του συστήματος πληρωμών ή
ε) εμπίπτει στις λοιπές περιπτώσεις ανακλήσεως άδειας λειτουργίας που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.
2. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας αιτιολογείται και κοινοποιείται στους ενδιαφερομένους.
3. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας δημοσιοποιείται.
Αρθρο 13. (άρθρο 13 της Οδηγίας 2007/64) Καταχώριση
1. Καταρτίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος δημόσιο μητρώο των ιδρυμάτων πληρωμών, των αντιπροσώπων και των υποκαταστημάτων τους, καθώς και δημόσιο μητρώο των ιδρυμάτων της παραγράφου 3 του άρθρου 2 της Οδηγίας, όπως ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία των κρατών – μελών που δικαιούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών.
Τα ανωτέρω ιδρύματα και πρόσωπα καταχωρίζονται στο μητρώο του κράτους – μέλους καταγωγής.
2. Το μητρώο προσδιορίζει τις υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια στο ίδρυμα πληρωμών. Το μητρώο είναι διαθέσιμο στο κοινό, προσβάσιμο ηλεκτρονικά, και ενημερώνεται τακτικά.
3. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται οι τεχνικές λεπτομέρειες για την τήρηση και ενημέρωση του μητρώου και την πρόσβαση του κοινού σε αυτό.
Αρθρο 14. (άρθρο 14 της Οδηγίας 2007/64) Διατήρηση της άδειας
Εάν επέλθει οποιαδήποτε μεταβολή η οποία επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών και των δικαιολογητικών που προβλέπονται κατά το άρθρο 5, το ίδρυμα πληρωμών ενημερώνει αμέσως την Τράπεζα της Ελλάδος.
Αρθρο 15. (άρθρο 15 της Οδηγίας 2007/64) Λογιστική και υποχρεωτικός έλεγχος
1. Οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 «για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων» εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στα ιδρύματα πληρωμών.
2. Εάν δεν εξαιρούνται δυνάμει του κ.ν. 2190/1920 οι ετήσιοι και οι ενοποιημένοι λογαριασμοί των ιδρυμάτων πληρωμών ελέγχονται από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία κατά την έννοια του ν. 3693/2008.
3. Για λόγους εποπτείας, τα ιδρύματα πληρωμών υποχρεούνται να παρέχουν χωριστές λογιστικές πληροφορίες για τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 και για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 16, οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται σε έκθεση ορκωτού ελεγκτή. Η έκθεση εκπονείται, ανάλογα με την περίπτωση, από τους νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία.
4. Οι υποχρεώσεις του άρθρου 61 του ν. 3601/2007 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στους νόμιμους ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία των ιδρυμάτων πληρωμών όσον αφορά τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών.
Αρθρο 16. (άρθρο 16 της Οδηγίας 2007/64) Δραστηριότητες
1. Εκτός από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 τα ιδρύματα πληρωμών μπορούν να ασκήσουν τις ακόλουθες δραστηριότητες:
α) παροχή λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών, όπως εξασφάλιση της εκτέλεσης των πράξεων πληρωμής, υπηρεσίες συναλλάγματος, υπηρεσίες φύλαξης, καθώς και αποθήκευση και επεξεργασία δεδομένων
β) λειτουργία συστημάτων πληρωμών, με την επιφύλαξη του άρθρου 25
γ) επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, τηρουμένου του ισχύοντος δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εθνικού δικαίου και με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στο άρθρο 10 παράγραφος 5.
2. Όταν τα ιδρύματα πληρωμών παρέχουν μία ή περισσότερες από τις υπηρεσίες πληρωμών που απαριθμούνται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4, μπορούν να τηρούν λογαριασμούς πληρωμών που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πράξεις πληρωμών. Η παραλαβή εκ μέρους των ιδρυμάτων πληρωμών τυχόν χρηματικών ποσών από τους χρήστες με σκοπό να τους παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 4 του ν. 3601/2007 ή έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του ν. 3601/2007.
3. Τα ιδρύματα πληρωμών μπορούν να παρέχουν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών των περιπτώσεων ε΄, στ΄ ή η΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4, μόνον αν:
α) η πίστωση είναι επικουρική και χορηγείται αποκλειστικά σε συνδυασμό με την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής
β) ανεξαρτήτως των διατάξεων για τη χορήγηση πίστωσης μέσω πιστωτικών καρτών, η πίστωση που χορηγείται σε συνδυασμό με πληρωμή και εκτελείται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 9 και το άρθρο 24 αποπληρώνεται μέσα σε δώδεκα (12) μήνες το πολύ
γ) η πίστωση αυτή δεν χορηγείται από χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί ή κρατούνται για την εκτέλεση πράξης πληρωμής και
δ) τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών είναι πάντοτε, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατάλληλα εν όψει της συνολικής χορηγούμενης πίστωσης.
4. Τα ιδρύματα πληρωμών δεν επιτρέπεται να ασκούν, κατ’ επάγγελμα, τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 4 του ν. 3601/ 2007.
5. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουν υπό την επιφύλαξη των διατάξεων κ.υ.α. 1-983/1999 (ΦΕΚ 172 Β΄), με την οποία ενσωματώθηκε η Οδηγία 87/102/ΕΟΚ, καθώς και άλλων σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εθνικών νομοθετικών διατάξεων που αφορούν προϋποθέσεις όσον αφορά τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές που είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες δεν ενσωματώνονται με τον παρόντα νόμο.
ΤΜΗΜΑ 2
ΑΛΛΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ
Αρθρο 17. (άρθρο 17 της Οδηγίας 2007/64) Εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων σε αντιπροσώπους, υποκαταστήματα ή επιχειρήσεις
1. Εάν το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου, κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος:
α) το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου
β) περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που θα χρησιμοποιούν οι αντιπρόσωποι για να τηρούν τις υποχρεώσεις σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με το ν. 3691/2008 και
γ) την ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων διαχείρισης του αντιπροσώπου που θα ασχοληθούν με την παροχή υπηρεσιών πληρωμών και αποδείξεις καταλληλότητας και εντιμότητας αυτών.
2. Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος λάβει τις πληροφορίες της παραγράφου 1, δύναται να εγγράψει τον αντιπρόσωπο στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 13.
3. Πριν από την εγγραφή του αντιπροσώπου στο μητρώο, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, εάν θεωρεί ότι οι πληροφορίες που της παρασχέθηκαν δεν είναι ορθές, να προβαίνει σε περαιτέρω ενέργειες για να τις επαληθεύσει.
4. Εάν, μετά την επαλήθευση, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει πεισθεί ότι οι πληροφορίες που της παρασχέθηκαν βάσει της παραγράφου 1 είναι ορθές, δεν εγγράφει τους αντιπροσώπους στο μητρώο του άρθρου 13.
5. Εάν το ίδρυμα πληρωμών επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών σε άλλο κράτος – μέλος με την πρόσληψη αντιπροσώπου, ακολουθεί τις διαδικασίες του άρθρου 24. Στην περίπτωση αυτή, πριν από την εγγραφή του αντιπροσώπου σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Τράπεζα της Ελλάδος πρέπει να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους – μέλους υποδοχής ότι προτίθεται να εγγράψει τον αντιπρόσωπο, και να λάβει υπόψη τη γνώμη τους.
6. Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους – μέλους υποδοχής έχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε συνδυασμό με την προτιθέμενη πρόσληψη του αντιπροσώπου ή τη δημιουργία του υποκαταστήματος, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια του ν. 3691/2008 ή ότι η πρόσληψη του αντιπροσώπου ή η δημιουργία του υποκαταστήματος ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία μπορεί να μην εγγράψει τον αντιπρόσωπο ή το υποκατάστημα ή μπορεί να ανακαλέσει την εγγραφή τους, εάν έγινε ήδη.
7. Εάν το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να αναθέτει λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε εξωτερικούς συνεργάτες, ενημερώνει σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η εξωτερική ανάθεση σημαντικών λειτουργικών δραστηριοτήτων δεν μπορεί να γίνεται με τρόπο που βλάπτει ουσιαστικά την ποιότητα των εσωτερικών ελέγχων του ιδρύματος πληρωμών και την ικανότητα της Τράπεζας της Ελλάδος να παρακολουθεί τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, μια λειτουργική δραστηριότητα θεωρείται σημαντική εάν η πλημμελής εκτέλεση ή η παράλειψή της θα έβλαπτε ουσιαστικά τη συνεχή συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις απαιτήσεις της άδειάς του η οποία ζητήθηκε βάσει του παρόντος τίτλου ή τις λοιπές υποχρεώσεις του, δυνάμει του παρόντος νόμου ή τις οικονομικές του επιδόσεις ή την ευρωστία ή τη συνέχεια των υπηρεσιών πληρωμών του. Όταν τα ιδρύματα πληρωμών αναθέτουν σε εξωτερικούς φορείς σημαντικές λειτουργικές δραστηριότητες, θα πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η ανάθεση δραστηριοτήτων σε εξωτερικούς φορείς δεν πρέπει να οδηγεί στη μεταβίβαση των ευθυνών των ανώτερων διευθυντικών στελεχών
β) δεν πρέπει να μεταβάλλονται η σχέση και οι υποχρεώσεις του ιδρύματος πληρωμών έναντι των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του, δυνάμει του παρόντος νόμου
γ) δεν πρέπει να θίγονται οι όροι που πρέπει να πληροί το ίδρυμα πληρωμών προκειμένου να λάβει και να διατηρήσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο και
δ) δεν πρέπει να καταργείται ούτε να τροποποιείται κανένας από τους άλλους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια του ιδρύματος πληρωμών.
8. Το ίδρυμα πληρωμών διασφαλίζει ότι οι αντιπρόσωποι ή τα υποκαταστήματα που ενεργούν εξ ονόματός του ενημερώνουν σχετικά τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών.
Αρθρο 18. (άρθρο 18 της Οδηγίας 2007/64) Ευθύνη
1. Τα ιδρύματα πληρωμών, τα οποία αναθέτουν σε τρίτους την άσκηση λειτουργικών δραστηριοτήτων, λαμβάνουν εύλογα μέτρα προς τήρηση των απαιτήσεων του παρόντος νόμου.
2. Τα ιδρύματα πληρωμών έχουν πλήρη ευθύνη για τις πράξεις των υπαλλήλων τους, καθώς και κάθε δραστηριότητα των αντιπροσώπων, των υποκαταστημάτων ή των επιχειρήσεων προς τους οποίους έχει γίνει εξωτερική ανάθεση.
Αρθρο 19. (άρθρο 19 της Οδηγίας 2007/64) Τήρηση αρχείου
Τα ιδρύματα πληρωμών τηρούν όλα τα κατάλληλα αρχεία για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου επί τουλάχιστον πέντε έτη, με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3691/2008 ή άλλης εθνικής νομοθεσίας ή νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αρθρο 20. (άρθρο 20 της Οδηγίας 2007/64) Ορισμός των αρμόδιων αρχών
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως αρμόδια αρχή επιφορτισμένη με την αδειοδότηση και την προληπτική εποπτεία ιδρυμάτων πληρωμών, που θα ασκεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο.
2. Τα καθήκοντα της Τράπεζας της Ελλάδος ως αρμόδιας αρχής που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 εμπίπτουν στην ευθύνη των αρμόδιων αρχών του κράτους–μέλους καταγωγής.
3. Η κατά την παράγραφο 1 εποπτική αρμοδιότητα δεν συνεπάγεται αρμοδιότητα και για την εποπτεία των λοιπών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων πληρωμών πέραν της παροχής υπηρεσιών πληρωμών που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 και των δραστηριοτήτων που απαριθμούνται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16.
Αρθρο 21. (άρθρο 21 της Οδηγίας 2007/64) Εποπτεία
1. Οι έλεγχοι που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος για τη διαπίστωση της συνεχούς τήρησης του παρόντος τίτλου πρέπει να είναι ανάλογοι, επαρκείς και προσαρμοσμένοι στους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα ιδρύματα πληρωμών.
Κατά την άσκηση της εποπτικής της αρμοδιότητας, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, μεταξύ άλλων:
α) να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να παρέχει κάθε πληροφορία απαραίτητη για τον σκοπό αυτό
β) να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους στο ίδρυμα πληρωμών, καθώς και σε κάθε αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών υπό την ευθύνη του ιδρύματος ή σε κάθε εξωτερική επιχείρηση στην οποία ανατίθενται εργασίες υπηρεσιών πληρωμών
γ) να εκδίδει συστάσεις, οδηγίες και, εφόσον ενδείκνυται, δεσμευτικές διοικητικές πράξεις και
δ) να αναστέλλει ή να ανακαλεί την άδεια στις περιπτώσεις του άρθρου 12.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, των διαδικασιών για την ανάκληση ή αναστολή άδειας λειτουργίας και των διατάξεων του Ποινικού Δικαίου, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιβάλλει κυρώσεις κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 64 και 65 του ν. 3601/2007.
Μπορεί επίσης να λαμβάνει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 62 και 65 του ν. 3601/2007, μέτρα κατά των ιδρυμάτων πληρωμών ή των υπεύθυνων διευθυνόντων τους, σε περίπτωση παράβασης νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων σχετικών με τον έλεγχο ή την άσκηση των δραστηριοτήτων τους σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών. Σκοπός των μέτρων ή κυρώσεων είναι να παύσουν οι παραβάσεις ή να εκλείψουν τα αίτιά τους.
3. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 6, του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 8, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να λαμβάνει τα μέτρα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, για να εξασφαλίζεται η ύπαρξη επαρκών κεφαλαίων για τις υπηρεσίες πληρωμών, ιδίως όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή υπάρχει κίνδυνος να βλάψουν την οικονομική του ευρωστία.
4. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται τα σχετικά θέματα και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθώς και των άρθρων 6-26.
Αρθρο 22. (άρθρο 22 της Οδηγίας 2007/64) Επαγγελματικό απόρρητο
1. Όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργασθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν εξ ονόματος αυτής, υποχρεούνται να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που καλύπτονται από τις διατάξεις του Ποινικού Δικαίου.
2. Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 23, τηρείται αυστηρά το επαγγελματικό απόρρητο ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών και των επιχειρήσεων.
3. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται λαμβάνοντας υπόψη, τηρουμένων των αναλογιών, το άρθρο 42 του ν. 3601/2007.
Αρθρο 23. (άρθρο 24 της Οδηγίας 2007/64) Ανταλλαγή πληροφοριών
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται με τις αρμόδιες για την εφαρμογή του Τίτλου ΙΙ του παρόντος νόμου αρχές των διαφόρων κρατών–μελών και, εφόσον χρειάζεται, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών – μελών και άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές που έχουν ορισθεί βάσει της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της εθνικής νομοθεσίας για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανταλλάσσει πληροφορίες με τους ακόλουθους φορείς:
α) τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών–μελών που έχουν αναλάβει την αδειοδότηση και την εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών
β) την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών – μελών, υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών και εποπτικών αρχών, και, κατά περίπτωση, άλλων δημόσιων αρχών αρμόδιων για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού
γ) άλλες αρμόδιες αρχές που έχουν ορισθεί βάσει των Οδηγιών 2007/64, 95/46/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, όπως έχουν ενσωματωθεί στη νομοθεσία των κρατών–μελών ή βάσει άλλων διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμοστέων στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, όπως οι διατάξεις περί προστασίας των ατόμων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Αρθρο 24. (άρθρο 25 της Οδηγίας 2007/64) Άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών
1. Ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών για πρώτη φορά σε άλλο κράτος–μέλος είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος.
Μέσα σε έναν (1) μήνα από την παραλαβή των πληροφοριών, η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους – μέλους υποδοχής την επωνυμία και τη διεύθυνση του ιδρύματος πληρωμών, τα ονόματα των υπευθύνων για τη διαχείριση του υποκαταστήματος, την οργανωτική δομή του και το είδος των υπηρεσιών πληρωμών που προτίθεται να παράσχει στο κράτος –μέλος υποδοχής.
2. Για τη διενέργεια των ελέγχων και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 21 σε σχέση με τους αντιπροσώπους, τα υποκαταστήματα, ή τις εξωτερικές επιχειρήσεις στις οποίες ανατίθενται δραστηριότητες ιδρύματος πληρωμών, εγκατεστημένου σε άλλο κράτος–μέλος, η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους–μέλους υποδοχής.
3. Στο πλαίσιο της συνεργασίας που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους–μέλους υποδοχής ότι επιθυμεί να διενεργήσει επιτόπιο έλεγχο στο έδαφος του τελευταίου.
Ωστόσο, εφόσον αμφότερες οι αρχές συμφωνούν, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναθέσει στις αρμόδιες αρχές του κράτους–μέλους υποδοχής τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στο σχετικό ίδρυμα.
4. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν αμοιβαία όλες τις ουσιαστικές ή/και σχετικές πληροφορίες, ιδίως σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης εκ μέρους αντιπροσώπου, υποκαταστήματος, ή εξωτερικής οντότητας στην οποία ανατίθενται δραστηριότητες. Για το σκοπό αυτόν οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν, όταν τους ζητηθεί, όλες τις σχετικές πληροφορίες και, με ιδία πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικές πληροφορίες.
5. Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν θίγουν την υποχρέωση που υπέχουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 6 του ν. 3691/2008 και του άρθρου 18 παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006, να εποπτεύουν ή να παρακολουθούν την τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από τις διατάξεις των ανωτέρω νομοθετημάτων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρθρο 25. (άρθρο 28 της Οδηγίας 2007/64) Πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών
1. Οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών των αδειοδοτημένων ή εγγεγραμμένων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, οι οποίοι είναι νομικά πρόσωπα, πρέπει να είναι αντικειμενικοί, αμερόληπτοι και αναλογικοί και να μην κωλύουν, πέραν του αναγκαίου, την πρόσβαση για την πρόληψη ορισμένων κινδύνων, όπως ο κίνδυνος διακανονισμού, ο λειτουργικός κίνδυνος και ο επιχειρηματικός κίνδυνος, και την προστασία της χρηματοοικονομικής και λειτουργικής σταθερότητας του συστήματος πληρωμών.
Τα συστήματα πληρωμών δεν επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή σε άλλα συστήματα πληρωμών καμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) περιοριστικούς κανόνες για την ουσιαστική συμμετοχή σε άλλα συστήματα πληρωμών
β) κανόνες που θεσπίζουν διακρίσεις μεταξύ των αδειοδοτημένων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών ή μεταξύ των εγγεγραμμένων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, καθώς και τα παρεχόμενα πλεονεκτήματα ή
γ) περιορισμούς βάσει του νομικού καθεστώτος.
2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται:
α) στα συστήματα πληρωμών που ορίζονται δυνάμει του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄), με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία 98/26/ΕΚ
β) στα συστήματα πληρωμών που συνίστανται αποκλειστικά σε παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που ανήκουν σε όμιλο αποτελούμενο από επιχειρήσεις με κεφαλαιακούς δεσμούς όπου μία από τις συνδεμένες επιχειρήσεις διαθέτει τον ουσιαστικό έλεγχο των άλλων συνδεμένων επιχειρήσεων ή
γ) στα συστήματα πληρωμών όπου ένας και μόνος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών (είτε ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο είτε ως όμιλος):
i. ενεργεί ή μπορεί να ενεργεί ως πάροχος υπηρεσιών πληρωμών τόσο για τον πληρωτή όσο και για τον δικαιούχο και είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τη διαχείριση του συστήματος και
ii. παρέχει, σε άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, άδεια να συμμετέχουν στο σύστημα και αυτοί οι άλλοι πάροχοι δεν έχουν το δικαίωμα να διαπραγματεύονται τα τέλη μεταξύ τους όσον αφορά το σύστημα πληρωμών, αν και τους επιτρέπεται να καθορίζουν τις τιμές τους έναντι των πληρωτών και των δικαιούχων.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να διασφαλίζει την τήρηση των προβλεπομένων σε αυτό το άρθρο, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της για την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών.
Αρθρο 26. (άρθρο 29 της Οδηγίας 2007/64) Απαγόρευση σε πρόσωπα εκτός των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να παράσχουν υπηρεσίες πληρωμών
Απαγορεύεται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ούτε είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών ούτε αποκλείονται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών όπως ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4.
ΤΙΤΛΟΣ III
ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Αρθρο 27. (Άρθρο 30 της Οδηγίας 2007/64) Πεδίο εφαρμογής
1. Ο παρών τίτλος εφαρμόζεται σε μεμονωμένες πράξεις πληρωμής, σε συμβάσεις–πλαίσια και σε πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από αυτές. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι ο παρών τίτλος δεν εφαρμόζεται εν όλω ή εν μέρει εφόσον ο χρήστης της υπηρεσίας πληρωμών δεν είναι καταναλωτής.
2. Ο παρών νόμος δε θίγει τις διατάξεις της κ.υ.α. Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β΄). Ο παρών νόμος δε θίγει επίσης άλλες σχετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας ή της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν τις προϋποθέσεις όσον αφορά τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές, που δεν εναρμονίζονται με την παρούσα οδηγία, οι οποίες είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αρθρο 28. (Άρθρο 31 της Οδηγίας 2007/64) Άλλες διατάξεις της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου δεν θίγουν διατάξεις της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιλαμβάνουν επιπλέον απαιτήσεις περί προηγούμενης ενημέρωσης.
Ωστόσο, όταν εφαρμόζεται επίσης το άρθρο 4α του ν. 2251/1994, με τον οποίο ενσωματώθηκε η οδηγία 2002/65/ΕΚ, οι διατάξεις περί πληροφόρησης του άρθρου 4α παράγραφος 3 του εν λόγω νόμου, εκτός του σημείου ii περιπτώσεις 3 έως 7, του σημείου iii περιπτώσεις 1, 4 και 5 και του σημείου iv περίπτωση 2 της προαναφερθείσας παραγράφου, αντικαθίστανται από τα άρθρα 33, 34, 38 και 39.
Αρθρο 29. (Άρθρο 32 της Οδηγίας 2007/64) Χρέωση πληροφοριών
1. Ο πάροχος υπηρεσίας πληρωμών δεν επιτρέπεται να χρεώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για παροχή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος τίτλου.
2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν για τη χρέωση της παροχής επιπλέον πληροφοριών ή της πιο συχνής αποστολής τους, ή της διαβίβασής τους με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που προσδιορίζεται στη σύμβαση–πλαίσιο, και οι οποίες αποστέλλονται κατόπιν αιτήματος του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών.
3. Όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλει χρέωση για πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 2, η χρέωση αυτή είναι εύλογη και ανάλογη με το πραγματικό κόστος στο οποίο υποβάλλεται ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών.
Αρθρο 30. (Άρθρο 33 της Οδηγίας 2007/64) Βάρος της απόδειξης όσον αφορά την πληροφόρηση
Το βάρος της απόδειξης φέρει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών προκειμένου να αποδείξει ότι έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις πληροφόρησης του παρόντος τίτλου.
Αρθρο 31. (Άρθρο 34 της Οδηγίας 2007/64) Παρέκκλιση από τις απαιτήσεις πληροφόρησης για τα μέσα πληρωμών μικρής αξίας και το ηλεκτρονικό χρήμα
1. Στις περιπτώσεις μέσων πληρωμών τα οποία, σύμφωνα με τη σύμβαση-πλαίσιο, αφορούν αποκλειστικά επί μέρους πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα 30 ευρώ ή είτε έχουν όριο δαπανών 150 ευρώ είτε αποθηκεύουν χρηματικά ποσά που δεν υπερβαίνουν ποτέ τα 150 ευρώ:
α) κατά παρέκκλιση των άρθρων 38, 39 και 43 ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον πληρωτή μόνον πληροφορίες για τα κύρια χαρακτηριστικά της υπηρεσίας πληρωμών, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίον μπορεί να χρησιμοποιείται το μέσο πληρωμών, την ευθύνη, τα επιβαλλόμενα τέλη και άλλες ουσιώδεις πληροφορίες που απαιτούνται για τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης, καθώς και ενδείξεις για το που υπάρχουν, σε εύκολα προσιτή μορφή, οι άλλες πληροφορίες και όροι δυνάμει του άρθρου 39
β) είναι δυνατόν να συμφωνείται ότι, κατά παρέκκλιση του άρθρου 41 ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να προτείνει μεταβολές των όρων της σύμβασης πλαισίου όπως προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1
γ) είναι δυνατόν να συμφωνείται ότι, κατά παρέκκλιση των άρθρων 44 και 45 μετά την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής:
i) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμο μόνον έναν αριθμό αναφοράς που επιτρέπει στον χρήστη της υπηρεσίας πληρωμών να αναγνωρίζει την πράξη πληρωμής, το ποσό της και τα σχετικά τέλη ή/και στην περίπτωση πολλαπλών πράξεων πληρωμής του ίδιου είδους προς τον ίδιο δικαιούχο, μόνον πληροφορίες σχετικά με το συνολικό ποσό και τα τέλη αυτών των πράξεων πληρωμών,
ii) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να παρέχει ή να καθιστά διαθέσιμες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο i εάν το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται ανωνύμως ή εάν ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμής δεν είναι τεχνικώς σε θέση να τις παράσχει. Ωστόσο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον πληρωτή τη δυνατότητα να ελέγχει το ποσό των αποθηκευμένων χρηματικών ποσών.
2. Για τις εθνικές πράξεις πληρωμών τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διπλασιάζονται. Τα ποσά αυτά, όταν πρόκειται για προπληρωμένα μέσα πληρωμών, αυξάνονται μέχρι 200 ευρώ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Αρθρο 32. (Άρθρο 35 της Οδηγίας 2007/64) Πεδίο εφαρμογής
1. Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στις μεμονωμένες πράξεις πληρωμής που δεν καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο.
2. Όταν εντολή πληρωμής μεμονωμένης πράξης πληρωμής διαβιβάζεται με μέσο πληρωμής που καλύπτεται από σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να παράσχει ή να καταστήσει διαθέσιμες πληροφορίες οι οποίες έχουν δοθεί ή πρόκειται να δοθούν ήδη στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών βάσει της σύμβασης–πλαισίου με άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
Αρθρο 33. (Άρθρο 36 της Οδηγίας 2007/64) Προηγούμενη γενική ενημέρωση
1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θέτει στη διάθεση του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών σε ευπρόσιτη μορφή τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 34, πριν ο χρήστης της υπηρεσίας πληρωμών δεσμευθεί από σύμβαση ή προσφορά μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμής. Κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει τις πληροφορίες και τους όρους σε έντυπη μορφή ή σε άλλο ανθεκτικό στο χρόνο μέσο. Η διατύπωση των πληροφοριών και όρων πρέπει να είναι εύκολα κατανοητή, με σαφή και εύληπτη μορφή και σε επίσημη γλώσσα του κράτους–μέλους στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία πληρωμών ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνήσουν τα μέρη.
2. Εάν, κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, έχει συναφθεί σύμβαση μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμής με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να συμμορφωθεί με την παράγραφο 1, ο πάροχος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την παράγραφο 1 αμέσως μετά την εκτέλεση της πράξης.
3. Οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1 μπορούν επίσης να εκπληρώνονται με την παροχή αντιγράφου του σχεδίου σύμβασης μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμής ή του σχεδίου της εντολής πληρωμής όπου περιέχονται οι κατά το άρθρο 34 πληροφορίες και όροι.
Αρθρο 34. (Άρθρο 37 της Οδηγίας 2007/64) Πληροφορίες και όροι
1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή θέτει στη διάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τις ακόλουθες πληροφορίες και όρους:
α) προσδιορισμός των πληροφοριών ή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης που πρέπει να παράσχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ορθή εκτέλεση της εντολής πληρωμής
β) η μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης μέσα στην οποία οφείλει να παρασχεθεί η υπηρεσία πληρωμών
γ) όλες τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλει ο χρήστης στον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των τυχόν επιβαρύνσεων
δ) ανάλογα με την περίπτωση, την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ή τη συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς που πρόκειται να εφαρμοσθεί στην πράξη πληρωμής.
2. Ενδεχομένως, κάθε άλλη σχετική πληροφορία και σχετικοί όροι που προβλέπονται στο άρθρο 39, καθίστανται διαθέσιμες στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε ευπρόσιτη μορφή.
Αρθρο 35. (Άρθρο 38 της Οδηγίας 2007/64) Πληροφορίες που παρέχονται στον πληρωτή μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής
Αμέσως μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες στον πληρωτή, με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1, τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν τον δικαιούχο,
β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην εντολή πληρωμής,
γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο πληρωτής και ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών,
δ) ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή σχετική αναφορά, όταν διαφέρει από την ισοτιμία που παρασχέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 στοιχείο δ΄, και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος, και
ε) ημερομηνία παραλαβής της εντολής πληρωμής.
Αρθρο 36. (Άρθρο 39 της Οδηγίας 2007/64) Πληροφορίες που παρέχονται στον δικαιούχο μετά την εκτέλεση
Αμέσως μετά την εκτέλεση της εντολής πληρωμής ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες στον δικαιούχο, με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1, τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα στοιχεία που επιτρέπουν στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και αν χρειάζεται, τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής,
β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο τα χρήματα τίθενται στη διάθεση του δικαιούχου,
γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο δικαιούχος και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών,
δ) ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, και το ποσό της πράξης πληρωμής πριν τη μετατροπή του νομίσματος, και
ε) την ημερομηνία αξίας για την πίστωση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ-ΠΛΑΙΣΙΑ
Αρθρο 37. (Άρθρο 40 της Οδηγίας 2007/64) Πεδίο εφαρμογής
Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στις πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο
Αρθρο 38. (Άρθρο 41 της Οδηγίας 2007/64) Προηγούμενη γενική ενημέρωση
1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στο χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών, σε εύθετο χρόνο πριν αυτός δεσμευθεί από σύμβαση–πλαίσιο ή προσφορά, τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 39, σε έντυπο ή σε άλλο ανθεκτικό στο χρόνο μέσο. Η διατύπωση των πληροφοριών και όρων πρέπει να είναι εύκολα κατανοητή, με σαφή και εύληπτη μορφή και σε επίσημη γλώσσα του κράτους–μέλους στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία πληρωμών ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνήσουν τα μέρη.
2. Εάν, αιτήσει του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, η σύμβαση-πλαίσιο έχει συναφθεί με μέσο επικοινωνίας εξ’ αποστάσεως το οποίο δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να συμμορφωθεί με την παράγραφο 1, ο πάροχος εκπληρώνει την υποχρέωσή του σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης–πλαισίου.
3. Οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1 μπορούν επίσης, να εκπληρώνονται με την παροχή αντιγράφου του σχεδίου σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και των όρων που προβλέπονται στο άρθρο 39.
Αρθρο 39. (Άρθρο 42 της Οδηγίας 2007/64) Πληροφορίες και όροι
Ο φορέας παροχής υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τις εξής πληροφορίες και όρους:
1. Πάροχος υπηρεσιών πληρωμών:
α) η ονομασία του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, η γεωγραφική διεύθυνση των κεντρικών του γραφείων και ενδεχομένως, η γεωγραφική διεύθυνση του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματός που είναι εγκατεστημένα στο κράτος-μέλος όπου παρέχεται η υπηρεσία πληρωμών, καθώς και κάθε άλλη διεύθυνση, περιλαμβανομένης της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για την επικοινωνία με τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών και
β) τα στοιχεία της αρμόδιας εποπτικής αρχής και του μητρώου που ορίζεται στο άρθρο 13 ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού δημόσιου μητρώου στο οποίο καταχωρίσθηκε η άδεια του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και ο αριθμός εγγραφής, ή αντίστοιχο μέσο ταυτοποίησης στο εν λόγω μητρώο.
2. Χρήση της υπηρεσίας πληρωμών:
α) περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών της υπηρεσίας πληρωμών που πρόκειται να παράσχει
β) καθορισμός των πληροφοριών ή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης που πρέπει να παράσχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ορθή εκτέλεση της εντολής πληρωμής.
γ) ο τύπος και η διαδικασία κοινοποίησης της συγκατάθεσης για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής, καθώς και άρσης της συγκατάθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 63
δ) αναφορά του χρόνου λήψης της εντολής πληρωμής όπως ορίζεται στο άρθρο 61 παράγραφος 1 και του τυχόν χρονικού σημείου λήξης των ημερήσιων εργασιών του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών
ε) η μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης μέσα στην οποία πρέπει να παρέχονται οι υπηρεσίες πληρωμών και
στ) εάν υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας σχετικά με το όριο δαπανών για τη χρήση του μέσου πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1.
3. Χρέωση, επιτόκια και συναλλαγματικές ισοτιμίες:
α) όλες τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλει ο χρήστης στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων
β) ανάλογα με την περίπτωση, το εφαρμοστέο επιτόκιο και η εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία ή, εάν πρόκειται να εφαρμοστούν επιτόκιο και συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς, η μέθοδος υπολογισμού του πραγματικού επιτοκίου και η σχετική ημερομηνία και ο δείκτης ή η βάση καθορισμού αυτού του επιτοκίου ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας αναφοράς και
γ) εάν έχει συμφωνηθεί, η άμεση εφαρμογή αλλαγών στα επιτόκια ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς και οι απαιτήσεις ενημέρωσης σχετικά με τις αλλαγές σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2.
4. Επικοινωνία:
α) ανάλογα με την περίπτωση, τα μέσα επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών απαιτήσεων ως προς τον εξοπλισμό του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, που έχουν συμφωνήσει τα μέρη για τη διαβίβαση των πληροφοριών ή ειδοποιήσεων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας
β) ο τρόπος με τον οποίον παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες οι πληροφορίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας, καθώς και η σχετική συχνότητα
γ) η γλώσσα ή οι γλώσσες σύναψης της σύμβασης– πλαισίου και επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης και
δ) το δικαίωμα του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών να λαμβάνει τους συμβατικούς όρους της σύμβασης – πλαισίου και πληροφορίες και όρους σύμφωνα με το άρθρο 40.
5. Προφυλάξεις και διορθωτικά μέτρα:
α) ανάλογα με την περίπτωση, περιγραφή των μέτρων που πρέπει να λαμβάνει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ασφαλή φύλαξη του μέσου πληρωμών, καθώς και τρόποι ειδοποίησης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο β΄.
β) εάν έχει συμφωνηθεί, οι όροι με τους οποίους ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διατηρεί το δικαίωμα να αναστείλει ένα μέσο πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 52
γ) η ευθύνη του πληρωτή σύμφωνα με το άρθρο 58, μαζί με πληροφορίες για το σχετικό ποσό
δ) τρόπος και προθεσμία μέσα στην οποία ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών, οφείλει να ειδοποιεί τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για τυχόν μη εγκεκριμένες ή λανθασμένα εκτελεσθείσες πράξεις πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 55, καθώς και η ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 57
ε) η ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση των πράξεων πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 71 και
στ) οι όροι επιστροφής σύμφωνα με τα άρθρα 59 και 60.
6. Αλλαγές και λήξη της σύμβασης-πλαισίου:
α) εφόσον συμφωνηθεί, επισήμανση του ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών θεωρείται ότι αποδέχεται τις τροποποιήσεις των όρων, σύμφωνα με το άρθρο 41, εκτός εάν γνωστοποιήσει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών πριν την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος τους ότι δεν τις αποδέχεται
β) διάρκεια της σύμβασης και
γ) το δικαίωμα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να καταγγέλλει τη σύμβαση–πλαίσιο, καθώς και κάθε συμφωνία που αφορά την καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 1 και το άρθρο 42.
7. Μέσα προσφυγής:
α) κάθε συμβατικός όρος σχετικά με το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση-πλαίσιο ή/και το αρμόδιο δικαστήριο και
β) οι διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και καταγγελιών που έχει στη διάθεσή του ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με τα άρθρα 76 έως 79.
Αρθρο 40. (Άρθρο 43 της Οδηγίας 2007/64) Δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες και στους συμβατικούς όρους της σύμβασης–πλαισίου
Ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης, ο χρήστης υπηρεσίας πληρωμών έχει το δικαίωμα, κατόπιν αιτήματός του, να λαμβάνει τους συμβατικούς όρους της σύμβασης-πλαισίου, καθώς και τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 39 σε έντυπη μορφή ή άλλο ανθεκτικό στο χρόνο μέσο.
Αρθρο 41. (Άρθρο 44 της Οδηγίας 2007/64) Τροποποίηση των συμβατικών όρων της σύμβασης–πλαισίου
1. Κάθε τροποποίηση της σύμβασης–πλαισίου, καθώς και η ενημέρωση και οι όροι που προσδιορίζονται στο άρθρο 39 προτείνονται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1 και τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ημερομηνία της προτεινόμενης έναρξης ισχύος.
Όπου συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 39 παράγραφος 6 στοιχείο α΄, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών πληροφορεί τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ότι θα θεωρηθεί ότι έχει αποδεχθεί τις τροποποιήσεις αυτές εάν δεν γνωστοποιήσει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ότι δεν τις αποδέχεται πριν την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος τους. Σε αυτήν την περίπτωση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διευκρινίζει επίσης ότι ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών έχει το δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη σύμβαση–πλαίσιο και χωρίς επιβάρυνση πριν την ημερομηνία της προτεινόμενης εφαρμογής των αλλαγών.
2. Αλλαγές των επιτοκίων ή των συναλλαγματικών ισοτιμιών μπορούν να εφαρμόζονται αμέσως και χωρίς προειδοποίηση, εφόσον το δικαίωμα αυτό έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση–πλαίσιο και οι αλλαγές βασίζονται στα επιτόκια ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς που έχουν συμφωνηθεί σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 3 στοιχεία β΄ και γ΄. Ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνεται το ταχύτερο δυνατόν για κάθε αλλαγή του επιτοκίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει για συγκεκριμένη συχνότητα ή τρόπο παροχής των πληροφοριών ή θέσης του σε διάθεση του χρήστη. Ωστόσο, οι αλλαγές στο επιτόκιο ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που είναι ευνοϊκότερες για τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών, μπορούν να εφαρμόζονται χωρίς προειδοποίηση.
3. Οι αλλαγές του επιτοκίου ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που χρησιμοποιούνται κατά τις πράξεις πληρωμής εφαρμόζονται και υπολογίζονται κατά τρόπο ουδέτερο χωρίς διακρίσεις εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών.
Αρθρο 42. (Άρθρο 45 της Οδηγίας 2007/64) Λύση
1. Ο χρήστης υπηρεσίας πληρωμών μπορεί να λύσει τη σύμβαση-πλαίσιο ανά πάσα στιγμή, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει προθεσμία προειδοποίησης. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα.
2. Η λύση σύμβασης–πλαισίου διάρκειας άνω των δώδεκα (12) μηνών ή αορίστου χρόνου δεν συνεπάγεται επιβάρυνση για τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών μετά το πέρας δωδεκαμήνου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η χρέωση για τη λήξη πρέπει να είναι εύλογη και σύμφωνη με το κόστος.
3. Εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση–πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να καταγγείλει σύμβασηπλαίσιο αορίστου χρόνου με ειδοποίηση τουλάχιστον δύο μήνες πριν, με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1.
4. Οι επιβαρύνσεις για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που χρεώνονται σε τακτική βάση καταβάλλονται από τον χρήστη της υπηρεσίας πληρωμών μόνον κατ’ αναλογία προς το χρόνο μέχρι τη λύση της σύμβασης.
Εάν οι επιβαρύνσεις καταβληθούν προκαταβολικά, επιστρέφονται κατ’ αναλογία.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τις νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις που διέπουν τα δικαιώματα των συμβαλλόμενων μερών να υπαναχωρούν από τη σύμβαση–πλαίσιο ή να την κηρύσσουν άκυρη.
Αρθρο 43. (Άρθρο 46 της Οδηγίας 2007/64) Πληροφόρηση πριν από την εκτέλεση επιμέρους πράξης πληρωμής
Για κάθε μεμονωμένη πράξη πληρωμής την οποία κίνησε ο πληρωτής, και η οποία εκτελείται στα πλαίσια σύμβασης–πλαισίου, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει, κατόπιν αιτήματος του πληρωτή, για τη συγκεκριμένη πράξη πληρωμής, σαφείς πληροφορίες σχετικά με τη μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης, και σχετικά με τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβληθούν από τον πληρωτή, και ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των τυχόν επιβαρύνσεων.
Αρθρο 44. (Άρθρο 47 της Οδηγίας 2007/64) Πληροφόρηση του πληρωτή για τις επί μέρους πράξεις πληρωμής
1. Μετά τη χρέωση του λογαριασμού του πληρωτή με το ποσό της μεμονωμένης πράξης πληρωμής ή, όταν ο πληρωτής δεν χρησιμοποιεί λογαριασμό πληρωμών, μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει αμελλητί στον πληρωτή, με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1, τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) στοιχείο αναφοράς που επιτρέπει στον πληρωτή να ταυτοποιήσει κάθε πράξη πληρωμής και κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν τον δικαιούχο
β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή ή στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την εντολή πληρωμής
γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, και ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυσή τους, ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο πληρωτής
δ) ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος και
ε) την ημερομηνία αξίας για τη χρέωση ή την ημερομηνία παραλαβής της εντολής πληρωμής.
2. Η σύμβαση–πλαίσιο μπορεί να περιλαμβάνει όρο ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες περιοδικά, τουλάχιστον μία φορά το μήνα, με τρόπο που έχει συμφωνηθεί και που επιτρέπει στον πληρωτή να αποθηκεύει και να αναπαράγει ακριβώς τις πληροφορίες.
3. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να παρέχει εγγράφως και δωρεάν πληροφορίες άπαξ κάθε τρεις μήνες.
Αρθρο 45. (Άρθρο 48 της Οδηγίας 2007/64) Πληροφόρηση του δικαιούχου για τις επί μέρους πράξεις πληρωμής
1. Μετά την εκτέλεση επί μέρους πράξης πληρωμής ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου παρέχει αμελλητί στον δικαιούχο, με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1, τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα στοιχεία που επιτρέπουν στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και αν χρειάζεται, τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής
β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο πιστώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του δικαιούχου
γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, και ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυσή τους, ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο δικαιούχος
δ) ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, και το ποσό της πράξης πληρωμής πριν τη μετατροπή του νομίσματος και
ε) την ημερομηνία αξίας για την πίστωση.
2. Η σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να περιλαμβάνει όρο ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες περιοδικά, τουλάχιστον μία φορά το μήνα, με τρόπο που έχει συμφωνηθεί και που επιτρέπει στον δικαιούχο να αποθηκεύει και να αναπαράγει ακριβώς τις πληροφορίες.
3. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να παρέχει εγγράφως και δωρεάν πληροφορίες άπαξ κάθε τρεις μήνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρθρο 46. (Άρθρο 49 της Οδηγίας 2007/64) Νόμισμα και μετατροπή νομίσματος
1. Οι πληρωμές πραγματοποιούνται στο νόμισμα το οποίο έχουν συμφωνήσει τα μέρη.
2. Όταν, πριν από την έναρξη της πράξης πληρωμής, προσφέρεται υπηρεσία μετατροπής νομισμάτων στο σημείο πώλησης ή εκ μέρους του δικαιούχου, το μέρος που προσφέρει την υπηρεσία μετατροπής νομισμάτων στον πληρωτή υποχρεούται να του γνωστοποιήσει κάθε σχετική επιβάρυνση, καθώς και τη συναλλαγματική ισοτιμία που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη μετατροπή.
Ο πληρωτής αποδέχεται την παροχή της υπηρεσίας μετατροπής νομισμάτων πάνω σε αυτή τη βάση.
Αρθρο 47. (Άρθρο 50 της Οδηγίας 2007/64) Ενημέρωση σχετικά με πρόσθετη επιβάρυνση ή έκπτωση
1. Όταν, για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο δικαιούχος επιβάλλει επιβάρυνση ή προσφέρει έκπτωση, ο δικαιούχος ενημερώνει σχετικά τον πληρωτή πριν από την έναρξη της πράξης πληρωμής.
2. Όταν, για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή τρίτος επιβάλλει επιβάρυνση, ενημερώνει σχετικά τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών πριν από την έναρξη της πράξης πληρωμής.
ΤΙΤΛΟΣ IV
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρθρο 48. (Άρθρο 51 της Οδηγίας 2007/64) Πεδίο εφαρμογής
1. Όταν ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, τα μέρη μπορούν να συμφωνούν ότι δεν εφαρμόζονται εν όλω ή εν μέρει το άρθρο 49 παράγραφος 1, το άρθρο 51 παράγραφος 3 και τα άρθρα 56, 58, 59, 60, 63 και 71. Τα μέρη μπορούν επίσης να συμφωνούν χρονική περίοδο διαφορετική από την οριζόμενη στο άρθρο 55.
2. Ο παρών νόμος δεν θίγει τις διατάξεις της κ.υ.α. Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β΄), όπως ισχύει (εθνικό μέτρο εφαρμογής της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ). Ο παρών νόμος δεν θίγει επίσης άλλες σχετικές εθνικές διατάξεις ή διατάξεις της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν τις προϋποθέσεις όσον αφορά τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές οι οποίες δεν εναρμονίζονται με την παρούσα οδηγία, οι οποίες είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αρθρο 49. (Άρθρο 52 της Οδηγίας 2007/64) Επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις
1. Ο πάροχος υπηρεσίας πληρωμών δεν μπορεί να χρεώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων ενημέρωσης που υπέχει ή για τα διορθωτικά και προληπτικά μέτρα που οφείλει να λαμβάνει δυνάμει του παρόντος τίτλου, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 62 παράγραφος 1, στο άρθρο 63 παράγραφος 5 και στο άρθρο 70 παράγραφος 2. Οι επιβαρύνσεις αυτές συμφωνούνται μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και είναι εύλογες και ανάλογες με το πραγματικό κόστος στο οποίο υποβάλλεται ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών.
2. Όταν μια πράξη πληρωμής δεν συνεπάγεται μετατροπή νομισμάτων, ο μεν δικαιούχος επωμίζεται τις επιβαρύνσεις που επιβάλλει ο δικός του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, ο δε πληρωτής να επωμίζεται τις επιβαρύνσεις που επιβάλλει ο δικός του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών.
3. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν δικαιούται να θέτει περιορισμούς στο δικαίωμα του δικαιούχου, να προσφέρει στον πληρωτή έκπτωση για τη χρήση του συγκεκριμένου μέσου πληρωμών. Ο δικαιούχος δεν δικαιούται να επιβάλλει επιβαρύνσεις στον πληρωτή για την χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών.
Αρθρο 50. (Άρθρο 53 της Οδηγίας 2007/64) Παρέκκλιση για τα μέσα πληρωμών μικρής αξίας και το ηλεκτρονικό χρήμα
1. Στις περιπτώσεις μέσων πληρωμών τα οποία, σύμφωνα με τη σύμβαση-πλαίσιο, αφορούν αποκλειστικά επιμέρους πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα 30 ευρώ ή είτε έχουν όριο δαπανών 150 ευρώ είτε αποθηκεύουν χρηματικά ποσά που δεν υπερβαίνουν ποτέ τα 150 ευρώ, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν με τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών τους ότι:
α) το άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο β΄, το άρθρο 54 παράγραφος 1 στοιχεία γ΄ και δ΄ και το άρθρο 58 παράγραφοι 4 και 5 δεν εφαρμόζονται εάν το μέσο πληρωμής δεν επιτρέπει τη δέσμευσή του ή την πρόληψη της περαιτέρω χρήσης του
β) τα άρθρα 56 και 57 και το άρθρο 58 παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται εάν το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται ανωνύμως ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι σε θέση, για άλλους λόγους που είναι εγγενείς στο μέσο πληρωμής, να αποδείξει ότι μια πράξη πληρωμής είναι εγκεκριμένη
γ) κατά παρέκκλιση του άρθρου 62 παράγραφος 1, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να ενημερώσει τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών για την άρνηση εκτέλεσης εντολής πληρωμής, εάν o λόγος μη εκτέλεσης είναι πρόδηλος
δ) κατά παρέκκλιση του άρθρου 66, ότι ο πληρωτής δεν μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής μετά τη διαβίβαση στον δικαιούχο της εντολής πληρωμής ή της συγκατάθεσής του να εκτελεσθεί η εντολή
ε) κατά παρέκκλιση των άρθρων 66 και 67 ότι ισχύουν άλλες προθεσμίες εκτέλεσης.
2. Για τις εγχώριες συναλλαγές πληρωμών, τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διπλασιάζονται. Για προπληρωμένα μέσα πληρωμών τα ποσά αυξάνονται μέχρι 200 ευρώ.
3. Τα άρθρα 57 και 58 εφαρμόζονται επίσης στο ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια της παραγράφου 20 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007, εκτός εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν έχει τη δυνατότητα να δεσμεύει το λογαριασμό ή το μέσο πληρωμών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΕΓΚΡΙΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Αρθρο 51. (Άρθρο 54 της Οδηγίας 2007/64) Συγκατάθεση και άρση της συγκατάθεσης
1. Η πράξη πληρωμής να θεωρείται εγκεκριμένη μόνο εάν ο πληρωτής έχει συναινέσει να εκτελεσθεί η πράξη πληρωμής. Η πράξη πληρωμής μπορεί να εγκρίνεται από τον πληρωτή πριν ή, εφόσον έχουν συμφωνήσει ο πληρωτής και ο οικείος του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, μετά την εκτέλεσή της.
2. Η συγκατάθεση για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής ή μιας σειράς πράξεων πληρωμής δίδεται υπό τη μορφή που συμφωνήθηκε μεταξύ του πληρωτή και του οικείου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.
Ελλείψει συγκατάθεσης, η πράξη πληρωμής θεωρείται μη εγκεκριμένη.
3. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί από τον πληρωτή σε οποιαδήποτε στιγμή, αλλά όχι αργότερα από το χρονικό σημείο έναρξης του ανέκκλητου σύμφωνα με το άρθρο 63. Το ίδιο ισχύει και για τη συγκατάθεση που δίδεται για να εκτελεσθεί μια σειρά πράξεων πληρωμής, η οποία μπορεί να ανακληθεί με αποτέλεσμα κάθε μελλοντική πράξη πληρωμής, να θεωρείται μη εγκεκριμένη.
4. Η διαδικασία δια της οποίας δίδεται η συγκατάθεση συμφωνείται μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.
Αρθρο 52. (Άρθρο 55 της Οδηγίας 2007/64) Περιορισμοί της χρήσης του μέσου πληρωμών
1. Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται συγκεκριμένο μέσο πληρωμών για την κοινοποίηση της συγκατάθεσης, ο πληρωτής και ο αντίστοιχος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνήσουν όρια δαπάνης όσον αφορά τις πράξεις πληρωμών που εκτελούνται μέσω αυτού του μέσου πληρωμών.
2. Εάν έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση–πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιφυλάσσεται του δικαιώματος να αναστείλει τη χρήση του μέσου πληρωμών, για αντικειμενικώς αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με την ασφάλεια του μέσου πληρωμών, την υπόνοια μη εγκεκριμένης ή δόλιας χρήσης του μέσου πληρωμών ή, στην περίπτωση μέσου πληρωμών με πιστωτικό άνοιγμα, σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να ενδέχεται να μην είναι ο πληρωτής σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις πληρωμής του.
3. Στις περιπτώσεις αυτές, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει τον πληρωτή για την αναστολή του μέσου πληρωμών και τους λόγους για την ενέργεια αυτή με τρόπο που έχει συμφωνηθεί, ει δυνατόν προτού ανασταλεί το μέσο πληρωμών ή, το αργότερο, αμέσως μετά, εκτός εάν η ενημέρωση αυτή αντιβαίνει σε αντικειμενικώς αιτιολογημένους λόγους ασφαλείας ή απαγορεύεται από άλλη συναφή νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εθνική νομοθεσία.
4. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αίρει την αναστολή της χρήσης του μέσου πληρωμών ή το αντικαθιστά με νέο μέσο πληρωμών μόλις οι λόγοι αναστολής πάψουν να υφίστανται.
Αρθρο 53. (Άρθρο 56 της Οδηγίας 2007/64) Υποχρεώσεις του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα μέσα πληρωμών
1. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών οφείλει:
α) να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την έκδοση και χρήση του και
β) να ειδοποιεί αμελλητί τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών ή τον φορέα που αυτός ορίζει, μόλις υποπέσει στην αντίληψή του απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών ή μη εγκεκριμένη χρήση του.
2. Για τους σκοπούς του στοιχείου α΄ της παραγράφου 1, μόλις ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών λάβει το μέσο πληρωμών, λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την ασφαλή φύλαξη των εξατομικευμένων στοιχείων ασφαλείας του.
Αρθρο 54. (Άρθρο 57 της Οδηγίας 2007/64) Υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα μέσα πληρωμών
1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει το μέσο πληρωμών έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
α) να μην αποκαλύπτει τα εξατομικευμένα στοιχεία ασφαλείας του μέσου πληρωμών παρά μόνο στον χρήστη της υπηρεσίας πληρωμών που έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών, τηρουμένων των κατά το άρθρο 53
β) να μην αποστέλλει μέσο πληρωμών που δεν έχει ζητηθεί, εκτός εάν το στέλνει προς αντικατάσταση μέσου που κατέχει ήδη ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών
γ) να εξασφαλίζει ανά πάσα στιγμή στο χρήστη κατάλληλα μέσα για να προβαίνει σε γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο β΄ ή να ζητεί άρση της αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 4 κατόπιν αιτήσεως, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στο χρήστη της υπηρεσίας πληρωμών τα μέσα για να αποδείξει, μέσα σε 18 μήνες από τη γνωστοποίηση, ότι όντως προέβη στην εν λόγω γνωστοποίηση, και
δ) να αποτρέπει κάθε χρήση του μέσου πληρωμών μόλις πραγματοποιηθεί η γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο β΄.
2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επωμίζεται τον κίνδυνο της αποστολής μέσου πληρωμών στον πληρωτή ή αποστολής κάθε εξατομικευμένου στοιχείου ασφαλείας του.
Αρθρο 55. (Άρθρο 58 της Οδηγίας 2007/64) Γνωστοποίηση μη εγκεκριμένων ή εσφαλμένων πράξεων πληρωμών
Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει επανόρθωση στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, μόνο εάν ειδοποιήσει αμελλητί τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του μόλις πληροφορηθεί οποιαδήποτε μη εγκεκριμένη ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξη πληρωμών που θεμελιώνει δικαίωμα απαιτήσεως, συμπεριλαμβανομένου του καθοριζόμενου στο άρθρο 71, και το αργότερο έως 13 μήνες από την ημερομηνία χρέωσης, εκτός εάν, ενδεχομένως, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρέσχε ούτε κατέστησε διαθέσιμες τις πληροφορίες για την πράξη αυτήν σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ.
Αρθρο 56. (Άρθρο 59 της Οδηγίας 2007/64) Στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γνησιότητα και την εκτέλεση πράξεων πληρωμών
1. Ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών, εφόσον ο χρήστης αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής ή ισχυρίζεται ότι η πράξη πληρωμής δεν εκτελέσθηκε σωστά, υποχρεούται να αποδεικνύει ότι εξακριβώθηκε η γνησιότητα της πράξης πληρωμής, ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς, καταχωρίσθηκε στους λογαριασμούς και δεν επηρεάσθηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία.
2. Εάν ένας χρήστης υπηρεσίας πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής, η χρήση ενός μέσου πληρωμών που έχει καταγραφεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών δεν αποτελεί αναγκαστικά, αφ’ εαυτής, επαρκή απόδειξη του ότι ο πληρωτής είχε εγκρίνει την πράξη πληρωμής ή ότι ενήργησε με δόλο ή δεν εκπλήρωσε από πρόθεση ή βαριά αμέλεια μία ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις του δυνάμει του άρθρου 53.
Αρθρο 57. (Άρθρο 60 της Οδηγίας 2007/64) Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 55 σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να επιστρέφει αμέσως στον πληρωτή το ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης και εφόσον συντρέχει περίπτωση, να επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής.
2. Δεν αποκλείεται η χορήγηση περαιτέρω οικονομικής αποζημίωσης σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.
Αρθρο 58. (Άρθρο 61 της Οδηγίας 2007/64) Ευθύνη του πληρωτή για μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμών
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 57, ο πληρωτής ευθύνεται σχετικά με μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής μέχρι ανώτατου ποσού 150 ευρώ, για τις ζημίες που απορρέουν από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών ή, εάν ο πληρωτής δεν έχει κρατήσει ασφαλή τα εξατομικευμένα στοιχεία ασφαλείας, από υπεξαίρεση μέσου πληρωμών.
2. Ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημίες που σχετίζονται με μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμών, εφόσον οι ζημίες αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι ενήργησε με δόλο ή δεν εκπλήρωσε μία ή περισσότερες από τις κατά το άρθρο 53 υποχρεώσεις του από πρόθεση ή βαριά αμέλεια. Στις περιπτώσεις αυτές δεν ισχύει το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
3. Ο πληρωτής δεν φέρει τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη χρήση απολεσθέντος, κλαπέντος ή υπεξαιρεθέντος μέσου πληρωμών μετά την ειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο β΄, εκτός εάν ενήργησε με δόλο.
4. Εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρέχει τα κατάλληλα μέσα που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή την ειδοποίηση για την απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 54 παράγραφος 1 στοιχείο γ΄, ο πληρωτής δεν ευθύνεται για τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη χρήση του εν λόγω μέσου, εκτός εάν ενήργησε με δόλο.
Αρθρο 59. (Άρθρο 62 της Οδηγίας 2007/64) Επιστροφές χρημάτων για πράξεις πληρωμής οι οποίες κινούνται από δικαιούχο ή μέσω αυτού
1. Ο πληρωτής έχει το δικαίωμα επιστροφής, εκ μέρους του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, των χρημάτων που αντιστοιχούν σε εγκεκριμένη πράξη πληρωμής η οποία κινήθηκε από δικαιούχο ή μέσω δικαιούχου και η οποία έχει ήδη εκτελεσθεί, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) κατά την έγκριση δεν προσδιορίσθηκε το ακριβές ποσό της πράξης πληρωμής και
β) το ποσό της πράξης πληρωμής υπερβαίνει το ποσό που θα ανέμενε εύλογα ο πληρωτής λαμβάνοντας υπόψη τη μορφή, τις προηγούμενες συνήθειες εξόδων του, τους όρους της σύμβασης–πλαισίου και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης.
Κατόπιν αιτήσεως του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο πληρωτής παρέχει πραγματικά στοιχεία που σχετίζονται με τους όρους αυτούς.
Η επιστροφή αφορά ολόκληρο το ποσό της εκτελεσθείσας πράξης πληρωμής.
Για τις άμεσες χρεώσεις, ο πληρωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του μπορούν να συμφωνούν με τη σύμβαση-πλαίσιο ότι ο πληρωτής δικαιούται επιστροφή χρημάτων από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του έστω και εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για επιστροφή χρημάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.
2. Ωστόσο, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β΄, ο πληρωτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί λόγους που συνδέονται με μετατροπή συναλλάγματος, εφόσον εφαρμόσθηκε η ισοτιμία αναφοράς που έχει συμφωνήσει με τον οικείο του πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 στοιχείο δ΄ και το άρθρο 39 παράγραφος 3 στοιχείο β΄.
3. Μπορεί να συμφωνείται στη σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ότι ο πληρωτής δεν δικαιούται επιστροφή όταν έχει διαβιβάσει τη συγκατάθεσή του για να εκτελεσθεί η εντολή πληρωμής απευθείας στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του, και ανάλογα με την περίπτωση, οι πληροφορίες για τη μελλοντική πράξη πληρωμής παρέχονται ή τίθενται στη διάθεση του πληρωτή, κατά συμφωνηθέντα τρόπο, τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή από τον δικαιούχο.
Αρθρο 60. (Άρθρο 63 της Οδηγίας 2007/64) Αιτήσεις επιστροφής χρημάτων για πράξεις πληρωμής που κινούνται από δικαιούχο ή μέσω αυτού
1. Ο πληρωτής έχει το δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων που αναφέρεται στο άρθρο 59 και η οποία αντιστοιχεί σε εγκεκριμένη πράξη πληρωμής η οποία κινήθηκε από δικαιούχο ή μέσω αυτού, μέσα σε οκτώ εβδομάδες από την ημερομηνία χρέωσης των χρηματικών ποσών.
2. Μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης επιστροφής, ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών είτε επιστρέφει ολόκληρο το ποσό της πράξης πληρωμής είτε αιτιολογεί την άρνηση επιστροφής, υποδεικνύοντας το όργανο στο οποίο μπορεί να προσφύγει ο πληρωτής αν δεν αποδέχεται, την αιτιολόγηση, σύμφωνα με τα άρθρα 76 έως 79.
Το δικαίωμα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του πρώτου εδαφίου να αρνείται επιστροφή χρημάτων δεν ισχύει στην περίπτωση του άρθρου 59 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΡΑΞΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
ΤΜΗΜΑ 1
ΕΝΤΟΛΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΠΟΣΑ
Αρθρο 61. (Άρθρο 64 της Οδηγίας 2007/64) Λήψη εντολών πληρωμής
1. Σε περίπτωση εντολής πληρωμής η οποία διαβιβάστηκε απευθείας από τον πληρωτή ή εμμέσως από τον δικαιούχο ή μέσω του δικαιούχου, ως χρόνος λήψης ορίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή λαμβάνει την εντολή πληρωμής. Εάν ο χρόνος λήψης δεν είναι μέσα σε εργάσιμη ημέρα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, η εντολή πληρωμής θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ορίσει ένα οριακό χρονικό σημείο προς το τέλος της εργάσιμης ημέρας, πέραν του οποίου κάθε λαμβανόμενη εντολή πληρωμής θα λογίζεται ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
2. Εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που κίνησε εντολή πληρωμής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του συμφωνήσουν ότι η εκτέλεση της εντολής πληρωμής αρχίζει σε συγκεκριμένη ημέρα ή στο τέλος συγκεκριμένης περιόδου ή την ημέρα που ο πληρωτής θα έχει θέσει χρήματα στη διάθεση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του, χρονικό σημείο λήψης της εντολής για τους σκοπούς του άρθρου 66 θεωρείται η συμφωνηθείσα ημέρα. Εάν η συμφωνηθείσα ημέρα δεν είναι εργάσιμη ημέρα για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, η εντολή πληρωμής που λαμβάνεται θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
Αρθρο 62. (Άρθρο 65 της Οδηγίας 2007/64) Άρνηση εντολών πληρωμής
1. Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αρνηθεί να εκτελέσει εντολή πληρωμής, η άρνηση και ει δυνατόν, οι λόγοι της άρνησης και η διαδικασία επανόρθωσης των τυχόν λαθών που οδήγησαν στην άρνηση γνωστοποιούνται στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν αυτό απαγορεύεται από άλλη σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εθνική νομοθεσία.
Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποστέλλει ή καθιστά διαθέσιμη κατά το συμφωνηθέντα τρόπο τη γνωστοποίηση, με την πρώτη ευκαιρία και πάντως μέσα στις προθεσμίες που προβλέπει το άρθρο 66.
Η σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να περιλαμβάνει όρο ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλλει χρέωση για την ειδοποίηση αυτή, εάν η άρνηση είναι αντικειμενικώς αιτιολογημένη.
2. Εφόσον πληρούνται όλοι οι όροι που προβλέπονται στη σύμβαση-πλαίσιο του πληρωτή, ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν αρνείται να εκτελέσει εγκεκριμένη εντολή πληρωμής, ανεξαρτήτως του αν η εντολή κινήθηκε από πληρωτή ή από δικαιούχο ή μέσω αυτού, εκτός αν η εκτέλεσή της απαγορεύεται από άλλη σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εθνική.
3. Για τους σκοπούς των άρθρων 66 και 71, εντολή πληρωμής της οποίας η εκτέλεση απορρίφθηκε θεωρείται ως μη ληφθείσα.
Αρθρο 63. (Άρθρο 66 της Οδηγίας 2007/64) Ανέκκλητο εντολής πληρωμής
1. Ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών δεν μπορεί να ανακαλέσει εντολή πληρωμής εάν ληφθεί από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση στο παρόν άρθρο.
2. Όταν η πράξη πληρωμής κινείται από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο πληρωτής δεν μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής μετά τη διαβίβαση στον δικαιούχο της εντολής πληρωμής ή της συγκατάθεσής του να εκτελεσθεί η πράξη πληρωμής.
3. Ωστόσο, στην περίπτωση άμεσης χρέωσης και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων επιστροφής, ο πληρωτής μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της ημέρας που συμφωνήθηκε για τη χρέωση των χρηματικών ποσών.
4. Στην περίπτωση του άρθρου 61 παράγραφος 2, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ανακαλέσει εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της συμφωνηθείσας ημέρας.
5. Μετά τα χρονικά όρια που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 4, η εντολή πληρωμής μπορεί να ανακληθεί μόνο με συμφωνία μεταξύ του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών και του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Στην περίπτωση των παραγράφων 2 και 3, απαιτείται επίσης και η συμφωνία του δικαιούχου. Εάν προβλέπεται στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλει χρέωση σε περίπτωση ανάκλησης.
Αρθρο 64. (Άρθρο 67 της Οδηγίας 2007/64) Μεταβίβαση και λήψη χρηματικών ποσών
1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και οι τυχόν ενδιάμεσοι των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούνται να μεταφέρουν το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και να μην αφαιρούν επιβαρύνσεις από το μεταφερόμενο ποσό.
2. Εντούτοις, ο δικαιούχος και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν ότι ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών αφαιρεί τη χρέωσή του από το μεταβιβαζόμενο ποσό πριν αυτό πιστωθεί στον δικαιούχο. Στην περίπτωση αυτή, το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και οι επιβαρύνσεις εμφαίνονται χωριστά στις πληροφορίες που παρέχονται στον δικαιούχο.
3. Εάν από το μεταφερόμενο ποσό αφαιρούνται επιβαρύνσεις άλλες πλην εκείνων της παραγράφου 2, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του πληρωτή μεριμνά ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής που κινήθηκε από τον πληρωτή. Όταν η πράξη πληρωμής κινείται από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μεριμνά ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής.
ΤΜΗΜΑ 2
ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΞΙΑΣ
Αρθρο 65. (Άρθρο 68 της Οδηγίας 2007/64) Πεδίο εφαρμογής
1. Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται σε:
α) πράξεις πληρωμής σε ευρώ
β) εθνικές πράξεις πληρωμής στο νόμισμα του κράτους – μέλους εκτός της ζώνης ευρώ και
γ) πράξεις πληρωμών που απαιτούν μόνο μία μετατροπή νομίσματος μεταξύ του ευρώ και του επίσημου νομίσματος κράτους – μέλους εκτός της ζώνης ευρώ, εφόσον η απαιτούμενη μετατροπή νομίσματος πραγματοποιείται στο κράτος – μέλος που δεν χρησιμοποιεί το ευρώ και, στην περίπτωση διασυνοριακών συναλλαγών πληρωμών, η διασυνοριακή μεταβίβαση πραγματοποιείται σε ευρώ.
2. Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται και σε άλλες πράξεις πληρωμής, εκτός αν υπάρχει διαφορετική συμφωνία μεταξύ του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του, με εξαίρεση το άρθρο 69 η εφαρμογή του οποίου δεν εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των μερών. Ωστόσο, όταν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του συμφωνούν περίοδο μεγαλύτερη από τις οριζόμενες στο άρθρο 66, για ενδοκοινοτικές πράξεις πληρωμών η περίοδος αυτή δεν υπερβαίνει τις τέσσερις εργάσιμες ημέρες από το χρονικό σημείο λήψης της εντολής σύμφωνα με το άρθρο 61.
Αρθρο 66. (Άρθρο 69 της Οδηγίας 2007/64) Πράξεις πληρωμής προς λογαριασμό πληρωμών
1. Ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να μεριμνά ώστε, μετά τον κατά το άρθρο 61 χρόνο λήψης της εντολής, το ποσό της πράξης πληρωμής να πιστώνεται στο λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, το αργότερο στο τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Έως την 1η Ιανουαρίου 2012, ο πληρωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του, μπορούν να συμφωνούν διαφορετική προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις εργάσιμες ημέρες. Οι προθεσμίες αυτές μπορούν να παρατείνονται κατά μία επιπλέον εργάσιμη ημέρα για τις πράξεις πληρωμής που εκτελούνται σε έντυπη μορφή.
2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου υποχρεούται να καθορίζει ημερομηνία αξίας και να καθιστά διαθέσιμο το ποσό της πράξης πληρωμής στο λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου μετά την παραλαβή των χρηματικών ποσών από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 69.
3. Ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου υποχρεούται να μεταβιβάζει εντολή πληρωμής η οποία κινήθηκε από τον δικαιούχο ή μέσω του δικαιούχου στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή μέσα στην προθεσμία που συμφωνήθηκε μεταξύ του δικαιούχου και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του, καθιστώντας δυνατή την τακτοποίησή της, όσον αφορά την άμεση χρέωση, κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία.
Αρθρο 67. (Άρθρο 70 της Οδηγίας 2007/64) Όταν ο δικαιούχος δεν έχει λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών
Όταν ο δικαιούχος δεν έχει λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών, τα χρηματικά ποσά τίθενται στη διάθεση του δικαιούχου από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος τα παραλαμβάνει για λογαριασμό του δικαιούχου, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 66.
Αρθρο 68. (Άρθρο 71 της Οδηγίας 2007/64) Μετρητά που τοποθετούνται σε λογαριασμό πληρωμών
Όταν καταναλωτής τοποθετεί μετρητά σε λογαριασμό πληρωμών τηρούμενο από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στο νόμισμα του εν λόγω λογαριασμού πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μεριμνά ώστε το ποσό να καθίσταται διαθέσιμο αμέσως μετά τη λήψη του ποσού, με την αντίστοιχη ημερομηνία αξίας.
Αν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, το ποσό καθίσταται διαθέσιμο με ημερομηνία αξίας το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη του.
Αρθρο 69. (Άρθρο 73 της Οδηγίας 2007/64) Ημερομηνία αξίας και διαθεσιμότητα των χρηματικών ποσών
1. Η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου δεν επιτρέπεται να είναι μεταγενέστερη της εργάσιμης ημέρας κατά την οποία πιστώνεται ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου με το ποσό της πράξης πληρωμής.
Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου μεριμνά ώστε το ποσό της πράξης πληρωμής να είναι στη διάθεση του δικαιούχου αμέσως μόλις ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου πιστωθεί με το ποσό της πράξης πληρωμής.
2. Η ημερομηνία αξίας για τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν επιτρέπεται να είναι προγενέστερη του χρονικού σημείου κατά το οποίο γίνεται η χρέωση του εν λόγω λογαριασμού πληρωμών με το ποσό της πράξης πληρωμής.
ΤΜΗΜΑ 3
ΕΥΘΥΝΗ
Αρθρο 70. (Άρθρο 74 της Οδηγίας 2007/64) Λανθασμένα αποκλειστικά μέσα ταυτοποίησης
1. Εάν η πράξη πληρωμής εκτελεστεί σύμφωνα με το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης, θεωρείται ότι εκτελέστηκε ορθά όσον αφορά τον δικαιούχο που αναγράφεται στο αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.
2. Εάν το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης που παρέχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είναι λανθασμένο, ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών δεν φέρει ευθύνη δυνάμει του άρθρου 71 για τη μη εκτέλεση ή την εσφαλμένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής.
Ωστόσο, ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών που αφορά η πράξη πληρωμής.
Εάν προβλέπεται στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλει χρέωση στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την ανάκτηση των ποσών.
3. Εάν ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών προσκομίσει πρόσθετες πληροφορίες πέραν εκείνων του άρθρου 34 παράγραφος 1 στοιχείο α΄ ή του άρθρου 39 παράγραφος 2 στοιχείο β΄, ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών ευθύνεται μόνο για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής σύμφωνα με το παρασχεθέν από τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.
Αρθρο 71. (Άρθρο 75 της Οδηγίας 2007/64) Μη εκτέλεση ή εσφαλμένη εκτέλεση
1. Όταν εντολή πληρωμής κινείται από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του είναι, με την επιφύλαξη του άρθρου 55, του άρθρου 70 παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 74, υπεύθυνος έναντι του πληρωτή για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής, εκτός αν μπορεί να αποδείξει στον πληρωτή και, ενδεχομένως, στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου έλαβε το ποσό της πράξης πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 1, οπότε ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι υπεύθυνος έναντι του δικαιούχου για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής.
Εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος βάσει του πρώτου εδαφίου, επιστρέφει αμελλητί στον πληρωτή το ποσό της ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εσφαλμένη πράξη πληρωμής.
Όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι υπεύθυνος βάσει του πρώτου εδαφίου, θέτει αμέσως το ποσό της πράξης πληρωμής στη διάθεση του δικαιούχου και, ανάλογα με την περίπτωση, πιστώνει το αντίστοιχο πόσο στο λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου.
Σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης πράξης πληρωμής, όταν η εντολή πληρωμής κινείται από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του, ανεξαρτήτως της ευθύνης στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, προσπαθεί αμέσως, αν του ζητηθεί, να ανιχνεύσει την πράξη πληρωμής και ειδοποιεί τον πληρωτή για το αποτέλεσμα.
2. Όταν εντολή πληρωμής κινείται από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του είναι, με την επιφύλαξη του άρθρου 55, του άρθρου 70, παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 74, υπεύθυνος έναντι του δικαιούχου για την ορθή διαβίβαση της εντολής πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 3. Εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος βάσει του παρόντος εδαφίου, αναδιαβιβάζει αμέσως την εν λόγω εντολή πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή.
Επιπλέον, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι, με την επιφύλαξη του άρθρου 55, του άρθρου 70 παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 74, υπεύθυνος έναντι του δικαιούχου για τη διεκπεραίωση της εντολής πληρωμής σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 69. Όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι υπεύθυνος δυνάμει του παρόντος εδαφίου, μεριμνά ώστε το ποσό της πράξης πληρωμής να είναι στη διάθεση του δικαιούχου αμέσως μόλις το πόσο αυτό πιστωθεί στο λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου.
Σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης πράξης πληρωμής για την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου δεν είναι υπεύθυνος στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος έναντι του πληρωτή. Οσάκις ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος εν προκειμένω, τότε, ανάλογα με την περίπτωση, και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, επιστρέφει στον πληρωτή το ποσό της ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής και επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εσφαλμένη πράξη πληρωμής.
Σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης πράξης πληρωμής, όπου η εντολή πληρωμής κινείται από τον δικαιούχο ή μέσω του δικαιούχου, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του, ανεξαρτήτως της ευθύνης στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, καταβάλλει άμεσα, αφού του ζητηθεί, προσπάθειες να ανιχνεύσει τις πράξεις πληρωμών και ειδοποιεί τον δικαιούχο για το αποτέλεσμα.
3. Επιπλέον, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είναι υπεύθυνος έναντι των αντίστοιχων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών τους για τυχόν χρεώσεις για τις οποίες φέρουν την ευθύνη και για τόκους που επιβαρύνουν το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών συνεπεία μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.
Αρθρο 72. (Άρθρο 76 της Οδηγίας 2007/64) Πρόσθετη οικονομική αποζημίωση
Πρόσθετη οικονομική αποζημίωση σε σχέση με αυτή που προβλέπεται στο παρόν τμήμα μπορεί να καθορίζεται σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο στη συναφθείσα σύμβαση μεταξύ του χρήστη και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του.
Αρθρο 73. (Άρθρο 77 της Οδηγίας 2007/64) Δικαίωμα προσφυγής
1. Όταν η ευθύνη ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 71 αποδίδεται σε άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή σε μεσάζοντα, ο δεύτερος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή μεσάζων αποζημιώνει τον πρώτο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για κάθε ζημία που υπέστη ή κάθε ποσό που κατέβαλε στο πλαίσιο του άρθρου 71.
2. Η χορήγηση περαιτέρω οικονομικής αποζημίωσης μπορεί να αποφασίζεται βάσει συμφωνιών μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών ή/και των μεσαζόντων και του δικαίου που εφαρμόζεται στη μεταξύ τους συμφωνία.
Αρθρο 74. (Άρθρο 78 της Οδηγίας 2007/64) Απουσία ευθύνης
Η ευθύνη που προβλέπεται στα Κεφάλαια 2 και 3 δεν ισχύει σε περιστάσεις που είναι ασυνήθεις και απρόβλεπτες, ξένες προς τη βούληση του μέρους που τις επικαλείται, και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, ούτε όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεσμεύεται από άλλες νομικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία ή τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Αρθρο 75. (Άρθρο 79 της Οδηγίας 2007/64) Προστασία των δεδομένων
Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα συστήματα πληρωμών και τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, όταν χρειάζεται για την πρόληψη, τη διερεύνηση και τον εντοπισμό της απάτης στον τομέα των πληρωμών. Η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α΄), όπως ισχύει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ 1
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ
Αρθρο 76. (Άρθρο 80 της Οδηγίας 2007/64) Καταγγελίες
1. Οι χρήστες υπηρεσιών πληρωμών και στα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων των ενώσεων καταναλωτών, έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν καταγγελίες στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας σχετικά με ισχυρισμούς περί παραβάσεων των διατάξεων των Τίτλων ΙΙΙ και IV του Α΄ Μέρους του παρόντος νόμου από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.
2. Ανάλογα με την περίπτωση και με την επιφύλαξη του δικαιώματος προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου σύμφωνα με τη δικονομία, η αρμόδια αρχή ενημερώνει με την απάντησή της τον καταγγέλλοντα για τις προβλεπόμενες από το άρθρο 79 εξωδικαστικές διαδικασίες υποβολής καταγγελιών και προσφυγής.
Αρθρο 77. (Άρθρο 81 της Οδηγίας 2007/64) Κυρώσεις
1. Με την επιφύλαξη άλλων ειδικότερων διατάξεων, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας επιβάλλεται σε βάρος των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, οι οποίοι δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από διατάξεις των Κεφαλαίων IV και V αυτού του νόμου πρόστιμο από πέντε χιλιάδες (5.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής το ανώτατο όριο προστίμου διπλασιάζεται. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη και συνεκτιμώνται:
α) η βαρύτητα της παράβασης,
β) η συχνότητα αυτής,
γ) η διάρκειά της,
δ) οι ειδικές συνθήκες τέλεσής της,
ε) ο βαθμός υπαιτιότητας και στ) ο κύκλος εργασιών του παραβάτη.
2. Τα ποσά των προστίμων που επιβάλλονται αποτελούν δημόσιο έσοδο και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974, ΦΕΚ 90 Α΄) και μπορεί να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
3. Η επιβολή των ως άνω διοικητικών κυρώσεων είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλη αστική, ποινική ή πειθαρχική κύρωση που προβλέπεται σε βάρος των φορέων παροχής υπηρεσιών πληρωμών από το νόμο αυτόν και την κείμενη νομοθεσία.
Αρθρο 78. (Άρθρο 82 της Οδηγίας 2007/64) Αρμόδιες αρχές
1. Αρμόδια αρχή για τη διαχείριση καταγγελιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69 παράγραφος 1 αυτού του νόμου και την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 70 αυτού του νόμου ορίζεται η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
2. Σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης των διατάξεων του εθνικού δικαίου που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή των τίτλων ΙΙΙ και IV, υπεύθυνες δυνάμει της παραγράφου 1 είναι οι αρμόδιες αρχές του κράτους–μέλους καταγωγής του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Ωστόσο, για τους αντιπροσώπους και τα υποκαταστήματα που λειτουργούν υπό το δικαίωμα εγκατάστασης αρμόδιες είναι οι αρχές του κράτους–μέλους υποδοχής.
ΤΜΗΜΑ 2
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Αρθρο 79. (Άρθρο 83 της Οδηγίας 2007/64) Εξωδικαστική επίλυση διαφορών
1. Για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών, οι οποίες ανακύπτουν μεταξύ χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και φορέα παροχής υπηρεσιών πληρωμών και αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που καθορίζονται με τις διατάξεις αυτού του νόμου, αρμόδιοι είναι ο Συνήγορος του Καταναλωτή, ο Μεσολαβητής Τραπεζικών–Επενδυτικών Υπηρεσιών και οι Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού που προβλέπονται στο άρθρο 11 του ν. 2251/1994 (ΦΕΚ 191 Α΄).
2. Σε περίπτωση διασυνοριακών διαφορών, οι ανωτέρω φορείς συνεργάζονται ενεργά με τους αντίστοιχους φορείς των άλλων κρατών–μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΤIΤΛΟΣ V (τίτλος VI της Οδηγίας 2007/64)
ΤΕΛΙΚEΣ ΔΙAΤAΞΕΙΣ
Αρθρο 80. (Άρθρο 86 της Οδηγίας 2007/64) Πλήρης εναρμόνιση
Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να παρεκκλίνουν, εις βάρος των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εκτός εάν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά από αυτόν το νόμο.
Ωστόσο, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών.
Αρθρο 81. (Άρθρο 88 της Οδηγίας 2007/64) Μεταβατική διάταξη
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3691/2008 ή άλλων σχετικών νομοθετικών διατάξεων, νομικά πρόσωπα, τα οποία κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος αυτού του νόμου ασκούν ήδη, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία δραστηριότητες ιδρύματος πληρωμών, επιτρέπεται να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές έως την 30ή Απριλίου 2011, χωρίς να έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 αυτού του νόμου. Νομικά πρόσωπα που δεν θα έχουν αδειοδοτηθεί έως αυτήν την ημερομηνία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 αυτού του νόμου, θα απαγορεύεται εφεξής να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 αυτού του νόμου.
2. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου, εξαιρούνται από την υποχρέωση αδειοδότησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 αυτού του νόμου, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα τα οποία ασκούν τις δραστηριότητες του εδαφίου δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 3601/2007 και πληρούν τις προϋποθέσεις του εδαφίου ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 3601/2007 πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος αυτού του νόμου.
Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν στην Τράπεζα της Ελλάδος τις δραστηριότητες που ασκούν έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος αυτού του νόμου.
Η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες που να αποδεικνύουν ότι έχουν συμμορφωθεί με τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄, δ΄, ζ΄, η΄, θ΄, ια΄ και ιβ΄ του άρθρου 5 αυτού του νόμου. Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι τηρούνται οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ανωτέρω διατάξεις, το ενδιαφερόμενο χρηματοδοτικό ίδρυμα εγγράφεται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 13 αυτού του νόμου.
Η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται να εξαιρεί τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή από τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 5 αυτού του νόμου.
3. Τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 αυτού του άρθρου λαμβάνουν αυτομάτως άδεια λειτουργίας και εγγράφονται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 13 αυτού του νόμου, εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος διαθέτει ήδη στοιχεία ότι συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 10 αυτού του νόμου. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει σχετικά τα ενδιαφερόμενα νομικά πρόσωπα πριν από την έκδοση της άδειας λειτουργίας.
Αρθρο 82. (άρθρα 89, 90 παρ. 2, 91 παρ. 3 και 93 της Οδηγίας 2007/64) Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου καταργούνται:
α) το π.δ. 33/2000 «Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 97/5/ΕΚ της 27.1.1997 για τις διασυνοριακές μεταφορές πιστώσεων» (ΦΕΚ 27 Α΄),
β) οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 4 της κ.υ.α. Ζ1178/2001 (ΦΕΚ 255 Β΄),
γ) οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 11 του άρθρου 4 και της παραγράφου 8 του άρθρου 4α του ν. 2251/1994,
δ) οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του ν. 3691/2008,
ε) οι διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 3148/2003 (ΦΕΚ 136 Α΄) «Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αντικατάσταση και συμπλήρωση των διατάξεων για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και άλλες διατάξεις».
Αρθρο 83. (άρθρα 90 παρ. 1, 91 παρ. 1 και 92 της Οδηγίας 2007/64) Τροποποιούμενες διατάξεις
1. α) Στην περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν.3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α΄) αντί των λέξεων «πράξεις διενέργειας πληρωμών» τίθενται οι λέξεις «υπηρεσίες πληρωμών».
β) Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής: «ε. έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμής (ταξιδιωτικών και τραπεζικών επιταγών), εφόσον η δραστηριότητα αυτή δεν καλύπτεται από την προηγούμενη περίπτωση δ΄».
2. Η περίπτωση δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής: «δ) Τα ιδρύματα πληρωμών».
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2007/44/ΕΚ ΚΑΙ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2010/16/ΕΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Αρθρο 84. Σκοπός
Σκοπός του Δεύτερου Μέρους του νόμου αυτού είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των άρθρων 1, 2, 4-6 της Οδηγίας 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Σεπτεμβρίου 2007 «για την τροποποίηση της Οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των Οδηγιών 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα» (ΕΕ L 247), καθώς και της Οδηγίας 2010/16/ΕΕ της Επιτροπής της 9ης Μαρτίου 2010 «για την τροποποίηση της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την εξαίρεση ενός συγκεκριμένου ιδρύματος από το πεδίο εφαρμογής» (EE L 60).
Αρθρο 85. (άρθρο 5 της Οδηγίας 2007/44) Αξιολόγηση απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα
Tο άρθρο 24 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 24
Συμμετοχές σε πιστωτικά ιδρύματα
1. α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής: «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο μεμονωμένα ή μέσω κοινής δράσης με άλλα πρόσωπα, υπό την έννοια του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 10%, του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος υπό την έννοια της παραγράφου 12 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου (στο εξής: «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), αρχικά απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην Τράπεζα της Ελλάδος και της γνωστοποιεί το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές απαιτούμενες πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.
β) Κάθε υποψήφιος αγοραστής, ο οποίος έχει αποφασίσει να αποκτήσει ή να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει το όριο του 5%, ενημερώνει προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος και της γνωστοποιεί το ποσοστό της νέας συμμετοχής.
Η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί, κατά περίπτωση, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών, εάν η συμμετοχή αυτή οδηγεί σε σημαντική επιρροή και σε θετική περίπτωση ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή και προβαίνει στην απαιτούμενη αξιολόγηση της παραγράφου 11.
γ) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων α΄ ή β΄, σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ή έχει αποφασίσει:
i) να μειώσει τη συμμετοχή του σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, να διαμορφώνεται σε ποσοστό μικρότερο από το 5%, το 10%, το 20%, το 1/3 ή το 50% ή
ii) να παύσει να έχει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος, ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Τράπεζα της Ελλάδος και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει.
δ) Εφόσον τις συμμετοχές των εδαφίων α΄ ή β΄ της παρούσας παραγράφου προτίθενται να πραγματοποιήσουν νομικά πρόσωπα, αυτά γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των σημαντικότερων διευθυντικών στελεχών, των μετόχων που κατέχουν τουλάχιστον 5%, καθώς και όπου ενδείκνυται, την ταυτότητα των φυσικών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ 166 Α΄), που, άμεσα ή έμμεσα, τα ελέγχουν, καθώς και κάθε μεταγενέστερη μεταβολή. Αντίστοιχη υποχρέωση γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος υπέχουν και τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα.
ε) Εάν τις συμμετοχές των εδαφίων α΄ και β΄ προτίθενται να αποκτήσουν έμμεσα ένα ή περισσότερα πρόσωπα, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αξιολογεί με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11, πέραν του υποψήφιου αγοραστή που προτίθεται να αποκτήσει άμεσα τη συμμετοχή και του πραγματικού δικαιούχου, και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα, μεταξύ των δύο προηγούμενων περιπτώσεων, πρόσωπα.
2. α) Για το σκοπό υπολογισμού του ποσοστού συμμετοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη τα άρθρα 9, 10, 12 και 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν. 3556/2007 (ΦΕΚ 91 Α΄), υπό την επιφύλαξη του εδαφίου β΄ της παρούσας παραγράφου.
β) Κατά τον ως άνω υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου που κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με ρητή δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το εδάφιο στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και πρόκειται βάσει ρητής δέσμευσης να μεταβιβαστούν εντός ενός (1) έτους από την απόκτηση.
γ) Ως «από κοινού δράση» για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές προτίθενται να ενεργούν συντονισμένα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους μετά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά ή συνάγεται από πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην Τράπεζα της Ελλάδος γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή την παραλαβή της κοινοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, καθώς και των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 6, και τις οποίες ενδεχομένως παρέλαβε μεταγενέστερα της εν λόγω κοινοποίησης. Η εν λόγω γνωστοποίηση παρέχεται εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης και των σχετικών πρόσθετων στοιχείων.
4. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος εντός εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της τελευταίας γραπτής επιβεβαίωσης περί της παραλαβής εκ μέρους της όλων των απαιτούμενων εγγράφων της παραγράφου 5 (στο εξής: «περίοδος αξιολόγησης») προβαίνει στην αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 11 (στο εξής: «αξιολόγηση»).
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος στη γνωστοποίηση παραλαβής που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 3 αναφέρει και την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.
5. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε αυτήν κατά την κοινοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1.
β) Οι πληροφορίες του εδαφίου α΄ είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη κ.λπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, μέχρι και την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, να ζητήσει εγγράφως πληροφορίες διευκρινιστικές και συναφείς με αυτές του καταλόγου της παραγράφου 5, αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, καθορίζοντας τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτόν συμπληρωματικά στοιχεία.
7. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες της παραγράφου 6 και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται. Η αναστολή αυτή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τη διακριτική ευχέρεια να ζητήσει τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, χωρίς όμως στην περίπτωση αυτή να επέρχεται νέα αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 7, κατά δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:
α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή
β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στο εποπτικό καθεστώς που με βάση την κοινοτική νομοθεσία διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή εταιρίες διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.).
9. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίσει, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις ή αληθείς, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης ή και πριν από την εκπνοή αυτής, εκθέτοντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Σε αντίθετη περίπτωση, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. Η απόφαση περί απόρριψης της συμμετοχής με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος ή και κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση.
10. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την απόκτηση ή αύξηση υφιστάμενης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.
11. α) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπει η παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6, η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηστή και συνετή διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και τα οικονομικά εχέγγυα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων:
i) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή,
ii) τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής,
iii) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής,
iv) την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει κυρίως του παρόντος νόμου, του ν. 3455/2006 (ΦΕΚ 84 Α΄) και του ν. 3606/2007 και, ιδίως, το βαθμό κατά τον οποίο ο όμιλος του οποίου, ενδεχομένως, το πιστωτικό ίδρυμα θα καταστεί μέλος, μέσω της σχεδιαζόμενης συμμετοχής, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και των άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών αρμόδιων αρχών, καθώς και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους,
v) το βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του ν. 3691/2008 ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
β) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 6, 7 και 8, σε περίπτωση που κατά την περίοδο αξιολόγησης μίας πρότασης κοινοποιηθούν και άλλη ή άλλες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση υφιστάμενης συμμετοχής στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, η Τράπεζα της Ελλάδος τις αντιμετωπίζει αμερόληπτα.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους, όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.
12. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής ακολουθεί διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης με τις ημεδαπές ή αλλοδαπές αρμόδιες αρχές, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι:
i) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος–μέλος ή
ii) μητρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής επιχείρησης, αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρίας διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτοςμέλος ή
iii) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος-μέλος.
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών – μελών, για τους σκοπούς της αξιολόγησης της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ή σε αντίστοιχη διάταξη νομοθεσίας κρατών–μελών που ενσωματώνει το άρθρο 19 της Οδηγίας 2006/48, όπως ισχύει:
i) κατόπιν αιτήματός τους, κάθε σχετική πληροφορία και
ii) με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας σχετικές πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής.
Στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για την προτεινόμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες ενδεχομένως εξέφρασε η αλλοδαπή αρχή, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαβούλευσης.
13. α) Εφόσον οι κληρονόμοι προσώπου που ήταν κάτοχος συμμετοχής των εδαφίων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, αποκτούν ατομικά συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων, ενημερώνουν σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, εφόσον κρίνει ότι κληρονόμοι εκ των αναφερομένων στο ανωτέρω εδάφιο α΄ δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, να ακολουθήσει τη διαδικασία της παραγράφου 5 του άρθρου 62.
14. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, μέχρι την 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα των μετόχων που κατέχουν συμμετοχή άνω του 1%, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή από την τυχόν πληρωμή μερισμάτων ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους, δυνάμει ιδίως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία στις εταιρίες, οι μετοχές των οποίων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά.
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα, εντός 10 εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, την απόκτηση ή εκχώρηση συμμετοχών στο κεφάλαιό τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων που αναφέρονται στα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 10 και στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή τη διαδικασία έγκρισης μετέπειτα αλλαγών των στοιχείων αυτών.
15. α) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί συμμετοχή ή αυξηθεί η υφιστάμενη συμμετοχή στο κεφάλαιο πιστωτικού ιδρύματος από φυσικό ή νομικό πρόσωπο χωρίς την, βάσει του παρόντος άρθρου, απαιτούμενη κατά περίπτωση γνωστοποίηση ή έγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδος, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει στους κατόχους των συμμετοχών αυτών τις κυρώσεις, που προβλέπονται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 64, διαζευκτικά ή σωρευτικά.
β) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εδάφιο δ΄ της παραγράφου 1 ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 64.
16. Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ζητά από τα πιστωτικά ιδρύματα τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου του πιστωτικού ιδρύματος.
17. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ρυθμίζει ειδικά θέματα και λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
Αρθρο 86. (άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 2007/44) Αξιολόγηση της απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις
1. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ιγ΄ του άρθρου 2α του ν.δ. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής: «Για τον υπολογισμό της «ειδικής συμμετοχής» λαμβάνονται επιπλέον υπόψη τα άρθρα 9, 10, 12, 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν. 3556/2007 (ΦΕΚ 91 Α΄).»
2. Η παράγραφος 1α του άρθρου 15α του ν.δ.400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής: «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο, μεμονωμένα ή μέσω κοινής δράσης, όπως ο όρος αυτός ορίζεται κατωτέρω, με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη ειδική συμμετοχή, όπως ο όρος «ειδική συμμετοχή» ορίζεται στο στοιχείο ιγ΄ του άρθρου 2α του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και δύναται να εξειδικεύεται με πράξεις κανονιστικού περιεχομένου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (στο εξής: «ΕΠ.Ε.Ι.Α.») σε ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει και λειτουργεί στην Ελλάδα, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 10%, του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε να αποκτήσει άμεσα ή έμμεσα τον έλεγχο της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2α στοιχ. ιβ΄ του παρόντος, όπως ισχύει (στο εξής: «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), αρχικά απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 15β του παρόντος. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε αυτήν κατά την κοινοποίηση που προβλέπει το παρόν άρθρο.
Ως «κοινή δράση» για την εφαρμογή του παρόντος νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές ενεργούν συντονισμένα κατά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή χωριστά είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν.
Κατά τον ως άνω υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου που κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με ρητή δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το εδάφιο στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο, με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και πρόκειται βάσει ρητής δέσμευσης να μεταβιβαστούν εντός ενός (1) έτους από την απόκτηση.
Προκειμένου περί συμμετοχών που πραγματοποιούνται από φυσικά πρόσωπα, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δικαιούται για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας:
i) να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την προέλευση των χρηματικών μέσων των εν λόγω προσώπων και
ii) να απαιτεί από τα φυσικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση το παρόν νομοθετικό διάταγμα ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής.
Προκειμένου περί συμμετοχών πού πραγματοποιούνται από νομικά πρόσωπα, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δικαιούται:
i) να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που άμεσα η έμμεσα ελέγχουν τα νομικά αυτά πρόσωπα,
ii) να επιβάλλει την υποχρέωση να της γνωστοποιείται οποιαδήποτε μεταγενέστερη μεταβολή στην ταυτότητα των φυσικών αυτών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παραγράφου16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ 166 Α΄), που άμεσα ή έμμεσα τα ελέγχουν,
iii) να ζητά τη γνωστοποίηση των οικονομικών στοιχείων (οικονομικές καταστάσεις τους), όταν καθιστούν την ασφαλιστική επιχείρηση θυγατρική τους για τον έλεγχο της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης, τα οποία μπορεί να ζητηθούν και μεταγενέστερα και
iv) να απαιτεί από τα νομικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής. Για την έννοια του ελέγχου έχει εφαρμογή το στοιχείο ιβ΄ του άρθρου 2α του παρόντος.
Για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, τα οποία κατέχουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται:
i) να επιβάλλει την υποχρέωση στα νομικά αυτά πρόσωπα να έχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου,
ii) να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα η περισσότερα φυσικά πρόσωπα που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισης της ΕΠ.Ε.Ι.Α.
Σε περίπτωση θανάτου προσώπου που κατέχει ειδική συμμετοχή η ως άνω υποχρέωση ενημέρωσης από τους κληρονόμους του επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη γνωστοποίηση η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, εφόσον κρίνει ότι οι κληρονόμοι δεν είναι κατάλληλοι για να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, να επιβάλλει τις κυρώσεις της παραγράφου 5 στοιχείο β΄ του παρόντος άρθρου.»
3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 15α του ν.δ. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., προσδιορίζοντας το ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να μεταβιβάσει. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει ομοίως να απευθύνει έγγραφη κοινοποίηση στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από τα όρια του 10%, 20%, του 1/3 ή του 50 % ή προκειμένου να παύσει να έχει τον έλεγχο της εποπτευόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2α στοιχείο ιβ΄ του παρόντος, όπως ισχύει.»
4. Στο προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 15α του ν.δ. 400/1970 μετά τις λέξεις «συμμετοχή του νομικού προσώπου» προστίθενται οι λέξεις «στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης».
5. Στο ν.δ. 400/1970 προστίθεται άρθρο 15β ως ακολούθως:
«Άρθρο 15β
1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, που απαιτείται βάσει του άρθρου 15α παράγραφος 1, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβε.
Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. διαθέτει μέγιστη προθεσμία εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτούνται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση του υποψήφιου αγοραστή, προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
Στον υποψήφιο αγοραστή γνωστοποιείται κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής και η ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.
Η ΕΠ.Ε.Ι.Α δύναται το αργότερο μέχρι την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την EΠ.Ε.Ι.Α. και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται. Η αναστολή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.
Η EΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να παρατείνει την αναστολή της παραγράφου 2 δεύτερο εδάφιο έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:
α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας
β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της ισχύουσας ασφαλιστικής νομοθεσίας.
Εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώσει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνει την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Η EΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να προβαίνει στη δημοσιοποίηση της αναφερόμενης στην παρούσα παράγραφο αιτιολογημένης εναντιώσεώς της στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.
Εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση.
Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.
2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης και των πληροφοριών της παραγράφου 1 του άρθρου 15α του παρόντος νομοθετικού διατάγματος για απόκτηση ειδικής συμμετοχής, προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) στην ασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και περαιτέρω την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή
β) τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής
γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής
δ) την ικανότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και της σχετικής ασφαλιστικής νομοθεσίας, ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου ενδέχεται να καταστεί μέλος, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την επαρκή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ΕΠ.Ε.Ι.Α. και των λοιπών αρμόδιων αρχών, ημεδαπών και αλλοδαπών, καθώς και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους
ε) το βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3691/2008 ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να αρνηθεί την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) δεν είναι πλήρεις, εφαρμοζομένης ανάλογα της παραγράφου 2 στοιχείο γ΄ του άρθρου 15α του παρόντος νομοθετικού διατάγματος.
4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής διαβουλεύεται εκτενώς με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:
α) ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) ή εταιρία διαχείρισης Οργανισμού Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής ή
β) μητρική επιχείρηση ασφαλιστικής επιχείρησης, αντασφαλιστικής επιχείρησης, πιστωτικού ιδρύματος, επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρίας διαχείρισης Ο.Σ.Ε.Κ.Α. με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής ή
γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρία διαχείρισης Ο.Σ.Ε.Κ.Α. με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.
5. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις της παραγράφου 4. Στο πλαίσιο αυτό διαβιβάζει, κατόπιν αιτήματος στις αρμόδιες αρχές, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή.
6. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες αρχές άλλων χωρών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής.
Στην απόφασή της πρέπει να επισημαίνονται οι τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.»
Αρθρο 87. (άρθρο 4 της Οδηγίας 2007/44) Διατάξεις αντασφάλισης
1. Στην περίπτωση ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 80 παράγραφος 1 του ν.δ. 400/1970 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής: «Για τον υπολογισμό της «ειδικής συμμετοχής» λαμβάνονται, επιπλέον των ανωτέρω, υπόψη τα άρθρα 9, 10, 12, 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν. 3556/2007.».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 87 του ν.δ. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. α. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής «υποψήφιος αγοραστής») το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη ειδική συμμετοχή όπως ο όρος «ειδική συμμετοχή» ορίζεται στο στοιχείο ιγ’ του άρθρου 2α του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και δύναται να εξειδικεύεται με πράξεις κανονιστικού περιεχομένου της ΕΠ.Ε.Ι.Α., σε αντασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει και λειτουργεί στην Ελλάδα, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 10%, 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε να αποκτήσει άμεσα ή έμμεσα τον έλεγχο της αντασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 80 του παρόντος, όπως ισχύει (στο εξής «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), αρχικά απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση πληροφορίες, ως αυτές ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 7.
Κατά τον ως άνω υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου που κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα ή επενδυτικές επιχειρήσεις ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με ρητή δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το στοιχείο στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και πρόκειται βάσει ρητής δέσμευσης να μεταβιβαστούν εντός ενός (1) έτους από την απόκτηση.
Σε περίπτωση θανάτου προσώπου που κατέχει ειδική συμμετοχή η ως άνω υποχρέωση ενημέρωσης από τους κληρονόμους του επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την γνωστοποίηση η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, εφόσον κρίνει ότι οι κληρονόμοι δεν είναι κατάλληλοι για να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, να επιβάλλει τις κυρώσεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.
β. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., προσδιορίζοντας το ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να μεταβιβάσει. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει, ομοίως, να απευθύνει έγγραφη κοινοποίηση στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από τα όρια του 10%, 20%, του 1/3 ή του 50 % ή προκειμένου να παύσει να έχει τον έλεγχο της εποπτευόμενης αντασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 80 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος, όπως ισχύει.
γ. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, που απαιτείται κατά τα ανωτέρω, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβε.
Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. διαθέτει μέγιστη προθεσμία εξήντα (60) εργάσιμων ημερών, από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων, που απαιτούνται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση του υποψήφιου αγοραστή, προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο.
Στον υποψήφιο αγοραστή γνωστοποιείται κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής και η ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.
Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται το αργότερο μέχρι την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες, που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την EΠ.Ε.Ι.Α. και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται. Η αναστολή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο, όμως, δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται εκ νέου αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.
Η EΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να παρατείνει την αναστολή της ανωτέρω παραγράφου έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:
α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας
β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της ισχύουσας ασφαλιστικής νομοθεσίας.
Εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α., μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώσει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνει την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Η EΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να προβαίνει στη δημοσιοποίηση της ως άνω αναφερόμενης δέουσας αιτιολογίας, άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.
Εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. Η θετική απάντηση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση.
Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.»
3. Στο άρθρο 87 μετά την παράγραφο 3 του ν.δ. 400/1970 προστίθεται νέα παράγραφος 3α ως εξής:
«3 α. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και των πληροφοριών που υποβάλλονται κατά το άρθρο αυτό, για απόκτηση ειδικής συμμετοχής, προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) στην αντασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και περαιτέρω την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή
β) τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της αντασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής
γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την αντασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής
δ) την ικανότητα της αντασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και της σχετικής ασφαλιστικής νομοθεσίας, ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου ενδέχεται να καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την επαρκή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ΕΠ.Ε.Ι.Α. και των λοιπών αρμόδιων αρχών, ημεδαπών και αλλοδαπών, καθώς και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους
ε) το βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να αρνηθεί την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παρούσας παραγράφου, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) δεν είναι πλήρεις.»
4. Η παράγραφος 4 του άρθρου 87 του ν.δ. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. α. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής διαβουλεύεται εκτενώς με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:
i) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) ή εταιρία διαχείρισης Οργανισμού Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.) κατά την έννοια του άρθρου 1α σημείο 2 της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής ή
ii) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, Ε.Π.Ε.Υ. ή εταιρίας διαχείρισης Ο.Σ.Ε.Κ.Α. με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής ή
iii) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. ή εταιρία διαχείρισης Ο.Σ.Ε.Κ.Α. με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.
β. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις της παραγράφου 4. Στο πλαίσιο αυτό διαβιβάζει, κατόπιν αιτήματος στις αρμόδιες αρχές, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή.
γ. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών–μελών για τους σκοπούς της αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Στην απόφασή της πρέπει να επισημαίνονται οι τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.»
5. Η παράγραφος 7 του άρθρου 87 του ν.δ. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζονται οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά, που υποβάλλει ο υποψήφιος αγοραστής, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα, που αφορά στη διαδικασία αξιολόγησης των γνωστοποιήσεων για την έγκριση ειδικής συμμετοχής.»
1. Στην περίπτωση ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 80 παράγραφος 1 του ν.δ. 400/1970 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής: «Για τον υπολογισμό της «ειδικής συμμετοχής» λαμβάνονται, επιπλέον των ανωτέρω, υπόψη τα άρθρα 9, 10, 12, 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν. 3556/2007.».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 87 του ν.δ. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. α. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής «υποψήφιος αγοραστής») το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη ειδική συμμετοχή όπως ο όρος «ειδική συμμετοχή» ορίζεται στο στοιχείο ιγ’ του άρθρου 2α του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και δύναται να εξειδικεύεται με πράξεις κανονιστικού περιεχομένου της ΕΠ.Ε.Ι.Α., σε αντασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει και λειτουργεί στην Ελλάδα, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 10%, 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε να αποκτήσει άμεσα ή έμμεσα τον έλεγχο της αντασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 80 του παρόντος, όπως ισχύει (στο εξής «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), αρχικά απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση πληροφορίες, ως αυτές ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 7.
Κατά τον ως άνω υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου που κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα ή επενδυτικές επιχειρήσεις ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με ρητή δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το στοιχείο στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και πρόκειται βάσει ρητής δέσμευσης να μεταβιβαστούν εντός ενός (1) έτους από την απόκτηση.
Σε περίπτωση θανάτου προσώπου που κατέχει ειδική συμμετοχή η ως άνω υποχρέωση ενημέρωσης από τους κληρονόμους του επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την γνωστοποίηση η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, εφόσον κρίνει ότι οι κληρονόμοι δεν είναι κατάλληλοι για να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, να επιβάλλει τις κυρώσεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.
β. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., προσδιορίζοντας το ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να μεταβιβάσει. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει, ομοίως, να απευθύνει έγγραφη κοινοποίηση στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από τα όρια του 10%, 20%, του 1/3 ή του 50 % ή προκειμένου να παύσει να έχει τον έλεγχο της εποπτευόμενης αντασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 80 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος, όπως ισχύει.
γ. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, που απαιτείται κατά τα ανωτέρω, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβε.
Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. διαθέτει μέγιστη προθεσμία εξήντα (60) εργάσιμων ημερών, από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων, που απαιτούνται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση του υποψήφιου αγοραστή, προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο.
Στον υποψήφιο αγοραστή γνωστοποιείται κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής και η ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.
Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται το αργότερο μέχρι την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες, που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την EΠ.Ε.Ι.Α. και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται. Η αναστολή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο, όμως, δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται εκ νέου αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.
Η EΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να παρατείνει την αναστολή της ανωτέρω παραγράφου έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:
α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας
β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της ισχύουσας ασφαλιστικής νομοθεσίας.
Εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α., μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώσει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνει την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Η EΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να προβαίνει στη δημοσιοποίηση της ως άνω αναφερόμενης δέουσας αιτιολογίας, άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.
Εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. Η θετική απάντηση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση.
Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.»
3. Στο άρθρο 87 μετά την παράγραφο 3 του ν.δ. 400/1970 προστίθεται νέα παράγραφος 3α ως εξής:
«3 α. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και των πληροφοριών που υποβάλλονται κατά το άρθρο αυτό, για απόκτηση ειδικής συμμετοχής, προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) στην αντασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και περαιτέρω την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή
β) τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της αντασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής
γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την αντασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής
δ) την ικανότητα της αντασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και της σχετικής ασφαλιστικής νομοθεσίας, ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου ενδέχεται να καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την επαρκή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ΕΠ.Ε.Ι.Α. και των λοιπών αρμόδιων αρχών, ημεδαπών και αλλοδαπών, καθώς και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους
ε) το βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να αρνηθεί την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παρούσας παραγράφου, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) δεν είναι πλήρεις.»
4. Η παράγραφος 4 του άρθρου 87 του ν.δ. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. α. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής διαβουλεύεται εκτενώς με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:
i) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) ή εταιρία διαχείρισης Οργανισμού Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.) κατά την έννοια του άρθρου 1α σημείο 2 της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής ή
ii) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, Ε.Π.Ε.Υ. ή εταιρίας διαχείρισης Ο.Σ.Ε.Κ.Α. με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής ή
iii) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. ή εταιρία διαχείρισης Ο.Σ.Ε.Κ.Α. με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.
β. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις της παραγράφου 4. Στο πλαίσιο αυτό διαβιβάζει, κατόπιν αιτήματος στις αρμόδιες αρχές, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή.
γ. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών–μελών για τους σκοπούς της αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Στην απόφασή της πρέπει να επισημαίνονται οι τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.»
5. Η παράγραφος 7 του άρθρου 87 του ν.δ. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζονται οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά, που υποβάλλει ο υποψήφιος αγοραστής, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα, που αφορά στη διαδικασία αξιολόγησης των γνωστοποιήσεων για την έγκριση ειδικής συμμετοχής.»
Αρθρο 88. Ενσωμάτωση Οδηγίας 2010/16/ΕΕ
Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Εξαιρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 13 και 15 του παρόντος νόμου περί ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη και έχουν ρητά εξαιρεθεί δυνάμει του άρθρου 2 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ από το πεδίο εφαρμογής της, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2010/16/ΕΕ και ισχύει.»
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρθρο 89. Λοιπές τροποποιήσεις του ν. 3601/2007
1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την προέλευση των χρηματικών μέσων των:
i) φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, συμμετοχή ή δικαιώματα ψήφου σε ποσοστό ανώτερο του 1% στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος,
ii) δέκα μεγαλύτερων μετόχων του πιστωτικού ιδρύματος και των φυσικών προσώπων που τους ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε περίπτωση που οι εν λόγω μέτοχοι είναι νομικά πρόσωπα,
iii) φυσικών προσώπων που εμπίπτουν στην περίπτωση iii του εδαφίου β΄ της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου,
iv) προσώπων του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου.»
2. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 14 του άρθρου 5 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τον σκοπό υπολογισμού της σχετικής συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις των εδαφίων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του νόμου αυτού.»
3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 19 του ν. 3601/2007 διαγράφονται οι λέξεις «άνω του ποσού των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ».
4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 20 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα και εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί σε αυτήν εκείνες από τις δραστηριότητες των στοιχείων β΄ έως στ΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου, που προτίθεται να παρέχει με ή χωρίς εγκατάσταση σε τρίτη χώρα, καθώς και τις πληροφορίες της παραγράφου 2 του άρθρου 12 στην περίπτωση εγκατάστασης υποκαταστήματος. Για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος αλλά δεν εμπίπτουν στο άρθρο 19 του παρόντος νόμου η εν λόγω υποχρέωση γνωστοποίησης ισχύει και για την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος-μέλος. Στις παραπάνω περιπτώσεις η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να αντιτάσσεται στην παροχή των υπηρεσιών στην αλλοδαπή μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών της παρούσας παραγράφου.»
5. Τα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 64 του ν. 3601/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«β) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εδάφιο δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24 ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 11 του άρθρου 5, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα την κύρωση του στοιχείου i της ανωτέρω περίπτωσης α΄ και στα φυσικά πρόσωπα, την κύρωση του στοιχείου ii του ίδιου εδαφίου.
γ) Στα πρόσωπα που δεν τηρούν την υποχρέωση ενημέρωσης της Τράπεζας της Ελλάδος, βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 24, ως προς την παύση κατοχής ή μείωση συμμετοχής, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ύψους μέχρι ποσοστού 5% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάσθηκαν χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή της.»
6. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του ν. 3601/2007 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Σε περίπτωση παράβασης της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος περί αναστολής των δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παρούσας παραγράφου, η άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων ψήφου δεν έχει αποτελέσματα και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει στους παραβάτες σωρευτικά ή διαζευκτικά:
i) πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ύψους μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών τους που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα και
ii) την κύρωση του εδαφίου α΄ της παρούσας παραγράφου, προκειμένου περί φυσικών προσώπων.
Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης του εδαφίου γ΄ της παρούσας παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος, πέραν των κυρώσεων που μπορεί να επιβάλλει στο πιστωτικό ίδρυμα, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, μπορεί να επιβάλλει και στα κατά παράβαση των αποφάσεών της, συναλλασσόμενα με το πιστωτικό ίδρυμα πρόσωπα, πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ύψους μέχρι της αξίας της συναλλαγής ή εφόσον αυτή δεν είναι ευχερώς υπολογίσιμη, ποσού μέχρι 300.000 ευρώ.»
7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 67 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας περί λειτουργίας της οικείας κατηγορίας χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, οι διατάξεις των άρθρων 8, 60, της παραγράφου 3 του άρθρου 61, του άρθρου 62, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 63, των άρθρων 64 και 68 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και επί χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε ατομική βάση στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.»
Αρθρο 90. Λοιπές τροποποιήσεις του ν.δ. 400/1970
Στις παραγράφους 2, 4, 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 15α του ν.δ. 400/1970 όπου αναφέρεται «Υπουργός Εμπορίου» ή ο «Υπουργός Ανάπτυξης» νοείται εφεξής η «Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης» (ΕΠ.Ε.Ι.Α.).
Αρθρο 91. Χρονικό όριο χρήσεως της εξουσιοδότησης-πλαισίου του άρθρου 4 του ν. 1338/1983
Χρονικό όριο χρήσεως της εξουσιοδοτήσεως–πλαισίου του άρθρου 4 του ν. 1338/1983 (ΦΕΚ 34 Α΄) «Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου», όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του ν. 1440/1984 (ΦΕΚ 70 Α΄) και τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 του ν. 1775/1988 (ΦΕΚ 101 Α΄), από το άρθρο 31 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄) , από το άρθρο 19 του ν. 2367/1995 (ΦΕΚ 261 Α΄), από το άρθρο 22 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄) και από το άρθρο 48 του ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312 Α΄) ορίζεται η 31η Δεκεμβρίου 2015.
Αρθρο 92. Τροποποίηση του ν. 2322/1995
1. Η περίπτωση στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 2322/1995 (ΦΕΚ 143 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«στ. Ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Χρηματοοικονομικών Δραστηριοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του, επίσης ανώτερο υπάλληλο της ίδιας Διεύθυνσης από τον Διοικητή της Τράπεζας αυτής.»
2. Η περίπτωση η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 2322/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«η. Ένας εκπρόσωπος του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.), ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του, υπάλληλο της ίδιας Υπηρεσίας.»
3. α) Οι διατάξεις των άρθρων 66 και 84 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄) εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι 30 Ιουνίου 2010.
β) Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 82 του ν. 3842/2010 καταργείται.
Αρθρο 93. Παροχή εξουσιοδότησης στον Υπουργό Οικονομικών για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης
Παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο στην Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ή Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης) (European Facility of Financial Stability – EFSF) και να υπογράφει κάθε μνημόνιο συνεργασίας, συμφωνία ή σύμβαση δανεισμού, διμερή ή πολυμερή, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη–μέλη της Ευρωζώνης και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου σε νομικά πρόσωπα και φορείς που συστήνονται για την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης.
Η ισχύς των συμφωνιών και των συμβάσεων για τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης αρχίζει από την ημερομηνία υπογραφής τους. Οι σχετικές συμβάσεις, συμφωνίες ή τα μνημόνια εισάγονται στη Βουλή για ενημέρωση και συζήτηση.
Ειδικά οι δανειακές συμβάσεις, που υπογράφονται στα πλαίσια λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, κυρώνονται από τη Βουλή και η ισχύς τους αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου που τις κυρώνει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αρθρο 94. Έναρξη ισχύος
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 8 Ιουλίου 2010
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
ΛΟΥΚΙΑ – ΤΑΡΣΙΤΣΑ ΚΑΤΣΕΛΗ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 9 Ιουλίου 2010
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ