Αντικατάσταση και συμπλήρωση του ν. 703/1977 <Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού> (ΦΕΚ Α 188/02.08.05)Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή
Αρθρο 1
Μετά το άρθρο 2 του ν. 703/1977 προστίθεται άρθρο 2α ως εξής:
“Αρθρο 2α
Απαγόρευση καταχρηστικής εκμετάλλευσης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 703/1977 και του άρθρου 81 της Συνθ. Ε.Κ., απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκεται προς αυτήν ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδίως στην επιβολή υθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.”
Αρθρο 2
Η παράγραφος 5 του άρθρου 4 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Η δημιουργία κοινής επιχείρησης που εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μίας αυτόνομης οικονομικής ενότητας, αποτελεί συγκέντρωση κατά την έννοια του παρόντος άρθρου. Στο μέτρο που η δημιουργία κοινής επιχείρησης έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα το συντονισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς επιχειρήσεων που παραμένουν ανεξάρτητες, ο συντονισμός αυτός αξιολογείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 1. Κατά την αξιολόγηση αυτή, η Επιτροπή Ανταγωνισμού λαμβάνει υπόψη ιδίως: α) αν δύο ή περισσότερες μητρικές επιχειρήσεις ασκούν, σε σημαντικό βαθμό, δραστηριότητες στην ίδια αγορά με την κοινή επιχείρηση ή σε αγορά προηγούμενων ή επόμενων σταδίων από αυτήν της κοινής επιχείρησης ή σε παραπλήσια αγορά, στενά συνδεδεμένη με την αγορά αυτή και β) εάν ο συντονισμός, ο οποίος απορρέει ευθέως από τη δημιουργία της κοινής
επιχείρησης, παρέχει στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να ξαλείψουν τον ανταγωνισμό σε μεγάλο μέρος των αγορών τους.”
Αρθρο 3
Γνωστοποίηση συγκεντρώσεων επιχειρήσεων
Μετά το άρθρο 4 του ν. 703/1977 προστίθεται άρθρο 4α ως εξής:
“Αρθρο 4α
1. Κάθε συγκέντρωση επιχειρήσεων πρέπει να γνωστοποιείται μέσα σε ένα μήνα πό την πραγματοποίηση της στην Επιτροπή Ανταγωνισμού όταν: α) το μερίδιο αγοράς των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορά η συγκέντρωση, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 4στ, αντιπροσωπεύει στην εθνική αγορά ή σε ένα σημαντικό τμήμα αυτής, σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών, τουλάχιστον το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που θεωρούνται ομοειδή από
τον καταναλωτή, λόγω των ιδιοτήτων, της τιμής και της χρήσης τους, για την ποία προορίζονται ή β) ο συνολικός κύκλος εργασιών όλων των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4στ, ανέρχεται, στη εθνική αγορά, τουλάχιστον σε δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) ευρώ.
2. Υποχρεούνται σε γνωστοποίηση:
α) σε περίπτωση που η συγκέντρωση αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση η καθεμία από αυτές,
β) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τα πρόσωπα, οι επιχειρήσεις ή ομάδες προσώπων ή επιχειρήσεων που αποκτούν έλεγχο στο σύνολο ή σε τμήματα μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων.
3. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία εκδίδεται σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καθορίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο της γνωστοποίησης και ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα σχετικό με αυτή.
4. Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της υποχρέωσης προς γνωστοποίηση, η πιτροπή Ανταγωνισμού επιβάλλει στον καθένα από τους υπέχοντες τη σχετική υποχρέωση πρόστιμο ύψους τουλάχιστον τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το πέντε τοις εκατό (5%) του συνολικού κύκλου εργασιών, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 4στ.”
Αρθρο 4
Η παράγραφος 1 του άρθρου 4β του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Κάθε συγκέντρωση επιχειρήσεων πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή νταγωνισμού μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από τη σύναψη της συμφωνίας ή τη δημοσίευση της προσφοράς ή ανταλλαγής ή την απόκτηση συμμετοχής, που εξασφαλίζει τον έλεγχο της επιχείρησης, όταν ο συνολικός κύκλος εργασιών όλων των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4στ ανέρχεται, στην παγκόσμια αγορά τουλάχιστον σε εκατόν πενήντα εκατομμύρια (150.000.000) ευρώ και δύο τουλάχιστον από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πραγματοποιούν, η καθεμία χωριστά, συνολικό κύκλο εργασιών άνω των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ στην ελληνική αγορά.”
Αρθρο 5
Η παράγραφος 3 του άρθρου 4γ του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Συγκέντρωση που απαγορεύθηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού με βάση την παράγραφο 1 μπορεί να εγκριθεί με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παρ. 9 του άρθρου 4δ, όταν η συγκέντρωση παρουσιάζει γενικότερα οικονομικά πλεονεκτήματα, τα οποία αντισταθμίζουν τον περιορισμό του ανταγωνισμού που θα προκύψει από αυτή τη συγκέντρωση ή κρίνεται απαραίτητη για την εξυπηρέτηση υπέρτερου δημόσιου και γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, ιδιαίτερα όταν συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό και την εκλογίκευση της παραγωγής και της οικονομίας, στην προσέλκυση επενδύσεων, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά, στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.”
Αρθρο 6
Το άρθρο 4δ του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“Αρθρο 4δ
Διαδικασία προληπτικού ελέγχου συγκεντρώσεων
1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξετάζει τη γνωστοποιούμενη συγκέντρωση μόλις
υποβληθεί η σχετική γνωστοποίηση.
2. Αν διαπιστωθεί ότι η γνωστοποιηθείσα συγκέντρωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4β παρ. 1, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μέσα σε ένα (1) μήνα από τη γνωστοποίηση, εκδίδει πράξη, η οποία κοινοποιείται στα πρόσωπα ή στις επιχειρήσεις που έχουν προβεί στη γνωστοποίηση. Η πράξη αυτή δεν περιορίζει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 2α και 5 του παρόντος νόμου.
3. Αν διαπιστωθεί ότι η γνωστοποιηθείσα συγκέντρωση, παρότι εμπίπτει στο εδίο εφαρμογής της παρ.1 του άρθρου 4β, δεν προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα της να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στις επίμέρους αγορές στις οποίες αφορά, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με απόφαση της που εκδίδεται μέσα σε ένα (1) μήνα από τη γνωστοποίηση, επιτρέπει τη συγκέντρωση.
4. Αν διαπιστωθεί ότι η γνωστοποιηθείσα συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο
εφαρμογής του παρόντος νόμου και προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το
συμβατό αυτής με τις απαιτήσεις λειτουργίας του ανταγωνισμού στις επί μέρους
αγορές στις οποίες αφορά, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με απόφαση
του που εκδίδεται μέσα σε ένα (1) μήνα από τη γνωστοποίηση κινεί τη
διαδικασία της πλήρους διερεύνησης της γνωστοποιούμενης συγκέντρωσης και
ενημερώνει αμελλητί τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις σχετικά με την απόφαση
του.
5. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3, η υπόθεση εισάγεται στην
Επιτροπή Ανταγωνισμού μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερών από την
ημερομηνία γνωστοποίησης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, που έχουν σχέση με τη
φύση της συγκεκριμένης γνωστοποίησης, αν ο Πρόεδρος διαπιστώσει ότι η
προθεσμία των σαράντα πέντε (45) ημερών δεν μπορεί να τηρηθεί, παρατείνει την
προθεσμία αυτή για χρόνο όχι μεγαλύτερο των δεκατεσσάρων (14) ημερών και
ενημερώνει σχετικά τα γνωστοποιούντα μέρη επτά (7) τουλάχιστον ημέρες πριν
από τη λήξη της πιο πάνω προθεσμίας.
6. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία εκδίδεται μέσα σε ενενήντα
(90) ημέρες από τη γνωστοποίηση της συγκέντρωσης, σε περίπτωση που δεν
πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 4γ και στην περίπτωση της
παρ. 5 του άρθρου 4, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του
άρθρου 1, απαγορεύεται η συγκέντρωση. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η Επιτροπή
Ανταγωνισμού επιτρέπει τη συγκέντρωση. Η πάροδος της προθεσμίας των ενενήντα
(90) ημερών χωρίς την έκδοση απορριπτικής απόφασης, θεωρείται ως έγκριση της
συγκέντρωσης εκ μέρους της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία εκδίδει
υποχρεωτικώς τη σχετική διαπιστωτική πράξη.
7. Οι αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους 3 και
6, καλύπτουν και τους περιορισμούς που συνδέονται άμεσα με την πραγματοποίηση
της συγκέντρωσης και είναι απαραίτητοι για αυτή.
8. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να εγκρίνει συγκέντρωση, σύμφωνα με την
παράγραφο 6, με όρους και προϋποθέσεις που η ίδια επιβάλλει, προκειμένου να
δια σφαλιστεί, ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις θα τηρήσουν τις τυχόν
δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει έναντι της Επιτροπής Ανταγωνισμού, για να
καταστεί η συγκέντρωση συμβατή με την παρ.1 του άρθρου 4γ και στην περίπτωση
της παρ. 5 του άρθρου 4, προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση των
προϋποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 1.
9. Μετά από αίτηση των ενδιαφερόμενων μερών, που υποβάλλεται μέσα σε ένα (1)
μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού με την οποία
απαγορεύεται η συγκέντρωση, οι Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών και
Ανάπτυξης μπορούν, με απόφαση τους, να εγκρίνουν τη συγκέντρωση, κατά τα
οριζόμενα στο άρθρο 4γ παρ. 3. Η απόφαση αυτή εκδίδεται μέσα σε προθεσμία δύο
(2) μηνών από την υποβολή της αίτησης και μπορεί να θέτει όρους και να
επιβάλλει υποχρεώσεις για την εξασφάλιση συνθηκών αποτελεσματικού
ανταγωνισμού ή τη διασφάλιση της επίτευξης των οικονομικών ή άλλων
πλεονεκτημάτων που αντισταθμίζουν τις δυσμενείς συνέπειες για τον
ανταγωνισμό. Η παρέλευση άπρακτης της δίμηνης προθεσμίας ισοδυναμεί με
απόρριψη της αίτησης.
10. Οι προθεσμίες που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους 3 και 6
μπορεί να παραταθούν στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) αν συμφωνήσουν οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη συγκέντρωση,
β) αν το έντυπο της γνωστοποίησης δεν έχει συμπληρωθεί πλήρως, με αποτέλεσμα
να μην μπορεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού να προβεί στην αξιολόγηση της
γνωστοποιούμενης συγκέντρωσης και εφόσον οι γνωστοποιούντες ειδοποιηθούν για
αυτό μέσα σε αποκλειστική προθεσμία επτά (7) ημερών από τη γνωστοποίηση της
συγκέντρωσης,
γ) αν η γνωστοποίηση είναι λανθασμένη ή παραπλανητική, με αποτέλεσμα να μην
μπορεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού να προβεί στην αξιολόγηση της γνωστοποιούμενης
συγκέντρωσης.
Στις περιπτώσεις β’ και γ’, ως χρονικό σημείο έναρξης των προθεσμιών
θεωρείται η ημερομηνία της προσήκουσας γνωστοποίησης ή της συγκέντρωσης των
πλήρων και ακριβών στοιχείων από την αρμόδια για τον ανταγωνισμό υπηρεσία.
11. Σε περίπτωση που, με δικαστική απόφαση ακυρώνεται εν όλω ή εν μέρει, η
απόφαση που εκδίδεται με βάση τις προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού, οι
προθεσμίες που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 6 αρχίζουν εκ νέου από την
ημερομηνία κοινοποίησης της δικαστικής απόφασης στην αρμόδια υπηρεσία.
12. Οι αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους 2, 3
και 6 μπορούν να ανακληθούν από το όργανο που τις εξέδωσε στις ακόλουθες
περιπτώσεις:
α) αν η έκδοση τους στηρίχθηκε σε ανακριβή και παραπλανητικά στοιχεία,
β) αν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις παραβούν οποιονδήποτε όρο ή υποχρέωση
που καθορίζονται με την απόφαση.
Αν ανακληθεί η απόφαση στις πιο πάνω περιπτώσεις, επιτρέπεται η έκδοση νέας
απόφασης, χωρίς την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο αυτό.”
Αρθρο 7
Το άρθρο 4ε του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“Αρθρο 4ε
Αναστολή πραγματοποίησης της συγκέντρωσης
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων παραγράφων 2 και 3,
απαγορεύεται η πραγματοποίηση της συγκέντρωσης μέχρι την έκδοση μιας από τις
αποφάσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του άρθρου 4δ. Η
απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις συγκεντρώσεις που δεν γνωστοποιήθηκαν
σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 4β.
Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της απαγόρευσης αυτής, επιβάλλεται από την
Επιτροπή, σε όσους υπέχουν την υποχρέωση γνωστοποίησης, κατά την παρ. 3 του
άρθρου 4β, πρόστιμο τουλάχιστον τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, το οποίο σε
κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του
συνολικού κύκλου εργασιών, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 4στ.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν παρακωλύουν την
πραγματοποίηση δημόσιας προσφοράς, αγοράς ή ανταλλαγής ή την απόκτηση, στα
πλαίσια χρηματιστηριακών συναλλαγών, συμμετοχής που εξασφαλίζει τον έλεγχο
μιας επιχείρησης, εφόσον οι πράξεις αυτές έχουν γνωστοποιηθεί στην αρμόδια
για τον ανταγωνισμό υπηρεσία, μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στην παρ. 1
του άρθρου 4β και υπό τον όρο ότι ο αποκτών δεν ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που
συνδέονται με τους συγκεκριμένους τίτλους ή τα ασκεί μόνο για να διατηρήσει
την πλήρη αξία της επένδυσης του και βάσει ειδικής άδειας, η οποία παρέχεται
από την Επιτροπή Ανταγωνισμού σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο 3.
3. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, να
επιτρέψει παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 και
2, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαρές ζημιές σε βάρος μιας ή περισσότερων
επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η πράξη συγκέντρωσης ή σε βάρος τρίτου. Στην
απόφαση που επιτρέπει την παρέκκλιση, μπορεί να τίθενται όροι και υποχρεώσεις
για την εξασφάλιση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού και την αποτροπή
καταστάσεων που θα μπορούσαν να δυσχεράνουν την εκτέλεση τυχόν απαγορευτικής
οριστικής απόφασης. Η άδεια παρέκκλισης μπορεί να ζητείται και να παρέχεται
οποτεδήποτε είτε πριν από τη γνωστοποίηση είτε μετά τη συναλλαγή. Η απόφαση
που επιτρέπει την παρέκκλιση, μπορεί να ανακληθεί από την Επιτροπή
Ανταγωνισμού, αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους που αναφέρονται στην παρ.
12 του άρθρου 4δ.
4. Σε περίπτωση που έχει ήδη πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση κατά παράβαση των
διατάξεων ή των αποφάσεων που απαγορεύουν την πραγματοποίηση της, η Επιτροπή
Ανταγωνισμού διατάσσει, με απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 6 του
άρθρου 4δ ή με χωριστή απόφαση, χωρίς τήρηση προθεσμίας, το διαχωρισμό των
επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση, ιδίως με τη διάλυση της
συγχώνευσης ή τη διάθεση όλων των μετοχών ή στοιχείων του ενεργητικού που
έχουν αποκτήσει, για να επανέλθει η κατάσταση που επικρατούσε πριν από την
πραγματοποίηση της συγκέντρωσης.
Σε βάρος των επιχειρήσεων που δεν συμμορφώνονται με την απόφαση αυτή, η
Επιτροπή Ανταγωνισμού επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι δεκαπέντε τοις εκατό
(15%) του συνολικού κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη
συγκέντρωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4στ και επιπλέον πρόστιμο ύψους δέκα
χιλιάδων (10.000) ευρώ, για κάθε ημέρα που παρέρχεται χωρίς συμμόρφωση προς
την απόφαση.
5. Η απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, δεν
αποκλείει τη δυνατότητα έγκρισης της συγκέντρωσης από τους Υπουργούς
Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, με τη διαδικασία που προβλέπεται
στην παρ. 9 του άρθρου 4δ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του
άρθρου 4γ.
6. Το κύρος των δικαιοπραξιών που καταρτίζονται κατά παράβαση της
προηγούμενης παραγράφου 1, εξαρτάται από την απόφαση που εκδίδεται κατ’
εφαρμογή των παραγράφων 2, 3 και 6 του άρθρου 4δ ή κατ’ εφαρμογή των
προηγούμενων παραγράφων 4 ή 5. Σε κάθε περίπτωση, υπερισχύει η απόφαση των
Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, με την οποία εγκρίνεται η
συγκέντρωση.
7. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζεται το κύρος των
χρηματιστηριακών συναλλαγών επί τίτλων γενικώς, περιλαμβανομένων και των
τίτλων που είναι μετατρέψιμοι σε άλλους τίτλους, εκτός αν οι αγοραστές και οι
πωλητές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν, ότι η σχετική συναλλαγή
πραγματοποιείται κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου 1.”
Αρθρο 8
Το άρθρο 4στ του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“Αρθρο 4στ
Υπολογισμός των μεριδίων αγοράς και του κύκλου εργασιών
1. Το μερίδιο αγοράς, που ορίζεται σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 4α,
αντιστοιχεί στο άθροισμα όλων των μεριδίων αγοράς που κατέχουν οι
συμμετέχουσες επιχειρήσεις στην εθνική αγορά ή στο τμήμα αυτής που αφορά η
συγκέντρωση.
2. Ο συνολικός κύκλος εργασιών, που ορίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β’ της
παρ. 1 και την παρ. 4 του άρθρου 4α, τις παραγράφους 1 και 4 του άρθρου 4β
και τα εδάφια 3 και 2 των παραγράφων 1 και 4, αντιστοίχως, του άρθρου 4ε
περιλαμβάνει τα ποσά που απορρέουν από την πώληση προϊόντων και την παροχή
υπηρεσιών από τις εν λόγω επιχειρήσεις, κατά περίπτωση στην εθνική ή
παγκόσμια αγορά, κατά τη διάρκεια της τελευταίας οικονομικής χρήσης και
αντιστοιχούν στις συνήθεις δραστηριότητες τους, αφού αφαιρεθούν οι εκπτώσεις
επί των πωλήσεων, καθώς και ο φόρος προστιθέμενης αξίας και άλλοι φόροι που
συνδέονται άμεσα με τον κύκλο εργασιών.
Στο συνολικό κύκλο εργασιών μίας συμμετέχουσας επιχείρησης δεν
περιλαμβάνονται οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ των επιχειρήσεων
οι οποίες αναφέρονται στην επόμενη παράγραφο 5.
3. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου 2, όταν η
συγκέντρωση πραγματοποιείται με την απόκτηση τμημάτων μιας ή περισσότερων
επιχειρήσεων, ασχέτως αν τα τμήματα αυτά έχουν ή όχι νομική προσωπικότητα,
λαμβάνονται υπόψη, όσον αφορά τον μεταβιβάζοντα, μόνο ο κύκλος εργασιών και
το μερίδιο αγοράς που αντιστοιχούν στο μεταβιβαζόμενο μέρος.
Δύο ή περισσότερες πράξεις κατά το προηγούμενο εδάφιο, οι οποίες
πραγματοποιούνται σε χρονική περίοδο δύο (2) ετών μεταξύ των ίδιων προσώπων ή
επιχειρήσεων, θεωρούνται ως μια μόνο συγκέντρωση, που πραγματοποιείται την
ημερομηνία της τελευταίας πράξης.
4. Αντί του κύκλου εργασιών λαμβάνονται υπόψη:
α) Για τα πιστωτικά ιδρύματα και τους λοιπούς χρηματοοικονομικούς
οργανισμούς, το συνολικό ποσό των ακόλουθων κατηγοριών εσόδων, όπως ορίζονται
από τις διατάξεις του π.δ. 367/1994 (ΦΕΚ 200 Α) αφού αφαιρεθούν, κατά
περίπτωση, ο φόρος προστιθέμενης αξίας και οι άλλοι φόροι που συνδέονται
άμεσα με τις εν λόγω παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα:
αα) έσοδα από τόκους και εξομοιούμενα έσοδα,
ββ) έσοδα από τίτλους:
έσοδα από μετοχές, μερίδια και άλλους τίτλους μεταβλητής απόδοσης,
έσοδα από συμμετοχές,
έσοδα από μερίδια σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις,
γγ) προμήθειες,
δδ) καθαρά κέρδη από χρηματοπιστωτικές πράξεις,
εε) άλλα έσοδα εκμετάλλευσης.
Ο κύκλος εργασιών ενός πιστωτικού ή χρηματοοικονομικού ιδρύματος στην Ελλάδα
περιλαμβάνει τα στοιχεία των εσόδων, όπως ορίζονται ανωτέρω, τα οποία
πραγματοποιεί κατά περίπτωση υποκατάστημα ή τμήμα της επιχείρησης αυτής,
εγκατεστημένο στην Ελλάδα.
β) Για τις ασφαλιστικές εταιρείες, η αξία των ακαθάριστων ασφαλίστρων που
περιλαμβάνουν όλα τα εισπραχθέντα και προς είσπραξη ποσά, δυνάμει των
ασφαλιστηρίων συμβολαίων που έχουν συναφθεί από αυτές ή για λογαριασμό τους,
συμπεριλαμβανομένων των ασφαλίστρων που έχουν εκχωρηθεί στους αντασφαλιστές,
όπως η αξία αυτή προκύπτει μετά την έκπτωση των φόρων και λοιπών τελών που
εισπράττονται βάσει του ποσού των ασφαλίστρων ή του συνολικού μεγέθους του
ποσού αυτού. Οσον αφορά τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών εντός της Ελλάδας
σύμφωνα με τα άρθρα 4α και 4β, λαμβάνονται υπόψη, αντίστοιχα, τα ακαθάριστα
ασφάλιστρα που καταβάλλουν τα πρόσωπα που έχουν κατοικία ή εγκατάσταση στην
Ελλάδα.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, ο κύκλος εργασιών και το
μερίδιο αγοράς μιας συμμετέχουσας επιχείρησης, σύμφωνα με τις παραγράφους: 1
στοιχείο β’ και 4 του άρθρου 4α, 1 και 4 του άρθρου 4β, 1 εδάφ. 3 και 4 εδάφ.
2 του άρθρου 4ε, προκύπτει από το άθροισμα των κύκλων εργασιών και των
μεριδίων αγοράς των ακόλουθων επιχειρήσεων:
α) της συμμετέχουσας επιχείρησης,
β) των επιχειρήσεων, στις οποίες οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις διαθέτουν
άμεσα ή έμμεσα:
αα) είτε περισσότερο από το 50% του κεφαλαίου ή της περιουσίας,
ββ) είτε την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου,
γγ) είτε την εξουσία να διορίζουν ή να παύουν την πλειοψηφία των μελών των
οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων αυτών,
δδ) είτε το δικαίωμα να διαχειρίζονται τις υποθέσεις των επιχειρήσεων αυτών,
γ) των επιχειρήσεων που διαθέτουν σε μια συμμετέχουσα επιχείρηση τα
δικαιώματα ή τις δυνατότητες επιρροής που αναφέρονται στο στοιχείο β’,
δ) των επιχειρήσεων, στις οποίες μια επιχείρηση αναφερόμενη στο στοιχείο γ’,
διαθέτει τα δικαιώματα επιρροής που αναφέρονται στο στοιχείο β’,
ε) των επιχειρήσεων στις οποίες, περισσότερες της μιας επιχειρήσεις από
αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α’ έως και δ’, διαθέτουν από κοινού τα
δικαιώματα ή τις δυνατότητες επιρροής που αναφέρονται στο στοιχείο β’.
6. Οταν επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη συγκέντρωση διαθέτουν, από κοινού,
τα δικαιώματα ή τις δυνατότητες επιρροής που αναφέρονται στο στοιχείο β της
παρ. 5, κατά τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών
επιχειρήσεων σύμφωνα με τις παραγράφους: 1 στοιχείο β’ και 4 του άρθρου 4α, 1
και 4 του άρθρου 4β και 1 εδάφ. 3 και 4 εδάφ. 2 του άρθρου 4ε, πρέπει:
α) να μην λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από την πώληση
αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, μεταξύ της κοινής επιχείρησης και καθεμιάς
από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή κάθε άλλης επιχείρησης συνδεδεμένης με
μια από αυτές, κατά την έννοια της παραγράφου 5 στοιχεία β’ έως ε’,
β) να λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από την πώληση
προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών μεταξύ της κοινής επιχείρησης και κάθε
τρίτης επιχείρησης. Αυτός ο κύκλος εργασιών καταλογίζεται εξίσου στις
συμμετέχουσες επιχειρήσεις.”
Αρθρο 9
1. Προστίθεται μετά το άρθρο 4στ του ν. 703/1977 νέο άρθρο 5, το οποίο έχει
ως εξής:
“Αρθρο 5
Κανονιστική παρέμβαση σε κλάδους της οικονομίας
1. Μετά από αίτημα του Υπουργού Ανάπτυξης ή αυτεπάγγελτα, η Επιτροπή
Ανταγωνισμού εξετάζει συγκεκριμένο κλάδο της ελληνικής οικονομίας και εφόσον
διαπιστώσει ότι στον κλάδο αυτόν δεν υπάρχουν συνθήκες αποτελεσματικού
ανταγωνισμού και κρίνει ότι η εφαρμογή των άρθρων 1, 2, 2α και 4 επ. δεν
επαρκεί για τη δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού μπορεί, με
αιτιολογημένη απόφαση της, να λάβει κάθε απολύτως αναγκαίο κανονιστικό μέτρο
συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα για τη δημιουργία συνθηκών
αποτελεσματικού ανταγωνισμού στο συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, το αργότερο μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την
έναρξη της διαδικασίας κατά την προηγούμενη παράγραφο, οφείλει να
γνωστοποιήσει τις αιτιολογημένες απόψεις της ως προς την ύπαρξη συνθηκών
αποτελεσματικού ανταγωνισμού στο συγκεκριμένο υπό εξέταση κλάδο της εθνικής
οικονομίας, καθορίζοντας και τις επί μέρους αγορές από τις οποίες αποτελείται
ο κλάδος αυτός.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού δημοσιεύει τις απόψεις της επαρκώς και με
πρόσφορο τρόπο και θέτει αυτές σε δημόσια διαβούλευση. Η δημόσια διαβούλευση
διαρκεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες.
3. Μετά το πέρας της δημόσιας διαβούλευσης και εφόσον η Επιτροπή
Ανταγωνισμού διαπιστώνει ξανά ότι και μετά τη διενέργεια της διαβούλευσης,
στο συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας δεν υπάρχουν συνθήκες αποτελεσματικού
ανταγωνισμού, ανακοινώνει τα συγκεκριμένα διαρθρωτικά μέτρα ή μέτρα
συμπεριφοράς τα οποία θεωρεί ότι είναι τα απολύτως αναγκαία και πρόσφορα και
σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, για τη δημιουργία συνθηκών
αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Τα μέτρα, τα οποία είναι δυνατόν να επιβληθούν
από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, είναι, ιδίως, η τήρηση της αρχής διαφάνειας,
της μη διακριτικής μεταχείρισης, του λογιστικού διαχωρισμού και της
υποχρέωσης κοστοστρέφειας στις τιμές.
4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού δημοσιεύει επαρκώς και με πρόσφορο τρόπο τις
απόψεις της για τα μέτρα που ανακοινώνει κατά την προηγούμενη παράγραφο και
θέτει αυτές σε δημόσια διαβούλευση. Η δημόσια διαβούλευση διαρκεί τουλάχιστον
τριάντα (30) ημέρες.
5. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, μετά το πέρας της διαβούλευσης κατά την
προηγούμενη παράγραφο και αφού λάβει υπόψη τα αποτελέσματα αυτής, επιβάλλει,
με απόφαση της, η οποία είναι και η μόνη εκτελεστή, τα συγκεκριμένα μέτρα
συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα τα οποία θεωρεί ότι είναι τα απολύτως
αναγκαία και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας για τη δημιουργία
συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού.
6. Η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού κοινοποιείται αμελλητί στον Υπουργό
Ανάπτυξης ο οποίος, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών,
μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση του, να άρει την εφαρμογή των μέτρων που
επέβαλε η Επιτροπή Ανταγωνισμού ή να τροποποιήσει αυτά, εφόσον αυτό
δικαιολογείται από λόγους κοινωνικής πολιτικής ή εθνικής οικονομίας ή
δημοσίου συμφέροντος, που προφανώς υπερβαίνουν το σκοπό της λήψης όλων ή
μερικών από τα συγκεκριμένα μέτρα.
7. Το αργότερο μέσα σε ένα έτος από την έκδοση των αποφάσεων κατά τις
παραγράφους 5 ή 6, η Επιτροπή Ανταγωνισμού οφείλει να κινήσει τη διαδικασία
εξέτασης του σχετικού κλάδου της οικονομίας και να αξιολογήσει κατά πόσον
έχουν αποκατασταθεί οι συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού ή κατά πόσον
είναι αναγκαίο, να τροποποιηθούν τα μέτρα τα οποία έχει λάβει και να
επιβληθούν μέτρα ελαφρύτερα ή βαρύτερα, κατά περίπτωση. Για το σκοπό αυτόν
ακολουθείται η διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων. Σε κάθε περίπτωση ο
Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί να υποβάλει σχετικό αίτημα στην Επιτροπή
Ανταγωνισμού, εφόσον το κρίνει αναγκαίο.
8. Οι αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις παραγράφους 6 και 7,
προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, από
όποιον έχει προς τούτο έννομο συμφέρον.
9. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού συλλέγει τα
αναγκαία στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25, 26 και 27 του ν.
703/1977.
10. Σε κάθε επιχείρηση η οποία δεν εφαρμόζει τις αποφάσεις που εκδίδονται
σύμφωνα με τις παραγράφους 6 και 7 επιβάλλεται, με απόφαση της Επιτροπής
Ανταγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 703/1977, πρόστιμο τουλάχιστον
δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, που μπορεί να φτάσει μέχρι ποσό ίσο με το
15% του ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης, που υπολογίζεται σύμφωνα με
το άρθρο 4στ του ν. 703/1977.
11. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης η οποία εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη
γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ρυθμίζονται τα θέματα, που αφορούν στη
δημόσια διαβούλευση, στις ελάχιστες προϋποθέσεις δημοσιότητας και στο
περιεχόμενο αυτής, στη διαδικασία, καθώς και στους όρους και τις προϋποθέσεις
με τη συνδρομή των οποίων ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί να ανακαλεί την
εφαρμογή των μέτρων που προτείνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού ή να προβαίνει σε
τροποποίηση αυτών, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
12. Αν, από τη διαδικασία της έρευνας και της διαβούλευσης κατά τις
διατάξεις του άρθρου αυτού, προκύψει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής
των άρθρων 81 και 82 της Συνθ. Ε.Κ., εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού
(Ε.Κ.) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 (1.1/4.1.2003)
και κατά περίπτωση οι διατάξεις του άρθρου αυτού που είναι σχετικές με τα
προαναφερόμενα άρθρα της Συνθ. Ε.Κ. και οι διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4
επ. του ν. 703/1977.”
2. Αναριθμούνται τα άρθρα 5 και 6 του ν. 703/1977, σε άρθρα 6 και 7
αντίστοιχα.
Αρθρο 10
1. Η παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι ενδεκαμελής και απαρτίζεται από:
α. Εναν σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία ή μη, ή
έναν πρώην ανώτατο δικαστή της πολιτικής ή διοικητικής δικαιοσύνης.
β. Εναν εκπρόσωπο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Ο.Κ.Ε.), του
Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), της Εθνικής Συνομοσπονδίας
Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.) και της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών,
Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (ΓΕ.Σ.Ε.Β.Ε.).
Οι εκπρόσωποι είναι πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους και εμπειρίας σε θέματα
δικαίου του ανταγωνισμού και επιλέγονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης από
κατάλογο τριών προσώπων που υποβάλλεται από κάθε φορέα για κάθε τακτικό μέλος
και τον αναπληρωτή του, αντιστοίχως. Από τα πρόσωπα τα οποία προτείνει κάθε
φορέας, ένα τουλάχιστον είναι νομικός και ένα τουλάχιστον οικονομολόγος.
γ. Ενα μέλος Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., με ειδίκευση στο δίκαιο του ανταγωνισμού.
δ. Δύο μέλη Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., με ειδίκευση και εμπειρία στα οικονομικά θέματα
της πολιτικής ανταγωνισμού.
ε. Τρία πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους, με εμπειρία σε θέματα δημοσίου και
κοινοτικού οικονομικού δικαίου, καθώς και σε θέματα πολιτικής ανταγωνισμού.
2. Η παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 703/1977, αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού επιλέγεται και διορίζεται από το
Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης και γνώμη της
Επιτροπής θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Τα μέλη της Επιτροπής
Ανταγωνισμού, με τους αναπληρωτές τους, διορίζονται με απόφαση του Υπουργού
Ανάπτυξης. Η θητεία του Προέδρου, των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού και
των αναπληρωτών τους είναι τριετής και, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να
ανανεωθεί μόνο για μία επιπλέον θητεία. Σε περίπτωση που λήξει πρόωρα η
θητεία του Προέδρου ή μέλους της Επιτροπής Ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένων
και των αναπληρωτών τους για οποιονδήποτε λόγο, στην κενή θέση διορίζεται νέο
μέλος ή αναπληρωτής, αντίστοιχα, για το υπόλοιπο της θητείας του
αποχωρούντος. Δεν μπορούν να οριστούν μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα
πρόσωπα που έχουν εκπέσει από την ιδιότητα του μέλους αυτής για τους λόγους
που ορίζονται στο νόμο αυτόν.”
3. Η παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“6. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι κρατικός λειτουργός πλήρους
και αποκλειστικής απασχόλησης και τελεί, κατά το χρόνο που κατέχει τη θέση
του, σε αναστολή της επαγγελματικής του δραστηριότητας, με εξαίρεση την
άσκηση καθηκόντων μελών Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης. Οι
αποδοχές του Προέδρου, ο αριθμός των συνεδριάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού,
το ύψος της αποζημίωσης κατά συνεδρίαση που χορηγείται στον Πρόεδρο και στα
μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, σε αυτούς που εκτελούν χρέη εισηγητή των
υποθέσεων, καθώς και στους βοηθούς τους, στον γραμματέα της Επιτροπής
Ανταγωνισμού και στους αναπληρωτές τους, καθορίζονται, με κοινή απόφαση των
Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης.”
4. Η παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“7. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού
και οι αναπληρωτές τους δεν ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή άμισθο δημόσιο
λειτούργημα ή κάθε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα επιχειρηματική ή μη, που
δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητα και τα καθήκοντα του μέλους της Επιτροπής
Ανταγωνισμού, εκτός από τα καθήκοντα μέλους διδακτικού προσωπικού Α.Ε.Ι. με
καθεστώς μερικής απασχόλησης. Τα μέλη και οι αναπληρωτές τους υποχρεούνται να
ενημερώνουν τον Πρόεδρο για τυχόν ανάληψη νέων δραστηριοτήτων που δεν
συμβιβάζονται με την ιδιότητα και τα καθήκοντα τους. Για την ύπαρξη ή μη
ασυμβιβάστου αποφασίζει, σε ολομέλεια, η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Το μέλος ή τα μέλη ή οι αναπληρωτές, για τα οποία προκύπτει ζήτημα
ασυμβιβάστου απέχουν από τις συνεδριάσεις κατά τις οποίες λαμβάνεται η
σχετική απόφαση. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, κοινοποιείται
αμελλητί στον Υπουργό Ανάπτυξης και δημοσιεύεται, όπως ορίζεται στον παρόντα
νόμο. Ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση του η οποία
εκδίδεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία επτά (7) ημερών από την κοινοποίηση
της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, να αναπέμψει σε αυτήν την υπόθεση,
για λόγους νομιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που λαμβάνεται από την
Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι ανέκκλητη και υποχρεωτικώς εκτελεστή. Τα μέλη της
Επιτροπής Ανταγωνισμού και οι αναπληρωτές τους έχουν υποχρέωση να τηρούν την
εμπιστευτικότητα των εμπορικών πληροφοριών.
Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, μετά από γνώμη της Επιτροπής
Ανταγωνισμού, θεσπίζεται Κώδικας Δεοντολογίας που ρυθμίζει τον τρόπο άσκησης
των καθηκόντων των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού και του προσωπικού της
Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού.”
5. (α) Η παρ. 11 του άρθρου 8 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“11. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί με απόφαση της να καθορίζει τη
λειτουργία αυτής σε πενταμελή τμήματα, ορίζοντας συγχρόνως τις αρμοδιότητες,
την ακριβή σύνθεση και τον προεδρεύοντα των τμημάτων αυτών.”
(β) Η παρ. 12 του άρθρου 8 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“12. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεδριάζει νόμιμα, εφόσον μετέχουν στη
συνεδρίαση ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και πέντε (5) τουλάχιστον μέλη και
ο Γραμματέας, αποφασίζει δε κατά την πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση
ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
Τα τμήματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού συνεδριάζουν νόμιμα, εφόσον μετέχουν
στη συνεδρίαση ο Προεδρεύων ή ο αναπληρωτής του, δύο τουλάχιστον μέλη και ο
Γραμματέας και αποφασίζουν κατά πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση
ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προεδρεύοντος.”
(γ) Η παρ. 12 του άρθρου 8 του ν. 703/1977 τίθεται σε ισχύ μετά το διορισμό
των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού σύμφωνα με την παρ. 5 του ιδίου άρθρου.
6. Η παρ. 13 του άρθρου 8 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“13. Μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού το οποίο απουσιάζει αδικαιολόγητα από
τρεις (3) διαδοχικές τακτικές συνεδριάσεις αυτής, εκπίπτει αυτοδικαίως από
την ιδιότητα του. Η έκπτωση διαπιστώνεται με σχετική απόφαση του Προέδρου της
Επιτροπής. Για την Επιτροπή Ανταγωνισμού εφαρμόζεται, αναλογικά, το δεύτερο
εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α).”
7. Στο τέλος της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 703/1977, προστίθεται η εξής
πρόταση: “Η προθεσμία κλήτευσης σύμφωνα με τα παραπάνω στις περιπτώσεις των
άρθρων 4δ και 4ε, δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών.”
8. Η παρ. 15 του άρθρου 8 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“15. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού κοινοποιούνται με επιμέλεια της
Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, στα μέρη που εμπλέκονται στις διαδικασίες
του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού.”
9. Στο τέλος του άρθρου 8 του ν. 703/1977, προστίθενται παράγραφοι 16, 17,
18 και 19 αντιστοίχως, ως εξής:
“16. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει διακεκριμένη νομική προσωπικότητα και
παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή
παραλείψεις της.
17. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι να
συγκροτεί με απόφαση της επιτροπές και ομάδες εργασίας για την εξέταση και
έρευνα σε θέματα ανταγωνισμού και λειτουργίας της Επιτροπής και της Γενικής
Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Στις επιτροπές και ομάδες εργασίας μπορεί να
συμμετέχουν και πρόσωπα που δεν αποτελούν μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή
προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Η ανωτέρω απόφαση λαμβάνεται
με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτημα του Υπουργού Ανάπτυξης.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης
καθορίζονται οι αμοιβές των προσώπων που συμμετέχουν στις πιο πάνω επιτροπές
και ομάδες εργασίας.
18. Για τις δαπάνες μετακίνησης, ημερήσιας αποζημίωσης και διανυκτέρευσης
του Προέδρου, των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, του προσωπικού της
Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, καθώς και των υπαλλήλων που αναφέρονται στις
διατάξεις του άρθρου 26, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35
Α’), όπως ισχύουν κάθε φορά.
19. Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού συνιστάται αυτοτελές γραφείο νομικής
υποστήριξης, το οποίο υπάγεται απευθείας στον Πρόεδρο της Επιτροπής
Ανταγωνισμού.
Το γραφείο νομικής υποστήριξης έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Της δικαστικής και εξωδικαστικής εκπροσώπησης και υπεράσπισης των
συμφερόντων της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
β) Της νομικής υποστήριξης των πράξεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού ενώπιον
κάθε δικαστηρίου και αρχής της ημεδαπής και αλλοδαπής και της καθοδήγησης των
ενεργειών της με νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις.
γ) Της δικαστικής υπεράσπισης και νομικής υποστήριξης των μελών της
Επιτροπής Ανταγωνισμού και του προσωπικού που υπηρετεί και απασχολείται στη
Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού με οποιαδήποτε έννομη σχέση, όταν ενάγονται ή
κατηγορούνται για πράξεις ή παραλείψεις που ανάγονται αποκλειστικά στην
εκπλήρωση των καθηκόντων τους.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, που εκδίδεται ύστερα
από πρόταση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθορίζονται ο αριθμός των οργανικών
θέσεων των δικηγόρων του αυτοτελούς γραφείου νομικής υποστήριξης, τα γενικά
και ειδικά προσόντα αυτών, τα κριτήρια και η διαδικασία επιλογής τους, καθώς
και η αμοιβή αυτών.
Οι δικηγόροι του γραφείου νομικής υποστήριξης επιλέγονται από την Επιτροπή
Ανταγωνισμού ύστερα από σχετική προκήρυξη, τηρουμένων των αρχών της
δημοσιότητας, της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αξιοκρατίας. Οι
ανωτέρω δικηγόροι προσλαμβάνονται με σχέση έμμισθης εντολής και διέπονται από
τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων.”
Αρθρο 11
1. Η παρ. 1 του άρθρου 8β του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων άλλων αρχών που ορίζονται με σχετική
διάταξη νόμου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι αποκλειστικώς αρμόδια για την
τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου και των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης
της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.”
2. Η περίπτωση ιβ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977,
τροποποιείται ως εξής:
“ιβ) Διατυπώνει γνώμη, προκειμένου να εκδοθούν οι υπουργικές αποφάσεις οι
οποίες προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 του παρόντος νόμου.”
3. Μετά την περίπτωση ιγ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977
προστίθενται νέες περιπτώσεις: ιδ’, ιε’, ιστ’ και ιζ’ ως ακολούθως:
“ιδ) Με εξαίρεση τη διαδικασία ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά
το άρθρο 14 και τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά το
άρθρο 15 μπορεί να διατυπώνει, με πρωτοβουλία της, γραπτώς τη γνώμη της προς
τα δικαστήρια για θέματα εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Με την άδεια του κατά περίπτωση αρμόδιου δικαστηρίου
μπορεί επίσης να διατυπώνει τη γνώμη της προφορικά. Στην περίπτωση αυτή την
Επιτροπή Ανταγωνισμού εκπροσωπεί ο Πρόεδρος ή, κατόπιν εξουσιοδότησης αυτού,
ο Αναπληρωτής Πρόεδρος ή μέλος της Επιτροπής ή ο Γενικός Διευθυντής ή μέλος
του προσωπικού Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού
μπορεί να ζητεί, από το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο, κάθε έγγραφο που
κρίνεται αναγκαίο για τη διατύπωση της γνώμης της κατά τα προηγούμενα εδάφια.
ιε) Ανακαλεί το ευεργέτημα απαλλαγής, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 29
του Κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 “για την
εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της
Συνθήκης Ευρωπαϊκής Κοινότητας”.
ιστ) Ορίζει τις προτεραιότητες της δράσης της και, με την επιφύλαξη της
περίπτωσης στ’ της παρ. 1 του άρθρου 8γ αποφασίζει για τη διενέργεια
αυτεπάγγελτων ερευνών από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού.
ιζ) Μετά από αίτημα του Υπουργού Ανάπτυξης ή αυτεπάγγελτα εξετάζει
συγκεκριμένο κλάδο της ελληνικής αγοράς και, εφόσον διαπιστώσει ότι στο
συγκεκριμένο κλάδο δεν υπάρχουν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού και
κρίνει ότι η εφαρμογή των άρθρων 1, 2, 2α και 4 επ. δεν επαρκεί για τη
δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού, μπορεί, με αιτιολογημένη
απόφαση της, να λάβει κάθε απολύτως αναγκαίο κανονιστικό μέτρο που αφορά τη
διάρθρωση της αγοράς και αποσκοπεί στη δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού
ανταγωνισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 5.”
4. Η περίπτωση ιδ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β αναριθμείται σε ιη’.
5. Μετά την περίπτωση ιη’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β, όπως αυτή
αναριθμήθηκε, προστίθεται νέα περίπτωση ιθ’ ως εξής:
“ιθ) Συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις Αρχές Ανταγωνισμού
των άλλων Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την εφαρμογή της κοινοτικής
νομοθεσίας του ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος
νόμου και του Κανονισμού 1/2003.”
6. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8β του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Ολες οι δημόσιες αρχές και υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής
αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου υποχρεούνται να υποβοηθούν το έργο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ύστερα
από σχετική αίτηση του Προέδρου της, παρέχοντας ιδίως τη συνδρομή τους στο
πλαίσιο της διεξαγωγής των ερευνών κατά το άρθρο 26 με τη συλλογή και παροχή
πληροφοριών και στοιχείων σχετικά με:
α) την εξέλιξη, διάρθρωση και τις τάσεις της εγχώριας κατανάλωσης, την
οργάνωση και δομή κλάδων της αγοράς, καθώς και τις συνθήκες ανταγωνισμού κάθε
κλάδου,
β) την κατάρτιση πινάκων διακλαδικών κοστολογικών σχέσεων και δεικτών,
γ) την παρακολούθηση του βαθμού συγκέντρωσης των επιχειρήσεων, κατά κλάδο
οικονομικής δραστηριότητας ή την ύπαρξη εναρμονισμένων πρακτικών και τη
διερεύνηση καταχρηστικής συμπεριφοράς της δεσπόζουσας θέσης ή της σχέσης
οικονομικής εξάρτησης επιχειρήσεων,
δ) την παρακολούθηση της εκτέλεσης των αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού,
των υπουργικών αποφάσεων που εκδίδονται κατά τα άρθρα 3 και 4γ, καθώς και
δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται στις περιπτώσεις προσβολής των
προηγούμενων αποφάσεων.”
Αρθρο 12
Στην παρ. 1 του άρθρου 8γ του ν. 703/1977 προστίθενται περιπτώσεις ε’ και
στ’ ως εξής:
“ε) ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 4‰,
στ) αποφασίζει, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων ιστ’ και ιζ’ της παραγράφου
2 του άρθρου 8β, για τη διενέργεια αυτεπάγγελτων ελέγχων από τη Γενική
Διεύθυνση Ανταγωνισμού.”
Αρθρο 13
1. Η παρ. 1 του άρθρου 8δ του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού λειτουργεί Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της
οποίας προΐσταται Γενικός Διευθυντής. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού
αποτελείται από δύο (2) Διευθύνσεις, μία (1) Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών και
μία (1) Διεύθυνση Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης. Ο Γενικός
Διευθυντής ασκεί καθήκοντα διεύθυνσης και εποπτείας εν γένει της Γενικής
Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, για την ομαλή και αποδοτική λειτουργία της.
Διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής
Ανταγωνισμού, με τριετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεώνεται για ίσο χρονικό
διάστημα μία ή περισσότερες φορές. Η θέση του Γενικού Διευθυντή μπορεί να
πληρούται και με μετάταξη ή απόσπαση, κατά παρέκκλιση από τις σχετικές
διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης
και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού. Για τη μετάταξη ή την απόσπαση δεν
απαιτείται η γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της υπηρεσίας από την οποία
μετατάσσεται ή αποσπάται ο υπάλληλος.
Ο Γενικός Διευθυντής λαμβάνει τις κάθε είδους αποδοχές, προσαυξήσεις και
λοιπές παροχές που προβλέπονται για τους Γενικούς Διευθυντές των Κεντρικών
Υπηρεσιών Υπουργείων.
Μετά τη λήξη της θητείας του και εφόσον ο Γενικός Διευθυντής ανήκει στο
προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και έχει διατελέσει Διευθυντής
για μια τριετία, διατηρεί το βαθμό του Διευθυντή και ασκεί καθήκοντα τα οποία
καθορίζονται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ανάλογα με τις υπηρεσιακές
ανάγκες.”
2. (α) Η παρ. 2 του άρθρου 8δ του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Η οργάνωση και η διάρθρωση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού σε
Διευθύνσεις, Τμήματα και Γραφεία, οι αρμοδιότητες αυτών και ο τρόπος
πρόσληψης ή επιλογής του Γενικού Διευθυντή, των Διευθυντών και των
Προϊσταμένων των Τμημάτων και Γραφείων, τα προσόντα του προσωπικού, ο αριθμός
των θέσεων του προσωπικού, η κατανομή αυτών σε κλάδους και ειδικότητες και
κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο
εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης και Ανάπτυξης, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Ο αριθμός των θέσεων του προσωπικού κάθε κατηγορίας ορίζεται στις εκατό
(100). Η αύξηση του αριθμού των θέσεων γίνεται με προεδρικό διάταγμα, κατά τα
οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τις
εκατόν πενήντα (150).”
3. (α) Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 8δ του ν. 703/1977
αντικαθίσταται ως εξής:
“Η μετάταξη και η απόσπαση διενεργούνται με κοινή απόφαση των Υπουργών
Ανάπτυξης, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του αρμόδιου
κατά περίπτωση Υπουργού, χωρίς γνώμη υπηρεσιακού ή άλλου συμβουλίου, κατά
παρέκκλιση από τις κείμενες γενικές και ειδικές διατάξεις. Οι μετατασσόμενοι
εντάσσονται, με την ίδια απόφαση, στο βαθμό της θέσης όπου μετατάσσονται και,
αν η θέση αυτή ανήκει στους ενιαίους βαθμούς του Υπαλληλικού Κώδικα (ν.
2683/1999, ΦΕΚ 19 Α’), εντάσσονται με βάση το βαθμό που κατέχουν, διαφορετικά
με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους έως τον τελευταίο ενιαίο βαθμό της
θέσης.”
(β) Μετά το τέταρτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 8δ του ν. 703/1977
προστίθεται πέμπτο εδάφιο ως εξής:
“Η απόσπαση υπαλλήλου μπορεί να διακοπεί, μετά από εισήγηση της Επιτροπής
Ανταγωνισμού, σε περίπτωση που οι ανάγκες της Γενικής Διεύθυνσης
Ανταγωνισμού, για τις οποίες έγινε η απόσπαση του συγκεκριμένου υπαλλήλου,
μπορούν να καλυφθούν από το προσωπικό της.”
4. Η παρ. 5 του άρθρου 8δ του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“5. (α) Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο του προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης
Ανταγωνισμού συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής από δύο (2)
μέλη της Επιτροπής, που εκλέγονται από την Ολομέλεια αυτής, από τα οποία το
ένα ορίζεται Πρόεδρος, από τον Γενικό Διευθυντή και από δύο (2) αιρετούς
εκπροσώπους του προσωπικού, με βαθμό τουλάχιστον Β’. Οι ανωτέρω ορίζονται με
τους αναπληρωτές τους. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ορίζεται
αναπληρωτής του Γενικού Διευθυντή ο Προϊστάμενος μιας από τις Διευθύνσεις της
Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού.
(β) Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκροτείται από τρία (3) μέλη της
Επιτροπής Ανταγωνισμού που εκλέγονται από την Ολομέλεια αυτής και από τα
οποία το ένα ορίζεται Πρόεδρος και δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων
με βαθμό τουλάχιστον Β’. Οι ανωτέρω ορίζονται με τους αναπληρωτές τους.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται, αναλόγως, οι διατάξεις του ισχύοντος Υπαλληλικού
Κώδικα (ν. 2683/1999) για τα Υπηρεσιακά Συμβούλια και το Δευτεροβάθμιο
Πειθαρχικό Συμβούλιο.”
5. Η παρ. 6 του άρθρου 8δ του ν. 703/1977 τροποποιείται ως εξής:
“6. Οι θέσεις των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων, Τμημάτων και Γραφείων της
Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής Ανταγωνισμού μπορεί να
καταλαμβάνονται από προσωπικό της Επιτροπής Ανταγωνισμού που υπηρετεί σε
αυτήν με απόσπαση.”
Αρθρο 14
Το άρθρο 8ε του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“Αρθρο 8ε
Γνωμοδοτικές Αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού
1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού παρέχει τη γνώμη της για θέματα της αρμοδιότητας
της, ύστερα από αίτημα που υποβάλλει ο Υπουργός Ανάπτυξης ή οποιοσδήποτε
άλλος, κατά περίπτωση, αρμόδιος Υπουργός ή ενώσεις επιμελητηρίων και ενώσεις
εμπορικών και βιομηχανικών συλλόγων.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού γνωμοδοτεί επί προτάσεων τροποποίησης του
παρόντος νόμου, ύστερα από αίτηση του Υπουργού Ανάπτυξης.”
Αρθρο 15
Το άρθρο 8στ του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεργάζεται με τις ρυθμιστικές ή άλλες αρχές που
ασκούν έλεγχο σε συγκεκριμένους τομείς της εθνικής οικονομίας και, στο
πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, διατυπώνει, ύστερα από σχετικό αίτημα των πιο
πάνω αρχών, τη γνώμη της για θέματα πολιτικής ανταγωνισμού στους τομείς
αυτούς.”
Αρθρο 16
1. Ο τίτλος του άρθρου 9 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“Εξουσίες της Επιτροπής επί παραβάσεων του παρόντος.”
2. Η παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως
εξής:
“1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αν, μετά από σχετική έρευνα που διεξάγεται είτε
αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας ή αίτησης του Υπουργού Ανάπτυξης,
διαπιστώσει παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 1 και των άρθρων 2, 2α και 5 ή των
άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μπορεί με απόφαση
της:
α) να υποχρεώσει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων
να παύσουν την παράβαση και να παραλείπουν αυτή στο μέλλον,
β) να αποδέχεται, εκ μέρους των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων
επιχειρήσεων, την ανάληψη δεσμεύσεων, με τις οποίες θα παύει η παράβαση, και
να καθιστά τις δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις,
γ) να επιβάλει μέτρα συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα, τα οποία πρέπει
να είναι αναγκαία και πρόσφορα για την παύση της παράβασης και ανάλογα με το
είδος και τη βαρύτητα αυτής. Μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα επιτρέπεται να
επιβάλλονται μόνο στην περίπτωση που είτε δεν υφίστανται εξίσου
αποτελεσματικά μέτρα συμπεριφοράς είτε όλα τα εξίσου αποτελεσματικά μέτρα
συμπεριφοράς είναι ενδεχομένως οχληρότερα από τα μέτρα διαρθρωτικού
χαρακτήρα,
δ) να απευθύνει συστάσεις σε περίπτωση παράβασης των άρθρων 1, 2 και 2α,
όπως προστίθενται με τον παρόντα νόμο 703/1977 και να απειλήσει πρόστιμο ή
χρηματική ποινή ή και τα δύο, σε περίπτωση συνέχισης ή επανάληψης της
παράβασης,
ε) να θεωρήσει ότι κατέπεσε το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή ή και τα δύο,
όταν με απόφαση της βεβαιώνεται η συνέχιση ή επανάληψη της παράβασης,
στ) να επιβάλει πρόστιμο στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που
υπέπεσαν στην παράβαση.”
3. Μετά την παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 703/1977 προστίθεται νέα παράγραφος
4, ως εξής:
“4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού καθορίζει, με απόφαση της, τους όρους και τις
προϋποθέσεις απαλλαγής ή μείωσης των προστίμων που επιβάλλονται σε βάρος
επιχειρήσεων οι οποίες συμβάλλουν στη διερεύνηση παραβάσεων των διατάξεων του
παρόντος νόμου. Η υπαγωγή της οικείας επιχείρησης στο πρόγραμμα επιείκειας
αίρει το αξιόποινο για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 29.
Τα προηγούμενα εδάφια δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις, οι οποίες προβαίνουν
σε καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης.”
4. Η παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 703/1977 αναριθμείται ως παράγραφος 5 και το
πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι αποκλειστικώς αρμόδια να λαμβάνει
ασφαλιστικά μέτρα αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του Υπουργού Ανάπτυξης,
όταν πιθανολογείται παράβαση των άρθρων 1, 2, 2α και 5 ή των άρθρων 81 και 82
της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και συντρέχει επείγουσα περίπτωση για
την αποτροπή άμεσα επικείμενου κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στο δημόσιο
συμφέρον.”
5. Μετά την παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 703/1977, όπως αναριθμήθηκε,
προστίθεται νέα παράγραφος 6, ως εξής:
“6. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 στοιχείο β’ η απόφαση της Επιτροπής
μπορεί να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον αιτιολογείται
επαρκώς ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι για περαιτέρω δράση αυτής. Η Επιτροπή
μπορεί, ύστερα από αίτημα που υποβάλλει κάθε ενδιαφερόμενος ή αυτεπαγγέλτως,
να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία όταν:
υπήρξε ουσιαστική μεταβολή των γεγονότων στα οποία βασίσθηκε η απόφαση, ή
οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αθετήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, ή
η απόφαση βασίσθηκε σε ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες
των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων.”
6. Η παράγραφος 5 αναριθμείται ως παράγραφος 7.
Αρθρο 17
Το άρθρο 11α του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“Αρθρο 11α
Συνοπτική διαδικασία επί γνωστοποιήσεων και καταγγελιών
Προφανώς αβάσιμες καταγγελίες για παραβάσεις των άρθρων 1 παράγραφοι 1, 2,
2α και 5 και των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι
οποίες υποβάλλονται μόνο στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και όχι και σε Αρχή
Ανταγωνισμού άλλου Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς και
γνωστοποιήσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 του
άρθρου 21 και αναφέρονται σε επιχειρηματικές συμπεριφορές, οι οποίες προφανώς
δεν επηρεάζουν τον ανταγωνισμό και υποβάλλονται επίσης μόνο στην Επιτροπή
Ανταγωνισμού, μπορεί να τίθενται στο αρχείο, ύστερα από εισήγηση της Γενικής
Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, χωρίς συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού με
αιτιολογημένη απόφαση τριμελούς επιτροπής. Η Επιτροπή αυτή αποτελείται από
τον Πρόεδρο και δύο μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού που ορίζονται προς τούτο,
με τους αναπληρωτές τους, από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κατά
το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε ημερολογιακού έτους, για το έτος αυτό. Στο τέλος
του έτους, ο Πρόεδρος ενημερώνει την Ολομέλεια για τον αριθμό και τη φύση των
υποθέσεων που τέθηκαν στο αρχείο κατά το έτος αυτό.”
Αρθρο 18
Μετά το άρθρο 11α του ν. 703/1977 προστίθεται νέο άρθρο 11 β ως εξής:
“Αρθρο 11β
Αρση αρμοδιότητας, αναστολή ή περάτωση διαδικασίας
1. Η κίνηση διαδικασίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με σκοπό την έκδοση
απόφασης κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου III του Κανονισμού 1/2003, στερεί από
την Επιτροπή Ανταγωνισμού την αρμοδιότητα της να εφαρμόζει τα άρθρα 81 και 82
της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, στις περιπτώσεις που η ίδια ή Αρχή Ανταγωνισμού
άλλου Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στο πλαίσιο εφαρμογής των άρθρων
81 ή 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έχουν επιληφθεί, κατόπιν
καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως, υπόθεσης που αφορά συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων,
απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή πρακτική επιχείρησης ή επιχειρήσεων, μπορεί ή
να απορρίψει την καταγγελία ή να τερματίσει, για το λόγο αυτόν, τη διαδικασία
που κινήθηκε αυτεπαγγέλτως ή να αναστείλει τη διαδικασία ή να προχωρήσει
κανονικά στη συζήτηση της υπόθεσης, εκδίδοντας απόφαση επί της ουσίας.”
Αρθρο 19
Εθνική Αρχή Ανταγωνισμού
Στο άρθρο 13β προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
“3. Οι αρχές ανταγωνισμού της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η Επιτροπή
της Ευρωπαϊκής Ενωσης, νοούνται ως Ευρωπαϊκή Επιτροπή.”
Αρθρο 20
Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 703/1977, προστίθεται παράγραφος
5, ως εξής:
“5. Για το παραδεκτό της συζήτησης των προσφυγών που ασκούνται κατά των
αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού με τις οποίες επιβάλλονται πρόστιμα,
απαιτείται η κατάθεση παραβόλου ποσού ίσου με το είκοσι τοις εκατό (20%) του
επιβαλλόμενου προστίμου, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 100.000
ευρώ.”
Αρθρο 21
1. Η παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Με εξαίρεση την περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 1 και με την
επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, τα δικαστήρια κάθε
δικαιοδοσίας μπορούν να κρίνουν παρεμπιπτόντως το κύρος των συμφωνιών και
αποφάσεων, καθώς και την ύπαρξη απαγορευμένης εναρμονισμένης πρακτικής κατά
την παράγραφο 1 του άρθρου 1 ή κατά το άρθρο 81 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας ή την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης κατά το άρθρο 2
ή κατά το άρθρο 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή την καταχρηστική
εκμετάλλευση σχέσης οικονομικής εξάρτησης κατά το άρθρο 2α. Από την κρίση
αυτή δεν δεσμεύονται η Επιτροπή Ανταγωνισμού, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών
και το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κρίνουν με βάση τις διατάξεις του
παρόντος νόμου.”
2. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 703/1977, προστίθεται παράγραφος 3,
ως εξής:
“3. Τα δικαστήρια κάθε δικαιοδοσίας, τα οποία εφαρμόζουν κατά την
προηγούμενη παράγραφο τα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας, μπορούν να ζητούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διαβιβάσει σε
αυτά πληροφορίες που κατέχει ή να διατυπώσει τη γνώμη της επί ζητημάτων που
άπτονται της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.
Μπορούν επίσης να ζητούν από την Επιτροπή Ανταγωνισμού να διατυπώνει τη
γνώμη της επί των ανωτέρω ζητημάτων.”
Αρθρο 22
Η παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“4. Με τη γνωστοποίηση υποβάλλεται ταυτόχρονα η αίτηση αρνητικής
πιστοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 11. Αίτηση για την
εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 1 υποβάλλεται οποτεδήποτε, εφόσον έχει
προηγηθεί προσήκουσα γνωστοποίηση.”
Αρθρο 23
Το άρθρο 23 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“Αρθρο 23
Συνέπειες γνωστοποίησης
Η γνωστοποίηση σύμβασης, σύμπραξης ή πρακτικής που γίνεται κατά το άρθρο 21
δεν έχει ως αποτέλεσμα την υποχρεωτική εξέταση της από την Επιτροπή
Ανταγωνισμού. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να διεξάγει έρευνα για
συγκεκριμένη γνωστοποίηση οποτεδήποτε είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν
καταγγελίας και να ζητεί, για το σκοπό της έρευνας, την προσκόμιση πρόσθετων
στοιχείων και την παροχή διευκρινίσεων από τα εμπλεκόμενα μέρη. Συμπράξεις
που γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 δεν λογίζονται
προσωρινά έγκυρες.”
Αρθρο 24
Το άρθρο 24 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“Αρθρο 24
Καταγγελία
1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να καταγγέλλει παραβάσεις
των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1, του άρθρου 2α και της παρ. 10 του άρθρου
5, καθώς και των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
2. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι
εργαζόμενοι σε δημόσιες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και οι
εντεταλμένοι προσκαίρως την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας οφείλουν να
ανακοινώνουν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, ό,τι
περιέρχεται στη γνώση τους με οποιονδήποτε τρόπο και σχετίζεται με την
παράβαση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1, του άρθρου 2α και της παρ. 10
του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, καθώς και των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης
της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Οσοι δεν εκπληρώνουν την υποχρέωση του
προηγούμενου εδαφίου τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μηνών ή χρηματική
ποινή από τριακόσια (300) μέχρι χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
3. Οι γραμματείς των δικαστηρίων οφείλουν να αποστέλλουν, ατελώς, αντίγραφα
των αποφάσεων με τις οποίες εφαρμόζονται διατάξεις του παρόντος νόμου και των
άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη Γενική Διεύθυνση
Ανταγωνισμού της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπέχοντες, σε περίπτωση παράλειψης,
πειθαρχική ευθύνη. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μεριμνά για την άμεση αποστολή των
ανωτέρω αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται να εκδώσει απόφαση μέσα σε έξι (6)
μήνες από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας ή του αιτήματος του
Υπουργού Ανάπτυξης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η υπόθεση χρήζει
περαιτέρω έρευνας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να παρατείνει την προθεσμία
αυτή,